ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 1177/2011

ΖΗΜΙΕΣ ΣΕ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΝΟΙΞΗ ΣΗΡΑΓΓΑΣ ΜΕΤΡΟ ΣΤΟΝ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗ ΛΕΩΦ. ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
226 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. – Αν η συζήτηση αναβληθεί και μεταφερθεί σε νέα δικάσιμο, η εγγραφή στο οικείο πινάκιο επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων ακόμη και των μη εμφανισθέντων υπό τον όρο ότι τούτοι είχαν επισπεύσει τη συζήτηση ή είχαν κλητευθεί νομίμως να παραστούν στη δικάσιμο κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε.
914 Α.Κ. επόμ. – Προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης για αποζημίωση α) ζημία, β) παράνομη πρόκλησή της από τον δράστη, γ) υπαίτια ενέργεια του δράστη (δόλος ή αμέλεια), δ) πράξη ή παράλειψη του δράστη, ε) αιτιώδης συνάφεια πράξης ή παράλειψης και ζημίας.
Η εφαρμογή της 922 Α.Κ. – προκειμένου περί ευθύνης προστήσαντος για ζημία τρίτου προξενηθείσα από τον προστηθέντα – προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, β) παράνομη και υπαίτια ενέργεια του προστηθέντος, γ) κατά την εκτέλεση ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ακόμη και αν εγένετο κατά κατάχρηση της υπηρεσίας με την έννοια ότι ο προστήσας ευθύνεται για την τυχόν παράβαση των εντολών του προστηθέντα, αρκεί να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της σχέσεως προστήσεως.
Δικαιολογητική βάση τούτου είναι ότι ο προστήσας (συνήθως εργοδότης) αποκομίζει οφέλη από τη δραστηριότητα των προσώπων που χρησιμοποιεί για την επιχειρηματική του δραστηριότητα (εργολάβων, υπαλλήλων) και είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τις ενέργειές τους. Παράλληλα εξυπηρετείται και η ασφάλεια των ζημιωθέντων οι οποίοι έχουν πρόσθετο και συνήθως φερεγγυότερο οφειλέτη, δηλαδή τον προστήσαντα.
297, 298, 330, 914 Α.Κ. – Η υπαίτια παράλειψη γεννά αποζημιωτική υποχρέωση όταν ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη σε πράξη την οποία παρέλειψε.
28 Π.Κ. – Αμέλεια υφίσταται όταν δεν απετράπη το ζημιογόνο αποτέλεσμα εξαιτίας παράλειψης του δράστη να καταβάλει την αναγκαία επιμέλεια είτε δεν προέβλεψε το ζημιογόνο αποτέλεσμα είτε το προέβλεψε αλλά ήλπισε ότι θα το αποφύγει.
Η σχέση πρόστησης δεν απαιτείται να είναι εμφανής  ή διαρκής ή αμειβομένη ή νόμιμη ούτε η ευθύνη του προστήσαντος αποκλείεται αν ο προστηθείς αναπτύσσει δικές του πρωτοβουλίες εντός του πλαισίου δράσης του προστήσαντος.
Η απαλλακτική ρήτρα περί αποκλεισμού της ευθύνης του προστήσαντος από πράξεις του προστηθέντος είναι μεν ισχυρή πλην όμως δεν αντιτάσσεται στους τρίτους.
Π.Δ. 609/1985 ν. 1418/1984 – Προκειμένου περί δημοσίων έργων ο Ανάδοχος / φορέας κατασκευής έχει την ευθύνη παρακολούθησης του έργου ενώ η επίβλεψη από την Αναθέτουσα Αρχή αποσκοπεί στην εκπλήρωση από τον ανάδοχο των όρων της σύμβασης κατασκευής δίχως να μειώνει την ευθύνη του Αναδόχου.
681,688, 691 Α.Κ. – Ο εργολάβος θεωρείται προστηθείς του εργοδότη αν ο τελευταίος ασκεί διεύθυνση και επίβλεψη της εκτέλεσης του Έργου.
741 Α.Κ., 20 Ε.Ν., Δ/μα 02.05.1835 – Η κοινοπραξία που εκτελεί κατασκευή δημοσίου έργου ασκεί εμπορική πράξη και, αν δεν υποβλήθηκε στις διατυπώσεις δημοσιότητα του άρθρ. 42 Ε.Ν., λειτουργεί ως Ο.Ε. Εμπορική.
Οι εταιρείες που απαρτίζουν την Κ/Ξ ευθύνονται ως ομόρρυθμοι εταίροι.
Οι ενώσεις προσώπων και οι εταιρείες δίχως νομική προσωπικότητα όπως οι Κ/Ξ μπορούν να είναι διάδικοι παρά το ότι δεν είναι αυτοτελώς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και νομιμοποιούνται ως ενάγουσες ή εναγόμενες.
Δεν απαιτείται η αγωγή να μνημονεύει όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αποτελούν την ένωση προσώπων δίχως νομική προσωπικότητα.
Προϋποθέσεις επιδίκασης χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης.
Ζημίες σε διαμέρισμα πολυκατοικίας η οποία έπαθε ανεπανόρθωτες βλάβες κατά τη διάνοιξη σήραγγας ΜΕΤΡΟ στην Αθήνα. Ο συμβιβασμός άλλων ιδιοκτητών διαμερισμάτων με την Α.Ε. «Ο.-Μ.» και την Κ/Ξ «Ο.-Μ.» και η άρνηση των εναγόντων να δεχθούν συμβιβασμό δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση του αγωγικού δικαιώματός τους για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση.
Προσεπίκληση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Προϋποθέσεις.
Παρεμπίπτουσα αγωγή της «Α.-Μ.» κατά του Αναδόχου του Έργου («Ο.-Μ.») ως Κυρίας του Έργου – διαδόχου του Ελληνικού Δημοσίου και εμμέσως ασφαλισμένης.
Δεν απαιτείται τήρηση της αποπείρας εξώδικης επίλυσης ως προς την παρεμπίπτουσα αγωγή – προσεπίκληση.
Ν. 2496/1997 – Ο ασφαλιστής δεν απαλλάσσεται από την καταβολή μείζονος του ασφαλιστικού ποσού αν του έχουν επιδοθεί αγωγές και άλλων δικαιούχων ακόμη και αν έχει εξαντλήσει το ασφαλιστικό ποσόν, εκτός αν έχει προτείνει σύμμετρο περιορισμό ανάλογα με τον αριθμό των δικαιούχων. Οι παρεμπιπτόντως ενάγουσες δεν δεσμεύονται από τον συμβιβασμό που έγινε μεταξύ ασφαλιστικών εταιρειών και των λοιπών συνιδιοκτητών (πλην των εν προκειμένω εναγόντων που δεν εδέχθησαν συμβιβασμό αλλ’ ενέμειναν στην αγωγή τους).
Πραγματικά περιστατικά. Η διάδοχος του Ελληνικού Δημοσίου «Α.-Μ.» είχε γνώση όλων των στοιχείων και πληροφοριών για τις εδαφολογικές συνθήκες, το γεωλογικό σχηματισμό (Αθηναϊκός Σχιστόλιθο) των αποσαθρώσεων του εδάφους, των ανομοιογενειών του εδάφους και συνεπώς το βαθμό κινδύνου.
Η χρησιμοποίηση μηχανήματος ασπίδας ανοικτού τύπου (ΤΒΜ-1) σε βάθος μόλις εξήμισυ (6,50) μέτρων από τα πέδιλα της πολυκατοικίας ούτε η μοναδική λύση ήταν ούτε η καταλληλότερη για το κρίσιμο τμήμα της σήραγγας στην περιοχή της επίδικης πολυκατοικίας.
Αντί της μεθόδου αυτής και της μετέπειτα ακολουθηθείσης Ασπίδας Ανοικτού Μετώπου έπρεπε στο τμήμα αυτό της σήραγγας να επιλεγεί η Νέα Αυστριακή Μέθοδος Κατασκευής Σηράγγων (Ν.Α.Τ.Μ.) η οποία ήταν ήδη γνωστή και εφικτή. Η μέθοδος αυτή είχε χρησιμοποιηθεί επιτυχώς στο Τμήμα Σύνταγμα – Μοναστηράκι ακριβώς λόγω της ομοιότητος των συνθηκών και προστασίας των εκεί ιστορικών κτιρίων, Δημοσίων Υπηρεσιών και των Εμπορικών κτιρίων της οδού Ερμού.
Βαριά αμέλεια της Αναδόχου Κ/Ξ και παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων.
Δέχεται εν μέρει αγωγή. Δέχεται αγωγή παρεμπιπτόντως εναγούσης.


Δικαστές: Αλεξάνδρα Παπαπέτρου Πρόεδρος Πρωτοδικών, Βασιλική Κωνσταντοπούλου Εισηγήτρια, Αντώνιος Αραποστάθης.

Δικηγόροι του γραφείου μας: Αγγελική Αντωνέα, Κυριάκος Μακαρώνας (στο αρχικό στάδιο σύνταξης της αγωγής είχε συμμετάσχει και ο Ευάγγελος Πουρνάρας)

*     *     *     *     *    

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού Α) η από 30.01.2006, αγωγή με αριθμό κατάθεσης 23772/1216/06.02.2006, Β) η από 18.04.2006, προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – αγωγή, με αριθμό κατάθεσης 77276/4058/19.04.2006 και Γ) η από 30.08.2007, προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή με αριθμό κατάθεσης 190969/8393/04.09.2007. Οι ανωτέρω αγωγές πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και της σχέσης κυρίου και παρεπομένου (άρθρα 246, 286 Κ.Πολ.Δ.), καθ’ όσον εκκρεμούν ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου και κατά τα αναφερόμενα ακολούθως αφορούν αξιώσεις που απορρέουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται μείωση των εξόδων και αποφεύγεται ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 31, 246 Κ.Πολ.Δ.).
Α) Κατά τη διάταξη του αρθρ. 226 παρ. 4 εδ. 3 και 4 του Κ.Πολ.Δ., αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά την δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως η αναβολή της υποθέσεως και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του Δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και, επομένως, δεν χρειάζεται νέα κλήτευση τους. Προϋπόθεση όμως της εγκυρότητας της κλήτευσης συνεπεία της αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής της στο πινάκιο είναι ότι ο απολειπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση, είτε είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση, είτε είχε παραστεί νομίμως κατ’ αυτή και, επομένως, με την παράσταση του αυτή και τη μη εναντίωσή του, καλύφθηκε η τυχόν ακυρότητα της κλητεύσεώς του για την ως άνω αρχική δικάσιμο (ΑΠ 92/2004 ΕλλΔνη 45. 1414, ΑΠ 136/1999 ΕλλΔνη 40.1077, ΑΠ 1409/1997 Ελλ.Δνη 39.367). Στην προκειμένη περίπτωση κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της ένδικης από 30.01.2006 αγωγής αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης και ο αρμόδιος γραμματέας μετέφερε την υπόθεση στην ανωτέρω δικάσιμο, με την εγγραφή της στο πινάκιο. Η ενέργεια αυτή ισχύει ως κλήτευση των διαδίκων, ακόμη και αν δεν παραστάθηκαν κατά τη δικάσιμο αυτή και συνεπώς δεν απαιτείται νέα, ιδιαίτερη, κλήτευση αυτών για την παρούσα δικάσιμο σύμφωνα με τα παραπάνω. Από την υπ’ αριθμόν 5948Δ από 13.02.2006 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείο Αθηνών Σωτηρίου Οθ. Ρουμελιώτη προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με την κάτω από αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο, καθώς και κλήση για προσέλευση στην απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα προς τον ………, ως διορισμένο εκπρόσωπο και αντίκλητο της κοινοπραξίας με την επωνυμία «Ελληνο-Γαλλο-Γερμανική ομάδα ………», καθώς και των μίας εκάστης των εταιριών που την συναποτελούν, (σύμφωνα με το άρθρο 35 του εργολαβικού συμφωνητικού για την κατασκευή του ΜΕΤΡΟ Αθήνας που κυρώθηκε με το άρθρο 3 του νόμου 1955/1991, ΦΕΚ 112/18.07.1991). Οι τελευταίες όμως δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την ανωτέρω αναφερόμενη δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο, και συνεπώς πρέπει να δικασθούν ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρ. 270 § 1 Κ.Πολ.Δ.).
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 του Α.Κ. προκύπτει ότι προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης για αποζημίωση είναι: 1) η ύπαρξη ζημίας 2) η ζημία να προξενήθηκε παράνομα από το δράστη, 3) ο τελευταίος να ενήργησε υπαιτίως (υπό τη μορφή του δόλου ή της αμέλειας), 4) η παράνομη συμπεριφορά του υπαίτιου δράστη να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη του και 5) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης του και της ζημίας δηλαδή η πράξη ή η παράλειψη του υπαιτίου να ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογική, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1288/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2331/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 299/2007 ΕλλΔνη 2008.119, ΑΠ 118/2006 ΕλλΔνη 2007.117, ΑΠ 914/2005 ΧρΙΔ 2006.417, ΑΠ 831/2005 ΕλλΔνη 2006.95, ΑΠ 75/2005 ΕλλΔνη 2005.734, ΑΠ 1167/2004 ΧρΙΔ 2005.219, ΑΠ 996/2004 ΕλλΔνη 2004.1348, ΑΠ 926/2004 ΕλλΔνη 2004.1659, ΕφΑθ 44/2007 ΕπισκΕμπΔ 2007.486, ΕφΘεσ 1905/2006 Αρμ 2008.386, ΕφΔωδ 295/2005 ΛωδΝομ 2006.90). Και η μεν προξενηθείσα από τον δράστη ζημία είναι παράνομη, όταν προσβάλλεται με τη συμπεριφορά του (πράξη ή παράλειψη) δικαίωμα του παθόντος προστατευόμενο από το νόμο, η δε υπαίτια παράλειψη του δράστη γεννά την προς αποζημίωση υποχρέωση του, όταν αυτός ήταν υποχρεωμένος στην πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (βλ. ΑΠ 831/2005 ΕλλΔνη 2006,94, ΑΠ 996/2004 ΕλλΔνη 2006,1624 και 2004,1348, ΑΠ 926/2004 ΕλλΔνη 2005,1659, ΑΠ 1676/2001 ΕλλΔνη 2004.83 ΑΕ 44/2007 ΝοΒ 2008.609, ΠΠΘεσσαλ 33096/2007 Αρμ 2008.1170, ΕλλΔνη 2008.939). Εξάλλου, αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 28 Π.Κ. υπάρχει όταν, εξαιτίας της παραλείψεως του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλλε – με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του – θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεως του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει (ΑΠ 847/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2010 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 Α.Κ., ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο κατά την υπηρεσία του. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή επί προστήσαντος φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο δεν συνδέεται συμβατικά με τον ζημιωθέντα τρίτο, προστηθείς δε μπορεί να είναι ωσαύτως νομικό ή φυσικό πρόσωπο. Η εφαρμογή της προϋποθέτει α) σχέση πρόστησης, η οποία είναι η τοποθέτηση, διορισμός, χρησιμοποίηση από κάποιο πρόσωπο (του προστήσαντος), ενός άλλου προσώπου φυσικού ή νομικού (του προστηθέντος), σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία), που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υπόθεσης και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου, β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, δηλαδή αδικοπραξία πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και γ) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του είχε ανατεθεί ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του ή ακόμα και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής. Η τελευταία (κατάχρηση υπηρεσίας) υπάρχει όταν η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε καθ» υπέρβαση των ορίων των καθηκόντων του προστηθέντος και κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών του προστήσαντος. θα πρέπει όμως μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας και της υπηρεσίας, που έχει ανατεθεί στον προστηθέντα, να υφίσταται εσωτερική συνάφεια υπό την έννοια ότι αυτή (πράξη) δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (βλ. ΑΠ 337/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1507/2005 ΕλλΔνη 2006.92, ΑΠ 959/2004 ΕλλΔνη 2004.1602, ΑΠ 926/ 2004 ΕλλΔνη 2005.1659, ΑΠ 651/2001 ΕλλΔνη 2001.1540, ΑΠ 555/2000 ΕλλΔνη 2000.1578, ΕφΑθ 1053/2009 ΕπΕμπΔ 2009.735, ΕφΑθ 1198/2009 ΔΕΕ 2009.1361, ΕφΘεσ 278/2006, ΕφΠατρ 378/2005 ΔΕΕ 2006.415). Δικαιολογητικός λόγος της καθιέρωσης της ευθύνης από αλλότριες πράξεις είναι η ωφέλεια την οποία ο προστήσας αποκομίζει από την ανάμιξη του ενδιάμεσου προσώπου, το οποίο εντάσσει στο πεδίο της δραστηριότητας του (επαγγελματικής, επιχειρηματικής κλπ.). Με τη χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων ο προστήσας επεκτείνει το πεδίο της επιχειρηματικής κυρίως δράσης του, το πεδίο εξουσίας και επιρροής του και κατά συνέπεια διευρύνει και τη δυνατότητα κερδών του. Είναι, επομένως, εύλογο να φέρει αυτός την ευθύνη και τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα των χρησιμοποιουμένων προσώπων, αφού αυτός καρπώνεται και τα οφέλη της. Άλλωστε, με την καθιέρωση της ευθύνης του προστήσαντος εξυπηρετείται και η ιδέα της ασφάλειας των ζημιωθέντων, οι οποίοι αποκτούν ένα επιπλέον οφειλέτη, εκτός από τον προστηθέντα, συνήθως οικονομικά ισχυρότερο και πιο φερέγγυο από αυτόν (ΕφΑθ 197/1988 ΕλλΔνη 1988.1239, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχ. Δίκαιο, Γεν. Μέρος, 1999, σελ. 625, Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχ. Δίκαιο, 1998, σελ. 136, Δεληγιάννη – Κορνηλάκη, Ειδ. Ενοχ. Δίκαιο, σελ. 1681). Η εκπροσώπηση από τον προστηθέντα των συμφερόντων του προστήσαντος δεν απαιτείται να είναι εμφανής στους τρίτους η δε σχέση προστήσεοος έχει τέτοια ευρύτητα, ώστε να καλύπτει κάθε εκούσια χρησιμοποίηση άλλων προσώπων και μπορεί να στηρίζεται σε σύμβαση εργασίας, έργου, εντολής στη βάση της σχέσης πρόστησης μπορεί να είναι και οποιαδήποτε άλλη βιοτική σχέση μεταξύ προστήσαντος και προατηθέντος σημειουμένου ότι είναι αδιάφορο αν η ανωτέρω σχέση στην οποία βασίζεται η πρόστηση είναι νόμιμη ή παράνομη, αν ο προστηθείς αμείβεται ή όχι, ή αν η σχέση πρόστησης είναι διαρκής ή ευκαιριακή, ενόψει τέλεσης συγκεκριμένης πράξης (ΑΠ 121/2002 ΕλλΔνη 2002.1614, ΑΠ 380/1979 ΝοΒ 27.1437, ΑΠ 194/1976 ΝοΒ 24.718, ΕφΚερκ 213/2000, ΔΕΝ 2001.1107, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Α.Κ., τόμ. IV, άρθρο 922 αρ. 14). Εξάλλου τόσο ο προστήσας όσο και ο προστηθείς είναι δυνατόν να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η ανάπτυξη από τον προστηθέντα πρωτοβουλίας και δικής του σφαίρας δράσης μέσα στα πλαίσια του πεδίου δράσης του προστήσαντος δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού της ευθύνης του τελευταίου (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ό.