ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 399/V/2008 ΤΜΗΜΑ Β΄

Θέμα της συνεδρίασης ήταν η λήψη απόφασης επί της προηγούμενης γνωστοποίησης σύμπραξης της εταιρίας με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ – ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε (ΕΡΤ.Α.Ε)» με την εταιρία με την επωνυμία «UNION DES ASSOCIATIONS EUROPEENNES DE FOOTBALL (UEFA)» με αντικείμενο την παραχώρηση αποκλειστικών ραδιοτηλεοπτικών δικαιωμάτων  για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις των αγώνων ποδοσφαίρου του EURO 2008, με αίτημα αρνητικής πιστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 11 του ν. 703/77, όπως ισχύει ή άλλως εξαίρεσης σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 του ως άνω νόμου

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΩΣ ΕΞΗΣ

1.Η εταιρεία με την επωνυμία ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε. (στο εξής «ΕΡΤ Α.Ε.»), γνωστοποίησε στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, (στο εξής «Ε.Α.»), εμπροθέσμως, την 01.03.2006, τη σύμπραξή της με την εταιρεία με την επωνυμία UNION DES ASSOCIATIONS EUROPEENΝES DE FOOTBALL ( στο εξής «UEFA» ή «ΟΥΕΦΑ») δυνάμει των όρων μεταξύ τους καταρτισθείσης συμβάσεως σχετικά με την παραχώρηση από την  UEFA στην ΕΡΤ Α.Ε. των δικαιωμάτων ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης των αγώνων της τελικής φάσης του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Εθνικών Ομάδων Ποδοσφαίρου του 2008 (EURO 2008), εκοινοποίησε στην Ε.Α. τη σύμβαση αυτή και ζήτησε τη χορήγηση αρνητικής πιστοποίησης κατ’ αρθρ. 11 ν. 703/77 άλλως και επικουρικώς τη διαπίστωση ότι σχετικώς με τη σύμβαση αυτή συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης κατ’ άρθρ. 1 παρ. 3 του ιδίου ν. 703/77.
4.Η ΟΥΕΦΑ (Union of European Football Associations, Ένωση Ευρωπαϊκών Ποδοσφαιρικών Ενώσεων) είναι η μεγαλύτερη ποδοσφαιρική ομοσπονδία στην Ευρώπη. Είναι εταιρία, εγγεγραμμένη σε μητρώο επιχειρήσεων υπό το καθεστώς του Ελβετικού αστικού κώδικα, με έδρα τη Νιόν της Ελβετίας (Βλ. Commission Decision of 23/7/2003 relating to a proceeding under Article 81 of the EC Treaty and Article 53 of the EEA Agreement (COMP/C.37.398 – Joint selling of the commercial rights of the UEFA Champions League, Brussels, 23/07/2003, C(2003)2627 final, UEFA´s Statutes  (Édition 2000). Συμμετέχουν σ’ αυτήν ποδοσφαιρικοί σύλλογοι που βρίσκονται στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Η ΟΥΕΦΑ αποτελείται από 51 μέλη. 
Οι μεγαλύτερες διοργανώσεις της είναι πρωτάθλημα στο οποίο,  γνωστό ως  Champions League, συμμετέχουν οι πρώτες και οι δεύτερες ομάδες στην κατάταξη της εθνικής τους βαθμολογίας όλων των χωρών που είναι μέλη της UEFA, το Κύπελο UEFA, όπου συμμετέχουν οι αμέσως επόμενες ομάδες στη βαθμολογία, το Regions Cup, το Κύπελλο Intertoto και, τέλος,  το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου στο οποίο συμμετέχουν οι εθνικές ομάδες των ευρωπαϊκών χωρών.
5.Η σχετική αγορά προϊόντων περιλαμβάνει το σύνολο των προϊόντων και υπηρεσιών που θεωρούνται από τον καταναλωτή εναλλάξιμα ή δυνάμενα να υποκατασταθούν μεταξύ τους λόγω των χαρακτηριστικών τους, της τιμής τους και της σκοπούμενης χρήσης τους.
Η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει την περιοχή στην οποία οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις προβαίνουν σε προσφορά και ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών, οι συνθήκες  ανταγωνισμού είναι επαρκώς ομοιογενείς και μπορεί να διακριθεί από γειτονικές περιοχές, ιδίως επειδή οι υφιστάμενες συνθήκες ανταγωνισμού στις περιοχές αυτές διαφέρουν σημαντικά.
