ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 413/V/2008 ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

24.24. Το ποσόν αυτό το οποίο βαρύνει τελικά τον καταναλωτή, ποικίλλει ανάλογα με τη φύση της πολιτικής  ή διοικητικής υποθέσεως (για τις ποινικές δεν γίνεται λόγος κατά τα όσα προεξετέθησαν) και ορίζεται από Κοινή Υπουργική Απόφαση σε τακτά χρονικά διαστήματα ως το ποσόν της ελαχίστης υποχρεωτικώς προεισπραττομένης δικηγορικής αμοιβής υπό τον τίτλο Πίνακας Δικηγορικών Αμοιβών.
Εν προκειμένω ισχύει σχετικώς (Κ.Υ.Α. 1117864/2297/Α0012-ΦΕΚ 2422 Β/24.12.2007) πίνακας αμοιβών σχετικά με τις υποθέσεις ενώπιον Ειρηνοδικείων, Μονομελών Πρωτοδικείων. Πολυμελών Πρωτοδικείων, Εφετείων (Πολιτικών) Μονομελών και Τριμελών Πρωτοδικείων, Εφετείων (Διοικητικών) διότι προδήλως και εν όψει των προδιαλαμβανομένων ρυθμίσεων και διακρίσεων (βλπ. προηγούμενα 24.11, 24.12 και 24.18) ενώπιον τούτων διεξάγεται ο συντριπτικός μεγαλύτερος αριθμός δικών.
Τα ποσά που αναφέρονται για κάθε δικηγορική ενέργεια ενώπιον Δικαστηρίου αφορούν το ποσόν της ελαχίστης προεισπραττομένης  δικηγορικής αμοιβής (γραμμάτιο προεισπράξεως).
Για την κατά χρόνο απασχόληση ορίζεται ποσόν ελάχιστης αμοιβής 64 Ευρώ/ ώρα.
24.25. Από τους πίνακες αυτούς τους οποίους έχει λάβει υπόψη η Επιτροπή προκύπτει ότι, ενδεικτικά, για υπόθεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδος αντικειμένου από 44.021 έως 88.040 Ευρώ το ποσόν του γραμματίου προεισπράξεως δικηγορικής αμοιβής για τον ενάγοντα είναι  [102 € για την κατάθεση της αγωγής + 134 € για την παράσταση + 171 για τις προτάσεις=] 407 Ευρώ για τον «νομιμοποιούντα» δικηγόρο του Πρωτοδικείου Χαλκίδος και ίσο ποσόν για τον επιζητούντα τη νομιμοποίηση και χειριζόμενο την υπόθεση δικηγόρο άλλου Πρωτοδικείου (π.χ. Αθηνών).
Για τον εναγόμενο το αντίστοιχο ποσόν είναι 305 Ευρώ. Αλλά το ποσόν τούτο δεν  κτάται από τον «νομιμοποιούντα» ακόπως ή δι’ απλής προσελεύσεώς του προς νομιμοποίηση του συναδέλφου του όπως διατείνεται αναληθώς η καταγγελία.
Προϋποθέτει ότι ο «νομιμοποιών» έχει καταθέσει την αγωγή στη Γραμματεία του δικαστηρίου και λάβει την Πράξη προσδιορισμού δικασίμου, έχει μεριμνήσει για τη λήψη αντιγράφων και, αν όχι πάντοτε, συνηθέστατα, μεριμνήσει για την επίδοση της αγωγής ενέργειες που αποτελούν δαπάνη αποτιμωμένου δικηγορικού χρόνου.
Προϋποθέτει ακόμη ότι προσέρχεται ενώπιον του Δικαστηρίου, δηλώνει παράσταση και, αν όχι πάντοτε, συνήθως, μετέχει ενεργώς στη διαδικασία ενώ, λόγω της φύσεως της λειτουργίας των «περιφερειακών» Πρωτοδικείων ως δικαστηρίων ολιγομελών, άρα όχι απροσώπων, κοινωνιών ρυθμίζει, κατά τρόπο ευχερέστερο του προερχομένου από άλλο Πρωτοδικείο δικηγόρου, διαδικαστικά αλλ’ όχι ασήμαντα ζητήματα (αιτήματα αναβολής, γνώση των επιτοπίων πρακτικών του Δικαστηρίου, συνεννοήσεις με τον «νομιμοποιούντα» τον δικηγόρο της αντιδίκου πλευράς κ.ά. πολλά).
Προϋποθέτει τέλος ότι μετά την συζήτηση, και ενώ ο έχων έλθει από άλλο Πρωτοδικείο «νομιμοποιούμενος» δικηγόρος επιστρέφει ή έχει επιστρέψει στην έδρα του, λαμβάνει αντίγραφα των εγγράφων της αντιδίκου πλευράς, τα αποστέλλει στον συνάδελφό του του άλλου Πρωτοδικείου, παραλαμβάνει όσα έγγραφα ο συνάδελφός του επιθυμεί να προστεθούν στο φάκελλο καθώς και –ενδεχομένως- την προσθήκη – αντίκρουση, τα καταθέτει εντός της μετά τη συζήτηση προθεσμίας στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, μεριμνά για την παρακολούθηση της υποθέσεως (επίδοση αποφάσεως), ενημερώνει τον νομιμοποιούμενο συνάδελφό του κ.ά. πολλά.
Είναι πρόδηλο ότι, στο παράδειγμα τούτο, ο «νομιμοποιούμενος» απαλλάσσεται της υποχρεώσεως τουλάχιστον τριπλής μεταβάσεώς του από την Αθήνα στη Χαλκίδα και επωφελείται του αντιστοίχου, και, άλλως, χρεωσίμου στον εντολέα δικηγορικού χρόνου.
Τελικώς ωφελείται ο καταναλωτής των νομικών υπηρεσιών διότι ο νομιμοποιούμενος απαλλάσσεται, και δεν χρεώνει στον καταναλωτή, τον αντίστοιχο δικηγορικό χρόνο ο οποίος, στο παράδειγμα τούτο, θα ήταν χρόνος [3x 4=] 12 ωρών ήτοι (σύμφωνα με την ως άνω Κ.Υ.Α.) ποσόν Ευρώ (64 Ευρώ/ ώρα x 12 ώρες =] 768 κατ’ ελάχιστον.