π., αρ. 29, Αγαλλόπουλου – Ζερβογιάννη, θέματα αστικής ευθύνης σελ. 54 επ.), σημειουμένου ακόμη ότι για την εξάρτηση μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος δεν απαιτείται η παροχή δεσμευτικών ειδικών οδηγιών, όσον αφορά το χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής της εργασίας αλλά αρκεί η παροχή γενικών οδηγιών ή μιας γενικής εποπτείας (ΑΠ 1270/1989 ΕλλΔνη 32.765,  ΑΠ 300/1980 ΝοΒ 28.1723). Τέλος, ο προστήσας ευθύνεται, εφόσον η πράξη του προστηθέντος δεν είναι άσχετη ή ξένη, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη συνάφεια με την εκτέλεση της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν, υπό την έννοια ότι η επιβλαβής ενέργεια δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση, ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση της ζημιογόνου πράξης. Επιρρίπτονται δηλαδή στον προστήσαντα όλοι οι τυπικοί κίνδυνοι που συνδέονται οργανικά με τη δραστηριότητα την οποία ανέθεσε στον προστηθέντα και αν ακόμη προήλθαν από κατάχρηση των καθηκόντων του προστηθέντος ή υπέρβαση των διαταγών και οδηγιών που του δόθηκαν (ΑΠ 765/1984 ΝοΒ 33.607, ΑΠ 691/1978 ΝοΒ 27.525). Περαιτέρω, είναι ισχυρή η απαλλακτική ρήτρα για την ευθύνη του προστήσαντος από πταίσμα του προστηθέντος αλλά ο τυχόν συμβατικός αποκλεισμός ή περιορισμός της δεν αντιτάσσεται έναντι τρίτων (Β. Βαθρακοκοίλης ΕρΝομΑΚ υπό άρθρο 922 αρ. 21 σελ 981). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 του νόμου 1418/1984 (δημόσια έργα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων), στα καθήκοντα του φορέα κατασκευής ενός δημοσίου έργου ανήκει η παρακολούθηση, ο έλεγχος και η διοίκησή του, με σκοπό την καλή και έγκαιρη εκτέλεση του. Στα πλαίσια ενός δημοσίου έργου με ανάθεση σε ανάδοχο η επίβλεψη του έργου αποσκοπεί στην πιστή εκπλήρωση από τον ανάδοχο των όρων της σύμβασης την κατασκευή του έργου κατά τους κανόνες της τέχνης, ώστε να ανταποκρίνεται στον προορισμό του. Σε περίπτωση κατασκευής έργου με αυτεπιστασία η επίβλεψη (δηλαδή ο κύριος του έργου) οργανώνει και διευθύνει τα μέσα που έχει στη διάθεσή του κατά τον οικονομοτεχνικά προσφορότερο τρόπο για να επιτύχει την κατασκευή του έργου σύμφωνα με τις προδιαγραφές και τους κανόνες της τέχνης, ώστε να ανταποκρίνεται στον προορισμό του. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 και 5 του Π.Δ. 609/1985 «Κατασκευή Δημοσίων Έργων», Η διοίκηση, παρακολούθηση και έλεγχος του έργου αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ποιότητας και ποσότητας των εργασιών και γενικά της τήρησης των όρων της σύμβασης από τον ανάδοχο, ενώ η άσκηση της επίβλεψης ως προς την εκτέλεση της σύμβασης δεν μειώνει σε καμία περίπτωση τις ευθύνες του αναδόχου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και την σύμβαση. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 13 του νόμου 1418/1984, στις συμβάσεις κατασκευής δημοσίων έργων εφαρμόζονται οι διατάξεις του Α.Κ., εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο ή στα εκτελεστικά διατάγματα αυτού. Από δε τα άρθρα 922, 681, 688 έως 691 Α.Κ. προκύπτει ότι γενικώς ο εργολάβος, αφού δεν εξαρτάται από τον εργοδότη δεν θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως μαζί του και συνεπώς είναι ανεύθυνος ο εργοδότης για τις υπαίτιες και άδικες πράξεις του εργολάβου ή των από αυτόν προστηθέντων προσώπων κατά την εκτέλεση του έργου. Σε περίπτωση όμως κατά την οποία ο εργοδότης έχει επιφυλάξει στον εαυτό του τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου, ο εργολάβος, αφού υπακούει στις οδηγίες του, θεωρείται προστηθείς (Α.Π. 1328/2010 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 741 του Αστικού Κώδικα, 20 του Εμπορικού Νόμου και 2 του Διατάγματος της 2/14.05.1835 «περί αρμοδιότητος των Εμποροδικείων» συνάγεται ότι η κοινοπραξία, που με ιδιαίτερη επωνυμία ή με τα ονόματα όλων των μελών της, αναλαμβάνει ως ανάδοχος την εκτέλεση δημόσιου τεχνικού έργου το οποίο κατά τα ουσιώδη στοιχεία του αποτελεί επιχείρηση χειροτεχνίας και επομένως αντικειμενικά εμπορική πράξη, έχει το χαρακτήρα ομόρρυθμης εμπορικής εταιρείας. Εάν δεν υποβλήθηκε στις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπει το άρθρο 42 του Εμπορικού Νόμου για τις ομόρρυθμες Εταιρίες, λειτουργεί ως ομόρρυθμη Εμπορική Εταιρεία «εν τοις πράγμασι» (ΟλΑΠ 22/1998 ΕλλΔνη 39.532/Δίκη 1999.234/ΕΕμπΔ 1998.782/ΕΕΝ 1998.629/ΝοΒ 1999.228, ΑΠ 241/2010, ΔΕΕ 2010.1076, ΑΠ 640/2010 ΝΟΜΟΣ) και συνεπώς οι εταιρείες που την απαρτίζουν ευθύνονται για τις υποχρεώσεις της κοινοπραξίας ως ομόρρυθμοι εταίροι. Εξάλλου, κατά το άρθρο 62 Κ.Πολ.Δ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Κατά το άρθρο δε 64 παρ. 3 του ιδίου Κώδικα, οι πιο πάνω ενώσεις προσώπων και οι εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεών τους. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και προς εκείνη του άρθρου 951 παρ. 1 εδ. β Κ.Πολ.Δ., η οποία ορίζει ότι, όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 παρ. 2, η αναγκαστική εκτέλεση (για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων), γίνεται στην κοινή περιουσία τους, προκύπτει ότι οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ενώσεις νομικών ή και φυσικών προσώπων με πρόθεση εταιρικής συνεργασίας και ενέργεια εμπορικών πράξεων με εταιρικό σκοπό (κοινοπραξίες), μολονότι δεν είναι αυτοτελώς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορούν, κατ’ εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 Κ.Πολ.Δ, που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της δικονομικής διευκολύνσεως των συναλλασσομένων με την ένωση τρίτων, να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα που, κατά το καταστατικό, τις αντιπροσωπεύουν ή που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Εφόσον δε απονεμήθηκε από τον νομοθέτη στις εν λόγω εταιρείες και ενώσεις προσώπων η ικανότητα να είναι διάδικοι, είναι αυτονόητο ότι αυτές είναι και φορείς των κατ’ ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους, και κατ» επέκταση νομιμοποιούνται να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών. Η άποψη ότι οι ανωτέρω ενώσεις και εταιρείες είναι μόνο υποκείμενα της διαδικασίας ενώ υποκείμενα της έννομης σχέσεως της δίκης και της επίδικης έννομης σχέσεως είναι τα κατ’ ιδίαν μέλη αυτών, είναι αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα των ανωτέρω διατάξεων, επιπλέον δε διασπά χωρίς λόγο την καθιερωμένη τυπική έννοια του διαδίκου και εισάγει την έννοια του υποκειμένου της διαδικασίας ως έννοιας διάφορης του υποκειμένου της έννομης σχέσεως της δίκης, ενώ αυτά, εφόσον ως διαδικασία νοείται το σύνολο των διαδοχικών διαδικαστικών πράξεων δια των οποίων αρχίζει, εξελίσσεται και περατούται η έννομη σχέση της δίκης, δεν μπορεί παρά να ταυτίζονται και, τέλος καθιερώνει διάκριση μεταξύ κανόνων που ρυθμίζουν την έννομη σχέση της δίκης και κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία, η οποία, όμως δεν απορρέει από καμία διάταξη του Κ.Πολ.Δ. (ΟλΑΠ 14/2007, ΔΕΕ 2007/932, ΔΙΚΗ 2007/1207, ΝοΒ 2007/2409). Περαιτέρω, από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 118 και 216 του αυτού Κώδικα, συνάγεται ότι σε περίπτωση ενώσεως προσώπων ή εταιρείας χωρίς νομική προσωπικότητα, για το κύρος του δικογράφου της αγωγής, είτε αυτή ενάγει είτε ενάγεται, αρκεί η μνεία της επωνυμίας της κατά τρόπο που να μη δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα αυτής, χωρίς να απαιτείται και να μνημονεύονται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που την αποτελούν, ούτε το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στο επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα (ΑΠ 241/2010, ΔΕΕ 2010.1076 ΟλΑΠ 14/2007, ΔΕΕ 2007/932, ΔΙΚΗ 2007/1207, ΝοΒ 2007/2409, ΑΠ 2138/2007 ΝΟΜΟΣ, αντίθ. ΑΠ 654/2010 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 299, 330, 914 του Α.Κ. και της διατάξεως του άρθρου 932 του ιδίου κώδικα, συνάγεται ότι η χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο παθών από αδικοπραξία έχει ως γενεσιουργό αιτία αδικοπραξία (Γεωργιάδης – Σταθόπουλος, Αστικός Κώδικας, αρθρ. 932 αρ. 5, Στ. Πατεράκης, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, σελ. 224) και επιδικάζεται σε αυτόν, κατ’ ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση τα υποβαλλόμενα στην κρίση του πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής χωρίς να υποχρεούται να διατάξει αποδείξεις ως προς την επέλευση ή μη της ηθικής βλάβης καθώς και ως προς το ύψος του ποσού της επιδικαζόμενης χρηματικής ικανοποίησης λαμβανομένων υπόψη προς τούτο των συγκεκριμένων συνθηκών τέλεσης του εκάστοτε αδικήματος, του είδους και του μεγέθους της προσβολής που υπέστη ο ζημιωθείς, του βαθμού του πταίσματος του υπαιτίου προσώπου, της συμπεριφοράς του μετά την αδικοπραξία, της ύπαρξης ή μη πταίσματος του παθόντος καθώς και της οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων (ΑΠ 1143/2003 ΕλλΔνη 2005.394, 404, ΑΠ 967/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 350/1999 ΕλλΔνη 40.1515, ΑΠ 1807/1999 ΕλλΔνη 41.968, ΑΠ 829/1999 ΕλλΔνη 41/345, ΑΠ 493/1986 ΕλλΔνη 28.1011, ΕφΑθ 219/2007 ΕΦΑΔ 2008.67, ΕφΘεσ 3691/90 Αρμ 1990.1172).
Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγοντες εκθέτουν ότι η πρώτη εξ αυτών είναι κυρία ενός διαμερίσματος που περιγράφεται λεπτομερώς στην αγωγή κατά Θέση έκταση και όρια, το οποίο βρίσκεται επί πολυκατοικίας στην οδό Διονυσίου Λάττα αρ. 10 στην Αθήνα, η οποία έπαθε ανεπανόρθωτες ζημιές από την εκτέλεση έργων διάνοιξης σήραγγας του ΜΕΤΡΟ, που κατέστησαν τόσο το διαμέρισμα όσο και την πολυκατοικία στατικά επικίνδυνη και μη κατοικήσιμη. Ότι στο άνω διαμέρισμα, το οποίο αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, κατοικούσαν η πρώτη, κυρία αυτού, ο δεύτερος σύζυγος της και τα δύο τέκνα της τρίτος και τέταρτη των εναγόντων. Για το λόγο αυτό ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες η πρώτη ως προστήσασα κυρία του έργου και επικουρικά λόγω αδικοπραξίας και η δεύτερη, κοινοπραξία απαρτιζόμενη από τις εταιρείες που αναφέρονται υπό 3α έως 3κβ στην αγωγή, ως ανάδοχος του έργου και προστηθείσα, να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη, στην πρώτη ενάγουσα 3200 € για τη ζημία της και 3000 € για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και συνολικά 6200 € και να αναγνωριστεί ότι οφείλουν να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη, 153.000 € για τη ζημία και 147.000 € για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και συνολικά 300.000 € και να υποχρεωθούν να καταβάλουν σε έκαστο των δεύτερου, τρίτης και τέταρτου των εναγόντων το ποσό των 5000 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και να αναγνωριστεί ότι οφείλουν να τους καταβάλουν για την ίδια αιτία, σε έκαστο, 145.000 € και όλα τα ανωτέρω ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επομένη του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι την 24.03.1999, άλλως από την επίδοση της από 01.09.2003 αγωγής (ομοίου περιεχομένου, που απορρίφθηκε ως αόριστη), άλλως από την επίδοση της παρούσας και μέχρι εξοφλήσεως και να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως (άρθρα 7, 9, 18 παρ 1,22 Κ.Πολ.Δ.) και παραδεκτώς φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία δεδομένου ότι απέτυχε η απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς σύμφωνα με το άρθρο 214Α Κ.Πολ.Δ., ως προκύπτει από την από 27.02.2007 δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγόντων Κυριάκου Μακαρώνα, λόγω μη προσέλευσης των εναγομένων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους κατά την ορισθείσα ημερομηνία και ώρα, αν και είχαν νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί προς τούτο (βλ. υπ’ αριθμόν 5939Δ και 5948Δ από 13.02.2006 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Σωτηρίου Ρουμελιώτη). Είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 922, 932, 330, 346, 481, 741 Α.Κ., 20 του Εμπορικού Νόμου και 2 του Διατάγματος της 2/14.05.1835 70, 176, 907, 908 παρ. 1 δ) Κ.Πολ.Δ.. Ωστόσο, το αίτημα περί καταβολής τόκων από την επομένη του ζημιογόνου γεγονότος θα πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο, επειδή δεν γίνεται επίκληση σχετικής προηγούμενης δικαστικής η εξώδικης όχλησης των εναγομένων (άρθρο 340 Α.Κ.), είναι όμως νόμιμο για το χρόνο μετά την επίδοση της προηγούμενης ιδίου περιεχομένου αγωγής που απορρίφθηκε για λόγους μη ουσιαστικούς (ΑΠ 18/1993 ΕΣΔ 1995.188, ΑΠ 1175/1986 ΕΕργΔ 46.279). Για το καταψηφιστικό αίτημα αυτής καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. τα υπ’ αριθμόν 137489, 098488, 098489 Αγωγόσημα με τα επικολλημένα επ’ αυτών ένσημα υπέρ Τ.Ν. και Τ.Π.Δ.Α.) και πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Οι δύο πρώτες εναγόμενες αρνούνται την αγωγή και ιδίως την ολοκληρωτική καταστροφή του διαμερίσματος, ισχυριζόμενες ότι είναι δυνατή η επισκευή των ζημιών στην άνω πολυκατοικία. Η δε πρώτη εξ αυτών αρνείται ειδικότερα και αιτιολογημένα την ύπαρξη σχέσης πρόστησης μεταξύ αυτής και της δευτέρας των εναγομένων κοινοπραξίας και αναδόχου του έργου, η οποία ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για τις εργασίες κατασκευής του και ανέλαβε συμβατικά την ευθύνη για τις τυχόν ζημίες από την εκτέλεση του έργου. Περαιτέρω, οι εναγόμενες εκθέτουν ότι η πρώτη ενάγουσα είναι κυρία διαμερίσματος 71 τ.μ. το οποίο έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο της επίδικης πολυκατοικίας 46/000 και αρνείται να συμβιβαστεί με τις εναγόμενες αναγνωρίζοντας ότι το κτίριο επιδέχεται επισκευή και αποκατάσταση, σε αντίθεση με τους λοιπούς συνιδιοκτήτες οι οποίοι εκπροσωπούν τα 954/000 εξ αδιαιρέτου της συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου και οι οποίοι έχουν αποδεχτεί ότι το κτίριο επιδέχεται επισκευή, η δαπάνη της οποίας ανέρχεται στο 1.400.000 € και ότι η χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη τους ανέρχεται στα 686,81 € ανά τ.μ. επιφάνειας της ιδιοκτησίας εκάστου συνιδιοκτήτη. Ισχυρίζονται δε ότι είναι αδικαιολόγητη η διαφοροποίηση των εναγόντων ως προς το ποσό της ηθικής βλάβης που αιτούνται, σε σχέση με τα ποσά που έλαβαν οι λοιποί συνιδιοκτήτες μετά από συμβιβασμό με τις ασφαλιστικές εταιρείες που είχαν αναλάβει την κάλυψη της αστικής ευθύνης από τις εργασίες εκτέλεσης του έργου του ΜΕΤΡΟ Αθηνών. Για το λόγο αυτό ζητούν να απορριφθεί η αγωγή λόγω καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων. Ο ισχυρισμός αυτός σκοπεί στην απόρριψη της αγωγής κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 281 Α.Κ.. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 7/2002, ΝοΒ 2003.648, ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 2001.382, ΑΠ 129 6/2006 ΕλλΔνη 47.1074, ΑΠ 65/2005, ΕλλΔνη 46.762, ΑΠ 301/2004 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, τα πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται οι εναγόμενοι, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας κατάφωρα αντίθετη με τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη. Ειδικότερα, ο συμβιβασμός συνιστά σύμβαση με την οποία οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μία φιλονικία τους ή μία αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση. Το γεγονός ότι οι λοιποί συνιδιοκτήτες προχώρησαν σε συμβιβασμό, προβαίνοντας σε υποχωρήσεις από τις αρχικές τους θέσεις και αιτήματα, δεν υποχρεώνει άνευ άλλου τινός την πρώτη ενάγουσα να υιοθετήσει τις απόψεις τους ή να προβεί στις ίδιες υποχωρήσεις εκ των αιτημάτων της. Εξάλλου, οι εναγόμενες αναφέρουν ότι η πρώτη ενάγουσα έχει ήδη ασκήσει μαζί με άλλους ιδιοκτήτες της πολυκατοικίας προηγούμενες αγωγές (από 01.09.2003 και από 01.04.2004) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες, με την υπ’ αριθμόν 2952/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κρίθηκαν ως αόριστες. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η ενάγουσα επιθυμούσε εξαρχής την πλήρη αποζημίωση της για την απώλεια του διαμερίσματος της και δεν μετέβαλε στάση, συνεπώς δεν προκύπτει από τα περιστατικά αυτά η αποδυνάμωση του δικαιώματος της και ειδικότερα ότι από την προηγούμενη συμπεριφορά της στο διάστημα που μεσολάβησε, ανατρέπεται τώρα με την άσκηση του δικαιώματος της, μια πραγματικά διαμορφωθείσα κατάσταση, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς για τα συμφέροντα των εναγομένων επιπτώσεις. Θα πρέπει επομένως ο ανωτέρω ισχυρισμός περί εφαρμογής του άρθρου 281 Α.Κ. να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Περαιτέρω, η δεύτερη εναγομένη αρνείται την έκταση της ζημίας της ιδιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας και ζητά επικουρικά να μειωθεί η αποζημίωση κατά το απομένον υπόλοιπο της αξίας του περιουσιακού στοιχείου της ενάγουσας, το οποίο προσδιορίζει σε ποσοστό 60% τουλάχιστον της εμπορικής αξίας λόγω του ότι, ακόμη και στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι πρέπει να κατεδαφιστεί η πολυκατοικία, στην ενάγουσα παραμένει το ποσοστό της συνιδιοκτησίας της στο οικόπεδο, το οποίο προσδιορίζει σε 62.780 €, σε περίπτωση που γίνει καθ’ ολοκληρία δεκτό το αίτημα της ενάγουσας άλλως στο ποσό των 20.000 €, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι η εμπορική του αξία κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας ανερχόταν στις 50.000 €. Ωστόσο, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και λογικής η αξία του διαμερίσματος απορροφά την αξία του οικοπέδου και συνεπώς ο άνω προβαλλόμενος ισχυρισμός είναι αλυσιτελής και ως εκ τούτου αβάσιμος.
