ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ (ΠΟΛΙΤΙΚΟ) ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 1238/2009

559 αρ. 16 Κ.Πολ.Δ. – Αποδοχή από το δικαστήριο της ουσίας δεδικασμένου κατά παράβαση του νόμου – Δεδικασμένο ως προς τα παρεμπίπτοντα ζητήματα – 321, 322, 324, 333 Κ.Πολ.Δ. – Οι αποφάσεις για παράδοση ή απόδοση χρήσης μισθίου αποτελούν (παράγουν) δεδικασμένο μόνο ως προς το ζήτημα της παράδοσης ή απόδοσης της χρήσης του μισθίου και όχι ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως – Η ύπαρξη κυριότητας επί του μισθίου δεν αποτελεί προϋπόθεση για να ασκήσει ο εκμισθωτής τις αγωγές απόδοσης του μισθίου – 651 εδ. β΄ Κ.Πολ.Δ., 574 Α.Κ..


*

Δικαστές: Δ. Δαλιάνης, Αντιπρόεδρος Α.Π., Ρ. Ασημακοπούλου, Χ. Ζώης, Αθ. Κουτρομάνος, Αρεοπαγίτες

Δικηγόρος του γραφείου μας: Κυριάκος Μακαρώνας


*       *       *       *       *

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 559 αριθ. 16 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο.
Περαιτέρω κατά το άρθρο 321 Κ.Πολ.Δ., δεδικασμένο, το οποίο κατά το άρθρο 322 λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζει δε το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες. Κατά δε το άρθρο 324 ιδίου κώδικα το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφ’ όσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ενώ κατά το άρθρο 333 εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεπιμπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα.
Ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται ετέρα έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση περί του κυρίου ζητήματος της δίκης. Όπως όμως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 651 εδ. β΄ Κ.Πολ.Δ., οι αποφάσεις για την παράδοση ή απόδοση της χρήσης του μισθίου, αποτελούν δεδικασμένο μόνο ως προς το ζήτημα της παράδοσης ή απόδοσης της χρήσης του μισθίου που έχει κριθεί και όχι ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648-661 Κ.Πολ.Δ., τελεσίδικη απόφαση, η οποία αφορά στην παράδοση ή απόδοση του μισθίου, δεν αποτελεί δεδικασμένο ως προς τα λοιπά παρεμπιπτόντως κριθέντα ζητήματα, έστω και αν αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος της παράδοσης ή απόδοσης του μισθίου. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 574 ΑΚ προκύπτει ότι η μίσθωση είναι ενοχική σχέση και δεν ασκεί επιρροή στην ισχύ και λειτουργία της σύμβασης αυτής η κυριότητα ή οποιοδήποτε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί του μισθίου. Η σχετικότητα δε της μισθωτικής σχέσης έχει ως αποτέλεσμα ν’ ανήκουν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από αυτή μόνο στα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή στον εκμισθωτή και στον μισθωτή, οι οποίοι και νομιμοποιούνται στις σχετικές μισθωτικές δίκες. Έτσι η ύπαρξη κυριότητας επί του μισθίου δεν αποτελεί προϋπόθεση για να αξιώσει ο εκμισθωτής το μίσθωμα ή να ασκήσει τις συναφείς αγωγές απόδοσης του μισθίου. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, που δίκασε επί της από 20-1-2004 αγωγής της αναιρεσείουσας, με την με την οποία επικαλούμενη ότι οι αναιρεσίβλητοι αμφισβητούν την κυριότητα της επί του περιγραφόμενου σε αυτή «ραντάρ». καιρού και ότι κατακρατούν και χρησιμοποιούν τούτο παρανόμως και αυθαιρέτως, ζητούσε να αναγνωρισθεί η κυριότητα της επί του παραπάνω ραντάρ και η υποχρέωση των αναιρεσιβλήτων να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 1.285.400 ευρώ ως αποζημίωση για την παράνομη χρήση του μηχανήματος αυτού, δέχθηκε τα ακόλουθα: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα άσκησε κατά των ήδη αναιρεσιβλήτων την από 10-5-2002 αγωγή της, με την οποία επικαλούμενη ότι την 16-5-1995 εκμίσθωσε στην πρώτη από εκείνους, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον δεύτερο, για αόριστο χρόνο, ένα ραντάρ τύπου WR 100-1/77 με όλα τα παρελκόμενα του, αντί ετησίου μισθώματος 250.000 δολλαρίων Η.