ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 413/V/2008 ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

1.Αναφορικά με την ένσταση συμμετοχής στην προφορική διαδικασία των Δικηγορικών Συλλόγων Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, η Επιτροπή την απορρίπτει διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 in fine του Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής (Κ.Υ.Α. 8275/2006) η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα κατά τη διακριτική της ευχέρεια να επιτρέψει τη διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας με την παρουσία και συμμετοχή ακόμη και των μερών τα οποία δεν έχουν εκφράσει την πρόθεση συμμετοχής τους με το σχετικώς προβλεπόμενο υπόμνημα και, συνεπώς, αποφασίζει ομοφώνως, κάνοντας χρήση της ως άνω δυνατότητος, να επιτρέψει και επιτρέπει στους Δικηγορικούς Συλλόγους Πειραιώς και Θεσσαλονίκης να συμμετάσχουν στην προφορική συζήτηση της υποθέσεως διά των εκπροσώπων τους.
2. Ως προς τα πραγματικά περιστατικά, στις 19.07.2005 (Α.Π. 4344), κατετέθη καταγγελία του κ. Αθανασίου Πιτσιόρλα., δικηγόρου εγγεγραμμένου στο Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης και διορισμένου στην Περιφέρεια του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά του Δικηγορικού Συλλόγου Χαλκιδικής. Σύμφωνα με την καταγγελία, κατά την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών στην Ελλάδα παραβιάζονται οι κανόνες ανταγωνισμού και οι παραβιάσεις παράγουν αποτελέσματα που επιβαρύνουν τα συμφέροντα των δικηγόρων, των καταναλωτών νομικών υπηρεσιών, της λειτουργίας της αγοράς και της ελληνικής οικονομίας. 
Ο καταγγέλλων κατέθεσε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών  προσφυγή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας της ΕΑ. Το Διοικητικό Εφετείο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 428/2007 απόφαση με την οποία έκανε δεκτή την προσφυγή, ακύρωσε την παράλειψη της ΕΑ να αποφανθεί επί της καταγγελίας του προσφεύγοντος εντός των προθεσμιών του άρθρου 24 παρ. 4 του ν. 703/77 και ανέπεμψε την υπόθεση στην ΕΑ, προκειμένου να αποφανθεί επί της καταγγελίας.
Της αποφάσεως αυτής έχει ζητηθεί η αναίρεση πλήν τούτο δεν εμποδίζει την Επιτροπή Ανταγωνισμού να αποφανθεί επί του τεθέντος ζητήματος.
3.  Με την υποβληθείσα καταγγελία, κατά την εκτίμηση του αρχικού δικογράφου και των εκτεταμένων υπομνημάτων του καταγγέλλοντος  και των υπέρ των απόψεών του παρεμβάντων πλήττονται ως παραβιάζουσες  τις περί ανταγωνισμού διατάξεις δύο διατάξεις του ν.δ. 3026/1954 ήτοι εκείνες του άρθρου 42 και του άρθρου 44.
4. Οι κατηγορίες των δικών  άρα και η παροχή υπηρεσιών σε δικαστήρια από δικηγόρους  διακρίνονται  σε πολιτικές [δηλαδή αστικές], διοικητικές και ποινικές. 
Το ζήτημα το οποίο τίθεται εν προκειμένω αφορά στις πολιτικές και τις διοικητικές υποθέσεις ήτοι την παροχή νομικών υπηρεσιών ενώπιον των Πολιτικών και Διοικητικών Πρωτοδικείων και Εφετείων. 
Κατά τον καταγγέλλοντα, οι αρχές του ανταγωνισμού εν προκειμένω παραβιάζονται εξαιτίας γεωγραφικών περιορισμών στην παροχή  νομικών υπηρεσιών σε δικαστήρια (παραστασιακή  δικηγορία) επειδή δικηγόροι  διορισμένοι σε Πρωτοδικείο συγκεκριμένης γεωγραφικής αρμοδιότητας δεν έχουν δικαίωμα παράστασης σε Πρωτοδικείο άλλης, αν δεν συμπράξουν με δικηγόρο της περιφέρειας  αυτής (άρθρο 44). Περαιτέρω, δικηγόρος συγκεκριμένου Πρωτοδικείου δεν έχει δικαίωμα παράστασης σε συμβόλαιο που αφορά ακίνητο αν το συμβόλαιο συντάσσεται ενώπιον Συμβολαιογράφου περιφερείας άλλου Πρωτοδικείου άνευ συμπράξεως δικηγόρου της περιφερείας του Πρωτοδικείου αυτού.
