Απόπειρα απάτης ενώπιον δικαστηρίου- Ψευδής αναφορά στην αρχή- Στην διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων δεν αρκεί για την στοιχειοθέτηση της απάτης ενώπιον δικαστηρίου μόνη η προβολή ψευδών ισχυρισμών (όπως έχει έως τώρα υποστηριχθεί) αλλ’ απαιτείται και προσκομιδή ψευδών αποδεικτικών μέσων διότι η «πιθανολόγηση» (στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων) έχει σχέση με το βαθμό δικανικής πεποίθησης και όχι με την ελεύθερη (420ΚΠολΔ) ή δεσμευτική (352 παρ.1 ΚΠολΔ κ.ά.) εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων- 386, 225 Π.Κ.
*
Δικαστές: Δ. Οικονόμου, Πρόεδρος Πλημμελειοδικών, Ελένη Κολίτσα, Αν. Αναστασίου, (Πλημ/κες).
Δικηγόρος του γραφείου μας: Κυριάκος Ε. Μακαρώνας.
* * * * *
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατόπιν της (…….) εγκλήσεως (……) ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον των κατηγορουμένων αρχικώς για την αξιόποινη πράξη της απόπειρας απάτης ενώπιον δικαστηρίου, από την οποία προκλήθηκε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, υπερβαίνουσα το ποσόν των εβδομήντα τριών χιλιάδων ευρώ (73.000 €} [άρθρα 26 § 1 εδαφ. α, 27 § 1.42 § 1 και 386 §§ 1 εδαφ. β, 3 περ. β ΠΚ], με παραγγελία για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης, που διενεργήθηκε από την Ανακρίτρια τουΤακτικού Τμήματος του Πλημμελειοδικείου Αθηνών και περαιώθηκε με την λήψη της απολογίας του πρώτου κατηγορουμένου για την διωχθείσα πράξη, που φέρεται (κατά την κατηγορία που του απαγγέλθηκε) ότι τελέστηκε ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών στις 24.10.2002 υπό τις συνθήκες που κατωτέρω ειδικότερα θα εκτεθούν και με την έκδοση τυπικών κλήσεων σε βάρος των λοιπών κατηγορουμένων για την ίδια πράξη, που φέρεται ότι τελέστηκε (κατά το από 8.3.2006 διαβιβαστικό έγγραφο περαίωσης της πρώτης φάσης της κύριας ανάκρισης) με την κατάθεση της ομοίως πιο κάτω μνημονευόμενης αιτήσεως ενώπιον του Εφετείου Αθηνών στις 19.9.2002. Ακολούθως στις 20.6.2006 ασκήθηκε συμπληρωματική ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς αναφοράς στην αρχή (άρθρο 225 §§ 2 εδαφ. α, 1 ΠΚ), επί της οποίας η παραγγελθείσα κύρια ανάκριση περατώθηκε με τον ίδιο δικονομικό τρόπο (κατ’ άρθρο 270 § 1 εδαφ. β ΚΠΔ). επειδή κατά τη γνώμη του Ανακριτή του πιο πάνω Τμήματος δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά η συμπληρωματικώς διωχθείσα πράξη με την κατάθεση ενδίκου βοηθήματος από διάδικο πολιτικής δίκης. Στη συνεχεία στις 11.4.2007 ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του μεν πρώτου κατηγορουμένου για απόπειρα απάτης ενώπιον δικαστηρίου κατά συρροή, με τις αυτές ως άνω επιβαρυντικές περιστάσεις, τελεσθείσα στις 24.10.2002 και κατά των λοιπών για απλή συνδρομή στην πράξη αυτή, που φέρεται ότι παρασχέθηκε στις 19.9.2002 με την κατάθεση αίτησης στο Εφετείο Αθηνών, της οποίας επίκληση και χρήση φέρεται ότι έγινε από τον πρώτο κατηγορούμενο στις 24.10.2002. Με το υπ’ αριθμ. 3569/2007 παρεμπίπτον βούλευμα του Συμβουλίου τούτου ήρθη υπέρ του Ανακριτή η διαφωνία που ανέκυψε, όταν αυτός περαίωσε εκ νέου την κύρια ανάκριση με την έκδοση τυπικών κλήσεων σε βάρος των κατηγορουμένων διατυπώνοντας στο υπ’ αριθμ. 551/21.5.2007 διαβιβαστικό έγγραφο του τη γνώμη ότι τα διωχθέντα περιστατικά δεν συγκροτούν αντικειμενικά την αξιόποινη πράξη της απόπειρας απάτης ενώπιον δικαστηρίου. Ήδη η ένδικη δικογραφία νομότυπα επανεισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου τούτου κατ’ άρθρο 308 § 1 ΚΠΔ με την ανωτέρω υπ’ αριθμ. Ε Γ 56 – 08/50/17 εισαγγελική πρόταση.