24.26.  Το ποσόν τούτο είναι πολλαπλάσιο στην περίπτωση υποθέσεως ενώπιον Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά την Τακτική Διαδικασία για την οποία απαιτούνται πολλές και ουσιωδέστερες ενέργειες ήτοι κατάθεση προτάσεων προ 20ημέρου και προσθήκης προ 15 ημέρου της συζητήσεως, λήψη αντιγράφου των πρακτικών εντός 4ημέρου από της συζητήσεως κατάθεση σχολιασμού εντός οκταημέρου από της συζητήσεως (άρθρο 237 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) ενώ πολλαπλασιάζεται ιδιαιτέρως σε περίπτωση Πρωτοδικείων με μεγαλύτερη τοπική απόσταση (Αθήνα- Θεσσαλονίκη, Πάτρα- Αργοστόλι, Αθήνα- Χανιά, Θεσσαλονίκη- Καβάλα  κ.ά.).
24.27. Κατ’ ακολουθίαν, διά της συμπράξεως του «εγχωρίου» νομιμοποιούντος δικηγόρου απορρέει
α.  εκμετάλλευση εκ μέρους του καταναλωτή του συγκριτικού πλεονεκτήματος του εγχωρίου εν σχέσει προς τον νομιμοποιούμενο δικηγόρο,
β. σε πολλές περιπτώσεις σημαντική οικονομία κλίμακος ώστε, τελικώς, η σύμπραξη να έχει μάλλον θετική επίδραση στο κόστος παροχής των υπηρεσιών (βλπ. και απόφαση ΔΕΚ C 309-99, NOVA, σκέψεις 89,90) παρά να επιβαρύνει τον τελικό καταναλωτή από καθαρώς οικονομικής πλευράς.
Τυχόν άρση αυτού το οποίο  καταγγέλλεται ως γεωγραφικός περιορισμός θα επεβάρυνε τον καταναλωτή οικονομικώς ενώ θα επηρέαζε αρνητικά, λόγω της περιπλοκότητος των σχετικών με τις παρεχόμενες υπηρεσίες δικονομικών και συναφών καθηκόντων, την ποιότητα των υπηρεσιών και, συνεπώς, την παραγωγή και την τεχνική ανάπτυξη κατά την έννοια του άρθρου 85 παρ. 1 στοιχ. Β΄της Συνθ ΕΚ (βλπ. σκέψεις 77-90 της ως άνω αποφάσεως του ΔΕΚ).
Πράγματι, αν υπετίθετο ότι όλη η Επικράτεια αποτελεί, ως προς το δικαίωμα παράστασης, μια ενιαία Πρωτοδικειακή και Εφετειακή Περιφέρεια, το πιθανότερο αποτέλεσμα από πλευράς οικονομικής θα ήταν η παροχή υπηρεσιών μόνον από ισχυρές οικονομικώς δικηγορικές εταιρείες και η σταδιακή υπαλληλοποίηση και συρρίκνωση των δικηγόρων των Περιφερειακών Πρωτοδικείων.
24.28. Λεκτέον, τέλος, ότι, ακόμη και αν είχαν τα πράγματα όπως  περιγράφονται από την καταγγελία και υφίστατο πράγματι περιορισμός, ο περιορισμός τούτος δικαιολογείται τελικώς απολύτως από σκοπούς οι οποίοι προάγουν ουσιωδώς τον ανταγωνισμό διότι:
α. Εν όψει της αληθούς και ογκουμένης γενικής τάσεως, η οποία προεξετέθη και δεν αμφισβητείται, ήτοι επιλογής από τους δικηγόρους των Πρωτοδικείων εκείνων  ενώπιον των οποίων εισάγεται μέγα πλήθος υποθέσεων (βλπ. ανωτέρω), τα λοιπά Πρωτοδικεία θα εκινδύνευαν να μην έχουν τους αναγκαίους για την διεξαγωγή των υποθέσεων δικηγόρους –συλλειτουργούς της Δικαιοσύνης (βλπ. στη συνέχεια).
β. Στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ η ορθή απονομή της δικαιοσύνης –και η επιβίωση των δικηγόρων, ως οικονομικών επιχειρήσεων θεωρουμένων- αναγνωρίζεται ως επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος (Απόφαση ΔΕΚ C309/99 NOVA – WOUTERS, σχόλιο Β. Γ. Χατζοπούλου, Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου 2002 σ. 151 επόμενες).
24.29. Τέλος, λεκτέον ότι οι ως άνω περιορισμοί επιβάλλονται και στους δικηγόρους οι οποίοι έχουν διορισθεί και ασκούν το λειτούργημα σε άλλο Κράτος – Μέλος (βλπ. ενδεικτικά Π.Δ. 152/2000 κ.ά.).
25.1.α. Έχει ήδη αναπτυχθεί ότι ο δικηγόρος χαρακτηρίζεται από το νόμο ως δημόσιος υπάλληλος ή δημόσιος λειτουργός (άρθρα 1 και 38 Κώδικα περί Δικηγόρων).
25.1.β. Οι διατάξεις εξ άλλου του συμπλέγματος των δικονομικών ρυθμίσεων, δηλαδή των διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν τους όρους, τις προϋποθέσεις και τον τρόπο εν γένει απονομής της δικαιοσύνης στην Ελληνική Δημοκρατία καθιστούν αδιαμφισβητήτως τον δικηγόρο ως αναγκαίο παράγοντα της πολιτικής, ποινικής και διοικητικής δίκης, ως συλλειτουργό της Δικαιοσύνης ήτοι της Δημόσιας Εξουσίας.
25.1.γ. Γενικώς, γίνεται δεκτό ότι οι σχετικές ως άνω εκτενώς παρατεθείσες διατάξεις έχουν θεσπισθεί το μεν για λόγους εξυπηρέτησης του γενικότερου δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος που συνδέονται με την ευδόκιμη άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος και δεν προσκρούουν στην επαγγελματική ελευθερία, το δε χάριν της εύρυθμης απονομής της δικαιοσύνης από τα δικαιοδοτικά όργανα. Γίνεται επίσης δεκτό ότι οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα ούτε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΑΠ 173/90 ΕλΔ 32.971 κ.ά.).