5. Ο καταγγέλλων δικηγόρος Θεσσαλονίκης, παραπονείται ότι σε όσες υποθέσεις του ανετέθησαν και για τις οποίες παρέστη στα πολιτικά δικαστήρια της Χαλκιδικής τα τελευταία χρόνια μέχρι και την ημερομηνία της καταγγελίας, οι εντολείς που τον επέλεξαν για ανάθεση σε αυτόν των υποθέσεών τους, αναγκάστηκαν να καταβάλουν την ίδια αμοιβή δύο φορές [δύο δικηγορικές φορολογικές αποδείξεις] στην ίδια κάθε φορά υπόθεση, δηλαδή τη δική του και εκείνη του δικηγόρου του οικείου Πρωτοδικείου που εξαναγκάστηκε ο καταγγέλλων να βρει διότι σε διαφορετική περίπτωση δεν θα του επιτρεπόταν να παρασταθεί. 
Ο καταγγέλλων ισχυρίζεται ότι  τούτο επάγεται υπερδιπλάσιο κόστος υπηρεσιών από εκείνο το οποίο θα είχαν οι εντολείς του, λόγω της υποχρεωτικής καταβολής της ίδιας δικηγορικής αμοιβής, καθώς και των συμπληρωματικών εξόδων,  δύο φορές.
6. Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, ο Δικηγορικός Σύλλογος Χαλκιδικής έχει συστήσει ειδικό Ταμείο Νομιμοποιήσεων στο οποίο περιέρχονται τα χρήματα από τις νομιμοποιήσεις δικηγόρων άλλων δικηγορικών συλλόγων στα δικαστήρια της Χαλκιδικής. Σημειώνει δε ο καταγγέλλων ότι ορισμένοι δικηγόροι Χαλκιδικής ζητούν την έκδοση παράστασης ατομικής στο όνομά τους [σαν να επρόκειτο δηλαδή για δική τους υπόθεση] και όχι λόγω νομιμοποίησης, προκειμένου να μη απολέσουν χρήματα λόγω της συνεισφοράς στο Ταμείο. Τα αποτελέσματα όμως για τον καταναλωτή δικηγορικών υπηρεσιών και τους δικηγόρους των άλλων δικηγορικών συλλόγων και σε αυτή την περίπτωση, όπως αναφέρει ο καταγγέλλων, είναι τα ίδια (:«Τα χρήματα από τις νομιμοποιήσεις αρχικά περιέρχονται στο Ταμείο Νομιμοποιήσεων του Δικηγορικού Συλλόγου Χαλκιδικής και κατόπιν διανέμονται αναλογικά στους εκεί εγγεγραμμένους δικηγόρους ως μέρισμα ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Πρόκειται για χρήματα τα οποία εισπράττονται χωρίς κανείς δικηγόρος της Χαλκιδικής να εργάζεται για αυτά»). Ο καταγγέλλων θεωρεί την κατάσταση αυτή  παράνομη και υπογραμμίζει με έμφαση ότι οι «νομιμοποιούντες» δικηγόροι ουδέν πράττουν αλλά μόνον εισπράττουν διότι η συνεισφορά τους περιορίζεται στην υπογραφή των δικογράφων και στην παράστασή τους στο δικαστήριο την ημέρα της δικασίμου, προκειμένου να δηλώνουν «παρίσταμαι» και «νομιμοποιώ» τον αληθώς χειριζόμενο την υπόθεση δικηγόρο.