Κατά το άρθρο 386 § 1 ΠΚ για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α)σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ανεξαρτήτως αν το όφελος αυτό πραγματοποιήθηκε ή όχι, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και γ)βλάβη ξένης περιουσίας η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις, χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Υπό την έννοια αυτή το έγκλημα της απάτης συντελείται αντικειμενικώς και όταν ο δράστης προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις προς αρμόδια αρχή, πείθοντας έτσι αυτή να προβεί σε ενέργειες της αρμοδιότητας της από τις οποίες ζημιώνεται άλλος. Λόγω δε της μη αναγκαίας ταυτίσεως του απατηθέντος και του υποστάντος την βλάβη, η απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή, που δικάζει σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται σ’ αυτόν ψευδής ισχυρισμός, υποστηριζόμενος δια της εν γνώσει προσαγωγής και επικλήσεως πλαστών ή νοθευμένων εγγραφών, αλλά και γνήσιων με ανακριβές κατ’ ουσία περιεχόμενο. Τετελεσμένη είναι η απάτη επί δικαστηρίου, όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την επίκληση και προσαγωγή πλαστών ή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων εκδίδεται από το πολιτικό δικαστήριο οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη της απάτης σε βάρος του αντιδίκου του. Σε περίπτωση που υποβάλλονται μεν στο δικαστήριο ψευδείς ισχυρισμοί του προσφεύγοντος σ’ αυτό με ένδικο βοήθημα, χωρίς όμως, συνάμα, να προσκομίζονται με επίκληση, προς απόδειξη αυτών, εν επιγνώσει, και πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα και εν γένει ψευδή αποδεικτικά στοιχεία, τότε δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης επί δικαστηρίου, ούτε σε μορφή απόπειρας, εφόσον μόνη η προβολή αναληθούς ισχυρισμού σε αγωγή κ.λπ. δεν συνιστά, κατά την έννοια του άρθρου 42 § 1 ΠΚ. πράξη περιέχουσα αρχή εκτελέσεως (ΣυμβΑΠ 47/2007. ΠοινΔνη 10/797. ΑΠ 1452/2006, ΠΧ ΝΖ/629. ΣυμβΑΠ 2353/2005. ΠοινΔνη 9/660. ΣυμβΠλημΑΘ 2920/2005. ΠοινΔνη 9/147). Τέτοια απάτη τελείται και όταν η δίκη διεξάγεται κατά κάποια ειδική διαδικασία, στα πλαίσια της οποίας σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις δεν τηρούνται οι κανόνες του ΚΠολΔ που αφορούν τα μέσα της αποδείξεως και την αποδεικτική δύναμη αυτών και το δικαστήριο αποφασίζει κατά πιθανολογηση των προβαλλόμενων ισχυρισμών των διαδίκων, η οποία είναι δυνατόν να επέλθε] με οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο. Ειδική διαδικασία κατά την ανωτέρω έννοια αποτελεί τόσο η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων όσο και η διαδικασία έκδοσης προσωρινής διαταγής για την προσωρινή εξασφάλιση δικαιώματος, για την προσωρινή προστασία του οποίου έχει κατατεθεί αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 682 επομ. ΚΠολΔ. Στις