Έτσι, η ευθεία σύνδεση της υπάρξεως Δικηγορικού Συλλόγου με την ύπαρξη Πρωτοδικείου σκοπεί πρωτίστως στην κάλυψη των αναγκών των προσφευγόντων στο Πρωτοδικείο αυτό διαδίκων ενώ η απονομή στους δικηγόρους της ικανότητος να παραστούν σε ανώτερα δικαστήρια μόνον εάν έχουν σχετική προϋπηρεσία σκοπεί πρωτίστως στην αναγκαία για την παροχή καλών νομικών υπηρεσιών επάρκεια του δικηγόρου, επάρκεια η οποία ασφαλώς απαιτεί χρόνο για να αποκτηθεί.
25.2. Ήδη ελέχθη ότι ο Κώδικας περί Δικηγόρων (στο εξής Κ.Δ.) καθιδρύει αυστηρά ασυμβίβαστες με το δικηγορικό λειτούργημα δραστηριότητες (άρθρο 63) όπως οι εμπορικές, επιβάλλει, σε περίπτωση παράβασης, πειθαρχικές κυρώσεις και αναστολή του λειτουργήματος για όλη τη διάρκεια της άσκησης δραστηριότητας ασυμβίβαστες  με το δικηγορικό λειτούργημα και, εν γένει, ρυθμίζει την επαγγελματική λειτουργία του δικηγόρου με έμφαση στον χαρακτήρα των καθηκόντων του ως συλλειτουργού, της Δικαιοσύνης μάλλον παρά στον –πάντως, υπαρκτό- χαρακτήρα της δικηγορικής δραστηριότητας ως καθαρώς βιοποριστικής / οικονομικής δραστηριότητας. Το πνεύμα τούτο διέπει και τις λοιπές σχετικές κείμενες διατάξεις.
25.3. Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (άρθρο 94) θεωρεί ως προϋπόθεση για το κύρος κάθε διαδικαστικής πράξης (εκτός λίγων εξαιρέσεων) την επιχείρησή της είτε μαζί  (μετά) είτε διά πληρεξουσίου δικηγόρου.
25.4. Ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (άρθρο 27) καθιδρύει ως διαδικαστική προϋπόθεση για την έγκυρη γένεση και την έγκυρη διεξαγωγή της δίκης ενώπιον διοικητικών δικαστηρίων και τη δικολογική ικανότητα (ικανότητα προς το δικολογείν) και θέτει ως προϋπόθεση του κύρους κάθε διαδικαστικής πράξης (εκτός εξαιρέσεων) την επιχείρησή της και την παράσταση στα δικαστήρια αυτά με δικηγόρο ο οποίος απαιτείται (άρθρο 30) να έχει την ικανότητα επιχείρησης της συγκεκριμένης πράξης σύμφωνα με τον Κώδικα περί Δικηγόρων.
25.5. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας επιβάλλει την παράσταση κατηγορουμένου –κατά την ανάκριση και στο ακροατήριο- για σοβαρά αδικήματα (κακουργήματα) και ενώπιον του Αρείου Πάγου ως Ποινικού Δικαστηρίου με ή διά πληρεξουσίου δικηγόρου (άρθρο 340 κ.ά.) ενώ, ήδη, έχει επιτρέψει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου δίχως την αυτοπρόσωπη παρουσία του ιδίου του κατηγορουμένου αλλά μόνον από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του (ν. 3346/2005) ακόμη και σε κακουργήματα.
25.6. Δεν καταλείπεται, επομένως, αμφιβολία ότι ακόμη και με την παραδοχή ότι οι δικηγόροι αποτελούν οικονομικές οντότητες και οι δικηγορικοί σύλλογοι αποτελούν επιχειρήσεις με την έννοια των άρθρων 81, 82 Συνθ. ΕΚ, 1 ν. 703/1977, οι εθνικές διατάξεις και δη η συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 44 Κ.Δ., ή οι διατάξεις των Κωδίκων Πολιτικής, Ποινικής, Διοικητικής Δικονομίας (και η συμμόρφωση των δικηγόρων σ’ αυτές) δεν  αποτελούν παράβαση των αρχών, των διατάξεων και, εν γένει, του δικαίου του ελευθέρου ανταγωνισμού στον τομέα της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών ούτε είναι γενεσιουργές αντιανταγωνιστικών αποτελεσμάτων.
26.1. Οι σχετικές με το ζήτημα των συμβολαιογραφικών υπηρεσιών διατάξεις, θεωρούμενες και υπό το πρίσμα της υπό κρίσιν καταγγελίας, έχουν απασχολήσει την Επιτροπή Ανταγωνισμού και την Επιτροπή ΕΕ (Έγγραφο 20/13.06.2003 της ΓΔΑ, έκδοση της «Έκθεσης Monti» 2004, Επιστολή 106/11.01.2005 Υπουργού Δικαιοσύνης της Ελληνικής Δημοκρατίας, Έκθεση ΕΕ Φεβρουαρίου 2004, Οδηγία ΕΕ για τα Επαγγελματικά Προσόντα) και γίνεται δεκτό ευθέως ότι, στα ηπειρωτικά δίκαια, όπως το εν προκειμένω Ελληνικό, το λειτούργημα του συμβολαιογράφου συνδέεται άμεσα και ειδικά με την άσκηση δημόσιας εξουσίας (άρθρο 45 ΣυνθΕΚ).
26.2. Το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας κατατάσσει ευθέως τους συμβολαιογράφους (όπως και τους αμίσθους υποθηκοφύλακες) στα ασκούντα δημόσια εξουσία (δικαιοσύνη) όργανα του Κράτους (άρθρο 92 παρ. 4 και 5).
26.3. Ειδικώτερα, το εν λόγω λειτούργημα ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 2830/2000) ο οποίος επίσης χαρακτηρίζει τον συμβολαιογράφο ως άμισθο δημόσιο λειτουργό (άρθρο 1).
26.4. Με τις διατάξεις του νόμου αυτού προβλέπεται ότι ο συμβολαιογράφος διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που δημοσιεύεται στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 26)  επιθεωρείται δε από αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών (άρθρο 41) και ελέγχεται πειθαρχικώς και από δικαστήρια (άρθρα 56 επ.).