Κατά τον καταγγέλλοντα, η ίδια κατάσταση επικρατεί και σε όλους τους σχετικώς  ολιγομελέστερους δικηγορικούς συλλόγους της Ελλάδας. Δηλαδή οι Σύλλογοι αυτοί έχουν συστήσει είτε τυπικά είτε άτυπα «συλλογικούς μηχανισμούς νομιμοποίησης δικηγόρων κάθε άλλου δικηγορικού συλλόγου». Κατά τον καταγγέλλοντα, πρόκειται για περίπτωση απαγορευμένης εναρμονισμένης πρακτικής. Εντούτοις, η κατάσταση στους τρεις μεγάλους δικηγορικούς συλλόγους Αθηνών, Πειραιά και Θεσσαλονίκης διαφοροποιείται στο βαθμό που δεν υπάρχουν συλλογικές αποφάσεις των δικηγορικών συλλόγων για τις νομιμοποιήσεις δικηγόρων άλλων δικηγορικών συλλόγων. 
Κατά τον καταγγέλλοντα, οι αποφάσεις τυπικές ή άτυπες των δικηγορικών συλλόγων δεν μπορούν να αγνοηθούν από τα μέλη τους, τη συμπεριφορά των οποίων κατευθύνουν. Προς επίρρωση των ισχυρισμών του ο καταγγέλλων επικαλείται απόφαση του Μονομ. Πρωτοδικείου Κατερίνης, τις αποφάσεις του ΔΕΚ C309/99 και C-35/96. Επικαλείται επίσης ότι  η στάση των ελληνικών δικαστηρίων είναι υπέρ αυτής της πρακτικής, επικαλούμενος προς επίρρωση των ισχυρισμών του τις αποφάσεις 547/1996 ΑΠ, Ελληνική Δικαιοσύνη 1998, σελ. 1297-98 και 1398/2000 του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, «ο εκάστοτε δικηγορικός σύλλογος υπό τις καταγγελλόμενες πρακτικές έχει λάβει/λαμβάνει αποφάσεις και ασκεί οικονομική δραστηριότητα –αφού εισπράττει χρήματα- κατά την έννοια του άρθρου 81 Συνθήκης ΕΚ η οποία δραστηριότητα δεν εμπλέκει άλλα στοιχεία του δικηγορικού επαγγέλματος, για παράδειγμα έχοντα σχέση με την επαγγελματική δεοντολογία (C-35/96 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλ. 1998 Ι-3851, σκέψη 36)».
7. Ο καταγγέλλων επίσης επικαλείται ότι δεν μπόρεσε να παρασταθεί σε δύο συμβόλαια αγοραπωλησίας ακινήτων σε υποθέσεις εντολέων του, κατοίκων Θεσσαλονίκης, υποθέσεις που του είχαν ανατεθεί, διότι τόσο ο Δικηγορικός Σύλλογος Κιλκίς όπου βρίσκονται τα ακίνητα που μεταβιβάστηκαν όσο και οι συμβολαιογράφοι  εκεί δεν δέχονται στο Κιλκίς παράσταση δικηγόρων άλλου Δικηγορικού Συλλόγου.
Ο καταγγέλλων προσθέτει ότι, σύμφωνα με πληροφόρησή του, στην περίπτωση των συμβολαίων όλοι οι δικηγορικοί σύλλογοι της χώρας έχουν όμοιους μηχανισμούς απαγόρευσης των δικηγόρων άλλων συλλόγων να παρίστανται στη σύνταξη και υπογραφή συμβολαίων στην έδρα τους. Τα χρήματα από τα συμβόλαια εισπράττονται στο όνομα των δικηγορικών συλλόγων. Κατόπιν ένα μέρος αυτών επιστρέφεται στον εκάστοτε ενδιαφερόμενο δικηγόρο, ενώ ένα άλλο μέρος, κατόπιν διαχείρισης από το δικηγορικό σύλλογο επιστρέφεται αναλογικά ως μέρισμα σε όλους τους εγγεγραμμένους δικηγόρους – μέλη του. Επομένως, κατά την άποψη του καταγγέλλοντος, «ο εκάστοτε δικηγορικός σύλλογος ρυθμίζει και ασκεί και εδώ οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 81 Συνθήκης ΕΚ (βλ. απόφαση Wouters, σκέψεις 46επ. και ειδικά 49)». 