6.Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κατατάξει σε κατηγορίες τη δραστηριότητα αγοράς δικαιωμάτων περιεχομένου σε διαφορετικές αγορές, ανάλογα τη φύση του περιεχομένου. Στην υπόθεση Canal+/RTL/GICD/JV (Βλ. Δημοσίευμα τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, 13/11/2001, IP/01/1579) η Επιτροπή διαπίστωσε ότι παρόλο που τα δικαιώματα μετάδοσης μπορεί να αποτελούν ξεχωριστό τμήμα ως προς άλλα τηλεοπτικά προγράμματα, η αγορά κατατέμνεται περαιτέρω σε διακριτές σχετικές αγορές. Διαπίστωσε επίσης ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα δικαιώματα τηλεοπτικής μετάδοσης ποδοσφαιρικών αγώνων δεν θεωρούνται υποκατάστατα για τηλεοπτικά δικαιώματα μετάδοσης αθλητικών γεγονότων. Στην υπόθεση Newscorp/Telepiu (Βλ. Υποθ. COMP/M.2876, OJ L 110, 16/04/2004, 73-125), η Επιτροπή όρισε αγορές, οι οποίες αφορούσαν: 
α)     την απόκτηση αποκλειστικών δικαιωμάτων τηλεοπτικών έργων πρώτης μετάδοσης,
β)     απόκτηση αποκλειστικών δικαιωμάτων για ποδοσφαιρικές διοργανώσεις που λαμβάνουν χώρα σε τακτά διαστήματα και συμμετέχουν οι Εθνικές Ομάδες , 
γ)     αποκλειστικά δικαιώματα σε άλλα αθλητικά γεγονότα και 
δ)     απόκτηση τηλεοπτικών καναλιών.
Στην υπό κρίση υπόθεση, η σχετική αγορά προϊόντων περιλαμβάνει τα τηλεοπτικά δικαιώματα μετάδοσης ποδοσφαιρικών διοργανώσεων που λαμβάνουν χώρα ανά τετραετία στις οποίες λαμβάνουν μέρος οι Εθνικές Ομάδες Ποδοσφαίρου (Παγκόσμιο Κύπελλο και Ευρωπαϊκό Κύπελλο).
14.Τα τελευταία έτη η διοργάνωση αθλητικών γεγονότων απασχολεί ιδιαίτερα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και έχει αποτελέσει αντικείμενο έντονης ενασχόλησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά  σε θέματα ανταγωνισμού, αποτελεί δε την αγορά αθλητικών διοργανώσεων και ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων («downstream market»). Το επίπεδο ανταγωνισμού για τα τηλεοπτικά δικαιώματα ποικίλλει ανάλογα με το είδος του αθλήματος και της διοργάνωσης (Judgment of the Court of First Instance, 8 October 2002, Metropole television SA (M6), Antena 3 de Televisión SA, Gestevisión Telecinco SA, SIC – Sociedade Independente de Comunicao SA, Deutsches SportFernsehen GMbH (DSF) and REti Televisive Italiane Spa (RTI) v. Commission of the European Communities supported by Union Europeenne de radio-television (UER) and Radiotelevision Espanola (RTVE), joined cases T-185/00, T-216/00, T-299/00 T-300/00). Μαζικά αθλήματα όπως το ποδόσφαιρο ή οι αγώνες μοτοσικλέτας γενικώς προσελκύουν μεγάλο κοινό, ενώ διεθνείς διοργανώσεις όπου δεν υπάρχει εθνική συμμετοχή μπορεί να είναι μειωμένου ενδιαφέροντος. Όπως προκύπτει, αθλητικές διοργανώσεις όπως οι Ολυμπιακοί αγώνες, οι τελικοί του Γουίμπλετον και το παγκόσμιο κύπελλο του ποδοσφαίρου  συγκεντρώνουν υψηλά ποσοστά τηλεθέασης ενώ η προτίμηση των θεατών δεν επηρεάζεται από την παράλληλη μετάδοση άλλου αθλητικού γεγονότος. 
