Κατά πάγια νομολογία του ΔΕΚ, οι περιοριστικές του ανταγωνισμού πρακτικές που καλύπτουν ολόκληρο το έδαφος ενός των κρατών μελών, ζωτικό δηλαδή τμήμα της κοινής αγοράς, έχουν εξ ορισμού ως αποτέλεσμα την παρακώλυση της οικονομικής αλληλοδιεισδύσεως που επιδιώκεται με τη Συνθήκη.
Από τα ως άνω αναφερόμενα προκύπτει ότι η υπό εξέταση υπόθεση έχει κοινοτική διάσταση στο μέτρο κατά το οποίο οι ρυθμίσεις των άρθρων 44 και 42 του ν.δ. 3026/1954 περιορίζουν τον ανταγωνισμό.
20. Τα σχετικά ζητήματα έχουν αντιμετωπισθεί εν πολλοίς από την απόφαση C309/99-19.02.2002 WOUTERS κ.λπ. κατά N.O.V.A. (Nederlandse Orde van Advocaten).
20.1. Η εν λόγω απόφαση αντιμετώπισε ζήτημα αντίθεσης, στην περί ανταγωνισμού κοινοτική νομοθεσία, εθνικών διατάξεων οι οποίες είχαν θεσπισθεί από τον Ολλανδικό Δικηγορικό Σύλλογο (NOVA) με βάση νομοθετική (κρατική) εξουσιοδότηση.
20.2. Επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη το ήδη λεχθέν ότι δηλαδή το υπό κρίση ζήτημα αφορά όχι ρύθμιση θεσπισθείσα από τους Δικηγορικούς Συλλόγους της Ελληνικής Δημοκρατίας αλλά κρατική ρύθμιση ασκουμένη στο πρόδηλο πλαίσιο της εθνικής κυριαρχίας οπότε τα ζητήματα τα οποία θα έπρεπε εν προκειμένω να τεθούν θα ήταν (και είναι) το εάν ήδη η κρατική αυτή ρύθμιση (εθνική) αποτελεί ή όχι άσκηση κρατικής λειτουργίας από δημόσια αρχή στο πλαίσιο της εθνικής κυριαρχίας της και εάν αντίκειται ή μη προς το άρθρο 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ ως, πρώτον, σκοπούσα και, δεύτερον, επαγομένη –πράγματι ή δυνητικώς- τον περιορισμό του ανταγωνισμού με την έννοια ότι εξετάζεται πρώτον εάν ο σκοπός της εθνικής ρύθμισης είναι ή όχι σύμφωνος με την ως άνω διάταξη και, δεύτερον, εάν πράγματι επάγεται ή ενδέχεται να επάγεται αντιανταγωνιστικά αποτελέσματα.
20.3. Για την πληρότητα του λόγου, είναι χρήσιμη η αναφορά στις κρίσεις της εν λόγω αποφάσεως η οποία αποφαίνεται μεταξύ άλλων ότι:
α. Κατά τη νομολογία του ΔΕΚ δεν έχουν εφαρμογή οι κανόνες περί ανταγωνισμού της Συνθήκης σε δραστηριότητα η οποία συνδέεται με την άσκηση προνομίων δημοσίας εξουσίας (υπ’ αυτή την έννοια γίνεται αναφορά στις αποφάσεις C-364/92 SAT FLUGGESELLSCHAFT, έλεγχος αστυνόμευσης εναερίου χώρου, C-343/95 DIEGO CALI E FIGLI πρόληψη ρυπάνσεως θαλασσίου περιβάλλοντος).
β. Όταν ένα κράτος – μέλος παραχωρεί κανονιστικές εξουσίες σε επαγγελματικό φορέα (πράγμα που δεν συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση η οποία αφορά ευθεία εθνική ρύθμιση) μεριμνά για τον καθορισμό των κριτηρίων γενικού συμφέροντος και των ουσιωδών αρχών με τις οποίες πρέπει να συνάδει η ρύθμιση του φορέα καθώς και για τη διατήρηση της εξουσίας του (του Κράτους – Μέλους) να λαμβάνει αποφάσεις σε τελευταίο βαθμό οπότε, σ’ αυτήν δηλαδή την περίπτωση, η εν λόγω ρύθμιση διατηρεί τον κρατικό χαρακτήρα και δεν εμπίπτει στους κανόνες της Συνθήκης που ισχύουν για τις επιχειρήσεις (Σκέψεις 57 και 68).
γ. Τα –ενδεχόμενα- αντιανταγωνιστικά αποτελέσματα μιας ρύθμισης, είτε κρατικής είτε προερχομένης από επαγγελματική οργάνωση δεν ελέγχονται ως τέτοια αν η ρύθμιση κινείται στο πλαίσιο το οποίο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της προσηκούσης ασκήσεως της δημόσιας λειτουργίας (Σκέψεις 108, 109, 110).
δ. Το επάγγελμα του δικηγόρου χαρακτηρίζεται από μικρό βαθμό συγκέντρωσης, είναι ανομοιογενές και τα χαρακτηρίζει έντονος ανταγωνισμός εσωτερικός. Οι δικηγόροι δεν κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση κατ’ άρθρο 86 ΣυνθΕΚ (Σκέψη 114).
ε. Όσον αφορά τον επηρεασμό του ενδοκοινοτικού εμπορίου, σύμπραξη η οποία εκτείνεται στο σύνολο του εδάφους κράτους μέλους έχει, από την ίδια της τη φύση, ως αποτέλεσμα την εδραίωση στεγανοποιήσεων εθνικού χαρακτήρα και εμποδίζει έτσι την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκεται από τη Συνθήκη (αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 1972, Vereenining van Gementhandelaren κατά Επιτροπής, 8/72, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 223, σκέψη 29, και της 11ης Ιουλίου 1985, 42/84 Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 2545, σκέψη 22, και την προπαρατεθείσα απόφαση της 18ης Ιουνίου 1998, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 48).