8. Κατά τον καταγγέλλοντα, τα δύο ανωτέρω περιγραφόμενα αντικείμενα της καταγγελίας δεν αποτελούν αμελητέες περιπτώσεις παραβίασης του ανταγωνισμού, διότι οι πολιτικές υποθέσεις αντιπροσωπεύουν τον κύριο όγκο της δικηγορικής ύλης στην Ελληνική Επικράτεια.
Αν μάλιστα, προστεθούν σ’ αυτές οι υποθέσεις αρμοδιότητος των διοικητικών δικαστηρίων τότε το πρόβλημα έχει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις, διότι τελικά καλύπτει σχεδόν το σύνολο της δικηγορικής ύλης (παραστασιακής δικηγορίας) στην Ελληνική Επικράτεια.
9. Σε ό,τι αφορά τις συνέπειες των ως άνω ρυθμίσεων-πρακτικών τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τον ίδιο και τους λοιπούς δικηγόρους, ο καταγγέλλων επικαλείται ακόμη τα ακόλουθα:
Οι καταναλωτές που δεν κατοικούν στην έδρα του αρμόδιου δικαστηρίου, στους οποίους θα πρέπει να συμπεριλάβει κανείς τους κοινοτικούς υπηκόους και τους υπηκόους των χωρών της EΕ, οι οποίοι, σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, κατοικούν και εργάζονται ή έχουν εξοχικές κατοικίες στην Ελλάδα έχουν τη δυνατότητα να στραφούν προς δύο κατευθύνσεις:
1) Την πρόσληψη δικηγόρου στην έδρα του δικαστηρίου. Στην πράξη, ωστόσο, όταν ο καταναλωτής δεν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου αναγκαστικά συνήθως επιλέγει έναν δικηγόρο που δεν γνωρίζει και δεν εμπιστεύεται. Επομένως, ελευθερία επιλογής δικηγόρου της αρεσκείας του καταναλωτή απλώς δεν υφίσταται.
2) Την πρόσληψη δικηγόρου της αρεσκείας και ελεύθερης επιλογής του του καταναλωτή των νομικών υπηρεσιών από άλλο δικηγορικό σύλλογο. Όμως σε αυτή την περίπτωση ο καταναλωτής αναγκάζεται να καταβάλει εις διπλούν την ίδια δικηγορική αμοιβή για την ίδια υπόθεση, μία δηλαδή για το δικηγόρο της επιλογής του και μία για το δικηγόρο της έδρας του δικαστηρίου που θα νομιμοποιήσει το δικηγόρο της επιλογής του, προκειμένου αυτός να παρασταθεί εκεί. Ο καταγγέλλων επισημαίνει ότι «σε αυτή την περίπτωση το κόστος της δικηγορικής παράστασης είναι υπερβολικό, αφού είναι υπερδιπλάσιο. Θα πρέπει να προστεθεί το αρχικό διπλό κόστος της χαρτοσήμανσης του δικογράφου από τους δύο δικηγόρους και το κόστος της επικοινωνίας μεταξύ τους το οποίο δεν είναι αμελητέο». Ο καταγγέλλων προσθέτει ότι όχι σπάνια, κατά την άποψή του, τα συμφέροντα του καταναλωτή «υποσκάπτονται» εξαιτίας προβλημάτων επικοινωνίας και καλής συνεργασίας των δύο δικηγόρων «που προκύπτουν από τη σχέση της νομιμοποίησης και αντανακλώνται και στο δικηγορικό απόρρητο».  
10. Ο δικηγόρος που έχει αναλάβει υπόθεση σε άλλη δικαστική περιφέρεια, αντιμετωπίζει, κατά τον καταγγέλλοντα, εξόχως δυσχερή κατάσταση διότι, προκειμένου να καταθέσει το αρχικό δικόγραφο ή να προχωρήσει στην αρχική ενέργεια που με την οποία εκκινεί η δικαστική διαδικασία, θα πρέπει να εξεύρει δικηγόρο στην έδρα του πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου για να υπογράψει το δικόγραφο και με τον τρόπο αυτό να τον νομιμοποιήσει να ενεργήσει κατά την κατάθεση αλλά και εν συνεχεία σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις.