Ακόμη, δεν υφίσταται περιορισμός των θέσεων συμβολαιογράφων ανά την επικράτεια (numerus clausus), η αύξηση ή η μείωση των θέσεων συμβολαιογράφων ανά περιοχή (ώστε να διασφαλίζεται θέση συμβολαιογράφου σε όλα τα διαμερίσματα της Επικράτειας) γίνεται με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης (άρθρο 17) κ.ά. πολλές, από τις οποίες αναδίδεται  έντονος ο χαρακτήρας του λειτουργήματος ως δημοσίου και των ρυθμιστικών αυτού κανόνων ως κανόνων εκπορευομένων ευθέως από το δημόσιο για την άσκηση της εξουσίας του.
26.5. Επίσης, οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπουν, γενικά, ότι η συμβολαιογραφική πράξη έχει χαρακτήρα δημοσίου εγγράφου (438 ΚΠολΔ) αποτελεί εκτελεστό τίτλο όπως η δικαστική απόφαση (904 ΚΠολΔ) και ότι τα ιδιωτικά έγγραφα αποκτούν βέβαιη χρονολογία όταν θεωρούνται από συμβολαιογράφο ή άλλον αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο (446 ΚΠολΔ).
Τέλος, προσδίδεται ισχύ σε αποδεικτικά μέσα όπως οι ένορκες βεβαιώσεις, εάν αυτά έχουν καταρτισθεί ενώπιον δικαστού (Ειρηνοδίκου) ή συμβολαιογράφου (άρθρα 27 Κ.Πολ.Δ.  κ.ά.).
26.6. Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η υπό κρίση διάταξη (42 ν.δ. 3026/1954), εν συνδυασμώ με τις διατάξεις περί συμβολαιογράφων οι οποίες προδιαλαμβάνονται,  ήταν δυνατόν να παράξει αντιανταγωνιστικά αποτελέσματα, πρέπει να εξετασθεί το μεν, αν ή μη, έχει θεσπισθεί από επαγγελματική ένωση ή από δημόσια αρχή το δε, αν ή μη, εμποδίζεται η Ελληνική Δημοκρατία (κράτος –μέλος της ΕΕ) να θεσπίζει τέτοια νομοθετικά μέτρα τα οποία είναι εδεχομένως αντιανταγωνιστικά κατά τις διατάξεις των άρθρων 10 και 81 ΣυνθΕΚ.
26.7. Συμφώνως προς και με βάση τις ίδιες σκέψεις που ανεπτύχθησαν σχετικώς με τη διάταξη του άρθρου 44 ν.δ. 3026/1954 και όσα έχουν προεκτεθεί, η ισχύς και το κύρος της διάταξης του άρθρου 42 του  ιδίου ν.δ. ήτοι πράξεως της δημοσίας αρχής δεν θίγονται  ούτε εμποδίζονται από τις διατάξεις 10 και 81 ΣυνθΕΚ ούτε από την διάταξη του αρθρ. 1 ν. 703/1977 και τούτο διότι έχει θεσπισθεί προκειμένου να ικανοποιηθούν λόγοι επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος ήτοι, επιπλέον των ήδη εκτεθέντων, να διασφαλίζεται και η επιβίωση των οικονομικώς δρώντων στις περιφέρειες της Χώρας δικηγόρων και η εκ τούτου ομαλή και εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης.
26.8. Αλλά και από την πλευρά της ενδεχομένης παραγωγής αντιοικονομικών αποτελεσμάτων προσήκει επίσης αρνητική απάντηση στην καταγγελία για τους λόγους που αναπτύσσονται στο στοιχείο 24 της παρούσης αποφάσεως και δη διότι ο καταναλωτής των σχετικών νομικών υπηρεσιών έχει την ευχέρεια να επιλέξει τον τόπο/ περιφέρεια του Πρωτοδικείου/ Δικηγορικού Συλλόγου όπου εδρεύουν οι νομικοί παραστάτες (συμβολαιογράφος- δικηγόρος) τους οποίους έχει επιλέξει ενώ δεν επιφέρει αντιανταγωνιστικό αποτέλεσμα αφ’ εαυτού ο περιορισμός ο οποίος τίθεται δηλαδή να αδυνατεί να επιλέξει ταυτοχρόνως Συμβολαιογράφο και δικηγόρο του ιδίου Πρωτοδικείου πολλώ μάλλον, διότι η κατάρτιση της σχετικής με το ακίνητο δικαιοπραξίας δεν συναρτάται αναγκαίως με την τοποθεσία όπου ευρίσκεται το ακίνητο (rei sitae).

27. Όμως, κατά τη γνώμη μειοψηφίας της Επιτροπής αποτελούμενης από τον Πρόεδρο αυτής κ. Σπυρίδωνα Ζησιμόπουλο και το μέλος της κ. Βασίλειο Πατσουράτη, η καταγγελία πρέπει εν μέρει να γίνει δεκτή υπό τις ακόλουθες υπαγωγικές οριοθετήσεις και με το παρακάτω σκεπτικό: 
27.1. Όπως προκύπτει από την κοινοτική νομολογία, κρατικά μέτρα (νομοθετικής ή/και κανονιστικής υφής), τα οποία δεν δίδουν αντικειμενικά λαβή σε δυνατότητα επιλήψιμων συμπράξεων εκ μέρους των επιχειρήσεων, δεν μπορούν να θεωρηθούν αντίθετα στα άρθρα 10 και 81 της ΣυνθΕΚ, ακόμη και εάν ενέχουν ρυθμιστικά αποτελέσματα που ενδέχεται να δημιουργούν στρεβλώσεις του ελεύθερου ανταγωνισμού [ΔΕΚ, 18.10.1979, υποθ. 5/79, Buys, Συλλ. Νομολ. 1979, σελ. 3231, σκέψεις 30-31 και διατακτικό, σημείο 5, ΔΕΚ, 29.1.1985, υποθ. 231/83, Cullet κατά Leclerc (υπόθεση «Leclerc – Βενζίνη»), Συλλ. Νομολ. 1985, σελ. 305, σκέψεις 17-18 και διατακτικό σημείο 1, ΔΕΚ, 10.1.1985, υποθ. 229/83, Leclerc κατά «Au blé Vert» (υπόθεση «Leclerc – βιβλία»), Συλλ. Νομολ. 1985, σελ. 1, σκέψη 20 και διατακτικό σημείο 1, ΔΕΚ, 17.11.1993, υποθ. C-2/91, Meng, Συλλ. Νομολ. 1993, σελ. Ι-5751, σκέψη 22 και διατακτικό και ΔΕΚ, 2.6.1994, συνεκδ. υποθ. C-401-402/92, «Tankstation’t Heukske», Συλλ. Νομολ. 1994, σελ. Ι-2199, σκέψη 17 και σημείο 2 του διατακτικού και ΔΕΚ, 9.2.1995, υποθ. C-412/93, «Leclerc-Siplec», Συλλ. Νομολ. 1995, σελ. Ι-179, σκέψεις 26-27 και διατακτικό]. Επομένως, μια κρατική ρύθμιση, η οποία δεν επιβάλλει την δημιουργία μιας απαγορευμένης σύμπραξης ή έστω δεν την ευνοεί καθοιονδήποτε τρόπο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραβιάζουσα την πρακτική αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού. 