Β) Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2496/1997, με την ασφαλιστική σύμβαση, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενο της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του (ασφαλιστική περίπτωση). Εξάλλου, ασφαλισμένος στη σύμβαση ασφαλίσεως ζημιών είναι το πρόσωπο που έχει συμφέρον στη διατήρηση του πράγματος, αυτός δηλαδή του οποίου η οικονομική σχέση με το πράγμα θα θιγεί με την επέλευση του κινδύνου και χάριν του οποίου συνάπτεται η σύμβαση ασφάλισης. Κατά κανόνα, οι ιδιότητες του ασφαλισμένου και του λήπτη της ασφάλισης συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο. Αν όμως οι άνω ιδιότητες δεν συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, όπως συμβαίνει επί ασφαλίσεως ξένου συμφέροντος, η ασφάλιση συνάπτεται για λογαριασμό άλλου και είναι γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, διεπόμενη από τα άρθρα 410 επ. Α.Κ.. Στην περίπτωση αυτή τρίτος δικαιούχος του ασφαλίσματος είναι ο ασφαλισμένος που ορίσθηκε από τη σύμβαση ότι απειλείται από τον ασφαλιστικό κίνδυνο και πλήττεται από την πραγματοποίηση του. Αυτός (τρίτος) είναι ο μόνος που μπορεί να ζητήσει την καταβολή του ασφαλίσματος απευθείας στον ίδιο. Κατά συνέπεια, ο τρίτος-ασφαλισμένος νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση της σχετικής περί καταβολής του ασφαλίσματος αγωγής κατά του ασφαλιστή (Α.Π. 11/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1038/2009 ΕπΕμπΔ 2010.730). Περαιτέρω, το άρθρο 15 του ν. 2496/1997 ορίζει ότι αν η ασφαλισμένη περιουσία έχει ασφαλιστεί κατά του ιδίου κινδύνου σε περισσότερους ασφαλιστές (πολλαπλή ασφάλιση), οι περισσότερες ασφαλίσεις είναι ισχυρές μέχρι την έκταση της ασφαλιστικής ζημίας. Αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, οι περισσότεροι ασφαλιστές ευθύνονται εις ολόκληρον, μέχρι το ασφαλιστικό ποσό της σύμβασής τους. Αν οι περισσότερες ασφαλιστικές συμβάσεις έχουν συναφθεί με κοινή συμφωνία, με ή χωρίς κοινό συντονιστή ασφαλιστή, ο κάθε ασφαλισμένος ευθύνεται κατ’ αναλογία του ασφαλισμένου σε αυτόν ποσοστού (συνασφάλιση) (ΕφΠατρ 740/2007 ΑχΝομ 2008/731). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 86, 87 και 88 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι η προσεπίκληση, που είναι διαδικαστική πράξη με την οποία εξαιρετικώς επεκτείνονται τα υποκειμενικά όρια της εννόμου σχέσεως της δίκης έναντι τρίτων, δεν είναι γενικώς δυνατή, αλλά αντιθέτως επιτρέπεται μόνον σε τρεις περιπτώσεις, ήτοι: α) όταν προσεπικαλούνται οι αναγκαίοι ομόδικοι, β) όταν προσεπικαλείται, επί εμπραγμάτου αγωγής, ο αληθής κύριος ή νομέας του πράγματος και γ) όταν προσεπικαλείται ο λεγόμενος δικονομικός εγγυητής. Ειδικώς, στην τελευταία αυτή περίπτωση, από τη διάταξη του άρθρου 88 Κ.Πολ.Δ., που προαναφέρθηκε, προκύπτει ότι ο εναγόμενος δικαιούται να προσεπικαλέσει τρίτο πρόσωπο, το οποίο ενέχεται σε αποζημίωση αυτού από κάποια έννομη σχέση από την οποία και προκύπτει η υποχρέωση του προσεπικαλουμένου τρίτου να καταβάλει στον εναγόμενο, (προσεπικαλούντα), την αποζημίωση που ζητά από τον τελευταίο ο ενάγων. Η προσεπίκληση διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της δίκης και συνεπώς ασκείται κατά τρίτου και όχι κατά ήδη διαδίκου στην κύρια δίκη (ΑΠ 245/2006, ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 213/2009 ΕΕμπΔ 2010.932, ΕφΑθ 7770/2000, ΕλλΔνη 2002.1083).
Με την υπό κρίση παρεμπίπτουσα αγωγή, η παρεμπιπτόντως ενάγουσα εκθέτει ότι οι ενάγοντες της κύριας ως άνω αγωγής άσκησαν κατά αυτής την από 30.01.2006 αγωγή τους, με την οποία ζητούν να τους καταβάλει ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξ αδικοπραξίας τα ανωτέρω αναφερόμενα ποσά. Ότι βάσει της από 19.06.1991 σύμβασης ανατέθηκε στην εναγομένη Κοινοπραξία η εκτέλεση του έργου του ΜΕΤΡΟ Αθήνας και ότι με το άρθρο 6 του Ν. 1955/1991 η ενάγουσα κατέστη αυτοδικαίως ο Κύριος του έργου και ο φορέας κατασκευής του έργου. Ότι η εναγομένη, ως Ανάδοχος του έργου, σύμφωνα με την εργολαβική σύμβαση και τον νόμο, βαρύνεται με τις δαπάνες αποζημιώσεως ζημιών εκ του άνω έργου και συνεπώς είναι δικονομικός της εγγυητής. Ότι περαιτέρω δυνάμει της από 28.07.1992 σύμβασης ασφάλισης μεταξύ της εναγομένης κοινοπραξίας και των εταιριών ……… ασφαλίστηκε το έργο της κατασκευής το μέτρο, ασφαλισμένη δε είναι και η ενάγουσα ως διάδοχος του Ελληνικού Δημοσίου και ως Κύριος του έργου. Εκ των ανωτέρω εταιρειών, η ……… συγχωνεύθηκε με την ………, ενώ ανεστάλη η άδεια λειτουργίας της ……… και στις υποχρεώσεις της υπεισήλθαν συμβατικά και αναδρομικά από 01.01.2000 οι ……… και ……… Για το λόγο αυτό αφενός προσεπικαλεί τις εναγόμενες να παρέμβουν υπέρ αυτής στην κύρια δίκη προς υποστήριξη της αφετέρου ζητά, μετά νόμιμη τροπή του αιτήματος της με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο και τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις της (άρθρο 223 Κ.Πολ.Δ.), να αναγνωρισθεί ότι οι προσεπικαλούμενες – εναγόμενες σε περίπτωση ολικής ή μερικής παραδοχής της από 30.01.2006 αγωγής υποχρεούνται να καταβάλουν έκαστη εις ολόκληρον, εντόκως κάθε ποσόν που τυχόν θα υποχρεωθεί από την απόφαση που θα εκδοθεί, να καταβάλει στους ενάγοντες.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση παρεμπίπτουσα αγωγή αρμοδίως (άρθρα 7, 9, 18 παρ. 2, 22 και 31 Κ.Πολ.Δ.) και παραδεκτώς φέρεται ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, καθώς δεν είναι υποχρεωτική η τήρηση της διαδικασίας απόπειρας εξώδικης επίλυσης όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 214Α παρ. 10 Κ.Πολ.Δ.. Είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 410 επ. Α.Κ., 1, 11, 12, 15 και 25 ν. 2496/1997, 69 παρ. 1ε, 70, 88, 89 και 176 Κ.Πολ.Δ., 741 Α.Κ., 20 του Εμπορικού Νόμου και 2 του Διατάγματος της 2/14.05.1835. Ωστόσο, θα πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο το αίτημα να παρέμβει η πρώτη εναγομένη στην ανοιγείσα (με την υπό Α αγωγή) δίκη μεταξύ της ήδη ενάγουσας και των εκεί εναγόντων, διότι στη δίκη αυτή η εδώ εναγομένη Κοινοπραξία εταιρειών είναι ήδη διάδικος (φέρεται ως δεύτερη εναγομένη στο ως άνω υπό Α εισαγωγικό δικόγραφο) και όχι τρίτος. Πρέπει επομένως κατά τα λοιπά η υπό κρίση αγωγή να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το αίτημα αυτής, μετά την νόμιμη τροπή του σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου.
Με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 2496/1997 «περί ασφαλιστικής συμβάσεως», ρυθμίζεται η περίπτωση ασφαλίσεως της γενικής αστικής ευθύνης, η οποία αναφέρεται σε όλους τους κινδύνους αστικής ευθύνης προς αποζημίωση, με εξαίρεση την ασφάλιση της ευθύνης εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων η οποία ρυθμίζεται από το Ν. 489/1976 και εκείνης η οποία είναι υποχρεωτική από το νόμο και ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 26 του Ν. 2496/1997. Από τη διάταξη δε αυτή του άρθρου 25 του Ν. 2496/1997 προκύπτει ότι η ασφάλιση της γενικής αστικής ευθύνης, η οποία περιλαμβάνει τις δαπάνες που προέρχονται άμεσα για ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης και γεννήθηκαν από πράξεις και παραλείψεις του για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη και καλύπτει κινδύνους επαγγελματικούς επιχειρησιακούς κ.λ.π., δημιουργεί συμβατική σχέση και συνακολούθως δικαιώματα και υποχρεώσεις μόνο μεταξύ του ασφαλιστή αφενός και του αντισυμβαλλομένου αυτού (δηλαδή, του ασφαλισμένου) αφετέρου (ΕφΛαμ 211/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1596/1995, Δνη 38, 1060, ΕΑ 3268/1999, ΕΕμπΔ 2000, 538, I. Ρόκα, Ιδιωτική Ασφάλιση, έκδ. 1998 σ. 166, Ζ. Σκουλούδη, Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφαλίσεως Εκδ. 1995, σ. 361, Α. Αργυριάδη, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, 1976, σ. 104 επ., Βασιλείου Κιάντου, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 811 έκδοση, σελ. 385). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 7 ν. 2496/1997 προκύπτει ότι ο ασφαλιστής ευθύνεται έναντι του ζημιωθέντος με βάση την ασφαλιστική σύμβαση μέχρι του συμφωνηθέντος ασφαλιστικού ποσού και σε περίπτωση, κατά την οποία τα ζημιωθέντα πρόσωπα είναι περισσότερα, η ευθύνη του δεν δύναται να υπερβεί τα εις το ασφαλιστήριον αναφερόμενα ποσά ως προς όλους τους ζημιωθέντες και για κάθε ασφαλισμένο κίνδυνο, σε περίπτωση δε καταβολής κάποιου ποσού που αναλογεί σε έναν ή περισσότερους ζημιωθέντες η καταβολή αυτή καταλογίζεται στο ασφαλιστικό ποσό, το σύνολο του οποίου ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει στον ασφαλισμένο για τους παθόντες από το ίδιο ατύχημα. Αν δε ο ασφαλισμένος ή ο ζημιωθείς (ασκώντας πλαγιαστική αγωγή) αξιώνει από τον ασφαλιστή μεγαλύτερο ποσό από αυτό της ασφαλιστικής κάλυψης νόμιμα ο τελευταίος προτείνει κατά αυτού την ένσταση περιορισμού της ευθύνης του μέχρι το ασφαλιστικό ποσό (ΑΠ 292/2010 Επιδικία 2010.133, ΑΠ 916/2ϋ09 ΧρΙΔ 2010.214, ΑΠ 668/2008 ΝΟΜΟΣ). Είναι δυνατό βέβαια ο δικαιούχος αποζημιώσεως να απαιτήσει από τον ασφαλιστή αποζημίωση, είτε εγείροντας κατά αυτού αγωγή, είτε συμβιβαζόμενος. Αν ο ασφαλιστής καταβάλει αρκούμενος σε οριστική απόφαση ή συμβιβασμό, απαλλάσσεται απέναντι άλλων μεταγενέστερα εμφανιζομένων δικαιούχων σε περίπτωση που το ήδη καταβληθέν από αυτόν ποσό εξαντλεί το ασφαλιστικό ποσό. Αλλά δεν απαλλάσσεται σε περίπτωση που έχουν επιδοθεί σε αυτόν αγωγές και άλλων δικαιούχων εκ του ιδίου ατυχήματος. Κρίσιμο στοιχείο για την απαλλαγή του ασφαλιστή απέναντι σε άλλους από το ίδιο συμβάν δικαιούχους, είναι η άγνοιά του, η οποία πρέπει να είναι δικαιολογημένη και να μην οφείλεται ούτε σε ελαφρά αμέλεια. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ότι, σε περίπτωση που εν γνώσει του εξάντλησε το ασφαλιστικό ποσό καταβάλλοντος σε μέρος των δικαιούχων, χωρίς να έχει προτείνει στο δικαστήριο την ένσταση σύμμετρου περιορισμού των αποζημιώσεων ανάλογα με τον αριθμό των δικαιούχων, τότε, τελικά, θα καταβάλει ποσό που συνολικά υπερβαίνει το ασφαλιστικό ποσό (Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, Γ Έκδοση 1998, αρ, 2070-2074, σελ. 793, 704). Εξάλλου, με τη σύμβαση του συμβιβασμού, οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μια φιλονικία τους ή μια αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση, ενώ με αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η επισφαλής απαίτηση (α. 871 Α.Κ.) ΟλΑΠ 578/1980 ΕΕΝ 1980. 812, ΑΠ 1306/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 741/2004 ΝΟΜΟΣ. Εξάλλου, ο συμβιβασμός που καταρτίζεται εκτός του πλαισίου της εκκρεμούς δίκης ή στο πλαίσιο μεν της δίκης αλλά χωρίς τις διατυπώσεις της παρ. 1 του άρθρου 293 Κ.Πολ.Δ., φέρει τον χαρακτήρα εξωδίκου συμβιβασμού και κρίνεται ως σύμβαση κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Ο εξώδικος συμβιβασμός δεν καταργεί τη δίκη αλλά μπορεί να θεμελιώσει ένσταση ανατρεπτική, η οποία αν προταθεί και αποδειχθεί, υποχρεώνει το δικαστήριο της ουσίας να ρυθμίσει το διατακτικό της αποφάσεώς του σύμφωνα με το περιεχόμενο του και αποφανθεί, περαιτέρω, ότι δεν υφίσταται αντικείμενο της δίκης (Α.Π. 1375/2000 ΝΟΜΟΣ). Η σύμβαση αυτή δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη, σύμφωνα και με τη γενική αρχή του άρθρου 361 Α.Κ., σύμφωνα με την οποία, για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά και συνεπώς δεν παράγει καταρχήν αποτελέσματα παρά μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και των καθολικών τους διαδόχων και δεν δεσμεύει τους τρίτους (Μαστρογαμβράκη σε Αστικό Κώδικα Γεωργιάδη Σταθόπουλου, υπό άρθρο 871, σελ. 427, υπό VI). Τέλος ο συμβιβασμός που συνάπτει ένας από τους εις ολόκληρον συνοφειλέτες με το δανειστή, εν αμφιβολία ενεργεί υπέρ και σε βάρος του συνοφειλέτη, με τον οποίο συμφωνήθηκε ο συμβιβασμός ενεργεί δηλαδή υποκειμενικά. (ΕφΚρ 577/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 300/2008 ΑχΝομ 2009.663, ΕφΛαρ. 171/2004 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες δια των νομίμως κατατεθειμένων προτάσεών τους και με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στο ακροατήριο, αποκρούοντας την παρεμπίπτουσα αγωγή, προτείνουν την ένσταση αποκλεισμού της ευθύνης τους λόγω εξάντλησης του ασφαλιστικού ποσού με προηγούμενες καταβολές για τη συγκεκριμένη ζημία, όπως ειδικότερα και αναλυτικά στις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις τους εκθέτουν τα ποσά που έχουν καταβάλει. Αναφέρουν δε ότι μέρος των εν λόγω καταβολών, έγιναν μετά την επίτευξη συμβιβασμού μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών και των λοιπών συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας εξαιρουμένης μόνο της κυρίως ενάγουσας. Ότι οι καταβολές που εδράζονται στους άνω συμβιβασμούς είναι ύψους πέραν του 1.730.106,71 € και ότι συναθροιζόμενο το ποσό αυτό με άλλα ποσά που έχουν ήδη καταβληθεί για το ίδιο ζημιογόνο συμβάν, υπερκαλύφθηκε το ασφαλιστικό ποσό ύψους 2.729.274,66 €. Ο ισχυρισμός αυτός τείνει στην εφαρμογή της στηριζόμενης στις διατάξεις των άρθρων 1 και 7 ν. 2496/1997 και 871 και 416 Α.Κ. ένστασης που παρέχεται στον ασφαλιστή, επιτρέποντας σε αυτόν να αποκρούσει την καταβολή, όταν η απαίτηση υπερβαίνει το συμφωνηθέν ασφαλιστικό ποσό, ιδίως όταν έχει καταβληθεί το σύνολο του ασφαλιστικού ποσού. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση οι παρεμπιπτόντως εναγόμενες αναφέρουν ρητά τα εξής: ότι όλοι οι συνιδιοκτήτες της άνω πολυκατοικίας κατέθεσαν αγωγές εναντίον των ασφαλισμένων ……… και όχι πλαγιαστικές αγωγές ασκώντας τα δικαιώματα των ασφαλισμένων κατά των ασφαλιστικών εταιρειών, ότι δεν εκδόθηκε δικαστική απόφαση η οποία να δέχεται τις αγωγές αυτές και ότι ο συμβιβασμός συνήφθη μεταξύ αυτών (ασφαλιστικών εταιρειών) και τρίτων (των λοιπών πλην της κυρίως ενάγουσας συνιδιοκτητών), χωρίς να συμβληθούν οι ασφαλισμένες εταιρείες. Εν προκειμένω ο συμβιβασμός λειτουργεί υποκειμενικό διότι δεν υφίσταται στην υπό κρίση περίπτωση υποχρεωτική εκ του νόμου ασφάλιση, αλλά η συμβατική ασφάλιση αστικής ευθύνης του άρθρου 25 ν. 2496/1992 και συνακόλουθα οι κυρίως ενάγοντες δεν έχουν ευθεία αξίωση κατά του ασφαλιστή ως έχουν κατά του ασφαλισμένου. Για το λόγο αυτό δεν υφίσταται ενοχή εις ολόκληρον ασφαλισμένου και ασφαλιστή, και ο τυχόν συμβιβασμός που συνήφθη μεταξύ ασφαλιστή και τρίτου ζημιωθέντος δεν μπορεί να προταθεί ως ανατρεπτική ένσταση σε δίκη μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου, ως στην προκείμενη περίπτωση. Συνεπώς οι παρεμπιπτόντως ενάγουσες, δεν δεσμεύονται από τον όποιο συμβιβασμό επετεύχθη μεταξύ των ανωτέρω (ασφαλιστών και τρίτων), συμβιβασμό που συμφωνήθηκε ελεύθερα, χωρίς να υποχρεωθούν οι ασφαλιστές προς τούτο με δικαστική απόφαση και χωρίς τη συμμετοχή σε αυτόν των ασφαλισμένων, και επομένως οι όποιες καταβολές έγιναν στα πλαίσια των άνω συμβιβασμών, ακόμη και αν ξεπερνούν το ασφαλιστικό ποσό, δεν μπορούν να αντιταχθούν κατά των ασφαλισμένων εταιρειών. Για το λόγο αυτό θα πρέπει ο άνω ισχυρισμός να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Εξάλλου, η πρώτη παρεμπιπτόντως εναγομένη ………, αρνείται την παρεμπίπτουσα αγωγή, ζητώντας την απόρριψή της επειδή, κατά τους ισχυρισμούς της η κύρια υπό Α) αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, για τους λόγους που ήδη ανέφερε αντικρούοντας αυτήν, ως ανωτέρω στην παρούσα αναλυτικά εκτίθεται.
