Η ΕΑ εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 10/V/2007 Γνωμοδότηση, κατ’ άρθρο 8ε ν. 703/1997, κατόπιν αιτήσεως της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής οργάνωσης με την επωνυμία «ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ (Ο.Μ.Μ.Ε.)», επί του εξής ζητήματος: Εάν ή όχι η αντί ελαχίστου ανταλλάγματος, ή ακόμη και δωρεάν, διάθεση στο κοινό από τις πανελλήνιας κυκλοφορίας εφημερίδες ψηφιακών δίσκων εικόνας (DVD) με περιεχόμενο κινηματογραφικές ταινίες εμπίπτει, ως επιχειρηματική πράξη, στην αγορά της πώλησης τέτοιων υλικών φορέων με σκοπό την κατ’ οίκον κατανάλωση και εάν η εν λόγω πρακτική συνιστά παραβίαση των κειμένων διατάξεων περί ελευθέρου ανταγωνισμού και, ιδίως, των άρθρων 1 και 2 ν. 703/1997, η οποία προσβάλλει την επιχειρηματική δραστηριότητα των επιχειρήσεων – μελών της Ο.Μ.Μ.Ε.
Το ερώτημα εάν ή όχι οι εκδοτικές εφημερίδων επιχειρήσεις και οι επιχειρήσεις πώλησης / εκμίσθωσης των εν λόγω υλικών φορέων δραστηριοποιούνται στην ίδια σχετική αγορά αποτελεί πρόκριμα για το εάν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί ελευθέρου ανταγωνισμού.
Σύμφωνα με τη Γνωμοδότηση, δεδομένου ότι: – οι διατιθέμενοι ως ένθετα τύπου υλικοί φορείς (DVD) με περιεχόμενο κινηματογραφικές ταινίες διατίθενται σε συγκεκριμένες ημέρες της εβδομάδος και αφορούν σε συγκεκριμένους τίτλους στη συντριπτική πλειοψηφία παλαιάς παραγωγής, σε σχέση με τους οποίους δεν καταλείπεται δυνατότητα επιλογής από τον καταναλωτή ενώ, αντιθέτως, οι διατιθέμενοι από τις επιχειρήσεις εμπορίας υλικών φορέων τίτλοι παρέχουν στον καταναλωτή ευρεία δυνατότητα επιλογής, στη συντριπτική πλειοψηφία μεταξύ πλειάδος τίτλων νεοτάτης παραγωγής, διαθεσίμων ανά πάσα στιγμή,η εν γένει ποιότητα των υλικών φορέων, οι οποίοι διατίθενται από τις ειδικευμένες επιχειρήσεις, είναι» κατά κανόνα πολύ ανώτερη εκείνης των διατιθεμένων ως ένθετων τύπου οι οποίοι, μάλιστα, δεν συνοδεύονται από πληροφοριακό υλικό, οι καταναλωτές εφημερίδων αποβλέπουν στην εφημερίδα ως κύρια παροχή, οι καταναλωτές εφημερίδων δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως καταναλωτές προϊόντων ανταγωνιστικών προς τα προϊόντα των ειδικευμένων επιχειρήσεων εμπορίας υλικών φορέων, ούτε τα εκατέρωθεν διατιθεμένα προϊόντα ως εναλλάξιμα, ούτε οι επιχειρήσεις τύπου και οι ειδικευμένες επιχειρήσεις εμπορίας υλικών φορέων ανταγωνιστικές μεταξύ των.
Κατ’ ακολουθίαν, η σχετική αγορά εντός της οποίας κινούνται οι δύο ομάδες επιχειρήσεων δεν συμπίπτει εν προκειμένω. Αλλωστε, οι εκδοτικές εφημερίδων επιχειρήσεις δεν έχουν, ως τέτοιες, συμφέρον από τον αποκλεισμό ή τη μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων εμπορίας DVD, ούτε και το αντίστροφο.
Με Βάση τα ανωτέρω, η Ε.Α. κατέληξε ότι στο εν λόγω ζήτημα δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων των αρθρ. 1 και 2 ν. 703/1977.