Π.Α., για να χρησιμοποιηθεί σε περιοχές της Κεντρικής και Βορείου Ελλάδος, σε προγράμματα αντιχαλαζικής προστασίας που είχαν αναλάβει από τον Οργανισμό Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων, όπως συνέβαινε και στην προηγούμενη, συναφθείσα το 1992 μίσθωση του ανωτέρω ραντάρ από την α΄ με εκμισθώτρια την Κυπριακή εταιρία χρηματοδοτικής μισθώσεως με την επωνυμία “C.L.” LTD., στην οποία το είχε συνεισφέρει για να συμμετάσχει η αναιρεσείουσα και της επιστράφηκε μετά τη λύση εκείνης το Μάιο του 1995, ζητούσε, ενόψει της μη καταβολής απ’ αυτούς των οφειλομένων μισθωμάτων κατά το διάστημα των ετών 1995 έως μέρους του 2002, να υποχρεωθούν στην απόδοση της χρήσεως του πιο πάνω. ραντάρ και να της καταβάλουν τα οφειλόμενα μισθώματα από 1.604.165 δολλάρια Η.Π.Α., κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα. Επί της πιο πάνω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αρ. 29.073/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (ειδική διαδικασία μισθωτικών διαφορών), η οποία την απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, αφού, όπως προκύπτει, έκρινε ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε την επικαλούμενη σύμβαση μισθώσεως και ότι δεν ενομιμοποιείτο στην άσκηση της, αφού αυτή προϋπέθετε την ιδιότητα της ως εκμισθώτριας με βάση την μη αποδειχθείσα επικαλούμενη κυριότητα της επί του επιδίκου ραντάρ. Η ανωτέρω απόφαση έγινε τελεσίδικη, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, αφού δεν ασκήθηκε κατ’ εκείνης έφεση και συνεπώς δεσμεύει το Δικαστήριο αυτό (Εφετείο) ως προς το κριθέν από το πιο πάνω καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο παρεμπίπτον ζήτημα της έλλειψης κυριότητας της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας επί του επίδικου ραντάρ και επομένως είναι απορριπτέο, και αυτεπαγγέλτως, λόγω του απορρέοντος απ’ αυτήν δεδικασμένου, το σχετικό αίτημα περί αναγνώρισης της κυριότητας της επ’ αυτού και οι συνακόλουθες αξιώσεις της που προϋποθέτουν αυτήν, ακολούθως δε είναι απορριπτέα η ένδικη αγωγή στο σύνολο της. Με το να κρίνει έτσι το Εφετείο και να απορρίψει την ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου από την ανωτέρω 29073/2003 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ως προς το παρεμπιπτόντως κριθέν ζήτημα της έλλειψης κυριότητας αυτής (αναιρεσείουσας) επί του παραπάνω ραντάρ καιρού, δέχθηκε κατά παράβαση των προαναφερομένων διατάξεων του Κ.Πολ.Δ., ότι υπάρχει δεδικασμένο ως προς το ζήτημα αυτό. Τούτο δε διότι η απόφαση αυτή, που αφορούσε στην απόδοση μισθίου μηχανήματος (ραντάρ), δεν αποτελεί, κατά τα προεκτιθέμενα, δεδικασμένο ως προς το παρεμπιπτόντως κριθέν ζήτημα της κυριότητας της αναιρεσείουσας επί του μηχανήματος αυτού, αφού η κυριότητα δεν αποτελούσε ουσιαστική προϋπόθεση για την ισχύ και λειτουργία της μίσθωσης, ούτε για απόδοση του μισθίου και την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων (που απετέλεσε αντικείμενο εκείνης της δίκης) και εντεύθεν προδικαστικό ζήτημα κατά την παραπάνω έννοια. Επομένως πρέπει, κατά παραδοχή των σχετικών περί τούτου πρώτου και δευτέρου λόγων της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 1 και 16 Κ.Πολ.Δ., προβάλλεται πράγματι μόνο η από το άρθρου 559 αριθ. 16 Κ.Πολ.Δ., αιτίαση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι δυνατή (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 2016/2006 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.