Γ) Με την υπό κρίση παρεμπίπτουσα από 30.08.2007 αγωγή, η παρεμπιπτόντως ενάγουσα εκθέτει ότι οι ενάγοντες της κύριας ως άνω αγωγής άσκησαν κατά αυτής την από 30.01.2006 αγωγή τους με την οποία ζητούν να τους καταβάλει ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξ αδικοπραξίας τα ανωτέρω αναφερόμενα ποσά. Ότι δυνάμει της από 28.07.1992 ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ της προσεπικαλούσας αφενός και αφετέρου των προσεπικαλουμένων εταιριών και των ……… και ……… συμφωνήθηκε η ασφαλιστική κάλυψη των έργων κατασκευής του ΜΕΤΡΟ Αθηνών στην οποία περιλαμβάνεται και η αστική ευθύνη έναντι τρίτων, μέχρι του ποσού των 930.000.000 δραχμών για κάθε ζημιογόνο συμβάν. Εκ των ανωτέρω η ……… συγχωνεύθηκε με την ………, ενώ ανεστάλη η άδεια λειτουργίας της ……… και στις υποχρεώσεις της υπεισήλθαν συμβατικά και αναδρομικά από 01.01.2000 οι ……… και ………. Για το λόγο αυτό αφενός προσεπικαλεί τις εναγόμενες να παρέμβουν υπέρ αυτής στην κύρια δίκη προς υποστήριξη της, αφετέρου, μετά την νόμιμη τροπή του αιτήματος της με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο και τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις της (άρθρο 223 Κ.Πολ.Δ.) ζητά να αναγνωρισθεί ότι οι προσεπικαλούμενες υποχρεούνται ως δικονομικοί εγγυητές, να καταβάλουν κατά την αναλογία συμμετοχής τους στην ασφαλιστική κάλυψη, έκαστη εις ολόκληρον, σε καθεμία εκ των εναγουσών, όποιο ποσό κεφαλαίου μέχρι του ποσού των 930.000.000 δραχμών, πλέον τόκων και εξόδων υποχρεωθεί να καταβάλει καθεμιά από τις ενάγουσες στους κυρίως ενάγοντες για την αιτία που αναφέρεται στην αγωγή τους με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που θα τους το καταβάλει μέχρι εξοφλήσεως.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση παρεμπίπτουσα αγωγή αρμοδίως (άρθρα 7,9, 18 παρ. 2, 22 και 31 Κ.Πολ.Δ.) και παραδεκτώς φέρεται ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, καθώς δεν είναι υποχρεωτική η τήρηση της διαδικασίας απόπειρας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς,, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 214Α παρ. 10 Κ.Πολ.Δ.. Είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των όρθρων 1, 11, 12, 15 και 25 ν. 2496/1997, 69 παρ. 1 ε, 70, 88, 89 και 176 Κ.Πολ.Δ. και πρέπει επομένως να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το αίτημα αυτής, μετά την νόμιμη τροπή του σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου.
Οι εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες, δια των νομίμως κατατεθειμένων προτάσεών τους και με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στο ακροατήριο, προς απόκρουση και αυτής της παρεμπίπτουσας αγωγής προτείνουν την ένσταση αποκλεισμού της ευθύνης τους λόγω εξάντλησης του ασφαλιστικού ποσού με προηγούμενες καταβολές για τη συγκεκριμένη ζημία, όπως ειδικότερα και αναλυτικά ανωτέρω εκτίθεται. Ο ισχυρισμός αυτός ως ήδη ελέχθη, είναι μη νόμιμος και συνεπώς απορριπτέος για τους λόγους που αναλυτικά εκτέθηκαν σε προηγούμενη σκέψη της παρούσας όπου και γίνεται παραπομπή προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων φίλιππου Βασιλείου, Αικατερίνης Αλεξίου που εξετάστηκαν στο ακροατήριο με επιμέλεια των διαδίκων και οι καταθέσεις των οποίων περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……… και ……… με αρ. 21019 και 21020/2007 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Σταματίας Καραγιαννοπούλου – Ποθητού που δόθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως των αντιδίκων (βλ. τις με αριθμό 833Ε και 834Ε από 04.09.2007 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Σωτηρίου Ρουμελιώτη), καθώς και τις με αριθμό 2432 και 2333 από 23.12.2004 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ουρανίας Κ. Μικρού (βλ. τις με αριθμό 1016β και 1017β από 20.12.2004 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Π. Κόζιακα) οι οποίες δόθηκαν με επιμέλεια της πρώτης ενάγουσας στα πλαίσια προηγούμενης δίκης και νομίμως λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο (ΑΠ 722/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 211/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 624/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 688/2002 ΕλλΔνη 44.725, ΑΠ 1490/2009 ΕλλΔνη 44. 961), τις φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, κάποια εκ των οποίων αναφέρονται ονομαστικά κατωτέρω, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, μεταξύ των οποίων και το περιεχόμενο της υπ’ αριθμ. 2959/2005 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και το περιεχόμενο των ταυτάριθμων με αυτή πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης, τα οποία λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο (ΑΠ 221/2005 ΕλλΔνη 47.75, ΑΠ 1286/2003 ΕλλΔνη 46.406), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικό: Οι κυρίως ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 01.09.2003 και με αριθμό κατάθεσης 126046/8146/2003 αγωγή αποζημίωσης κατά των ήδη εναγομένων με την υπό Α αγωγή και ακολούθως την από 01.04.2004 και με αριθμό κατάθεσης 47903/2744/2004 παρεμπίπτουσα αγωγή, με την οποία ζητούσαν να τους επιδικασθούν νόμιμοι τόκοι επί των ζητουμένων με την ως άνω αγωγή ποσών από την επίδοση αυτής και μέχρι εξοφλήσεως. Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 2959/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η κύρια αγωγή ως αόριστη. Μετά την απόρριψη της άνω αγωγής για λόγο μη ουσιαστικό, το δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την παρεμπίπτουσα ως άνευ αντικειμένου. Οι ενάγοντες ήδη, διά της υπό Α αγωγής τους παραιτούνται του δικαιώματος να ασκήσουν ένδικα μέσα κατά της ανωτέρω απόφασης, ενώ και οι εναγόμενοι της υπό Α αγωγής δεν έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν έφεση κατά αυτής. Συνακόλουθα δεν υφίσταται κατά τα άρθρα 221 παρ. Ια και 222 Κ.Πολ.Δ. εκκρεμοδικία, η οποία να κωλύει την πρόοδο της παρούσας δίκης.
Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η πρώτη ενάγουσα είναι κυρία μιας ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμέρισμα) το οποίο φέρει τον αριθμό τέσσερα (4) στον δεύτερο (Β) υπέρ του ισογείου όροφο μιας πολυκατοικίας που βρίσκεται στην Αθήνα, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης των Αθηνών, της περιφέρειας του Δήμου Αθηναίων, στη θέση «Άγιος Ιωάννης Ξάχωνες» και στην πλατεία Αγίου Ιωάννη επί της οδού Διονυσίου Λάττα αρ. 10. Το οικόπεδο επί του οποίου έχει ανεγερθεί η πολυκατοικία έχει συνολική έκταση κατά νεώτερη καταμέτρηση 308,82 τ.μ. πλέον ή έλαττον, εμφαίνεται με τα μικρά αλφαβητικά στοιχεία α-β-γ-δ-ε-ζ-α στο από Απριλίου 1971 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Δημητρίου Πάνου, που προσαρτάται στο υπ’ αριθμόν 5759/1971 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ερμίνας Κομίνη – Συλλαίου, νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του δήμου Αθηναίων στον τόμο 2588 και αριθμό 218 και το οποίο συνορεύει βορειοδυτικά επί πλευράς (ε-ζ) 5,20 μ. με ιδιοκτησία Ελ. Σκλάβου και εν μέρει επί προσώπου (α-β) 10,68 μ. με την πλατεία Αγίου Ιωάννου οδού Βουλιαγμένης, μεσημβρινοδυτικά επί προσώπου (β-γ) 25,85 μ. με την οδό Διονυσίου Λάττα, πλάτους 10 μέτρων, ανατολικομεσμημβρινώς επί πλευράς (γ- δ) 15 μ. με ιδιοκτησία Ν. Στρατηγίου και Ν. Σακελλαροπούλου και βορειοανατολικά εν μέρει επί πλευράς (ε-δ) 9,10 μ. με ιδιοκτησία Γ. Μακρή και εν μέρει επί πλευράς (α-ζ) 16,65 μ. με ιδιοκτησία Ε. Σκλάβου. Το ως άνω διαμέρισμα αποτελείται από «αβάν χωλ», «χωλ», διάδρομο, τρία κύρια δωμάτια, λουτρό, κουζίνα, εξώστη προς την οδό Διονυσίου Λάττα και εξώστη προς τον ακάλυπτο χώρο και συνορεύει βορειοδυτικά με το υπ’ αριθμόν 3 διαμέρισμα, κοινόχρηστο διάδρομο και κλιμακοστάσιο μεσημβρινό-δυτικά με την οδό Διονυσίου Λάττα, εν μέρει με το υπ’ αριθμόν 3 διαμέρισμα και φωταγωγό, ανατολικομεσημβρινώς με ιδιοκτησία Π. Στρατηγίου και Ν. Σακελλαροπούλου και φωταγωγό και βορειοανατολικά με ακάλυπτο χώρο και φωταγωγό• έχει επιφάνεια ιδιοκτήτη 71 τ.μ., όγκο ιδιόκτητο 227,20 κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 28,08, αναλογία επί της εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου σαράντα έξι χιλιοστά (46/000) και συμμετοχή στις ψηφοφορίες της γενικής συνέλευσης με ψήφους 46 επί συνόλου 1000. Το άνω διαμέρισμα αποτελεί διακεκριμένη και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία διεπομένη από την υπ’ αριθμόν 5775/1971 πράξη σύστασης οριζόντιου ιδιοκτησίας και κανονισμό πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ερμίνας Κομίνη – Συλλαίου, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων σε τόμο 2588 και αριθμό 218. Περιήλθε στην ψιλή κυριότητα της πρώτης ενάγουσας δυνάμει της υπ’ αριθμόν 689/1981 πράξης συστάσεως προικός οριζόντιου ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ολυμπίας Μενελάου Κατζαγιαννάκη, νομίμως μεταγραφείσης στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Αθηνών σε τόμο 3179 και αριθμό 427 της δε επικαρπίας αποδιδόμενης στο σύζυγο της ως προικολήπτη. Μετά την έναρξη ισχύος του νόμου 1329/1983 η πρώτη ενάγουσα απέκτησε αυτοδικαίως πλήρες δικαίωμα κυριότητας επί του προικώου διαμερίσματος, το οποίο της ανήκει πλέον κατά πλήρη κυριότητα (για τα ανωτέρω βλ. νομίμως προσκομιζόμενα αντίγραφα των άνω αναφερομένων συμβολαίων). Το διαμέρισμα αυτό χρησιμοποιείτο ως οικογενειακή κατοικία για την ίδια, το σύζυγο της και δεύτερο ενάγοντα και τα τέκνα τους τρίτη και τέταρτο των εναγόντων. Η ως άνω πολυκατοικία ευρίσκεται στην περιοχή Αγίου Ιωάννου Βουλιαγμένης όπου κατά το έτος 1998 – 1999 προγραμματιζόταν από τις εναγόμενες εταιρίες η διάνοιξη σήραγγας για την κατασκευή της γραμμής 2 του ΜΕΤΡΟ των Αθηνών, η οποία θα συνέδεε τους σταθμούς Άγιος Ιωάννης και Δάφνη. Ειδικότερα, το μηχάνημα διάνοιξης της σήραγγας ο «Μετροπόντικας», θα περνούσε κάτω από την δεξιά γωνία της εισόδου της πολυκατοικίας ακολουθώντας ελαφρώς καμπυλωτή πορεία προς την πλατεία και το σταθμό του Αγίου Ιωάννη. Στα μέσα Μαρτίου 1999 το άνω μηχάνημα, εκτελώντας εργασίες για τη διάνοιξη της σήραγγας είχε φθάσει στο οικοδομικό τετράγωνο της ανωτέρω πολυκατοικίας. Κατά την πορεία του κατά μήκος της σχεδιασθείσας γραμμής, το χρόνο εκείνο, είχαν ήδη προξενηθεί βλάβες στον κινηματογράφο «ABC, ευρισκόμενο όπισθεν της άνω πολυκατοικίας, καθώς και σε καταστήματα πλησίον αυτού, τα οποία αποδίδονταν στη λειτουργία του «Μετροπόντικα». Στις 13 Μαρτίου 1999 άρχισαν να γίνονται αισθητοί κραδασμοί και θόρυβοι στο ισόγειο της πολυκατοικίας και ιδίως στην ισόγεια καφετέρια με την επωνυμία «Κνωσσός», οι οποίοι κραδασμοί έγιναν σταδιακά αισθητοί και στους υπόλοιπους ορόφους της πολυκατοικίας από τις 14 έως τις 16 Μαρτίου. Στις 16 Μαρτίου άρχισαν να εμφανίζονται μικρές ρωγμές στην πολυκατοικία, εμφανείς αρχικά από το ισόγειο ως τον δεύτερο όροφο, οι οποίες εξαπλώθηκαν σε όλο το κτίριο και προοδευτικά άρχισαν να μεγαλώνουν, ενώ εμφανίστηκαν ρωγμές τόσο στην τοιχοποιία όσο και στο φέροντα οργανισμό, δοκούς, υποστυλώματα, οροφές. Δημιουργήθηκε πρόβλημα στις πόρτες της πολυκατοικίας, άλλες των οποίων δεν μπορούσαν να κλείσουν και άλλες παρέμεναν εκκρεμείς. Σημειώθηκε επίσης διαρροή στις σωληνώσεις ύδρευσης και εμφανίστηκε υγρασία στα δωμάτια του άνω διαμερίσματος. Τα είδη υγιεινής του διαμερίσματος μετακινήθηκαν και το καζανάκι τέθηκε εκτός λειτουργίας, ενώ δημιουργήθηκε και πρόβλημα στις σωληνώσεις της κεντρικής θέρμανσης της πολυκατοικίας η οποία τέθηκε εκτός λειτουργίας στις 20 Μαρτίου 1999, επειδή υπήρχαν παραμορφώσεις που ήταν ανέφικτο να αποκατασταθούν προσωρινά. Απομονώθηκε δε η παροχή του καυστήρα λόγω φόβου διαρροής πετρελαίου σε σωληνώσεις και εκκενώθηκε η δεξαμενή πετρελαίου. Λόγω των κραδασμών και της καθίζησης της πολυκατοικίας αποκολλήθηκαν μάρμαρα από το μπαλκόνι του άνω διαμερίσματος στη γωνία των οδών Αγ. Ιωάννη Κυνηγού και Δ. Λάττα. Επίσης, υπερυψώθηκαν τα σκαλοπάτια της εισόδου της πολυκατοικίας και το κτίριο αποκολλήθηκε από την όμορη πολυκατοικία ευρισκόμενη επί της οδού Αγίου Ιωάννη Κυνηγού αρ. 3. Στις 23 Μαρτίου 1999 κορυφώθηκε το πρόβλημα των κραδασμών και έσπασε ο αγωγός ύδρευσης στο υπόγειο, το οποίο πλημμύρισε. Ξημερώματα της ίδιας ημέρας η πρώτη ενάγουσα, ως διαχειρίστρια της πολυκατοικίας κάλεσε την Άμεσο Δράση και την Ε.Υ.Δ.Α.Π., ενώ οι ενάγοντες πέρασαν τη νύχτα έξω από το διαμερισμό τους φοβούμενοι ότι το κτίριο θα καταρρεύσει. Για όλα τα ανωτέρω, ήτοι τη σταδιακή εμφάνιση των ζημιών στην πολυκατοικία και την αγωνία των εναγόντων για την τύχη της οικογενειακής τους στέγης κατέθεσαν μετά λόγου γνώσεως οι μάρτυρες και οικογενειακοί φίλοι των εναγόντων, δια των ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων με αριθμούς 2432 και 2333 από 23.12.2004, χωρίς να αναιρείται η μαρτυρία τους από έτερα αποδεικτικά μέσα, η δε επέλευση των ζημιών αποτυπώνεται και στις μετ’ επιλήσεως προσκομιζόμενες και μη αμφισβητούμενες φωτογραφίες.