διαδικασίες αυτές είναι κατά το νόμο (άρθρο 690 § 1 ΚΠολΔ) υποχρεωτική η προαπόδειξη και αρκεί η πιθανολογηση των ισχυρισμών των διαδίκων. Για το λόνο αυτό υποστηρίχθηκε στη νομολογία {ΣυμβΑΠ 237/1997, Υπέρ. 1997/1213, βλ. και Αθ. Κονταξή, Ποινικός Κώδικας, τόμος Β, 2000, άρθρο 386, σελ. 3541) ,ότι νια την αντικειμενική συγκρότηση του αδικήματος της απάτης (και της απόπειρας αυτής) ενώπιον του δικαστηρίου που δικαζει αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων αρκεί μονή η προβολή ψευδών ισχυρισμών, χωρίς να προσαπαιτείται και η προσκομιδή ψευδών αποδεικτικών μέσων, αφού η απόδειξη (της βασιμότητας των ισχυρισμών) χωρεί χωρίς δέσμευση από τους κανόνες πκ τακτική απόδειξης. Εγγύτερη όμως προσέγγιση των σχετικών διατάσεων του ΚΠολΔ άγει σε αντίθετο συμπέρασμα. Καταρχάς, στη διάταξη του άρθρου 347 του ιδίου Κώδικα, που κατ’ άρθρο 591 § 1 αυτού εφαρμόζεται και στις ειδικές διαδικασίες, ορίζεται ότι «όπου ο νόμος θεωρεί αρκετή την πιθανολογηση το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να εφαρμόσει τις διατάξεις που ισχύουν για την αποδεικτική διαδικασία, τα αποδεικτικά μέσα και τη δύναμη τους αλλά λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε μέσα κρίνει κατάλληλα για να σχηματίσει πιθανότητα σχετικά με την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών». Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 340 εδαφ. α ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει κατά συνείδηση αν οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί», προκύπτει πρώτον ότι η καθιερούμενη πιθανολόγηση των ισχυρισμών των διαδίκων σχέση έχει όχι με την ελεύθερη (κατ’ άρθρο 420 ΚΠολΔ) ή δεσμευτική (όπως λ.χ. στις διατάξεις των άρθρων 352 § 1, 432, 438, 439, 441, 445 ΚΠολΔ) εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων αλλά με το βαθμό δικανικής πεποίθησης που απαιτείται να σχηματίσει ο δικαστής για την παραδοχή του αιτήματος που κατάγεται σε δίκη και δεύτερον ότι στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ο δικαστής δεν Είναι ελεύθερος να αποφασίσει για την αποδεικτική βασιμότητα των ισχυρισμών των διαδίκων με βάση προφορικές τυχόν εξηγήσεις ή δηλώσεις τους και χωρίς καταφυγή σε μέσα αποδείξεως. Αντιθέτως, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο και στην περίπτωση αυτή να αξιολογήσει κάποια αποδεικτικά μέσα. στα οποία διατηρεί την ευχέρεια να προσφύγει απεριορίστως, έστω και αν αυτά δεν αναγνωρίζονται ως τέτοια κατ’ άρθρο 339 ΚΠολΔ ούτε πληρούν τους όρους του νόμου (λ.