Ο επηρεασμός αυτός γίνεται αισθητός στην περίπτωση που έχει εφαρμογή και στους δικηγόρους επισκέπτες που είναι εγγεγραμμένοι σε δικηγορικό σύλλογο άλλου κράτους μέλους και το οικονομικό και εμπορικό δίκαιο διέπει όλο και συχνότερα τις διεθνείς συναλλαγές.
Αλλά επιβάλλεται να τονισθεί ότι όλες οι συμφωνίες επιχειρήσεων ή οι αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων που περιορίζουν την ελευθερία δράσεως των μερών ή ενός από τα μέρη δεν εμπίπτουν οπωσδήποτε στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής σε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να ληφθούν υπόψη το γενικό πλαίσιο στο οποίο ελήφθη η απόφαση περί ενώσεως των εν λόγω επιχειρήσεων ή στο οποίο αναπτύσσει τα αποτελέσματά της, και ιδίως οι στόχοι της, που συνδέονται εν προκειμένω με την αναγκαιότητα θεσπίσεως κανόνων περί οργανώσεως, προσόντων, δεοντολογίας, ελέγχου και ευθύνης, οι οποίοι παρέχουν την απαραίτητη εγγύηση ακεραιότητας και πείρας στους τελικούς αποδέκτες των νομικών υπηρεσιών και στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης (υπ’ αυτή την έννοια γίνεται αναφορά στην απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C 3/95, Reiseburo Broede. Συλλογή 1996, σ. 1-6511, σκέψη 38). Επιβάλλεται βεβαίως να εξετασθεί αν τα εντεύθεν περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα είναι συνυφασμένα με την επιδίωξη των εν λόγω στόχων.
Όσον αφορά τους δικηγόρους, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει ειδικών κοινοτικών κανόνων, κάθε κράτος μέλος είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερο να ρυθμίζει την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην επικράτειά του (βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, 107/83 Klopp , Συλλογή 1984, σ. 2971, σκέψη 17, και την προπαρατεθείσα απόφαση Reiseburo Broede, σκέψη 37). Οι ισχύοντες για το επάγγελμα αυτό κανόνες μπορούν, ως εκ τούτου, να διαφέρουν ουσιωδώς από κράτος μέλος σε κράτος μέλος (Σκέψεις 95-100).
20.4. Με βάση αυτές τις σκέψεις η απόφαση του ΔΕΚ έκρινε επί τη βάσει προδικαστικών ερωτημάτων τεθειμένων από το Ολλανδικό Raad Van State ότι:
«1. Μια ρύθμιση περί επαγγελματικών συνεταιρισμών μεταξύ δικηγόρων και λοιπών ελευθερίων επαγγελμάτων όπως είναι ο Samenwerkingsverordenlng 1993 (ρύθμιση του 1993 περί επαγγελματικών συνεταιρισμών), την οποία θέσπισε ένας φορέας όπως είναι ο Nederlandse Orde van Advocaten (ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος), πρέ¬πει να θεωρηθεί ως απόφαση ληφθείσα από ένωση επι¬χειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 85, παράγραφος 1, ΕΚ).
2. Μια εθνική ρύθμιση όπως είναι ο Samenwerkingsverordening 1993, την οποία θέσπισε ένας φορέας όπως είναι ο Nederlandse Orde van Advocaten, δεν παραβιάζει το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεδομένου ότι ο φορέας αυτός ευλόγως θεώρησε ότι, η εν λόγω ρύθμιση, παρά τα περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα που είναι συνυφασμένα με τη ρύθμιση αυτή, είναι αναγκαία για την προσήκουσα άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, όπως είναι οργανωμένο στο οικείο κράτος μέλος.
3. Ένας φορέας όπως είναι ο Nederlandse Orde van Advocaten δεν αποτελεί επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 82 ΕΚ).
4. Μια εθνική ρύθμιση όπως είναι α Samenwerkingsverordening 1993 που απαγορεύει τον επαγγελματικό συ¬νεταιρισμό μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών δεν αντίκειται στα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κα¬τόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ), δεδομέ¬νου ότι αυτός ο επαγγελματικός συνεταιρισμός θεωρήθη¬κε ευλόγως αναγκαίος για την προσήκουσα άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, όπως είναι οργανωμένο στο οικείο κράτος μέλος…]».
21. Ανάλογα ζητήματα αντιμετώπισε η απόφαση ΔΕΚ C94/04-05.12.2006 και C 202/04 (Cipolla, Makrino).
H εν λόγω απόφαση αντιμετώπισε το ζήτημα παράβασης των άρθρων 10 και 81 ΣυνθΕΚ από κρατική κανονιστική ρύθμιση κατωτάτων ορίων αμοιβών δικηγόρων ευνοούσα τη σύναψη σύμπραξης αντίθετης προς το άρθρο 81 ΣυνθΕΚ και απεφάνθη ότι:
Τα άρθρα 10, 81, 82 ΣυνθΕΚ δεν απαγορεύουν τη λήψη από Κράτος – Μέλος μέτρου κανονιστικού χαρακτήρα με το οποίο εγκρίνεται πίνακας αμοιβών περί καθορισμού κατωτάτου ορίου των αμοιβών των μελών του δικηγορικού συλλόγου από τον οποίο, κατ’ αρχήν, δεν χωρεί παρέκκλιση (…..).
22. Σχετικά με τα ζητήματα που ήδη έχουν τεθεί επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη τα ισχύοντα στην Ελληνική Επικράτεια σχετικά με
α. Την οργάνωση και απονομή της Δικαιοσύνης.
β. Την οργάνωση και την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος.
γ. Την ιδιότητα του δικηγόρου ως συλλειτουργού της δικαστικής εξουσίας.
δ. Την οργάνωση και την παροχή συμβολαιογραφικών υπηρεσιών.
23.1. Οι διατάξεις των άρθρων 8 και 87 έως και 100Α του Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας και οι ειδικοί σχετικώς νόμοι ρυθμίζουν τα της Δικαστικής Εξουσίας και, ειδικότερα, τα σχετικά με την οργάνωση της Δικαιοσύνης και τον τρόπο απονομής της.