27.2. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου τέτοια περίπτωση αποτελεί ιδιαίτερα εκείνη κατά την οποία από την κρατική ρύθμιση επιβάλλεται πλήρης απαγόρευση δεδομένης ιδιωτικής συμπεριφοράς, εις τρόπον ώστε είναι αντικειμενικά αδύνατο να αναπτυχθούν επιλήψιμες συμπραξιακές πρακτικές, οι οποίες να βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με την επίμαχη κρατική ρύθμιση (ΔΕΚ, C-2/91, ό.π., σκέψη 15, C-401-402/92, ό.π., σκέψη 17 και C-412/93, σκέψεις 26-27, πρβλ. και VAN BAEL & BELLIS, Competition Law of the European Community, 980-990, §§ 9.1-9.2, M. WAELBROECK-A. FRIGNANI, Commentaire Mégret, Le droit de la CE, Vol. 4, 147-153, M. WAELBROECK, «The Extent to wich Government Interference Can Constitute Justification under Articles 85 or 86 of the Treaty of Rome», International Businness Laywer, 1980, σελ. 113, G. MARENCO, «Governement Action and Antitrust in the United States : What Lessons for Community Law ?», LIEI, 1987/1 και πιό πρόσφατα Δ. ΤΖΟΥΓΑΝΑΤΟ, Περιορισμοί του ανταγωνισμού προκαλούμενοι με κρατική παρέμβαση και κοινοτική έννομη τάξη, ΔΕΕ 4 (1996), 344-359, ιδ. 348-352. 
28.  Με βάση τα ανωτέρω νομολογιακά δεδομένα, η συμβατότητα των υπό εξέταση διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων (ΝΔ 3026/1954, ΦΕΚ Α΄ 235), με τις κοινοτικές διατάξεις περί ανταγωνισμού, κρίνεται ως εξής: 
29.  Α. Σε ότι αφορά το άρθρο 44 του Κώδικα Δικηγόρων
29.1. Το άρθρο 44 του Κώδικα Δικηγόρων εισάγει πλήρη απαγόρευση παράστασης του δικηγόρου σε δικαστήρια εκτός της περιφερείας του Συλλόγου στον οποίο αυτός είναι εγγεγραμμένος, με τις περιοριστικές εξαιρέσεις που αναφέρονται σε αυτό (δηλ. αυτές των άρθρων 56 και 57 του ίδιου Κώδικα). Υπό αυτή την έννοια η σχετική διάταξη ως εισάγουσα μια απόλυτη εκ του νόμου απαγόρευση δεν είναι αντικειμενικά πρόσφορη να δώσει λαβή, σύμφωνα με την προαναφερθείσα κοινοτική νομολογία, σε οποιαδήποτε ιδιωτική συμπεριφορά (εν προκειμένω δηλ. των Δικηγορικών Συλλόγων ή των Δικηγόρων) αντίθετη στους κανόνες του ανταγωνισμού. Από την διαπίστωση αυτή συνάγεται ότι το άρθρο 44 του Κώδικα Δικηγόρων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κρατικό μέτρο που μπορεί να ελεγχθεί από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, ως αντίθετο των  κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού (άρθρο 81). Επομένως, η Εισήγηση της ΓΔΑ κατά το μέρος που προτείνει την από την Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπίστωση αντίθεσης του άρθρου 44 του Κώδικα Δικηγόρων στο (κοινοτικό) δίκαιο του ανταγωνισμού, πρέπει να απορριφθεί.
29.2. Εντούτοις, τα παραπάνω δεν αίρουν τη δυνατότητα ενδεχόμενης ανάπτυξης αντιανταγωνιστικών συμπράξεων εκ μέρους των Δικηγορικών Συλλόγων, κατ’ανεξάρτητο και αυτόνομο τρόπο σε σχέση με το προεκτεθέν νομοθετικό πλαίσιο, δεδομένου ότι οι δικηγόροι αποτελούν αναμφισβήτητα επιχειρήσεις για τις ανάγκες του δικαίου του ανταγωνισμού, όπως επίσης και οι δικηγορικοί σύλλογοι συνιστούν ενώσεις επιχειρήσεων για τις εφαρμοστικές ανάγκες του ίδιου δικαίου (βλ. ΔΕΚ, 19.2.2002, υποθ. C-309/99, «Wouters», Συλλ. Νομολ. 2002, σελ. Ι-1577, σκέψεις 45-49 και 50-64), ιδίως όταν αποδύονται σε δραστηριότητες με οικονομική διάσταση. 