χ. έγγραφα άκυρα, ανυπόγραφα ή προσβληθέντα ως πλαστά, καταθέσεις εξαιρετέων μαρτύρων, ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν χωρίς κλήτευση του αντιδίκου κλπ, βλ. άρθρο 270 § 2 εδαφ. β ΚΠολΔ), προκειμένου όχι να πειστεί (σχηματίζοντας έτσι πλήρη δικανική πεποίθηση) για την αλήθεια των προβαλλόμενων ισχυρισμών αλλά προκειμένου να πιθανολογήσει την αλήθεια αυτών. Για το λόγο αυτό άλλωστε στη διάταξη του άρθρου 691 § 1 ΚΠολΔ. σε συστηματική αρμονία προς εκείνη του άρθρου 347 του ιδίου Κώδικα, που προαναφέρθηκε, ορίζεται ότι το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για το σχηματισμό της κρίσης του…», η οποία δεν θα είχε λόγο ύπαρξης εάν αλήθευε ότι ο δικαστής μπορεί να πειστεί σε ισχυρισμό μη οπωσδήποτε αποδεικνυόμενο, επειδή εν προκειμένω δεν ισχύουν οι κανόνες της τακτικής απόδειξης. Συνεπώς, για την αντικειμενική στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της απάτης στο δικαστήριο απαιτείται η υποβολή αναληθούς ισχυρισμού να συνοδεύεται από την προσκομιδή αναληθών (πλαστών ή ψευδών κατά περιεχόμενο) αποδεικτικών μέσων, αφού χωρίς την προσκομιδή αυτή δεν μπορεί να νοηθεί ουσιαστική παραδοχή της αιτήσεως από το δικαστή, ο οποίος αντιθέτως είναι υποχρεωμένος να απορρίψει αυτήν ως αβάσιμη (ΑΠ 1638/2004, ΠοινΔνη 8/113, ΑΠ 2433/2003, ΠΧ ΝΔ/904, ΑΠ 45/2001, ΠΧ ΝΒ/687, πρβλ. και ΣυμβΑΠ 661/2006, ΠοινΔνη 9/1098). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 225 § 2 εδαφ. α ΠΚ «με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος ….όταν εξετάζεται από κάποια αρχή ή εξουσιοδοτημένο όργανο της ή όταν αναφέρεται σε αυτήν, εκθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως αρχή νοείται το όργανο του κράτους, το οποίο ασκεί κατ’ ιδίαν αυτού ελεύθερη κρίση σε ορισμένο κύκλο κρατική εξουσία τεταγμένη υπό των οργανικών αυτού νόμων προς διοίκηση του, συμπεριλαμβανομένης όχι μόνο της δημόσιας εξουσίας, με την οποία επιδιώκεται η εκπλήρωση των άμεσων σκοπών του κράτους αλλά και της λειτουργίας που προορίζεται για σκοπούς απώτερους μεν, γενικούς όμως μέσα στην πολιτεία συμφέροντος και κοινής ανάγκης, η οποία εξαιτίας αυτού περιβάλλεται από το νομοθέτη εν όλω ή εν μέρει με Οργανισμό δημόσιας υπηρεσίας, από όπου συνάγεται και η νομοθετική πρόθεση να αναχθεί η λειτουργία αυτή σε κρατική εξουσία (ΑΠ 417/1993, ΠΧ ΜΓ/199, ΑΠ 1062/1992, ΠΧ ΜΒ/805). Η αρχή πρέπει να έχει την αρμοδιότητα να ελέγξει αυτεπαγγέλτως την αλήθεια της προς αυτήν αναφοράς (ΟλΑΠ 351/1961, ΠΧ ΙΒ/27). Υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι καθένας που εξετάζεται από την αρχή ή αναφέρεται προς αυτή (Μ. Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας, 2003, άρθρο 225, αριθμ. 7). Δεν τελείται όμως το έγκλημα από διάδικο πολιτικής δίκης, ο οποίος σε δικόγραφο εκθέτει ισχυρισμούς, που στηρίζονται σε εν γνώσει του ψευδή γεγονότα (βλ. σχετ. ΑΠ 1237/1987. ΠΧ ΛΗ/62, που αφορά σε αγωγή με αναληθές περιεχόμενο, Δ.ση Εις.Πλημ.Αθ. από 28.7.1995, που αφορά σε αίτηση πτωχεύσεως και Μ. Μαργαρίτη, ο.π., αριθμ. 10), καθόσον η έκθεση ψευδών περιστατικών στην πολιτική δίκη κολάζεται, ως παράβαση του καθήκοντος αληθείας, απο τη διάταξη του άρθρου 205 § 2 ΚΠολΔ.