Η διάρθρωση της Πολιτικής, Ποινικής και Διοικητικής Δικαιοσύνης, οι οποίες ενδιαφέρουν εν προκειμένω, έχει γενικά ως εξής (λαμβανομένων υπόψη των όσων στο επόμενο κεφάλαιο περί Κώδικα Δικηγόρων διαλαμβάνονται, παρατίθεται, για κάθε Πρωτοδικείο, και ο αριθμός των διορισμένων σ’ αυτό δικηγόρων):
23.2. (Ακολουθεί πίνακας)
23.3. (Ακολουθεί πίνακας)
23.4. (Ακολουθεί πίνακας)
24.1. Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 3026/1954 ο δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος υπάλληλος (άρθρο 1) αλλιώς άμισθος δημόσιος λειτουργός (άρθρο 38) και υποχρεούται, πριν από την άσκηση των καθηκόντων του, να ορκισθεί ενώπιον Δικαστηρίου της χώρας σε δημόσια συνεδρίαση δίδων τον όρκο που επιβάλλεται να δίδεται από τους Δημοσίους Υπαλλήλους οιασδήποτε βαθμίδος (άρθρα 1 και 22).
24.2. Ο δικηγόρος δεν είναι δυνατόν να ασκήσει τα καθήκοντά του εάν δεν υποβάλει αίτηση διορισμού και δεν διορισθεί σε συγκεκριμένο, επιλεγόμενο από εκείνον (άρθρο 19) Πρωτοδικείο της Επικρατείας στου οποίου την περιφέρεια υποχρεούται (άρθρο 57) να έχει τη μόνιμη επαγγελματική του εγκατάσταση («διατηρεί γραφείο»).
24.3. Οι δικηγόροι οι οποίοι διορίζονται στην περιφέρεια εκάστου Πρωτοδικείου και νομίμως, πλέον, ασκούντες το λειτούργημα, αποτελούν Δικηγορικό Σύλλογο του οποίου υποχρεωτικώς είναι μέλη (άρθρο 193). Δικηγορικός Σύλλογος, άρα, υφίσταται εφ’ όσον υφίστανται δικηγόροι διωρισμένοι σε συγκεκριμένο Πρωτοδικείο, άλλως δεν υφίσταται και δεν μπορεί να δημιουργηθεί (άρθρο 193).
24.4. Ο Δικηγορικός Σύλλογος εδρεύει υποχρεωτικώς στην έδρα του Πρωτοδικείου και λαμβάνει την επωνυμία του από την επωνυμία του Πρωτοδικείου (άρθρο 193).
24.5. Για το λόγο αυτόν υφίστανται στην Ελληνική Επικράτεια τόσοι Δικηγορικοί Σύλλογοι όσα ακριβώς είναι και τα συνεστημένα Πρωτοδικεία, δηλαδή εξήντα τρείς (63).
24.6. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι δεν έχουν εκ του νόμου προκαθορισμένο αριθμό μελών (numerus clausus) δικηγόρων. Ο αριθμός των δικηγόρων μελών τους εξαρτάται αποκλειστικά από την επιθυμία των εχόντων τα προσόντα να διορισθούν δικηγόρων η οποία εκδηλώνεται με την αίτηση εγγραφής/ διορισμού τους σε συγκεκριμένο Πρωτοδικείο και αυτή η επιθυμία καθορίζεται, συνηθέστατα αν όχι αποκλειστικώς, από την ποσότητα της δικηγορικής ύλης (πληθυσμός περιοχής, πλήθος υποθέσεων) που συγκεντρώνει το συγκεκριμένο Πρωτοδικείο στο οποίο ζητεί ο δικηγόρος να διορισθεί.
24.7. Κατ’ ακολουθίαν στα Πρωτοδικεία περιοχών με μεγάλο πληθυσμό, άρα έντονη οικονομικοκοινωνική δραστηριότητα και μεγάλο αριθμό υποθέσεων, υφίστανται πολυμελείς Δικηγορικοί Σύλλογοι. Η γενική τάση είναι να αποψιλώνονται από δικηγόρους οι σύλλογοι οι οποίοι έχουν ιδρυθεί και υφίστανται σε Πρωτοδικεία με μικρό αριθμό υποθέσεων.
Τούτο επιβεβαιώνεται από τον αριθμό των δικαστικών αποφάσεων που εξεδόθησαν το έτος 2004 σε πολιτικές και ποινικές υποθέσεις:
(Ακολουθεί πίνακας)
Όπως προκύπτει, τα (Πολιτικά και Ποινικά) Πρωτοδικεία Αθηνών και Πειραιά, τα οποία είναι αρμόδια κατά τόπον για τις υποθέσεις του Λεκανοπεδίου Αττικής (το του Πειραιώς έχει αρμοδιότητα και για ορισμένες άλλες περιοχές) εξέδωσαν το έτος εκείνο 368.186 αποφάσεις και το Πρωτοδικείο μόνο της πόλεως της Θεσσαλονίκης 126.492 αποφάσεις, δηλαδή συνολικά 494.678 αποφάσεις, ενώ όλα τα άλλα ομοιόβαθμα δικαστήρια της Επικρατείας 598.761 αποφάσεις (αναλογία 45% για τις τρείς πόλεις και 55% για ολόκληρη την άλλη Επικράτεια). Ανάλογη και, μάλιστα, πιο έντονη, λόγω του μικρότερου αριθμού Πρωτοδικείων (30 αντί 63) και Εφετείων (9 αντί 15) είναι η υπεροχή των Πρωτοδικείων των μεγάλων αυτών αστικών κέντρων στον τομέα της Διοικητικής Δικαιοσύνης.
Όπως έχει προαναφερθεί στα 63 Πρωτοδικεία της Χώρας υπηρετεί ο αριθμός των δικηγόρων που σημειώνεται έναντι εκάστου Πρωτοδικείου (βλ. ανωτέρω 23.2).