Αναφορικά με την εφαρμογή ή μη του άρθρου των κανόνων περί προστασίας του ανταγωνισμού της ΣυνθΕΚ και δη του αρθ. 81 επ., η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόκειται να λάβει θέση, λαμβάνοντας υπ όψιν την ιδιαίτερη φύση του αθλητισμού, καθώς από τη μία υπάρχει μια διαδραστικότητα και αλληλοεξάρτηση μεταξύ των αγωνιζομένων φορέων και από την άλλη μία ανάγκη διατήρησης της ισορροπίας μεταξύ τους. 
Το έντονο ενδιαφέρον του Ευρωπαϊκού νομοθέτη σε αυτό τον χώρο έχει προκληθεί από τον ουσιώδη ρόλο τον οποίο τα τηλεοπτικά δικαιώματα διαδραματίζουν στην εξέλιξη των τηλεοπτικών αγορών. Οι αγορές αυτές γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη,  κυρίως λόγω της απελευθέρωσης της πρόσβασης ιδιωτικών παρόχων στη δημιουργία τηλεοπτικών καναλιών και της ψηφιοποίησης που έκανε δυνατή την καλωδιακή και δορυφορική διανομή και την παροχή  υπηρεσιών επί πληρωμή. 
17.Ως «επιχείρηση» νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο ή οικονομική ενότητα που ασκεί εμπορική ή άλλη οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς του και από τον τρόπο χρηματοδότησής του (Κοτσίρης Λ., Δίκαιο του Ανταγωνισμού, Αθέμιτου και Θεμιτού, Εκδ. Σάκκουλα, 4η έκδ., σ.407 και ΔΕΚ, βλ. C-55/96, Job Centre II, Συλλογή 1997, Ι-7119, σκ.21, C-180-184/98, Pavlov κλπ, Συλλογή 2000, Ι-6451, σκ.74. Ως «οικονομική δραστηριότητα» νοείται κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά (C-118/85, C-35/96)). Η έννοια της «επιχείρησης» είναι περισσότερο οικονομική παρά νομική και το αποφασιστικό κριτήριο για την έννοια αυτή στο δίκαιο της προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού να είναι η οικονομική και όχι η νομική της αυτοτέλεια.
18.Η «ένωση επιχειρήσεων» προϋποθέτει πλειονότητα επιχειρήσεων που συνδέονται μεταξύ τους με οποιαδήποτε μορφή οργανωμένης συνεργασίας. Δεν απαιτείται η «ένωση» να έχει την ιδιότητα της επιχείρησης, ενώ το είδος του νομικού δεσμού μεταξύ των επιχειρήσεων είναι αδιάφορο (Βλ. ΕΑ 83/1989). Ο δεσμός μεταξύ των επιχειρήσεων μπορεί να είναι εταιρικός, σωματειακός χωρίς κερδοσκοπικό χαρακτήρα, επαγγελματικού – συνδικαλιστικού χαρακτήρα, όπως επαγγελματικοί σύλλογοι, κ.λπ. Δεν απαιτείται  η ένωση να έχει νομική προσωπικότητα. Πεδίο εφαρμογής του δικαίου προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού ως προς την έννοια της «ένωσης επιχειρήσεων» αποτελεί κάθε μορφής οικονομική συνεργασία δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων μεταξύ τους  (Βλ. Αποφάσεις Ε.Α.  3/1980 και  8/1980). Την ίδια άποψη φαίνεται ότι ακολουθούν και τα πολιτικά δικαστήρια (Μον.Πρωτ.Αθ. 6009/85). Αναφορικά ειδικότερα με το θέμα της οικονομικής δραστηριότητας, το ΔΕΚ έχει κρίνει ότι, ενόψει των σκοπών της Κοινότητας, η άσκηση του αθλητισμού εμπίπτει στο κοινοτικό δίκαιο κατά το μέτρο που συνιστά οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 2 της συνθήκης (Βλ, Αποφ. ΔΕΚ Walrave/Union Cycliste Internationale, Συλλογή 1974, σ. 1405, παρ. 4, Υποθ. Donu/Mantero, συλλογή 1976, σ. 1333, παρ. 12).