Εν προκειμένω, από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε κατά τη διενεργηθείσα κύρια ανάκριση και συγκεκριμένα από τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις και τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό προς την απολογία του πρώτου κατηγορουμένου και το απολογητικό του υπόμνημα προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 22.10.2002 υποβλήθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών•(……….) των ήδη μηνυτριών (………..) έλαβε αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 11399/22.10.2002 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στις 9.12.2002. Με την αίτηση αυτή, που στράφηκε εναντίον της εδρεύουσας στην Αθήνα(……….) ανώνυμης εταιρίας (………..) αλλά και του νομίμου εκπροσώπου αυτής πρώτου κατηγορουμένου (……) ζητήθηκε να επιδικαστούν προσωρινά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 728 § 1 ΚΠολΔ, σε καθεμία των τότε αιτουσών τα στην αίτηση εκείνη αναφερόμενα χρηματικά ποσά καθυστερούμενων δεδουλευμένων αποδοχών, που τους οφείλονταν από την παροχή της εργασίας τους στην πρώτη τότε καθ’ ης, προσθέτως δε να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ’ ων και να εκδοθεί σχετική προσωρινή διαταγή με ισχύ μέχρι την συζήτηση της αιτήσεως. Με την από 22.10.2002 Πράξη του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών ορίστηκε δικάσιμος για την εκδίκαση της αίτησης προσωρινής διαταγής η 24η. 10.2002 και διατάχθηκε η κλήτευση των καθ’ ων είκοσι τέσσερις ώρες πριν από αυτήν. Κατά την ορισθείσα δικάσιμο ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών (…..) τους καθ’ ων εκπροσώπησε πληρεξούσιος δικηγόρος τους, ο οποίος ενεργώντας προδήλως κατ’ εντολή του πρώτου κατηγορουμένου ισχυρίστηκε ότι ενώπιον του Εφετείου Αθηνών εκκρεμούσε ήδη τότε, κατατεθείσα στις 19.9.2002 και λαβούσα(….) η από 2.9.2002 αίτηση υπαγωγής της πιο άνω πρώτης καθ’ ης εταιρίας υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 46 του Ν. 1892/1990, η οποία είχε υποβληθεί από τον πρώτο κατηγορούμενο ατομικώς, από την εδρεύουσα στο (….) Αττικής ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία (….) που την εκπροσωπούσε νόμιμα ο τρίτος κατηγορούμενος, από την εδρεύουσα στην Αθήνα (..) ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία (…….) από την εδρεύουσα στην Αθήνα (..) εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία (….) και από την εδρεύουσα στην Αθήνα (…..) ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία (….), τις οποίες εκπροσωπούσαν νόμιμα ο πρώτος, η δεύτερη και οι τέταρτος μέχρι και όγδοη των κατηγορουμένων και στο μετοχικό κεφάλαιο των οποίων μετείχαν οι λοιποί (ένατη μέχρι και ενδέκατος) των κατηγορουμένων. Για το λόγο αυτό ο πληρεξούσιος δικηγόρος των τότε καθ’ ων, επικαλούμενος περαιτέρω τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 46 του Ν. 1892/1990, κατά την οποία «από την επομένη της υποβολής στο εφετείο της αιτήσεως για τη θέση επιχειρήσεως υπό ειδική εκκαθάριση απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση, η λήψη παντός ασφαλιστικού μέτρου και η κήρυξη ή συνέχιση της πτωχεύσεως», ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως εκδόσεως προσωρινής διαταγής ως νομικά αβάσιμης. Ο (νομικός) αυτός ισχυρισμός απορρίφθηκε από τον πιο πάνω Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος πιθανολόγησε την ευδοκίμηση της από 