Το φαινόμενο του υπερεπαρκούς (έως υπερκορεσμού) αριθμού των δικηγόρων στην Ελληνική Επικράτεια είναι έντονο.
Αλλά, όπως προκύπτει, η αντιστοιχία πλήθους δικηγόρων και πλήθους υποθέσεων του κάθε Πρωτοδικείου είναι ευθεία και απόλυτη, τούτο δε ακριβώς διότι η επιλογή Πρωτοδικείου από τους δικηγόρους που επιθυμούν να διορισθούν σ’ αυτό γίνεται αφ’ ενός μεν ελευθέρως από τους ιδίους αφ’ ετέρου δε, και κυρίως, με βάση τα προαναφερόμενα κριτήρια έτσι ώστε να ενισχύεται το λογικό συμπέρασμα ότι η ένταξη σε συγκεκριμένο Πρωτοδικείο άρα και Δικηγορικό Σύλλογο αποτελεί ελεύθερη επαγγελματική επιλογή του δικηγόρου δίχως περιορισμό (numerus clausus) ως προς τον αριθμό των διοριζομένων σε κάθε Πρωτοδικείο (άρα και) Δικηγορικό Σύλλογο δικηγόρων. Αποτέλεσμα τούτου είναι ότι ποσοστό μείζον του 51% του συνόλου των δικηγόρων της Ελληνικής Επικράτειας έχει συγκεντρωθεί στη Περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών.
24.8. Ο διορισμός δικηγόρου γίνεται με απόφαση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ανακοινώνεται στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ο οποίος τον κοινοποιεί στον διοριζόμενο (άρθρο 20).
24.9. Μετάθεση, δηλαδή αλλαγή Πρωτοδικείου/ Δικηγορικού Συλλόγου, είναι δυνατή, με τους όρους των άρθρων 21, 23, εφ’ όσον ο ίδιος ο δικηγόρος το επιθυμεί.
24.10. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι (άρθρο 194) είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου προς τα οποία οι δικηγόροι- μέλη τους έχουν σημαντικές υποχρεώσεις (ενδεικτικά, άρθρο 196).
24.11. Περαιτέρω ως προς την καθ’ ύλην ικανότητα του δικηγορείν ενώπιον των Δικαστηρίων της Επικρατείας σε πολιτικές και διοικητικές υποθέσεις (για τις ποινικές ισχύει η ρύθμιση του άρθρου 56) οι δικηγόροι, γενικά, διακρίνονται σε δικηγόρους ικανούς να παραστούν μόνο στο Πρωτοδικείο και τα Ειρηνοδικεία της περιφέρειας του Πρωτοδικείου αυτού, ικανούς να παρίστανται και στο Εφετείο και στα Πρωτοδικεία και Ειρηνοδικεία της περιφέρειας του Εφετείου και, τέλος, ικανούς να παρίστανται και στον Άρειο Πάγο, το Συμβούλιο της Επικρατείας και άλλα ανώτατα Δικαστήρια και, βεβαίως, σε όλα τα προαναφερθέντα κατώτερα δικαστήρια, με διακρίσεις κατά περιφέρεια σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 44, 54, 55, 56 του ν.δ. 3026/1954.
24.12. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, δικηγόρος, επί παραδείγματι, «παρ’ Εφέταις» του Δικηγορικού Συλλόγου Αγρινίου έχει τη δυνατότητα άνευ συμπράξεως δικηγόρου
Πατρών να παραστεί στο Εφετείο Πατρών για υπόθεση η οποία στον πρώτο βαθμό υπάγεται στην αρμοδιότητα οιουδήποτε των Πρωτοδικείων που υπάγονται σ’ αυτό το Εφετείο (Πατρών, Αγρινίου, Αιγίου, Αμαλιάδος, Ζακύνθου, Ηλείας, Καλαβρύτων, Κεφαλληνίας, Λευκάδος και Μεσολογγίου).
Επίσης, δικηγόρος «παρά Πρωτοδίκαις» Αγρινίου, έχει την δυνατότητα παράστασης στα τέσσερα Ειρηνοδικεία της περιοχής και ούτω καθ’ εξής, υπό τους όρους των παρ. 1 και 2 του άρθρου 54 (άρθρο 54).
24.13. Σχετικά με την ικανότητα παράστασης στο Πρωτοδικείο ή το Ειρηνοδικείο, δικηγόρος είτε «παρά Πρωτοδίκαις» είτε «παρ’ Εφέταις» είτε « παρ’ Αρείω Πάγω» επιβάλλεται να συμπράξει, εάν επιθυμεί να παραστεί για πολιτική ή διοικητική υπόθεση σε Πρωτοδικείο περιφερείας άλλης από εκείνη όπου είναι διορισμένος, με δικηγόρο διορισμένο στο Πρωτοδικείο ενώπιον του οποίου του έχει δοθεί εντολή να παραστεί και υπερασπίσει υπόθεση (άρθρο 44).
24.14. Αν πρόκειται για ποινική ή εξώδικη υπόθεση (με την επιφύλαξη, ως προς τις εξώδικες, του άρθρου 42 ν.δ. 3026/1954 για το οποίο θα γίνει στη συνέχεια λόγος), οιοσδήποτε δικηγόρος οιασδήποτε περιφέρειας έχει την ικανότητα να παρέχει τις νομικές υπηρεσίες του εκτός της περιφερείας του Πρωτοδικείου / Συλλόγου του και να παρίσταται ενώπιον παντός ποινικού δικαστηρίου της Χώρας, πλήν του Αρείου Πάγου, υπό τον όρο του άρθρου 54 που προανεφέρθη, άνευ συμπράξεως δικηγόρου διορισμένου σε Δικαστήριο όπου διεξάγεται η ποινική υπόθεση (άρθρο 56) ή εντοπίζεται ο χώρος της εξώδικης υπόθεσης.
