174, 180, 340, 345, 346, 349, 350, 351, 361, 648, 652, 656, 669 Α.Κ., 281, 288 Α.Κ. 904 Α.Κ., Ν. 2112/1920, Ν. 3198/1955, Α.Ν. 539/1945, Ν.Δ. 4504/1966, Ν.Δ. 3755/1957, Ν. 3248/1955, Διεθνής Σύμβαση 95/49, Ν. 133/1975, Ν. 435/1976, Ν. 1082/1980, 216, 224, 236, 527, Κ.Πολ.Δ.
*
Καταγγελία σύμβασης εργασίας, – Αποζημίωση – Πραγματική καταβολή – Ακυρότητα – Εύλογος χρόνος καταβολής – Υπερημερία εργοδότη – Η ανεπιφύλακτη είσπραξη από τον εργαζόμενο δεν σημαίνει και αποδοχή της εγκυρότητας της καταγγελίας – Καταγγελία οφειλομένη σε εμπάθεια – Υπολογισμός αποζημίωσης – Τακτικές αποδοχές – Πρόσθετες παροχές – Προθεσμία άσκησης αγωγής – Στοιχεία για να είναι η αγωγή ορισμένη – Επικουρική βάση αδικαιολογήτου πλουτισμού, επιβεβλημένη η θεμελίωσή της σε διαφορετικά περιστατικά από εκείνα της κύριας βάσης – Χρηστά ήθη – Αποδεικτικά μέσα
*
Δικαστής: Ελευθερία Κολοβού, Πρωτοδίκης
Δικηγόρος του γραφείου μας: Κυριάκος Ελ. Μακαρώνας
* * * * *
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 11.06.2009 και με γενικό αριθμό καταθέσεως 103577/2009 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2925/2009 κλήση του καλούντος – ενάγοντος, η από 19.09.2008 και με γενικό αριθμό καταθέσεως 176266/2008 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 4441/2008 αγωγή, λόγω ματαίωσης της συζήτησης της κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 4ης Ιουνίου του έτους 2009 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
Από το συνδυασμό των άρθρων 349, 350, 351, 648, 652 και 656 του Α.Κ., 7 παρ. 1 του νόμου 2112/1920 και 5 παρ. 3 του νόμου 3198/1955 προκύπτει ότι ο μισθωτός υποχρεούται να παρέχει συμφωνημένη εργασία και ο εργοδότης υποχρεούται να τη δέχεται σύμφωνα με τους όρους της καταρτισμένης μεταξύ τους εργασιακής συμβάσεως, μέσα στα πλαίσια που οριοθετούν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Στον εργοδότη ανήκει το δικαίωμα να εξειδικεύει τις υποχρεώσεις του μισθωτού και ειδικότερα να καθορίζει το είδος, τον τόπο. το χρόνο και τις άλλες συνθήκες παροχής της εργασίας του μισθωτού για την αρτιότερη οικονομοτεχνική οργάνωση της επιχειρήσεως του προς επίτευξη των σκοπών της, να καθορίζει την έκταση της υποχρέωσης του εργαζομένου προς εργασία, δεν επιτρέπεται όμως. κατά την ενάσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος, να προκαλείται υλική ή ηθική ζημία στο μισθωτό κατά παράβαση διατάξεως νόμου ή της ατομικής συμβάσεως εργασίας ή τυχόν υπάρχοντος κανονισμού της επιχείρησης ή κατά καταχρηστική] άσκηση του δικαιώματος υπό την έννοια του άρθρου 281 του Α.Κ. (ΕφΑθ 9597/1998 ΕλλΔνη 2000.171). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 167. 168. 648 παρ. 1, 669 παρ. 2 του Α.Κ., 1 και 3 του νόμου 2112/1920 και 5 παρ. 1 και 3 του νόμου 3198/1955, όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 του νόμου 2556/1997, προκύπτει ότι για την εγκυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πρέπει να τηρηθεί έγγραφος τύπος, να καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, εφόσον η απασχόληση του εργαζομένου έχει υπερβεί τους δύο μήνες και να καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα μητρώα για το Ι.Κ.Α. ή να έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Η καταβολή της αποζημιώσεως πρέπει να είναι πραγματική και δεν αρκεί η απλή προσφορά αυτής, ενώ η μη καταβολή ολόκληρης της αποζημιώσεως, άλλως η καταβολή ελλιπούς αποζημιώσεως συνεπάγεται το δικαίωμα του μισθωτού να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει μισθούς υπερημερίας (ΑΠ 339/2000 ΕΕργΔ 2001.658, ΑΠ 1165/1999 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Λαναράς Κωνσταντίνος, «Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική», έκδοση 2003, σελ. 102), εκτός εάν είναι δικαιολογημένη κατά την καλή πίστη, όπως όταν οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη ως προς την έκταση των τακτικών αποδοχών του μισθωτού, με βάση τις οποίες, κατά τις ως άνω διατάξεις, καθορίζεται το ύψος της αποζημίωσης αυτής, οπότε στην περίπτωση αυτή ο μισθωτός δύναται να ζητήσει μόνο τη συμπλήρωση της αποζημίωσης, όχι δε και μισθούς υπερημερίας για το λόγο ότι ο εργοδότης αρνείται να δεχθεί τις υπηρεσίες του (ΑΠ 95/2004 ΔΕΝ 60.1682, ΑΠ 97/2204 ΕλλΔνη 45. 759, ΑΠ 1647/1999 ΔΕΝ 57. 335, ΑΠ 1165/1999 ΕλλΔνη 41.395, ΑΠ 1591/1995 ΕλλΔνη 39.837). Ο δε περί συγγνωστής πλάνης ισχυρισμός θεμελιώνει ένσταση του εναγομένου κατά της αγωγής, με την οποία διώκεται η αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας εξ αιτίας ελλιπούς καταβολής της αποζημίωσης (ΕφΑΘ 17/2005 ΕλλΔνη 2005.553). Αν ο εργαζόμενος, προς τον οποίο απευθύνεται η καταγγελία, αρνείται να εισπράξει την προσηκόντως προσφερόμενη αποζημίωση, τότε ο εργοδότης οφείλει σε εύλογο χρόνο να προβεί σε δημόσια κατάθεση του ποσού αυτής στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (άρθρα 427, 431 του Α.Κ.). Ως εύλογος χρόνος θεωρείται αυτός που απαιτείται κατά τη συναλλακτική πείρα (άρθρο 288 του Α.Κ.) για τη συντέλεση των διατυπώσεων παρακατάθεσης της αποζημιώσεως, για τη σχετική, δε, κρίση λαμβάνονται υπόψη κατά περίπτωση η συμπεριφορά του εργαζομένου ή άλλες ειδικές συνθήκες που δικαιολογούν την καθυστέρηση (ΑΠ 918/2006 ΝοΒ 2007.684). Για το κύρος της καταγγελίας δεν απαιτείται η κοινοποίηση στον απολυόμενο του σχετικού γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης, αλλά απλώς η παράλειψή της είναι ενδεχόμενο να δημιουργήσει ευθύνη του εργοδότη προς αποζημίωση του μισθωτού για τη ζημία που υπέστη από την παράλειψη. Αν η αποζημίωση δεν καταβληθεί στον απολυόμενο ή, στην περίπτωση άρνησής του, δεν κατατεθεί δημοσίως εντός ευλόγου χρόνου, η καταγγελία είναι, όπως αναφέρθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του νόμου 3198/1955. άκυρη (ΑΠ 93/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 876/2004 ΔΕΝ 60.1538, ΑΠ 1640/2003 ΕλλΔνη 45.759). Η εκ των υστέρων καταβολή της αποζημιώσεως δεν καθιστά έγκυρη την καταγγελία (ΑΠ 1290/2001 ΕλλΔνη 43.131), η οποία θεωρείται άκυρος αφότου έγινε και η υπερημερία που επήλθε ως συνέπεια αυτής μόνο με νέα έγκυρη καταγγελία μπορεί να αρθεί (ΕφΑΘ 2392/2005 ΔΕΕ 2005.1335, ΕφΘεσ 91/2007 Αρμ 2007.415). Επίσης, η από πλευράς εργαζομένου έστω και ανεπιφύλακτη είσπραξη της αποζημιώσεώς απολύσεως δεν σημαίνει αποδοχή από πλευράς του ως έγκυρης της καταγγελίας (Ζερδελής Δημήτριος, «Το δίκαιο της καταγγελίας εξαρτημένης εργασίας», σελ. 192 και 498), ανάλογα δε ισχύουν και στην περίπτωση που ο εργαζόμενος μετά την καταγγελία αναλαμβάνει εργασία σε τρίτο εργοδότη (ΕφΝαυπλ 20/2004 ΕΕργΔ 2004.1144, Βλαστός Στυλιανός. «Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας», τόμος 11 παρ. 1216, σελ. 1263). Περαιτέρω, η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του Α.Κ., δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση, δε. των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 1 80 του Α.Κ.. Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν γίνεται για οικονομικοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχειρήσεως του εργοδότη που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού και την αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ή τμημάτων της επιχειρήσεως, που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, τις οποίες αντιμετωπίζει η επιχείρηση για να ανταπεξέλθει στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια, υπηρεσιακά ή κοινωνικά, η σχετική, δε, απόφαση του εργοδότη δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια, ελέγχεται όμως αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας συγκεκριμένου εργαζομένου, ως έσχατου μέσου αντιμετωπίσεως των προβλημάτων της επιχειρήσεως και αφετέρου ο τρόπος επιλογής του εν λόγω εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται με αντικειμενικά κριτήρια, όπως δηλαδή επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 561/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ΑΠ 573/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1420/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1689/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) καθώς επίσης και όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως. συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου, όπως είναι και η ανάπτυξη από τον εργαζόμενο νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης, που είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα της επιχείρησης του εργοδότη. Περαιτέρω, σε περίπτωση που η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη, θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174, 180 του Α.Κ.) και ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος έναντι του εργαζομένου, του οποίου δεν αποδέχεται την εργασία, υποχρεούμενος να του καταβάλει κατά τις διατάξεις των άρθρων 349, 350 κα 656 του Α.Κ. τις αποδοχές του για το διάστημα της υπερημερίας του (ΑΠ 1825/1999 ΕλλΔνη 41.1014). Ως αποδοχές νοούνται ο μηνιαίος μισθός και οι πάσης φύσεως πρόσθετες αποδοχές, εφόσον οι εν λόγω πρόσθετες αποδοχές έχουν μισθολογικό χαρακτήρα, τις οποίες κατέβαλλε ο εργοδότης στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα, κατά μήνα, κατά το χρόνο της πραγματικής εργασίας του και τις οποίες ο τελευταίος με πιθανότητα θα ελάμβανε αν ο εργοδότης αποδεχόταν τις υπηρεσίες του. Παρέπεται δε. ότι αναγκαίο περιεχόμενο της ιστορικής βάσεως της αγωγής του μισθωτού, με την οποία προβάλλονται αξιώσεις για επιδίκαση μισθών υπερημερίας, αποτελεί, μεταξύ άλλων, και η αναφορά του ύψους του νόμιμου ή συμβατικού μισθού καθώς και των τυχόν λοιπών πρόσθετων παροχών μισθολογικού χαρακτήρα (ΑΠ 389/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ο μισθωτός δικαιούται, είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να αξιώσει την καταβολή μισθών υπερημερίας για χρονικό διάστημα και μετά την άσκηση της αγωγής και μέχρι την συζήτηση της, καθόσον στην περίπτωση αυτή το επίδικο δικαίωμα δεν είναι μελλοντικό, αλλά ήδη απαιτητό στο σύνολο του, αφού κρίσιμος χρόνος για τη διαπίστωση του άμεσα απαιτητού ή μη χαρακτήρα του επιδίκου δικαιώματος είναι ο χρόνος της πρώτης συζήτησης στο ακροατήριο (ΕφΠειρ 437/1996 ΔΕΕ 56.686), είτε ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας είναι σχετική και τάσσεται υπέρ αυτού, να θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία και να ζητήσει εντός εξαμήνου από αυτή, κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 εδ. α΄ του νόμου 3198/1955, το οποίο ερευνάται και αυτεπαγγέλτως (ΟλΑΠ 31/2003 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 624/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1247/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 882/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1619/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1209/2005 ΧρΙΔ 2006.173) την νόμιμη αποζημίωση, δυνάμενος να ενώσει στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής προς συνεκδίκαση και τα δύο αιτήματα (άρθρο 218 Κ.Πολ.Δ.), εφόσον το δεύτερο εξ αυτών προβάλλεται επικουρικά (άρθρο 219 Κ.Πολ.Δ.) και για την περίπτωση απορρίψεως του πρώτου, διότι είναι μεταξύ τους αντιφατικά (ΑΠ 1278/2001 ΕΕργΔ 2003.941, ΕφΠειρ 117/2003 ΔΕΕ 2003.1248). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α΄ του νόμου 3198/1955, κάθε αξίωση μισθωτού, η οποία πηγάζει από άκυρη καταγγελία συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από τη λύση της συμβάσεως, κατά, δε, το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. β΄ του νόμου 3198/1955 η αξίωση του μισθωτού για επιδίκαση της αποζημίωσης απόλυσης, η οποία πηγάζει από άκυρη καταγγελία συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί εντός εξαμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από τη λύση της συμβάσεως. Η προθεσμία αυτή η οποία είναι αποσβεστική και ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΟλΑΠ 1338/1985 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 624/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1435/2002 ΕλλΔνη 2003.165, ΑΠ 998/2001 ΕλλΔνη 2003.167, ΕφΔωδ 86/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) και αποσκοπεί στην ανάγκη ταχείας άρσης κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας εργασιακής σχέσης και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μη δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη. Όταν, δε, παρέλθει άπρακτη η εν λόγω αποκλειστική προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (ΟλΑΠ 1338/1985 ΝοΒ 1986.1574). Η προαναφερόμενη διάταξη έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εργασίας, είτε αορίστου, είτε ορισμένου χρόνου και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα, δηλαδή έχει εφαρμογή όχι μόνο για τους μισθωτούς. που υπάγονται στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου και για ακυρότητα της καταγγελίας λόγω παραβάσεως των διατάξεών του, αλλά και στις περιπτώσεις ακυρότητας της καταγγελίας λόγω παραβάσεως άλλων διατάξεων ή και κανονισμών του εργοδότη, που έχουν ισχύ νόμου. Έτσι, η αγωγή του μισθωτού πρέπει να κοινοποιηθεί εντός της ανωτέρω προθεσμίας, η οποία αρχίζει από την επομένη της ημέρας, που έλαβε χώρα η καταγγελία με την περιέλευσή της στο μισθωτό και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό και ημέρα με εκείνη που άρχισε κατά το άρθρο 243 του Α.Κ. (ΑΠ 404/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στο άρθρο 1 παρ. 1, 2 και 3 της με αριθμό 19040/1981 υπουργικής απόφασης, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου 1082/1980, ορίζεται ότι όλοι οι μισθωτοί, που αμείβονται με μισθό ή με ημερομίσθιο, δικαιούνται από τους πάσης φύσεως εργοδότες τους επίδομα εορτών Πάσχα και επίδομα εορτών Χριστουγέννων, ίσα με μισό μηνιαίο μισθό και ένα μηνιαίο μισθό αντίστοιχα, για τους αμειβόμενους με μισθό, τα οποία καταβάλλονται στο ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας των μισθωτών με τον υπόχρεο εργοδότη διήρκησε ολόκληρη τη χρονική περίοδο, στην περίπτωση του επιδόματος εορτών Πάσχα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου και στην περίπτωση εορτών Χριστουγέννων από την 1η Μαΐου έως την 31η Δεκεμβρίου. Τα επιδόματα εορτών υπολογίζονται βάσει των πράγματι καταβαλλομένων μισθών ή ημερομισθίων την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα ή την» ημερομηνία λύσεως της εργασιακής σχέσεως. Επίσης, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του αναγκαστικού νόμου 539/1945 «περί χορηγήσεως κατ’ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ’ αποδοχών», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 νόμου 1346/1983 κάθε μισθωτός μετά από συνεχή απασχόληση τουλάχιστον δώδεκα μηνών (βασικός χρόνος) σε υπόχρεη επιχείρηση δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος άδεια με αποδοχές καθώς και επίδομα άδειας, το οποίο προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του νομοθετικού διατάγματος 4504/1966 και καθορίζεται σε μισό μισθό για τους εργαζομένους που αμείβονται με μισθό και τα 13 ημερομίσθια, για όσους εργαζόμενους αμείβονται με ημερομίσθια (ΕφΔωδ 86/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), κατά, δε, το άρθρο 5 του αναγκαστικού νόμου 539/1945, ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του νομοθετικού διατάγματος 3755/1957, ο εργοδότης, αρνούμενος τη χορήγηση στο μισθωτό της νομίμου κατ’ έτος αδείας του, υποχρεούται κατά τη λήξη του έτους, κατά το οποίον ο μισθωτός δικαιούται της αδείας, να καταβάλει σε αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών αδείας αυξημένες κατά ποσοστό 100% (ΟλΑΠ 32/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 31/2003 ΔΕΕ 2004.594). Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 648, 679. 653 του Α.Κ., της κυρωθείσας με το νόμο 3248/1955 με αριθμό 95/49 διεθνούς συμβάσεως «περί προστασίας του ημερομισθίου», 5 παρ. 2 του νόμου 133/1975, 1 παρ. 1 του νόμου 435/1976, 1 παρ. 2 του νόμου 1082/1980, προκύπτει ότι ως τακτικές αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα δώρα εορτών Πάσχα, οι αποδοχές αδείας και τα επιδόματα αδείας, νοούνται όχι μόνον ο βασικός μισθός, αλλά και κάθε άλλη, κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερώς και μονίμως, ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας (ΑΠ 805/2006 ΕλλΔνη 2006.47, ΑΠ 45/2006 ΕλλΔνη 2006.1395). Έτσι εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ των άλλων, η υπερεργασία (ΑΠ 702/2002 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), η νόμιμη υπερωριακή εργασία, όχι όμως και η παράνομη υπερωριακή απασχόληση (ΑΠ 1339/2005), καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας τη νύκτα και τις Κυριακές και αργίες (ΑΠ 741/2002, ΕφΑθ 720/2008 ΕλλΔνη 2008.555, ΕφΑθ 161/1983 ΔΕΝ 40.1129). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκή και ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλαδή η αοριστία της αγωγής, συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλόμενης προδικασίας, η οποία εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η διάταξη του άρθρου 224 εδ. β΄ του Κ.Πολ.Δ. παρέχει μεν στον ενάγοντα την ευχέρεια να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς, όχι, όμως, και να αναπληρώσει εκείνους οι οποίοι λείπουν και αποτελούν στοιχεία του αγωγικού δικαιώματος. Με βάση την πιο πάνω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 236 του Κ.Πολ.Δ. ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις του να συμπληρώσει, κατά την συζήτηση της υποθέσεως, την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών του. θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, δεν μπορεί όμως να αναπληρώσει την νομική αοριστία αυτής, η οποία συνίσταται στη μη έκθεση των περιστατικών που απαιτούνται κατά το νόμο για την γένεση του αγωγικού δικαιώματος (ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 45.84, ΑΠ 167/2002 ΕλλΔνη 43.1348, ΑΠ 1363/1998 ΕλλΔνη 39.325). Ειδικότερα, για το ορισμένο της αγωγής, η οποία έχει ως αίτημα την αναγνώριση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και της επιδίκασης μισθών υπερημερίας, άλλως της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, αναγκαία στοιχεία είναι η αναφορά της σύμβασης ή η σχέσης εργασίας, του χρόνου της καταρτίσεως της συμβάσεως, του ύψους του συμβατικού ή νόμιμου μισθού, καθώς και των τυχόν λοιπών πρόσθετων παροχών μισθολογικού χαρακτήρα (ΑΠ 389/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), που μπορεί να προκύψει, είτε με αριθμητικό υπολογισμό βάσει όσων εκτίθενται στην αγωγή, είτε από τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας (ΕφΑθ 3155/2008 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο) και των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η καταγγελία. Αναφορά στην καταγγελία και την ακυρότητα, της δεν απαιτείται. Αν ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, επικαλεστεί κατ’ ένσταση την καταγγελία της σύμβασης, ο ισχυρισμός του μισθωτού για την ακυρότητά της αποτελεί αντένσταση, η οποία μπορεί να προταθεί με τις προτάσεις της συζήτησης στον πρώτο βαθμό ή ακόμη και στον δεύτερο βαθμό, εφόσον συντρέχουν οι όροι του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. Ο μισθωτός έχει βέβαια τη δυνατότητα να επικαλεστεί την ακυρότητα της καταγγελίας και τους λόγους που τη θεμελιώνουν με το δικόγραφο της αγωγής «καθ’ υποφοράν». οπότε πρόκειται για εκ προοιμίου αντένσταση κατά της τυχόν ένστασης του εργοδότη περί καταγγελίας της σύμβασης. Έτσι, εφόσον και στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα της καταγγελίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής, ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει και να βελτιώνει τον ισχυρισμό του για ακυρότητα, επικαλούμενος νέους λόγους ακυρότητας ή διαφορετικούς από αυτούς που περιέχονται στην αγωγή, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Εάν όμως ο εργαζόμενος περιλάβει στην αγωγή του και αυτοτελές αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, ή ασκήσει μόνο αναγνωριστική της ακυρότητας της καταγγελίας αγωγή, τότε οφείλει να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ακυρότητα, χωρίς να είναι δυνατή μια μεταγενέστερη, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, διόρθωση της αοριστίας ή βελτίωση του σχετικού ισχυρισμού με επίκληση και νέων λόγων ακυρότητας, γιατί έτσι μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα, κατ’ άρθρο 224 του Κ.Πολ.Δ., η βάση της αγωγής (ΑΠ 624/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής, η οποία έχει ως αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων μισθών ή άλλων παροχών που οφείλονται από την έγκυρη σύμβαση εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 648 του Α.Κ. και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων, αναγκαία στοιχεία είναι η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, ο χρόνος της καταρτίσεως της συμβάσεως, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσης εργασίας, οι όροι της παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται (ΑΠ 2016/2207 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ’ εκάστη ημέρα απασχολήσεως, τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, οπότε στην επίκληση αυτών και των εννόμων συνεπειών τους εμπεριέχεται και η επίκληση της ιδιότητας των διαδίκων ως μελών των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες, για τις παραπάνω αιτίες, οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα και για κάθε ένα από τα επίδικα κεφάλαια, χωριστά και όχι συγκεντρωτικά, στο σύνολο τους, ώστε όχι μόνο ο εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της τυχόν αξιώσεως μη δεδουλευμένων, μη δικαιουμένων ή υπέρογκων για κάθε ένα είδος εργασίας ποσών, αλλά και από την απόφαση του δικαστηρίου που θα αποτελέσει δεδικασμένο, να μπορεί ευχερώς να συναχθεί ποια ακριβώς κατ’ είδος και ποσό, διαφορά κατήχθη ενώπιόν του και σε ποια έκταση αυτή έγινε αποδεκτή, ώστε εξαιτίας του δεδικασμένου να μην μπορεί αυτή να αποτελέσει αντικείμενο νέας δίκης (ΑΠ 2016/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 184/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 66/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 1710/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 199/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1351/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1164/1998 ΕλλΔνη 40.329, ΑΠ 180/1988 ΕλλΔνη 29.1659, ΑΠ 639/1988 ΔΕΝ 45.470, ΕφΑθ 5882/2007 ΕλλΔνη 2008.261, ΕφΑθ 3156/2002 ΔΕΕ 2003.88, ΕφΘεσ 1249/1999 ΔΕΝ 56.378, ΕφΘεσ 1481/1991 ΕΕργΔ 51.177, ΕφΑθ 7640/1986 ΕλλΔνη 28.1262). Τα στοιχεία αυτά δεν είναι ανάγκη να διατυπώνονται στο δικόγραφο της αγωγής με πανηγυρικό τρόπο και τυποποιημένες εκφράσεις, αλλά αρκεί λογικώς να συνάγονται από το όλο κείμενο της αγωγής, το οποίο ο ενάγων μπορεί, έως τη συζήτηση της να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει, εφόσον δεν μεταβάλλεται η βάση της (άρθρο 224 του Κ.Πολ.Δ.) με τις προτάσεις της συζητήσεως (ΑΠ 548/2000 ΕΕργΔ 2001.803, ΕφΘεσ 584/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 300/2001 ΕΕργΔ 2001.659). Αντιθέτως, για το ορισμένο της ανωτέρω αγωγής δεν απαιτείται να αναφέρεται ότι ο ενάγων έλαβε τις αποδοχές του κατά το χρονικά διαστήματα που έπρεπε να βρίσκεται σε άδεια ή όχι, παρά μόνον στην περίπτωση που η εναγόμενη εργοδότρια του ισχυριστεί κατ’ ένσταση κάτι τέτοιο οφείλει ο ενάγων να διευκρινίσει τούτο, χωρίς αντιστροφή του βάρους αποδείξεως, το οποίο εξακολουθεί να φέρει η εργοδότρια του, ως ενιστάμενη (ΑΠ 1520/2003 ΕΕργΔ 2004.1429, ΑΠ 1373/2003 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1608/2002 ΕλλΔνη 44.705, ΑΠ 713/2002 ΕλλΔνη 44.707, ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42.1318, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 548/2000 ΕΕργΔ 2001.803, ΕφΑθ 3845/2008 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο). Επίσης, για το ορισμένο της κρινόμενης αγωγής δεν απαιτείται να αναφέρονται σε αυτή οι νόμιμες κρατήσεις που έγιναν ή πρέπει να γίνουν επί των αξιούμενων οικείων χρηματικών ποσών, διότι ο εργοδότης υποχρεούται από το νόμο να παρακρατεί ορισμένα ποσά από το μισθό, για την καταβολή τους στους οργανισμούς κυρίας ή επικουρικής ασφαλίσεως, όπως το Ι.Κ.Α. και το Τ.Ε.Α.Μ. (άρθρα 26 παρ. 5 του αναγκαστικού νόμου 1846/1951, 22 και 32 του νόμου 2084/1997 και εκτελεστικές υπουργικές αποφάσεις), καθώς και για το φόρο μισθωτών υπηρεσιών, χαρτόσημο εξοφλήσεως μισθού, πλην όμως τα ποσά αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες στο σύνολο τους ή κατά ένα μέρος τους δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους καθώς επίσης και τα καταβληθέντα έναντι των αγωγικών αξιώσεών χρηματικά ποσά. εφόσον το γεγονός τούτο πρέπει να επικαλεστεί κατ’ ένσταση (άρθρο 416 του Α.Κ.) ο εναγόμενος, κατά του οποίου προβάλλεται με την αγωγή η σχετική αξίωση, ο χρόνος από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο. ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΑΠ 203/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2018/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 140/2000 ΕλλΔνη 41.966, ΕφΠειρ 994/2207 ΕΝαυτΔικ 2007.385, ΕφΠειρ 892/2002 ΕΝΔ 30.437, ΕφΠειρ 1239/1996 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το άρθρο 904 του Α.Κ. ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η σύμβαση αποτελεί νόμιμη αιτία κατά το άρθρο 361 του Α.Κ. και εφόσον αυτή είναι ισχυρή, κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει τα δικαιώματα του από τη σύμβαση. Επομένως, στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα εργαζόμενο ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου εργοδότη, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α του Κ.Πολ.Δ. τα περιστατικά που συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 του Κ.Πολ.Δ.), υπό τη ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσης, δεν απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα (ΟΛΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003.1261, ΟλΑΠ 23/2003 ΝοΒ 2004.1179). Η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη έχει επιβοηθητικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία. Έτσι αν η αγωγή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, γιατί αφού υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να αξιώσει τις αξιώσεις του από αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του πλουτισμού (ΑΠ 2019/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 923/2007 ΧρΙΔ 2008.121). Αξίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού προς αναζήτηση των παροχών που τυχόν καταβλήθηκαν, μπορεί να ασκηθεί, αν η σύμβαση είναι άκυρη ή ανίσχυρη ή εάν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα για οποιαδήποτε λόγο. Τα πραγματικά όμως περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα, το ανίσχυρο ή την ανατροπή της σύμβασης, τα οποία συνιστούν τη βάση της αγωγής του αδικαιολογήτου πλουτισμού, πρέπει να τα επικαλείται ο ενάγων με την αγωγή του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο σύμφωνα με το άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ, διαφορετικά η αγωγή είναι απαράδεκτη, ένεκα της αοριστίας της (ΑΠ 1056/2002 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1457/2001 ΕλλΔνη 2002.1690, ΑΠ 1322/1996 ΕλλΔνη 1997.1045, ΕφΑθ 5617/2007 ΕλλΔνη 2008.1523). Τέλος, σε περίπτωση περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, δεν οφείλονται δικονομικοί τόκοι κατά τη διάταξη του άρθρου 346 Α.Κ., δηλονότι εκ της επιδόσεως της καταψηφιστικής αγωγής, αφού η τελευταία Θεωρείται ότι δεν έχει ασκηθεί κατά το καταψηφιστικό της αίτημα (295 παρ. 1 ΚΠολΔ). Δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επιδόσεως ως οχλήσεως, η οποία καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 Α.Κ., δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για την επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής (ΟλΑΠ 24/2004 Δίκη 2005.81, ΟλΑΠ 23/2004 ΕΕργΔ 2005.17, ΝοΒ 2005.74, ΟλΑΠ 13/1994, ΕλλΔνη 1994.1259, ΑΠ 497/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 23/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 954/2003 ΧρΙΔ 2004.38, ΑΠ 888/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 63/2003 ΝοΒ 2003.1627, ΑΠ 241/2003 ΕλλΔνη 2004.487, ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔνη 1994.1259).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι τυγχάνει πτυχιούχος της Ανωτάτης Σχολής Εμπορικών και Οικονομικών Επιστημών και ότι την 12.02.2007 προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη, η οποία είναι μητρική εταιρία ομωνύμου ομίλου επιχειρήσεων, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να παρέχει την εργασία του με την ιδιότητα του οικονομικού συμβούλου. Ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης παρείχε την εργασία του στην πρώτη εναγόμενη μέχρι την 30.06.2007 και ότι οι μηνιαίες αποδοχές του για το χρονικό διάστημα από της προσλήψεως του και μέχρι την 30.06.2007 συμφωνήθηκαν στο ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 ευρώ), το οποίο του καταβλήθηκε. Ότι από την 01.07.2007 του ανατέθηκαν, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης, καθήκοντα Γενικού Οικονομικού Διευθυντή αυτής, ότι οι ετήσιες καθαρές αποδοχές του συμφωνήθηκαν στο ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000 ευρώ) και ότι η πρώτη εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση καταβολής των αναλογούντων στον ασφαλιστικό του φορέα εισφορών καθώς και του φόρου μισθωτών υπηρεσιών, οπότε οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του συμφωνήθηκαν στο ποσό των δέκα χιλιάδων επτακοσίων δέκα τεσσάρων ευρώ (10.714 ευρώ). Ότι ως Γενικός Οικονομικός Διευθυντής της πρώτης εναγόμενης εκτέλεσε τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που διαλαμβάνει ο Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας αυτής, τα οποία παραθέτει αναλυτικά στην υπό κρίση αγωγή και ότι από τις αρχές Φεβρουαρίου του έτους 2008 ανέλαβε, λόγω απόσχισης του κατασκευαστικού κλάδου της πρώτης εναγόμενης και ανάθεσης των σχετικών αρμοδιοτήτων στην δεύτερη από αυτές, με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθήκοντα Οικονομικού Διευθυντή και στην δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία. Ότι παρά το γεγονός ότι εκτελούσε τα καθήκοντα του με συνέπεια, ευσυνειδησία και υπευθυνότητα σε αμφότερες τις εναγόμενες την 02.07.2008 του κοινοποιήθηκε εξώδικη δήλωση τους, σύμφωνα με την οποία η δεύτερη εναγόμενη προέβη σε καταγγελία της μεταξύ τους συναφθείσης προφορικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και του προσέφερε ταυτόχρονα το ποσό των σαράντα εννέα χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα τριών ευρώ και ενενήντα τεσσάρων ευρώ (49.463,94 ευρώ) ως αποζημίωση απόλυσης και για μέρος των αποδοχών του των μηνών Μαΐου, Ιουνίου και Ιουλίου του έτους 2008. Ότι αρνήθηκε να παραλάβει την ανωτέρω εξώδικη δήλωση και ότι οι εναγόμενες προέβησαν σε δημόσια παρακατάθεση του προαναφερόμενου χρηματικού ποσού, το οποίο εισέπραξε την 06.06.2008 από τα γραφεία της δεύτερης εναγόμενης, με επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος του. Ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη, διότι δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις και ειδικότερα ως προς την πρώτη εναγόμενη, διότι η καταγγελία δεν περιβλήθηκε τον έγγραφο τύπο και δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης και ως προς την δεύτερη εναγόμενη λόγω μη καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης και ότι λόγω της αδικαιολόγητης άρνησης των εναγομένων να αποδεχθούν τις νομίμως και προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του κατέστησαν υπερήμερες και ενέχονται έναντι του στην καταβολή μισθών υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από του μηνός Ιουλίου του έτους 2008 έως του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2009, ποσού διακοσίων εξήντα μία χιλιάδων ευρώ (261.000 ευρώ) η πρώτη από αυτές και διακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (225.000 ευρώ) η δεύτερη από αυτές, ως αυτά αναλυτικά υπολογίζονται στην κρινόμενη αγωγή, άλλως και για την περίπτωση που κριθεί έγκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενέχονται έναντι του στην συμπλήρωση της νόμιμης απόλυσης και συγκεκριμένα στην καταβολή του ποσού των δέκα έξι χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα λεπτών (16.474,30 ευρώ) η πρώτη των εναγομένων και του ποσού των δέκα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα πέντε ευρώ (18.345 ευρώ) η δεύτερη των εναγομένων. Ότι η πρώτη εναγόμενη από τις αρχές του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008 δεν του κατέβαλε τις συμφωνηθείσες αποδοχές του, αλλά ποσά που υπολείπονταν αυτών και ότι εξακολουθεί να του οφείλει για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών των μηνών Φεβρουαρίου, Μαρτίου και Απριλίου του έτους 2008 το ποσό των δέκα χιλιάδων εξακοσίων σαράντα επτά ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (10.647,24 ευρώ) και των μηνών Μαΐου και Ιουνίου του έτους 2008 το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων ενός ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (3.501,22 ευρώ), για διαφορές επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2008 το ποσό των δύο χιλιάδων εκατόν οκτώ ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (2.108,59 ευρώ), επιδόματος αδείας του έτους 2008 το ποσό χιλίων εξακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και δέκα λεπτών (1.659,10 ευρώ), για διαφορές αποδοχών αδείας του έτους 2008 το ποσό των έξι χιλιάδων δέκα έξι ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (6.016,82 ευρώ) και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (27.435,68 ευρώ). Ότι κατά την ανάληψη των καθηκόντων του Οικονομικού Διευθυντή συμφωνήθηκε με την πρώτη εναγόμενη ότι θα αναλάμβανε την ανεύρεση στρατηγικού επενδυτή για τον όμιλο και την επίτευξη σχετικής συμφωνίας, ότι αρχικά επεδίωξε την σύναψη συμφωνίας με τον Πρόεδρο και το επιτελείο του κατασκευαστικού ινδικού Ομίλου ……… και με τους Ορκωτούς Ελεγκτές και Νομικούς Συμβούλους του υποψήφιου επενδυτή, ότι μετά την πάροδο ενός εξαμήνου, κατά τη διάρκεια του οποίου είχε απευθείας συναντήσεις με τους εκπροσώπους της ανωτέρω εταιρείας και συνεργασία με τις πιστώτριες τράπεζες, το αποτέλεσμα δεν ήταν θετικό και δεν επετεύχθη τελικά συμφωνία, ότι στις αρχές του μηνός Μαΐου του έτους 2008 εκδήλωσε ενδιαφέρον, ως υποψήφιος επενδυτής, ο ……… ιδιοκτήτης των κατασκευαστικών εταιριών με την επωνυμία ……… Α.Ε. και ……… Α.Ε. και ότι παρά το γεγονός ότι επιτεύχθηκε συμφωνία, η οποία ήταν απόρροια της επίμονης και κοπιώδους προσπάθειας του, η εναγομένη αρνήθηκε να του καταβάλει τη συμφωνηθείσα πρόσθετη αμοιβή, ποσού εξήντα χιλιάδων ευρώ (60.000 ευρώ). Ότι η δεύτερη εναγόμενη, παρά το γεγονός ότι δεσμεύθηκε προφορικά να του καταβάλει τις ειθισμένες για τη θέση του Οικονομικού Διευθυντή αποδοχές, ουδέποτε κατέβαλε αυτές, ότι ο ειθισμένος μισθός για τις προσφερόμενες υπηρεσίες του ανέρχεται, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων του, της οικογενειακής του κατάστασης, των ετών προϋπηρεσίας του, που αναλυτικά αναφέρονται στην υπό κρίση αγωγή καθώς επίσης και του γεγονότος ότι η δεύτερη εναγομένη είχε προσλάβει εργαζομένους, με λιγότερα προσόντα και τους απασχολούσε σε θέσεις με καθήκοντα ίσης ή ήσσονος των δικών του, καταβάλλοντος μηνιαίες αποδοχές κυμαινόμενες από δέκα πέντε χιλιάδες ευρώ (15.000 ευρώ) έως είκοσι χιλιάδες ευρώ (20.000 ευρώ), στο ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 ευρώ) και ότι η δεύτερη εναγόμενη του οφείλει για δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από την 01.02.2008 έως την 02.07.2008 το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (75.000 ευρώ), για επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2008 το ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων εξήντα ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (6.260,62 ευρώ), για αποδοχές αδείας το ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 ευρώ), για επίδομα αδείας το ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 ευρώ) και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των ενενήντα τριών χιλιάδων διακοσίων εξήντα ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (93.260,62 ευρώ). Με βάση αυτό το ιστορικό ζητά, μετά από παραδεκτό, κατ’ άρθρα 223, 294, 295 παρ. 1, 298 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά (βλ. 1η σελίδα πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου) και διαλαμβάνεται στις έγγραφες προτάσεις του (βλ. 21η και εντεύθεν σελίδες των προτάσεων του ενάγοντος), να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 02.07.2008 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να του καταβάλει για τις ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενες αιτίες το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (27.435,68 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους μισθολογική παροχή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να αναγνωρισθεί ότι η πρώτη εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει για πρόσθετη αμοιβή το ποσό των εξήντα χιλιάδων ευρώ (60.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίτευξη του στόχου, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να αναγνωρισθεί ότι η πρώτη εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει για μισθούς υπερημερίας το ποσό των διακοσίων εξήντα μία χιλιάδων ευρώ (261.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους μισθολογική παροχή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, άλλως για συμπλήρωση της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης το ποσό των δέκα έξι χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα λεπτών (16.474,30 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, ήτοι από την 03.07.2008, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη, ως ενεχόμενη έναντι του από την μεταξύ τους συμβατική σχέση, άλλως κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, διότι κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του, επωφελούμενη και εκμεταλλευόμενη τα ανωτέρω ποσά που θα κατέβαλλε σε άλλο εργαζόμενο, τον οποίο θα προσλάμβανε και θα απασχολούσε με το ίδιο αντικείμενο εργασίας, να του καταβάλλει για δεδουλευμένες αποδοχές του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008 το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που η ανωτέρω μισθολογική παροχή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να αναγνωρισθεί ότι η δεύτερη εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει για τις ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενες αιτίες το ποσό των εβδομήντα, οκτώ χιλιάδων διακοσίων εξήντα ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (78.260,62 ευρώ), να αναγνωρισθεί ότι η δεύτερη εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει για μισθούς υπερημερίας το ποσό των διακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (225.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους μισθολογική παροχή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, άλλως για συμπλήρωση της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης το ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα πέντε ευρώ (18.345 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, ήτοι από την 03.07.2008, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, διότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης της του προκαλέσει σημαντική ζημία, αφού από την απόλυση του δεν κατέστη δυνατή η ανεύρεση άλλης εργασία και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του Κ.Πολ.Δ.), ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι υλικά και τοπικά αρμόδιο (άρθρα 1, 2, 7, 9 εδ. α΄ 10, 11 αριθμ. 7, 12, 13, 16 αριθμ. 2, 25 παρ. 2, 664 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη ως προς όλα τα αιτήματα της, διότι από την επισκόπηση του περιεχομένου της προκύπτει ότι διαλαμβάνει άπαντα τα υπό του νόμου αξιούμενα στοιχεία για τη δικαστική εκτίμηση και αξιολόγηση της και συγκεκριμένα διαλαμβάνει αναφορά της σύμβασης εργασίας που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, του χρόνου της καταρτίσεως της συμβάσεως, του είδους της παρασχεθείσης από τον ενάγοντα εργασίας, των όρων παροχής της εργασίας του, των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του και των πραγματικών περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται η ακυρότητα της καταγγελίας και από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες, για τις παραπάνω αιτίες, οφειλές εκάστης των εναγομένων έναντι του, απάντα, δε τα ανωτέρω επαρκώς προσδιορισμένα. Οι αιτιάσεις των εναγομένων ότι ο ενάγων δεν εκθέτει στο δικόγραφο της αγωγής εάν κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Φεβρουαρίου έως του μηνός Ιουνίου του έτους 2007 συνήψε με την πρώτη από αυτές σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, εάν υπήρχε συμφωνία μεταξύ τους για την καταβολή μηνιαίου μισθού ή κατ’ αποκοπή αποδοχών, εάν υπόκειτο στο διευθυντικό δικαίωμα της πρώτης από αυτές ή των τραπεζών, που είχαν υποδείξει την πρόσληψη του δεν επιδρούν στο ορισμένο της αγωγής, διότι ο ενάγων αναφέρει ότι απασχολήθηκε την προαναφερόμενη χρονική περίοδο στην πρώτη εναγόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και του καταβλήθηκε το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 ευρώ) για την παρεχόμενη εργασία του ο δε χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης που το συνέδεε με εναγομένης συναφθείσης σύμβασης και επιπλέον ως νομικά αβάσιμη, διότι στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση και ως εκ τούτου λόγω του επικουρικού χαρακτήρα της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού υπάρχει έγκυρη σύμβαση ο ενάγων δύναται να αξιώσει τις απαιτήσεις του από αυτή και δεν μπορεί, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επομένως, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της εφόσον για το αντικείμενο αυτής και ειδικότερα για το αξιούμενο με αυτή καταψηφιστικό ποσό, το οποίο μετά την μερική τροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό υπερβαίνει το ποσό της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρα 14 του Κ.Πολ.Δ. και 71 του ΕισΝΚΠολΔ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 6 παρ. 1 7 του νόμου 2479/1997) καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. τα με αριθμούς 313007, 253853 και 253854 – ΣΕΙΡΑ Α΄ αγωγόσημα για τις αξιώσεις του κατά της πρώτης εναγόμενης με τα επ’ αυτών επικολληθέντα κινητά ένσημα υπέρ του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων και το με αριθμό 638053 – ΣΕΙΡΑ Α΄ ένσημο του Ταμείου Νομικών – Τμήμα Πόρων και τα με αριθμούς 126591 και 126592 – ΣΕΙΡΑ Α΄ αγωγόσημα για τις αξιώσεις του κατά της δεύτερης εναγόμενης με τα επ’ αυτών επικολληθέντα κινητά ένσημα υπέρ του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων και το με αριθμό 638054 – ΣΕΙΡΑ Α΄ ένσημο του Ταμείου Νομικών – Τμήμα Πόρων). Σημειώνεται ότι το αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή είναι νόμιμο μόνο ως προς το ποσό αυτής που παρέμεινε καταψηφιστικό. διότι προσωρινά εκτελεστές επιτρέπεται να κηρυχθούν μόνο οι αποφάσεις που μετά την τελεσιδικία τους μπορούν να αποτελέσουν εκτελεστούς τίτλους και ως εκ τούτου δεν είναι νοητή η εκτέλεση αναγνωριστικής αποφάσεως, η οποία δεν περιέχει καταδίκη, αλλά αναγνώριση εννόμου σχέσεως και της οποίας η ενέργεια εξαντλείται στο δεδικασμένο.
Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του νόμου 2112/1920 η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, με οποιονδήποτε τρόπο και αν επέλθει, δεν επηρεάζει την εφαρμογή των ευνοϊκών για τους υπαλλήλους διατάξεων του νόμου αυτού, που ρυθμίζει την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους. Το ίδιο ορίζεται και με το άρθρο 9 παρ. 1 του βασιλικού διατάγματος της 16/18.07.1920 αναφορικά με τους εργάτες και υπηρέτες, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 8 του ΚΝ 3514/1928, αν μεταβληθεί το πρόσωπο του εργοδότη, οι υποχρεώσεις του, που καθιερώνει το νομοθέτημα αυτό για την περίπτωση στρατεύσεως των ιδιωτικών υπαλλήλων, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στο νέο εργοδότη. Επίσης το άρθρο 6 παρ. 2 του νόμου 3239/1955 για τις συλλογικές διαφορές εργασίας, όριζε ότι η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη δεν επιδρά στην εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση εργασίας, τα δε δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του πηγάζουν από αυτή. μεταβιβάζονται αυτοδικαίως για το μέλλον στους διαδόχους του. Ήδη, για την τύχη των εργασιακών σχέσεων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης εφαρμόζεται το άρθρο 4 παρ. 2 του προεδρικού διατάγματος 178/2002, με το οποίο η ελληνική νομοθεσία εναρμονίσθηκε προς την με αριθμό 98/50 οδηγία του συμβουλίου της ΕΚ.. Κατά το άρθρο αυτό, μετά την για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβαση της επιχειρήσεως, εγκαταστάσεων αυτής ή τμημάτων εγκαταστάσεων, ο διάδοχος του εργοδότη τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται γενικός κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο, εάν κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο, ο εργαζόμενος παρέχει τις υπηρεσίες του σε εκτέλεση συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, μεταβληθεί με οποιοδήποτε τρόπο το πρόσωπο του εργοδότη, εκείνος που τον διαδέχεται ή τον υποκαθιστά, εκούσια ή αναγκαστικά, στην ασκούμενη από αυτόν επιχείρηση (ΑΠ 755/1987 ΕΕργΔ 1988.309), επομένως και συνεπεία κληρονομικής διαδοχής (ΟλΑΠ 1340/1979 ΕΕργΔ 1980, 268), υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, αρκεί και μετά τη μεταβολή να συνεχίζεται ως οικονομική μονάδα η επιχείρηση και να διατηρεί υπό το νέο φορέα της την ταυτότητά της με τον ίδιο ή διάφορο τίτλο ή μορφή (ΟλΑΠ 5/1994 ΕλλΔνη 1994.1252, ΑΠ 602/1980 ΕΕργΔ 1980.534, ΑΠ 227/1990 ΕΕργΔ 1990.722, ΑΠ 18/1991 ΕΕργΔ 1992.125, ΑΠ 610/1991 ΕΕργΔ 1992.136, ΑΠ 889/1992 ΕΕργΔ 1993.456, ΑΠ 942/1992 ΕλλΔνη 1994.1038, ΑΠ 1364/1992 ΕλλΔνη 1994.1311, ΑΠ 1723/1995 ΕΕργΔ 1997.747, ΕφΑθ 9346/1988 ΕΕργΔ 1989.403, ΕφΠατρ 61/1988 ΕΕργΔ 1988.971, ΕφΘεσ 420/1989 ΕΕργΔ 1989.518). Η μεταβολή δηλαδή του προσώπου του εργοδότη επέρχεται με τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με δικαιοπραξία, έστω και άκυρη ή κατ’ εφαρμογή νομικής διατάξεως και σημασία έχει η μεταβίβαση ως πραγματικό γεγονός ανεξάρτητα από την ύπαρξη και το κύρος της αιτίας της (ΑΠ 193/1990 ΕΕργΔ 1990.720, ΑΠ 891/1992 ΕΕργΑ 1993.454, ΑΠ 1222/1998 ΕΕργΔ 1999.983). Με την έννοια αυτή. μεταβίβαση αποτελεί τόσο η εκποίηση της επιχειρήσεως όσο και η απλή παραχώρηση της εκμεταλλεύσεώς της (ΑΠ 602/1980 ό.π., ΕφΠατρ 61/1988 ό.π.. Ληξουριώτης. ΕΕργΔ 1990.719, Βλαστός, ΕΕργΔ 1999.981). Σε όλες τις περιπτώσεις οι εργασιακές συμβάσεις ή σχέσεις που ήταν ενεργείς κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως (ΑΠ 318/1998 ΕΕργΔ 1999.355), συνεχίζονται με το νέο εργοδότη με τους ίδιους όρους και συνθήκες, άσχετα από τη συναίνεση των εργαζόμενων (ΟλΑΠ 5/1994 ό.π., ΑΠ 755/1987 ό.π., ΑΠ 1723/1995 ό.π.), εκτός αν κατά τη σύναψη της συμβάσεως εργασίας οι συμβαλλόμενοι είχαν αποβλέψει στο πρόσωπο του εργοδότη και η σύμβαση λύθηκε με το θάνατο του (ΑΠ 229/1990 ΕΕργΔ 1990.723, ΑΠ 889/1992 ό.π., ΑΠ 1364/1992, ό.π.). Αναγκαία πάντως προϋπόθεση είναι η συνέχιση της λειτουργίας της επιχειρήσεως από το νέο εργοδότη χωρίς πραγματική διακοπή, εκτός αν αυτός μετά τη διακοπή επαναλειτουργήσει την επιχείρηση ως την αυτή οικονομική μονάδα, δηλαδή με τη θέληση να είναι διάδοχος του αρχικού εργοδότη, όπως συνήθως συμβαίνει στις περιπτώσεις επαναλειτουργίας επιχειρήσεων, που μεταβιβάσθηκαν ενώ η λειτουργία τους είχε προσωρινά διακοπεί λόγω εποχής ή λόγω ανασυγκροτήσεώς τους (Ληξουριώτη, ΕΕργΔ 1993.450, Βλαστό, ΕΕργΔ 1999.982 επ.). Αντίθετα, δεν υπάρχει διαδοχή εργοδοτών όταν η επαναλειτουργία της επιχειρήσεως από το νέο φορέα της γίνεται κατά τρόπο ανεξάρτητο από εκείνον του προηγούμενου φορέα της, με μισθωτούς που προσλαμβάνει με νέες συμβάσεις εργασίας είτε από το παλαιό προσωπικό είτε όχι (ΕφΠειρ 647/1996 ΕλλΔνη 1998.165). Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη δεν είναι σύμφυτη με τη δημιουργία παθητικής ενοχής σε ολόκληρο μεταξύ του παλαιού και του νέου εργοδότη ως προς τις υποχρεώσεις της επιχειρήσεως, έναντι των εργαζομένων (άρθρο 480 του Α.Κ.) και δεν λειτουργεί αυτόματα ως στερητική έστω αναδοχή χρέους (άρθρο 471 του Α.Κ). Έτσι ο παλαιός εργοδότης εξακολουθεί να ευθύνεται για τις αξιώσεις των εργαζομένων μέχρι τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως, ενώ για τις μεταγενέστερες ευθύνεται ο νέος, όπως με σαφήνεια όριζε και η καταργημένη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του νόμου 3239/1995 (ΑΠ 293/1978 ΝοΒ 1979.73, Ληξουριώτης, ΕΕργΔ 1993.451). Παθητική σε ολόκληρο ενοχή μεταξύ του παλαιού και του νέου εργοδότη δημιουργείται μόνο σε περίπτωση σχετικής συμφωνίας ή κατ’ εφαρμογή νομικής διατάξεως, όπως είναι οι διατάξεις των άρθρων 479 του Α.Κ. (ΑΠ 293/1978 ό.π., ΑΠ 469/1992 ΕΕργΔ 1993.452, ΕφΑθ 683/1986 ΝοΒ 1986.1085, ΕφΑθ 14612/ 1988 ΕλλΔνη 1991.611, ΕφΠατρ 903/1998 ΕΕργΔ 1999.836) και 4 παρ. 2 του προεδρικού διατάγματος 178/2002, οπότε στο πλαίσιο σωρευτικής πλέον αναδοχής χρέους (ΑΠ 759/1987 ΕΕργΔ 1988.596) ο παλαιός εργοδότης ευθύνεται για τις προγενέστερες της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεώς του αξιώσεις των εργαζομένων απεριόριστα και ο νέος (για τις ίδιες αξιώσεις) κατά μεν το προεδρικό διάταγμα 178/2002 απεριόριστα, κατά δε το άρθρο 479 του Α.Κ. μέχρι της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων της επιχειρήσεως (ΕφΑθ 10266/1991 ΕλλΔνη 1993.183), ενώ η ευθύνη του είναι βέβαια αποκλειστική για τις μεταγενέστερες αξιώσεις των εργαζομένων. Ειδικότερα, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εργαζομένου ο εργοδότης που διαδέχεται ή υποκαθιστά με οποιοδήποτε τρόπο και οποιαδήποτε νομική μορφή τον αρχικό εργοδότη στην άσκηση ορισμένης επιχειρήσεως, υπεισέρχεται στις υποχρεώσεις του αρχικού εργοδότη έναντι του προσωπικού της επιχειρήσεως και σε περίπτωση απολύσεως αυτού οφείλει να τηρήσει τις νόμιμες διατυπώσεις και να καταβάλλει την προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση, με βάση το συνολικό χρόνο του μισθωτού στον αρχικό και στο νέο εργοδότη (ΑΠ 1839/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ειδική περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων και διαδοχής εργοδοτών αποτελεί η συγχώνευση εταιρειών με απορρόφηση (άρθρα 68 επ. του προεδρικού διατάγματος 498/1987). Συγχώνευση με απορρόφηση είναι η πράξη με την οποία μία ή περισσότερες ανώνυμες εταιρίες (απορροφούμενες), οι οποίες λύνονται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, μεταβιβάζουν σε άλλη υφιστάμενη ανώνυμη εταιρία (απορροφούσα) το σύνολο της περιουσίας τους (ενεργητικό και παθητικό), υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 68 του νόμου 2190/1920. Από την καταχώρηση, στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών, της εγκριτικής απόφασης της συγχωνεύσεως, που προβλέπεται από το άρθρο 74 του ίδιου νόμου, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα χωρίς καμία άλλη διατύπωση τόσο για τις συγχωνευόμενες εταιρίες όσο και έναντι των τρίτων, τα ακόλουθα αποτελέσματα: α) η απορροφούσα εταιρία υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ή των απορροφούμενων εταιριών και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή και β) η απορροφούμενη ή απορροφούμενες εταιρίες παύουν να υπάρχουν (άρθρο 75 παρ. 1 του νόμου 2190/1920). Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρία ή κατ’ αυτής χωρίς καμία ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, βιαία διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψη της (άρθρο 75 παρ. 2 του νόμου 2190/1920). Από τα παραπάνω συνάγεται με σαφήνεια ότι από την καταχώρηση της εγκριτικής αποφάσεως του αρμοδίου, κατά το άρθρο 74 του νόμου 2190/1920, υπουργού, οι αρμοδιότητες του οποίου έχουν εκχωρηθεί στην περιφέρεια κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 περ. β΄ εδ. 6 του νόμου 2647/1998. επί δικών που έχουν αρχίσει με τη συμμετοχή της απορροφούμενης εταιρίας, νομιμοποιείται ενεργητικά, αλλά και παθητικά, για τη συνέχιση των δικών μόνον η απορροφούσα εταιρία, αφού η απορροφούμενη έχει παύσει να υπάρχει ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο και επομένως δεν έχει ικανότητα να είναι διάδικος (ΑΠ 318/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 376/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 568/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1773/2001 ΔΕΕ 2002.604). Η απορροφούσα εταιρία ευθύνεται προς τους δανειστές της απορροφούμενης εταιρίας, αποκλειστικά και απεριόριστα, με ολόκληρη την περιουσία της και όχι μέχρι την περιουσία που μεταβιβάσθηκε σε αυτήν (ΕφΘεσ 2918/2008 Αρμ 2006.422, Περάκης Ευάγγελος, «Δίκαιο Ανώνυμων Εταιριών», τόμος Α΄, άρθρα 41 – 112, αριθ. 75, σελ. 722 επ.) και οι εργασιακές σχέσεις, όπως όλες οι εκκρεμείς συμβατικές σχέσεις που είχαν συνάψει οι απορροφώμενες εταιρίες δεν λύνονται, αλλά συνεχίζονται από την απορροφώσα εταιρία, η οποία ως διάδοχος εργοδότης υποκαθίσταται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των απορροφωμένων επιχειρήσεων ως δικαιοπαρόχων εργοδοτών (ΑΠ 1478/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 988/1996 ΔΕΝ 53.1121). Περαιτέρω, με το άρθρο 62 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρίες, που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ικανότητα του διαδίκου ρυθμίζεται σε άμεση συσχέτιση με το ουσιαστικό δίκαιο και επομένως, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 34, 35, 61, 72 και 748 του ΑΚ διάδικος μπορεί να είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων, που επιδιώκουν κάποιο σκοπό χωρίς να είναι σωματεία ή εταιρίες, που δεν έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα, ή σύνολο περιουσίας, η οποία έχει ταχθεί για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, εφόσον όμως έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα, κατά τους όρους του νόμου. Η ικανότητα διαδίκου αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και σύμφωνα με το άρθρο 73 του αυτού Κώδικα εξετάζεται σε κάθε στάση της δίκης και αυτεπαγγέλτως (ΟλΑΠ 25/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 693/2008 Αρμ 2008.1540). Ακολούθως, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 α΄ του ΚΠολΔ, μεταξύ των απαραίτητων στοιχείων της αγωγής, είναι η σαφής έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, έτσι ώστε να δικαιολογείται η άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Από την ανωτέρω διάταξη, προκύπτει ότι η νομιμοποίηση, ως εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα, ως προς το αντικείμενο της και τους φορείς της. από το ουσιαστικό δίκαιο, είναι απαραίτητο στοιχείο της αγωγής (ΟλΑΠ 18/2005 ΝοΒ 53.1075). Η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει κατά κανόνα αμέσως από το νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού ή και του δικονομικού δικαίου και εκείνος, που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχος ή υπόχρεος, νομιμοποιείται καταρχήν, ως ενάγων ή εναγόμενος, αντίστοιχα (ΑΠ 26/2005 ΕλλΔνη 46.1462). Για τη νομιμοποίηση, συνεπώς, προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης (ΕφΙωαν 21/2005 ΕΕΝ 2005.574). Η αμφισβήτηση δε της ύπαρξης νομιμοποίησης δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της αγωγής του ενάγοντος (ΑΠ 871/2003 ΕλλΔνη 44.1623, ΑΠ 351/1979 ΝοΒ 27.1427), ο οποίος και φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος αποδείξεως, με συνέπεια, σε περίπτωση που δεν αποδείξει τον περί νομιμοποιήσεως του ισχυρισμό, την απόρριψη της αγωγής για έλλειψη (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποίησης, κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντας του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Τα θεμελιωτικά, εξάλλου, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής, είναι το απαράδεκτο αυτής (ΕφΑθ 5685/1999 ΕλλΔνη 41.526). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ., η οποία μπορεί να. προβληθεί και σε δικαιώματα που απορρέουν από κανόνες δημόσιας τάξης (ΑΠ 1206/1986 ΝοΒ 35.906, ΕφΛαρ 169/2001 ΕλλΔνη 2002.837), για να θεωρηθεί η άσκηση δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος ή η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν ή άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, να καθιστά μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του. κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού αυτή τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα την επέλευση επαχθών συνεπειών για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 42.383, ΟλΑΠ 1/1997 ΕλλΔνη 38.534, ΟλΑΠ 17/95 ΕλλΔνη 38.410, ΟλΑΠ 862/1990 ΕλλΔνη 32.501, ΑΠ 66/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 291/2003 ΕλλΔνη 45.424, ΑΠ 321/2002 ΕλλΔνη 44.143, ΑΠ 1129/2002 ΕλλΔνη 45.424, ΑΠ 681/2000 ΕλλΔνη 42.109, ΑΠ 1875/1999 ΕλλΔνη 41.1315, ΑΠ 1125/1999 ΕλλΔνη 41.379, ΑΠ 683/1999 ΕλλΔνη 41.379, ΑΠ 156/1997 ΕλλΔνη 38.1547, ΑΠ 1252/1996 ΕλλΔνη 38.1795, ΑΠ 803/1996 ΕλλΔνη 38.804, ΕφΑθ 6270/2000 ΕΕμπΔ 52.598, ΕφΘεσ 3270/1998 Αρμ 1999.1080). Ειδικότερα δε, αντικειμενική καλή πίστη, είναι η ευθύτητα και η εντιμότητα, που υπαγορεύεται σε κάθε άνθρωπο, από τις ανάγκες της κοινωνικής συμβίωσης. Χρηστά ήθη αποτελούν τα κριτήρια κοινωνικής ηθικής, που κρατούν κατά τη γενική αντίληψη των εντίμων και συνετών ανθρώπων. Κοινωνικοοικονομικός σκοπός του ιδιωτικού δικαιώματος είναι το όριο, που ενυπάρχει στο δικαίωμα, από την ανάγκη διαφύλαξης του γενικότερου συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου. Τα αξιολογικά αυτά κριτήρια θέτουν φραγμό στην ιδιοτελή άσκηση του δικαιώματος, εφόσον αυτή έρχεται σε προφανή, δηλαδή έκδηλη αντίθεση προς αυτά (ΑΠ 615/1994 ΕλλΔνη 36.340, ΕφΑθ 4019/1999 ΕλλΔνη 40.1586). Εξ αυτού συνάγεται ότι δεν αρκεί η απλή αδράνεια του δικαιούχου επί μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και αν δημιούργησε στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι το δικαίωμα δεν πρόκειται να ασκηθεί, αλλά απαιτείται μεταξύ άλλων δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του, έτσι ώστε, η με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, επιδίωξη ανατροπής μιας ήδη διαμορφωθείσας κατάστασης, να συνεπάγεται ιδιαίτερα επαχθείς, για τον υπόχρεο, επιπτώσεις και να προκαλεί έντονη την εντύπωση της αδικίας. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, που έχει δημιουργηθεί, να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες, προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (ΑΠ 681/2000 ό.π, ΑΠ 409/2000 ΕλλΔνη 41.1315). Ειδικότερα, δεν είναι καταχρηστική η αξίωση του μισθωτού καταβολής των νομίμων αποδοχών του έστω και αν συντρέχει κακή οικονομική κατάσταση του εργοδότη, η οποία μάλιστα θα επιδεινωθεί από την άσκηση ομοίων αξιώσεων από άλλους μισθωτούς (ΑΠ 379/2006 ΔΕΝ 62.1280, ΑΠ 1203/2000 ΕλλΔνη 43.126, ΕφΑθ 958/2008 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, ΕφΑθ 2398/2006 ΔΕΕ 2006.1183) καθώς επίσης και η διεκδίκηση μισθολογικών αποδοχών αναγόμενων σε χρονικό διάστημα είκοσι πέντε ετών (ΑΠ 1123/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 11 49/2000 ΕλλΔνη 42.1292, ΕφΑθ 2398/2006 ΔΕΕ 206.1183). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδ. β΄ του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 19 του νόμου 2915/2001 «αν στις διατάξεις των ειδικών διαδικασιών δεν ορίζεται διαφορετικά: α) οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο, β) όλοι οι πραγματικοί ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 περ. δ΄ του ίδιου κώδικα, τα συντασσόμενα από το γραμματέα πρακτικά συνεδριάσεως περιέχουν όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σ’ αυτές, τις καταθέσεις μαρτύρων. Από την πρώτη των διατάξεων αυτών συνάγεται σαφώς, ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 66 έως 669 του Κ.Πολ.Δ.), όπου δεν είναι υποχρεωτική) η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους ισχυρισμούς τους, όπως η ένσταση παραγραφής, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επί πλέον οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρο 262 του Κ.Πολ.Δ.), εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται, δηλονότι, σε κάθε περίπτωση προφορική πρόταση των ισχυρισμών που «ως γενόμενο κατά τη συζήτηση» σημειώνεται στα πρακτικά. Από τη δεύτερη δε των ως άνω διατάξεων συνάγεται, ότι κατά την πρώτη τούτων σημείωση της προφορικής προτάσεως του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως εκ του περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήματος αυτών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προτάσεως αυτών, είτε εκ του περιεχομένου των ακολούθως καταχωρουμένων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε εκ του περιεχομένου των υποβαλλομένων εγγράφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 128/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 13/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