Στις 26.03.1999 οι ένοικοι της πολυκατοικίας προσέφυγαν στην Διεύθυνση Πολεοδομίας – Τμήμα Αυθαιρέτων/Επικίνδυνων του Δήμου Αθηναίων ζητώντας τη διενέργεια αυτοψίας στην πολυκατοικία, καθώς και να αποφανθεί η υπηρεσία για την επικινδυνότητα της οικοδομής από απόψεως στατικής και δομικής προκειμένου να κριθεί η ασφάλεια της διαμονής τους. Διενεργήθηκε ακολούθως αυτοψία από τον τεχνικό υπάλληλο της άνω υπηρεσίας Ευθύμιο Φούγια, πολιτικό μηχανικό και στις 02.04.1999 εστάλη στο Αστυνομικό Τμήμα Νέας Σμύρνης κοινοποιούμενο στους ενοίκους της πολυκατοικίας, στην πρώτη εναγομένη και στο Β Τμήμα Πολεοδομίας Δήμου Αθηναίων, έγγραφο της άνω Διεύθυνσης και συνημμένη η από 30.03.1999 Έκθεση Επικινδύνου Οικοδομής του ως άνω τεχνικού υπαλλήλου καθώς και η από 02.04.1999 και με αριθμό πρωτοκόλλου 4770/1012/99 επιταγή της αρμόδιας Πολεοδομίας περί πλήρους εκκένωσης της πολυκατοικίας και άμεσης λήψης μέτρων ασφαλείας στην πολυκατοικία και τον περιβάλλοντα αυτής χώρο (βλ. νομίμως προσκομιζόμενα αντίγραφα των ανωτέρω εγγράφων). Στην ως άνω Έκθεση μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι διαπιστώθηκαν ρωγμές από το υπόγειο έως τον 4ο όροφο και ειδικότερα στο επίδικο διαμέρισμα υπήρχε ρωγμή στην κολώνα σαλονιού στην κεφαλή και πόδα, τρεις ρωγμές στην γωνιακή κολώνα υπνοδωματίου (πρόσοψη) και τρεις ρωγμές στην μεσαία κολώνα του διαδρόμου, κεφαλή, πόδα και ενδιάμεσα. Διαπιστώθηκε επίσης αποκόλληση της πολυκατοικίας από την όμορη της οδού Πλατείας Αγ. Ιωάννου 3, που ξεκινάει από δύο εκατοστά στο κάτω μέρος και φθάνει στα 10 εκατοστά περίπου στο επάνω μέρος αυτών, χωρίς δυνατότητα ακριβούς μέτρησης, λόγω υπάρξεως μονώσεως στην ταράτσα. Διαπιστώθηκαν επίσης έντονες ρηγματώσεις οριζόντιες κατακόρυφες και λοξές σε τοίχους πληρώσεως και σε διαχωριστικούς τοίχους (εσωτερικά διαμερίσματα) της πολυκατοικίας καθώς και ότι πολλές πόρτες δεν κλείνουν. Ο άνω πολιτικός μηχανικός καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η οικοδομή έχει υποστεί διαφορικές καθιζήσεις σημαντικότερες των οποίων θεωρεί εκείνες της περιοχής από την κύρια είσοδο της πολυκατοικίας και προς τα δεξιά μέχρι το κοινό όριο, οι οποίες έχουν σημαντικό εύρος και δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστούν τριχοειδείς. Επισημαίνει ότι θεωρεί την πολυκατοικία επικίνδυνη από άποψη στατική, δομική και δημόσιας ασφάλειας και για να αρθεί ο κίνδυνος πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα ασφαλείας: 1) Πλήρης εκκένωση της πολυκατοικίας και απομάκρυνση όλων των κατοικούντων σε αυτή και 2) έλεγχος των ρηγματωμένων φερόντων δομικών στοιχείων. Πράγματι, μετά τα ανωτέρω η πολυκατοικία εκκενώθηκε και έκτοτε δεν έχει κατοικηθεί έως και σήμερα. Ακολούθως οι συνιδιοκτήτες της πολυκατοικίας όρισαν τους ιδιώτες πολιτικούς μηχανικούς Βασιλείου Φίλιππο και Παπαδόπουλο Βησσαρίωνα για τη σύνταξη τεχνικής έκθεσης οι οποίοι, αφού μελέτησαν το φάκελο της υποθέσεως και το κτίριο κατέληξαν στην από Μαΐου 1999 Φ.737/1999 τεχνική τους έκθεση (βλ. νομίμως προσκομιζόμενο αντίγραφο αυτής) στο συμπέρασμα ότι «από τον έλεγχο της στατικής επάρκειας του σκελετού του κτηρίου με τις τεθείσες προϋποθέσεις προκύπτει ότι οι περισσότεροι κόμβοι του έχουν πλαστικοποιηθεί (πλήρης ανεπάρκεια και επικινδυνότητα)». Στα συμπεράσματα τους περιλαμβάνονται τα εξής: Ότι τα περισσότερα στοιχεία του σκελετού του κτηρίου βρίσκονται σε κατάσταση διαρροής και κατά συνέπεια υπάρχει σαφής επικινδυνότητα, ότι δεν μπορούν να ληφθούν προσωρινά μέτρα ασφαλείας για να επιστρέψουν οι ένοικοι στα διαμερίσματα τους ότι πρέπει να εξασφαλιστεί το υπέδαφος από τη διατάραξη που έχει υποστεί εξαιτίας της κατασκευής της υποκείμενης σήραγγας του ΜΕΤΡΟ πριν από κάθε επισκευή ή ανακατασκευή του έργου. Επίσης ότι η οποιαδήποτε πρόταση επισκευής του υπάρχοντος σκελετού προϋποθέτει την απενεργοποίηση των τοιχοποιιών, ώστε να πάψουν να συμμετέχουν στην ανάληψη φορτίων και οποιοσδήποτε υπολογισμός της καθίζησης δεν μπορεί να θεωρήσει πλάστιμο το υπάρχον σκυρόδεμα, γιατί στερείται της αναγκαίας προς τούτο περίσφιξης. Καταλήγουν δε στην πεποίθηση ότι με τις ως άνω αναγκαίες προϋποθέσεις επισκευής η ορθή οικονομοτεχνική λύση είναι η κατεδάφιση του υπάρχοντος κτιρίου και η εξ υπαρχής κατασκευή του, αφού προηγουμένως ρυθμιστεί νομοθετικά για τα συγκεκριμένα κτίρια το πρόβλημα των ισχυόντων όρων δόμησης. Την άνω τεχνική έκθεση επιβεβαίωσε στο ακροατήριο ο συντάξας μηχανικός και μάρτυρας Φίλιππος Βασιλείου. Ωστόσο ο ίδιος στην από Μαΐου 2004 υπό Τ1 Τεχνική Έκθεση της Φιλίππου Βασιλείου & Συνεργατών Ε.Ε., δηλαδή σε νεότερη μελέτη του, δέχεται την δυνατότητα επισκευής του κτιρίου, προτείνοντας ολοκληρωμένη τεχνική λύση και αποτιμώντας το κόστος αυτής στα 460.000.000 δραχμές. Οι ανωτέρω διαπιστώσεις ως προς τις ζημίες που επήλθαν στην άνω πολυκατοικία αναφέρονται εξάλλου και στην PDB 1008/100040684-C-λμ από 13.12.2004 Ενδιάμεση Νο2 Έκθεση της εταιρείας  πραγματογνωμόνων ……… την οποία νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι εναγόμενες και όπου ειδικότερα αναφέρεται για το Β4 διαμέρισμα: ρηγματώσεις σε τοιχοποιίες κυμαινόμενου εύρους από τριχοειδείς έως και 5 χιλιοστών, αποκολλήσεις και θραύσεις πλακιδίων τοίχων, ρηγματώσεις σε ένα υποστήλωμα και αποκολλήσεις τοιχοποιιών από τον σκελετό του κτιρίου, ως και δυσλειτουργίες των θυρών. Η Έκθεση αυτή επίσης καταλήγει στη λύση της επισκευής του κτιρίου, με κόστος που θα ανέρχεται στα 1.400.000 €. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι μετά από ένσταση της ……… κατά της ως άνω Έκθεσης Επικινδύνου, διενεργήθηκε αυτοψία από την Τριμελή Επιτροπή της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών Πειραιώς και με το από 25.09.2001 έγγραφο της η άνω Επιτροπή αποφαίνεται ότι «πρέπει να γίνει πληρέστερη έρευνα της οικοδομής», προτείνει ποιες είναι οι ενδεδειγμένες ενέργειες για την έρευνα αυτή και συμπεραίνει ότι «η οικοδομή μακροσκοπικά δεν έχει τα στοιχεία της επικίνδυνης ετοιμοροποίας» (βλ. αντίγραφα των άνω εγγράφων και τεχνικών εκθέσεων νομίμως με επίκληση προσκομιζόμενα). Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι η εν λόγω πολυκατοικία δεν υπέστη περαιτέρω ζημιές ή περαιτέρω καθίζηση από τον ισχυρό σεισμό του Σεπτεμβρίου 1999 που έπληξε την πόλη των Αθηνών, ως η μάρτυρας Αλεξίου μετά λόγου γνώσεως βεβαίωσε. Εξ όλων των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι το κτίριο δεν διατρέχει άμεσο κίνδυνο κατάρρευσης αλλά είναι δυνατή τεχνικά και αποδεκτή επιστημονικά η επισκευή του, όσον αφορά στο θέμα της αντοχής του και της απάλειψης του όποιου κινδύνου κατάρρευσης. Προς το σκοπό αυτό, όπως αναφέρεται στις άνω τεχνικές εκθέσεις που προτείνουν τη λύση της επισκευής, θα απαιτηθεί η αύξηση των διαστάσεων των υποστυλωμάτων, η αύξηση του ύψους και του πλάτους των δοκών, κατασκευή νέων κατακόρυφων στοιχείων μορφής τοιχωμάτων, διαφοροποίηση του τελικού πάχους των μανδύων των υποστυλωμάτων προκειμένου να επιτευχθεί ευθύγραμμη συνέχιση των οπλισμών από όροφο σε όροφο. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι αποτέλεσμα της άνω επισκευής θα είναι ο περιορισμός της λειτουργικότητας και της επιφανείας των υφισταμένων χώρων των διαμερισμάτων και των κοινοχρήστων χώρων της πολυκατοικίας, εξαιτίας της αύξησης των διαστάσεων των υποστυλωμάτων σκελετού και των νέων τοιχωμάτων. Ωστόσο τα ανωτέρω αποκρούονται ως αβάσιμα. Ειδικότερα, με την τεχνική λύση της επισκευής του κτιρίου που προτείνουν και οι δύο ανωτέρω τεχνικές εκθέσεις, θα καθαιρεθούν όλα τα στοιχεία του κτιρίου πλην του σκελετού και θα διαμορφωθούν από την αρχή όλες οι τοιχοποιίες (βλ. ιδίως την από Μαΐου 2004 Τ1 Τεχνική Έκθεση), με σύγχρονα μέσα και υλικά, ώστε η μείωση των εκμεταλλεύσιμων χώρων να είναι η μικρότερη δυνατή. Εξάλλου, στην από Μαΐου 2004 υπό Τ1 Τεχνική Έκθεση του Φιλίππου Βασιλείου & Συνεργατών, δεν αναφέρεται το ποσοστό κατά το οποίο θα μειωθούν οι εκμεταλλεύσιμοι χώροι, ο δε μάρτυρας Βασιλείου κατά την εξέτασή του στο ακροατήριο αναφέρθηκε αορίστως στην πιθανότητα μείωσης των ωφέλιμων και λειτουργικών χώρων, χωρίς να προσδιορίζει κατά πόσο θα μειωθεί η επιφάνεια του διαμερίσματος ή ποιοι συγκεκριμένοι χώροι θα καταστούν δυσλειτουργικοί, γεγονός που καθιστά τον ισχυρισμό αυτό της κυρίως ενάγουσας αναπόδεικτο. Αποδείχτηκε εξάλλου ότι ακόμη και αν εκτελεστεί η καλύτερη δυνατή επισκευή, δεν θα μπορούσε να αποκατασταθεί η κλίση της πολυκατοικίας η οποία έχει προκληθεί από διαφορική καθίζηση που είναι ανομοιόμορφη: Σε κάποια σημεία η καθίζηση είναι 4 εκ., σε άλλα 5, 6, 7, 8 εκ και στην πίσω πλευρά της πολυκατοικίας (νοτιοδυτική γωνία του κτιρίου) 9,6 εκατοστά. Αυτό επισημαίνεται στην από Μαΐου 2004 υπό Τ1 Τεχνική Έκθεση και επιβεβαιώθηκε από τον συντάξαντα αυτήν μάρτυρα στο ακροατήριο. Με τα σημερινά δεδομένα δεν υπάρχει τεχνική ή επιστημονική μέθοδος η οποία να δύναται να επαναφέρει το κτίριο στην «ίσια» αρχική του θέση και ακόμα και μετά την επιμελή του επισκευή θα εξακολουθήσει αυτό να παρουσιάζει κλίση, δηλαδή απόκλιση από την οριζόντιο (9,6-4=) 5 εκ. στο μεγαλύτερο σημείο της. Ωστόσο, με την εξ υπαρχής τοποθέτηση δαπέδων και την σύμφωνα με τις άνω εκθέσεις επιμελή επισκευή, οι κλίσεις δεν θα είναι αισθητές στους εσωτερικούς χώρους των διαμερισμάτων, αλλά, όπως ο μάρτυρας των κυρίως εναγόντων Φίλιππος Βασιλείου βεβαίωσε, θα φανεί η κλίση του κτιρίου «με το μάτι» όταν κτιστεί η διπλανή σε αυτό πολυκατοικία. Αποδείχτηκε δηλαδή ότι η κλίση που εμφανίζει το κτίριο είναι τέτοια που δεν προκαλεί ανυπέρβλητα δομικά και λειτουργικά προβλήματα, αλλά μόνο αισθητικά, τα οποία αφενός είναι θεραπεύσιμα, αφετέρου δεν είναι άμεσα ορατά δια γυμνού οφθαλμού, ώστε να ενοχλούν τους ενοίκους κατά τη διαμονή τους ή να αποτρέπουν έναν μελλοντικό αγοραστή, ως αβάσιμα οι κυρίως ενάγοντες ισχυρίζονται. Εξάλλου, αποδείχτηκε ότι τα οπτικά και αισθητικά προβλήματα του κτιρίου, τα οποία δεν μπορούν να αποκατασταθούν (μικρή απόκλιση από το μελλοντικά ανεγειρόμενο γειτονικό κτίριο), θα αντισταθμιστούν με τα πλεονεκτήματα που επέρχονται με την προτεινόμενη επισκευή του, καθώς θα εξασφαλισθεί η πλήρης στατική του επάρκεια, θα ενισχυθεί η θεμελίωση του και ο σκελετός του κτιρίου, και θα γίνει επ’ αυτού εφαρμογή του Νέου Αντισεισμικό Κανονισμού, έναντι του παλαιού με τον οποίο κατασκευάστηκε, ενώ θα τοποθετηθούν και νέες σύγχρονες υδραυλικές και ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, έναντι των παλαιών τριακονταετίας που καταστράφηκαν. Εξάλλου, όπως αναφέρεται και στην ανωτέρω από 13.12.2004 έκθεση, χωρίς να αναιρείται από ουδέν άλλο αποδεικτικό μέσο, κτίρια με μεγαλύτερες καθιζήσεις, 12 και 13 εκ., στην ίδια περιοχή του επιδίκου, (Λεωφόρου Βουλιαγμένης και Κωστή Παλαμά) επισκευάστηκαν και δεν παρουσιάζουν κανένα πρόβλημα ούτε στατικό αλλά ούτε και οπτικό ή αισθητικό, γεγονός που αποδεικνύει ότι η λύση της επισκευής είναι τεχνικά εφικτή, καθώς έχει ήδη εφαρμοστεί με επιτυχία σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις Εξάλλου, δεν αποδείχτηκε ότι η ενίσχυση του υφιστάμενου σκελετού κοστίζει πολύ περισσότερο από την εξ υπαρχής συνολική κατασκευή του, καθιστώντας αυτήν οικονομικά ασύμφορη, ως αβάσιμα ισχυρίζεται η πρώτη κυρίως ενάγουσα. Ειδικότερα σύμφωνα με την ……… από 13.12.2004 Ενδιάμεση Νο 2 Έκθεση της ……… αναφέρεται κόστος επισκευής 1.400.000 €, ενώ στο ίδιο περίπου ποσό των 460.000.000 δραχμών, ήτοι 1.349.963,00 € καταλήγει η από Μάιου 2004 υπό Τ1 Τεχνική Έκθεση με τίτλο Προκαταρκτική Μελέτη Ενίσχυσης Κτιρίου των Φίλιππου Κ. Βασιλείου και Συνεργατών Ε.Ε., που συντάχθηκε κατόπιν εντολής μερίδας των συνιδιοκτητών της άνω πολυκατοικίας. Το κόστος για την κατεδάφιση και την εξαρχής ανέγερση της οικοδομής δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό μέσο και συνεπώς το δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι οικονομικά ασύμφορη η άνω προτεινόμενη επισκευή. Ειδικότερα, στην τελευταία ως άνω τεχνική έκθεση αναφέρεται ότι η κατεδάφιση του κτιρίου και εξαρχής ανέγερση αυτού είναι πιο οικονομική, αλλά ουδόλως αναφέρονται τα ποσά που θα απαιτηθούν για την πραγματοποίηση αυτής της λύσης, ούτε κατά προσέγγιση. Εξάλλου, αποδείχτηκε ότι και η κατεδάφιση του κτιρίου με σκοπό την εκ νέου ανέγερση του δεν είναι συμφέρουσα για τους ιδιοκτήτες επειδή σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς που αφορά τους όρους δόμησης και το οποίο έχει διαφοροποιηθεί σε σχέση με αυτό που ίσχυε κατά το χρόνο ανέγερσης της πολυκατοικίας το ποσοστό οικοδομήσιμης επιφάνειας για το επίδικο ακίνητο, θα είναι μειωμένο κατά 30% σε σχέση με το προϋφισταμένο, γεγονός που διαπιστώνεται στην ίδια ως άνω τεχνική έκθεση. Ως εκ τούτου θα μειωθούν ανάλογα και οι επιφάνειες των διαμερισμάτων που έκαστος συνιδιοκτήτης θα λάβει κατά την τυχόν ανέγερση νέου κτίσματος. Συνεπώς πλέον συμφέρουσα για τους ιδιοκτήτες θα είναι η επισκευή και όχι η κατεδάφιση και εκ νέου ανέγερση του κτιρίου. Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι το διαμέρισμα κυριότητας της πρώτης κυρίως ενάγουσας δεν καταστράφηκε ολικά, διότι είναι εφικτή η αποκατάσταση του στην προτέρα κατάσταση δια της επισκευής αυτού σύμφωνα με τους κανόνες της τεχνικής και της επιστήμης. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Αναδόχου Κοινοπραξίας ……… υπογράφηκε σύμβαση για την εκτέλεση του έργου «ΜΕΛΕΤΗ – ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ: 8565000, ΣΑΕ 065, ΥΠΟΓΕΙΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ (ΜΕΤΡΟ ΑΘΗΝΑΣ) ΓΡΑΜΜΗ 2 ΣΕΠΟΛΙΑ – ΔΑΦΝΗ, ΓΡΑΜΜΗ 3 ΚΕΡΑΜΙΚΟΣ – ΥΕΘΑ». Η Ανάδοχος Κοινοπραξία αποτελείται από τις εναγόμενες εταιρείες – νομικά πρόσωπα, υπό στοιχεία 3α έως 3κβ της κύριας αγωγής. Η κοινοπραξία αυτή δεν έχει υποβληθεί μέχρι σήμερα στις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλεπόταν από τα άρθρα 39, 42, 43 και 44 του ΕμπΝ. Σκοπός της ήταν η εκτέλεση του ανωτέρω τεχνικού έργου, ήτοι η επιχείρηση χειροτεχνίας επί ακινήτου, έργο το οποίο προϋποθέτει οργάνωση, διάρκεια, κεφάλαια, σύστημα και μονιμότητα, τα οποία μαζί με την επιδίωξη του κέρδους χαρακτηρίζουν γενικά την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας. Επομένως, η ανωτέρω κοινοπραξία, ………, που εμφανίζεται ενώπιον του κοινού ως εταιρεία και αναλαμβάνει υποχρεώσεις έναντι τρίτων με τον κοινό εκπρόσωπο των εταιριών που την απαρτίζουν η με τους εκπροσώπους καθεμιάς από τις κοινοπρακτούσες εταιρίες, λειτουργεί σαν ομόρρυθμη εν τοις πράγμασι εταιρεία και συνεπώς τα μέλη της εναγόμενα υπό 3α ως 3κβ της κυρίας αγωγής ευθύνονται εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η ως άνω σύμβαση, που αποτελείται από το εργολαβικό συμφωνητικό (Ε.