24.15. Συνεπώς, το ζήτημα το οποίο τίθεται από την καταγγελία ως ζήτημα το οποίο παράγει αντι-ανταγωνιστικά αποτελέσματα, και επιβάρυνση οικονομική του εντολέα- καταναλωτή νομικών υπηρεσιών, αφορά κυρίως στην απορρέουσα από τις προδιαληφθείσες διατάξεις υποχρέωση του δικηγόρου να συμπράξει με «εγχώριο» δικηγόρο όταν η άσκηση του λειτουργήματός του γίνεται αφ’ ενός μεν, και κυρίως, για πολιτικές ή διοικητικές (και όχι ποινικές) υποθέσεις και, αφ’ ετέρου, ενώπιον Δικαστηρίου άλλης περιφέρειας από εκείνην στην οποία είναι διωρισμένος.
24.16. Επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη ότι ο σχετικός προβληματισμός στην Ελλάδα έχει αναπτυχθεί θεωρητικώς και νομολογιακώς με άξονα τον έλεγχο της συνταγματικότητος των διατάξεων που καθιδρύουν την υποχρέωση συμπράξεως κυρίως στα δικαστήρια της ουσίας και λιγότερο ή καθόλου σχετικά με την υποχρέωση συμπράξεως στα ακυρωτικά (Α.Π., Σ.τ.Ε.)
Ενδεικτικά, έχουν εκδοθεί αποφάσεις οι οποίες, ερμηνεύουσες τις κείμενες διατάξεις έχουν κρίνει ότι:
• «Από τις διατάξεις των άρθρων 44, 54 παρ. 2,3 και 4 ΝΔ 3026/1954 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 2 του άνω Κώδικα προκύπτει ότι επιτρέπεται 1) στον δικηγό¬ρο παρά Πρωτοδικείω στην έδρα του οποίου εδρεύει Εφετείο να συμπαρίσταται (και όχι να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις) ενώπιον του Εφετείου με δικηγόρο που είναι διορισμένος σ’ αυ¬τό (Εφετείο) κατά τη συζήτηση της εφέσεως κατά της αποφάσεως στην οποία πρωτοδίκως έλαβε μέρος ή αν στην έδρα του Πρωτοδικείου δεν εδρεύει Εφετείο να παρίσταται κατά τη συζήτηση της εφέσεως κατά της αποφάσεως στην οποία πρωτόδικα έλαβε μέρος, εφόσον έχει 15ετή δικηγορική υπηρεσία 2) στον δικηγόρο παρ’ Εφετείω, εκτός των ως άνω ρητώς επιτρεπομένων περιπτώσεων, να παρίσταται (και όχι να ενεργεί διαδι¬καστικές πράξεις) ενώπιον οιουδήπο¬τε Εφετείου του Κράτους με τη σύ¬μπραξη όμως δικηγόρου που είναι δι¬ορισμένος στο δικαστήριο αυτό (Εφε¬τείο) και 3) στον δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω να παρίσταται και να ενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις ενώ¬πιον του Αρείου Πάγου, ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, Πρωτοδικείου Αθηνών και Πειραιώς, ως και ενώπιον των Ειρηνοδικείων της έδρας των άνω Πρωτοδικείων κ.λπ. ΕφΑθ 10305/98 ΝοΒ 48,481, ΑΠ Ολ 15/2000 ΕλΔ 41,955.
• … συνεπώς δικηγόρος παρά τω Πρωτοδικείω ή Εφετείω Θεσσαλονίκης απαγορεύεται να ενεργεί ενώπι¬ον άλλου Εφετείου και επομένως ενώπιον του Εφετείου Αθηνών διαδικαστι¬κές πράξεις (υπογραφή δικογράφου αγωγής ή ένδικου μέσου, κατάθεση και επίδοση αυτού κ.λπ.), οι δε ενεργούμενες απ’ αυτόν σχετικές πράξεις είναι άκυρες. Αντίθετα δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω οιουδήποτε δικηγορικού συλλόγου επιτρέπεται να παρίσταται και να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις ενώπιον του Εφετείου Αθηνών. ΕφΑΘ 10305/98 ΝοΒ 48,481, ΑΠ Ολ 15/2000 ΕλΔ41,955.
• Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 5 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ, 44 και 54 παρ. 4 ΝΔ 3026/1954 προκύπτει, ότι δικηγόρος, που έχει την ιδιότητα του παρ’ Αρείω Πάγω δικηγόρου και ανήκει στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, έχει τη δυνατότητα, να υπογράφει αίτηση αναιρέσεως, αφού αυτή απευθύνεται προς το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, ενώπιον του οποίου, όπως προαναφέρθηκε δικαιούται να παρίσταται και ενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις. Δεν επιτρέπεται όμως σ’ αυτόν η κατάθεση του δικογράφου αυτού στη γραμματεία Εφετείου άλλου από εκείνα των Αθηνών και Πειραιώς, η οποία συνιστά διαδικαστική πράξη, που ενεργείται σε δικαστήριο περιφέρειας άλλου δικηγορικού συλλόγου, εκτός αν συμπαρίσταται και ενεργεί την κατάθεση μαζί με δικηγόρο του οικείου συλλόγου. ΑΠ 1442/99 ΕλΔ 41,703.
• Από τη διάταξη του άρθρου 54 παρ. 2 ΝΔ 3026/1954 (Κώδικα Δικηγόρων) προκύπτει ότι ο δικηγόρος που είναι διορισμένος στο Πρωτοδικείο της έδρας του Εφετείου δεν μπορεί να παραστεί εγκύρως κατά την ενώπιον του Εφετείου συζήτηση εφέσεως, αν δεν συμπαρασταθεί με δικηγόρο που είναι διορισμένος στο Εφετείο. Ι Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 94 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στο Εφετείο Ι οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Παράσταση διαδίκου στο Εφετείο κατά τη συζήτηση εφέσεως με δικηγόρο, ο οποίος είναι διορισμένος στο Πρωτοδικείο της έδρας του Εφετείου και δεν συμπαρίσταται με δικηγόρο διορισμένο σ’ αυτό δεν είναι προσήκουσα και ο διάδικος θεωρείται δικονομικώς απών (ΕΑ 8286/78 ΝοΒ 27,1487, πρβλ. ΑΠ 560/91 ΕλΔ 32,1227) Εφ. Πειρ. 26/96 ΕΔΠ 1998,275.