Οι εναγόμενες με τις προτάσεις που κατέθεσαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αρνούνται αιτιολογημένα την υπό κρίση αγωγή. Ειδικότερα, οι εναγόμενες εκθέτουν ότι η πρώτη από αυτές τυγχάνει από τις παλαιότερες τεχνικές – κατασκευαστικές εταιρείες, με πτυχίο ανώτατης τάξης, ότι το έτος 1993 εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και μέχρι το έτος 2005, με διαδοχικές εξαγορές, απορροφήσεις και συγχωνεύσεις άλλων τεχνικών και κατασκευαστικών εταιρειών είχε ανοδική πορεία και οικονομική ανάπτυξη και αναδείχθηκε σε ένα μεγάλο κατασκευαστικό – τεχνικό όμιλο, με δύο εργοληπτικά πτυχία της ανώτατης τάξης και σημαντική) τεχνογνωσία και παρουσία σε μεγάλα έργα υποδομής και ότι το έτος 2006, λόγω της υπέρμετρης διόγκωσης των δανειακών της υποχρεώσεων και του περιορισμό του κύκλου των εργασιών της και αφού προηγήθηκαν για την αντιμετώπιση της δεινής οικονομικής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει εκποιήσεις – πωλήσεις περιουσιακών της στοιχείων, θυγατρικών εταιρειών και συμμετοχών, τα οποία δεν ευοδώθηκαν, τέθηκε υπό την «κηδεμονία» των δανειστριών τραπεζών, με σκοπό την διάσωση της από την οικονομική κατάρρευση μέσω της αναζήτησης στρατηγικού επενδυτή και της εισροής νέων κεφαλαίων σε αυτήν. Ότι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων κρίθηκε απαραίτητη, με σκοπό τη διευκόλυνση του σχεδίου αναζήτησης στρατηγικού επενδυτή, η απόσχιση του κατασκευαστικού κλάδου και η δημιουργία μιας νέας εταιρείας και ότι με τη με αριθμό ……… απόφαση του Νομάρχη Αθηνών εγκρίθηκε η απόσχιση του κατασκευαστικού – κλάδου της πρώτης από αυτές και η εισφορά και απορρόφηση του από την θυγατρική εταιρία ……… Α.Ε., η οποία δυνάμει της ανωτέρω εγκριτικής απόφασης τροποποίησε την επωνυμία της σε ……… ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε. και υποκατέστησε αυτοδίκαια σε όλα τα δικαιώματα, υποχρεώσεις και έννομες σχέσεις που αφορούν τον κατασκευαστικό κλάδο την εισφέρουσα εταιρία. Ότι ενόψει της ανωτέρω κατάστασης οι δανείστριες τράπεζες επέβαλαν στο δεύτερο εξάμηνο του έτους 2006 την παρακολούθηση, εποπτεία και έλεγχο των οικονομικών της πρώτης εναγόμενης από ανεξάρτητο οικονομικό σύμβουλο – οικονομολόγο της εμπιστοσύνης τους. ότι στη συνέχεια αξίωσαν την αντικατάσταση του Οικονομικού Διευθυντή της πρώτης από αυτές (εναγόμενες) και την πρόσληψη του ενάγοντος για την άσκηση ελέγχου σε αυτή και ότι ο διορισμός του ενάγοντος στη θέση του Οικονομικού Διευθυντή αφορούσε την πρώτη των εναγομένων καθώς επίσης και το σύνολο των θυγατρικών αυτής και των κοινοπραξιών στις οποίες συμμετείχε, εγκρίθηκε με το με αριθμό 3067/26.09.2007 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης εταιρίας και η πρόσληψη του αναγγέλθηκε την 15.11.2007 στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού. Ότι μετά την πρόσληψη του ενάγοντος ανατέθηκαν σε εκείνον τα καθήκοντα που αναφέρονται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας της εταιρίας, σύμφωνα με το άρθρο 6 του νόμου 3016/2002 και ότι ενόψει των ανωτέρω ο ισχυρισμός του ότι προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη την 12.02.2007, με συμφωνηθείσες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από την 12.02.2007 έως την 30.06.2007, ποσού εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 ευρώ) πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού εκείνος την προαναφερόμενη χρονική περίοδο αφενός δεν τελούσε σε καμία νομική ή πραγματική εξάρτηση με την πρώτη εναγόμενη και αφετέρου διατηρούσε εργασιακή σχέση με τις θυγατρικές εταιρίες του ομίλου της τραπεζικής εταιρίας ……… ΒΑΝΚ. Ότι μετά την απόσχιση του κατασκευαστικού κλάδου της πρώτης εναγόμενης και τη σύσταση της δεύτερης από αυτές η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος μεταφέρθηκε στην τελευταία, η οποία υπεισήλθε στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέρρεαν από αυτή (σύμβαση) και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός του ενάγοντος για πρόσθετη απασχόληση του στην δεύτερη εναγόμενη μετά το μήνα Μάρτιο του έτους 2008 πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ ουσίαν. Ότι ουδέποτε υπήρξε συμφωνία μεταξύ εκείνων και του ενάγοντος για καταβολή καθαρών μηνιαίων αποδοχών, ύψους δέκα χιλιάδων επτακοσίων δέκα τεσσάρων ευρώ (10.714 ευρώ), ότι οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές εκείνου διαμορφώθηκαν για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2007 και Ιανουάριο του έτους 2008 στο ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων δέκα τριών ευρώ και ογδόντα λεπτών (5.413,80 ευρώ), δηλαδή σύμφωνα με τους όρους αμοιβής του προκατόχου του, ότι από του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008 ανήλθαν στο ποσό τω επτά χιλιάδων εκατόν εξήντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (7.164,92 ευρώ), ότι οι αποδοχές των μηνών Μαΐου και Ιουνίου του έτους 2008 καταβλήθηκαν ταυτόχρονα με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του και ότι ενόψει των ανωτέρω η μεν αγωγική αξίωση για επιδίκαση διαφορών αποδοχών από του μηνός Μαρτίου του έτους 2008 και εφεξής στερείται νομικής βασιμότητας λόγω της προαναφερόμενης διαδοχής του εργοδοτικού φορέα, η δε αγωγική αξίωση για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, αποδοχών αδείας και επιδομάτων εορτών και αδείας κατά της δεύτερης εναγόμενης είναι ουσιαστικά αβάσιμη, αφού καταβλήθηκαν στον ενάγοντα οι συμφωνηθείσες αποδοχές του. Ότι το αίτημα του ενάγοντος για επιδίκαση του ποσού των εξήντα χιλιάδων ευρώ (60.000 ευρώ) λόγω παροχής υπηρεσιών για την ανεύρεση στρατηγικού επενδυτή πρέπει να απορριφθεί, διότι εκείνος δεν είχε καμία συμμετοχή και οι σχετικές διαπραγματεύσεις έγιναν από τον αποκλειστικό χρηματοοικονομικό σύμβουλο V.P., κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στις προτάσεις της. Ότι περί τα τέλη Ιουνίου του έτους 2008 η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ……… Α.Ε. εισήλθε στο μετοχικό κεφάλαιο της δεύτερης από αυτές σε ποσοστό 80% μέσω αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της, με παράλληλη εξόφληση και τακτοποίηση όλων των δανειακών υποχρεώσεων της μητρικής εταιρείας και των θυγατρικών της. ότι από του μηνός Μαρτίου του έτους Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος είχε αναλάβει ο ……, που υποδείχθηκε από τις πιστώτριες τράπεζες και ότι μετά την επιτυχή έκβαση των διαπραγματεύσεων και την διάσωση του ομίλου εξέλιπε ο ρόλος των τραπεζών στον έλεγχο και την εποπτεία των οικονομικών του ομίλου και συνακόλουθα λόγοι διατήρησης του ενάγοντα στην θέση του Γενικού Οικονομικού Διευθυντή ως «επόπτη» εκ μέρους των πιστωτριών Τραπεζών, γεγονός που γνωστοποιήθηκε στον ενάγοντα. Ότι προ της ως άνω καταστάσεως η δεύτερη από αυτές – εργοδότρια προέβη εγγράφως σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, προσφέροντας ταυτόχρονα τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, που υπολογίσθηκε βάσει των αποδοχών που ελάμβανε και τα αναλογούντα επιδόματα και αποδοχές, ότι ο ενάγων αρνήθηκε την παραλαβή του εγγράφου της καταγγελίας και για το λόγο αυτό προέβη (δεύτερη εναγόμενη) σε δημόσια παρακατάθεση του προσφερόμενου για τις ανωτέρω αιτίες χρηματικού ποσού και ως εκ τούτου η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι καθόλα έγκυρη και οι αξιώσεις του για επιδίκαση μισθών υπερημερίας, άλλως συμπλήρωση της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης είναι αβάσιμες. Περαιτέρω, η πρώτη εναγόμενη ισχυρίζεται ότι από του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008, οπότε ολοκληρώθηκε η διαδικασία απόσχισης του κατασκευαστικού κλάδου, στην σύμβαση εργασίας του ενάγοντος υπεισήλθε η δεύτερη από αυτές, ως διάδοχος εργοδότης, η οποία την υποκατέστησε στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της, με αποτέλεσμα η αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατ’ αυτής και με την οποία ο ενάγων αξιώνει να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και να του επιδικασθούν μισθοί να είναι απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της. Ο σχετικός ισχυρισμός της πρώτης εναγόμενης συνιστά άρνηση της αγωγής, καθόσον ανάγεται στην παθητική νομιμοποίηση αυτής, που συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα της. Περαιτέρω, οι εναγόμενες προβάλλουν επικουρικά, για την περίπτωση παραδοχής της ουσιαστικής βασιμότητας της κρινόμενης αγωγής, ότι ο ενάγων, ο οποίος ορίσθηκε από του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2007 Γενικός Οικονομικός Διευθυντής της πρώτης από αυτές και στη συνέχεια και δη από του μηνός Μαρτίου του έτους 2008 της δεύτερης από αυτές αξιώνει για χρονικό διάστημα ενός έτους, δηλαδή μέχρι την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, μισθούς υπερημερίας συνολικά πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (500.000 ευρώ) και ότι οι σχετικές αξιώσεις του ενόψει του γεγονότος ότι τοποθετήθηκε στην ανωτέρω θέση καθ’ υπόδειξη των δανειστριών ανωνύμων τραπεζικών εταιριών, με σκοπό την διάσωση του ομίλου από την οικονομική κατάρρευση, ότι κατά το χρόνο πρόσληψης του γνώριζε αφενός το σκοπό αυτής και αφετέρου το περιορισμένο χρονικά εύρος της συνεργασίας του με τον όμιλο και ότι κατά το χρόνο έγερσης της κρινόμενης αγωγής διατηρούσε και εξακολουθεί να διατηρεί ενεργό εργασιακή σχέση, ως Οικονομικός Διευθυντής, με θυγατρικές εταιρίες του ομίλου της τραπεζικής εταιρίας ……… ΒΑΝΚ, αντίκεινται στις αρχές της καλής πίστης, των χρηστών κα του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του σχετικού δικαιώματος και πρέπει να απορριφθούν ως καταχρηστικές. Ο ανωτέρω ισχυρισμός των εναγομένων, που προβλήθηκε παραδεκτά, ελέγχεται απορριπτέος νομικά αβάσιμος, διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, αφενός δεν καταδεικνύουν αδράνεια του ενάγοντος και αφετέρου δεν είναι ικανά να δημιουργήσουν στις εναγόμενες εδραία η πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν θα κινηθεί δικαστικά σε βάρος τους για διασφάλιση των νομίμων δικαιωμάτων του και διεκδίκηση των αξιώσεων του, δοθέντος ότι η έγερση αγωγής είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος) και τα εργατικά δικαιώματα δεν είναι δεκτικά παραιτήσεως (άρθρο 672 του Α.Κ.), ώστε η ανατροπή της διαμορφωθείσης κατάστασης να συνεπάγεται ιδιαίτερα επαχθείς επιπτώσεις για αυτές, στοιχεία τα οποία άλλωστε εκείνες δεν επικαλούνται. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 του νόμου 2112/1920 και 8 παρ. 4 του νομοθετικού διατάγματος 4020/1959 συνάγεται αρχή του εργατικού δικαίου κατά την οποία είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη, κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλης εκ της εργασίας αυτού παροχής και ως εκ τούτου η δικαστική διεκδίκηση από τον ενάγοντα της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης και των δεδουλευμένων αποδοχών του δεν μπορεί να αξιολογηθεί ότι εξικνείται των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του οικείου δικαιώματος, που θέτει φραγμό στην ιδιοτελή άσκηση οιουδήποτε δικαιώματος.
Από την κατάθεση του μάρτυρος των εναγομένων ………, που εξετάσθηκε ενόρκως (άρθρο 408 παρ. 2 και 3 του Κ.Πολ.Δ.) στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, – ο ενάγων δεν εξέτασε μάρτυρα -, που περιέχεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του (άρθρο 410 του Κ.Πολ.Δ.), από τις με αριθμούς 973/07.05.2010 και 974/07.05.2010 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εναγομένης ……… και ……… ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, που ελήφθησαν νομίμως, κατ’ άρθρο 671 παρ. 1 εδ. γ΄ του Κ.Πολ.Δ., κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος, το οποίο εξετάζεται από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, καθόσον άπτεται του υποστατού του αποδεικτικού μέσου (βλ. την από 28.04.2010 κλήση και γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων και τη με αριθμό 4888Β΄/30.04.2010 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Παναγιώτας Γ. Καραγιαννίδου, στην οποία προσαρτώνται οι από 30.04.2010 απόδειξη παραλαβής από τον αρμόδιο αξιωματικό του Αστυνομικού Τμήματος Γαλατσίου του δικογράφου που θυροκολλήθηκε και βεβαίωση περί αποστολής της ταχυδρομικής ειδοποίησης, που ορίζει το άρθρου 128 παρ. 4γ΄ του Κ.Πολ.Δ. – βλ. σχετ. ΑΠ 1685/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 753/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1460/2000 ΕλλΔνη 2001.702, ΑΠ 22/1994 ΕλΔ 36.347, ΑΠ 870/1990 ΕλΔ 31.1609, ΕφΑθ 4811/2003 ΕλλΔνη 2004.223, ΕφΘεσ 75/1993 ΕλΔ 35.650), από όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω και λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους, χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, έστω και αν δεν γίνεται μνεία σε καθένα από αυτά χωριστά από αυτά και έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, ως αποδεικτικά μέσα (άρθρο 671 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), δηλαδή έγγραφα άκυρα, ανεπικύρωτα, αχρονολόγητα, ιδιωτικά ανυπόγραφα, τα οποία δεν έχουν καταρχήν, αποδεικτική) ισχύ υπέρ του εκδότη του, σύμφωνα με τα άρθρα 443 και 447 του Κ.Πολ.Δ., δεν παύουν όμως να έχουν τα τυπικά χαρακτηριστικά του εγγράφου, να είναι υποστατά ως έγγραφα, μη συνοδευόμενα από επίσημη μετάφραση (ΕφΠειρ 844/2005 ΕλλΔνη 2006.1102) και ως εκ τούτου να αποτελούν αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την έννοια που στον όρο αυτό δίνει το άρθρο 671 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., τα οποία λαμβάνονται υπόψη στην ως άνω διαδικασία των εργατικών διαφορών, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, διότι δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων (ΟλΑΠ 15/2003 ΕλλΔνη 2003.937, ΑΠ 405/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 691/207 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1563/2006, ΑΠ 2064/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1595/2005 ΝοΒ 2006.405), από τις ομολογίες των διαδίκων που διαλαμβάνονται στις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρα 261 παρ. 1 και 352 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και από όλη εν γένει την διαδικασία αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι έγγαμος, πατέρας ενός τέκνου, που γεννήθηκε την ……… και κάτοχος από του έτους ……… πτυχίου του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών – Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και από την 15.01.2001 άδειας λογιστού Α΄ τάξης. Ο ενάγων ασκεί από του έτους 1977 το επάγγελμα του οικονομολόγου – λογιστή και έχει εργασθεί κατά τα έτη 1977 έως 1984, ως Ορκωτός Λογιστής, σε πολυεθνική ελεγκτική εταιρία και κατά τα έτη 1990 – 1996, ως Οικονομικός Σύμβουλος, σε Χρηματιστηριακή Εταιρία, ενώ από την 1η Απριλίου του έτους 2002 ανέλαβε, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1ε της με αριθμό 5/204/14.11.2000 απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθήκοντα Αναπληρωτή Διευθυντή Οικονομικών υπηρεσιών και στη συνέχεια Οικονομικού Διευθυντή της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ……… Α.Ε.» (βλ. αντίγραφο του από 09.04.2002 εγγράφου της «……… Α.Ξ.Ε. και τα με αριθμούς 7167/08.07.2005 και 1732/09.03.2006 Φ.Ε.Κ. – Τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης). Η πρώτη των εναγομένων είναι ανώνυμη κατασκευαστική εταιρία, με έδρα το ……… Αττικής, κάτοχος πτυχίου ανώτατης (7ης) τάξης για τις κατηγορίες έργων οικοδομικών, οδοποιίας, Η/Μ, βιομηχανικών και ενεργειακών και από του έτους 1993, οπότε εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αθηνών και μέχρι το έτος 2005, είχε κατόπιν διαδοχικών συγχωνεύσεων, εξαγορών και απορροφήσεων άλλων τεχνικών και κατασκευαστικών εταιριών, σημαντική παρουσία στον τεχνικό – κατασκευαστικό κλάδο (βλ. τα με αριθμούς ……… και ……… Φ.Ε.Κ. – Τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης). Παρά ταύτα, η υπέρμετρη διόγκωση των δανειακών της υποχρεώσεων, ιδίως από του έτους 2002 και εφεξής σε συνδυασμό με τον περιορισμό του κύκλου των εργασιών της, είχαν σαν αποτέλεσμα να περιέλθει σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, η οποία δεν κατέστη δυνατό να αντιμετωπιστεί με εκποιήσεις των περιουσιακών της στοιχείων. Προ της ανωτέρω κατάστασης, οι δανείστριες ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες με την επωνυμία ……… ΒΑΝΚ και ……… Α.Ε., έχοντας ως σκοπό την αποτροπή της οικονομικής κατάρρευσης της πρώτης εναγόμενης και την κήρυξη αυτής σε κατάσταση πτώχευσης, έγιναν, μέσω αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, μέτοχοι αυτής με ποσοστά 9,73% και 7,65% αντίστοιχα και ανέλαβαν από του μηνός Ιουλίου του έτους 2007 τη διοίκηση της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, που μέχρι τότε ασκούνταν από τους ………, πολιτικό μηχανικό υπομηχανικό και ………, πολιτικό μηχανικό, ως Πρόεδρο – Εκτελεστικό Μέλος και Διευθύνοντα Σύμβουλο Εκτελεστικό Μέλος, αντίστοιχα (βλ. το με αριθμό ……… Φ.Ε.Κ. Τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης). Μετά την ανάληψη της διοίκησης της πρώτης εναγόμενης από τις ανωτέρω ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες αυτές αξίωσαν αφενός τον στενότερο έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης της εταιρίας και των θυγατρικών της. με τον διορισμό στη θέση του Γενικού Οικονομικού Διευθυντή προσώπου, το οποίο θα απολάμβανε της εμπιστοσύνης τους και αφετέρου την εντατικοποίηση των προσπαθειών για την ανεύρεση στρατηγικού επενδυτή, με σκοπό την σύναψη στρατηγικής συνεργασίας για τη διάσωση της εταιρίας. Συνεπεία των ανωτέρω, αποφασίσθηκε από τις διοικούσες ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες η ανάθεση των καθηκόντων του Γενικού Οικονομικού Διευθυντή της πρώτης εναγόμενης στον ενάγοντα, σε αντικατάσταση του μέχρι τότε Οικονομικού Διευθυντή, κ. ………. Ο διορισμός του ενάγοντος στη θέση του Γενικού Οικονομικού Διευθυντή της πρώτης εναγόμενης και του ……… στη θέση του Αναπληρωτή Οικονομικού Διευθυντή της εταιρίας, για την περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του ενάγοντος, εγκρίθηκε με το με αριθμό 3067 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής (εταιρίας), το οποίο συνήλθε σε σώμα την 26η Σεπτεμβρίου του έτους 2009, αφού προηγήθηκε η υποβολή της παραίτησης του ………, που έγινε δεκτή ομόφωνα και η πρόσληψη του (ενάγοντος) γνωστοποιήθηκε, βάσει των διατάξεων των άρθρων 10 του νόμου 3340/2005, 2 της με αριθμό ……… της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και ……… του Κανονισμού του Χρηματιστηρίου Αξιών, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και αναγγέλθηκε την 15η Νοεμβρίου του έτους ……… σύμφωνα με τα οριζόμενα στα νομοθετικά διατάγματα 2656/1953 και 763/1970 στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού Αμαρουσίου (βλ. αντίγραφα της από 26.09.2007 γνωστοποίησης διορισμού Οικονομικού Διευθυντή και της από 15.11.2007 αναγγελίας πρόσληψης του ενάγοντος). Επίσης, με το ανωτέρω πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης ορίσθηκε ότι τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες του Γενικού Οικονομικού Διευθυντή είναι τα αναφερόμενα στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας της πρώτης εναγόμενης, σύμφωνα με το άρθρο 6 του νόμου 3016/2002 περί εταιρικής διακυβέρνησης και ότι στις ανωτέρω αρμοδιότητες του περιλαμβάνονται ενδεικτικά και όχι περιοριστικά οι κάτωθι: α) ο έλεγχος ορθής σύνταξης και η υποβολή προς έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο των οικονομικών καταστάσεων (ισολογισμός, αποτελέσματα, έκθεση διαχειρίσεως), η εισήγηση για τη μερισματική πολιτική και τον ετήσιο προϋπολογισμό δαπανών και η συνυπογραφή των δημοσιευόμενων οικονομικών καταστάσεων και στοιχείων της εταιρίας, β) οι προτάσεις για ουσιαστικές μεταβολές στην επενδυτική πολιτική και διάρθρωση του χαρτοφυλακίου των μετοχών που διαχειρίζεται η εταιρία, γ) η εκπροσώπηση της εταιρίας στις συναλλαγές της προς τις Χρηματιστηριακές Αρχές, η υπογραφή της σχετικής αλληλογραφίας και η διαχείριση του συστήματος ΕΡΜΗΣ μέσω του οποίου διαβιβάζονται οι εταιρικές ανακοινώσεις στο Χρηματιστήριο Αξιών, δ) ο σχεδιασμός και σύνταξη του μηνιαίου, εξαμηνιαίου και ετήσιου οικονομικού προγραμματισμού της εταιρίας και η έγκριση ή η τυχόν αναμόρφωση των ανωτέρω από κοινού με τους Διευθύνοντες Συμβούλους, ε) η υπογραφή κάθε εγγράφου και η διενέργεια κάθε πράξεως απαραίτητης για την διεκπεραίωση των καθημερινών διαχειριστικών αναγκών της εταιρίας, όπως ενδεικτικά, η υπογραφή των εντολών πληρωμής, η κίνηση του ταμείου κλπ., εντός και εκτός του εγκεκριμένου οικονομικού προγραμματισμού, στ) η σύνταξη του μηνιαίου, εξαμηνιαίου και ετήσιου οικονομικού απολογισμού της εταιρίας, ζ) η κατάρτιση του πίνακα ταμειακών ροών της επιχείρησης καθώς και η εποπτεία και ο έλεγχος υλοποίησης τους, η) το άνοιγμα λογαριασμών της εταιρίας σε τράπεζες, η κίνηση των οποίων θα καθορίζεται κατά περίπτωση με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, θ) η έγκριση ανάληψης χρημάτων, χρηματογράφων, μερισματαποδείξεων και τοκομεριδίων, η είσπραξης χρημάτων από Τράπεζες, το Δημόσιο, νομικά πρόσωπα Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου του εσωτερικού ή του εξωτερικού, την Τράπεζα της Ελλάδος και ιδιώτες εν γένει αυτοπροσώπως ή μέσω τρίτου προσώπου εξουσιοδοτημένου με απλή επιστολή, ι) η έγκριση για την έκδοση, αποδοχή, οπισθογράφηση και εξόφληση συναλλαγματικών, γραμματίων εις διαταγή και επιταγών, ια) η έγκριση για τη σύναψη με τράπεζες συμβάσεων για το άνοιγμα ενέγγυων πιστώσεων, την έκδοση εγγυητικών επιστολών υπέρ της εταιρίας ή υπέρ οποιουδήποτε τρίτου νομικού ή φυσικού προσώπου και προς οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, χορήγηση δανείων προς την εταιρεία, πιστώσεων και η χρήση αυτών, είτε με επιταγές, είτε με εντολές είτε με αποδείξεις λήψης χρημάτων, καθώς και η έγκριση παροχής εμπράγματης ασφάλειας προς εξασφάλιση απαιτήσεων κατά της εταιρίας επί κινητών ή ακινήτων, δηλαδή ενέχυρο πάσης φύσεως, υποθήκη και προσημείωση, η παροχή εγγυήσεων εκ μέρους και για λογαριασμό της εταιρείας υπέρ οποιουδήποτε τρίτου νομικού ή φυσικού προσώπου και προς οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο εφ’ όσον αυτό είναι αναγκαίο για την ευόδωση του εταιρικού σκοπού, η παραλαβή όλων όσα έχουν δοθεί ως ενέχυρο και η χορήγηση απαλλαγών από εγγυητικές επιστολές, ιβ) η έγκριση σύναψης συμβάσεων προμήθειας πρώτων υλών, μηχανημάτων, εξαρτημάτων εργαλείων και ανταλλακτικών με το Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου του εσωτερικού ή εξωτερικού και παντός φυσικού προσώπου, ιγ) η έγκριση έκδοσης τιμολογίων παροχής υπηρεσιών και πωλήσεων προϊόντων της εταιρίας αυτοπροσώπως ή μέσω υπαλλήλου εξουσιοδοτημένου και με απλή επιστολή και ιδ) η έγκριση των πάσης φύσεως οικονομικών συναλλαγών της εταιρίας περιλαμβανομένων εντολών που αφορούν τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου της. Περαιτέρω, με το προαναφερόμενο πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης ρητά συμφωνήθηκε ότι οι ανωτέρω εγκριτικές αρμοδιότητες του Οικονομικού Διευθυντή αφορούν και τις θυγατρικές εταιρίες και κοινοπραξίες, η οικονομική διαχείριση των οποίων ελέγχεται από αυτή, ο σχετικός, δε, όρος είχε τεθεί στο πρακτικό που καταρτίσθηκε από τις διοικούσες τραπεζικές εταιρίες κατά το διαπραγματευτικό στάδιο αναφορικά με τις αρμοδιότητες του ενάγοντος ως νέου Γενικού Οικονομικού Διευθυντή, ώστε να διασφαλισθεί ο επιδιωκόμενος έλεγχος και εποπτεία του συνόλου των οικονομικών συναλλαγών της πρώτης εναγόμενης (βλ. αντίγραφο του με αριθμό 3067/26.09.2007 πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης και του από 25.09.2007 ηλεκτρονικού μηνύματος). Από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης καταρτίστηκε την 26η Σεπτεμβρίου του έτους 2007. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι απασχολήθηκε στην πρώτη εναγόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, με την ιδιότητα του οικονομικού συμβούλου σε προγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένα από την 12.02.2007 έως την 30.06.2007 και ότι από την 1η Ιουλίου του έτους 2007 επήλθε μεταβολή των όρων εργασίας του και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Η σχετική κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται αφενός από την επισκόπηση του με αριθμό 3068 πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης, το οποίο κατά τη συνεδρίαση της 27ης Σεπτεμβρίου του έτους 2007, εξουσιοδότησε τον ενάγοντα, ως έχοντα την ιδιότητα του Γενικού Οικονομικού Διευθυντή, να προβεί σε άνοιγμα λογαριασμού όψεως στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία ……… ΒΑΝΚ – Κατάστημα Ψυχικού, με σκοπό τη διευκόλυνση των επιχειρηματικών πράξεων της εταιρίας και αφετέρου από τις καταθέσεις των μαρτύρων της εναγομένης, οι οποίοι έχουν άμεση και ιδία αντίληψη, διότι προσέφεραν την εργασία τους στις εναγόμενες – εταιρίες κατά το χρόνο πρόσληψης του ενάγοντος και ανέφεραν με σαφήνεια ότι η εταιρία μετά από μια περίοδο δέκα περίπου ετών οικονομικής ανάπτυξης, με εξαγορές άλλων μεγάλων ομοειδών εταιριών, ανάληψη μεγάλων τεχνικών έργων στο εσωτερικό και εξωτερικό και επέκτασης του χαρτοφυλακίου της και σε άλλους τομείς, εισήλθε από το έτος 2002 σε κατάσταση ύφεσης και διόγκωσης των δανειακών της υποχρεώσεων, ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά κατά το έτος 2006 και ότι έτος 2007 οι δανειακές υποχρεώσεις της εταιρίας είχαν ανέλθει συνολικά στο ποσό των τριακοσίων (300) εκατομμυρίων ευρώ περίπου, ότι οι πιστώτριες Τράπεζες και συγκεκριμένα η ……… ΒΑΝΚ και η ……… ανέλαβαν από το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2006 την παρακολούθηση των οικονομικών της εταιρίας, υποχρεώνοντας αυτή να συνεργασθεί με τον κ. Γεράσιμο Δρακάτο, οικονομικό σύμβουλο επαγγελματία της εμπιστοσύνης τους, ότι από της αρχές του έτους 2007, επειδή επιθυμούσαν τον στενότερο έλεγχο, ενημέρωσαν την διοίκηση της εταιρίας, ότι θέλουν να έρθει σε αυτή άτομο της εμπιστοσύνης τους, ο οποίος στην αρχή και μέχρι να ενημερωθεί θα επόπτευε και θα τις ενημέρωνε για τις κινήσεις της εταιρίας, ότι περί τον Φεβρουάριο του έτους 2007 ήρθε στην εταιρία ο ενάγων, ο οποίος δεν εντάχθηκε στην μισθοδοσία της εταιρίας, διότι δεν είχε καμία επίσημη θέση και δεν είχε καθημερινή παρουσία στην εταιρία, αλλά απλώς εκπροσωπούσε τις δανείστριες τράπεζες και ότι μετά την απόκτηση μετοχικής συμμετοχής από τις ανωτέρω πιστώτριες τράπεζες αυτές αξίωσαν την ανάθεση της οικονομικής διεύθυνσης στον ενάγοντα. Εξάλλου, από την επισκόπηση των από 24.09.2007 και 25.09.2007 ηλεκτρονικών μηνυμάτων περί διορισμού του ενάγοντος στη θέση του Οικονομικού Διευθυντή της πρώτης εναγόμενης και περί των ειδικότερων αρμοδιοτήτων του, μεταξύ της εργοδότριας και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ……… ΒΑΝΚ, που αξίωσε το διορισμό του, τα οποία απευθύνονταν και στον ίδιο τον ενάγοντα προς γνώση του, προκύπτει με σαφήνεια ότι δεν του είχαν ανατεθεί τα ανωτέρω καθήκοντα σε προγενέστερο της προσλήψεως του χρόνο. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου περί του χρόνου προσλήψεως του ενάγοντος δεν αναιρείται από την υπογραφή αυτού επί των ισολογισμών των εναγομένων που αφορούν την οικονομική χρήση του έτους 2007, διότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, είναι σαφές ότι από της αναλήψεως των καθηκόντων του τέθηκε υπόψη του το σύνολο των οικονομικών στοιχείων της επιχείρησης για το έτος 2007, προκειμένου να ελεγχθούν και στη συνέχεια να συνταχθούν οι ετήσιοι ισολογισμοί, ούτε από την επισκόπηση του από 09.04.2008 πίνακα προσωπικού της δεύτερης εναγόμενης, που κατατέθηκε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 14708 και στην οποία αναγράφονται, μεταξύ άλλων, ως ημερομηνία πρόσληψης του ενάγοντος η 15.11.2007 και ως ημερομηνία αναγγελίας αυτής η 22.11.2007, διότι η υποχρέωση αναγγελίας πρόσληψης βαρύνει τον εργοδότη, ο οποίος οφείλει να προβεί σε αυτή εντός οκτώ (8) ημερών προς αποφυγή των προβλεπόμενων κυρώσεων (άρθρο 5 παρ. 4 του νομοθετικού διατάγματος 2656/1953) και δεν αποκλείει την σύναψη σύμβασης εργασίας σε προγενέστερο χρόνο. Περαιτέρω, από το προσκομιζόμενο με ημερομηνία 2 Νοεμβρίου του έτους 2007 έγγραφο, που υπογράφεται από τον ενάγοντα και από τους ……… και ………, Διευθύνοντες Συμβούλους της πρώτης εναγόμενης, η γνησιότητα της υπογραφής των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, προκύπτει ότι ως προς το ύψος των αποδοχών του ενάγοντος συμφωνήθηκε οι καθαρές ετήσιες αποδοχές του να ανέρχονται στο ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000 ευρώ). Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι το περιεχόμενο του σχετικού εγγράφου είναι δυσνόητο και συνακόλουθα ασαφές και δεν απηχεί τη δικαιοπρακτική βούληση τους πρέπει να απορριφθεί, διότι από την ανάγνωση αυτού προκύπτει με σαφήνεια ότι αφορά στην ετήσια μισθοδοσία του ενάγοντος και στο ύψος των καθαρών καταβαλλόμενων αποδοχών του. Αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου δεν μπορεί να σχηματισθεί από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος και την κατάσταση αμοιβών του προσωπικού της εναγομένης, οι οποίες ως προς το γεγονός της καταβολής συνιστούν εξώδικη ομολογία και εκτιμώνται ελεύθερα (ΑΠ 689/2003 ΝοΒ 52.45, ΕφΠειρ 9/2005 ΕλλΔνη 2005.548), ούτε από τις καταθέσεις των μαρτύρων της εναγομένης και από τις οικονομικές συμφωνίες των εναγομένων ως προς το ύψος των αποδοχών άλλων στελεχών του απασχολούμενου προσωπικού τους, ως προκύπτουν από τις προσκομιζόμενες συμβάσεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, που δεν ασκούν έννομη επιρροή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η ανταπόδειξη κατά του περιεχομένου εγγράφου με εμμάρτυρη απόδειξη ή με τη συναγωγή τεκμηρίων (Κεραμέας Κονδύλης Νίκας, «Ερμηνεία ΚΠολΔ», έκδοση 2000, τόμος 1, άρθρο 445, αριθμός 6, σελ. 802). Επίσης, το γεγονός της ανεπιφύλακτης είσπραξης από τον ενάγοντα των ποσών που αναγράφονται στις προαναφερόμενες αποδείξεις πληρωμής, δεν συνιστά έγκυρη σιωπηρή δήλωση άφεσης χρέους από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτατα όρια προστασίας και δεν ασκεί έννομη επιρροή (ΑΠ 927/1997 ΔΕΝ 55.854, ΑΠ 1074/1983 ΔΕΝ 40.66, ΕφΑθ 982/1992 ΕλλΔνη 1993.142). Επομένως, ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος συμφωνήθηκαν στο ύψος των αποδοχών του προκατόχου του, ήτοι στο ποσό των επτά χιλιάδων ογδόντα ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (7.080,39 ευρώ) μέχρι το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2008 και εφεξής στο ποσό των επτά χιλιάδων εκατόν εξήντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (7.164,92 ευρώ) δεν κρίνεται βάσιμος. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι μετά την ανάληψη καθηκόντων Γενικού Οικονομικού Διευθυντή) από τον ενάγοντα και στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την ανεύρεση στρατηγικού επενδυτή αποφασίσθηκε, στο πλαίσιο της προσπάθειας οικονομικής ανάκαμψης της πρώτης εναγόμενης, η απόσχιση του κατασκευαστικού κλάδου αυτής και η δημιουργία νέας εταιρίας. Συνεπεία τούτου, με την με αριθμό 3321/21.02.2008 σύμβαση, που συντάχθηκε και υπογράφηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αναστασίας Ρόντου – Μονδέλου, μεταξύ των ……… ενεργούντος υπό την ιδιότητα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης και του ………, Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «………», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, αποφασίσθηκε η απόσχιση και εισφορά του κατασκευαστικού κλάδου της πρώτης εναγόμενης – εισφέρουσας εταιρίας, ο οποίος συνιστά από τεχνικοοικονομική) και οργανωτική άποψη αυτόνομη εκμετάλλευση κατασκευής δημοσίων και ιδιωτικών έργων και η αναδοχή και απορρόφηση αυτού από την ανωτέρω αντισυμβαλλόμενη εταιρία με τον διακριτικό τίτλο «………», κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 – 5 του νόμου 2166/1993 και την ισχύουσα νομοθεσία περί ανωνύμων εταιριών. Η σύμβαση απόσχισης του κατασκευαστικού κλάδου της πρώτης εναγόμενης εγκρίθηκε με τη με αριθμό ……… απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, η οποία καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών την 15.02.2008 και δημοσιεύθηκε στο με αριθμό ……… Φ.Ε.Κ. – Τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης, έκτοτε δε η απορροφώσα εταιρία υποκαταστάθηκε αυτοδικαίως, εκ του νόμου, στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της εισφέρουσας εταιρίας που αφορούσαν τον εισφερόμενο κλάδο καθώς επίσης και σε όλες τις σχετιζόμενες με δραστηριότητες του εισφερόμενου κατασκευαστικού κλάδου έννομες σχέσεις της εισφέρουσας εταιρίας με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, ημεδαπό ή αλλοδαπό, με οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική, κοινοτική ή άλλη αρχή και υπηρεσία και σε όλες τις πιστωτικές, μισθωτικές ή οποιεσδήποτε άλλες συμβάσεις με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, ή οργανισμό, ή οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής και σε όλες, γενικά, τις πάσης φύσεως συμβάσεις με κάθε τρίτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, ή με οργανισμό ή με το Ελληνικό Δημόσιο, ή με οποιοδήποτε άλλο Κράτος και, εν γένει, με κάθε αντισυμβαλλόμενο (βλ. αντίγραφο της με αριθμό 3321/2008 συμβολαιογραφικής πράξης απόσχισης και εισφοράς – απορρόφησης της συμβολαιογράφου Αθηνών Αναστασίας Ρόντου – Μονδέλου). Η απόσχιση του κατασκευαστικού κλάδου της πρώτης εναγόμενης και η απορρόφηση αυτού από την δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……… ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «……… ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.». πρώην «………» γνωστοποιήθηκε με αριθμό ΦΙ02/233/14.03.2008 έγγραφο της δεύτερης εναγόμενης στην Επιθεώρηση Εργασίας – Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Νέας Ιωνίας την 14η Μαρτίου του έτους 2008, στο σχετικό, δε, έγγραφο η πρώτη εναγόμενη δήλωσε ότι θα μεταφέρει σταδιακά μέρος του προσωπικού της στην δεύτερη από αυτές και ότι η τελευταία, ως καθολικός διάδοχος του κατασκευαστικού κλάδου, αναγνωρίζει και αναλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που προκύπτουν από την προηγούμενη εργασιακή σχέση του εν λόγω προσωπικού στην προηγούμενη εργοδότρια (βλ. αντίγραφο του με αριθμό Φ102/233/14.03.2008 εγγράφου της δεύτερης εναγόμενης και την με αριθμό πρωτοκόλλου 1219/14.03.2008 θεώρηση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι οι διαπραγματεύσεις για την ανεύρεση στρατηγικού επενδυτή με σκοπό την υποστήριξη της τρέχουσας λειτουργίας της πρώτης εναγόμενης, την χρηματοδότηση και την ανάπτυξη των εργασιών αυτής, οι οποίες ξεκίνησαν από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2007 με τις εταιρίες με την επωνυμία “……… CONSTRUCTION LIMITED”, που εδρεύει στο ……… και νομικά πρόσωπα που σχετίζονταν άμεσα ή έμμεσα με αυτή και με την ανώνυμη εταιρία «……… Α.Ε.», συμφερόντων του ………, ευοδώθηκαν το Μάιο του έτους 2008, με την σύναψη συμφωνίας συνεργασίας με την τελευταία. Η διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση συμφωνίας συνεργασίας, η οποία μπορούσε να περιλαμβάνει, είτε την είσοδο στρατηγικού επενδυτή στο μετοχικό κεφάλαιο των εναγομένων εταιριών ή κάθε άλλη ισοδύναμη συναλλαγή, είτε την αγορά μετοχών από τον στρατηγικό επενδυτή μέσω του Χρηματιστηρίου Αθηνών, είτε την χρηματοδότηση των εναγομένων από τον στρατηγικό επενδυτή μέσω δανείου, μετατρέψιμου ή μη σε μετοχές ή μέσω εκδόσεως εγγυητικών επιστολών ή μέσω κάθε άλλης μορφής πιστώσεως, προκαταβολής ή εγγυήσεως, διεξήχθησαν από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……… Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Βασιλίσσης Σοφίας, αριθμός 65 και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής ………, δυνάμει των από 23 Ιουλίου του έτους 2007 και από 07 Μαΐου του έτους 2008 συμβάσεων παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών μεταξύ της πρώτης εναγόμενης και της ανωτέρω ανώνυμης εταιρίας – συμβούλου και αμφοτέρων των εναγομένων και της προαναφερόμενης ανώνυμης εταιρίας αντίστοιχα σε συνεργασία με αρμόδιους εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους των εναγομένων. Ειδικότερα, από πλευράς της συμβούλου εταιρίας ο χειρισμός του θέματος σύναψης συμφωνίας συνεργασίας διενεργήθηκε από Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής σε συνεργασία με τον ………, εξωτερικό συνεργάτη και από πλευράς των εναγομένων οι διαπραγματεύσεις, οι επιχειρησιακές και οικονομικές αποφάσεις και ο συνολικός χειρισμός του θέματος διεξήχθησαν προς την με την επωνυμία “……… CONSTRUCTION LIMITED”, από τους ………, Διευθύνοντα Σύμβουλο της πρώτης εναγόμενης και ………, Δικηγόρο και προς την ανώνυμη εταιρία «……… Α.Ε.» από τους ……… και ………, ενώ από την επισκόπηση της από 05.05.2010 επιστολής της συμβούλου εταιρίας προκύπτει ότι στις ανωτέρω ομάδες εργασίας, που είχαν την συνολική και αποκλειστική ευθύνη για τις διαπραγματεύσεις και την κατάρτιση της σύμβασης συνεργασίας δεν υπήρξε συμμετοχή άλλων στελεχών των εναγομένων εταιριών ή εξωτερικών συνεργατών αυτών (βλ. την από 05.05.2010 επιστολή της «……… Α.Ε.»). Επομένως, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι μετά την πρόσληψη του στην θέση του Γενικού Οικονομικού Διευθυντή της πρώτης εναγόμενης ανατέθηκαν σε εκείνον, παράλληλα με τις προαναφερόμενες αρμοδιότητες του, η ανεύρεση στρατηγικού επενδυτή και η σύναψη της σχετικής συμφωνίας, ότι συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώρα πριν από την κατάρτιση της συμφωνίας την ανώνυμη εταιρία «……… Α.Ε.» και ότι είχε συμφωνηθεί με την πρώτη εναγόμενη να του καταβληθεί σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας, ως πρόσθετη αμοιβή το ποσό των εξήντα χιλιάδων ευρώ (60.000 ευρώ), με σκοπό την επιβράβευση της προσπάθειας του, δεν επιρρωνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και πρέπει να απορριφθεί. Συνακόλουθα, η αγωγική αξίωση για καταβολή του ποσού των εξήντα χιλιάδων ευρώ (60.000 ευρώ) για την ανωτέρου αιτία ελέγχεται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι μετά την σύναψη συμφωνίας συνεργασίας με την ανώνυμη εταιρία «……… Α.Ε.», η τελευταία εισήλθε στο μετοχικό κεφάλαιο της δεύτερης εναγόμενης σε ποσοστό 80% και προέβη σε εξόφληση των υποχρεώσεων των εναγομένων έναντι των δανειστών της. Ακολούθως, ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής ενημέρωσε τη διοίκηση της δεύτερης εναγόμενης ότι η παροχή των προσφερόμενων υπηρεσιών του ενάγοντος δεν ήταν εφεξής αναγκαία και η δεύτερη εναγόμενη – εργοδότρια του ενάγοντος προέβη την 2α Ιουλίου του έτους 2008 σε έγγραφη και καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, προσφέροντας ταυτόχρονα τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, το ποσό της οποίας υπολογίσθηκε βάσει του χρόνου υπηρεσίας του ενάγοντος και των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του πριν από την λύση της σύμβασης, ποσού έντεκα χιλιάδων τριακοσίων τριάντα επτά ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (1 1.337,93 ευρώ), σε είκοσι επτά χιλιάδες οκτακόσια εξήντα οκτώ ευρώ και εξήντα τρία λεπτά (27.868,63 ευρώ). Ο ενάγων, ο οποίος είχε ενημερωθεί για την επικείμενη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, ως προκύπτει και από το με ημερομηνία 30.06.2008 έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο δεν εγκρίθηκε η λήψη μέρους της ετήσιας άδειας του, δηλαδή από την 01.07.2008 έως την 10.07.2008 λόγω της ανωτέρω ενημέρωσης του, αρνήθηκε να παραλάβει το έγγραφο της καταγγελίας και για το λόγο αυτό η δευτέρα των εναγομένων προέβη αυθημερόν σε κοινοποίηση του σχετικού εγγράφου, της από 02.07.2008 εξώδικης δήλωσης – καταγγελίας σύμβασης εργασίας και προσφοράς χρημάτων, με την οποία του γνωστοποιούσε την διακοπή της συνεργασίας τους και του πρόσφερε το ποσό των σαράντα εννέα χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα τριών ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (49.463,94 ευρώ), ήτοι αναλυτικά: α) ποσό είκοσι επτά χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (27.868,63 ευρώ) για αποζημίωση απόλυσης, β) ποσό επτά χιλιάδων διακοσίων έντεκα ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (7.211,29 ευρώ) για αποδοχές του μηνός Μαΐου του έτους 2008, γ) ποσό επτά χιλιάδων διακοσίων δώδεκα ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (7.212,78 ευρώ) για αποδοχές του μηνός Ιουνίου του έτους 2008, δ) ποσό εξακοσίων είκοσι τριών ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (623,74 ευρώ) για αποδοχές του μηνός Ιουλίου του έτους 2008, ε) ποσό τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι τριών ευρώ και δέκα οκτώ λεπτών (4.423,18 ευρώ) και στ) ποσό τριών χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και πέντε λεπτών (3.698,05 ευρώ) για επίδομα αδείας του έτους 2008, δηλώνοντας ότι σε περίπτωση άρνησης είσπραξης του θα προβεί σε δημόσια παρακατάθεση αυτού και ότι το γραμμάτιο συστάσεως παρακαταθήκης θα βρίσκεται στα γραφεία της εταιρίας και των σχετικών αποδείξεων πληρωμής (εκκαθάρισης), με δικαστικό επιμελητή στην οικία του (βλ. αντίγραφα του από 02.07.2008 εγγράφου καταγγελίας σύμβασης εργασίας, της από 02.07.2008 εξώδικης δήλωσης – καταγγελίας σύμβασης εργασίας και προσφοράς χρημάτων και της με αριθμό 866Γ΄/02.07.2008 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ταρσίτσας Μάλλιου – Δημητρούκα, στην οποία προσαρτώνται η από 02.07.2008 απόδειξη παραλαβής από τον αρμόδιο αξιωματικό του Αστυνομικού Τμήματος Γαλατσίου του δικογράφου που θυροκολλήθηκε και βεβαίωση περί αποστολής της ταχυδρομικής ειδοποίησης στον ενάγοντα). Κατά το χρόνο της επίδοσης των προαναφερόμενων εγγράφων ο ενάγων δεν βρισκόταν στην οικία του και για το λόγο αυτό η δεύτερη εναγόμενη προέβη σε δημόσια παρακατάθεση του ανωτέρω προσφερθέντος ποσού, το δε με αριθμό 593274 γραμμάτιο συστάσεως παρακαταθήκης παρέλαβε ο ενάγων δι’ αντιπροσώπου εξουσιοδοτημένου προς τούτου την 6η Αυγούστου του έτους 2008 (βλ. αντίγραφα του με αριθμό 593274 γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και της από 06.08.2008 απόδειξης παραλαβής). Περαιτέρω, από τα ανωτέρω στοιχεία αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη, η οποία από της ολοκλήρωσης της διαδικασίας απορρόφησης υπεισήλθε εκ του νόμου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, στην σύμβαση εργασίας του ενάγοντος ως εργοδότρια, είχε το δικαίωμα να προβεί στην καταγγελία αυτής, τηρώντας τις νόμιμες διατυπώσεις. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος έλαβε χώρα, κατά τα προεκτεθέντα, εγγράφως και προσφέρθηκε σε αυτόν η αποζημίωση απόλυσης. Το ποσό αποζημίωσης που δικαιούνταν ο ενάγων ανέρχεται σε είκοσι χιλιάδες τριακόσια ευρώ (20.300 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (17.400 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος + 1/6 αναλογία επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας εκ 2.900 ευρώ = 20.300 ευρώ x 1 μηνιαίος μισθός, που αντιστοιχεί σε 2 μήνες έως 1 έτος απασχόλησης [βλ. σχετ. Λαναράς Κωνσταντίνος, «Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική», έκδοση 2009, σελ. 121] = 20.300 ευρώ). Παρά ταύτα, η δευτέρα των εναγομένων προσέφερε σε εκείνον για αποζημίωση απόλυσης το ποσό είκοσι επτά χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (27.868,63 ευρώ), το οποίο παρακατατέθηκε. σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν αναλυτικά ανωτέρω και εισπράχθηκε από τον ενάγοντα την 6η Αυγούστου του έτους 2008. Συνακόλουθα, η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος είναι έγκυρη, διότι τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις και το ποσό της αποζημίωσης απόλυσης που προσφέρθηκε στον ενάγοντα και εισπράχθηκε από αυτόν δεν υπολείπονταν του χρηματικού ποσού που δικαιούνταν βάσει των τακτικών καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών του τον τελευταίο μήνα πριν από τη λύση της σύμβασης εργασίας του και του χρόνου προϋπηρεσίας του σε αμφότερες τις εναγόμενες. Επομένως, το αγωγικό αίτημα να αναγνωρισθεί η ακυρότητα, της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες στην καταβολή μισθών υπερημερίας, λόγω της άρνησης τους να αποδεχθούν τις νομίμως και προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του. ποσού διακοσίων εξήντα μία χιλιάδων ευρώ (261.000 ευρώ) και διακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (225.000 ευρώ) αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθεί ως προς την δεύτερη εναγόμενη – εργοδότρια του ενάγοντος κατά το χρόνο της καταγγελίας ως ουσιαστικά αβάσιμο και ως προς την πρώτη εναγόμενη ως απαράδεκτο ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της στην διεξαγωγή της παρούσας δίκης, διότι από του μηνός Μαρτίου του έτους 2008, οπότε ολοκληρώθηκε η διαδικασία απόσχισης του κατασκευαστικού κλάδου αυτής και συστάθηκε η δεύτερη εναγόμενη, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος υπεισήλθε ως εργοδότρια η τελευταία, η οποία υποκαταστάθηκε στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέρρεαν από αυτή, κατά παραδοχή των σχετικών ισχυρισμών τω εναγομένων ως βάσιμων κατ’ ουσίαν. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι από του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008 του ανατέθηκαν, με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθήκοντα Οικονομικού Διευθυντή της δεύτερης εναγόμενης, με νέα πρόσθετα καθήκοντα την κατάρτιση και υποβολή προς έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο των οικονομικών καταστάσεων, το σχεδιασμό και τη σύνταξη του οικονομικού προγραμματισμού της εταιρίας, τον έλεγχο των πάσης φύσεως λογαριασμών της εταιρίας και των απαιτήσεων εκ των λογαριασμών αυτών, τον έλεγχο και την είσπραξη των απαιτήσεων, την υπογραφή εγγράφων και την διενέργεια των καθημερινών διαχειριστικών αναγκών της εταιρίας και η κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών αυτής δεν αποδείχθηκε και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ομοίως απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο είναι και το επικουρικό αίτημα της αγωγής περί συμπλήρωσης της αποζημίωσης απόλυσης ως προς την δεύτερη εναγόμενη, διότι το ποσό που εισπράχθηκε από τον ενάγοντα δεν υπολείπονταν του νομίμου και ως προς την πρώτη εναγόμενη, διότι δεν ήταν υπόχρεη στην καταβολή του, αφού δεν έφερε την ιδιότητα του εργοδοτικού φορέα του ενάγοντος. Εν προκειμένω πρέπει να αναφερθεί ότι η αξίωση του ενάγοντος για την επιδίκαση μισθών υπερημερίας, άλλως συμπλήρωσης της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης ασκείται παραδεκτά, εντός της τρίμηνης και εξάμηνης αντίστοιχα αποσβεστικής προθεσμίας που τάσσει η διάταξη του άρθρου 6 εδ. β΄ του νόμου 3198/1955, διότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας έλαβε χώρα την 02.07.2008 και η υπό κρίση αγωγή, ασκήθηκε νομότυπα, κατ’ άρθρο του 215 του ΚΠολΔ, με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, την 25η Σεπτεμβρίου του έτους 2009 και επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου αυτής στις εναγόμενες την 29η Σεπτεμβρίου του έτους 2009 (βλ. τις με αριθμούς 6442/29.09.2009 και 6443/29.09.2009 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Χαράλαμπου Ν. Βασιλόπουλου). Επίσης, το αίτημα της εναγομένης να προσκομισθούν από τον ενάγοντα αντίγραφα της φορολογικής δήλωσης του ενάγοντος για το οικονομικό έτος 2009, του εκκαθαριστικού σημειώματος αποδοχών του για το έτος 2008 και του ατομικού ασφαλιστικού μητρώου και λογαριασμού, ώστε να αποδειχθεί η απασχόληση του σε άλλο εργοδότη κατά το χρονικό διάστημα για το οποίο αξιώνει μισθούς υπερημερίας προβάλλεται αλυσιτελώς αφενός λόγω της απόρριψης της σχετικής αγωγικής αξίωσης και αφετέρου, διότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο δεν αναπτύχθηκε προφορικά και δεν καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης ένσταση περί συνυπολογισμού των αλλαχού κερδηθέντων, κατ’ άρθρο 656 εδ. β΄ του ΑΚ (ΑΠ 698/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 752/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ο ενάγων άσκησε σε εκτέλεση της συναφθείσης σύμβασης εργασίας τα καθήκοντα του με συνέπεια, ευσυνειδησία και υπευθυνότητα, ενεργώντας με γνώμονα την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των εναγομένων και την διασφάλιση της βιωσιμότητας τους. Παρά ταύτα, οι εναγόμενες υπήρξαν ασυνεπείς στην εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων, διότι οι αποδοχές που του κατέβαλαν μηνιαίως υπολείπονταν αυτών που είχαν συμφωνηθεί. Συνεπεία των ανωτέρω, αμφότερες οι εναγόμενες οφείλουν στον ενάγοντα, κατ’ άρθρα 4 παρ. 1 εδ. β΄ του προεδρικού διατάγματος 178/2002, 480 του ΑΚ και 29 του ΕισΝΑΚ, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008 το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και οκτώ λεπτών (3.549,08 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές μηνιαίες αποδοχές – 7.164,92 ευρώ που καταβλήθηκε [βλ. αντίγραφο απόδειξης πληρωμής περιόδου Φεβρουαρίου του έτους 2008] = 3.549,08 ευρώ). Οι αξιώσεις του ενάγοντος να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη σε καταβολή διαφορών δεδουλευμένων αποδοχών για τους μήνες Μάρτιο έως και Ιούνιο του έτους 2008 καθώς επίσης και διαφορών επιδομάτων εορτών Πάσχα και αδείας του έτους 2008 πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της, αφού από του μηνός Μαρτίου του έτους 2008 και εφεξής είχε υπεισέλθει στην σύμβαση εργασίας του, ως εργοδότρια, η δεύτερη εναγόμενη. Επίσης, η δεύτερη εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του χρονικού διαστήματος από την 01.03.2008 έως την 02.07.2008 τα κάτωθι ποσά: α) για το μήνα Μάρτιο του έτους 2008 το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και οκτώ λεπτών (3.549,08 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές μηνιαίες αποδοχές – 7.164,92 ευρώ που καταβλήθηκε [βλ. αντίγραφο απόδειξης πληρωμής περιόδου Μαρτίου του έτους 2008] 3.549,08 ευρώ), β) για το μήνα Απρίλιο του έτους 2008 το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και οκτώ λεπτών (3.549,08 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές μηνιαίες αποδοχές – 7.164,92 ευρώ που καταβλήθηκε [βλ. αντίγραφο απόδειξης πληρωμής περιόδου Απριλίου του έτους 2008] = 3.549,08 ευρώ), γ) για το μήνα Μάιο του έτους 2008 το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων δύο ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (3.502,71 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές μηνιαίες αποδοχές – 7.211,29 ευρώ που καταβλήθηκε [βλ. αντίγραφο απόδειξης πληρωμής περιόδου Μαΐου του έτους 2008] = 3.502,71 ευρώ), δ) για το μήνα Ιούνιο του έτους 2008 το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων ενός ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (3.501,22 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές μηνιαίες αποδοχές – 7.212,78 ευρώ που καταβλήθηκε [βλ. αντίγραφο απόδειξης πληρωμής περιόδου Ιουνίου του έτους 2008] = 3.501,22 ευρώ), ε) για το μήνα Ιούλιο του έτους 2008 το ποσό των διακοσίων τριάντα τριών ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές μηνιαίες αποδοχές: 25 – 248,56 ευρώ ημερομίσθιο [βλ. για την αναγωγή μηνιαίου μισθού σε ημερομίσθιο σε Λαναρά Κωνσταντίνο. «Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική», έκδοση 2009, σελ 537 επ.] x 2 ημερομίσθια = 857,12 ευρώ – 623,74 ευρώ που καταβλήθηκε [βλ. αντίγραφο απόδειξης πληρωμής περιόδου Ιουλίου του έτους 2008] = 233,38 ευρώ), στ) για διαφορές επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2008 το ποσό των ενενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα λεπτών (99,80 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές μηνιαίες αποδοχές x 1/2 μηνιαίου μισθού = 5.357 ευρώ: 15 = 357,14 ευρώ x 11,25 [90 ημέρες του χρονικού διαστήματος από 01.02.2008 έως 30.04.2008, που αιτείται με την αγωγή [άρθρα 106. 111 του Κ.Πολ.Δ.]: 8 = 11,25 οκταήμερα] = 4.017,83 ευρώ {άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου 1082/1980 και 1 παρ. 1 περ. β΄, 2 και 3 περ. β΄ της με αριθμό 19040/1981 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας}- 3.918,03 ευρώ) που καταβλήθηκε [βλ. αντίγραφο απόδειξης πληρωμής δώρου Πάσχα του έτους 2008] = 99,80 ευρώ) και ζ) για διαφορές επιδόματος αδείας του έτους 2008 το ποσό των πεντακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (587,55 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές, μηνιαίες αποδοχές x 10/25 του μηνιαίου μισθού για αποδοχές αδείας του χρονικού διαστήματος από 01.02.2008 έως 02.07.2008. που αιτείται με την αγωγή άρθρο 3 του νόμου 4504/1966) = 4.285,60 ευρώ) – 3.698,05 ευρώ που καταβλήθηκε [βλ. αντίγραφο απόδειξης πληρωμής επιδόματος αδείας του έτους 2008] = 587,55 ευρώ) και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων είκοσι δύο ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (3.549,08 ευρώ + 3.549,08 ευρώ + 3.502,71 ευρώ + 3.501,22 ευρώ + 233,38 ευρώ + 99,80 ευρώ + 587,55 ευρώ = 15.022,82 ευρώ). Η αξίωση του ενάγοντος για επιδίκαση διαφορών αποδοχών αδείας του έτους 2008 ελέγχεται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι εκείνος δικαιούνταν για την ανωτέρω αιτία το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και εξήντα λεπτών (4.2856,0 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές μηνιαίες αποδοχές x 10/25 του μηνιαίου μισθού για αποδοχές αδείας του χρονικού διαστήματος από 01.02.2008 έως 02.07.2008, που αιτείται με την αγωγή {άρθρο 4 του αναγκαστικού νόμου 539/1945, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 1 του νόμου 1346/1983} = 4.285,60 ευρώ και από την προσκομιζόμενη απόδειξη πληρωμής προκύπτει ότι εισέπραξε για την ανωτέρω αιτία το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι τριών ευρώ και δέκα οκτώ λεπτών (4.423,18 ευρώ). Κατ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή, όπως παραδεκτά περιορίστηκε, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να αναγνωρισθεί ότι η δεύτερη εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 01.03.2008 έως 02.07.2008, για διαφορές επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2008 και για διαφορές επιδόματος αδείας του έτους 2008 το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων είκοσι δύο ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (15.022,82 ευρώ), με το νόμιμο τόκο για κονδύλιο αυτού που αφορά σε διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών από την επόμενη ημέρα που κατέστη απαιτητό, ήτοι από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορά η ανωτέρω μηνιαία αξίωση (άρθρο 655 Α.Κ. – βλ. σχετ. ΟλΑΠ 39 – 40/2002 ΕλλΔνη 2003.118, ΑΠ 945/2001 ΕΕργΔ 2002.168, ΕφΙωαν 14/2007 ΕΕργΔ 2007/473 ΑρχΝ 2007.298, ΕφΠειρ 555/2006 ΔΕΕ 2006.1179), για τις διαφορές επιδόματος εορτών Πάσχα από την 1η Μαΐου του έτους που αφορά και για τις διαφορές επιδόματος αδείας από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του (άρθρο 5 παρ. 4 και 5 του αναγκαστικού νόμου 539/1945, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 του νόμου 1346/1983), μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, αλληλέγγυα και σε ολόκληρο εκάστη εξ αυτών, να καταβάλλουν στον ενάγοντα για διαφορές δεδουλευμένων, αποδοχών του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008 το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και οκτώ λεπτών (3.549,08 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα που αφορά, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Το αίτημα του ενάγοντος να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, κατ’ άρθρα 907 και 908 περ. ε΄ του Κ.Πολ.Δ., πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, διότι δεν πιθανολογήθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι και ότι η καθυστέρηση της εκτέλεσης κατά το ανωτέρω ποσό θα προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα. Τέλος, οι εναγόμενες, που ηττήθηκαν εν μέρει, πρέπει να καταδικασθούν στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, κατ΄ αποδοχή του σχετικού αιτήματος του ως βάσιμου και κατ’ ουσίαν (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