29.3. Όπως προκύπτει από την καταγγελία, αλλά και δεν αμφισβητήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία από τους καταγγελλόμενους Δικηγορικούς Συλλόγους, στην περίπτωση παράστασης δικηγόρου (στο εξής «ο χειριστής δικηγόρος») σε δικαστήρια εκτός αυτών της περιφερείας του, ο χειριστής δικηγόρος οφείλει να έλθει σε συννενόηση με συνάδελφό του (στο εξής : «ο νομιμοποιών δικηγόρος»), εγγεγραμμένο στο Δικηγορικό Σύλλογο της περιφερείας του δικαστηρίου στο οποίο εισάγεται η υπόθεση που χειρίζεται, προκειμένου ο τελευταίος να παρασταθεί, νομιμοποιήσει και διενεργήσει τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις, δεδομένου του ότι ο χειριστής δικηγόρος εκ των προεκτεθεισών νομοθετικών διατάξεων δεν έχει εκεί δικαίωμα παράστασης και διενέργειας διαδικαστικών πράξεων. Σε αυτή την περίπτωση εκδίδονται δύο γραμμάτια προείσπραξης ελάχιστης δικηγορικής αμοιβής : ένα εκδίδει ο νομιμοποιών δικηγόρος και ένα δεύτερο εκδίδει ο χειριστής δικηγόρος, είτε στο Δικηγορικό Σύλλογο στον οποίο είναι εγγεγραμμένος, είτε στο Δικηγορικό Σύλλογο υποδοχής.
29.4. Στην πράξη δηλαδή η επίμαχη διάταξη αντικαταστάθηκε από την «νομιμοποιητική συμπαράσταση», στα πλαίσια της οποίας ο καταναλωτής για την παράσταση σε αστικά και διοικητικά δικαστήρια, εφόσον επιλέξει για την υποστήριξη των συμφερόντων του δικηγόρο άλλης έδρας, είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει διπλά έξοδα παράστασης, προκειμένου ο συνήγορός του να νομιμοποιηθεί από δικηγόρο της συγκεκριμένης έδρας.
29.5. Παρότι η νομική κατασκευή της εν λόγω διαδικασίας εμφανίζεται ως αποτέλεσμα ερμηνείας του άρθρου 44, η απόκλιση του περιεχομένου της από το γράμμα του  Νόμου πείθει περί του αντιθέτου, στο μέτρο που ο νομοθέτης προέβλεψε ρητά τις όποιες εξαιρέσεις έκρινε εν προκειμένω αναγκαίες (άρθρο 56 και 57 του Κώδικα Περί Δικηγόρων). Από την άποψη αυτή, πρόκειται για πρακτική των δικηγορικών συλλόγων που στερείται νομικού ερείσματος.
29.6. Αυτό επομένως που ελέγχεται ως προς την συμβατότητα της υπό εξέταση υπόθεσης με το Δίκαιο του Ανταγωνισμού, δεν είναι η συμμόρφωση των δικηγόρων προς υφιστάμενη νομοθετική διάταξη, δηλαδή το άρθρο 44 του Κώδικα Περί Δικηγόρων, αλλά η συμμόρφωσή τους προς μια εναρμονισμένη πρακτική, αυτή της νομιμοποιητικής συμπαράστασης, η οποία κατ΄ουσία παρεκκλίνει της συγκεκριμένης διάταξης χωρίς όμως να απαλλάσσει την αγορά των δικηγορικών υπηρεσιών από τις περιοριστικές για τον ανταγωνισμό χωρικές αρμοδιότητες των δικηγόρων, χωρίς να αποκαθιστά την οφειλόμενη προς τον χρήστη των δικηγορικών υπηρεσιών πλήρη ελευθερία επιλογής του δικηγόρου του, αλλά αντιθέτως δημιουργώντας σ΄αυτόν πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση και εγείροντας και ζητήματα προσβολής του απορρήτου της επικοινωνίας του δικηγόρου με τον πελάτη του. Εξάλλου, ακόμη και εάν κατά μία άποψη η προβλεπόμενη παρεμβολή του δικηγόρου της έδρας είναι ενδεχομένως οικονομικά επωφελής  για τον καταναλωτή, θα πρέπει να αφεθεί στην ελεύθερη κρίση του τελευταίου να το αποφασίσει και όχι να αποτελεί λόγο επιβολής της παρουσίας του σε αυτόν. 
29.7. Τέλος, το επιχείρημα ότι η εν λόγω πρακτική δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη στο δίκαιο του ανταγωνισμού, διότι αποσκοπεί στην υπέρβαση του κατά τα ως άνω απόλυτου εκ του νόμου περιορισμού δεν είναι πειστικό, διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι έχουν το δικαίωμα να παραβιάζουν την νομοθεσία περί ελεύθερου ανταγωνισμού, υπό το πρόσχημα ή την αληθή επιδίωξη θεμιτών κατά τα λοιπά κρινόμενων στόχων [βλ. ΔΕΚ, 17.1.1984, συνεκδ. υποθ. 43 και 63/82, VBVB & VBBB, Συλλ. Νομολ. 1984, σελ. 19, σκέψη 85]. 
29.8. Συνεπώς, η πρακτική των Δικηγορικών Συλλόγων η σχετική με την λεγόμενη διαδικασία νομιμοποίησης, συνιστά αυτόνομη, ιδιωτικής προέλευσης (που δεν έχει δηλαδή καμιά αιτιώδη συνάφεια με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο) πρακτική, η οποία συνεπάγεται πρόσθετες επιβαρύνσεις για τον τελικό καταναλωτή και ως εκ τούτου αντιβαίνει στο άρθρο 1 παρ. 1 υπό στοιχ. ε) του ν. 703/77. 
30. Για τους ίδιους λόγους και προϋποθέσεις, η ως άνω εναρμονισμένη πρακτική είναι αντίθετη και στο άρθρο 81 ΣυνθΕΚ [εν προκειμένω 81 παρ.1 στοιχ. ε)], εφόσον αποδεικνύεται η δυνητική αρνητική επίδρασή της στο διακοινοτικό εμπόριο (δεν απαιτείται δηλαδή όντως να αποδείχθηκε ad hoc αυτή η επίδραση) [βλ. Ανακοίνωση ΕΕ, «Κατευθυντήριες γραμμές για την επίδραση στο εμπόριο που περιέχεται στα άρθρα 81 και 82 της ΣυνθΕΚ», 2004/C 101/07, σημείο 26, καθώς και οι ΔΕΚ, 1.2.1978, υποθ. 19/77, Miller, Συλλ. 1978, σελ. 131, σκέψη 15 και ΠΕΚ, 7.10.1999, Τ-228/97, Irish Sugar, Συλλ. 1999, σελ. ΙΙ-2969, σκέψη 170, επικυρωθείσα από ΔΕΚ επί αναιρέσεως, 10.7.2001, Συλλ. 2001, σελ. Ι-5333]. Περαιτέρω, έχει κριθεί ότι ακόμη και συμφωνίες των οποίων οι συνέπειες εντοπίζονται μόνο στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους, ασκούν (αρνητική) επίδραση στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, όταν παραβλάπτουν ή είναι ικανές να παραβλάψουν τον στόχο της οικονομικής αλληλοδιεισδύσεως [ΠΕΚ, 23.10.2003, υποθ. Τ-65/98, Van den Bergh, Συλλ. 2003, σελ. ΙΙ-4653, επικυρωθείσα από ΔΕΚ επί αναιρέσεως, 28.9.2006, C-552/03 P, Συλλ. 2006, σελ. Ι-9091 και ΠΕΚ, 8.6.1995, υποθ. Τ-7/93, Lagnese – Iglo, Συλλ. 1995, σελ. ΙΙ-1533, σκέψη 120, επικυρωθείσα από ΔΕΚ επί αναιρέσεως, 1.10.1998, C-279/95 P, Συλλ. 1998, σελ. Ι-5609]. 