• Δικηγόρος Άμφισσας, που είναι διορισμένος στον Άρειο Πάγο, δικαιούται να παρίσταται στο Εφετείο Αθηνών. ΑΠ 6074-6088/98 ΕλΔ 39,135.
• Δικηγόρος διορισμένος στο Εφετείο, εκτός των δικηγόρων που είναι διορισμένοι στα Εφετεία Αθηνών ή Πειραιώς, μπορεί, μετά δεκαετή άσκηση του λειτουργήματος εκ των οποίων εξαετή στο Εφετείο, να συμπαρίσταται ενώπιον του Αρείου Πάγου ή του ΣτΕ μετά δικηγόρου Αθηνών ή Πειραιώς που είναι διορισμένος στα δικαστήρια αυτά, επί αναιρέσεως κατ’ αποφάσεων που εκδόθηκαν επί υποθέσεως τις οποίες αυτός χειρί¬σθηκε πρωτόδικα ή κατ’ έφεση. ΣτΕ 1113/96 ΔιΔικ 8,611.».
24.17. Οι σκοποί και λόγοι (τελεολογικώς και από οικονομικοκοινωνική άποψη) για τους οποίους έχουν καθιδρυθεί οι διακρίσεις, οι οποίες εν προκειμένω ενδιαφέρουν, αποτελούν ασφαλώς στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη για την κρίση επί των τιθεμένων ζητημάτων.
Ωστόσο, το κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση ζήτημα (συγκεκριμένος εδαφικός περιορισμός) είναι ζήτημα ασκήσεως δημόσιας εξουσίας αφού, όπως ήδη ελέχθη, συνδέεται ευθέως η ύπαρξη Δικηγορικού Συλλόγου με την ύπαρξη Πρωτοδικείου και οι δικηγόροι – μέλη κάθε Δικηγορικού Συλλόγου υπάγονται στο Πρωτοδικείο αυτό (βλ. στη συνέχεια 24.19β).
24.18. Επίσης, ας σημειωθεί ότι οι κείμενες διατάξεις επιτρέπουν, κατ’ εξαίρεση, την αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου, δίχως πληρεξούσιο δικηγόρο, σε ορισμένες πολιτικές δίκες: ενώπιον του Ειρηνοδικείου, σε υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, προς αποτροπή επικειμένου κινδύνου καθώς και σε όλες, πλήν των ενώπιον του Αρείου Πάγου και των αφορώντων σε κακουργήματα, τις ποινικές υποθέσεις ακόμη δε και σε κατηγορίες διοικητικών υποθέσεων. Ακόμη υφίσταται ειδική νομοθετική ρύθμιση και παρέχονται μέσα περιορισμού του γεωγραφικού αυτού περιορισμού και, συγκεκριμένα:
24.19. α. Κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 3 του ν.δ. εάν ο διάδικος δεν ευρίσκει δικηγόρο ο Πρόεδρος του αρμοδίου Δικαστηρίου αναθέτει, μετά από αίτηση του διαδίκου, την εντολή υπεράσπισης τούτου σε έναν από τους δικηγόρους του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου ο οποίος υποχρεούται επί ποινή πειθαρχικής διώξεως και τιμωρίας να την αποδεχθεί σύμφωνα με τη γενική υποχρέωση που καθιδρύεται από την παράγραφο 1 της ιδίας διατάξεως (: «Ο Δικηγόρος οφείλει εν γένει να αναδέχεται πάσαν ανατιθεμένην αυτώ δεκτικής υπερασπίσεως υπόθεσιν»).
Της υποχρεώσεως αυτής, δηλαδή της υποχρεώσεως να παράσχει την ζητουμένη υπηρεσία, ο δικηγόρος απαλλάσσεται μόνον αν προβάλει βασίμους, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, λόγους ανωτέρας βίας, υγείας ή οικογενειακής ανάγκης.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, το Δικαστήριο μετά από αίτηση του διαδίκου, εάν δεν υπάρχει διαθέσιμος δικηγόρος διωρισμένος σ’ αυτό, επιτρέπει την παράσταση δικηγόρου άλλης περιφέρειας άνευ συμπράξεως.
Προκύπτει, κατ’ ακολουθίαν, ότι οι εδαφικοί περιορισμοί της παραστάσεως σε δικαστήριο οι οποίοι προανεφέρθησαν, ανεξαρτήτως του, υπό το πρίσμα της νομοθεσίας περί ελευθέρου ανταγωνισμού, κύρους και ισχύος των, δέχονται ισχυρό περιορισμό εξικνούμενο έως ολοσχερούς καταργήσεώς των ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ομαδικά οι δικηγόροι- μέλη συγκεκριμένου Πρωτοδικείου/ Δικηγορικού Συλλόγου αρνηθούν να αναλάβουν συγκεκριμένη υπόθεση.
24.19.β. Οι εδαφικοί αυτοί περιορισμοί τίθενται υπό το πρίσμα και τη θεώρηση την οποία η Πολιτεία ακολουθεί ως προς την οργάνωση και απονομή της Δικαιοσύνης στην Επικράτεια, ήτοι για λόγους δημοσίου συμφέροντος και στο πλαίσιο ασκήσεως δημόσιας εξουσίας. Εκ του λόγου τούτου είχε και έχει υπαγορευθεί (ανεξαρτήτως της εν τω μεταξύ, από το 1954, αλλαγής των κοινωνικοοικονομικών δεδομένων) η ευθεία σύνδεση της υπάρξεως Δικηγορικού Συλλόγου από την ύπαρξη δικαιοδοτικού οργάνου και δη Πρωτοδικείου και η προκύπτουσα έμμεση απαγόρευση ελευθέρας ιδρύσεως Δικηγορικών Συλλόγων, έτσι ώστε, λαμβανομένης υπόψη και της ιδιότητος του δικηγόρου ως αναγκαίου παράγοντα της δίκης (για την οποία γίνεται λόγος στην συνέχεια) να διασφαλίζεται η επάρκεια δικηγόρων σε κάθε Πρωτοδικείο ανάλογα με τις ανάγκες για τις υποθέσεις του Πρωτοδικείου αυτού.