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η νομολογία του ΔΕΚ (ΔΕΚ 209-215/78, Van Landewyck v Commission, Συλλ.1978, σ.21111, ΔΕΚ C-41/90, Höfner & Elser, Συλλ. 1991, σ. Ι-1979, σκ. 21, C-244/94, Fédération française des sociétés d’assurances κ.λπ., Συλλ. 1995, σ. Ι-4013, σκ. 14, C-55/96, Job Centre, ο.π. σκ. 21.), σύμφωνα με την οποία σωματεία, ενώσεις, σύνδεσμοι θεωρούνται ως «ενώσεις επιχειρήσεων» κατά την έννοια του άρθρου 81 παρ.1 ΣυνθΕΚ, ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή και από τον κερδοσκοπικό ή μη χαρακτήρα τους. 
19.    Οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι επαγγελματικοί και ασκούν οικονομική δραστηριότητα. Κατά συνέπεια θεωρούνται επιχειρήσεις με την έννοια του άρθρου 81 παρ. 1 Συνθ ΕΚ. Οι σύλλογοι είναι μέλη των εθνικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών. Κατά συνέπεια, οι Εθνικές Ομοσπονδίες είναι ενώσεις επιχειρήσεων με την έννοια του άρθρου 81, παρ. 1 ΣυνθΕΚ.
Οι εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες αποτελούν μέλη της ΟΥΕΦΑ. Κατά συνέπεια, η ΟΥΕΦΑ αποτελεί ένωση ενώσεων επιχειρήσεων. Επιπροσθέτως, η ΟΥΕΦΑ αποτελεί και επιχείρηση διότι ασκεί άμεσα οικονομικές δραστηριότητες. 
20.Εν προκειμένω, η σύναψη της συμβάσεως μεταξύ της ΕΡΤ Α.Ε και της ΟΥΕΦΑ,  συνιστά αναμφιβόλως συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων υπό την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 703/1977.
21.Στις 19 Ιουλίου 2001 η Επιτροπή με την σχετική της Εισήγηση (Statement of Objections) και επειδή στις 19 Φεβρουαρίου 1999 η ΟΥΕΦΑ κοινοποίησε στην Επιτροπή τους κανόνες, τους κανονισμούς και τις αποφάσεις εφαρμογής που αφορούν τη συμφωνία για την κοινή πώληση, όπου περιελάμβανε πρότυπες συμφωνίες δικαιωμάτων που επρόκειτο να συναφθούν με τηλεοπτικούς σταθμούς, εξέδωσε Ανακοίνωση Αιτιάσεων που εξεδόθη στις 18 Ιουλίου 2001.
Τότε, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι  η κοινοποιηθείσα συμφωνία για την κοινή πώληση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων παραβίαζε το άρθρο 81 παράγραφος 1 ΣυνθΕΚ. Επίσης η Επιτροπή δήλωσε ότι η εν λόγω συμφωνία δεν ήταν επιλέξιμη για απαλλαγή δυνάμει του Aρθ. 81 παρ.3 ΣυνθΕΚ) έχοντας καταλήξει στο ότι η πώληση τηλεοπτικών δικαιωμάτων εμποδίζει τους ατομικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους που συμμετέχουν στο Τσάμπιονς Λίγκ από του να αναλάβουν εμπορική δράση σχετικά με τηλεοπτικά δικαιώματα και ότι αποκλείει τον ανταγωνισμό μεταξύ τους  αναφορικά με την προμήθεια ατομικά τηλεοπτικών δικαιωμάτων στους ενδιαφερόμενους αγοραστές. 
22.Τελικώς, με αφορμή το αίτημα για χορήγηση αρνητικής πιστοποίησης που υπέβαλε η ΟΥΕΦΑ στις 1/2/1999, η Επιτροπή ασχολήθηκε εκτενώς με το θέμα της κοινής πώλησης και απεφάνθη ότι (L291/45, 8.1..2003) ναι μεν υφίσταται περιορισμός του ανταγωνισμού, αλλά: 
–    Υφίσταται αναγκαιότητα περιορισμών για τη δημιουργία ενός προϊόντος πρωταθλήματος το οποίο πωλείται μέσω ενός μοναδικού σημείου πώλησης. 
–    Υπάρχει διακριτός φορέας εκμετάλλευσης με έννομο συμφέρον. 
–     Η παραγωγή χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα. 