30.1. Επομένως το γεγονός ότι η προεκτεθείσα εναρμονισμένη πρακτική των Δικηγορικών Συλλόγων εκτείνεται σε όλη την Επικράτεια, είναι σε θέση να παραβλάψει την διακοινοτική οικονομική αλληλοδιείσδυση και συνακόλουθα το διακοινοτικό εμπόριο, λόγω της ανάπτυξης της διασυνοριακής παροχής νομικών υπηρεσιών στη χώρα, η οποία επιρρωνύεται και από την ολοκλήρωση του θεσμικού κοινοτικού πλαισίου για την διασυνοριακή παροχή νομικών υπηρεσιών, (βλ. οδηγία για την ελεύθερη διασυνοριακή παροχή νομικών υπηρεσιών, οδηγία 77/249/ΕΟΚ, ΕΕ L 78, 26.3.1977 και οδηγία για την ελεύθερη διασυνοριακή εγκατάσταση των δικηγόρων, οδηγία 98/5/ΕΚ, ΕΕ L 77, 14.3.1998). Αξίζει από την άποψη αυτή να σημειωθεί ο τρόπος που παρόμοιοι περιορισμοί έχουν ήδη κριθεί και αντιμετωπισθεί από το ΔΕΚ. Χαρακτηριστικά, σε αντίστοιχη γαλλική υπόθεση το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απεφάνθη ότι «η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης και από την Οδηγία 77/249, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους (…….) επιβάλλοντας, προκειμένου για αστικές υποθέσεις, στον παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο που παρίσταται ενώπιον του Tribunal de  grande instance (δηλαδή Πρωτοδικείο) να ζητεί όταν η πρόσληψη δικηγόρου είναι υποχρεωτική τη συνδρομή δικηγόρου εγγεγραμμένου στο δικηγορικό σύλλογο της περιφέρειας του δικαστηρίου αυτού ή έχοντος δικαίωμα παραστάσεως ενώπιόν του, προκειμένου να ενεργήσει  διαδικαστικές πράξεις» (C-294/89 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, Συλ. Νομολ. 1991-7/Ι, σελ. Ι-3591 και επ.).
30.2. Ως εκ τούτου η προεκτεθείσα εναρμονισμένη πρακτική έχει διακοινοτική διάσταση (επίδραση στο ενδοκοινοτικό εμπόριο) και επομένως αντιβαίνει σωρευτικά και στο άρθρο 81 παρ.1, στοιχ. ε) ΣυνθΕΚ.  
31.  Β. Σε ότι αφορά το άρθρο 42 του Κώδικα Δικηγόρων 
31.1.Από τη λεκτική και μόνο διατύπωση του άρθρου 42 δεν προκύπτουν περιορισμοί με αντιανταγωνιστικό περιεχόμενο. Καταρχήν, το γεγονός ότι επιφυλλάσσεται υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου σε ορισμένες δικαιοπραξίες και συμβάσεις και όχι σε όλες δεν έχει αντιανταγωνιστική στόχευση, αλλά συνδέεται κατά προφανή τρόπο με την προστασία των δικαιοπρακτούντων ή των συμβαλλομένων στην περίπτωση που οι δικαιοπραξίες ή οι συμβάσεις αυτές ενέχουν μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Επιπλέον είναι σαφές ότι αυτού του τύπου νομοθετική ρύθμιση, δεν μπορεί να αναπτύξει περιοριστικό του ανταγωνισμού αποτέλεσμα ή να δώσει καθοιονδήποτε τρόπο λαβή σε επιλήψιμη σύμπραξη. Τέλος, εκ της διατάξεως δεν υφίσταται κανείς γεωγραφικός περιορισμός ως προς την υποχρεωτική παράσταση των δικηγόρων. Επομένως, σύμφωνα και με την προεκτεθείσα νομολογία, η διάταξη του άρθρου 42 του Κώδικα Δικηγόρων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κρατικό μέτρο αντίθετο στα άρθρα 10 και 81 ΣυνθΕΚ. 
31.2. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, οι όποιες περιοριστικές πρακτικές τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής από τους Δικηγορικούς Συλλόγους δεν έχουν νομοθετική προέλευση, αλλά αποτελούν έκφραση αυτόνομης εναρμονισμένης δράσης. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τη θέση του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης,  ο οποίος απαντώντας σε σχετικό ερώτημα των υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης, αναφέρει επί λέξει: «Ο Σύλλογός μας δεν επιτρέπει την παράσταση δικηγόρων άλλων Συλλόγων κατά τη σύνταξη και υπογραφή συμβολαίων στην έδρα μας, όπως αντίστοιχα δεν επιτρέπουν και αυτοί».