Σ.) και τα συμβατικά τεύχη, στα οποία αυτό παραπέμπει, κυρώθηκε με το άρθρο τρίτο του νόμου 1955/1991 (ΦΕΚ 112/18.07.1991 τ. Α) και στη συνέχεια τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και διευκρινίστηκε με την από 18.10.1994 τροποποιητική σύμβαση, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του νόμου 2274/1994 (ΦΕΚ 237/29.12.1994 τ. Α). Με τον ίδιο νόμο 1955/1999 ιδρύθηκε η εταιρεία με την επωνυμία ………, ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας με κύριο και αποκλειστικό μέτοχο το Ελληνικό Δημόσιο. Χαρακτηρίστηκε με τον ίδιο νόμο επιχείρηση κοινής ωφέλειας και έχουν μεταβιβασθεί σε αυτήν, ως προβλέπεται στο άρθρο τέταρτο του νόμου 1955/1991, με τις αποφάσεις του υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. με αρ. 691 /ΕΕ2000/10.10.1991 και Δ16/010/70/Γ30.01.1992 όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του Δημοσίου που απορρέουν από την ανωτέρω σύμβαση, ώστε η πρώτη εναγομένη και πρώτη παρεμπιπτόντως ενάγουσα υποκατέστησε το Ελληνικό Δημόσιο στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από την ως άνω σύμβαση. Η σύμβαση αυτή εκτελέσθηκε σύμφωνα με τους νόμους 1955/1999 και 2274/1994, σε συνδυασμό με τον νόμο 1418/1984 «δημόσια έργα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων» και το Π.Δ. 609/1985 «κατασκευή δημοσίων έργων». Η εταιρεία ……… ήταν, σύμφωνα με το νόμο, επιφορτισμένη με την εποπτεία της εκτέλεσης του έργου από την Ανάδοχο εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις της εργολαβική σύμβασης. Αποδείχτηκε πράγματι ότι ο τρόπος εκτέλεσης του έργου και όλα τα ζητήματα που αφορούν την κατασκευή του καθορίζονται από το εργολαβικό συμφωνητικό, από τα συμβατικά τεύχη (διακήρυξη, την οικονομική προσφορά και την ανάλυση του κατ’ αποκοπήν τιμήματος την ειδική συγγραφή υποχρεώσεων (ΕΣΥ), την γενική συγγραφή υποχρεώσεων, τις προδιαγραφές το εγχειρίδιο μελετών, τα συμβατικά σχέδια, τις μελέτες το εγχειρίδιο σχεδιασμού κ.λ.π.) τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 4.1. της εργολαβικής σύμβασης και αποτελούν μέρος του νόμου 1955/1999. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στο άρθρο 10.9. της ειδικής συγγραφής υποχρεώσεων (ΕΣΥ) αναφέρεται ότι «οποιεσδήποτε αστικές ή ποινικές ευθύνες που προκύπτουν από οποιασδήποτε φύσης δυστυχήματα η ζημία στο προσωπικό του αναδόχου ή σε τρίτους ή σε περιουσίες τρίτων που οφείλονται σε αμέλεια ή υπαιτιότητα του προσωπικού του αναδόχου, βαρύνουν αποκλειστικά και μόνο τον ίδιο». Στο άρθρο 35.4. της ΕΣΥ αναφέρθηκε ότι «ο ανάδοχος θα είναι μόνος υπεύθυνος για κάθε ζημία που θα προκαλέσει σε τρίτους από διακοπή παροχών, βλάβη εγκαταστάσεων, κοπής δένδρων, απώθηση υλικών, καταπάτηση ιδιοκτησιών, καθίζησης εδαφών και κτιρίων συνεπεία εκσκαφών ή συνεπεία μεταβολών στην δίαιτα των υπογείων υδάτων, δονήσεις από λειτουργία μηχανημάτων από εκρήξεις κ.λ.π. και θα φροντίσει για την αποκατάσταση κάθε ζημίας με δικές του δαπάνες». Τέλος, η ανωτέρω διάταξη διασαφηνίστηκε με το άρθρο 21 του Εργολαβικού Συμφωνητικού, όπου αναφέρεται «σχετικά με το άρθρο 35.4. και 35.5. της ΕΣΥ διασαφηνίζεται ότι ο ανάδοχος δεν ευθύνεται για έμμεσες ή παρεπόμενες (αποθετικές) ζημίες, όπως π.χ. απώλεια κέρδους, απώλεια χρήσης κ.λπ. που προκλήθηκαν σε τρίτους ή στον ιδιοκτήτη του έργου από την εκτέλεση του έργου, εκτός αν οφείλονται σε υπαιτιότητα του αναδόχου λόγω μη τήρησης των συμβατικών του υποχρεώσεων και είναι αποτέλεσμα θετικής ζημίας ή οφείλονται σε δόλο ή βαριά αμέλεια του αναδόχου». Η ………, επικαλούμενη τις ανωτέρω διατάξεις ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει σχέση πρόστησης μεταξύ αυτής και της ……… και ότι με τις άνω διατάξεις έχει αποκλειστεί η ευθύνη της για ζημίες τρίτων από την εκτέλεση του έργου. Οι διατάξεις αυτές πράγματι αποτελούν αντικείμενο σύμβασης μεταξύ των εναγομένων, που καθορίζει τις μεταξύ τους σχέσεις και σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι οι ζημίες που προκλήθηκαν κατά τις εργασίες της κατασκευής του ΜΕΤΡΟ οφείλονται σε υπαίτια μη τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεών της ή σε δόλο ή βαριά αμέλεια της Αναδόχου Κοινοπραξίας τότε θα ευθύνεται αυτή για τις όποιες ζημίες αποκλεισμένης της ευθύνης της Κυρίας του έργου, ………. Ωστόσο οι ανωτέρω μεταξύ Κυρίας του έργου και Αναδόχου συμφωνίες δεν μπορούν να προταθούν κατά των μη συμβληθέντων κυρίως εναγόντων, οι οποίοι είναι τρίτοι σε σχέση με τη μεταξύ των ανωτέρω σύμβαση. Έναντι των τρίτων ισχύει η σχέση πρόστησης και η συνεπεία αυτής εις ολόκληρον ευθύνη προστήσασας και προστηθείσας για πταίσμα της τελευταίας. Αφετέρου, από σειρά άλλων διατάξεων αποδεικνύεται ότι η ανάδοχος εταιρεία όφειλε να ακολουθεί τις οδηγίες και εντολές της υπηρεσίας η οποία έχει την εποπτεία και επίβλεψη του έργου. Ειδικότερα από το άρθρο 2.1. της ΕΣΥ προκύπτει η υποχρέωση της ……… να εκτελέσει άρτια και έγκαιρα και να θέσει σε λειτουργία το έργο με απόλυτη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις τις οδηγίες και εντολές της Υπηρεσίας. Στο άρθρο 5.5. της ΕΣΥ ορίζεται ότι ο Ανάδοχος υπόκειται στον έλεγχο της Υπηρεσίας ενώ με το άρθρο 15.6., για την ασφάλιση κατά παντός κινδύνου του έργου ορίζεται ρητά ότι με το ασφαλιστήριο καλύπτεται και η ευθύνη της Υπηρεσίας που απορρέει από το άρθρο 922 του Α.Κ.. Τέλος, στο άρθρο 35.5. της ΕΣΥ ορίζεται ότι εάν η Υπηρεσία κρίνει ότι υπάρχει κίνδυνος να προκληθούν ζημιές σε μνημεία, κτίρια ή άλλες εγκαταστάσεις έχει το δικαίωμα να διατάξει τη διακοπή των εργασιών ή την άμεση αλλαγή των μεθόδων κατασκευής ακόμη και αν αυτές εκτελούνται μετά από προηγούμενη έγκριση της. Ο Ανάδοχος υποχρεούται να συμμορφώνεται με τις παραπάνω εντολές της Υπηρεσίας και θα δικαιούται αντίστοιχη παράταση της προθεσμίας και τυχόν πρόσθετη αποζημίωση και εφόσον προβλέπεται από τις διατάξεις της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις αποδεικνύεται ότι η ………, η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου από την ανωτέρω σύμβαση (όπου ως άνω αναφέρεται Υπηρεσία, αφορά πλέον την ………) δεν περιορίζεται μόνο στον έλεγχο της τήρησης ή μη των υποχρεώσεων του Αναδόχου, αλλά έχει το δικαίωμα να εποπτεύει, να παρέχει οδηγίες δεσμευτικές για τον Ανάδοχο και τις εταιρίες που τον απαρτίζουν, έχοντας την διεύθυνση και επίβλεψη του όλου έργου. Ενδεικτικά, στο άρθρο 3.1. της ΕΣΥ ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου, ο ανάδοχος μπορεί να ζητήσει από την Υπηρεσία (………) την αναγνώριση υπεργολάβου- εάν η υπηρεσία δεν απαντήσει μέσα σε διάστημα 30 ημερών, θεωρείται ότι το αίτημα έχει απορριφθεί. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ……… έχει ουσιαστική επιστασία του έργου και δυνατότητα καθορισμού και ελέγχου των επιλογών της αναδόχου, η οποία διαφαίνεται στο δικαίωμά της να κρίνει επί αιτημάτων του Αναδόχου και ιδίως στο κατά τα άνω δικαίωμα να διατάξει τη διακοπή των εργασιών ή την άμεση αλλαγή των μεθόδων κατασκευής σύμφωνα με το άρθρο 35.5. της ΕΣΥ. Και ναι μεν το έργο συνίσταται τόσο στη μελέτη όσο και την κατασκευή του υπόγειου σιδηροδρόμου με εξειδικευμένες γνώσεις επιστήμης και τέχνης τις οποίες κατέχουν οι εταιρίες που συνιστούν την Κοινοπραξία, ωστόσο, η δράση της Κοινοπραξίας ……… και των εταιριών που την απαρτίζουν εντάσσεται στο επιχειρηματικό πεδίο της ………, η οποία αξιοποιεί τη δράση των εταιριών της Αναδόχου Κοινοπραξίας προκειμένου να υλοποιήσει τον εταιρικό της σκοπό, να διευρύνει το επιχειρηματικό της πεδίο και συνεπώς τα κέρδη της. Συνακόλουθα η ……… έναντι των τρίτων ευθύνεται κατά το άρθρο 922 Α.Κ. ως προστήσασα την ανάδοχο εταιρεία. Αποδείχτηκε επομένως ότι υποχρέωση της ……… ήταν η εποπτεία και ο έλεγχος της κατασκευής του έργου σύμφωνα με την εργολαβική σύμβαση. Στα πλαίσια αυτών των υποχρεώσεων της και όσον αφορά την εκτέλεση των εργασιών διάνοιξης της σήραγγας μεταξύ των σταθμών ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ και ΔΑΦΝΗ αποφασίσθηκε και εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμόν ΠΑ(1) 139/1998 απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής της ……… η εκτέλεση από την Κοινοπραξία πρόσθετων εργασιών για τη μελέτη και κατασκευή τριών διερευνητικών σηράγγων με διατομή 9 τ.μ. και η πρόσθετη εργασία διερευνητικών διατρήσεων προπορείας από τις διερευνητικές σήραγγες και πλήρωση αυτών με ένεμα υπό πίεση. Επίσης στην από 16.01.1997 (το ορθό έτος είναι 1998) εισήγηση προς την προϊσταμένη αρχή του διευθυντή της διεύθυνσης έργων της εταιρείας αναλύονται οι συνθήκες κατασκευής της σήραγγας και η απόφαση περί αλλαγής της κεφαλής του μηχανήματος διάνοιξης προκειμένου να προσαρμοσθεί αυτό στις συνθήκες του εδάφους της περιοχής του Αγίου Ιωάννη, όπου η επίδικη πολυκατοικία. Στην εισήγηση αυτή αναφέρεται και η με αριθμό 332Β από 01.12.1997 απόφαση του Δ.Σ. της άνω εταιρείας για την αλλαγή της κοπτικής κεφαλής του ΤΒΜ-1 και την τροποποίηση του σε ασπίδα ανοικτού τύπου. Αποφασίστηκαν επίσης και έγιναν πρόσθετες διερευνητικές διατρήσεις και τσιμεντενέσεις και εκτέλεση ερευνητικής στοάς (έγγραφο από 10.07.1998 προς την Κοινοπραξία). Η ……… ισχυρίζεται ότι με τις άνω ενέργειες επέδειξε τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια και έκανε ό,τι ήταν δυνατό προκειμένου να αποφύγει τη ζημία τρίτων από την εκτέλεση του έργου. Ωστόσο, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Κυρία του έργου ………, μετά και τις άνω ενέργειες, είχε στη διάθεση της όλες τις πληροφορίες και τα στοιχεία που αφορούσαν τις εδαφολογικές συνθήκες στην περιοχή του έργου και ειδικότερα στην επίμαχη περιοχή της επίδικης πολυκατοικίας. Τόσο η ………, όσο και η Ανάδοχος Κοινοπραξία γνώριζαν τις ιδιαιτερότητες που εμφανίζει ο έντονα ανομοιογενής γεωλογικός σχηματισμός που αποκαλείται «Αθηναϊκός Σχιστόλιθος», ο οποίος εμφανίζει ποικιλία χαμηλής μεταμόρφωσης και ιζηματογενών (μη μεταμορφωμένων) ασθενών πετρωμάτων. Λόγω της εκτεταμένης διάβρωσης και του τεκτονισμού, ο Αθηναϊκός Σχιστόλιθος σε πολλές περιοχές είναι αποσαρθρωμένος και δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως πέτρωμα, αλλά έχει τα μηχανικά χαρακτηριστικά ενός ετερογενούς αργιλικού σχιστόλιθου. Οι εναγόμενες εταιρίες γνώριζαν την επικινδυνότητα του εδάφους στο τμήμα μεταξύ των σταθμών ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ και ΔΑΦΝΗ όπως προκύπτει από την ως άνω μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη αλληλογραφία τους ιδίως από την επιστολή της ……… προς την Προϊσταμένη αρχή, όπου αναφέρεται ότι «η συγκλίνουσα γνώμη είναι ότι στο τμήμα αυτό υπάρχουν διαστήματα όπου η πιθανότητα αστοχίας της διάνοιξης με ΤΒΜ δεν μπορεί να αγνοηθεί». Στο ίδιο έγγραφο επισημαίνεται ότι η αλλαγή στη μέθοδο διάνοιξης με ανοικτή ασπίδα μειώνει αισθητά τις πιθανότητες αστοχίας, ωστόσο προτάθηκε η κατασκευή διερευνητικής σήραγγας ιδιαίτερα για τα 80 μέτρα μεταξύ των Χ.Θ. 7+855 έως 7+935 στο τμήμα ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ-ΔΑΦΝΗ, όπου επισημαίνεται ότι η σήραγγα διέρχεται κάτω από οικοδομές, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «μέσου έως υψηλού κινδύνου» για πρόκληση αστοχίας με κίνδυνο πρόκλησης κατάπτωσης που χαρακτηρίζεται ως «υψηλός» από σχετική έκθεση της W. S. Atkins. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι τόσον η Κυρία του έργου όσο και η Ανάδοχος Κοινοπραξία γνώριζαν πολύ καλά την σαθρότητα του εδάφους στη συγκεκριμένη διαδρομή, καθώς και ότι οι υπερκείμενες της σήραγγας οικοδομές ήταν μέσου έως υψηλού κινδύνου για πρόκληση αστοχίας και με υψηλό κίνδυνο κατάπτωσης. Όπως επισημαίνεται και στο ανωτέρω έγγραφο, λόγω της υπάρξεως των οικοδομών ήταν αδύνατη η διερεύνηση με γεωτρήσεις από την επιφάνεια για την ακριβή σύσταση του εδάφους σε κρίσιμα τμήματα της διαδρομής, μέθοδος η οποία δίνει τα πλέον αξιόπιστα δεδομένα. Για τον ίδιο λόγο, σε περίπτωση καθίζησης δεν θα ήταν δυνατή από τεχνικής άποψης η ενίσχυση του σαθρού και καταπονημένου υπεδάφους σε όλη την αναγκαία έκταση με ενέσεις τσιμέντου, προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω καθίζηση. Αντί των άνω γεωτρήσεων έγιναν διερευνητικές διατρήσεις και τσιμεντενέσεις και εκτέλεση ερευνητικής στοάς. Δεν αποδείχτηκε ότι τα αποτελέσματα των ενεργειών-ερευνών αυτών ήταν τέτοια, ώστε με βάση αυτά να θεωρηθούν επαρκή τα μέτρα που ελήφθησαν από τις εναγόμενες εταιρείες και ιδίως ότι η αλλαγή της κεφαλής του μηχανήματος διάνοιξης, συνιστούσε την καλύτερη και ασφαλέστερη λύση για την αποφυγή ζημιών κατά μήκος της σήραγγας. Ειδικότερα, οι κυρίως εναγόμενες γνώριζαν ότι η χρησιμοποίηση μηχανήματος με ασπίδα ανοικτού τύπου ΤΒΜ1, αν και παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια, δεν αποτελούσε την μοναδική λύση για τη διάνοιξη της συγκεκριμένης σήραγγας. Η γνώση τους στηρίζεται, όσον αφορά την ……… στην κατά τους ισχυρισμούς της πρόσληψη ειδικών συμβούλων και δη της εταιρείας ……… η οποία διέθετε απολύτως εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό για την παρακολούθηση των έργων, πέραν του ελληνικού επιστημονικού προσωπικού που διέθετε η εταιρεία, όσον δε αφορά την ………, στο ότι οι αποτελούσες την Κοινοπραξία εταιρείες ήταν έμπειρες εταιρείες στο χώρο των κατασκευών και είχαν τις απαραίτητες γνώσεις προκειμένου να αντιληφθούν και αξιολογήσουν ορθά τα αποτελέσματα των άνω ερευνών – διερευνητικών εργασιών καθώς και την επιρροή που θα είχαν στην πορεία του έργου. Ειδικότερα, η χρησιμοποίηση μηχανήματος με ασπίδα ανοικτού τύπου ΤΒΜ1, ως μέθοδος διάνοιξης υπογείου σήραγγας, είναι δυνατόν να προκαλέσει καθιζήσεις ακόμη και ολική κατάρρευση του μετώπου, γεωλογικά φαινόμενα τα οποία εξελίσσονται συνήθως χωρίς έλεγχο, με την έννοια ότι η μέθοδος αυτή δεν παρέχει στον κατασκευαστή περιθώρια αντίδρασης στην περίπτωση που εκδηλωθούν τέτοια φαινόμενα, και παρασύρουν και υπερκείμενα στρώματα του υλικού μέχρι την επιφάνεια του εδάφους ως συνέβη στην επίδικη περίπτωση. Τα ΤΒΜ 1 και 2 είναι μηχανήματα διάνοιξης σηράγγων ολομέτωπης κοπής κλειστού τύπου, με διπλή αρθρωτή ασπίδα, για σκληρά πετρώματα, όπως αναφέρεται στο αφιέρωμα του ΤΕΕ (τεύχος 2059 – 17.05.1999, άρθρο με τίτλο «τα τεχνικά στοιχεία του ΜΕΤΡΟ της Αθήνας»). Στην υπό κρίση περίπτωση αποδεικνύεται ότι τα πετρώματα της περιοχής των Αθηνών αλλά και της επίδικης του Αγίου Ιωάννη, όχι μόνο δεν ήταν σκληρά, αλλά ήταν σαθρά. Εξάλλου, θεωρείται κυρίως κατάλληλη η μέθοδος κατασκευής με μηχανές ολομέτωπης διάνοιξης (ΤΒΜ) όταν το βάθος στο οποίο ανοίγεται η σήραγγα είναι σχετικά μεγάλο. Στην υπό κρίση περίπτωση αποδείχθηκε ότι η οροφή της σήραγγας απέχει μόλις 6,5 μέτρα από τα πέδιλα της επίδικης πολυκατοικίας. Ήταν δε εν γνώσει των κυρίως εναγομένων ότι η σήραγγα θα διερχόταν τόσο κοντά από τα θεμέλια των υπερκειμένων πολυκατοικιών, λόγω του ότι το μήκος της σήραγγας μεταξύ των δύο σταθμών, ήταν μόλις ένα χιλιόμετρο, και για λόγους τεχνικούς – κατασκευαστικούς δεν