–     Οι σύλλογοι χαρακτηρίζονται από εθνικά  συμφέροντα 
–     Η ΟΥΕΦΑ παρέχει καλύτερη διανομή μαγνητοσκοπημένων μεταδόσεων 
–     Η ΟΥΕΦΑ παρέχει από την πλευρά της τη δυνατότητα εντοπισμού ζήτησης για τα από κοινού πωλούμενα   δικαιώματα μετάδοσης
–    Μεταξύ των ποδοσφαιρικών συλλόγων και της ΟΥΕΦΑ υφίσταται σχέση συνιδιοκτησίας όσον αφορά τους μεμονωμένους αγώνες, αλλά η συνιδιοκτησία αυτή δεν αφορά οριζόντια το σύνολο των δικαιωμάτων που προκύπτουν από ένα ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα.
Για τους λόγους αυτούς η Επιτροπή χορήγησε  απαλλαγή βάσει του άρθρ. 81 παρ3 ΣυνΕΚ.
25.Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 703/77, όπως ισχύει ορίζεται ότι: «Ύστερα από αίτηση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων που υποβάλλεται στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, η Επιτροπή Ανταγωνισμού πιστοποιεί, εντός διμήνου από την υποβολή της αίτησης, ότι με βάση τα γνωστά σε αυτή στοιχεία δεν υφίσταται παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1 παρ.1, 2 και 2α του παρόντος νόμου. Η πιστοποίηση αυτή μπορεί να ζητηθεί κι όταν πρόκειται για σύμπραξη επιχειρήσεων, εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης ή σχέσης οικονομικής εξάρτησης, που πρόκειται να πραγματοποιηθεί στο μέλλον.» Όπως υπογραμμίζεται στη θεωρία, η αρνητική πιστοποίηση έχει χαρακτήρα αναγνωριστικό. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι καθίσταται άνευ αντικειμένου αν μεταβληθούν οι πραγματικές περιστάσεις σε σχέση με ουσιώδη στοιχεία της απόφασης.
26.Το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 703/77 ορίζει ότι : «Απαγορεύονται πάσαι αι συμφωνίαι μεταξύ επιχειρήσεων, πάσαι αι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και οιασδήποτε μορφής ενηρμονισμένη πρακτική επιχειρήσεων, αι οποίαι έχουν ως αντικείμενον ή αποτέλεσμα την παρακώλυσιν, τον περιορισμόν ή την νόθευσιν του ανταγωνισμού ιδία δε αι συνιστάμεναι εις: 
α) τον άμεσον ή έμμεσον καθορισμόν των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής.
β) τον περιορισμόν ή τον έλεγχον της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων.
γ) την κατανομήν των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού.
δ) την, κατά τρόπον δυσχεραίνοντα την λειτουργίαν του ανταγωνισμού, εφαρμογήν εν τω εμπορίω ανίσων όρων δι’ισοδυνάμους παροχάς, ιδία δε την αδικαιολόγητο άρνησιν πωλήσεως, αγοράς ή άλλης συναλλαγής.
ε) την εξάρτησιν συνάψεως συμβάσεων εκ της παρά των αντισυμβαλλομένων αποδοχής προσθέτων παροχών, αι οποίαι, κατά  την φύσιν των ή συμφώνως προς τας εμπορικάς συνηθείας, δεν συνδέονται μετά του αντικειμένου των συμβάσεων τούτων.»
27.Εν προκειμένω, και, ειδικότερα, ως προς:  
α) τον άμεσον ή έμμεσον καθορισμόν των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής.
η θεωρία δέχεται ότι «Πρόκειται ίσως για την ουσιαστικότερη περίπτωση διατάραξης του ανταγωνισμού, εφόσον περιορίζεται η ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών» (Βλ. Δελούκα-Ιγγλέση Κορνηλία, Εισαγωγή στο δίκαιο του ανταγωνισμού, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1994, σελ. 34. Επειδή ο καθορισμός τιμών αποτελεί τόσο σημαντικό περιορισμό του ανταγωνισμού, στην Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «σχετικά με τις συμφωνίες ήσσονος σημασίας οι οποίες δεν περιορίζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (de minimis)», ΕΕ C 368 της 22/12/2001, σελ. 13, ορίζεται ότι τέτοιου είδους συμφωνίες μεταξύ ανταγωνιστών συνιστούν πάντοτε παράβαση ανεξαρτήτως του μεριδίου αυτών στη σχετική αγορά, βλ. σκέψη 11.1.α)).