31.3.Τόσο από την καταγγελία, τα συλλεγέντα από την Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού στοιχεία, όσο και από την ακροαματική διαδικασία, προέκυψε ότι οι καταγγελλόμενοι Δικηγορικοί Σύλλογοι καθ’ υπέρβαση των όποιων απορρέοντων από το άρθρο 42 του Κώδικα Δικηγόρων καταναγκασμών, επιβάλλουν κατά την εκτέλεση δικαιοπραξιών ή την σύναψη των εκεί απαριθμούμενων συμβάσεων, την υποχρεωτική (συμ)παράσταση δικηγόρου του Πρωτοδικείου της περιφερείας τους. Κάτι τέτοιο, κατά πρόδηλο τρόπο, αποτελεί, παράβαση των διατάξεων του ελεύθερου ανταγωνισμού υπό οποιαδήποτε εκδοχή. Εάν μεν ο καταναλωτής επιλέξει την οδό της επιλογής τοπικού δικηγόρου κατά προφανή τρόπο υφίσταται περιορισμός του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των δικηγόρων κατά το σκέλος που αποτελούν επιχειρήσεις, και γεωγραφική κατανομή της αγοράς παροχής νομικών υπηρεσιών, με πρόδηλα στεγανοποιητικά αποτελέσματα [αντίθεση στο άρθρο 1 παρ.1 στοιχ. γ) του ν. 703/77]. Περαιτέρω, σε μια τέτοια υπόθεση περιορίζεται και το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής νομικού παραστάτη (άνευ βάσιμου αποχρώντος λόγου δημοσίου συμφέροντος). Εάν δε ο καταναλωτής επιλέξει την οδό της συμπαράστασης, δηλ. της σύμπραξης του τοπικού δικηγόρου προς νομιμοποίηση του από άλλη περιφέρεια δικηγόρου της εκλογής του, τότε επιβαρύνεται άσκοπα με πρόσθετη παροχή. 
31.4.Επομένως, οι πρακτικές των Δικηγορικών Συλλόγων που αφορούν στον καθοιονδήποτε τρόπο περιορισμό των δικηγόρων που δεν ανήκουν στην περιφέρειά τους κατά τις προβλεπόμενες από το άρθρο 42 του Κώδικα Δικηγόρων υποχρεωτικές παραστάσεις δικηγόρου, συνιστούν εναρμονισμένη πρακτική που αντιβαίνει στο άρθρο 1 παρ.1 στοιχ. γ) και ε) του ν. 703/77. 
32.  Η πρακτική αυτή έχει διακοινοτική διάσταση (αρνητική επίδραση στο διακοινοτικό εμπόριο) για τους λόγους που ήδη ανεφέρθησαν ανωτέρω, αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι, ως γνωστό, στην πράξη η πιό αναπτυγμένη από την απαριθμούμενη στο άρθρο 42 περιπτωσιολογία είναι αυτή της μεταβίβασης εμπράγματων δικαιωμάτων, η οποία λόγω της ανάπτυξης της χώρας μας ως τουριστικού προορισμού, μπορεί να έχει άμεσες επιπτώσεις σε αλλοδαπούς κοινοτικούς καταναλωτές.
32.1. Επομένως, η ως άνω πρακτική αντιβαίνει σωρευτικά και στο άρθρο 81 παρ.1 στοιχ. γ) και ε) ΣυνθΕΚ.  
33.  Εν ολίγοις, ο καταναλωτής από την εφαρμογή των συγκεκριμένων πρακτικών, ειδικά στην περίπτωση παράστασης σε αστικά και διοικητικά δικαστήρια, επωμίζεται διπλό τουλάχιστον κόστος, στη δε περίπτωση παράστασης σε συμβόλαιο, στερείται της δυνατότητας απολύτου προσωπικής του επιλογής δικηγόρου, ανεξαρτήτως αν αυτός ανήκει στην ίδια ή σε διαφορετική έδρα με τον υπογράφοντα συμβολαιογράφο. Ιδίως ως προς το πρώτο ζήτημα, εκτιμάται ότι θα ήταν τουλάχιστον άτοπο τη στιγμή που ήδη με βάση αποφάσεις των ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων (σχετικές είναι η υπ’ αριθμ. 33/1995 απόφαση του ΑΕΔ και οι υπ’ αριθμ. 380/1996 ΑΠ, 16/1990 ΣτΕ αποφάσεις) έχει ουσιαστικά διαπιστωθεί και νομολογιακά επιβεβαιωθεί ότι η δικαιοσύνη δύναται να απονέμεται και χωρίς την ύπαρξη (ενός) γραμματίου προείσπραξης, η Επιτροπή Ανταγωνισμού να καλείται να βεβαιώσει ότι για την παράσταση σε δικαστήρια, ιδίως της επαρχίας, απαιτείται η ύπαρξη δύο γραμματίων προείσπραξης και όχι μόνον ενός.
34.  Κατά συνέπεια, με βάση το σύνολο των όσων εξετέθησαν ανωτέρω, η μειοψηφία φρονεί ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού θα πρέπει : α) να απευθύνει σύσταση στους Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας να απέχουν της διαδικασίας την νομιμοποιητικής συμπαράστασης β) να απευθύνει σύσταση στους Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας να απέχουν και να προβούν στην άμεση άρση των οποιωνδήποτε περιορισμών σε ότι αφορά την προβλεπόμενη από το άρθρο 42 του Κώδικα Δικηγόρων υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου, κατά τα ως άνω εκτεθέντα γ) να επαπειλήσει τους Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας με χρηματική ποινή για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τα υπό α) και β) προβλεπόμενα.
Εν όψει των όσων προεξετέθησαν η Επιτροπή κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραβιάσεως των εθνικών διατάξεων οι οποίες προπαρατίθενται (αρ. 1 παρ. 1 ν. 703/1977 όπως ισχύει) ούτε των ομοίου περιεχομένου κοινοτικών διατάξεων του άρθρου 81 παρ. 1 Συνθ.ΕΚ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, σε Ολομέλεια, κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραβιάσεως, από πλευράς των Δικηγορικών Συλλόγων, των εθνικών διατάξεων του  άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 703/1977 όπως ισχύει ούτε και του ομοίου περιεχομένου διατάξεων του άρθρου 81 παρ. 1 Συνθ.ΕΚ, επί του κριθέντος θέματος.
Η απόφαση εκδόθηκε την 02.10.2008.
Η απόφαση θα δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 7 του ισχύοντος Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΦΕΚ Β΄1890/29.12.2006).

Ο Πρόεδρος

Σπυρίδων Ζησιμόπουλος

Ο Συντάξας την απόφαση

Κυριάκος Ελ. Μακαρώνας

Η Αναπληρώτρια Γραμματέας

Παναγιώτα Μουρκου