ήταν δυνατό η σήραγγα να κατέλθει σε μεγαλύτερο βάθος (βλ. την ένορκη στο ακροατήριο κατάθεση της μάρτυρος Αλεξίου, που δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρος Βασιλείου, ούτε από άλλο αποδεικτικό μέσο). Γνώριζαν επομένως και πάντως όφειλαν να γνωρίζουν ήδη προ της διάνοιξης ότι η προκειμένη μέθοδος ΤΒΜ δεν ήταν η πλέον κατάλληλη για την κατασκευή της σήραγγας στην συγκεκριμένη θέση. Αποδείχτηκε εξάλλου ότι οι εναγόμενες αντικατέστησαν το αρχικά επιλεγέν μηχάνημα ΤΒΜ και επέλεξαν τη μέθοδο Ασπίδας Ανοικτού Μετώπου (OFS), η οποία χρησιμοποιείται στην διάνοιξη σηράγγων σε χαλαρά εδάφη. Η μέθοδος αυτή παρέχει αρχική υποστήριξη στη στέψη του εδάφους και του μετώπου εκσκαφής, που υποστηρίζονται από το περίβλημα της ασπίδας και τις πλάκες προπορείας (βλ. ως άνω δημοσίευμα του ΤΕΕ). Όμως και αυτή η μέθοδος στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν επαρκής για την αποφυγή ζημιών και καθιζήσεων. Αυτό αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, διότι ζημίες δεν επήλθαν μόνο στην επίδικη πολυκατοικία, ούτε μόνο στο οικοδομικό τετράγωνο αυτής, αλλά γενικότερα στην περιοχή από όπου διήλθε το μηχάνημα διάνοιξης (ενδεικτικά ο παρακείμενος κινηματογράφος ABC και οι πολυκατοικίες στην οδό Βουλιαγμένης και την οδό Κ. Παλαμά που υπέστησαν καθιζήσεις), ως αποδεικνύεται και από τη σειρά δημοσιευμάτων σε εφημερίδες του πρώτου εξαμήνου του 1999, αντίγραφα των οποίων νομίμως με επίκληση προσκομίζονται από τους κυρίως ενάγοντες. Αποδείχτηκε εξάλλου ότι πέραν της ανωτέρω μεθόδου, υπάρχει και η «ΝΕΑ ΑΥΣΤΡΙΑΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ, ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΣΗΡΑΓΓΩΝ» (ΝΑΤΜ). Η μέθοδος αυτή προσφέρεται ιδιαίτερα για σήραγγες μεγάλης διατομής με οξυμμένα γεωτεχνικά προβλήματα, ως την προκείμενη περίπτωση. Η ευελιξία της μεθόδου αυτής προς αντιμετώπιση των ποικίλων εδαφοτεχνικών συνθηκών και των διαφόρων μεγεθών και σχημάτων των εκσκαφεισών κοιλοτήτων, καθώς και η ορθή επιλογή των κύριων στοιχείων στήριξης που σχετίζονται με τη μέθοδο αυτή, έχουν ως αποτέλεσμα όχι μόνο την σταθερή εκσκαφή, αλλά και τον επαρκή και αποτελεσματικό έλεγχο των καθιζήσεων του εδάφους. Η μέθοδος διάνοιξης βασίζεται στην εκσκαφή των σηράγγων κατά τομείς και την άμεση υποστήριξη τους με χαλύβδινα τόξα, εκτοξευόμενο σκυρόδεμα, πλέγμα οπλισμού και αγκύρια (βλ. αφιέρωμα του ΤΕΕ -τεύχος 2059 – 17.05.1999, άρθρο με τίτλο «τα τεχνικά στοιχεία του ΜΕΤΡΟ της Αθήνας», νομίμως προσκομιζόμενο σε αντίγραφο). Πράγματι, καμία μέθοδος διάνοιξης σηράγγων δεν παρέχει πλήρη ασφάλεια, όπως κατέθεσαν και οι δύο μάρτυρες των διαδίκων στο ακροατήριο, πλην όμως η ανωτέρω μέθοδος είναι η πλέον ενδεδειγμένη για εδάφη όπως αυτό των Αθηνών. Αυτό προκύπτει με σαφήνεια από την κατάθεση του μάρτυρα πολιτικού μηχανικού Βασιλείου, ο οποίος έχει άμεση γνώση, καθώς έχει ασχοληθεί με το αντικείμενο ήδη από τον πρώτο σχεδιασμό του ΜΕΤΡΟ και πολύ πριν την υλοποίησή του, από το ως άνω αφιέρωμα του ΤΕΕ, αλλά και την ένορκη βεβαίωση του Γεωργίου Τοσούνη, χωρίς η άνω διαπίστωση να αναιρείται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο. Οι κυρίως εναγόμενες εταιρίες γνώριζαν τη συγκεκριμένη μέθοδο, την οποία η Ανάδοχος Κοινοπραξία εφάρμοσε κατά τη διάνοιξη της σήραγγας στο ΜΕΤΡΟ μεταξύ των σταθμών ΣΥΝΤΑΓΜΑ και ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ, παρά το ότι συμβατικά προβλεπόμενη ήταν η μέθοδος ΤΒΜ, καθώς και σε άλλα σημεία (βλ. ως άνω δημοσίευμα του ΤΕΕ, καθώς και την στο ακροατήριο κατάθεση της μάρτυρος ………). Η εφαρμογή της μεθόδου βασίστηκε στο ότι αφενός το έδαφος στην περιοχή μεταξύ των άνω σταθμών στην περιοχή του Συντάγματος ήταν σαθρό, αφετέρου η οροφή της σήραγγας θα απείχε πολύ λίγο από την επιφάνεια του εδάφους και θα διερχόταν πολύ κοντά στα θεμέλια ιστορικών κτιρίων, κτίρια που στεγάζουν κρατικές υπηρεσίες όπως το Υπουργείο Οικονομικών και θα διερχόταν κάτω από τον εμπορικό κεντρικό δρόμο της Αθήνας την οδό Ερμού (βλ. σχετικά και την κατάθεση της ………, μηχανικού εργαζόμενης στα έργα του ΜΕΤΡΟ). Συνεπώς οι λόγοι για τους οποίους άλλαξε μέθοδος διάνοιξης στην άνω σήραγγα (ΣΥΝΤΑΓΜΑ – ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ), δηλαδή σαθρότητα εδάφους και μικρό βάθος, ταυτίζονταν με τις συνθήκες στην περιοχή της επίδικης πολυκατοικίας. Μάλιστα, η άνω μάρτυρας κατέθεσε ότι η μέθοδος αποφασιζόταν και με βάση την πορεία των έργων, υπήρχε επομένως η δυνατότητα της Αναδόχου να αλλάξει μέθοδο εκσκαφής, ανάλογα με τις συνθήκες, όπως τις διαπίστωνε πλέον όχι σε μελέτες, αλλά στην πράξη. Πλην όμως η Ανάδοχος Κοινοπραξία, αν και γνώριζε όλα τα ανωτέρω, από βαριά αμέλεια δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να εκμηδενίσει, άλλως να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο πρόκλησης καθίζησης στις υπερκείμενες πολυκατοικίες, αλλά συνέχισε τις εργασίες με την ίδια μέθοδο, ελπίζοντας ότι ο κίνδυνος δεν θα επέλθει. Ειδικότερα, αν και γνώριζε τις ειδικές εδαφικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά του έργου που επρόκειτο να κατασκευαστεί, δεν φρόντισε ώστε να επιλέξει την Νέα Αυστριακή Μέθοδο διάνοιξης, που παρείχε εχέγγυα ασφαλέστερης διεξαγωγής των εργασιών, ούτε να επισημάνει στην Κυρία του έργου ότι η μέθοδος OFS δεν είναι η καλύτερη λύση στην προκείμενη περίπτωση, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθεί τέτοια μέθοδος διάνοιξης της σήραγγας εκ της οποίας και μόνο ως αιτίου να προκληθούν κατ’ αιτιώδη συνάφεια εκτεταμένες καθιζήσεις στην περιοχή κατασκευής της σήραγγας και να υποστεί ειδικότερα καθίζηση η ως άνω περιγραφόμενη πολυκατοικία και να επέλθουν οι ανωτέρω περιγραφόμενες ζημίες στο διαμέρισμα της κυρίως ενάγουσας. Περαιτέρω, οι κυρίως ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η αμέλεια των εναγομένων συνίσταται και στο ότι αν και κατά την πορεία της διάνοιξης έβλεπαν ότι τα υπερκείμενα κτίρια παρουσίαζαν σημαντικές ρωγμές, δεν έδωσαν εντολή να διακοπούν προσωρινά οι εργασίες, πριν το μηχάνημα φτάσει κάτω από τα θεμέλια της πολυκατοικίας, προκειμένου να ερευνήσουν εκ νέου το υπέδαφος και να λάβουν τα αναγκαία προς αποτροπή του κινδύνου μέτρα και να εφαρμόσουν άλλη μέθοδο διάνοιξης. Ωστόσο ο ανωτέρω ισχυρισμός αποκρούεται ως αβάσιμος, καθώς, και οι δύο μάρτυρες μηχανικοί εξέθεσαν στο ακροατήριο και υποστήριξαν με πειστικότητα, ότι η παύση των εργασιών θα προκαλούσε μεγαλύτερο κίνδυνο μαζικής υποχώρησης του υπεδάφους και καταστροφών στα υπερκείμενα κτίρια και επομένως έπρεπε το μηχάνημα να συνεχίσει την πορεία του, ως συνέβη. Οι άνω καταθέσεις τους δεν αναιρούνται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο. Επομένως αν και δεν υφίσταται αδικοπραξία εκ του λόγου αυτού, ωστόσο συνιστά ένα ακόμη επιβαρυντικό στοιχείο ως προς τη γνώση της Αναδόχου Κοινοπραξίας ότι από τη στιγμή που θα ξεκινούσε η διάνοιξη με το μηχάνημα OFS, δεν θα μπορούσε να αντικατασταθεί αυτό αν παρουσιάζονταν καθιζήσεις ούτε να διακοπεί η πορεία του. Θα έπρεπε αντίθετα να ολοκληρώσει αυτό τη διαδρομή, ανεξαρτήτως των προκαλούμενων ζημιών από τη λειτουργία του, ως και έγινε στην προκειμένη περίπτωση. Η άνω γνώση της Αναδόχου Κοινοπραξίας θα έπρεπε να την οδηγήσει στη λύση της ασφαλέστερης επιλογής της Νέας Αυστριακής Μεθόδου. Συνεπώς η εναγομένη Κοινοπραξία όφειλε και μπορούσε να λάβει όλα τα απαραίτητα μέσα προκειμένου να εκτελέσει το έργο χωρίς να προκληθούν ζημιές σε τρίτους, σύμφωνα με τους γενικά παραδεδεγμένους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τα χρηστά ήθη και τη συναλλακτική πίστη. Αποδείχθηκε εξάλλου ότι η από βαριά αμέλεια παράλειψη αυτής να προβεί στην άνω ενέργεια της αντικατάστασης του μηχανήματος εκσκαφής και την προτίμηση της ΝΕΑΣ ΑΥΣΤΡΙΑΚΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ, ήταν παράνομη, καθώς υπήρχε σχετική υποχρέωση αυτής, βασιζόμενη στην προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια της ήτοι την επιλογή μεθόδου που δεν παρείχε ασφάλεια σε σχέση με τα δεδομένα της κατασκευής (σύσταση εδάφους επικινδυνότητα υπερκειμένων οικοδομών, μικρό βάθος σήραγγας). Ειδικότερα, η ………, αν και είχε στη διάθεσή της όλα τα στοιχεία για τη γεωλογική σύσταση του εδάφους στην επίδικη περιοχή, και γνώριζε την επικινδυνότητα των υπερκείμενων κτιρίων, ωστόσο δεν επέλεξε για τη διάνοιξη της σήραγγας τη Νέα Αυστριακή Μέθοδο, η οποία ήταν πλέον ενδεδειγμένη για το συγκεκριμένο έργο, αλλά προτίμησε άλλη μέθοδο, που αποδείχτηκε επιζήμια. Εξάλλου και κατά παράλληλη αιτιολογία, πέραν της ευθύνης της από την σχέση προστήσεως η ………, αν και είχε από τη σύμβαση το δικαίωμα να διατάξει την άμεση αλλαγή των μεθόδων κατασκευής από βαριά της αμέλεια δεν έπραξε έγκαιρα αυτό, αν και γνώριζε ότι μόνο με την Νέα Αυστριακή Μέθοδο θα ελαχιστοποιούσε τον κίνδυνο πρόκλησης ζημιών από καθιζήσεις Περαιτέρω, υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των πράξεων και παραλείψεων της Αναδόχου Κοινοπραξίας και της ζημίας που επήλθε, καθώς αυτές ήταν σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογική ικανές κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρουν το επιζήμιο αποτέλεσμα, δηλαδή την καθίζηση της πολυκατοικίας και την πρόκληση ζημιών στο διαμέρισμα, αποτέλεσμα το οποίο πράγματι επέφεραν στην συγκεκριμένη περίπτωση. Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι από υπαιτιότητα της Αναδόχου Κοινοπραξίας και μάλιστα από βαριά της αμέλεια, το διαμέρισμα κυριότητας της πρώτης κυρίως ενάγουσας καθώς και η πολυκατοικία όπου αυτό βρίσκεται, υπέστη εκτεταμένες ζημίες. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι αυτό καταστράφηκε ολικά, αλλά κατά τα ανωτέρω αποδείχτηκε ότι είναι εφικτή η αποκατάσταση του στην προτέρα κατάσταση, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης. Συνεπώς το δικαστήριο θα πρέπει να κάνει δεκτό το περιεχόμενο στο αίτημα αποζημίωσης για ολική καταστροφή του διαμερίσματος έλασσον αίτημα αποζημίωσης για μερική καταστροφή αυτού, χωρίς ούτως να μεταβάλλεται το αντικείμενο της δίκης δοθέντος ότι η μικρότερη βλάβη επισκευής δεν αποτελεί κάτι το διαφορετικό, αλλά απλώς το έλασσον της ήδη ζητηθείσης με την αγωγή μεγαλύτερης αποζημιώσεως για την ολική του βλάβη (ΑΠ 1459/1996 ΑρχΝομ 1997.495, ΑΠ 994/1991 ΕλλΔνη 92.810, ΕφΑθ 2367/1994 ΕλλΔνη 95.885, ΕφΑθ 2367/1994 ΕλλΔνη 36.885, ΜΠΑθ 3442/2009 ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2010.159, ΕφΘράκης 17/1989 ΕΣυγκΔ 17 (1989). 151Α. Κρητικός, Αποζημίωση Από Τροχαία Ατυχήματα Γ’ Έκδοση, αρ. 828 επ.). Εξάλλου αποδείχθηκε σύμφωνα με την από 13.12.2004 έκθεση πραγματογνωμοσύνης και την από Μαΐου 2004 υπό Τ1 Τεχνική Έκθεση, χωρίς να αναιρείται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, ότι το συνολικό κόστος επισκευής της άνω πολυκατοικίας ανέρχεται στο ποσό των 1.400.000,00 €. Το επίδικο διαμέρισμα έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 64/000 και συνεπώς, η αποζημίωση που αναλογεί στην πρώτη ενάγουσα, για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών που υπέστη η ιδιοκτησία της, είναι (1.400.000 x 64/000=) 89.600 €, ποσό το οποίο θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι της οφείλεται. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι όλοι οι κυρίως ενάγοντες δοκίμασαν έντονη ανησυχία και άγχος από τις σταδιακά επιδεινούμενες ζημίες που εμφάνιζε το διαμέρισμα όπου διέμεναν και φόβο για την τύχη όχι μόνο του διαμερίσματος αλλά και για την ίδια τους τη ζωή από ενδεχόμενη κατάρρευση της πολυκατοικίας. Ο τέταρτος των κυρίως εναγόντων ελάμβανε μέρος στις Πανελλήνιες Εξετάσεις για την εισαγωγή του σε Ανώτατο Εκπαιδευτικό ίδρυμα και η τρίτη ήταν φοιτήτρια Τουριστικών Σπουδών, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στη μελέτη τους. Αποδείχτηκε εξάλλου ότι κατά το χρόνο εκείνο η πρώτη κυρίως ενάγουσα συνταξιοδοτήθηκε. Δεν αποδείχτηκε ωστόσο ότι η καθυστέρηση λήψης της βασικής και της επικουρικής σύνταξης αυτής οφείλεται στην άνω αδικοπραξία, καθώς δεν αποδείχτηκε η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αυτών (αδικοπραξίας και καθυστέρησης στην απονομή συντάξεως) και ο σχετικός ισχυρισμός της θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αποδείχθηκε εξάλλου ότι οι κυρίως ενάγοντες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το διαμέρισμα που αποτελούσε την οικογενειακή τους στέγη και το Πάσχα του έτους 1999 να εγκατασταθούν σε άλλο διαμέρισμα, στην περιοχή της Ηλιούπολης Αττικής. Το διαμέρισμα αυτό αποδείχτηκε μεν ότι ήταν μεγαλύτερο και όχι μικρότερο από το προηγούμενο (120 τ.μ. έναντι 71 του επιδίκου, ως αποδεικνύεται από το από 16.6.2003 αντίγραφο ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης κατοικίας), πλην όμως η εγκατάστασή τους σε αυτό δεν έγινε με την ελεύθερη βούλησή τους αλλά λόγω εξαναγκασμού, μετά την υπόδειξη της Πολεοδομίας να εκκενώσουν την πολυκατοικία. Η δε αναστάτωση που επήλθε στη ζωή όλων είχε αντίκτυπο και στις κοινωνικές και φιλικές τους επαφές προκαλώντας δυσχέρειες σε αυτές καθώς μετακόμισαν σε περιοχή άλλη από αυτή όπου επί κατοικούσαν οι μεν δύο πρώτοι από το γάμο τους τα δε τέκνα αυτών από της γεννήσεώς τους. Επιπλέον ταλαιπωρία των εναγόντων λόγω μη καταβολής των ενοικίων από τις εναγόμενες εταιρείες δεν αποδείχτηκε, καθώς και η συζήτηση της σχετικής από 20.06.2006 αγωγής της πρώτης ενάγουσας κατά των ήδη κυρίως εναγομένων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για επιδίκαση αποζημίωσης που αντιστοιχεί σε μισθώματα, έχει αναβληθεί μέχρις εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως επί της υπό κρίση αγωγής και δεν έχει εξετασθεί στην ουσία της. Ο σχετικός ισχυρισμός θα πρέπει επομένως να απορριφθεί ως αβάσιμος δεδομένου ότι δεν υποστηρίζεται από έτερα αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου, ο ισχυρισμός ότι μαζί με τους ενάγοντες κατοικούσε η κατάκοιτη και πάσχουσα από Alzheimer τότε μητέρα του τρίτου εξ αυτών, και ότι δεν μπόρεσαν να την πάρουν μαζί τους στο νέο σπίτι λόγω του ότι αυτό ήταν μικρότερο, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η υγεία της και να πεθάνει αυτή σε ιδιωτικό κέντρο το 2001, αποκρούεται ως αβάσιμος αφενός γιατί το νέο διαμέρισμα αποδείχτηκε ότι ήταν μεγαλύτερο, αφετέρου γιατί δεν αποδείχθηκε ότι η επιδείνωση της υγείας της και η μεταφορά της σε ιδιωτικό οίκο οφειλόταν κατ’ οιονδήποτε τρόπο στην ανωτέρω αδικοπραξία και όχι σε παράγοντες σχετιζόμενους με το βεβαρημένο ιατρικό της ιστορικό. Σε κάθε περίπτωση, η όποια δυσμενής εξέλιξη της υγείας της αλυσιτελώς προβάλλεται από τους ενάγοντες προς θεμελίωση δικής τους ηθικής βλάβης. Συνεπώς, ως εκ της προπεριγραφείσας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης Κοινοπραξίας προστηθείσας από την πρώτη εναγομένη εταιρεία, οι ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της προσβολής την έκταση της βλάβης για κάθε ενάγοντα, ως ανωτέρω αναλύεται, το πταίσμα της υπαίτιας αναδόχου εταιρείας και την έλλειψη συνυπαιτιότητας των εναγόντων, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, την ταλαιπωρία, τη στενοχώρια και τη θλίψη που οι ενάγοντες δοκίμασαν από την άνω αδικοπραξία, εκ της οποίας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την οικογενειακή τους στέγη, η δε πρώτη και λόγω των ζημιών που υπέστη η ιδιοκτησία της κρίνει ότι εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν είναι το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000,00) € για την πρώτη κυρίως ενάγουσα και των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) € για έκαστο των λοιπών εναγόντων. Περαιτέρω και ως προς τις υπό Β και Γ παρεμπίπτουσες αγωγές, αποδείχθηκε ότι σύμφωνα με τα άρθρα 10.9., 35.4. και 35.5. της ειδικής συγγραφής υποχρεώσεων (ΕΣΥ) όπως οι τελευταίες δύο διατάξεις διασαφηνίστηκαν με το άρθρο 21 του εργολαβικού συμφωνητικού, η Ανάδοχος Κοινοπραξία δεν ευθύνεται έναντι της ……… για έμμεσες ή παρεπόμενες (αποθετικές) ζημίες, όπως π.