24.19.γ. Έχει γίνει νομολογιακώς δεκτό ότι είναι δυνατή η παράσταση δικηγόρου ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου που βρίσκεται έξω από την περιφέρεια του πρωτοδικείου/ δικηγορικού συλλόγου στο(ν) οποίο είναι διορισμένος χωρίς την παράλληλη σύμπραξη (νομιμοποιητική παράσταση) δικηγόρου του οικείου πρωτοδικείου / δικηγορικού συλλόγου, σύμφωνα με τις διατάξεις 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, άρθρα 19, 20, 44, 47 παρ. 3, 54 παρ. 3 εδ. α΄ παρ. 4, 56 εδ. α΄, 57 παρ. 1,2, ν.δ. 3026/1954.
Περί τούτου, το οποίο αποτελεί και ζήτημα το οποίο περιλαμβάνεται ως στοιχείο της υπό κρίσιν υποθέσεως διά της αναφοράς σε αναφυείσα διαφορά με τον Δικηγορικό Σύλλογο Καλαβρύτων, έχει κρίνει το Μονομελές Πρωτοδικείο Κατερίνης (απόφαση 25/2001 ΔΙΚΗ 32,908) και, σχετικώς, είχε δοθεί από τον Αν. Καθηγητή Πολιτικής Δικονομίας του Δ.Π. Θράκης κ. Σ.Γ. Σταματόπουλο γνωμοδότηση υπό τον τίτλο «Παράσταση δικηγόρου ενώπιον του Πολιτικού Δικαστηρίου έξω από την περιφέρεια του Συλλόγου του χωρίς την συμπαράσταση δικηγόρου του οικείου συλλόγου» (ΔΙΚΗ 32,901).
Η εν λόγω δικαστική κρίση και η επιστημονική απάντηση κρίνουν και συμπεραίνουν πράγματι ότι νομίμως –υπό τους ως άνω όρους- παρίσταται σε δίκη ενώπιον Πρωτοδικείου μόνον δικηγόρος άλλου Πρωτοδικείου χωρίς την παράλληλη νομιμοποιητική παράσταση δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου/ Πρωτοδικείου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η δίκη.
Καθιδρύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο εξαίρεση από τον τεθειμένο κανόνα του άρθρου 44 η οποία γίνεται και νομολογιακώς, κατά τα ως άνω, δεκτή.
24.19. δ. Κατ’ ακολουθίαν, τα καταγγελλόμενα περί εδαφικού περιορισμού και των αντιανταγωνιστικών του αποτελεσμάτων, ακόμη και αν αυτά εκρίνοντο ως τέτοια, υφίσταται δυνατότητα να καταργηθούν εννόμως εάν γίνει από τον διάδικο χρήση της διατάξεως του άρθρου 47 παρ. 3 του εν λόγω ν.δ. 3026/1954.
24.20. α. Κατά τη διάταξη του άρθρου 42 του ιδίου ν.δ., κατά το ενδιαφέρον την υπό κρίση υπόθεση τμήμα της, «1. Προς σύνταξιν εγγράφου ενώπιον συμβολαιογράφου περί συνυποσχετικού, συμβιβασμού, διανομής, καταργήσεως δίκης, πωλήσεως επιχειρήσεως ή κινητών, απογραφής δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, ενεχυριάσεως, ως και επί συμβολαιογραφικών εγγράφων εν γένει αντικείμενον εχόντων την σύστασιν, μετάθεσιν, αλλοίωσιν ή κατάργησιν πραγματικών δικαιωμάτων επί ακινήτων και πλοίων (εξαιρέσει εξαλείψεων υποθηκών και προσημειώσεων) εφ’ όσον άπασαι αι ανωτέρω συμβάσεις έχουσιν αντικείμενον αξίας τουλάχιστον ………. και επί καταστατικών εταιρειών συντασσομένων διά συμβολαίου………………….. απαιτείται η παράστασις Δικηγόρου δι’ έκαστον των συμβαλλομένων μερών. Εν τοιούτω συμβολαίω δέον να γίνεται ειδική μνεία της παραστάσεως των Δικηγόρων και να συνάπτεται εις αυτό σχέδιον περί της συμβάσεως υπογεγραμμένον υπό τούτων, ων αι υπογραφαί προκειμένου περί Δικηγόρων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης πρέπει να ώσι θεωρημέναι υπό του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου.
4. Εις περίπτωσιν συντάξεως συμβολαιογραφικού εγγράφου, αφορώντος την σύστασιν, μετάθεσιν αλλοίωσιν ή κατάργησιν εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, εις περιφέρειαν διάφορον του τόπου εις τον οποίον κείται το ακίνητον, το υποχρεωτικόν παραστάσεως δικηγόρου κατά την σύνταξιν του συμβολαιογραφικού εγγράφου λόγω αξίας του αντικειμένου της συμβάσεως, κρίνεται βάσει των περί τούτου ισχυόντων εις την περιφέρειαν εις την οποίαν κείται το ακίνητον.».
24.20. β. Γίνεται πράγματι δεκτό (Γνωμ. Εισαγγελέως Πρωτοδικών Χαλκίδος 5/1997 ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ 1998.1141) ότι δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον Συμβολαιογράφου πόλεως στην οποία εδρεύει πρωτοδικείο, κατά τη σύνταξη των εγγράφων που προβλέπει το άρθρο 42 του ν.δ. 3026/1954, έχουν μόνον τα μέλη του Πρωτοδικείου / Δικηγορικού Συλλόγου στο οποίο είναι διορισμένος ο συμβολαιογράφος ο οποίος ενεργεί την πράξη.