Από το συνδυασμό των άρθρων 349, 350, 351, 648, 652 και 656 του Α.Κ., 7 παρ. 1 του νόμου 2112/1920 και 5 παρ. 3 του νόμου 3198/1955 προκύπτει ότι ο μισθωτός υποχρεούται να παρέχει συμφωνημένη εργασία και ο εργοδότης υποχρεούται να τη δέχεται σύμφωνα με τους όρους της καταρτισμένης μεταξύ τους εργασιακής συμβάσεως, μέσα στα πλαίσια που οριοθετούν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Στον εργοδότη ανήκει το δικαίωμα να εξειδικεύει τις υποχρεώσεις του μισθωτού και ειδικότερα να καθορίζει το είδος, τον τόπο. το χρόνο και τις άλλες συνθήκες παροχής της εργασίας του μισθωτού για την αρτιότερη οικονομοτεχνική οργάνωση της επιχειρήσεως του προς επίτευξη των σκοπών της, να καθορίζει την έκταση της υποχρέωσης του εργαζομένου προς εργασία, δεν επιτρέπεται όμως. κατά την ενάσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος, να προκαλείται υλική ή ηθική ζημία στο μισθωτό κατά παράβαση διατάξεως νόμου ή της ατομικής συμβάσεως εργασίας ή τυχόν υπάρχοντος κανονισμού της επιχείρησης ή κατά καταχρηστική] άσκηση του δικαιώματος υπό την έννοια του άρθρου 281 του Α.Κ. (ΕφΑθ 9597/1998 ΕλλΔνη 2000.171). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 167. 168. 648 παρ. 1, 669 παρ. 2 του Α.Κ., 1 και 3 του νόμου 2112/1920 και 5 παρ. 1 και 3 του νόμου 3198/1955, όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 του νόμου 2556/1997, προκύπτει ότι για την εγκυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πρέπει να τηρηθεί έγγραφος τύπος, να καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, εφόσον η απασχόληση του εργαζομένου έχει υπερβεί τους δύο μήνες και να καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα μητρώα για το Ι.Κ.Α. ή να έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Η καταβολή της αποζημιώσεως πρέπει να είναι πραγματική και δεν αρκεί η απλή προσφορά αυτής, ενώ η μη καταβολή ολόκληρης της αποζημιώσεως, άλλως η καταβολή ελλιπούς αποζημιώσεως συνεπάγεται το δικαίωμα του μισθωτού να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει μισθούς υπερημερίας (ΑΠ 339/2000 ΕΕργΔ 2001.658, ΑΠ 1165/1999 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Λαναράς Κωνσταντίνος, «Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική», έκδοση 2003, σελ. 102), εκτός εάν είναι δικαιολογημένη κατά την καλή πίστη, όπως όταν οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη ως προς την έκταση των τακτικών αποδοχών του μισθωτού, με βάση τις οποίες, κατά τις ως άνω διατάξεις, καθορίζεται το ύψος της αποζημίωσης αυτής, οπότε στην περίπτωση αυτή ο μισθωτός δύναται να ζητήσει μόνο τη συμπλήρωση της αποζημίωσης, όχι δε και μισθούς υπερημερίας για το λόγο ότι ο εργοδότης αρνείται να δεχθεί τις υπηρεσίες του (ΑΠ 95/2004 ΔΕΝ 60.1682, ΑΠ 97/2204 ΕλλΔνη 45. 759, ΑΠ 1647/1999 ΔΕΝ 57. 335, ΑΠ 1165/1999 ΕλλΔνη 41.395, ΑΠ 1591/1995 ΕλλΔνη 39.837). Ο δε περί συγγνωστής πλάνης ισχυρισμός θεμελιώνει ένσταση του εναγομένου κατά της αγωγής, με την οποία διώκεται η αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας εξ αιτίας ελλιπούς καταβολής της αποζημίωσης (ΕφΑΘ 17/2005 ΕλλΔνη 2005.553). Αν ο εργαζόμενος, προς τον οποίο απευθύνεται η καταγγελία, αρνείται να εισπράξει την προσηκόντως προσφερόμενη αποζημίωση, τότε ο εργοδότης οφείλει σε εύλογο χρόνο να προβεί σε δημόσια κατάθεση του ποσού αυτής στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (άρθρα 427, 431 του Α.Κ.). Ως εύλογος χρόνος θεωρείται αυτός που απαιτείται κατά τη συναλλακτική πείρα (άρθρο 288 του Α.Κ.) για τη συντέλεση των διατυπώσεων παρακατάθεσης της αποζημιώσεως, για τη σχετική, δε, κρίση λαμβάνονται υπόψη κατά περίπτωση η συμπεριφορά του εργαζομένου ή άλλες ειδικές συνθήκες που δικαιολογούν την καθυστέρηση (ΑΠ 918/2006 ΝοΒ 2007.684). Για το κύρος της καταγγελίας δεν απαιτείται η κοινοποίηση στον απολυόμενο του σχετικού γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης, αλλά απλώς η παράλειψή της είναι ενδεχόμενο να δημιουργήσει ευθύνη του εργοδότη προς αποζημίωση του μισθωτού για τη ζημία που υπέστη από την παράλειψη. Αν η αποζημίωση δεν καταβληθεί στον απολυόμενο ή, στην περίπτωση άρνησής του, δεν κατατεθεί δημοσίως εντός ευλόγου χρόνου, η καταγγελία είναι, όπως αναφέρθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του νόμου 3198/1955. άκυρη (ΑΠ 93/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 876/2004 ΔΕΝ 60.1538, ΑΠ 1640/2003 ΕλλΔνη 45.759). Η εκ των υστέρων καταβολή της αποζημιώσεως δεν καθιστά έγκυρη την καταγγελία (ΑΠ 1290/2001 ΕλλΔνη 43.131), η οποία θεωρείται άκυρος αφότου έγινε και η υπερημερία που επήλθε ως συνέπεια αυτής μόνο με νέα έγκυρη καταγγελία μπορεί να αρθεί (ΕφΑΘ 2392/2005 ΔΕΕ 2005.1335, ΕφΘεσ 91/2007 Αρμ 2007.415). Επίσης, η από πλευράς εργαζομένου έστω και ανεπιφύλακτη είσπραξη της αποζημιώσεώς απολύσεως δεν σημαίνει αποδοχή από πλευράς του ως έγκυρης της καταγγελίας (Ζερδελής Δημήτριος, «Το δίκαιο της καταγγελίας εξαρτημένης εργασίας», σελ. 192 και 498), ανάλογα δε ισχύουν και στην περίπτωση που ο εργαζόμενος μετά την καταγγελία αναλαμβάνει εργασία σε τρίτο εργοδότη (ΕφΝαυπλ 20/2004 ΕΕργΔ 2004.1144, Βλαστός Στυλιανός. «Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας», τόμος 11 παρ. 1216, σελ. 1263). Περαιτέρω, η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του Α.Κ., δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση, δε. των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 1 80 του Α.Κ.. Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν γίνεται για οικονομικοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχειρήσεως του εργοδότη που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού και την αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ή τμημάτων της επιχειρήσεως, που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, τις οποίες αντιμετωπίζει η επιχείρηση για να ανταπεξέλθει στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια, υπηρεσιακά ή κοινωνικά, η σχετική, δε, απόφαση του εργοδότη δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια, ελέγχεται όμως αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας συγκεκριμένου εργαζομένου, ως έσχατου μέσου αντιμετωπίσεως των προβλημάτων της επιχειρήσεως και αφετέρου ο τρόπος επιλογής του εν λόγω εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται με αντικειμενικά κριτήρια, όπως δηλαδή επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 561/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ΑΠ 573/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1420/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1689/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) καθώς επίσης και όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως. συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου, όπως είναι και η ανάπτυξη από τον εργαζόμενο νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης, που είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα της επιχείρησης του εργοδότη. Περαιτέρω, σε περίπτωση που η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη, θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174, 180 του Α.Κ.) και ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος έναντι του εργαζομένου, του οποίου δεν αποδέχεται την εργασία, υποχρεούμενος να του καταβάλει κατά τις διατάξεις των άρθρων 349, 350 κα 656 του Α.Κ. τις αποδοχές του για το διάστημα της υπερημερίας του (ΑΠ 1825/1999 ΕλλΔνη 41.1014). Ως αποδοχές νοούνται ο μηνιαίος μισθός και οι πάσης φύσεως πρόσθετες αποδοχές, εφόσον οι εν λόγω πρόσθετες αποδοχές έχουν μισθολογικό χαρακτήρα, τις οποίες κατέβαλλε ο εργοδότης στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα, κατά μήνα, κατά το χρόνο της πραγματικής εργασίας του και τις οποίες ο τελευταίος με πιθανότητα θα ελάμβανε αν ο εργοδότης αποδεχόταν τις υπηρεσίες του. Παρέπεται δε. ότι αναγκαίο περιεχόμενο της ιστορικής βάσεως της αγωγής του μισθωτού, με την οποία προβάλλονται αξιώσεις για επιδίκαση μισθών υπερημερίας, αποτελεί, μεταξύ άλλων, και η αναφορά του ύψους του νόμιμου ή συμβατικού μισθού καθώς και των τυχόν λοιπών πρόσθετων παροχών μισθολογικού χαρακτήρα (ΑΠ 389/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ο μισθωτός δικαιούται, είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να αξιώσει την καταβολή μισθών υπερημερίας για χρονικό διάστημα και μετά την άσκηση της αγωγής και μέχρι την συζήτηση της, καθόσον στην περίπτωση αυτή το επίδικο δικαίωμα δεν είναι μελλοντικό, αλλά ήδη απαιτητό στο σύνολο του, αφού κρίσιμος χρόνος για τη διαπίστωση του άμεσα απαιτητού ή μη χαρακτήρα του επιδίκου δικαιώματος είναι ο χρόνος της πρώτης συζήτησης στο ακροατήριο (ΕφΠειρ 437/1996 ΔΕΕ 56.686), είτε ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας είναι σχετική και τάσσεται υπέρ αυτού, να θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία και να ζητήσει εντός εξαμήνου από αυτή, κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 εδ. α΄ του νόμου 3198/1955, το οποίο ερευνάται και αυτεπαγγέλτως (ΟλΑΠ 31/2003 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 624/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1247/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 882/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1619/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1209/2005 ΧρΙΔ 2006.173) την νόμιμη αποζημίωση, δυνάμενος να ενώσει στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής προς συνεκδίκαση και τα δύο αιτήματα (άρθρο 218 Κ.Πολ.Δ.), εφόσον το δεύτερο εξ αυτών προβάλλεται επικουρικά (άρθρο 219 Κ.Πολ.Δ.) και για την περίπτωση απορρίψεως του πρώτου, διότι είναι μεταξύ τους αντιφατικά (ΑΠ 1278/2001 ΕΕργΔ 2003.941, ΕφΠειρ 117/2003 ΔΕΕ 2003.1248). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α΄ του νόμου 3198/1955, κάθε αξίωση μισθωτού, η οποία πηγάζει από άκυρη καταγγελία συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από τη λύση της συμβάσεως, κατά, δε, το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. β΄ του νόμου 3198/1955 η αξίωση του μισθωτού για επιδίκαση της αποζημίωσης απόλυσης, η οποία πηγάζει από άκυρη καταγγελία συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί εντός εξαμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από τη λύση της συμβάσεως. Η προθεσμία αυτή η οποία είναι αποσβεστική και ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΟλΑΠ 1338/1985 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 624/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1435/2002 ΕλλΔνη 2003.165, ΑΠ 998/2001 ΕλλΔνη 2003.167, ΕφΔωδ 86/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) και αποσκοπεί στην ανάγκη ταχείας άρσης κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας εργασιακής σχέσης και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μη δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη. Όταν, δε, παρέλθει άπρακτη η εν λόγω αποκλειστική προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (ΟλΑΠ 1338/1985 ΝοΒ 1986.1574). Η προαναφερόμενη διάταξη έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εργασίας, είτε αορίστου, είτε ορισμένου χρόνου και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα, δηλαδή έχει εφαρμογή όχι μόνο για τους μισθωτούς. που υπάγονται στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου και για ακυρότητα της καταγγελίας λόγω παραβάσεως των διατάξεών του, αλλά και στις περιπτώσεις ακυρότητας της καταγγελίας λόγω παραβάσεως άλλων διατάξεων ή και κανονισμών του εργοδότη, που έχουν ισχύ νόμου. Έτσι, η αγωγή του μισθωτού πρέπει να κοινοποιηθεί εντός της ανωτέρω προθεσμίας, η οποία αρχίζει από την επομένη της ημέρας, που έλαβε χώρα η καταγγελία με την περιέλευσή της στο μισθωτό και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό και ημέρα με εκείνη που άρχισε κατά το άρθρο 243 του Α.Κ. (ΑΠ 404/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στο άρθρο 1 παρ. 1, 2 και 3 της με αριθμό 19040/1981 υπουργικής απόφασης, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου 1082/1980, ορίζεται ότι όλοι οι μισθωτοί, που αμείβονται με μισθό ή με ημερομίσθιο, δικαιούνται από τους πάσης φύσεως εργοδότες τους επίδομα εορτών Πάσχα και επίδομα εορτών Χριστουγέννων, ίσα με μισό μηνιαίο μισθό και ένα μηνιαίο μισθό αντίστοιχα, για τους αμειβόμενους με μισθό, τα οποία καταβάλλονται στο ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας των μισθωτών με τον υπόχρεο εργοδότη διήρκησε ολόκληρη τη χρονική περίοδο, στην περίπτωση του επιδόματος εορτών Πάσχα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου και στην περίπτωση εορτών Χριστουγέννων από την 1η Μαΐου έως την 31η Δεκεμβρίου. Τα επιδόματα εορτών υπολογίζονται βάσει των πράγματι καταβαλλομένων μισθών ή ημερομισθίων την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα ή την» ημερομηνία λύσεως της εργασιακής σχέσεως. Επίσης, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του αναγκαστικού νόμου 539/1945 «περί χορηγήσεως κατ’ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ’ αποδοχών», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 νόμου 1346/1983 κάθε μισθωτός μετά από συνεχή απασχόληση τουλάχιστον δώδεκα μηνών (βασικός χρόνος) σε υπόχρεη επιχείρηση δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος άδεια με αποδοχές καθώς και επίδομα άδειας, το οποίο προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του νομοθετικού διατάγματος 4504/1966 και καθορίζεται σε μισό μισθό για τους εργαζομένους που αμείβονται με μισθό και τα 13 ημερομίσθια, για όσους εργαζόμενους αμείβονται με ημερομίσθια (ΕφΔωδ 86/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), κατά, δε, το άρθρο 5 του αναγκαστικού νόμου 539/1945, ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του νομοθετικού διατάγματος 3755/1957, ο εργοδότης, αρνούμενος τη χορήγηση στο μισθωτό της νομίμου κατ’ έτος αδείας του, υποχρεούται κατά τη λήξη του έτους, κατά το οποίον ο μισθωτός δικαιούται της αδείας, να καταβάλει σε αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών αδείας αυξημένες κατά ποσοστό 100% (ΟλΑΠ 32/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 31/2003 ΔΕΕ 2004.594). Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 648, 679. 653 του Α.Κ., της κυρωθείσας με το νόμο 3248/1955 με αριθμό 95/49 διεθνούς συμβάσεως «περί προστασίας του ημερομισθίου», 5 παρ. 2 του νόμου 133/1975, 1 παρ. 1 του νόμου 435/1976, 1 παρ. 2 του νόμου 1082/1980, προκύπτει ότι ως τακτικές αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα δώρα εορτών Πάσχα, οι αποδοχές αδείας και τα επιδόματα αδείας, νοούνται όχι μόνον ο βασικός μισθός, αλλά και κάθε άλλη, κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερώς και μονίμως, ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας (ΑΠ 805/2006 ΕλλΔνη 2006.47, ΑΠ 45/2006 ΕλλΔνη 2006.1395). Έτσι εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ των άλλων, η υπερεργασία (ΑΠ 702/2002 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), η νόμιμη υπερωριακή εργασία, όχι όμως και η παράνομη υπερωριακή απασχόληση (ΑΠ 1339/2005), καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας τη νύκτα και τις Κυριακές και αργίες (ΑΠ 741/2002, ΕφΑθ 720/2008 ΕλλΔνη 2008.555, ΕφΑθ 161/1983 ΔΕΝ 40.1129). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκή και ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλαδή η αοριστία της αγωγής, συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλόμενης προδικασίας, η οποία εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η διάταξη του άρθρου 224 εδ. β΄ του Κ.Πολ.Δ. παρέχει μεν στον ενάγοντα την ευχέρεια να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς, όχι, όμως, και να αναπληρώσει εκείνους οι οποίοι λείπουν και αποτελούν στοιχεία του αγωγικού δικαιώματος. Με βάση την πιο πάνω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 236 του Κ.Πολ.Δ. ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις του να συμπληρώσει, κατά την συζήτηση της υποθέσεως, την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών του. θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, δεν μπορεί όμως να αναπληρώσει την νομική αοριστία αυτής, η οποία συνίσταται στη μη έκθεση των περιστατικών που απαιτούνται κατά το νόμο για την γένεση του αγωγικού δικαιώματος (ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 45.84, ΑΠ 167/2002 ΕλλΔνη 43.1348, ΑΠ 1363/1998 ΕλλΔνη 39.325). Ειδικότερα, για το ορισμένο της αγωγής, η οποία έχει ως αίτημα την αναγνώριση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και της επιδίκασης μισθών υπερημερίας, άλλως της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, αναγκαία στοιχεία είναι η αναφορά της σύμβασης ή η σχέσης εργασίας, του χρόνου της καταρτίσεως της συμβάσεως, του ύψους του συμβατικού ή νόμιμου μισθού, καθώς και των τυχόν λοιπών πρόσθετων παροχών μισθολογικού χαρακτήρα (ΑΠ 389/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), που μπορεί να προκύψει, είτε με αριθμητικό υπολογισμό βάσει όσων εκτίθενται στην αγωγή, είτε από τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας (ΕφΑθ 3155/2008 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο) και των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η καταγγελία. Αναφορά στην καταγγελία και την ακυρότητα, της δεν απαιτείται. Αν ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, επικαλεστεί κατ’ ένσταση την καταγγελία της σύμβασης, ο ισχυρισμός του μισθωτού για την ακυρότητά της αποτελεί αντένσταση, η οποία μπορεί να προταθεί με τις προτάσεις της συζήτησης στον πρώτο βαθμό ή ακόμη και στον δεύτερο βαθμό, εφόσον συντρέχουν οι όροι του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. Ο μισθωτός έχει βέβαια τη δυνατότητα να επικαλεστεί την ακυρότητα της καταγγελίας και τους λόγους που τη θεμελιώνουν με το δικόγραφο της αγωγής «καθ’ υποφοράν». οπότε πρόκειται για εκ προοιμίου αντένσταση κατά της τυχόν ένστασης του εργοδότη περί καταγγελίας της σύμβασης. Έτσι, εφόσον και στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα της καταγγελίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής, ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει και να βελτιώνει τον ισχυρισμό του για ακυρότητα, επικαλούμενος νέους λόγους ακυρότητας ή διαφορετικούς από αυτούς που περιέχονται στην αγωγή, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Εάν όμως ο εργαζόμενος περιλάβει στην αγωγή του και αυτοτελές αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, ή ασκήσει μόνο αναγνωριστική της ακυρότητας της καταγγελίας αγωγή, τότε οφείλει να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ακυρότητα, χωρίς να είναι δυνατή μια μεταγενέστερη, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, διόρθωση της αοριστίας ή βελτίωση του σχετικού ισχυρισμού με επίκληση και νέων λόγων ακυρότητας, γιατί έτσι μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα, κατ’ άρθρο 224 του Κ.Πολ.Δ., η βάση της αγωγής (ΑΠ 624/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής, η οποία έχει ως αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων μισθών ή άλλων παροχών που οφείλονται από την έγκυρη σύμβαση εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 648 του Α.Κ. και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων, αναγκαία στοιχεία είναι η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, ο χρόνος της καταρτίσεως της συμβάσεως, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσης εργασίας, οι όροι της παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται (ΑΠ 2016/2207 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ’ εκάστη ημέρα απασχολήσεως, τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, οπότε στην επίκληση αυτών και των εννόμων συνεπειών τους εμπεριέχεται και η επίκληση της ιδιότητας των διαδίκων ως μελών των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες, για τις παραπάνω αιτίες, οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα και για κάθε ένα από τα επίδικα κεφάλαια, χωριστά και όχι συγκεντρωτικά, στο σύνολο τους, ώστε όχι μόνο ο εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της τυχόν αξιώσεως μη δεδουλευμένων, μη δικαιουμένων ή υπέρογκων για κάθε ένα είδος εργασίας ποσών, αλλά και από την απόφαση του δικαστηρίου που θα αποτελέσει δεδικασμένο, να μπορεί ευχερώς να συναχθεί ποια ακριβώς κατ’ είδος και ποσό, διαφορά κατήχθη ενώπιόν του και σε ποια έκταση αυτή έγινε αποδεκτή, ώστε εξαιτίας του δεδικασμένου να μην μπορεί αυτή να αποτελέσει αντικείμενο νέας δίκης (ΑΠ 2016/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 184/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 66/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 1710/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 199/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1351/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1164/1998 ΕλλΔνη 40.329, ΑΠ 180/1988 ΕλλΔνη 29.1659, ΑΠ 639/1988 ΔΕΝ 45.470, ΕφΑθ 5882/2007 ΕλλΔνη 2008.261, ΕφΑθ 3156/2002 ΔΕΕ 2003.88, ΕφΘεσ 1249/1999 ΔΕΝ 56.378, ΕφΘεσ 1481/1991 ΕΕργΔ 51.177, ΕφΑθ 7640/1986 ΕλλΔνη 28.1262). Τα στοιχεία αυτά δεν είναι ανάγκη να διατυπώνονται στο δικόγραφο της αγωγής με πανηγυρικό τρόπο και τυποποιημένες εκφράσεις, αλλά αρκεί λογικώς να συνάγονται από το όλο κείμενο της αγωγής, το οποίο ο ενάγων μπορεί, έως τη συζήτηση της να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει, εφόσον δεν μεταβάλλεται η βάση της (άρθρο 224 του Κ.Πολ.Δ.) με τις προτάσεις της συζητήσεως (ΑΠ 548/2000 ΕΕργΔ 2001.803, ΕφΘεσ 584/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 300/2001 ΕΕργΔ 2001.659). Αντιθέτως, για το ορισμένο της ανωτέρω αγωγής δεν απαιτείται να αναφέρεται ότι ο ενάγων έλαβε τις αποδοχές του κατά το χρονικά διαστήματα που έπρεπε να βρίσκεται σε άδεια ή όχι, παρά μόνον στην περίπτωση που η εναγόμενη εργοδότρια του ισχυριστεί κατ’ ένσταση κάτι τέτοιο οφείλει ο ενάγων να διευκρινίσει τούτο, χωρίς αντιστροφή του βάρους αποδείξεως, το οποίο εξακολουθεί να φέρει η εργοδότρια του, ως ενιστάμενη (ΑΠ 1520/2003 ΕΕργΔ 2004.1429, ΑΠ 1373/2003 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1608/2002 ΕλλΔνη 44.705, ΑΠ 713/2002 ΕλλΔνη 44.707, ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42.1318, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 548/2000 ΕΕργΔ 2001.803, ΕφΑθ 3845/2008 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο). Επίσης, για το ορισμένο της κρινόμενης αγωγής δεν απαιτείται να αναφέρονται σε αυτή οι νόμιμες κρατήσεις που έγιναν ή πρέπει να γίνουν επί των αξιούμενων οικείων χρηματικών ποσών, διότι ο εργοδότης υποχρεούται από το νόμο να παρακρατεί ορισμένα ποσά από το μισθό, για την καταβολή τους στους οργανισμούς κυρίας ή επικουρικής ασφαλίσεως, όπως το Ι.Κ.Α. και το Τ.Ε.Α.Μ. (άρθρα 26 παρ. 5 του αναγκαστικού νόμου 1846/1951, 22 και 32 του νόμου 2084/1997 και εκτελεστικές υπουργικές αποφάσεις), καθώς και για το φόρο μισθωτών υπηρεσιών, χαρτόσημο εξοφλήσεως μισθού, πλην όμως τα ποσά αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες στο σύνολο τους ή κατά ένα μέρος τους δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους καθώς επίσης και τα καταβληθέντα έναντι των αγωγικών αξιώσεών χρηματικά ποσά. εφόσον το γεγονός τούτο πρέπει να επικαλεστεί κατ’ ένσταση (άρθρο 416 του Α.Κ.) ο εναγόμενος, κατά του οποίου προβάλλεται με την αγωγή η σχετική αξίωση, ο χρόνος από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο. ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΑΠ 203/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2018/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 140/2000 ΕλλΔνη 41.966, ΕφΠειρ 994/2207 ΕΝαυτΔικ 2007.385, ΕφΠειρ 892/2002 ΕΝΔ 30.437, ΕφΠειρ 1239/1996 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το άρθρο 904 του Α.Κ. ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η σύμβαση αποτελεί νόμιμη αιτία κατά το άρθρο 361 του Α.Κ. και εφόσον αυτή είναι ισχυρή, κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει τα δικαιώματα του από τη σύμβαση. Επομένως, στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα εργαζόμενο ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου εργοδότη, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α του Κ.Πολ.Δ. τα περιστατικά που συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 του Κ.Πολ.Δ.), υπό τη ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσης, δεν απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα (ΟΛΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003.1261, ΟλΑΠ 23/2003 ΝοΒ 2004.1179). Η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη έχει επιβοηθητικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία. Έτσι αν η αγωγή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, γιατί αφού υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να αξιώσει τις αξιώσεις του από αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του πλουτισμού (ΑΠ 2019/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 923/2007 ΧρΙΔ 2008.121). Αξίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού προς αναζήτηση των παροχών που τυχόν καταβλήθηκαν, μπορεί να ασκηθεί, αν η σύμβαση είναι άκυρη ή ανίσχυρη ή εάν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα για οποιαδήποτε λόγο. Τα πραγματικά όμως περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα, το ανίσχυρο ή την ανατροπή της σύμβασης, τα οποία συνιστούν τη βάση της αγωγής του αδικαιολογήτου πλουτισμού, πρέπει να τα επικαλείται ο ενάγων με την αγωγή του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο σύμφωνα με το άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ, διαφορετικά η αγωγή είναι απαράδεκτη, ένεκα της αοριστίας της (ΑΠ 1056/2002 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1457/2001 ΕλλΔνη 2002.1690, ΑΠ 1322/1996 ΕλλΔνη 1997.1045, ΕφΑθ 5617/2007 ΕλλΔνη 2008.1523). Τέλος, σε περίπτωση περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, δεν οφείλονται δικονομικοί τόκοι κατά τη διάταξη του άρθρου 346 Α.Κ., δηλονότι εκ της επιδόσεως της καταψηφιστικής αγωγής, αφού η τελευταία Θεωρείται ότι δεν έχει ασκηθεί κατά το καταψηφιστικό της αίτημα (295 παρ. 1 ΚΠολΔ). Δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επιδόσεως ως οχλήσεως, η οποία καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 Α.Κ., δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για την επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής (ΟλΑΠ 24/2004 Δίκη 2005.81, ΟλΑΠ 23/2004 ΕΕργΔ 2005.17, ΝοΒ 2005.74, ΟλΑΠ 13/1994, ΕλλΔνη 1994.1259, ΑΠ 497/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 23/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 954/2003 ΧρΙΔ 2004.38, ΑΠ 888/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 63/2003 ΝοΒ 2003.1627, ΑΠ 241/2003 ΕλλΔνη 2004.487, ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔνη 1994.1259).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι τυγχάνει πτυχιούχος της Ανωτάτης Σχολής Εμπορικών και Οικονομικών Επιστημών και ότι την 12.02.2007 προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη, η οποία είναι μητρική εταιρία ομωνύμου ομίλου επιχειρήσεων, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να παρέχει την εργασία του με την ιδιότητα του οικονομικού συμβούλου. Ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης παρείχε την εργασία του στην πρώτη εναγόμενη μέχρι την 30.06.2007 και ότι οι μηνιαίες αποδοχές του για το χρονικό διάστημα από της προσλήψεως του και μέχρι την 30.06.2007 συμφωνήθηκαν στο ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 ευρώ), το οποίο του καταβλήθηκε. Ότι από την 01.07.2007 του ανατέθηκαν, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης, καθήκοντα Γενικού Οικονομικού Διευθυντή αυτής, ότι οι ετήσιες καθαρές αποδοχές του συμφωνήθηκαν στο ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000 ευρώ) και ότι η πρώτη εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση καταβολής των αναλογούντων στον ασφαλιστικό του φορέα εισφορών καθώς και του φόρου μισθωτών υπηρεσιών, οπότε οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του συμφωνήθηκαν στο ποσό των δέκα χιλιάδων επτακοσίων δέκα τεσσάρων ευρώ (10.714 ευρώ). Ότι ως Γενικός Οικονομικός Διευθυντής της πρώτης εναγόμενης εκτέλεσε τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που διαλαμβάνει ο Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας αυτής, τα οποία παραθέτει αναλυτικά στην υπό κρίση αγωγή και ότι από τις αρχές Φεβρουαρίου του έτους 2008 ανέλαβε, λόγω απόσχισης του κατασκευαστικού κλάδου της πρώτης εναγόμενης και ανάθεσης των σχετικών αρμοδιοτήτων στην δεύτερη από αυτές, με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθήκοντα Οικονομικού Διευθυντή και στην δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία. Ότι παρά το γεγονός ότι εκτελούσε τα καθήκοντα του με συνέπεια, ευσυνειδησία και υπευθυνότητα σε αμφότερες τις εναγόμενες την 02.07.2008 του κοινοποιήθηκε εξώδικη δήλωση τους, σύμφωνα με την οποία η δεύτερη εναγόμενη προέβη σε καταγγελία της μεταξύ τους συναφθείσης προφορικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και του προσέφερε ταυτόχρονα το ποσό των σαράντα εννέα χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα τριών ευρώ και ενενήντα τεσσάρων ευρώ (49.463,94 ευρώ) ως αποζημίωση απόλυσης και για μέρος των αποδοχών του των μηνών Μαΐου, Ιουνίου και Ιουλίου του έτους 2008. Ότι αρνήθηκε να παραλάβει την ανωτέρω εξώδικη δήλωση και ότι οι εναγόμενες προέβησαν σε δημόσια παρακατάθεση του προαναφερόμενου χρηματικού ποσού, το οποίο εισέπραξε την 06.06.2008 από τα γραφεία της δεύτερης εναγόμενης, με επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος του. Ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη, διότι δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις και ειδικότερα ως προς την πρώτη εναγόμενη, διότι η καταγγελία δεν περιβλήθηκε τον έγγραφο τύπο και δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης και ως προς την δεύτερη εναγόμενη λόγω μη καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης και ότι λόγω της αδικαιολόγητης άρνησης των εναγομένων να αποδεχθούν τις νομίμως και προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του κατέστησαν υπερήμερες και ενέχονται έναντι του στην καταβολή μισθών υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από του μηνός Ιουλίου του έτους 2008 έως του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2009, ποσού διακοσίων εξήντα μία χιλιάδων ευρώ (261.000 ευρώ) η πρώτη από αυτές και διακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (225.000 ευρώ) η δεύτερη από αυτές, ως αυτά αναλυτικά υπολογίζονται στην κρινόμενη αγωγή, άλλως και για την περίπτωση που κριθεί έγκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενέχονται έναντι του στην συμπλήρωση της νόμιμης απόλυσης και συγκεκριμένα στην καταβολή του ποσού των δέκα έξι χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα λεπτών (16.474,30 ευρώ) η πρώτη των εναγομένων και του ποσού των δέκα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα πέντε ευρώ (18.345 ευρώ) η δεύτερη των εναγομένων. Ότι η πρώτη εναγόμενη από τις αρχές του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008 δεν του κατέβαλε τις συμφωνηθείσες αποδοχές του, αλλά ποσά που υπολείπονταν αυτών και ότι εξακολουθεί να του οφείλει για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών των μηνών Φεβρουαρίου, Μαρτίου και Απριλίου του έτους 2008 το ποσό των δέκα χιλιάδων εξακοσίων σαράντα επτά ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (10.647,24 ευρώ) και των μηνών Μαΐου και Ιουνίου του έτους 2008 το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων ενός ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (3.501,22 ευρώ), για διαφορές επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2008 το ποσό των δύο χιλιάδων εκατόν οκτώ ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (2.108,59 ευρώ), επιδόματος αδείας του έτους 2008 το ποσό χιλίων εξακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και δέκα λεπτών (1.659,10 ευρώ), για διαφορές αποδοχών αδείας του έτους 2008 το ποσό των έξι χιλιάδων δέκα έξι ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (6.016,82 ευρώ) και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (27.435,68 ευρώ). Ότι κατά την ανάληψη των καθηκόντων του Οικονομικού Διευθυντή συμφωνήθηκε με την πρώτη εναγόμενη ότι θα αναλάμβανε την ανεύρεση στρατηγικού επενδυτή για τον όμιλο και την επίτευξη σχετικής συμφωνίας, ότι αρχικά επεδίωξε την σύναψη συμφωνίας με τον Πρόεδρο και το επιτελείο του κατασκευαστικού ινδικού Ομίλου ……… και με τους Ορκωτούς Ελεγκτές και Νομικούς Συμβούλους του υποψήφιου επενδυτή, ότι μετά την πάροδο ενός εξαμήνου, κατά τη διάρκεια του οποίου είχε απευθείας συναντήσεις με τους εκπροσώπους της ανωτέρω εταιρείας και συνεργασία με τις πιστώτριες τράπεζες, το αποτέλεσμα δεν ήταν θετικό και δεν επετεύχθη τελικά συμφωνία, ότι στις αρχές του μηνός Μαΐου του έτους 2008 εκδήλωσε ενδιαφέρον, ως υποψήφιος επενδυτής, ο ……… ιδιοκτήτης των κατασκευαστικών εταιριών με την επωνυμία ……… Α.Ε. και ……… Α.Ε. και ότι παρά το γεγονός ότι επιτεύχθηκε συμφωνία, η οποία ήταν απόρροια της επίμονης και κοπιώδους προσπάθειας του, η εναγομένη αρνήθηκε να του καταβάλει τη συμφωνηθείσα πρόσθετη αμοιβή, ποσού εξήντα χιλιάδων ευρώ (60.000 ευρώ). Ότι η δεύτερη εναγόμενη, παρά το γεγονός ότι δεσμεύθηκε προφορικά να του καταβάλει τις ειθισμένες για τη θέση του Οικονομικού Διευθυντή αποδοχές, ουδέποτε κατέβαλε αυτές, ότι ο ειθισμένος μισθός για τις προσφερόμενες υπηρεσίες του ανέρχεται, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων του, της οικογενειακής του κατάστασης, των ετών προϋπηρεσίας του, που αναλυτικά αναφέρονται στην υπό κρίση αγωγή καθώς επίσης και του γεγονότος ότι η δεύτερη εναγομένη είχε προσλάβει εργαζομένους, με λιγότερα προσόντα και τους απασχολούσε σε θέσεις με καθήκοντα ίσης ή ήσσονος των δικών του, καταβάλλοντος μηνιαίες αποδοχές κυμαινόμενες από δέκα πέντε χιλιάδες ευρώ (15.000 ευρώ) έως είκοσι χιλιάδες ευρώ (20.000 ευρώ), στο ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 ευρώ) και ότι η δεύτερη εναγόμενη του οφείλει για δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από την 01.02.2008 έως την 02.07.2008 το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (75.000 ευρώ), για επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2008 το ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων εξήντα ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (6.260,62 ευρώ), για αποδοχές αδείας το ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 ευρώ), για επίδομα αδείας το ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 ευρώ) και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των ενενήντα τριών χιλιάδων διακοσίων εξήντα ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (93.260,62 ευρώ). Με βάση αυτό το ιστορικό ζητά, μετά από παραδεκτό, κατ’ άρθρα 223, 294, 295 παρ. 1, 298 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά (βλ. 1η σελίδα πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου) και διαλαμβάνεται στις έγγραφες προτάσεις του (βλ. 21η και εντεύθεν σελίδες των προτάσεων του ενάγοντος), να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 02.07.2008 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να του καταβάλει για τις ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενες αιτίες το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (27.435,68 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους μισθολογική παροχή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να αναγνωρισθεί ότι η πρώτη εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει για πρόσθετη αμοιβή το ποσό των εξήντα χιλιάδων ευρώ (60.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίτευξη του στόχου, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να αναγνωρισθεί ότι η πρώτη εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει για μισθούς υπερημερίας το ποσό των διακοσίων εξήντα μία χιλιάδων ευρώ (261.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους μισθολογική παροχή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, άλλως για συμπλήρωση της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης το ποσό των δέκα έξι χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα λεπτών (16.474,30 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, ήτοι από την 03.07.2008, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη, ως ενεχόμενη έναντι του από την μεταξύ τους συμβατική σχέση, άλλως κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, διότι κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του, επωφελούμενη και εκμεταλλευόμενη τα ανωτέρω ποσά που θα κατέβαλλε σε άλλο εργαζόμενο, τον οποίο θα προσλάμβανε και θα απασχολούσε με το ίδιο αντικείμενο εργασίας, να του καταβάλλει για δεδουλευμένες αποδοχές του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008 το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που η ανωτέρω μισθολογική παροχή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να αναγνωρισθεί ότι η δεύτερη εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει για τις ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενες αιτίες το ποσό των εβδομήντα, οκτώ χιλιάδων διακοσίων εξήντα ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (78.260,62 ευρώ), να αναγνωρισθεί ότι η δεύτερη εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει για μισθούς υπερημερίας το ποσό των διακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (225.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους μισθολογική παροχή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, άλλως για συμπλήρωση της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης το ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα πέντε ευρώ (18.345 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, ήτοι από την 03.07.2008, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, διότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης της του προκαλέσει σημαντική ζημία, αφού από την απόλυση του δεν κατέστη δυνατή η ανεύρεση άλλης εργασία και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του Κ.Πολ.Δ.), ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι υλικά και τοπικά αρμόδιο (άρθρα 1, 2, 7, 9 εδ. α΄ 10, 11 αριθμ. 7, 12, 13, 16 αριθμ. 2, 25 παρ. 2, 664 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη ως προς όλα τα αιτήματα της, διότι από την επισκόπηση του περιεχομένου της προκύπτει ότι διαλαμβάνει άπαντα τα υπό του νόμου αξιούμενα στοιχεία για τη δικαστική εκτίμηση και αξιολόγηση της και συγκεκριμένα διαλαμβάνει αναφορά της σύμβασης εργασίας που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, του χρόνου της καταρτίσεως της συμβάσεως, του είδους της παρασχεθείσης από τον ενάγοντα εργασίας, των όρων παροχής της εργασίας του, των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του και των πραγματικών περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται η ακυρότητα της καταγγελίας και από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες, για τις παραπάνω αιτίες, οφειλές εκάστης των εναγομένων έναντι του, απάντα, δε τα ανωτέρω επαρκώς προσδιορισμένα. Οι αιτιάσεις των εναγομένων ότι ο ενάγων δεν εκθέτει στο δικόγραφο της αγωγής εάν κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Φεβρουαρίου έως του μηνός Ιουνίου του έτους 2007 συνήψε με την πρώτη από αυτές σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, εάν υπήρχε συμφωνία μεταξύ τους για την καταβολή μηνιαίου μισθού ή κατ’ αποκοπή αποδοχών, εάν υπόκειτο στο διευθυντικό δικαίωμα της πρώτης από αυτές ή των τραπεζών, που είχαν υποδείξει την πρόσληψη του δεν επιδρούν στο ορισμένο της αγωγής, διότι ο ενάγων αναφέρει ότι απασχολήθηκε την προαναφερόμενη χρονική περίοδο στην πρώτη εναγόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και του καταβλήθηκε το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 ευρώ) για την παρεχόμενη εργασία του ο δε χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης που το συνέδεε με εναγομένης συναφθείσης σύμβασης και επιπλέον ως νομικά αβάσιμη, διότι στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση και ως εκ τούτου λόγω του επικουρικού χαρακτήρα της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού υπάρχει έγκυρη σύμβαση ο ενάγων δύναται να αξιώσει τις απαιτήσεις του από αυτή και δεν μπορεί, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επομένως, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της εφόσον για το αντικείμενο αυτής και ειδικότερα για το αξιούμενο με αυτή καταψηφιστικό ποσό, το οποίο μετά την μερική τροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό υπερβαίνει το ποσό της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρα 14 του Κ.Πολ.Δ. και 71 του ΕισΝΚΠολΔ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 6 παρ. 1 7 του νόμου 2479/1997) καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. τα με αριθμούς 313007, 253853 και 253854 – ΣΕΙΡΑ Α΄ αγωγόσημα για τις αξιώσεις του κατά της πρώτης εναγόμενης με τα επ’ αυτών επικολληθέντα κινητά ένσημα υπέρ του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων και το με αριθμό 638053 – ΣΕΙΡΑ Α΄ ένσημο του Ταμείου Νομικών – Τμήμα Πόρων και τα με αριθμούς 126591 και 126592 – ΣΕΙΡΑ Α΄ αγωγόσημα για τις αξιώσεις του κατά της δεύτερης εναγόμενης με τα επ’ αυτών επικολληθέντα κινητά ένσημα υπέρ του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων και το με αριθμό 638054 – ΣΕΙΡΑ Α΄ ένσημο του Ταμείου Νομικών – Τμήμα Πόρων). Σημειώνεται ότι το αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή είναι νόμιμο μόνο ως προς το ποσό αυτής που παρέμεινε καταψηφιστικό. διότι προσωρινά εκτελεστές επιτρέπεται να κηρυχθούν μόνο οι αποφάσεις που μετά την τελεσιδικία τους μπορούν να αποτελέσουν εκτελεστούς τίτλους και ως εκ τούτου δεν είναι νοητή η εκτέλεση αναγνωριστικής αποφάσεως, η οποία δεν περιέχει καταδίκη, αλλά αναγνώριση εννόμου σχέσεως και της οποίας η ενέργεια εξαντλείται στο δεδικασμένο.
Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του νόμου 2112/1920 η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, με οποιονδήποτε τρόπο και αν επέλθει, δεν επηρεάζει την εφαρμογή των ευνοϊκών για τους υπαλλήλους διατάξεων του νόμου αυτού, που ρυθμίζει την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους. Το ίδιο ορίζεται και με το άρθρο 9 παρ. 1 του βασιλικού διατάγματος της 16/18.07.1920 αναφορικά με τους εργάτες και υπηρέτες, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 8 του ΚΝ 3514/1928, αν μεταβληθεί το πρόσωπο του εργοδότη, οι υποχρεώσεις του, που καθιερώνει το νομοθέτημα αυτό για την περίπτωση στρατεύσεως των ιδιωτικών υπαλλήλων, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στο νέο εργοδότη. Επίσης το άρθρο 6 παρ. 2 του νόμου 3239/1955 για τις συλλογικές διαφορές εργασίας, όριζε ότι η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη δεν επιδρά στην εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση εργασίας, τα δε δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του πηγάζουν από αυτή. μεταβιβάζονται αυτοδικαίως για το μέλλον στους διαδόχους του. Ήδη, για την τύχη των εργασιακών σχέσεων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης εφαρμόζεται το άρθρο 4 παρ. 2 του προεδρικού διατάγματος 178/2002, με το οποίο η ελληνική νομοθεσία εναρμονίσθηκε προς την με αριθμό 98/50 οδηγία του συμβουλίου της ΕΚ.. Κατά το άρθρο αυτό, μετά την για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβαση της επιχειρήσεως, εγκαταστάσεων αυτής ή τμημάτων εγκαταστάσεων, ο διάδοχος του εργοδότη τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται γενικός κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο, εάν κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο, ο εργαζόμενος παρέχει τις υπηρεσίες του σε εκτέλεση συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, μεταβληθεί με οποιοδήποτε τρόπο το πρόσωπο του εργοδότη, εκείνος που τον διαδέχεται ή τον υποκαθιστά, εκούσια ή αναγκαστικά, στην ασκούμενη από αυτόν επιχείρηση (ΑΠ 755/1987 ΕΕργΔ 1988.309), επομένως και συνεπεία κληρονομικής διαδοχής (ΟλΑΠ 1340/1979 ΕΕργΔ 1980, 268), υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, αρκεί και μετά τη μεταβολή να συνεχίζεται ως οικονομική μονάδα η επιχείρηση και να διατηρεί υπό το νέο φορέα της την ταυτότητά της με τον ίδιο ή διάφορο τίτλο ή μορφή (ΟλΑΠ 5/1994 ΕλλΔνη 1994.1252, ΑΠ 602/1980 ΕΕργΔ 1980.534, ΑΠ 227/1990 ΕΕργΔ 1990.722, ΑΠ 18/1991 ΕΕργΔ 1992.125, ΑΠ 610/1991 ΕΕργΔ 1992.136, ΑΠ 889/1992 ΕΕργΔ 1993.456, ΑΠ 942/1992 ΕλλΔνη 1994.1038, ΑΠ 1364/1992 ΕλλΔνη 1994.1311, ΑΠ 1723/1995 ΕΕργΔ 1997.747, ΕφΑθ 9346/1988 ΕΕργΔ 1989.403, ΕφΠατρ 61/1988 ΕΕργΔ 1988.971, ΕφΘεσ 420/1989 ΕΕργΔ 1989.518). Η μεταβολή δηλαδή του προσώπου του εργοδότη επέρχεται με τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με δικαιοπραξία, έστω και άκυρη ή κατ’ εφαρμογή νομικής διατάξεως και σημασία έχει η μεταβίβαση ως πραγματικό γεγονός ανεξάρτητα από την ύπαρξη και το κύρος της αιτίας της (ΑΠ 193/1990 ΕΕργΔ 1990.720, ΑΠ 891/1992 ΕΕργΑ 1993.454, ΑΠ 1222/1998 ΕΕργΔ 1999.983). Με την έννοια αυτή. μεταβίβαση αποτελεί τόσο η εκποίηση της επιχειρήσεως όσο και η απλή παραχώρηση της εκμεταλλεύσεώς της (ΑΠ 602/1980 ό.π., ΕφΠατρ 61/1988 ό.π.. Ληξουριώτης. ΕΕργΔ 1990.719, Βλαστός, ΕΕργΔ 1999.981). Σε όλες τις περιπτώσεις οι εργασιακές συμβάσεις ή σχέσεις που ήταν ενεργείς κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως (ΑΠ 318/1998 ΕΕργΔ 1999.355), συνεχίζονται με το νέο εργοδότη με τους ίδιους όρους και συνθήκες, άσχετα από τη συναίνεση των εργαζόμενων (ΟλΑΠ 5/1994 ό.π., ΑΠ 755/1987 ό.π., ΑΠ 1723/1995 ό.π.), εκτός αν κατά τη σύναψη της συμβάσεως εργασίας οι συμβαλλόμενοι είχαν αποβλέψει στο πρόσωπο του εργοδότη και η σύμβαση λύθηκε με το θάνατο του (ΑΠ 229/1990 ΕΕργΔ 1990.723, ΑΠ 889/1992 ό.π., ΑΠ 1364/1992, ό.π.). Αναγκαία πάντως προϋπόθεση είναι η συνέχιση της λειτουργίας της επιχειρήσεως από το νέο εργοδότη χωρίς πραγματική διακοπή, εκτός αν αυτός μετά τη διακοπή επαναλειτουργήσει την επιχείρηση ως την αυτή οικονομική μονάδα, δηλαδή με τη θέληση να είναι διάδοχος του αρχικού εργοδότη, όπως συνήθως συμβαίνει στις περιπτώσεις επαναλειτουργίας επιχειρήσεων, που μεταβιβάσθηκαν ενώ η λειτουργία τους είχε προσωρινά διακοπεί λόγω εποχής ή λόγω ανασυγκροτήσεώς τους (Ληξουριώτη, ΕΕργΔ 1993.450, Βλαστό, ΕΕργΔ 1999.982 επ.). Αντίθετα, δεν υπάρχει διαδοχή εργοδοτών όταν η επαναλειτουργία της επιχειρήσεως από το νέο φορέα της γίνεται κατά τρόπο ανεξάρτητο από εκείνον του προηγούμενου φορέα της, με μισθωτούς που προσλαμβάνει με νέες συμβάσεις εργασίας είτε από το παλαιό προσωπικό είτε όχι (ΕφΠειρ 647/1996 ΕλλΔνη 1998.165). Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη δεν είναι σύμφυτη με τη δημιουργία παθητικής ενοχής σε ολόκληρο μεταξύ του παλαιού και του νέου εργοδότη ως προς τις υποχρεώσεις της επιχειρήσεως, έναντι των εργαζομένων (άρθρο 480 του Α.Κ.) και δεν λειτουργεί αυτόματα ως στερητική έστω αναδοχή χρέους (άρθρο 471 του Α.Κ). Έτσι ο παλαιός εργοδότης εξακολουθεί να ευθύνεται για τις αξιώσεις των εργαζομένων μέχρι τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως, ενώ για τις μεταγενέστερες ευθύνεται ο νέος, όπως με σαφήνεια όριζε και η καταργημένη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του νόμου 3239/1995 (ΑΠ 293/1978 ΝοΒ 1979.73, Ληξουριώτης, ΕΕργΔ 1993.451). Παθητική σε ολόκληρο ενοχή μεταξύ του παλαιού και του νέου εργοδότη δημιουργείται μόνο σε περίπτωση σχετικής συμφωνίας ή κατ’ εφαρμογή νομικής διατάξεως, όπως είναι οι διατάξεις των άρθρων 479 του Α.Κ. (ΑΠ 293/1978 ό.π., ΑΠ 469/1992 ΕΕργΔ 1993.452, ΕφΑθ 683/1986 ΝοΒ 1986.1085, ΕφΑθ 14612/ 1988 ΕλλΔνη 1991.611, ΕφΠατρ 903/1998 ΕΕργΔ 1999.836) και 4 παρ. 2 του προεδρικού διατάγματος 178/2002, οπότε στο πλαίσιο σωρευτικής πλέον αναδοχής χρέους (ΑΠ 759/1987 ΕΕργΔ 1988.596) ο παλαιός εργοδότης ευθύνεται για τις προγενέστερες της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεώς του αξιώσεις των εργαζομένων απεριόριστα και ο νέος (για τις ίδιες αξιώσεις) κατά μεν το προεδρικό διάταγμα 178/2002 απεριόριστα, κατά δε το άρθρο 479 του Α.Κ. μέχρι της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων της επιχειρήσεως (ΕφΑθ 10266/1991 ΕλλΔνη 1993.183), ενώ η ευθύνη του είναι βέβαια αποκλειστική για τις μεταγενέστερες αξιώσεις των εργαζομένων. Ειδικότερα, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εργαζομένου ο εργοδότης που διαδέχεται ή υποκαθιστά με οποιοδήποτε τρόπο και οποιαδήποτε νομική μορφή τον αρχικό εργοδότη στην άσκηση ορισμένης επιχειρήσεως, υπεισέρχεται στις υποχρεώσεις του αρχικού εργοδότη έναντι του προσωπικού της επιχειρήσεως και σε περίπτωση απολύσεως αυτού οφείλει να τηρήσει τις νόμιμες διατυπώσεις και να καταβάλλει την προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση, με βάση το συνολικό χρόνο του μισθωτού στον αρχικό και στο νέο εργοδότη (ΑΠ 1839/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ειδική περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων και διαδοχής εργοδοτών αποτελεί η συγχώνευση εταιρειών με απορρόφηση (άρθρα 68 επ. του προεδρικού διατάγματος 498/1987). Συγχώνευση με απορρόφηση είναι η πράξη με την οποία μία ή περισσότερες ανώνυμες εταιρίες (απορροφούμενες), οι οποίες λύνονται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, μεταβιβάζουν σε άλλη υφιστάμενη ανώνυμη εταιρία (απορροφούσα) το σύνολο της περιουσίας τους (ενεργητικό και παθητικό), υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 68 του νόμου 2190/1920. Από την καταχώρηση, στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών, της εγκριτικής απόφασης της συγχωνεύσεως, που προβλέπεται από το άρθρο 74 του ίδιου νόμου, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα χωρίς καμία άλλη διατύπωση τόσο για τις συγχωνευόμενες εταιρίες όσο και έναντι των τρίτων, τα ακόλουθα αποτελέσματα: α) η απορροφούσα εταιρία υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ή των απορροφούμενων εταιριών και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή και β) η απορροφούμενη ή απορροφούμενες εταιρίες παύουν να υπάρχουν (άρθρο 75 παρ. 1 του νόμου 2190/1920). Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρία ή κατ’ αυτής χωρίς καμία ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, βιαία διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψη της (άρθρο 75 παρ. 2 του νόμου 2190/1920). Από τα παραπάνω συνάγεται με σαφήνεια ότι από την καταχώρηση της εγκριτικής αποφάσεως του αρμοδίου, κατά το άρθρο 74 του νόμου 2190/1920, υπουργού, οι αρμοδιότητες του οποίου έχουν εκχωρηθεί στην περιφέρεια κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 περ. β΄ εδ. 6 του νόμου 2647/1998. επί δικών που έχουν αρχίσει με τη συμμετοχή της απορροφούμενης εταιρίας, νομιμοποιείται ενεργητικά, αλλά και παθητικά, για τη συνέχιση των δικών μόνον η απορροφούσα εταιρία, αφού η απορροφούμενη έχει παύσει να υπάρχει ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο και επομένως δεν έχει ικανότητα να είναι διάδικος (ΑΠ 318/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 376/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 568/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1773/2001 ΔΕΕ 2002.604). Η απορροφούσα εταιρία ευθύνεται προς τους δανειστές της απορροφούμενης εταιρίας, αποκλειστικά και απεριόριστα, με ολόκληρη την περιουσία της και όχι μέχρι την περιουσία που μεταβιβάσθηκε σε αυτήν (ΕφΘεσ 2918/2008 Αρμ 2006.422, Περάκης Ευάγγελος, «Δίκαιο Ανώνυμων Εταιριών», τόμος Α΄, άρθρα 41 – 112, αριθ. 75, σελ. 722 επ.) και οι εργασιακές σχέσεις, όπως όλες οι εκκρεμείς συμβατικές σχέσεις που είχαν συνάψει οι απορροφώμενες εταιρίες δεν λύνονται, αλλά συνεχίζονται από την απορροφώσα εταιρία, η οποία ως διάδοχος εργοδότης υποκαθίσταται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των απορροφωμένων επιχειρήσεων ως δικαιοπαρόχων εργοδοτών (ΑΠ 1478/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 988/1996 ΔΕΝ 53.1121). Περαιτέρω, με το άρθρο 62 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρίες, που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ικανότητα του διαδίκου ρυθμίζεται σε άμεση συσχέτιση με το ουσιαστικό δίκαιο και επομένως, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 34, 35, 61, 72 και 748 του ΑΚ διάδικος μπορεί να είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων, που επιδιώκουν κάποιο σκοπό χωρίς να είναι σωματεία ή εταιρίες, που δεν έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα, ή σύνολο περιουσίας, η οποία έχει ταχθεί για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, εφόσον όμως έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα, κατά τους όρους του νόμου. Η ικανότητα διαδίκου αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και σύμφωνα με το άρθρο 73 του αυτού Κώδικα εξετάζεται σε κάθε στάση της δίκης και αυτεπαγγέλτως (ΟλΑΠ 25/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 693/2008 Αρμ 2008.1540). Ακολούθως, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 α΄ του ΚΠολΔ, μεταξύ των απαραίτητων στοιχείων της αγωγής, είναι η σαφής έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, έτσι ώστε να δικαιολογείται η άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Από την ανωτέρω διάταξη, προκύπτει ότι η νομιμοποίηση, ως εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα, ως προς το αντικείμενο της και τους φορείς της. από το ουσιαστικό δίκαιο, είναι απαραίτητο στοιχείο της αγωγής (ΟλΑΠ 18/2005 ΝοΒ 53.1075). Η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει κατά κανόνα αμέσως από το νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού ή και του δικονομικού δικαίου και εκείνος, που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχος ή υπόχρεος, νομιμοποιείται καταρχήν, ως ενάγων ή εναγόμενος, αντίστοιχα (ΑΠ 26/2005 ΕλλΔνη 46.1462). Για τη νομιμοποίηση, συνεπώς, προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης (ΕφΙωαν 21/2005 ΕΕΝ 2005.574). Η αμφισβήτηση δε της ύπαρξης νομιμοποίησης δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της αγωγής του ενάγοντος (ΑΠ 871/2003 ΕλλΔνη 44.1623, ΑΠ 351/1979 ΝοΒ 27.1427), ο οποίος και φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος αποδείξεως, με συνέπεια, σε περίπτωση που δεν αποδείξει τον περί νομιμοποιήσεως του ισχυρισμό, την απόρριψη της αγωγής για έλλειψη (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποίησης, κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντας του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Τα θεμελιωτικά, εξάλλου, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής, είναι το απαράδεκτο αυτής (ΕφΑθ 5685/1999 ΕλλΔνη 41.526). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ., η οποία μπορεί να. προβληθεί και σε δικαιώματα που απορρέουν από κανόνες δημόσιας τάξης (ΑΠ 1206/1986 ΝοΒ 35.906, ΕφΛαρ 169/2001 ΕλλΔνη 2002.837), για να θεωρηθεί η άσκηση δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος ή η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν ή άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, να καθιστά μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του. κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού αυτή τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα την επέλευση επαχθών συνεπειών για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 42.383, ΟλΑΠ 1/1997 ΕλλΔνη 38.534, ΟλΑΠ 17/95 ΕλλΔνη 38.410, ΟλΑΠ 862/1990 ΕλλΔνη 32.501, ΑΠ 66/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 291/2003 ΕλλΔνη 45.424, ΑΠ 321/2002 ΕλλΔνη 44.143, ΑΠ 1129/2002 ΕλλΔνη 45.424, ΑΠ 681/2000 ΕλλΔνη 42.109, ΑΠ 1875/1999 ΕλλΔνη 41.1315, ΑΠ 1125/1999 ΕλλΔνη 41.379, ΑΠ 683/1999 ΕλλΔνη 41.379, ΑΠ 156/1997 ΕλλΔνη 38.1547, ΑΠ 1252/1996 ΕλλΔνη 38.1795, ΑΠ 803/1996 ΕλλΔνη 38.804, ΕφΑθ 6270/2000 ΕΕμπΔ 52.598, ΕφΘεσ 3270/1998 Αρμ 1999.1080). Ειδικότερα δε, αντικειμενική καλή πίστη, είναι η ευθύτητα και η εντιμότητα, που υπαγορεύεται σε κάθε άνθρωπο, από τις ανάγκες της κοινωνικής συμβίωσης. Χρηστά ήθη αποτελούν τα κριτήρια κοινωνικής ηθικής, που κρατούν κατά τη γενική αντίληψη των εντίμων και συνετών ανθρώπων. Κοινωνικοοικονομικός σκοπός του ιδιωτικού δικαιώματος είναι το όριο, που ενυπάρχει στο δικαίωμα, από την ανάγκη διαφύλαξης του γενικότερου συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου. Τα αξιολογικά αυτά κριτήρια θέτουν φραγμό στην ιδιοτελή άσκηση του δικαιώματος, εφόσον αυτή έρχεται σε προφανή, δηλαδή έκδηλη αντίθεση προς αυτά (ΑΠ 615/1994 ΕλλΔνη 36.340, ΕφΑθ 4019/1999 ΕλλΔνη 40.1586). Εξ αυτού συνάγεται ότι δεν αρκεί η απλή αδράνεια του δικαιούχου επί μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και αν δημιούργησε στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι το δικαίωμα δεν πρόκειται να ασκηθεί, αλλά απαιτείται μεταξύ άλλων δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του, έτσι ώστε, η με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, επιδίωξη ανατροπής μιας ήδη διαμορφωθείσας κατάστασης, να συνεπάγεται ιδιαίτερα επαχθείς, για τον υπόχρεο, επιπτώσεις και να προκαλεί έντονη την εντύπωση της αδικίας. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, που έχει δημιουργηθεί, να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες, προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (ΑΠ 681/2000 ό.π, ΑΠ 409/2000 ΕλλΔνη 41.1315). Ειδικότερα, δεν είναι καταχρηστική η αξίωση του μισθωτού καταβολής των νομίμων αποδοχών του έστω και αν συντρέχει κακή οικονομική κατάσταση του εργοδότη, η οποία μάλιστα θα επιδεινωθεί από την άσκηση ομοίων αξιώσεων από άλλους μισθωτούς (ΑΠ 379/2006 ΔΕΝ 62.1280, ΑΠ 1203/2000 ΕλλΔνη 43.126, ΕφΑθ 958/2008 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, ΕφΑθ 2398/2006 ΔΕΕ 2006.1183) καθώς επίσης και η διεκδίκηση μισθολογικών αποδοχών αναγόμενων σε χρονικό διάστημα είκοσι πέντε ετών (ΑΠ 1123/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 11 49/2000 ΕλλΔνη 42.1292, ΕφΑθ 2398/2006 ΔΕΕ 206.1183). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδ. β΄ του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 19 του νόμου 2915/2001 «αν στις διατάξεις των ειδικών διαδικασιών δεν ορίζεται διαφορετικά: α) οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο, β) όλοι οι πραγματικοί ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 περ. δ΄ του ίδιου κώδικα, τα συντασσόμενα από το γραμματέα πρακτικά συνεδριάσεως περιέχουν όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σ’ αυτές, τις καταθέσεις μαρτύρων. Από την πρώτη των διατάξεων αυτών συνάγεται σαφώς, ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 66 έως 669 του Κ.Πολ.Δ.), όπου δεν είναι υποχρεωτική) η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους ισχυρισμούς τους, όπως η ένσταση παραγραφής, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επί πλέον οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρο 262 του Κ.Πολ.Δ.), εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται, δηλονότι, σε κάθε περίπτωση προφορική πρόταση των ισχυρισμών που «ως γενόμενο κατά τη συζήτηση» σημειώνεται στα πρακτικά. Από τη δεύτερη δε των ως άνω διατάξεων συνάγεται, ότι κατά την πρώτη τούτων σημείωση της προφορικής προτάσεως του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως εκ του περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήματος αυτών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προτάσεως αυτών, είτε εκ του περιεχομένου των ακολούθως καταχωρουμένων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε εκ του περιεχομένου των υποβαλλομένων εγγράφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 128/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 13/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