5.10.2002 αιτήσεως καθώς και αυξημένο κίνδυνο επικείμενης αποξένωσης της πρώτης καθ’ ης από την κατασχετέα περιουσία της, με συνέπεια τη συνδρομή επείγουσας περίπτωσης που δικαιολογούσε τη λήψη του αιτούμενου μέτρου προς εξασφάλιση του δικαιώματος των τότε αιτουσών και ήδη μηνυτριών. Επιπλέον, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι στις 19.9.2002 έλαβε χώρα ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών μόνον η κατάθεση της από 2.9.2002 πιο πάνω αιτήσεως, με την οποία ζητήθηκε να τεθεί η ανώνυμη εταιρία (………..) στο καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 46 του Ν. 1892/1990 και να ορισθεί ως εκκαθαριστής η εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη τραπεζική εταιρία (…..), ενώ επακολούθησε ο προσδιορισμός της 4ης.3.2003 ως δικασίμου για την εκδίκαση της αιτήσεως αυτής από τον αρμόδιο Πρόεδρο Εφετών. Η νομική αξιολόγηση των περιστατικών αυτών, σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη ανωτέρω εκτέθηκαν, οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα: Καταρχάς, μόνη η κατάθεση στις 19.9.2002 (και ο προσδιορισμός της δικασίμου της) της από 2.9.2002 αιτήσεως (έστω και αν υποτεθεί ότι αυτή περιείχε ισχυρισμούς με αναληθές περιεχόμενο) δεν συνιστά ούτε καν απόπειρα του εγκλήματος της απάτης ενώπιον δικαστηρίου, αφού δεν συνοδεύτηκε από προσκομιδή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων. Ομοίως, δεν συγκροτεί το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 225 § 2 εδαφ. α ΠΚ, καθόσον η υποβολή (έστω και αναληθούς) αιτήσεως προς θέση ανώνυμης εταιρίας σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης δεν συνιστά αναφορά προς την αρχή. Ερευνητέον, επομένως, αποβαίνει μόνο το ζήτημα της τέλεσης απόπειρας απάτης στις 24.10.2002 με την προβολή ενώπιον του αρμοδίου δικαστικού οργάνου ψευδούς αμυντικού ισχυρισμού προς απόκρουση αιτήσεως περί εκδόσεως προσωρινής διαταγής. Κρίσιμο εν προκειμένω είναι το ζήτημα αν ο προβληθείς αυτός ισχυρισμός ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών επιχειρήθηκε να επιβεβαιωθεί με την προσκομιδή της από 2.9.2002 αιτήσεως. Ήδη με την ένδικη μήνυση τους οι μηνύτριες επικαλούνται ότι στις 24.10.2002 αγνοούσαν την υποβολή αυτής, η οποία δεν τους είχε επιδοθεί, καθόσον μάλιστα δεν στρεφόταν εναντίον τους, καθώς και οτι την αναζήτησαν και την ανεύραν μετά από έρευνα. Τα αυτά επικαλούνται και στο δικόγραφο της από 18.2.2003 κύριας παρέμβασης που άσκησαν ενώπιον του Εφετείου Αθηνών με αίτημα την απόρριψη της από 2.9.2002 αιτήσεως. Από τους ισχυρισμούς τους αυτούς συνάγεται ότι η επίμαχη αίτηση δεν προσκομίστηκε κατά τη συζήτηση της αιτήσεως προς έκδοση προσωρινής διαταγής ενώπιον του πιο πάνω Δικαστή. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η αιτηθείσα προσωρινή διαταγή εκδόθηκε. Πράγματι, αν η από 2.9.2002 αίτηση είχε προσκομιστεί στις 24.10.2002 ο Δικαστής εκείνος ήταν υποχρεωμένος να απορρίψει την τότε κρινόμενη αίτηση, για το λόγο ότι μόνη η προηγούμενη υποβολή της αιτήσεως στο Εφετείο Αθηνών θα είχε ως συνέπεια το απαράδεκτο της υποβολής της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, η οποία δεν θα ευδοκιμούσε κατά τη συζήτηση της, με αποτέλεσμα να παρίσταται οικονομικώς αναγκαία και η απόρριψη της αίτησης προσωρινής διαταγής. Και τούτο διότι σε περίπτωση προσκομιδής της από 2.9.2002 αιτήσεως δεν θα απέκειτο στη διακριτική