24.20.γ. Εν προκειμένω, επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη ότι από το ν.δ. 3026/1954, ή άλλην οιανδήποτε κειμένη διάταξη, δεν τίθεται εδαφικός περιορισμός σχετικώς με την τοποθεσία του ακινήτου αλλ’ αντίθετα οι πράξεις και δικαιοπραξίες οι οποίες αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 42 του ν.δ. 3026/1954 είναι δυνατόν να συναφθούν ενώπιον Συμβολαιογράφου ή Συμβολαιογραφούντος Υπαλλήλου (όπως οι αρμόδιοι υπάλληλοι των Προξενικών Αρχών της Ελληνικής Δημοκρατίας) άλλης περιφέρειας ακόμη και εκτός της Επικρατείας (άρθρο 42 παρ. 4).
Έτσι, σύσταση ή αλλοίωση εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου κειμένου στην Κεφαλληνία εγκύρως συνομολογείται ενώπιον Συμβολαιογράφου του Πρωτοδικείου Αθηνών ο οποίος, όμως, υποχρεούται να δεχθεί (την, τυχόν, απαιτουμένη υποχρεωτικώς λόγω ποσού και κατά τις διακρίσεις της διατάξεως του άρθρου 42 ν.δ. 3026/1954) παράσταση δικηγόρου μόνον του Πρωτοδικείου Αθηνών ή Πειραιώς.
24.20.δ. Ο καταγγελλόμενος, κατ’ ακολουθίαν, εδαφικός προσδιορισμός και τα εκ τούτου αντιανταγωνιστικά αποτελέσματα, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι θεμελιούνται επί δημοσίου δικαίου διατάξεων (ασφαλώς δεν γίνεται λόγος περί διατάξεως τεθειμένης από επαγγελματική ένωση αποτελούσα «επιχείρηση» κατά τις διατάξεις είτε του ν. 703/77 είτε των άρθρων 81, 82 ΣυνθΕΚ) μη συμβατών με το δίκαιο περί ελευθέρου ανταγωνισμού περιορίζονται σημαντικά, αν δεν καταργούνται ολοσχερώς, διότι ο λήπτης των υπηρεσιών (καταναλωτής) είναι δυνατόν, έχων, όπως συνήθως συμβαίνει, ήδη επιλέξει τον νομικό του παραστάτη (δικηγόρο) υπηρετούντα σε ορισμένο Πρωτοδικείο/ Δικηγορικό Σύλλογο, να επιλέξει και Συμβολαιογράφο του ιδίου Πρωτοδικείου ανεξαρτήτως της τοποθεσίας όπου κείται το ακίνητο στο οποίο αφορά η επιθυμουμένη συναλλαγή ενώ είναι δυνατόν και το αντίστροφο.
24.20.ε. Το ζήτημα που απομένει, άρα, να εξετασθεί είναι αν ή μη η διάταξη του άρθρου 42 του ν.δ. 3026/1954 παράγει αντιανταγωνιστικά αποτελέσματα στο μέτρο κατά το οποίο εμποδίζει, μόνον, την ταυτόχρονη επιλογή από τον καταναλωτή δικηγόρου (υποχρεωτικώς παρισταμένου λόγω ύψους του ποσού του αντικειμένου) ενός Πρωτοδικείου και συμβολαιογράφου άλλου Πρωτοδικείου.
24.21. Σχετικώς, τέλος, με τις λοιπές εξώδικες δικηγορικές ενέργειες δεν υφίσταται εδαφικός ή άλλος περιορισμός πλήν των καθαρώς δεοντολογικών ρητών δεσμεύσεων οι οποίες επιβάλλονται στον δικηγόρο.
Τέτοιες δεσμεύσεις (οι οποίες ενισχύουν τον προέχοντα χαρακτήρα του δικηγόρου ως συλλειτουργού στην απονομή της Δικαιοσύνης) επιβάλλονται από τα άρθρα , ενδεικτικά, 46, 47, 62, 63, 63 Α του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος.
Ανακύπτει από τις εν λόγω διατάξεις έντονη η διδομένη από το ν.δ. έμφαση στον χαρακτήρα των καθηκόντων του δικηγόρου ως αμίσθου δημοσίου λειτουργού συμπράττοντος στην απονομή της δικαιοσύνης μάλλον παρά ως ελευθέρου επαγγελματία βιοποριζομένου από τη δικηγορία τα αναγκαία, ιδιότητα όμως την οποία ασφαλώς, και αναμφιβόλως, έχει ταυτοχρόνως ο δικηγόρος ο οποίος δρά και ως ελεύθερος επαγγελματίας.
Για το προκείμενο ζήτημα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη και οι ρυθμιστικές του λειτουργήματος του συμβολαιογράφου διατάξεις για τις οποίες γίνεται λόγος στη συνέχεια.
24.22. Η υποχρέωση συμπράξεως με δικηγόρο του Πρωτοδικείου ενώπιον του οποίου συζητείται η υπόθεση πράγματι επάγεται ενός βαθμού οικονομική επιβάρυνση του εντολέα (ασφαλώς όχι του δικηγόρου) ως καταναλωτή νομικών υπηρεσιών.
Η επιβάρυνση αυτή συνίσταται πράγματι στην υποχρέωση έκδοσης του λεγομένου γραμματίου προεισπράξεως δικηγορικής αμοιβής από τον «εγχώριο» και «νομιμοποιούντα» δικηγόρο και την καταβολή του σχετικού ποσού.
24.23. Είναι γνωστό στην Επιτροπή Ανταγωνισμού ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων η αμοιβή του «νομιμοποιούντος» εξαντλείται στο ποσόν αυτό και ότι οι τυχόν εξαιρέσεις το μεν διώκονται και πειθαρχικώς το δε δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για την κρίση επί της γενικής ισχύος των υπό κρίση ρυθμίσεων.