11. Επικαλούμενος την προσωπική του εμπειρία, ο καταγγέλλων παραπονείται ότι ο δικηγόρος της υπόθεσης θα υποχρεωθεί να πιέσει προς τα κάτω την πραγματική αμοιβή που δικαιούται κατανοώντας την επαχθή οικονομική θέση του πελάτη του και ως εκ τούτου ενδέχεται να απολέσει μέρος της αμοιβής του. Τέλος, ότι το κόστος επικοινωνίας μεταξύ νομιμοποιούντος και νομιμοποιούμενου δικηγόρου δεν είναι αμελητέο και επιβαρύνει τον καταναλωτή των νομικών υπηρεσιών.
12. Ο καταγγέλλων επικαλείται ότι το άρθρο 44 του Νομοθετικού Διατάγματος 3026/1954 (Κώδικας περί δικηγόρων) που προβλέπει ότι: «ο δικηγόρος έχει το δικαίωμα να ασκεί το λειτούργημα αυτού στην περιφέρεια του συλλόγου, του οποίου είναι μέλος, απαγορεύεται όμως να δικηγορεί σε δικαστήρια που εδρεύουν εκτός της περιφέρειας του συλλόγου αυτού πλην των αναγραφόμενων στα άρθρα 56 και 57 εξαιρέσεων», αποτελεί τη βάση για τις παράνομες αποφάσεις και πρακτικές. Ανεξάρτητα από τους λόγους που οδήγησαν στη θέσπιση του συγκεκριμένου άρθρου το 1954, σήμερα το άρθρο 44 είναι, κατά την άποψη του καταγγέλλοντος, εκτός πραγματικότητος, ελληνικής και κοινοτικής, και αντιβαίνει στο ελληνικό (άρθρο 1 Ν. 703/77) και στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού (άρθρο 81 της ΣυνθΕΚ και άρθρο 1 του Κανονισμού 1/2003) [παραπομπή στις παρ. 58, 59, 64 και 66 της απόφασης του ΔΕΚ στην υπόθεση Wouters, Συλλ. 2002, Ι-1653]. Ο καταγγέλλων καταλήγει ότι οι σχετικές αποφάσεις και πρακτικές των δικηγορικών συλλόγων εδράζονται σε νόμο που αντιβαίνει στο δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού.
13. Για τους ανωτέρω λόγους, ο καταγγέλλων καλεί την Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού να διεξαγάγει έρευνα προκειμένου να διαπιστώσει τις καταγγελλόμενες αποφάσεις και πρακτικές, να διαπιστώσει ότι οι καταγγελλόμενες αποφάσεις και πρακτικές παραβιάζουν το άρθρο 1 Ν. 703/77, το άρθρο 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ και το άρθρο 1 του Κανονισμού 1/2003, να αναλάβει κατασταλτική δράση εναντίον των δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδος με απειλή ή και επιβολή προστίμων και χρηματικών ποινών προς διακοπή και αποφυγή στο μέλλον των εν λόγω αποφάσεων και πρακτικών στις ανωτέρω δύο καταγγελλόμενες περιπτώσεις, να κοινοποιήσει τις ενέργειές της για την αποκατάσταση του ανταγωνισμού σε όλους τους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας και στις διοικήσεις των εθνικών δικαστηρίων, προκειμένου αυτά να αλλάξουν τη μέχρι σήμερα παράνομη στάση και πρακτική τους, να προωθήσει ταυτόχρονα νομοθετικές προτάσεις και να διατυπώσει αιτήματα προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, προκειμένου να ληφθούν υπόψη εντός ορισμένου χρόνου στο εκκρεμές νομοσχέδιο του νέου Κώδικα περί Δικηγόρων το άρθρο 1 Ν. 703/77, τα άρθρα 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ και 1 του Κανονισμού 1/2003 και οι σχετικές αποφάσεις του ΔΕΚ. Σε διαφορετική περίπτωση ο καταγγέλλων αιτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ξεκινήσει διαδικασία παράβασης του κοινοτικού δικαίου κατά της Ελλάδος. 