χ. απώλεια κέρδους απώλεια χρήσης κ.λ.π. που προκλήθηκαν σε τρίτους ή στον ιδιοκτήτη του έργου από την εκτέλεση του έργου, εκτός αν οφείλονται σε υπαιτιότητα του αναδόχου λόγω μη τήρησης των συμβατικών του υποχρεώσεων και είναι αποτέλεσμα θετικής ζημίας ή οφείλονται σε δόλο ή βαριά αμέλεια του αναδόχου». Αποδείχτηκε περαιτέρω ότι το άρθρο 2.1. της ΕΣΥ ορίζει ότι αντικείμενο της Σύμβασης είναι η πλήρης πιστή και τεχνικά άρτια εκτέλεση και έγκαιρη αποπεράτωση του έργου (γραμμές 2 και 3 του ΜΕΤΡΟ Αθηνών), ενώ με το άρθρο 2.3. ορίζεται ότι στο αντικείμενο του έργου περιλαμβάνονται όλες οι απαραίτητες μελέτες και κατασκευές για τις σήραγγες. Εξάλλου, το άρθρο 33.7. της ΕΣΥ ορίζει ότι η έγκριση της μελέτης των υπολογισμών και των σχεδίων από την Υπηρεσία, δεν απαλλάσσει τον Ανάδοχο από τις ευθύνες του, που απορρέουν από τη Σύμβαση, ούτε αποτελεί με οποιοδήποτε τρόπο αποδοχή της επάρκειας και της ακρίβειας της μελέτης. Αποδείχτηκε περαιτέρω, ότι παρά το ότι η Ανάδοχος κοινοπραξία μελέτησε τη γεωλογική σύσταση του εδάφους και γνώριζε την επικινδυνότητα αυτής ωστόσο, από βαριά της αμέλεια επέλεξε αρχικά την μέθοδο διάνοιξης με μηχάνημα ΤΒΜ, το οποίο αντικαταστάθηκε με τη μέθοδο Ασπίδας Ανοικτού Μετώπου (OFS), ενώ η πλέον ενδεδειγμένη μέθοδος με βάση τα πραγματικά περιστατικό που ήταν εν γνώσει της Αναδόχου και ανωτέρω αναλυτικά εκτέθηκαν, ήταν η Νέα Αυστριακή Μέθοδος (ΝΑΤΜ). Συνεπώς κατά το σημείο αυτό, από αμέλεια της η Ανάδοχος παρέβη τις συμβατικές της υποχρεώσεις οι οποίες ήταν να πραγματοποιήσει την απαραίτητη μελέτη και να κατασκευάσει σύμφωνα με τους παραδεκτούς κανόνες της τεχνικής και της επιστήμης το έργο της διάνοιξης της σήραγγας ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ – ΔΑΦΝΗ. Ειδικότερα, από αμέλεια της δεν έλαβε υπόψη της στην πραγματοποιηθείσα μελέτη την ιδιαιτερότητα της μορφολογίας του Αθηναϊκού Σχιστόλιθου και ιδίως τις γεωλογικές ιδιαιτερότητες στην περιοχή του Αγίου Ιωάννη και δεν προσάρμοσε την μέθοδο διάνοιξης της σήραγγας στα γνωστό σε αυτήν πραγματικά περιστατικά της σαθρότητας του εδάφους, της επικινδυνότητας των υπερκείμενων οικοδομών και του μικρού βάθους της διανοιγόμενης σήραγγας, ως ήδη εκτέθηκε. Η Ανάδοχος υποστήριξε ότι δεν μπορούσε να αλλάξει τη μέθοδο και τα συμφωνηθέντα με την ΕΣΥ και το Εργολαβικό Συμφωνητικό, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, καθώς αποδείχτηκε ότι και στην προκείμενη, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις όπως στο Μοναστηράκι, έγιναν αλλαγές στη μέθοδο διάνοιξης ενώ δεν αποδείχτηκε ότι η Ανάδοχος απηύθηνε σχετικό αίτημα στην ………, που να απερρίφθη, οπότε η ευθύνη θα βάρυνε την Κυρία του έργου. Συνεπώς υπήρξε βαριά αμέλεια της Αναδόχου Κοινοπραξίας και θα πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι άνω διατάξεις που καθορίζουν ότι για τις ζημίες τρίτων, οφειλόμενες σε βαριά αμέλεια του Αναδόχου, δεν ευθύνεται η Κυρία του έργου, ………. Αποδείχτηκε περαιτέρω ότι δυνάμει της από 28.07.1992 ασφαλιστικής σύμβασης οι παρεμπιπτόντως εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες καθώς και οι Ανώνυμες Ασφαλιστικές Εταιρείες με την επωνυμία ………, ασφάλισαν με τα υπ’ αριθμ. 198, 128, 1230145, 1538/8 και 17480 ασφαλιστήρια συμβόλαια τα έργα κατασκευής του υπογείου σιδηροδρόμου πρωτεύουσας (ΜΕΤΡΟ ΑΘΗΝΩΝ), ως συνασφαλίστριες. Ασφαλισμένος δια της άνω συμβάσεως είναι τόσο η συμβαλλόμενη Κοινοπραξία ………, όσο και η ………, που είναι ο Κύριος του έργου, (άρθρα I και II Ειδικών Διατάξεων της Σύμβασης) και ασφαλιζόμενο έργο μεταξύ άλλων και η Γραμμή 2 ΣΕΠΟΛΙΑ-ΔΑΦΝΗ. Συμφωνήθηκε μεταξύ άλλων η κάλυψη της αστικής ευθύνης έναντι τρίτων για υλικές ζημίες συμπεριλαμβανομένων των συνεπακόλουθων απωλειών σε ιδιοκτησίες τρίτων, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ζημιωθέντων τρίτων σε δραχμές 930.000.000 για κάθε περιστατικό (βλ. την πρόσθετη πράξη υπ’ αριθμ. 10/15.12.1995, με την οποία τροποποιήθηκε το άνω ποσό), και ήδη μετά την εισαγωγή του € το άνω ποσό ισούται με 2.729.274,66 € η δε περίοδος ασφάλισης κάλυπτε το χρονικό διάστημα από 15.11.1991 έως την τελική παραλαβή των έργων. Με το άρθρο νιιι.Β.16 των Ειδικών Διατάξεων της σύμβασης ορίστηκε ότι συμφωνείται και συνομολογείται ότι η κάλυψη που παρέχεται από το τμήμα II «Αστική Ευθύνη προς τρίτους» επεκτείνεται για να καλύψει και την από το άρθρο 922 του Α.Κ. απορρέουσα ευθύνη τους ασφαλιζομένου (ευθύνη προστήσαντος). Στο τμήμα Β Ειδικών Όρων Ασφάλισης άρθρο I συμφωνήθηκαν τα εξής ως προς την αστική ευθύνη έναντι τρίτων «οι ασφαλιστές θα αποζημιώνουν τις οικονομικές συνέπειες που μπορεί να υποστεί ο Ασφαλισμένος από Αστική Ευθύνη έναντι Τρίτων, σύμφωνα με το νόμο και οφείλονται σε υλικές ζημίες και παρεπόμενες ζημίες που προκλήθηκαν σε περιουσία που ανήκει σε τρίτα πρόσωπα και συμβαίνουν κατά την περίοδο των εργασιών που έχουν σχέση με την εκτέλεση της σύμβασης του έργου που ασφαλίζεται. Αν μια ζημιά αστικής ευθύνης συνεπάγεται υποχρέωση αποζημίωσης σύμφωνα με τους όρους του ασφαλιστηρίου, οι ασφαλιστές θα αποζημιώσουν επίσης τον ασφαλισμένο για όλα τα έξοδα και δαπάνες της διαδικασίας που αναγκάστηκε να πληρώσει στον ενάγοντα». Η ασφαλιστική κάλυψη που παρέχεται με το άνω ασφαλιστήριο κατανεμήθηκε συνασφαλιστικά μεταξύ των ασφαλιστών με τις αντίστοιχες αναλογίες (άρθρο Χ ειδικών διατάξεων της σύμβασης) ………, ………. Αποδείχτηκε εξάλλου ότι η ……… συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την ……… δυνάμει των από 04.06.1997 αποφάσεων των Διοικητικών και των από 19.08.1997 αποφάσεων των εκτάκτων Γενικών Συνελεύσεων αμφοτέρων των εταιρειών και της σύμβασης συγχώνευσης που καταρτίστηκε με την υπ’ αριθμ. 37835/28.08.1997 πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Πουλαντζά Αγρέβη, που εγκρίθηκαν με την υπ’ αριθμ. Κ3- 72159/09.09.1997 απόφαση της Υπουργού Ανάπτυξης, η οποία καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Ασφαλιστικών Εταιρειών στις 09.09.1997 και δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. (Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.) 6524/11.09.1997. Συνεπώς η ………, ως απορροφούσα εταιρεία, από την καταχώριση στο Μητρώο της άνω εγκριτικής απόφασης υποκαθίσταται αυτοδικαίως σε όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της απορροφηθείσας εταιρείας. Εξάλλου, η άδεια λειτουργίας της ………ανεστάλη (βλ. το 641/31.01.2000 Φ.Ε.Κ. Τ.Α.Ε. και Ε.Π.Ε.) και στις υποχρεώσεις της υπεισήλθαν συμβατικά και αναδρομικά από 01.01.2000 κατ’ ίσα μέρη μεταξύ τους οι συνασφαλίστριες εταιρείες ………. Συνακόλουθα, τα ποσοστά ευθύνης τους από την ασφαλιστική κάλυψη διαμορφώθηκαν σε 42,5% για τις ……… και 15% για την ………. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι κατά το χρόνο του ως άνω ζημιογόνου συμβάντος η ανωτέρω ασφαλιστική σύμβαση ήταν εν ισχύ, και οι ασφαλισμένες γνωστοποίησαν την επέλευση της ζημίας συνεπώς, σι παρεμπιπτόντως εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες υποχρεούνται εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως να καταβάλουν στις παρεμπιπτόντως ενάγουσες ασφαλισμένες εταιρείες τα ποσά που αυτές υποχρεούνται να καταβάλουν μετά την αποδοχή (εν μέρει) της ως άνω κύριας αγωγής. Θα πρέπει εξάλλου να σημειωθεί, ότι σύμφωνα με το άρθρο 15 ν. 1496/1997, έκαστη των παρεμπιπτόντως εναγομένων ασφαλιστικών εταιρειών υποχρεούται κατά την αναλογία της συμμετοχής της και συνεπώς ευθύνονται κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα ποσοστά.
Σύμφωνα με όσα ανωτέρω έγιναν δεκτά, θα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κύρια αγωγή, να υποχρεωθούν οι κυρίως εναγόμενες να καταβάλουν στην πρώτη κυρίως ενάγουσα το ποσό των 3.200,00 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και το ποσό των 3.000,00 € ως αποζημίωση για τις υλικές ζημίες που υπέστη η ιδιοκτησία της και σε έκαστο των λοιπών εναγόντων το ποσό των 5.000,00 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των κυρίως εναγομένων να καταβάλλουν στην πρώτη κυρίως ενάγουσα το ποσό των (50.000 – 3.200 =) 46.800 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και το ποσό των (89.600 – 3.000 =) 86.600 € ως αποζημίωση για τις υλικές ζημίες που υπέστη η ιδιοκτησία της και σε έκαστο των λοιπών εναγόντων το ποσό των 25.000,00 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Εξαιρετικοί λόγοι που να επιβάλουν την κήρυξη της παρούσας προσωρινά εκτελεστής κατά τις άνω καταψηφιστικές της διατάξεις δε αποδείχτηκαν, ιδίως ενόψει της μη αμφισβητούμενης φερεγγυότητας των εναγομένων εταιρειών και συνεπώς το σχετικό αίτημα των κυρίως εναγόντων θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο στην ουσία του. Θα πρέπει δε να καθορισθεί παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των ερημοδικασθέντων εναγομένων εταιρειών της κυρίας αγωγής. Τέλος, θα πρέπει να επιδικασθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων σε βάρος των εναγομένων κατά το λόγο της ήττας τους και κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Θα πρέπει εξάλλου να γίνει δεκτή η πρώτη παρεμπίπτουσα αγωγή (υπό Β) και να αναγνωρισθεί ότι οι παρεμπιπτόντως εναγόμενες υποχρεούνται να καταβάλουν στην πρώτη παρεμπιπτόντως ενάγουσα έκαστη εις ολόκληρον κατά την αναλογία της συμμετοχής τους στην ασφαλιστική σύμβαση, ό,τι ποσό αυτή καταβάλει στους ενάγοντες της από 30.01.2006 κυρίας αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής και έως εξοφλήσεως. Θα πρέπει δε να επιδικασθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της παρεμπιπτόντως ενάγουσας σε βάρος των παρεμπιπτόντως εναγομένων της υπό Β αγωγής, κατά το λόγο της ήττας τους και κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Θα πρέπει επίσης να γίνει δεκτή η δεύτερη παρεμπίπτουσα αγωγή (υπό Γ) και να αναγνωρισθεί ότι σι παρεμπιπτόντως εναγόμενες υποχρεούνται να καταβάλουν στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα έκαστη εις ολόκληρον κατά την αναλογία της συμμετοχής τους στην ασφαλιστική σύμβαση, ό,τι ποσό αυτή καταβάλει στους ενάγοντες της από 30.01.2006 κυρίως αγωγής, πλέον τόκων και εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής και έως εξοφλήσεως. Θα πρέπει δε να επιδικασθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της παρεμπιπτόντως ενάγουσας σε βάρος των παρεμπιπτόντως εναγομένων της υπό Γ αγωγής, κατά το λόγο της ήττας τους και κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει Α) την από 30.01.2006 κύρια αγωγή με αριθμό κατάθεσης 23772/1216/06.02.2006, Β) την από 18.04.2006 προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – αγωγή, με αριθμό κατάθεσης 77276/4058/19.04.2006 και Γ) την από 30.08.2007 προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή με αριθμό κατάθεσης 190969/8393/04.09.2007, ερήμην των εναγομένων υπό 3α έως 3κβ της κυρίας αγωγής και αντιμολία των λοιπών διαδίκων.
Ορίζει παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τους ως άνω ερημοδικασθέντες διαδίκους ύψους διακοσίων (250,00) €.

Ως προς την υπό Α κύρια αγωγή
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν έκαστη εις ολόκληρον στην πρώτη ενάγουσα ……… και σε έκαστο των δεύτερου, τρίτης και τέταρτου των εναγόντων ………, με το νόμιμο τόκο από επιδόσεως της από 01.09.2003 και με αριθμό κατάθεσης 8146/2003 αγωγής τους κατά των εναγομένων και μέχρι εξοφλήσεως.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλλουν έκαστη εις ολόκληρον στην πρώτη ενάγουσα ……… και σε έκαστο των δεύτερου, τρίτης και τέταρτου των εναγόντων ……… με το νόμιμο τόκο από επιδόσεως της από 01.09.2003 και με αριθμό κατάθεσης 8146/2003 αγωγής τους κατά των εναγομένων και μέχρι εξοφλήσεως.
Καταδικάζει τις εναγόμενες στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία καθορίζει στα εννέα χιλιάδες διακόσια (9.200,00) €.

Ως προς την υπό Β κύρια αγωγή
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι παρεμπιπτόντως εναγόμενες υποχρεούνται να καταβάλουν στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα έκαστη εις ολόκληρον κατά την αναλογία της συμμετοχής τους στην ασφαλιστική σύμβαση, συνολικά ………, κατά τις άνω διακρίσεις ποσών που αναγνωρίσθηκε ότι υποχρεούται και υποχρεώθηκε αυτή να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα της από 30.01.2006 και με αριθμό κατάθεσης 1216/2006 αγωγής, πλέον τόκων και εξόδων από επιδόσεως της από 01.09.2003 και με και με αριθμό κατάθεσης 8146/2003 αγωγής κατά της παρεμπιπτόντως ενάγουσας με το νόμιμο τόκο πλην του κονδυλίου των τόκων, από την επομένη της καταβολής και έως εξοφλήσεως.
Καταδικάζει τις εναγόμενες στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της παρεμπιπτόντως ενάγουσας τα οποία καθορίζει στα εννέα χιλιάδες διακόσια (9.200,00) €.

Ως προς την υπό Γ αγωγή
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι παρεμπιπτόντως εναγόμενες υποχρεούνται να καταβάλουν στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα έκαστη εις ολόκληρον κατά την αναλογία της συμμετοχής τους στην ασφαλιστική σύμβαση, συνολικά ………, κατά τις άνω διακρίσεις ποσών που αναγνωρίσθηκε ότι υποχρεούται και υποχρεώθηκε αυτή να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα της από 30.01.2006 και με αριθμό κατάθεσης 1216/2006 αγωγής, πλέον τόκων και εξόδων από επιδόσεως της από 01.09.2003 και με και με αριθμό κατάθεσης 8146/2003 αγωγής κατά της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, με το νόμιμο τόκο πλην του κονδυλίου των τόκων, από την επομένη της καταβολής και έως εξοφλήσεως.
Καταδικάζει τις εναγόμενες στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στα εννέα χιλιάδες διακόσια (9.200,00) €.