Για τον λόγο αυτό, μνημονεύεται ως πρώτη, ενδεικτικά αναφερόμενη, περίπτωση παρακώλυσης, περιορισμού ή νόθευσης του ανταγωνισμού, τόσο στην Ελληνική, όσο και στην κοινοτική νομοθεσία. Πρόκειται για την κυριότερη περίπτωση νοθεύσεως του ανταγωνισμού. Οι σχετικές ρήτρες αναφέρονται τόσο σε επίπεδο οριζόντιο όσο και σε επίπεδο κάθετο. Αντικείμενο τους δύναται να είναι ο καθορισμός των τιμών, των τιμών πλαισίων, των εκπτώσεων ή των δεσμεύσεων ως προ τις τιμές μεταπώλησης. Ο όρος «τιμές» λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια περικλείοντας τις εκπτώσεις, περιθώρια κέρδους, όρους πίστωσης, ακόμα και συστάσεις περί τιμών. Ακόμα και η παράλληλη τιμολόγηση, σύμφωνα με το ΔΕΚ, μπορεί να αποτελεί ισχυρή απόδειξη εάν οδηγεί σε συνθήκες ανταγωνισμού που δεν ανταποκρίνονται στις συνήθεις συνθήκες (Αναλυτικά ταύτα, ΔΕΚ, αποφ. 209-215 και 218/1978 Heintz v. Landevyck v. Com, Activ de la Cour de Justice, 23/29.10.1980, Απόφαση Επιτροπής ΕΟΚ 6-8-1984, Αρμ. 1985, 247, με ιδιαίτερη μνεία σε διάφορα συστήματα καθορισμού τιμών και ειδικότερα: α) φυσικού ηγέτη (natural price leader), β) πρότυπου ευρωπαϊκής ηγετικής επιχείρησης χάραξης τιμών (pattern European leadership), γ) κατευθυνόμενης ηγετικής επιχείρησης χάραξη τιμών (guided price leadership), δ) βαρομετρικού ηγέτη (barometric price leadership). Για το θέμα της παράλληλης τιμολόγησης, βλ. Υπόθ. 48/69, Συλλ. 1972, 619, ICI κατά Επιτροπής).
Στην υπό κρίση υπόθεση ωστόσο, απεδείχθη ότι η ΟΥΕΦΑ ακολούθησε διαδικασία δημόσιας προσφοράς, στην οποία εκλήθησαν να συμμετάσχουν όλοι οι σταθμοί (ιδιωτικοί και δημόσιοι). Η σύμβαση, με την αποκλειστικότητα της μετάδοσης των αγώνων, κατακυρώθηκε στον πλειοδότη, ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η ΕΡΤ. Η παραχώρηση αυτή αφορά σε τηλεοπτικά δικαιώματα ελεύθερης τηλεόρασης, τα οποία είναι αποκλειστικά και σε ραδιοφωνικά δικαιώματα το οποία είναι μη αποκλειστικά. Τα τηλεοπτικά δικαιώματα συνδρομητικής τηλεόρασης δεν παραχωρήθηκαν με την γνωστοποιηθείσα σύμβαση.  Αντίθετα, είχαν παραχωρηθεί σε σταθμό συνδρομητικό ο οποίος εν συνεχεία, για λόγους που δεν έγιναν γνωστοί, υπανεχώρησε οψίμως (Μαΐος 2008). Δεν έλαβε χώρα  «διαδικασία» καθορισμού τιμής υποδηλούσα αντιανταγωνιστική συμπεριφορά, νοθευτική, περιοριστική ή παρακωλυτική του  ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, το εν λόγω εδάφιο δεν έχει εφαρμογή.
β) τον περιορισμόν ή τον έλεγχον της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων, η ανάθεση σε εθνικό ραδιοτηλεοπτικό σταθμό του συνόλου των δικαιωμάτων για το ΕΥΡΟ 2008, όπως αυτά περιγράφονται στη σύμβαση, ευνοεί τη διάθεση του προϊόντος. Ειδικότερα,  μέσω του συγκεκριμένου τρόπου ιδιαίτερης «πώλησης» του προϊόντος, μπορεί να διατηρηθεί η ομοιογενής ποιότητά του. Κατά συνέπεια, το εν λόγω εδάφιο δεν έχει εφαρμογή.