Την καταγγελία αυτή αντικρούουν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι της χώρας οι οποίοι επικαλούνται αφ’ ενός μεν έλλειψη «πρακτικής» τους κατά την έννοια των προδιαληφθεισών διατάξεων διότι εφαρμόζουν διατάξεις νόμου αφ’ ετέρου δε διότι οι δικηγορικοί σύλλογοι δεν αποτελούν επιχειρήσεις με την έννοια των προπαρατιθεμένων διατάξεων. Για την υπόθεση αυτή έχει καταθέσει υπόμνημα και το ΝΠΔΔ με την επωνυμία Συντονιστική Επιτροπή Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδας και το ΝΠΔΔ με την επωνυμία Συμβολαιογραφικός Σύλλογος Εφετείων Αθηνών- Πειραιώς- Αιγαίου με  περίπου τις ίδιες απόψεις.
Για τα ζητήματα αυτά και την επ’ αυτών κρίση πρέπει να ληφθούν υπόψη και συνεκτιμηθούν τα εξής:
14. Η σχετική αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών περιλαμβάνει το σύνολο των προϊόντων ή υπηρεσιών που θεωρούνται από τον καταναλωτή εναλλάξιμα ή δυνάμενα να υποκατασταθούν μεταξύ τους, λόγω των χαρακτηριστικών τους, της τιμής τους και της σκοπούμενης χρήσης τους. 
Στην προκειμένη περίπτωση αγορά υπηρεσίας δύναται να θεωρηθεί η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών και δη η παράσταση δικηγόρων για τη σύνταξη και υπογραφή συμβολαίων αφορώντων σε δικαιώματα επί ακινήτων και η παράσταση δικηγόρων στα  δικαστήρια.
15. Η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει την περιοχή στην οποία οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πωλούν τα σχετικά προϊόντα ή παρέχουν τις σχετικές υπηρεσίες υπό επαρκώς ομοιογενείς συνθήκες ανταγωνισμού και η οποία μπορεί να διακριθεί από άλλες γειτονικές γεωγραφικές περιοχές, ιδίως λόγω των αισθητά διαφορετικών συνθηκών ανταγωνισμού που επικρατούν σ’ αυτές. Η σχετική γεωγραφική αγορά ταυτίζεται με την περιοχή, μέσα στα όρια της οποίας δραστηριοποιούνται και ανταγωνίζονται (ή τουλάχιστον έχουν τη δυνατότητα αυτή) οι επιχειρήσεις ως πωλητές ή αγοραστές των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών.
Στην εξεταζόμενη περίπτωση ορθότερο είναι να θεωρηθεί ως γεωγραφική αγορά η Ελληνική Επικράτεια,  διότι οι διατάξεις οι οποίες πλήττονται (42 και 44 ν.δ. 3026/1954) έχουν καθολική εφαρμογή κατά νόμον και κατ’ ουσίαν.
16. Η έννοια της επιχείρησης κατά το ν.703/77 καλύπτει κάθε φορέα, ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα – ήτοι δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά προϊόντων ή/και υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά – ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδότησής του Βλέπε σχετικά αποφάσεις ΔΕΚ με αριθμ. C-118/85 Commission v. Italy [1987] Συλλ. Νομολ. 2599, παρ. 7, και C-35/96 Commission v. Italy (CNSD) [1998] Συλλ. Νομολ. I-03851 [εκτελωνιστές – Εθνικό Συμβούλιο Εκτελωνιστών Ιταλίας], παρ. 36, C-41/90 Höfner and Elser v. Macrotron [1991] Συλλ. Νομολ. I -1979, παρ. 21 [Δημόσια Υπηρεσία Ευρέσεως Εργασίας], C-244/94 Federation Francaise des Societes d’Assurance [1995], Συλλ. Νομολ. I-4013, παρ. 14 [Μη κερδοσκοπικός οργανισμός διαχείρισης ασφαλιστικού συστήματος], C-55/96 Job Centre II [1997], Συλλ. Νομολ. I-7119, παρ. 21 [Δημόσιο Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας]).