Σημειώνεται ότι ένα μέλος της Επιτροπής διετύπωσε διαφορετική άποψη ως προς τον ορισμό της σχετικής αγοράς καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τόσο οι εκδοτικές επιχειρήσεις, όσο και τα καταστήματα video clubs ανήκουν στην ίδια σχετική υποαγορά της πώλησης DVD με σκοπό την κατανάλωση τους στο σπίτι, ώστε κατ’ αρχήν να είναι δυνατή η εφαρμογή των άρθρων 1, 2 ν. 703/1977 και 81, 82 ΣυνθΕΚ, όταν φυσικά συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις των άρθρων αυτών.
Το ερώτημα εάν ή όχι οι εκδοτικές εφημερίδων επιχειρήσεις και οι επιχειρήσεις πώλησης / εκμίσθωσης των εν λόγω υλικών φορέων δραστηριοποιούνται στην ίδια σχετική αγορά αποτελεί πρόκριμα για το εάν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί ελευθέρου ανταγωνισμού.
Σύμφωνα με τη Γνωμοδότηση, δεδομένου ότι: – οι διατιθέμενοι ως ένθετα τύπου υλικοί φορείς (DVD) με περιεχόμενο κινηματογραφικές ταινίες διατίθενται σε συγκεκριμένες ημέρες της εβδομάδος και αφορούν σε συγκεκριμένους τίτλους στη συντριπτική πλειοψηφία παλαιάς παραγωγής, σε σχέση με τους οποίους δεν καταλείπεται δυνατότητα επιλογής από τον καταναλωτή ενώ, αντιθέτως, οι διατιθέμενοι από τις επιχειρήσεις εμπορίας υλικών φορέων τίτλοι παρέχουν στον καταναλωτή ευρεία δυνατότητα επιλογής, στη συντριπτική πλειοψηφία μεταξύ πλειάδος τίτλων νεοτάτης παραγωγής, διαθεσίμων ανά πάσα στιγμή,η εν γένει ποιότητα των υλικών φορέων, οι οποίοι διατίθενται από τις ειδικευμένες επιχειρήσεις, είναι» κατά κανόνα πολύ ανώτερη εκείνης των διατιθεμένων ως ένθετων τύπου οι οποίοι, μάλιστα, δεν συνοδεύονται από πληροφοριακό υλικό, οι καταναλωτές εφημερίδων αποβλέπουν στην εφημερίδα ως κύρια παροχή, οι καταναλωτές εφημερίδων δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως καταναλωτές προϊόντων ανταγωνιστικών προς τα προϊόντα των ειδικευμένων επιχειρήσεων εμπορίας υλικών φορέων, ούτε τα εκατέρωθεν διατιθεμένα προϊόντα ως εναλλάξιμα, ούτε οι επιχειρήσεις τύπου και οι ειδικευμένες επιχειρήσεις εμπορίας υλικών φορέων ανταγωνιστικές μεταξύ των.
Κατ’ ακολουθίαν, η σχετική αγορά εντός της οποίας κινούνται οι δύο ομάδες επιχειρήσεων δεν συμπίπτει εν προκειμένω. Αλλωστε, οι εκδοτικές εφημερίδων επιχειρήσεις δεν έχουν, ως τέτοιες, συμφέρον από τον αποκλεισμό ή τη μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων εμπορίας DVD, ούτε και το αντίστροφο.
Με Βάση τα ανωτέρω, η Ε.Α. κατέληξε ότι στο εν λόγω ζήτημα δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων των αρθρ. 1 και 2 ν. 703/1977.
Σημειώνεται ότι ένα μέλος της Επιτροπής διετύπωσε διαφορετική άποψη ως προς τον ορισμό της σχετικής αγοράς καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τόσο οι εκδοτικές επιχειρήσεις, όσο και τα καταστήματα video clubs ανήκουν στην ίδια σχετική υποαγορά της πώλησης DVD με σκοπό την κατανάλωση τους στο σπίτι, ώστε κατ’ αρχήν να είναι δυνατή η εφαρμογή των άρθρων 1, 2 ν. 703/1977 και 81, 82 ΣυνθΕΚ, όταν φυσικά συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις των άρθρων αυτών.
ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ/ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Κ. Ε. ΜΑΚΑΡΩΝΑΣ