γ) την κατανομήν των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού, ο εδαφικός διαχωρισμός έγινε στην προκειμένη περίπτωση λόγω της γλωσσικής ιδιαιτερότητας και πολιτισμικής ιδιομορφίας των χωρών της Ευρώπης, με βάση την οποία οι εθνικοί φορείς βρίσκονται σε περισσότερο πλεονεκτική θέση για να μεταδώσουν τους ποδοσφαιρικούς αγώνες.  Κατά συνέπεια το εν λόγω εδάφιο δεν έχει εφαρμογή.
δ) την, κατά τρόπον δυσχεραίνοντα την λειτουργίαν του ανταγωνισμού, εφαρμογήν εν τω εμπορίω ανίσων όρων δι’ισοδυνάμους παροχάς, ιδία δε την αδικαιολόγητο άρνησιν πωλήσεως, αγοράς ή άλλης συναλλαγής, η ΟΥΕΦΑ τήρησε για την παραχώρηση των προαναφερομένων δικαιωμάτων, την προαναφερόμενη, νόμιμη διαδικασία  και προέβη σε πρόσκληση όλων των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης και της δημόσιας τηλεόρασης, η οποία τελικά και πλειοδότησε αποκτώντας τα δικαιώματα. Κατά συνέπεια το εν λόγω εδάφιο δεν έχει εφαρμογή.
ε) την εξάρτησιν συνάψεως συμβάσεων εκ της παρά των αντισυμβαλλομένων αποδοχής προσθέτων παροχών, αι οποίαι, κατά  την φύσιν των ή συμφώνως προς τας εμπορικάς συνηθείας, δεν συνδέονται μετά του αντικειμένου των συμβάσεων τούτων.», στην υπό κρίσιν σύμβαση  ακολουθήθηκε η τυποποιημένη μορφή των συμφωνιών τις οποίες συνάπτει η ΟΥΕΦΑ με τους διάφορους ραδιοτηλεοπτικούς παρόχους. Οι συμφωνίες αυτές είναι εν μέρει αποκλειστικές, διότι η ίδια η ΟΥΕΦΑ παρακρατεί μέρος των δικαιωμάτων μετάδοσης, ταυτόχρονης μετάδοσης, μετάδοσης μέσω του διαδικτύου και βοηθητικών δικαιωμάτων. Δεν έχουν τεθεί περιορισμοί στη σύμβαση, πέραν των αναγκαίων για τη λειτουργία της. Κατά συνέπεια, το εν λόγω εδάφιο δεν έχει εφαρμογή.
Για την διαπίστωση και ικανοποίηση του αιτήματος χορήγησης αρνητικής πιστοποίησης δεν εξετάζεται αν η συμφωνία έχει σωρευτικά τα χαρακτηριστικά της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 703/77, αλλά μόνον εάν οι όροι αυτής εμπίπτουν στις απαγορευτικές διατάξεις της παραγράφου 1 του  άρθρου αυτού. Η εξέταση της συμφωνίας υπό το πρίσμα της παραγράφου 3 του άρθρου 1 γίνεται στα πλαίσια κρίσης για τη χορήγηση απαλλαγής και εξετάζεται σύμφωνα με το άρθρο 23 του ιδίου νόμου. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 ν. 703/77 παρ.1. Ως εκ τούτου, η κρινόμενη σύμβαση δεν περιέχει όρους που εμπίπτουν στις απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 703/77, όπως ισχύει και επομένως η εξέταση του αιτήματος χορήγησης εξαίρεσης βάσει του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 703/77, όπως ισχύει παρέλκει.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, σύμφωνα με το Άρθρο 11 του Ν. 703/77 όπως ισχύει,  δέχεται το αίτημα  της εταιρείας «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ – ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε (ΕΡΤ.Α.Ε)» για χορήγηση  αρνητικής πιστοποίησης για το χρονικό διάστημα από τη γνωστοποίηση της πρώτης σύμβασης την 01/03/2006 έως την 31/12/2008 με την επωνυμία «UNION DES ASSOCIATIONS EUROPEENNES DE FOOTBALL (UEFA)».  
Η Προεδρεύουσα  του Τμήματος 
Α. ΣΙΝΑΝΙΩΤΗ
Ο συντάξας την απόφαση
Κυριάκος Ε. Μακαρώνας<