Επιχείρηση, κατά την έννοια των άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ και 1 και 2 του Ν. 703/77, δύναται να αποτελέσει κάθε φυσικό πρόσωπο ή οικονομική ενότητα που ασκεί εμπορική ή άλλη δραστηριότητα (Βλέπε σχετικά C- 159/91 και 160/91, Poucet κ.α., Συλλ. Νομολ. 1993, Ι-637, C-55/96, Job Centre II, Συλλ. Νομολ. 1997, Ι -7119, παρ. 21, C-180/98 έως 184/98, Pavlov κλπ., Συλλ. Νομολ. 2000, Ι-6451, παρ. 74). Στην έννοια της οικονομικής δραστηριότητας εμπίπτει κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε συγκεκριμένη σχετική αγορά (Βλέπε σχετικά C-118/85, Commission v. Italy, Συλλ. Νομολ. 1987, Ι-2599, παρ. 7, καθώς και C-35/96, Commission v. Italy, Συλλ. Νομολ. 1998, Ι-3851. Βλέπε επίσης σχετικά Διοικητικό Εφετείο Αθηνών αποφάσεις υπ’ αριθμ. 1026, 1027, 1028/2007 [προσφυγές της Ελληνικής Οδοντιατρικής Ομοσπονδίας, του Οδοντιατρικού Συλλόγου Πειραιά και των Οδοντιατρικών Συλλόγων Αττικής, Θεσσαλονίκης, Μαγνησίας, Ηρακλείου, Σερρών και Αχαϊας κατά της υπ’ αριθμ. 292/IV/2005 απόφασης της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού], σε ΕΕΕυρΔ 2/2007, σελ. 375επ.).
Δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη επιχείρησης υπό το πρίσμα των κοινοτικών και εθνικών κανόνων ανταγωνισμού: α) αυτονομία οικονομικής δράσης και β) πλήρης ανάληψη των οικονομικών κινδύνων που συνεπάγεται η εκάστοτε οικονομική δραστηριότητα. 
Ο δημόσιος ή ιδιωτικός χαρακτήρας μίας επιχείρησης, η επιδίωξη κέρδους από αυτήν ή ο τρόπος χρηματοδότησής της δεν αποτελούν στοιχεία προσδιοριστικά της έννοιας της επιχείρησης. Προς επίρρωση της συγκεκριμένης άποψης λειτουργεί η διάταξη του άρθρου 86 ΣυνθΕΚ,  η οποία αναφέρεται ευθέως στις δημόσιες επιχειρήσεις και περιλαμβάνει αυτές ρητά στις ρυθμίσεις για τον ανταγωνισμό. 
Επιχείρηση υπάρχει και όταν παράλληλα προς την επίτευξη ενός οικονομικού στόχου επιδιώκονται και άλλοι στόχοι (κοινωνικοί, πολιτιστικοί, πολιτικοί κλπ.). Η επιχειρηματική δραστηριότητα δύναται να αφορά, είτε στην παραγωγή και εμπορία προϊόντων, είτε στην παροχή υπηρεσιών, χωρίς να ενδιαφέρει το μέγεθος της επιχείρησης, ο αστικός ή εμπορικός χαρακτήρας της. Τα πρόσωπα που μετέχουν στην επιχείρηση θα πρέπει να έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα, ενώ αντίθετα, η επιχείρηση δεν είναι απαραίτητο να είναι η ίδια φορέας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων αυτοτελώς, αρκεί να έχει τη δικαιοπρακτική ικανότητα ο φορέας της επιχείρησης.
17. Σύμφωνα με το άρθρο 10 της Συνθήκης τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την συνθήκη, διευκολύνουν την Κοινότητα στην εκτέλεση της αποστολής της και απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της συνθήκης. Περαιτέρω στο άρθρο 86 παρ. 1 της Συνθήκης προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη δεν θεσπίζουν ούτε διατηρούν μέτρα αντίθετα προς τους κανόνες της Συνθήκης, ιδίως προς εκείνους των άρθρων 12 και 81 μέχρι και 89, ως προς τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα. Σύμφωνα με την παρ. 3, η Ευρωπαϊκή  Επιτροπή μεριμνά για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 86 και απευθύνει, εφόσον είναι ανάγκη, κατάλληλες οδηγίες ή αποφάσεις προς τα κράτη μέλη.