Οι εναγόμενες με τις προτάσεις που κατέθεσαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αρνούνται αιτιολογημένα την υπό κρίση αγωγή. Ειδικότερα, οι εναγόμενες εκθέτουν ότι η πρώτη από αυτές τυγχάνει από τις παλαιότερες τεχνικές – κατασκευαστικές εταιρείες, με πτυχίο ανώτατης τάξης, ότι το έτος 1993 εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και μέχρι το έτος 2005, με διαδοχικές εξαγορές, απορροφήσεις και συγχωνεύσεις άλλων τεχνικών και κατασκευαστικών εταιρειών είχε ανοδική πορεία και οικονομική ανάπτυξη και αναδείχθηκε σε ένα μεγάλο κατασκευαστικό – τεχνικό όμιλο, με δύο εργοληπτικά πτυχία της ανώτατης τάξης και σημαντική) τεχνογνωσία και παρουσία σε μεγάλα έργα υποδομής και ότι το έτος 2006, λόγω της υπέρμετρης διόγκωσης των δανειακών της υποχρεώσεων και του περιορισμό του κύκλου των εργασιών της και αφού προηγήθηκαν για την αντιμετώπιση της δεινής οικονομικής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει εκποιήσεις – πωλήσεις περιουσιακών της στοιχείων, θυγατρικών εταιρειών και συμμετοχών, τα οποία δεν ευοδώθηκαν, τέθηκε υπό την «κηδεμονία» των δανειστριών τραπεζών, με σκοπό την διάσωση της από την οικονομική κατάρρευση μέσω της αναζήτησης στρατηγικού επενδυτή και της εισροής νέων κεφαλαίων σε αυτήν. Ότι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων κρίθηκε απαραίτητη, με σκοπό τη διευκόλυνση του σχεδίου αναζήτησης στρατηγικού επενδυτή, η απόσχιση του κατασκευαστικού κλάδου και η δημιουργία μιας νέας εταιρείας και ότι με τη με αριθμό ……… απόφαση του Νομάρχη Αθηνών εγκρίθηκε η απόσχιση του κατασκευαστικού – κλάδου της πρώτης από αυτές και η εισφορά και απορρόφηση του από την θυγατρική εταιρία ……… Α.Ε., η οποία δυνάμει της ανωτέρω εγκριτικής απόφασης τροποποίησε την επωνυμία της σε ……… ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε. και υποκατέστησε αυτοδίκαια σε όλα τα δικαιώματα, υποχρεώσεις και έννομες σχέσεις που αφορούν τον κατασκευαστικό κλάδο την εισφέρουσα εταιρία. Ότι ενόψει της ανωτέρω κατάστασης οι δανείστριες τράπεζες επέβαλαν στο δεύτερο εξάμηνο του έτους 2006 την παρακολούθηση, εποπτεία και έλεγχο των οικονομικών της πρώτης εναγόμενης από ανεξάρτητο οικονομικό σύμβουλο – οικονομολόγο της εμπιστοσύνης τους. ότι στη συνέχεια αξίωσαν την αντικατάσταση του Οικονομικού Διευθυντή της πρώτης από αυτές (εναγόμενες) και την πρόσληψη του ενάγοντος για την άσκηση ελέγχου σε αυτή και ότι ο διορισμός του ενάγοντος στη θέση του Οικονομικού Διευθυντή αφορούσε την πρώτη των εναγομένων καθώς επίσης και το σύνολο των θυγατρικών αυτής και των κοινοπραξιών στις οποίες συμμετείχε, εγκρίθηκε με το με αριθμό 3067/26.09.2007 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης εταιρίας και η πρόσληψη του αναγγέλθηκε την 15.11.2007 στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού. Ότι μετά την πρόσληψη του ενάγοντος ανατέθηκαν σε εκείνον τα καθήκοντα που αναφέρονται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας της εταιρίας, σύμφωνα με το άρθρο 6 του νόμου 3016/2002 και ότι ενόψει των ανωτέρω ο ισχυρισμός του ότι προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη την 12.02.2007, με συμφωνηθείσες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από την 12.02.2007 έως την 30.06.2007, ποσού εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 ευρώ) πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού εκείνος την προαναφερόμενη χρονική περίοδο αφενός δεν τελούσε σε καμία νομική ή πραγματική εξάρτηση με την πρώτη εναγόμενη και αφετέρου διατηρούσε εργασιακή σχέση με τις θυγατρικές εταιρίες του ομίλου της τραπεζικής εταιρίας ……… ΒΑΝΚ. Ότι μετά την απόσχιση του κατασκευαστικού κλάδου της πρώτης εναγόμενης και τη σύσταση της δεύτερης από αυτές η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος μεταφέρθηκε στην τελευταία, η οποία υπεισήλθε στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέρρεαν από αυτή (σύμβαση) και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός του ενάγοντος για πρόσθετη απασχόληση του στην δεύτερη εναγόμενη μετά το μήνα Μάρτιο του έτους 2008 πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ ουσίαν. Ότι ουδέποτε υπήρξε συμφωνία μεταξύ εκείνων και του ενάγοντος για καταβολή καθαρών μηνιαίων αποδοχών, ύψους δέκα χιλιάδων επτακοσίων δέκα τεσσάρων ευρώ (10.714 ευρώ), ότι οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές εκείνου διαμορφώθηκαν για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2007 και Ιανουάριο του έτους 2008 στο ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων δέκα τριών ευρώ και ογδόντα λεπτών (5.413,80 ευρώ), δηλαδή σύμφωνα με τους όρους αμοιβής του προκατόχου του, ότι από του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008 ανήλθαν στο ποσό τω επτά χιλιάδων εκατόν εξήντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (7.164,92 ευρώ), ότι οι αποδοχές των μηνών Μαΐου και Ιουνίου του έτους 2008 καταβλήθηκαν ταυτόχρονα με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του και ότι ενόψει των ανωτέρω η μεν αγωγική αξίωση για επιδίκαση διαφορών αποδοχών από του μηνός Μαρτίου του έτους 2008 και εφεξής στερείται νομικής βασιμότητας λόγω της προαναφερόμενης διαδοχής του εργοδοτικού φορέα, η δε αγωγική αξίωση για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, αποδοχών αδείας και επιδομάτων εορτών και αδείας κατά της δεύτερης εναγόμενης είναι ουσιαστικά αβάσιμη, αφού καταβλήθηκαν στον ενάγοντα οι συμφωνηθείσες αποδοχές του. Ότι το αίτημα του ενάγοντος για επιδίκαση του ποσού των εξήντα χιλιάδων ευρώ (60.000 ευρώ) λόγω παροχής υπηρεσιών για την ανεύρεση στρατηγικού επενδυτή πρέπει να απορριφθεί, διότι εκείνος δεν είχε καμία συμμετοχή και οι σχετικές διαπραγματεύσεις έγιναν από τον αποκλειστικό χρηματοοικονομικό σύμβουλο V.P., κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στις προτάσεις της. Ότι περί τα τέλη Ιουνίου του έτους 2008 η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ……… Α.Ε. εισήλθε στο μετοχικό κεφάλαιο της δεύτερης από αυτές σε ποσοστό 80% μέσω αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της, με παράλληλη εξόφληση και τακτοποίηση όλων των δανειακών υποχρεώσεων της μητρικής εταιρείας και των θυγατρικών της. ότι από του μηνός Μαρτίου του έτους Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος είχε αναλάβει ο ……, που υποδείχθηκε από τις πιστώτριες τράπεζες και ότι μετά την επιτυχή έκβαση των διαπραγματεύσεων και την διάσωση του ομίλου εξέλιπε ο ρόλος των τραπεζών στον έλεγχο και την εποπτεία των οικονομικών του ομίλου και συνακόλουθα λόγοι διατήρησης του ενάγοντα στην θέση του Γενικού Οικονομικού Διευθυντή ως «επόπτη» εκ μέρους των πιστωτριών Τραπεζών, γεγονός που γνωστοποιήθηκε στον ενάγοντα. Ότι προ της ως άνω καταστάσεως η δεύτερη από αυτές – εργοδότρια προέβη εγγράφως σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, προσφέροντας ταυτόχρονα τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, που υπολογίσθηκε βάσει των αποδοχών που ελάμβανε και τα αναλογούντα επιδόματα και αποδοχές, ότι ο ενάγων αρνήθηκε την παραλαβή του εγγράφου της καταγγελίας και για το λόγο αυτό προέβη (δεύτερη εναγόμενη) σε δημόσια παρακατάθεση του προσφερόμενου για τις ανωτέρω αιτίες χρηματικού ποσού και ως εκ τούτου η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι καθόλα έγκυρη και οι αξιώσεις του για επιδίκαση μισθών υπερημερίας, άλλως συμπλήρωση της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης είναι αβάσιμες. Περαιτέρω, η πρώτη εναγόμενη ισχυρίζεται ότι από του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008, οπότε ολοκληρώθηκε η διαδικασία απόσχισης του κατασκευαστικού κλάδου, στην σύμβαση εργασίας του ενάγοντος υπεισήλθε η δεύτερη από αυτές, ως διάδοχος εργοδότης, η οποία την υποκατέστησε στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της, με αποτέλεσμα η αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατ’ αυτής και με την οποία ο ενάγων αξιώνει να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και να του επιδικασθούν μισθοί να είναι απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της. Ο σχετικός ισχυρισμός της πρώτης εναγόμενης συνιστά άρνηση της αγωγής, καθόσον ανάγεται στην παθητική νομιμοποίηση αυτής, που συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα της. Περαιτέρω, οι εναγόμενες προβάλλουν επικουρικά, για την περίπτωση παραδοχής της ουσιαστικής βασιμότητας της κρινόμενης αγωγής, ότι ο ενάγων, ο οποίος ορίσθηκε από του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2007 Γενικός Οικονομικός Διευθυντής της πρώτης από αυτές και στη συνέχεια και δη από του μηνός Μαρτίου του έτους 2008 της δεύτερης από αυτές αξιώνει για χρονικό διάστημα ενός έτους, δηλαδή μέχρι την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, μισθούς υπερημερίας συνολικά πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (500.000 ευρώ) και ότι οι σχετικές αξιώσεις του ενόψει του γεγονότος ότι τοποθετήθηκε στην ανωτέρω θέση καθ’ υπόδειξη των δανειστριών ανωνύμων τραπεζικών εταιριών, με σκοπό την διάσωση του ομίλου από την οικονομική κατάρρευση, ότι κατά το χρόνο πρόσληψης του γνώριζε αφενός το σκοπό αυτής και αφετέρου το περιορισμένο χρονικά εύρος της συνεργασίας του με τον όμιλο και ότι κατά το χρόνο έγερσης της κρινόμενης αγωγής διατηρούσε και εξακολουθεί να διατηρεί ενεργό εργασιακή σχέση, ως Οικονομικός Διευθυντής, με θυγατρικές εταιρίες του ομίλου της τραπεζικής εταιρίας ……… ΒΑΝΚ, αντίκεινται στις αρχές της καλής πίστης, των χρηστών κα του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του σχετικού δικαιώματος και πρέπει να απορριφθούν ως καταχρηστικές. Ο ανωτέρω ισχυρισμός των εναγομένων, που προβλήθηκε παραδεκτά, ελέγχεται απορριπτέος νομικά αβάσιμος, διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, αφενός δεν καταδεικνύουν αδράνεια του ενάγοντος και αφετέρου δεν είναι ικανά να δημιουργήσουν στις εναγόμενες εδραία η πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν θα κινηθεί δικαστικά σε βάρος τους για διασφάλιση των νομίμων δικαιωμάτων του και διεκδίκηση των αξιώσεων του, δοθέντος ότι η έγερση αγωγής είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος) και τα εργατικά δικαιώματα δεν είναι δεκτικά παραιτήσεως (άρθρο 672 του Α.Κ.), ώστε η ανατροπή της διαμορφωθείσης κατάστασης να συνεπάγεται ιδιαίτερα επαχθείς επιπτώσεις για αυτές, στοιχεία τα οποία άλλωστε εκείνες δεν επικαλούνται. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 του νόμου 2112/1920 και 8 παρ. 4 του νομοθετικού διατάγματος 4020/1959 συνάγεται αρχή του εργατικού δικαίου κατά την οποία είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη, κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλης εκ της εργασίας αυτού παροχής και ως εκ τούτου η δικαστική διεκδίκηση από τον ενάγοντα της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης και των δεδουλευμένων αποδοχών του δεν μπορεί να αξιολογηθεί ότι εξικνείται των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του οικείου δικαιώματος, που θέτει φραγμό στην ιδιοτελή άσκηση οιουδήποτε δικαιώματος.
Από την κατάθεση του μάρτυρος των εναγομένων ………, που εξετάσθηκε ενόρκως (άρθρο 408 παρ. 2 και 3 του Κ.Πολ.Δ.) στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, – ο ενάγων δεν εξέτασε μάρτυρα -, που περιέχεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του (άρθρο 410 του Κ.Πολ.Δ.), από τις με αριθμούς 973/07.05.2010 και 974/07.05.2010 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εναγομένης ……… και ……… ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, που ελήφθησαν νομίμως, κατ’ άρθρο 671 παρ. 1 εδ. γ΄ του Κ.Πολ.Δ., κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος, το οποίο εξετάζεται από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, καθόσον άπτεται του υποστατού του αποδεικτικού μέσου (βλ. την από 28.04.2010 κλήση και γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων και τη με αριθμό 4888Β΄/30.04.2010 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Παναγιώτας Γ. Καραγιαννίδου, στην οποία προσαρτώνται οι από 30.04.2010 απόδειξη παραλαβής από τον αρμόδιο αξιωματικό του Αστυνομικού Τμήματος Γαλατσίου του δικογράφου που θυροκολλήθηκε και βεβαίωση περί αποστολής της ταχυδρομικής ειδοποίησης, που ορίζει το άρθρου 128 παρ. 4γ΄ του Κ.Πολ.Δ. – βλ. σχετ. ΑΠ 1685/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 753/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1460/2000 ΕλλΔνη 2001.702, ΑΠ 22/1994 ΕλΔ 36.347, ΑΠ 870/1990 ΕλΔ 31.1609, ΕφΑθ 4811/2003 ΕλλΔνη 2004.223, ΕφΘεσ 75/1993 ΕλΔ 35.650), από όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω και λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους, χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, έστω και αν δεν γίνεται μνεία σε καθένα από αυτά χωριστά από αυτά και έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, ως αποδεικτικά μέσα (άρθρο 671 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), δηλαδή έγγραφα άκυρα, ανεπικύρωτα, αχρονολόγητα, ιδιωτικά ανυπόγραφα, τα οποία δεν έχουν καταρχήν, αποδεικτική) ισχύ υπέρ του εκδότη του, σύμφωνα με τα άρθρα 443 και 447 του Κ.Πολ.Δ., δεν παύουν όμως να έχουν τα τυπικά χαρακτηριστικά του εγγράφου, να είναι υποστατά ως έγγραφα, μη συνοδευόμενα από επίσημη μετάφραση (ΕφΠειρ 844/2005 ΕλλΔνη 2006.1102) και ως εκ τούτου να αποτελούν αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την έννοια που στον όρο αυτό δίνει το άρθρο 671 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., τα οποία λαμβάνονται υπόψη στην ως άνω διαδικασία των εργατικών διαφορών, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, διότι δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων (ΟλΑΠ 15/2003 ΕλλΔνη 2003.937, ΑΠ 405/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 691/207 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1563/2006, ΑΠ 2064/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1595/2005 ΝοΒ 2006.405), από τις ομολογίες των διαδίκων που διαλαμβάνονται στις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρα 261 παρ. 1 και 352 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και από όλη εν γένει την διαδικασία αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι έγγαμος, πατέρας ενός τέκνου, που γεννήθηκε την ……… και κάτοχος από του έτους ……… πτυχίου του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών – Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και από την 15.01.2001 άδειας λογιστού Α΄ τάξης. Ο ενάγων ασκεί από του έτους 1977 το επάγγελμα του οικονομολόγου – λογιστή και έχει εργασθεί κατά τα έτη 1977 έως 1984, ως Ορκωτός Λογιστής, σε πολυεθνική ελεγκτική εταιρία και κατά τα έτη 1990 – 1996, ως Οικονομικός Σύμβουλος, σε Χρηματιστηριακή Εταιρία, ενώ από την 1η Απριλίου του έτους 2002 ανέλαβε, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1ε της με αριθμό 5/204/14.11.2000 απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθήκοντα Αναπληρωτή Διευθυντή Οικονομικών υπηρεσιών και στη συνέχεια Οικονομικού Διευθυντή της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ……… Α.Ε.» (βλ. αντίγραφο του από 09.04.2002 εγγράφου της «……… Α.Ξ.Ε. και τα με αριθμούς 7167/08.07.2005 και 1732/09.03.2006 Φ.Ε.Κ. – Τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης). Η πρώτη των εναγομένων είναι ανώνυμη κατασκευαστική εταιρία, με έδρα το ……… Αττικής, κάτοχος πτυχίου ανώτατης (7ης) τάξης για τις κατηγορίες έργων οικοδομικών, οδοποιίας, Η/Μ, βιομηχανικών και ενεργειακών και από του έτους 1993, οπότε εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αθηνών και μέχρι το έτος 2005, είχε κατόπιν διαδοχικών συγχωνεύσεων, εξαγορών και απορροφήσεων άλλων τεχνικών και κατασκευαστικών εταιριών, σημαντική παρουσία στον τεχνικό – κατασκευαστικό κλάδο (βλ. τα με αριθμούς ……… και ……… Φ.Ε.Κ. – Τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης). Παρά ταύτα, η υπέρμετρη διόγκωση των δανειακών της υποχρεώσεων, ιδίως από του έτους 2002 και εφεξής σε συνδυασμό με τον περιορισμό του κύκλου των εργασιών της, είχαν σαν αποτέλεσμα να περιέλθει σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, η οποία δεν κατέστη δυνατό να αντιμετωπιστεί με εκποιήσεις των περιουσιακών της στοιχείων. Προ της ανωτέρω κατάστασης, οι δανείστριες ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες με την επωνυμία ……… ΒΑΝΚ και ……… Α.Ε., έχοντας ως σκοπό την αποτροπή της οικονομικής κατάρρευσης της πρώτης εναγόμενης και την κήρυξη αυτής σε κατάσταση πτώχευσης, έγιναν, μέσω αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, μέτοχοι αυτής με ποσοστά 9,73% και 7,65% αντίστοιχα και ανέλαβαν από του μηνός Ιουλίου του έτους 2007 τη διοίκηση της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, που μέχρι τότε ασκούνταν από τους ………, πολιτικό μηχανικό υπομηχανικό και ………, πολιτικό μηχανικό, ως Πρόεδρο – Εκτελεστικό Μέλος και Διευθύνοντα Σύμβουλο Εκτελεστικό Μέλος, αντίστοιχα (βλ. το με αριθμό ……… Φ.Ε.Κ. Τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης). Μετά την ανάληψη της διοίκησης της πρώτης εναγόμενης από τις ανωτέρω ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες αυτές αξίωσαν αφενός τον στενότερο έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης της εταιρίας και των θυγατρικών της. με τον διορισμό στη θέση του Γενικού Οικονομικού Διευθυντή προσώπου, το οποίο θα απολάμβανε της εμπιστοσύνης τους και αφετέρου την εντατικοποίηση των προσπαθειών για την ανεύρεση στρατηγικού επενδυτή, με σκοπό την σύναψη στρατηγικής συνεργασίας για τη διάσωση της εταιρίας. Συνεπεία των ανωτέρω, αποφασίσθηκε από τις διοικούσες ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες η ανάθεση των καθηκόντων του Γενικού Οικονομικού Διευθυντή της πρώτης εναγόμενης στον ενάγοντα, σε αντικατάσταση του μέχρι τότε Οικονομικού Διευθυντή, κ. ………. Ο διορισμός του ενάγοντος στη θέση του Γενικού Οικονομικού Διευθυντή της πρώτης εναγόμενης και του ……… στη θέση του Αναπληρωτή Οικονομικού Διευθυντή της εταιρίας, για την περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του ενάγοντος, εγκρίθηκε με το με αριθμό 3067 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής (εταιρίας), το οποίο συνήλθε σε σώμα την 26η Σεπτεμβρίου του έτους 2009, αφού προηγήθηκε η υποβολή της παραίτησης του ………, που έγινε δεκτή ομόφωνα και η πρόσληψη του (ενάγοντος) γνωστοποιήθηκε, βάσει των διατάξεων των άρθρων 10 του νόμου 3340/2005, 2 της με αριθμό ……… της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και ……… του Κανονισμού του Χρηματιστηρίου Αξιών, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και αναγγέλθηκε την 15η Νοεμβρίου του έτους ……… σύμφωνα με τα οριζόμενα στα νομοθετικά διατάγματα 2656/1953 και 763/1970 στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού Αμαρουσίου (βλ. αντίγραφα της από 26.09.2007 γνωστοποίησης διορισμού Οικονομικού Διευθυντή και της από 15.11.2007 αναγγελίας πρόσληψης του ενάγοντος). Επίσης, με το ανωτέρω πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης ορίσθηκε ότι τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες του Γενικού Οικονομικού Διευθυντή είναι τα αναφερόμενα στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας της πρώτης εναγόμενης, σύμφωνα με το άρθρο 6 του νόμου 3016/2002 περί εταιρικής διακυβέρνησης και ότι στις ανωτέρω αρμοδιότητες του περιλαμβάνονται ενδεικτικά και όχι περιοριστικά οι κάτωθι: α) ο έλεγχος ορθής σύνταξης και η υποβολή προς έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο των οικονομικών καταστάσεων (ισολογισμός, αποτελέσματα, έκθεση διαχειρίσεως), η εισήγηση για τη μερισματική πολιτική και τον ετήσιο προϋπολογισμό δαπανών και η συνυπογραφή των δημοσιευόμενων οικονομικών καταστάσεων και στοιχείων της εταιρίας, β) οι προτάσεις για ουσιαστικές μεταβολές στην επενδυτική πολιτική και διάρθρωση του χαρτοφυλακίου των μετοχών που διαχειρίζεται η εταιρία, γ) η εκπροσώπηση της εταιρίας στις συναλλαγές της προς τις Χρηματιστηριακές Αρχές, η υπογραφή της σχετικής αλληλογραφίας και η διαχείριση του συστήματος ΕΡΜΗΣ μέσω του οποίου διαβιβάζονται οι εταιρικές ανακοινώσεις στο Χρηματιστήριο Αξιών, δ) ο σχεδιασμός και σύνταξη του μηνιαίου, εξαμηνιαίου και ετήσιου οικονομικού προγραμματισμού της εταιρίας και η έγκριση ή η τυχόν αναμόρφωση των ανωτέρω από κοινού με τους Διευθύνοντες Συμβούλους, ε) η υπογραφή κάθε εγγράφου και η διενέργεια κάθε πράξεως απαραίτητης για την διεκπεραίωση των καθημερινών διαχειριστικών αναγκών της εταιρίας, όπως ενδεικτικά, η υπογραφή των εντολών πληρωμής, η κίνηση του ταμείου κλπ., εντός και εκτός του εγκεκριμένου οικονομικού προγραμματισμού, στ) η σύνταξη του μηνιαίου, εξαμηνιαίου και ετήσιου οικονομικού απολογισμού της εταιρίας, ζ) η κατάρτιση του πίνακα ταμειακών ροών της επιχείρησης καθώς και η εποπτεία και ο έλεγχος υλοποίησης τους, η) το άνοιγμα λογαριασμών της εταιρίας σε τράπεζες, η κίνηση των οποίων θα καθορίζεται κατά περίπτωση με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, θ) η έγκριση ανάληψης χρημάτων, χρηματογράφων, μερισματαποδείξεων και τοκομεριδίων, η είσπραξης χρημάτων από Τράπεζες, το Δημόσιο, νομικά πρόσωπα Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου του εσωτερικού ή του εξωτερικού, την Τράπεζα της Ελλάδος και ιδιώτες εν γένει αυτοπροσώπως ή μέσω τρίτου προσώπου εξουσιοδοτημένου με απλή επιστολή, ι) η έγκριση για την έκδοση, αποδοχή, οπισθογράφηση και εξόφληση συναλλαγματικών, γραμματίων εις διαταγή και επιταγών, ια) η έγκριση για τη σύναψη με τράπεζες συμβάσεων για το άνοιγμα ενέγγυων πιστώσεων, την έκδοση εγγυητικών επιστολών υπέρ της εταιρίας ή υπέρ οποιουδήποτε τρίτου νομικού ή φυσικού προσώπου και προς οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, χορήγηση δανείων προς την εταιρεία, πιστώσεων και η χρήση αυτών, είτε με επιταγές, είτε με εντολές είτε με αποδείξεις λήψης χρημάτων, καθώς και η έγκριση παροχής εμπράγματης ασφάλειας προς εξασφάλιση απαιτήσεων κατά της εταιρίας επί κινητών ή ακινήτων, δηλαδή ενέχυρο πάσης φύσεως, υποθήκη και προσημείωση, η παροχή εγγυήσεων εκ μέρους και για λογαριασμό της εταιρείας υπέρ οποιουδήποτε τρίτου νομικού ή φυσικού προσώπου και προς οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο εφ’ όσον αυτό είναι αναγκαίο για την ευόδωση του εταιρικού σκοπού, η παραλαβή όλων όσα έχουν δοθεί ως ενέχυρο και η χορήγηση απαλλαγών από εγγυητικές επιστολές, ιβ) η έγκριση σύναψης συμβάσεων προμήθειας πρώτων υλών, μηχανημάτων, εξαρτημάτων εργαλείων και ανταλλακτικών με το Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου του εσωτερικού ή εξωτερικού και παντός φυσικού προσώπου, ιγ) η έγκριση έκδοσης τιμολογίων παροχής υπηρεσιών και πωλήσεων προϊόντων της εταιρίας αυτοπροσώπως ή μέσω υπαλλήλου εξουσιοδοτημένου και με απλή επιστολή και ιδ) η έγκριση των πάσης φύσεως οικονομικών συναλλαγών της εταιρίας περιλαμβανομένων εντολών που αφορούν τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου της. Περαιτέρω, με το προαναφερόμενο πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης ρητά συμφωνήθηκε ότι οι ανωτέρω εγκριτικές αρμοδιότητες του Οικονομικού Διευθυντή αφορούν και τις θυγατρικές εταιρίες και κοινοπραξίες, η οικονομική διαχείριση των οποίων ελέγχεται από αυτή, ο σχετικός, δε, όρος είχε τεθεί στο πρακτικό που καταρτίσθηκε από τις διοικούσες τραπεζικές εταιρίες κατά το διαπραγματευτικό στάδιο αναφορικά με τις αρμοδιότητες του ενάγοντος ως νέου Γενικού Οικονομικού Διευθυντή, ώστε να διασφαλισθεί ο επιδιωκόμενος έλεγχος και εποπτεία του συνόλου των οικονομικών συναλλαγών της πρώτης εναγόμενης (βλ. αντίγραφο του με αριθμό 3067/26.09.2007 πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης και του από 25.09.2007 ηλεκτρονικού μηνύματος). Από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης καταρτίστηκε την 26η Σεπτεμβρίου του έτους 2007. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι απασχολήθηκε στην πρώτη εναγόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, με την ιδιότητα του οικονομικού συμβούλου σε προγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένα από την 12.02.2007 έως την 30.06.2007 και ότι από την 1η Ιουλίου του έτους 2007 επήλθε μεταβολή των όρων εργασίας του και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Η σχετική κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται αφενός από την επισκόπηση του με αριθμό 3068 πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης, το οποίο κατά τη συνεδρίαση της 27ης Σεπτεμβρίου του έτους 2007, εξουσιοδότησε τον ενάγοντα, ως έχοντα την ιδιότητα του Γενικού Οικονομικού Διευθυντή, να προβεί σε άνοιγμα λογαριασμού όψεως στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία ……… ΒΑΝΚ – Κατάστημα Ψυχικού, με σκοπό τη διευκόλυνση των επιχειρηματικών πράξεων της εταιρίας και αφετέρου από τις καταθέσεις των μαρτύρων της εναγομένης, οι οποίοι έχουν άμεση και ιδία αντίληψη, διότι προσέφεραν την εργασία τους στις εναγόμενες – εταιρίες κατά το χρόνο πρόσληψης του ενάγοντος και ανέφεραν με σαφήνεια ότι η εταιρία μετά από μια περίοδο δέκα περίπου ετών οικονομικής ανάπτυξης, με εξαγορές άλλων μεγάλων ομοειδών εταιριών, ανάληψη μεγάλων τεχνικών έργων στο εσωτερικό και εξωτερικό και επέκτασης του χαρτοφυλακίου της και σε άλλους τομείς, εισήλθε από το έτος 2002 σε κατάσταση ύφεσης και διόγκωσης των δανειακών της υποχρεώσεων, ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά κατά το έτος 2006 και ότι έτος 2007 οι δανειακές υποχρεώσεις της εταιρίας είχαν ανέλθει συνολικά στο ποσό των τριακοσίων (300) εκατομμυρίων ευρώ περίπου, ότι οι πιστώτριες Τράπεζες και συγκεκριμένα η ……… ΒΑΝΚ και η ……… ανέλαβαν από το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2006 την παρακολούθηση των οικονομικών της εταιρίας, υποχρεώνοντας αυτή να συνεργασθεί με τον κ. Γεράσιμο Δρακάτο, οικονομικό σύμβουλο επαγγελματία της εμπιστοσύνης τους, ότι από της αρχές του έτους 2007, επειδή επιθυμούσαν τον στενότερο έλεγχο, ενημέρωσαν την διοίκηση της εταιρίας, ότι θέλουν να έρθει σε αυτή άτομο της εμπιστοσύνης τους, ο οποίος στην αρχή και μέχρι να ενημερωθεί θα επόπτευε και θα τις ενημέρωνε για τις κινήσεις της εταιρίας, ότι περί τον Φεβρουάριο του έτους 2007 ήρθε στην εταιρία ο ενάγων, ο οποίος δεν εντάχθηκε στην μισθοδοσία της εταιρίας, διότι δεν είχε καμία επίσημη θέση και δεν είχε καθημερινή παρουσία στην εταιρία, αλλά απλώς εκπροσωπούσε τις δανείστριες τράπεζες και ότι μετά την απόκτηση μετοχικής συμμετοχής από τις ανωτέρω πιστώτριες τράπεζες αυτές αξίωσαν την ανάθεση της οικονομικής διεύθυνσης στον ενάγοντα. Εξάλλου, από την επισκόπηση των από 24.09.2007 και 25.09.2007 ηλεκτρονικών μηνυμάτων περί διορισμού του ενάγοντος στη θέση του Οικονομικού Διευθυντή της πρώτης εναγόμενης και περί των ειδικότερων αρμοδιοτήτων του, μεταξύ της εργοδότριας και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ……… ΒΑΝΚ, που αξίωσε το διορισμό του, τα οποία απευθύνονταν και στον ίδιο τον ενάγοντα προς γνώση του, προκύπτει με σαφήνεια ότι δεν του είχαν ανατεθεί τα ανωτέρω καθήκοντα σε προγενέστερο της προσλήψεως του χρόνο. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου περί του χρόνου προσλήψεως του ενάγοντος δεν αναιρείται από την υπογραφή αυτού επί των ισολογισμών των εναγομένων που αφορούν την οικονομική χρήση του έτους 2007, διότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, είναι σαφές ότι από της αναλήψεως των καθηκόντων του τέθηκε υπόψη του το σύνολο των οικονομικών στοιχείων της επιχείρησης για το έτος 2007, προκειμένου να ελεγχθούν και στη συνέχεια να συνταχθούν οι ετήσιοι ισολογισμοί, ούτε από την επισκόπηση του από 09.04.2008 πίνακα προσωπικού της δεύτερης εναγόμενης, που κατατέθηκε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 14708 και στην οποία αναγράφονται, μεταξύ άλλων, ως ημερομηνία πρόσληψης του ενάγοντος η 15.11.2007 και ως ημερομηνία αναγγελίας αυτής η 22.11.2007, διότι η υποχρέωση αναγγελίας πρόσληψης βαρύνει τον εργοδότη, ο οποίος οφείλει να προβεί σε αυτή εντός οκτώ (8) ημερών προς αποφυγή των προβλεπόμενων κυρώσεων (άρθρο 5 παρ. 4 του νομοθετικού διατάγματος 2656/1953) και δεν αποκλείει την σύναψη σύμβασης εργασίας σε προγενέστερο χρόνο. Περαιτέρω, από το προσκομιζόμενο με ημερομηνία 2 Νοεμβρίου του έτους 2007 έγγραφο, που υπογράφεται από τον ενάγοντα και από τους ……… και ………, Διευθύνοντες Συμβούλους της πρώτης εναγόμενης, η γνησιότητα της υπογραφής των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, προκύπτει ότι ως προς το ύψος των αποδοχών του ενάγοντος συμφωνήθηκε οι καθαρές ετήσιες αποδοχές του να ανέρχονται στο ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000 ευρώ). Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι το περιεχόμενο του σχετικού εγγράφου είναι δυσνόητο και συνακόλουθα ασαφές και δεν απηχεί τη δικαιοπρακτική βούληση τους πρέπει να απορριφθεί, διότι από την ανάγνωση αυτού προκύπτει με σαφήνεια ότι αφορά στην ετήσια μισθοδοσία του ενάγοντος και στο ύψος των καθαρών καταβαλλόμενων αποδοχών του. Αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου δεν μπορεί να σχηματισθεί από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος και την κατάσταση αμοιβών του προσωπικού της εναγομένης, οι οποίες ως προς το γεγονός της καταβολής συνιστούν εξώδικη ομολογία και εκτιμώνται ελεύθερα (ΑΠ 689/2003 ΝοΒ 52.45, ΕφΠειρ 9/2005 ΕλλΔνη 2005.548), ούτε από τις καταθέσεις των μαρτύρων της εναγομένης και από τις οικονομικές συμφωνίες των εναγομένων ως προς το ύψος των αποδοχών άλλων στελεχών του απασχολούμενου προσωπικού τους, ως προκύπτουν από τις προσκομιζόμενες συμβάσεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, που δεν ασκούν έννομη επιρροή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η ανταπόδειξη κατά του περιεχομένου εγγράφου με εμμάρτυρη απόδειξη ή με τη συναγωγή τεκμηρίων (Κεραμέας Κονδύλης Νίκας, «Ερμηνεία ΚΠολΔ», έκδοση 2000, τόμος 1, άρθρο 445, αριθμός 6, σελ. 802). Επίσης, το γεγονός της ανεπιφύλακτης είσπραξης από τον ενάγοντα των ποσών που αναγράφονται στις προαναφερόμενες αποδείξεις πληρωμής, δεν συνιστά έγκυρη σιωπηρή δήλωση άφεσης χρέους από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτατα όρια προστασίας και δεν ασκεί έννομη επιρροή (ΑΠ 927/1997 ΔΕΝ 55.854, ΑΠ 1074/1983 ΔΕΝ 40.66, ΕφΑθ 982/1992 ΕλλΔνη 1993.142). Επομένως, ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος συμφωνήθηκαν στο ύψος των αποδοχών του προκατόχου του, ήτοι στο ποσό των επτά χιλιάδων ογδόντα ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (7.080,39 ευρώ) μέχρι το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2008 και εφεξής στο ποσό των επτά χιλιάδων εκατόν εξήντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (7.164,92 ευρώ) δεν κρίνεται βάσιμος. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι μετά την ανάληψη καθηκόντων Γενικού Οικονομικού Διευθυντή) από τον ενάγοντα και στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την ανεύρεση στρατηγικού επενδυτή αποφασίσθηκε, στο πλαίσιο της προσπάθειας οικονομικής ανάκαμψης της πρώτης εναγόμενης, η απόσχιση του κατασκευαστικού κλάδου αυτής και η δημιουργία νέας εταιρίας. Συνεπεία τούτου, με την με αριθμό 3321/21.02.2008 σύμβαση, που συντάχθηκε και υπογράφηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αναστασίας Ρόντου – Μονδέλου, μεταξύ των ……… ενεργούντος υπό την ιδιότητα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης και του ………, Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «………», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, αποφασίσθηκε η απόσχιση και εισφορά του κατασκευαστικού κλάδου της πρώτης εναγόμενης – εισφέρουσας εταιρίας, ο οποίος συνιστά από τεχνικοοικονομική) και οργανωτική άποψη αυτόνομη εκμετάλλευση κατασκευής δημοσίων και ιδιωτικών έργων και η αναδοχή και απορρόφηση αυτού από την ανωτέρω αντισυμβαλλόμενη εταιρία με τον διακριτικό τίτλο «………», κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 – 5 του νόμου 2166/1993 και την ισχύουσα νομοθεσία περί ανωνύμων εταιριών. Η σύμβαση απόσχισης του κατασκευαστικού κλάδου της πρώτης εναγόμενης εγκρίθηκε με τη με αριθμό ……… απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, η οποία καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών την 15.02.2008 και δημοσιεύθηκε στο με αριθμό ……… Φ.Ε.Κ. – Τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης, έκτοτε δε η απορροφώσα εταιρία υποκαταστάθηκε αυτοδικαίως, εκ του νόμου, στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της εισφέρουσας εταιρίας που αφορούσαν τον εισφερόμενο κλάδο καθώς επίσης και σε όλες τις σχετιζόμενες με δραστηριότητες του εισφερόμενου κατασκευαστικού κλάδου έννομες σχέσεις της εισφέρουσας εταιρίας με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, ημεδαπό ή αλλοδαπό, με οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική, κοινοτική ή άλλη αρχή και υπηρεσία και σε όλες τις πιστωτικές, μισθωτικές ή οποιεσδήποτε άλλες συμβάσεις με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, ή οργανισμό, ή οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής και σε όλες, γενικά, τις πάσης φύσεως συμβάσεις με κάθε τρίτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, ή με οργανισμό ή με το Ελληνικό Δημόσιο, ή με οποιοδήποτε άλλο Κράτος και, εν γένει, με κάθε αντισυμβαλλόμενο (βλ. αντίγραφο της με αριθμό 3321/2008 συμβολαιογραφικής πράξης απόσχισης και εισφοράς – απορρόφησης της συμβολαιογράφου Αθηνών Αναστασίας Ρόντου – Μονδέλου). Η απόσχιση του κατασκευαστικού κλάδου της πρώτης εναγόμενης και η απορρόφηση αυτού από την δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……… ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «……… ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.». πρώην «………» γνωστοποιήθηκε με αριθμό ΦΙ02/233/14.03.2008 έγγραφο της δεύτερης εναγόμενης στην Επιθεώρηση Εργασίας – Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Νέας Ιωνίας την 14η Μαρτίου του έτους 2008, στο σχετικό, δε, έγγραφο η πρώτη εναγόμενη δήλωσε ότι θα μεταφέρει σταδιακά μέρος του προσωπικού της στην δεύτερη από αυτές και ότι η τελευταία, ως καθολικός διάδοχος του κατασκευαστικού κλάδου, αναγνωρίζει και αναλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που προκύπτουν από την προηγούμενη εργασιακή σχέση του εν λόγω προσωπικού στην προηγούμενη εργοδότρια (βλ. αντίγραφο του με αριθμό Φ102/233/14.03.2008 εγγράφου της δεύτερης εναγόμενης και την με αριθμό πρωτοκόλλου 1219/14.03.2008 θεώρηση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι οι διαπραγματεύσεις για την ανεύρεση στρατηγικού επενδυτή με σκοπό την υποστήριξη της τρέχουσας λειτουργίας της πρώτης εναγόμενης, την χρηματοδότηση και την ανάπτυξη των εργασιών αυτής, οι οποίες ξεκίνησαν από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2007 με τις εταιρίες με την επωνυμία “……… CONSTRUCTION LIMITED”, που εδρεύει στο ……… και νομικά πρόσωπα που σχετίζονταν άμεσα ή έμμεσα με αυτή και με την ανώνυμη εταιρία «……… Α.Ε.», συμφερόντων του ………, ευοδώθηκαν το Μάιο του έτους 2008, με την σύναψη συμφωνίας συνεργασίας με την τελευταία. Η διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση συμφωνίας συνεργασίας, η οποία μπορούσε να περιλαμβάνει, είτε την είσοδο στρατηγικού επενδυτή στο μετοχικό κεφάλαιο των εναγομένων εταιριών ή κάθε άλλη ισοδύναμη συναλλαγή, είτε την αγορά μετοχών από τον στρατηγικό επενδυτή μέσω του Χρηματιστηρίου Αθηνών, είτε την χρηματοδότηση των εναγομένων από τον στρατηγικό επενδυτή μέσω δανείου, μετατρέψιμου ή μη σε μετοχές ή μέσω εκδόσεως εγγυητικών επιστολών ή μέσω κάθε άλλης μορφής πιστώσεως, προκαταβολής ή εγγυήσεως, διεξήχθησαν από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……… Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Βασιλίσσης Σοφίας, αριθμός 65 και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής ………, δυνάμει των από 23 Ιουλίου του έτους 2007 και από 07 Μαΐου του έτους 2008 συμβάσεων παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών μεταξύ της πρώτης εναγόμενης και της ανωτέρω ανώνυμης εταιρίας – συμβούλου και αμφοτέρων των εναγομένων και της προαναφερόμενης ανώνυμης εταιρίας αντίστοιχα σε συνεργασία με αρμόδιους εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους των εναγομένων. Ειδικότερα, από πλευράς της συμβούλου εταιρίας ο χειρισμός του θέματος σύναψης συμφωνίας συνεργασίας διενεργήθηκε από Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής σε συνεργασία με τον ………, εξωτερικό συνεργάτη και από πλευράς των εναγομένων οι διαπραγματεύσεις, οι επιχειρησιακές και οικονομικές αποφάσεις και ο συνολικός χειρισμός του θέματος διεξήχθησαν προς την με την επωνυμία “……… CONSTRUCTION LIMITED”, από τους ………, Διευθύνοντα Σύμβουλο της πρώτης εναγόμενης και ………, Δικηγόρο και προς την ανώνυμη εταιρία «……… Α.Ε.» από τους ……… και ………, ενώ από την επισκόπηση της από 05.05.2010 επιστολής της συμβούλου εταιρίας προκύπτει ότι στις ανωτέρω ομάδες εργασίας, που είχαν την συνολική και αποκλειστική ευθύνη για τις διαπραγματεύσεις και την κατάρτιση της σύμβασης συνεργασίας δεν υπήρξε συμμετοχή άλλων στελεχών των εναγομένων εταιριών ή εξωτερικών συνεργατών αυτών (βλ. την από 05.05.2010 επιστολή της «……… Α.Ε.»). Επομένως, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι μετά την πρόσληψη του στην θέση του Γενικού Οικονομικού Διευθυντή της πρώτης εναγόμενης ανατέθηκαν σε εκείνον, παράλληλα με τις προαναφερόμενες αρμοδιότητες του, η ανεύρεση στρατηγικού επενδυτή και η σύναψη της σχετικής συμφωνίας, ότι συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώρα πριν από την κατάρτιση της συμφωνίας την ανώνυμη εταιρία «……… Α.Ε.» και ότι είχε συμφωνηθεί με την πρώτη εναγόμενη να του καταβληθεί σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας, ως πρόσθετη αμοιβή το ποσό των εξήντα χιλιάδων ευρώ (60.000 ευρώ), με σκοπό την επιβράβευση της προσπάθειας του, δεν επιρρωνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και πρέπει να απορριφθεί. Συνακόλουθα, η αγωγική αξίωση για καταβολή του ποσού των εξήντα χιλιάδων ευρώ (60.000 ευρώ) για την ανωτέρου αιτία ελέγχεται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι μετά την σύναψη συμφωνίας συνεργασίας με την ανώνυμη εταιρία «……… Α.Ε.», η τελευταία εισήλθε στο μετοχικό κεφάλαιο της δεύτερης εναγόμενης σε ποσοστό 80% και προέβη σε εξόφληση των υποχρεώσεων των εναγομένων έναντι των δανειστών της. Ακολούθως, ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής ενημέρωσε τη διοίκηση της δεύτερης εναγόμενης ότι η παροχή των προσφερόμενων υπηρεσιών του ενάγοντος δεν ήταν εφεξής αναγκαία και η δεύτερη εναγόμενη – εργοδότρια του ενάγοντος προέβη την 2α Ιουλίου του έτους 2008 σε έγγραφη και καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, προσφέροντας ταυτόχρονα τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, το ποσό της οποίας υπολογίσθηκε βάσει του χρόνου υπηρεσίας του ενάγοντος και των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του πριν από την λύση της σύμβασης, ποσού έντεκα χιλιάδων τριακοσίων τριάντα επτά ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (1 1.337,93 ευρώ), σε είκοσι επτά χιλιάδες οκτακόσια εξήντα οκτώ ευρώ και εξήντα τρία λεπτά (27.868,63 ευρώ). Ο ενάγων, ο οποίος είχε ενημερωθεί για την επικείμενη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, ως προκύπτει και από το με ημερομηνία 30.06.2008 έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο δεν εγκρίθηκε η λήψη μέρους της ετήσιας άδειας του, δηλαδή από την 01.07.2008 έως την 10.07.2008 λόγω της ανωτέρω ενημέρωσης του, αρνήθηκε να παραλάβει το έγγραφο της καταγγελίας και για το λόγο αυτό η δευτέρα των εναγομένων προέβη αυθημερόν σε κοινοποίηση του σχετικού εγγράφου, της από 02.07.2008 εξώδικης δήλωσης – καταγγελίας σύμβασης εργασίας και προσφοράς χρημάτων, με την οποία του γνωστοποιούσε την διακοπή της συνεργασίας τους και του πρόσφερε το ποσό των σαράντα εννέα χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα τριών ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (49.463,94 ευρώ), ήτοι αναλυτικά: α) ποσό είκοσι επτά χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (27.868,63 ευρώ) για αποζημίωση απόλυσης, β) ποσό επτά χιλιάδων διακοσίων έντεκα ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (7.211,29 ευρώ) για αποδοχές του μηνός Μαΐου του έτους 2008, γ) ποσό επτά χιλιάδων διακοσίων δώδεκα ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (7.212,78 ευρώ) για αποδοχές του μηνός Ιουνίου του έτους 2008, δ) ποσό εξακοσίων είκοσι τριών ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (623,74 ευρώ) για αποδοχές του μηνός Ιουλίου του έτους 2008, ε) ποσό τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι τριών ευρώ και δέκα οκτώ λεπτών (4.423,18 ευρώ) και στ) ποσό τριών χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και πέντε λεπτών (3.698,05 ευρώ) για επίδομα αδείας του έτους 2008, δηλώνοντας ότι σε περίπτωση άρνησης είσπραξης του θα προβεί σε δημόσια παρακατάθεση αυτού και ότι το γραμμάτιο συστάσεως παρακαταθήκης θα βρίσκεται στα γραφεία της εταιρίας και των σχετικών αποδείξεων πληρωμής (εκκαθάρισης), με δικαστικό επιμελητή στην οικία του (βλ. αντίγραφα του από 02.07.2008 εγγράφου καταγγελίας σύμβασης εργασίας, της από 02.07.2008 εξώδικης δήλωσης – καταγγελίας σύμβασης εργασίας και προσφοράς χρημάτων και της με αριθμό 866Γ΄/02.07.2008 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ταρσίτσας Μάλλιου – Δημητρούκα, στην οποία προσαρτώνται η από 02.07.2008 απόδειξη παραλαβής από τον αρμόδιο αξιωματικό του Αστυνομικού Τμήματος Γαλατσίου του δικογράφου που θυροκολλήθηκε και βεβαίωση περί αποστολής της ταχυδρομικής ειδοποίησης στον ενάγοντα). Κατά το χρόνο της επίδοσης των προαναφερόμενων εγγράφων ο ενάγων δεν βρισκόταν στην οικία του και για το λόγο αυτό η δεύτερη εναγόμενη προέβη σε δημόσια παρακατάθεση του ανωτέρω προσφερθέντος ποσού, το δε με αριθμό 593274 γραμμάτιο συστάσεως παρακαταθήκης παρέλαβε ο ενάγων δι’ αντιπροσώπου εξουσιοδοτημένου προς τούτου την 6η Αυγούστου του έτους 2008 (βλ. αντίγραφα του με αριθμό 593274 γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και της από 06.08.2008 απόδειξης παραλαβής). Περαιτέρω, από τα ανωτέρω στοιχεία αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη, η οποία από της ολοκλήρωσης της διαδικασίας απορρόφησης υπεισήλθε εκ του νόμου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, στην σύμβαση εργασίας του ενάγοντος ως εργοδότρια, είχε το δικαίωμα να προβεί στην καταγγελία αυτής, τηρώντας τις νόμιμες διατυπώσεις. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος έλαβε χώρα, κατά τα προεκτεθέντα, εγγράφως και προσφέρθηκε σε αυτόν η αποζημίωση απόλυσης. Το ποσό αποζημίωσης που δικαιούνταν ο ενάγων ανέρχεται σε είκοσι χιλιάδες τριακόσια ευρώ (20.300 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (17.400 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος + 1/6 αναλογία επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας εκ 2.900 ευρώ = 20.300 ευρώ x 1 μηνιαίος μισθός, που αντιστοιχεί σε 2 μήνες έως 1 έτος απασχόλησης [βλ. σχετ. Λαναράς Κωνσταντίνος, «Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική», έκδοση 2009, σελ. 121] = 20.300 ευρώ). Παρά ταύτα, η δευτέρα των εναγομένων προσέφερε σε εκείνον για αποζημίωση απόλυσης το ποσό είκοσι επτά χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (27.868,63 ευρώ), το οποίο παρακατατέθηκε. σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν αναλυτικά ανωτέρω και εισπράχθηκε από τον ενάγοντα την 6η Αυγούστου του έτους 2008. Συνακόλουθα, η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος είναι έγκυρη, διότι τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις και το ποσό της αποζημίωσης απόλυσης που προσφέρθηκε στον ενάγοντα και εισπράχθηκε από αυτόν δεν υπολείπονταν του χρηματικού ποσού που δικαιούνταν βάσει των τακτικών καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών του τον τελευταίο μήνα πριν από τη λύση της σύμβασης εργασίας του και του χρόνου προϋπηρεσίας του σε αμφότερες τις εναγόμενες. Επομένως, το αγωγικό αίτημα να αναγνωρισθεί η ακυρότητα, της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες στην καταβολή μισθών υπερημερίας, λόγω της άρνησης τους να αποδεχθούν τις νομίμως και προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του. ποσού διακοσίων εξήντα μία χιλιάδων ευρώ (261.000 ευρώ) και διακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (225.000 ευρώ) αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθεί ως προς την δεύτερη εναγόμενη – εργοδότρια του ενάγοντος κατά το χρόνο της καταγγελίας ως ουσιαστικά αβάσιμο και ως προς την πρώτη εναγόμενη ως απαράδεκτο ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της στην διεξαγωγή της παρούσας δίκης, διότι από του μηνός Μαρτίου του έτους 2008, οπότε ολοκληρώθηκε η διαδικασία απόσχισης του κατασκευαστικού κλάδου αυτής και συστάθηκε η δεύτερη εναγόμενη, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος υπεισήλθε ως εργοδότρια η τελευταία, η οποία υποκαταστάθηκε στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέρρεαν από αυτή, κατά παραδοχή των σχετικών ισχυρισμών τω εναγομένων ως βάσιμων κατ’ ουσίαν. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι από του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008 του ανατέθηκαν, με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθήκοντα Οικονομικού Διευθυντή της δεύτερης εναγόμενης, με νέα πρόσθετα καθήκοντα την κατάρτιση και υποβολή προς έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο των οικονομικών καταστάσεων, το σχεδιασμό και τη σύνταξη του οικονομικού προγραμματισμού της εταιρίας, τον έλεγχο των πάσης φύσεως λογαριασμών της εταιρίας και των απαιτήσεων εκ των λογαριασμών αυτών, τον έλεγχο και την είσπραξη των απαιτήσεων, την υπογραφή εγγράφων και την διενέργεια των καθημερινών διαχειριστικών αναγκών της εταιρίας και η κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών αυτής δεν αποδείχθηκε και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ομοίως απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο είναι και το επικουρικό αίτημα της αγωγής περί συμπλήρωσης της αποζημίωσης απόλυσης ως προς την δεύτερη εναγόμενη, διότι το ποσό που εισπράχθηκε από τον ενάγοντα δεν υπολείπονταν του νομίμου και ως προς την πρώτη εναγόμενη, διότι δεν ήταν υπόχρεη στην καταβολή του, αφού δεν έφερε την ιδιότητα του εργοδοτικού φορέα του ενάγοντος. Εν προκειμένω πρέπει να αναφερθεί ότι η αξίωση του ενάγοντος για την επιδίκαση μισθών υπερημερίας, άλλως συμπλήρωσης της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης ασκείται παραδεκτά, εντός της τρίμηνης και εξάμηνης αντίστοιχα αποσβεστικής προθεσμίας που τάσσει η διάταξη του άρθρου 6 εδ. β΄ του νόμου 3198/1955, διότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας έλαβε χώρα την 02.07.2008 και η υπό κρίση αγωγή, ασκήθηκε νομότυπα, κατ’ άρθρο του 215 του ΚΠολΔ, με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, την 25η Σεπτεμβρίου του έτους 2009 και επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου αυτής στις εναγόμενες την 29η Σεπτεμβρίου του έτους 2009 (βλ. τις με αριθμούς 6442/29.09.2009 και 6443/29.09.2009 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Χαράλαμπου Ν. Βασιλόπουλου). Επίσης, το αίτημα της εναγομένης να προσκομισθούν από τον ενάγοντα αντίγραφα της φορολογικής δήλωσης του ενάγοντος για το οικονομικό έτος 2009, του εκκαθαριστικού σημειώματος αποδοχών του για το έτος 2008 και του ατομικού ασφαλιστικού μητρώου και λογαριασμού, ώστε να αποδειχθεί η απασχόληση του σε άλλο εργοδότη κατά το χρονικό διάστημα για το οποίο αξιώνει μισθούς υπερημερίας προβάλλεται αλυσιτελώς αφενός λόγω της απόρριψης της σχετικής αγωγικής αξίωσης και αφετέρου, διότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο δεν αναπτύχθηκε προφορικά και δεν καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης ένσταση περί συνυπολογισμού των αλλαχού κερδηθέντων, κατ’ άρθρο 656 εδ. β΄ του ΑΚ (ΑΠ 698/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 752/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ο ενάγων άσκησε σε εκτέλεση της συναφθείσης σύμβασης εργασίας τα καθήκοντα του με συνέπεια, ευσυνειδησία και υπευθυνότητα, ενεργώντας με γνώμονα την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των εναγομένων και την διασφάλιση της βιωσιμότητας τους. Παρά ταύτα, οι εναγόμενες υπήρξαν ασυνεπείς στην εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων, διότι οι αποδοχές που του κατέβαλαν μηνιαίως υπολείπονταν αυτών που είχαν συμφωνηθεί. Συνεπεία των ανωτέρω, αμφότερες οι εναγόμενες οφείλουν στον ενάγοντα, κατ’ άρθρα 4 παρ. 1 εδ. β΄ του προεδρικού διατάγματος 178/2002, 480 του ΑΚ και 29 του ΕισΝΑΚ, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008 το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και οκτώ λεπτών (3.549,08 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές μηνιαίες αποδοχές – 7.164,92 ευρώ που καταβλήθηκε [βλ. αντίγραφο απόδειξης πληρωμής περιόδου Φεβρουαρίου του έτους 2008] = 3.549,08 ευρώ). Οι αξιώσεις του ενάγοντος να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη σε καταβολή διαφορών δεδουλευμένων αποδοχών για τους μήνες Μάρτιο έως και Ιούνιο του έτους 2008 καθώς επίσης και διαφορών επιδομάτων εορτών Πάσχα και αδείας του έτους 2008 πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της, αφού από του μηνός Μαρτίου του έτους 2008 και εφεξής είχε υπεισέλθει στην σύμβαση εργασίας του, ως εργοδότρια, η δεύτερη εναγόμενη. Επίσης, η δεύτερη εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του χρονικού διαστήματος από την 01.03.2008 έως την 02.07.2008 τα κάτωθι ποσά: α) για το μήνα Μάρτιο του έτους 2008 το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και οκτώ λεπτών (3.549,08 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές μηνιαίες αποδοχές – 7.164,92 ευρώ που καταβλήθηκε [βλ. αντίγραφο απόδειξης πληρωμής περιόδου Μαρτίου του έτους 2008] 3.549,08 ευρώ), β) για το μήνα Απρίλιο του έτους 2008 το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και οκτώ λεπτών (3.549,08 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές μηνιαίες αποδοχές – 7.164,92 ευρώ που καταβλήθηκε [βλ. αντίγραφο απόδειξης πληρωμής περιόδου Απριλίου του έτους 2008] = 3.549,08 ευρώ), γ) για το μήνα Μάιο του έτους 2008 το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων δύο ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (3.502,71 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές μηνιαίες αποδοχές – 7.211,29 ευρώ που καταβλήθηκε [βλ. αντίγραφο απόδειξης πληρωμής περιόδου Μαΐου του έτους 2008] = 3.502,71 ευρώ), δ) για το μήνα Ιούνιο του έτους 2008 το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων ενός ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (3.501,22 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές μηνιαίες αποδοχές – 7.212,78 ευρώ που καταβλήθηκε [βλ. αντίγραφο απόδειξης πληρωμής περιόδου Ιουνίου του έτους 2008] = 3.501,22 ευρώ), ε) για το μήνα Ιούλιο του έτους 2008 το ποσό των διακοσίων τριάντα τριών ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές μηνιαίες αποδοχές: 25 – 248,56 ευρώ ημερομίσθιο [βλ. για την αναγωγή μηνιαίου μισθού σε ημερομίσθιο σε Λαναρά Κωνσταντίνο. «Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική», έκδοση 2009, σελ 537 επ.] x 2 ημερομίσθια = 857,12 ευρώ – 623,74 ευρώ που καταβλήθηκε [βλ. αντίγραφο απόδειξης πληρωμής περιόδου Ιουλίου του έτους 2008] = 233,38 ευρώ), στ) για διαφορές επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2008 το ποσό των ενενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα λεπτών (99,80 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές μηνιαίες αποδοχές x 1/2 μηνιαίου μισθού = 5.357 ευρώ: 15 = 357,14 ευρώ x 11,25 [90 ημέρες του χρονικού διαστήματος από 01.02.2008 έως 30.04.2008, που αιτείται με την αγωγή [άρθρα 106. 111 του Κ.Πολ.Δ.]: 8 = 11,25 οκταήμερα] = 4.017,83 ευρώ {άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου 1082/1980 και 1 παρ. 1 περ. β΄, 2 και 3 περ. β΄ της με αριθμό 19040/1981 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας}- 3.918,03 ευρώ) που καταβλήθηκε [βλ. αντίγραφο απόδειξης πληρωμής δώρου Πάσχα του έτους 2008] = 99,80 ευρώ) και ζ) για διαφορές επιδόματος αδείας του έτους 2008 το ποσό των πεντακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (587,55 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές, μηνιαίες αποδοχές x 10/25 του μηνιαίου μισθού για αποδοχές αδείας του χρονικού διαστήματος από 01.02.2008 έως 02.07.2008. που αιτείται με την αγωγή άρθρο 3 του νόμου 4504/1966) = 4.285,60 ευρώ) – 3.698,05 ευρώ που καταβλήθηκε [βλ. αντίγραφο απόδειξης πληρωμής επιδόματος αδείας του έτους 2008] = 587,55 ευρώ) και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων είκοσι δύο ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (3.549,08 ευρώ + 3.549,08 ευρώ + 3.502,71 ευρώ + 3.501,22 ευρώ + 233,38 ευρώ + 99,80 ευρώ + 587,55 ευρώ = 15.022,82 ευρώ). Η αξίωση του ενάγοντος για επιδίκαση διαφορών αποδοχών αδείας του έτους 2008 ελέγχεται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι εκείνος δικαιούνταν για την ανωτέρω αιτία το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και εξήντα λεπτών (4.2856,0 ευρώ) ήτοι αναλυτικά: (10.714 καθαρές μηνιαίες αποδοχές x 10/25 του μηνιαίου μισθού για αποδοχές αδείας του χρονικού διαστήματος από 01.02.2008 έως 02.07.2008, που αιτείται με την αγωγή {άρθρο 4 του αναγκαστικού νόμου 539/1945, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 1 του νόμου 1346/1983} = 4.285,60 ευρώ και από την προσκομιζόμενη απόδειξη πληρωμής προκύπτει ότι εισέπραξε για την ανωτέρω αιτία το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι τριών ευρώ και δέκα οκτώ λεπτών (4.423,18 ευρώ). Κατ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή, όπως παραδεκτά περιορίστηκε, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να αναγνωρισθεί ότι η δεύτερη εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 01.03.2008 έως 02.07.2008, για διαφορές επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2008 και για διαφορές επιδόματος αδείας του έτους 2008 το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων είκοσι δύο ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (15.022,82 ευρώ), με το νόμιμο τόκο για κονδύλιο αυτού που αφορά σε διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών από την επόμενη ημέρα που κατέστη απαιτητό, ήτοι από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορά η ανωτέρω μηνιαία αξίωση (άρθρο 655 Α.Κ. – βλ. σχετ. ΟλΑΠ 39 – 40/2002 ΕλλΔνη 2003.118, ΑΠ 945/2001 ΕΕργΔ 2002.168, ΕφΙωαν 14/2007 ΕΕργΔ 2007/473 ΑρχΝ 2007.298, ΕφΠειρ 555/2006 ΔΕΕ 2006.1179), για τις διαφορές επιδόματος εορτών Πάσχα από την 1η Μαΐου του έτους που αφορά και για τις διαφορές επιδόματος αδείας από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του (άρθρο 5 παρ. 4 και 5 του αναγκαστικού νόμου 539/1945, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 του νόμου 1346/1983), μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, αλληλέγγυα και σε ολόκληρο εκάστη εξ αυτών, να καταβάλλουν στον ενάγοντα για διαφορές δεδουλευμένων, αποδοχών του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008 το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και οκτώ λεπτών (3.549,08 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα που αφορά, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Το αίτημα του ενάγοντος να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, κατ’ άρθρα 907 και 908 περ. ε΄ του Κ.Πολ.Δ., πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, διότι δεν πιθανολογήθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι και ότι η καθυστέρηση της εκτέλεσης κατά το ανωτέρω ποσό θα προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα. Τέλος, οι εναγόμενες, που ηττήθηκαν εν μέρει, πρέπει να καταδικασθούν στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, κατ΄ αποδοχή του σχετικού αιτήματος του ως βάσιμου και κατ’ ουσίαν (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι η δεύτερη εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων είκοσι δύο ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (15.022,82 ευρώ), με το νόμιμο τόκο: α) για κάθε κονδύλιο αυτού που αφορά σε διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 01.03.2008 έως 02.07.2008 από την επόμενη ημέρα που κατέστη απαιτητό, ήτοι από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορά η κάθε επιμέρους μηνιαία αξίωση, β) για τις διαφορές επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2008 από την 1η Μαΐου του έτους που αφορά και γ) για τις διαφορές επιδόματος αδείας του έτους 2008 από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, ήτοι από την 03.07.2008, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.
Υποχρεώνει τις εναγόμενες, αλληλέγγυα και σε ολόκληρο εκάστη εξ αυτών, να καταβάλλουν στον ενάγοντα για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008 το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και οκτώ λεπτών (3.549,08 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα που αφορά, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.
Καταδικάζει τις εναγόμενες στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το ύψος της οποίας ορίζει σε τετρακόσια εξήντα ευρώ (460 ευρώ).
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι η δεύτερη εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων είκοσι δύο ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (15.022,82 ευρώ), με το νόμιμο τόκο: α) για κάθε κονδύλιο αυτού που αφορά σε διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 01.03.2008 έως 02.07.2008 από την επόμενη ημέρα που κατέστη απαιτητό, ήτοι από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορά η κάθε επιμέρους μηνιαία αξίωση, β) για τις διαφορές επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2008 από την 1η Μαΐου του έτους που αφορά και γ) για τις διαφορές επιδόματος αδείας του έτους 2008 από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, ήτοι από την 03.07.2008, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.
Υποχρεώνει τις εναγόμενες, αλληλέγγυα και σε ολόκληρο εκάστη εξ αυτών, να καταβάλλουν στον ενάγοντα για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008 το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και οκτώ λεπτών (3.549,08 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα που αφορά, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.
Καταδικάζει τις εναγόμενες στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το ύψος της οποίας ορίζει σε τετρακόσια εξήντα ευρώ (460 ευρώ).