ευχέρεια του κρίνοντος πιο πάνω Δικαστή να πιθανολογήσει την ουσιαστική της βασιμότητα. Αλλά και στην περίπτωση της μη προσκομιδής της, όπως συνέβη, ο ίδιος Δικαστής δεν είχε διακριτική ευχέρεια να απορρίψει την αίτηση προσωρινής διαταγής, αφού κατά τα προαναφερθέντα είχε νόμιμη υποχρέωση να πιθανολογήσει την αλήθεια του προβληθέντος διαδικαστικού ισχυρισμού των καθ’ ων μόνο αξιολογώντας κάποια αποδεικτικά μέσα, έστω και μη πληρούντα τους όρους του νόμου και τέτοια δεν αποτελούν βεβαίως οι δηλώσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων. Ανεξαρτήτως, επομένως, της αλήθειας ή μη των διαληφθέντων στην από 2.9.2002 ως άνω αίτηση υπαγωγής της εταιρίας του πρώτου κατηγορουμένου στο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης, δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά η ποινική δίωξη για την πράξη της απόπειρας απάτης ενώπιον δικαστηρίου (κατά νομική δε αναγκαιότητα και της απλής συνεργείας σ’ αυτήν), η οποία δεν φέρει αξιόποινο χαρακτήρα. Συνεπώς, πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 309 § 1 περ. α και 310 § 1 εδαφ. α ΚΠΔ να μη γίνει κατηγορία εναντίον των κατηγορουμένων για τις πράξεις της απόπειρας απάτης ενώπιον δικαστηρίου, από τις οποίες απειλήθηκε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, συνολικά ανώτερη των εβδομήντα τριών χιλιάδων ευρώ (73.000 €), που φέρεται ότι τελέστηκε από τον πρώτο αυτών κατά συρροή στις 24.10.2002 και της απλής συνέργειας σε απόπειρα απάτης ενώπιον δικαστηρίου με τις αυτές επιβαρυντικές περιστάσεις, που φέρεται ότι τελέστηκε από τους λοιπούς κατηγορούμενους στις 19.9.2002. Τα δικαστικά έξοδα που αντιστοιχούν στο απαλλακτικό σκέλος του παρόντος βουλεύματος δεν πρέπει να βαρύνουν τις εγκαλούσες, στο πρόσωπο των οποίων το Συμβούλιο δεν διαπιστώνει τη συνδρομή κάποιας από τις προϋποθέσεις του άρθρου 585 § 1 ΚΠΔ. Τέλος, ως προς την πράξη της ψευδούς αναφοράς στην αρχή. πρέπει, συμφωνά με τις διατάξεις των άρθρων 309 § 1 περ. β και 310 § 1 εδαφ. β ημιεδ. α ΚΠΔ, να παύσει οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη, λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου της, που επήλθε με παραγραφή (άρθρα 111 §§ 1. 3 112 και 113 ΠΚ). καθόσον από το φερόμενο ως χρόνο τελέσεως της (19.9.2002) μέχρι την εισαγωγή της υποθέσεως ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου (26.5.2008) έχει ήδη παρέλθει πενταετία, χωρίς στο μεταξύ να χωρέσει νόμιμος λόγος αναστολής της παραγραφής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αποφαίνεται ότι δεν πρέπει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων (…..) για την αξιόποινη πράξη της απάτης ενώπιον δικαστηρίου, που φέρεται ότι τελέστηκε από μεν τον πρώτο αυτών κατά συρροή στην Αθήνα στις 24.10.2002, από την οποία απειλήθηκε ζημία ανώτερη των εβδομήντα τριών χιλιάδων ευρώ (73.000 €) συνολικά, στην περιουσία των εγκαλουσών| (….) (…) από δε τους λοιπούς στις 19.9.2002 και κατά των αυτών (δεύτερης έως και ενδέκατου) κατηγορουμένων για την πράξη της απλής συνέργειας στην πιο πάνω κακουργηματική απάτη, που φέρεται ότι τελέστηκε από αυτούς στην Αθήνα στις 19.9.2002.
Απαλλάσσει των δικαστικών εξόδων τις εγκαλούσες.
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη εναντίον απάντων των πιο πάνω κατηγορουμένων για την πράξη της ψευδούς αναφοράς στην αρχή, που φέρεται ότι τελέστηκε από αυτούς στην Αθήνα στις 19.9.2002.