18. Τα ευρωπαϊκά δικαστήρια έχουν αντιμετωπίσει συχνά το ζήτημα της ευθύνης κράτους μέλους για μέτρα που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό περί τούτου δε γίνεται λόγος στη συνέχεια.
19. Στην υπό κρίση περίπτωση των καταγγελλομένων ως γεωγραφικών περιορισμών στην άσκηση δικηγορίας, δεν αναπτύσσονται αυτόνομες επιχειρηματικές συμπεριφορές των δικηγόρων (ως επιχειρήσεων) και δικηγορικών συλλόγων (ως ενώσεων επιχειρήσεων) που παραβιάζουν τους κανόνες ανταγωνισμού, αλλά οι γεωγραφικοί περιορισμοί επιτάσσονται ευθέως από τις ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, σύμφωνα με τις οποίες έχει οργανωθεί  η απονομή της δικαιοσύνης και η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών στη χώρα μας. Από πλευράς οικονομικής ανάλυσης τίθεται το ερώτημα αν οι συγκεκριμένες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων που προβλέπουν τους ως άνω γεωγραφικούς περιορισμούς αποτελούν «Νομικά ή Ρυθμιστικά/Κανονιστικά Εμπόδια» εισόδου (Legal or regulatory barriers), και εάν ή μη υφίστανται λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν τις ρυθμίσεις (εμπόδια εισόδου) αυτής.
20. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού 1/2003 του Συμβουλίου για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρ. 81 και 82 της Συνθήκης (Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης, ΕΕ L 1, 04/01/2003, σελ. 1.), οσάκις οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού σε συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ, οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εφαρμόζουν επίσης το άρ. 81 ΣυνθΕΚ, στις εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις, ή εναρμονισμένες πρακτικές. Το κριτήριο του επηρεασμού του διακοινοτικού εμπορίου προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής του προαναφερόμενου άρ. 3 του Κανονισμού 1/2003. 
Το κριτήριο του επηρεασμού του διακοινοτικού εμπορίου είναι αυτόνομο κριτήριο της κοινοτικής νομοθεσίας, το οποίο εκτιμάται ad hoc, και οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Το κριτήριο αυτό πληρούται όταν οι υπό εξέταση κάθε φορά συμφωνίες και πρακτικές δύνανται να έχουν ένα ελάχιστο επίπεδο διασυνοριακών επιπτώσεων στο εσωτερικό της Κοινότητας. Κατά πάγια νομολογία για να μπορεί μια απόφαση, συμφωνία ή πρακτική να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πρέπει, βάσει ενός συνόλου νομικών και πραγματικών στοιχείων, να μπορεί να πιθανολογηθεί επαρκώς ότι μπορεί να ασκήσει άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική επίδραση στα εμπορικά ρεύματα μεταξύ κρατών μελών, τούτο δε κατά τρόπο που να προκαλείται φόβος ότι θα μπορούσε να εμποδίσει την πραγματοποίηση ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών μελών. Δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η κάθε φορά εξεταζόμενη συμφωνία ή πρακτική είχε όντως το αποτέλεσμα αυτό. Επίσης είναι αδιάφορο αν η συμμετοχή μιας συγκεκριμένης επιχείρησης στη συμφωνία ή πρακτική επηρεάζει αυτοτελώς εξεταζόμενη το διακοινοτικό εμπόριο.
Η έννοια της επίδρασης στα εμπορικά ρεύματα δεν προϋποθέτει μόνο τον περιορισμό ή τη μείωση του εμπορίου αλλά οποιαδήποτε διαφοροποίηση των εμπορικών ρευμάτων, αρκεί αυτή να είναι αισθητή. Κατά συνέπεια, και στην περίπτωση συμφωνιών ή πρακτικών που καλύπτουν το έδαφος ενός μόνο κράτους μέλους θεμελιώνεται επίδραση στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών αρκεί να υπάρχει δυνατότητα αισθητής μεταβολής των εμπορικών ρευμάτων μεταξύ κρατών μελών.