ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 330/2007

Προσφυγή κατά φύλλου ελέγχου Φόρου Μεταβιβάσεως Ακινήτου- Αμεταβίβαστο επικαρπίας εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά, 1166 ΑΚ- Κατασχετό αμεταβιβάστου επικαρπίας- Υπολογισμός φορολογητέας αξίας επί ισοβίου ή αορίστου χρόνου επικαρπίας στα 4/10 της αξίας της πλήρους κυριότητας αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 50ο έτος της ηλικίας.

*

Δικαστές: Ελένη Αλεξοπούλου, Πρόεδρος Εφετών, Δ.Δ., Μαρίνα Πιπεράκη, Κρυσταλλία Δρυγιανού (Εισηγήτρια) Εφέτες Δ.Δ.

Δικηγόρος του γραφείου μας:  Κυριάκος Ε. Μακαρώνας.


*     *     *     *     *

Το Δικαστήριο αφού μελέτησε τη δικογραφία. Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο.
Με την κρινόμενη έφεση, που ασκήθηκε παραδεκτώς, από το Ελληνικό Δημόσιο νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ  (……),   για  την οποία  απαιτείται  η  καταβολή  παραβόλου, επιδιώκεται  η εξαφάνιση της με αριθμό 100/2003    αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή προσφυγή της ήδη εφεσίβλητης εταιρείας και ακυρώθηκε το με αριθμό 21/2001     φύλλο    ελέγχου    Φόρου    Μεταβιβάσεως    Ακινήτου    του Προϊσταμένου της ΔΟΥ (……) με το οποίο της είχε επιβληθεί διαφορά κυρίου φόρου 2.931.027 δραχμών και πρόσθετος φόρος για ανακρίβεια της δηλώσεως 791.377 δραχμών.
Στο άρθρο 1166 εδ. 1 του Α.Κ. ορίζεται ότι : Η επικαρπία, εφόσον δεν ορίσθηκε διαφορετικά είναι αμεταβίβαστη. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού το δικαίωμα της επικαρπίας και αν ακόμα έχει συμφωνηθεί αμεταβίβαστο, νομίμως αποτελεί αντικείμενο κατασχέσεως, αλλά στην περίπτωση αυτή ο τυχόν υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα της επικαρπίας για όσο χρόνο είχε αυτό συσταθεί υπέρ του οφειλέτη, έτσι ώστε να μην βλάπτονται τα συμφέροντα του ψιλού κυρίου. Επιτρέπεται δηλαδή η μεταβίβαση της άσκησης επικαρπίας, όχι όμως για μεγαλύτερο χρόνο από τη διάρκεια της και ο υπερθεματιστής δεν αποκτά περισσότερα δικαιώματα από αυτά που είχε ο οφειλέτης (πρβλ. 1392/1999 Δ. Εφ. Πειραιώς, Δ. Δικ. 1999 σελ. 1194).
Εξάλλου στο άρθρο 15 παρ. 4 του ν.δ. 118/1973 ορίζεται ότι για τον υπολογισμό της φορολογητέας αξίας επί ισοβίου ή αορίστου χρόνου επικαρπίας, λαμβάνεται ποσοστό της πλήρους κυριότητας, ανάλογα με την ηλικία του επικαρπωτή, το οποίο ορίζεται στα 4/10 της αξίας της πλήρους κυριότητας αν ο επικαρπωτής υπερέβη το 50° έτος της ηλικίας του,
Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα : Στην ήδη εφεσίβλητη εταιρεία, κατακυρώθηκε, με την 19702/28-12-2000 Περίληψη Κατακυρωτικής έκθεσης της συμβολαιογράφου Αθηνών ΙΓΑ το δικαίωμα επικαρπίας 1) Ενός διαμερίσματος επιφανείας 117,56 τ.μ., Β’ ορόφου οικοδομής κτισμένης επί οικοπέδου εκτάσεως 625,20 τ.μ. επί της οδού …….. στην «Βούλα» Αττικής, εντός του σχεδίου πόλεως, στη θέση Ανω Βούλα και στο με αριθμό 69 Ο.Τ. και 2) Ενός διαμερίσματος επιφανείας 83,18 τ.μ. στον Γ’ όροφο της ίδιας ως άνω οικοδομής. Η ψιλή κυριότητα των προαναφερομένων δύο οριζοντίων ιδιοκτησιών ανήκε στην ΑΡ, ο δε επικαρπωτής ΣΡ ήταν 51 ετών. Τα εν λόγω εμπράγματα δικαιώματα της ισοβίου επικαρπίας εκπλειστηριάσθηκαν με επίσπευση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ως ενυπόθηκου δανειστού του ΣΡ ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ΠΚ δυνάμει της 19265/27-9-2000 εκθέσεως δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακυρώθηκαν στο όνομα της ήδη εφεσίβλητης αντί της τελευταίας προσφοράς των δραχμών 10.701.000 και 8.001.000 αντιστοίχως και συνολικώς στο ποσό των 18.702.000 δραχμών. Ακολούθως και προκειμένου να συνταχθεί η προαναφερόμενη 19702/23-12-2000 Περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, η Πλειοδότρια υπέβαλε στην αρμόδια ΔΟΥ (……) την 2647/5-10-2000 δήλωση φόρου μεταβίβασης βάσει της οποίας η αξία της ισόβιας επικαρπίας των άνω ακινήτων σύμφωνα με τον αντικειμενικό προσδιορισμό και την ηλικία του αρχικού επικαρπωτή (51 ετών) ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 21.889.682 δραχμών, δηλαδή σε ποσοστό 4/10 της αξίας της πλήρους κυριότητας, επί του οποίου και καταβλήθηκε ο ανάλογος φόρος μεταβιβάσεως ύψους 2.807.772 δραχμών. Επί της προαναφερόμενης δηλώσεως που υπεβλήθη στη ΔΟΥ (……), η αρμόδια υπάλληλος είχε θέσει επιφύλαξη για κάθε νόμιμο δικαίωμα του Δημοσίου ως προς τον υπολογισμό της επικαρπίας στο ποσοστό των 4/10 της πλήρους κυριότητας. Εν συνεχεία ο Προϊστάμενος της ως άνω οικονομικής αρχής εξέδωσε το με αριθμό 21/2001 φύλλο ελέγχου με το οποίο προσδιόρισε την αξία της επικαρπίας των προαναφερομένων ακινήτων, η οποία εκπλειστηριάσθηκε σε ποσοστό 8/10 της πλήρους κυριότητας, αντί αυτού των 4/10 που είχε δηλωθεί και καταλόγισε την διαφορά του αναλογούντος κυρίου φόρου καθώς και πρόσθετο λόγω ανακρίβειας της δηλώσεως. Ειδικότερα προσδιόρισε την αξία των 8/10 της επικαρπίας των δύο διαμερισμάτων, βάσει του συστήματος των αντικειμενικών αξιών, σε 18.116.604 και 25.662.760 δραχμές αντιστοίχως και συνολικώς σε 43.779.364 δραχμές, (αντί της δηλωθείσης 21.889.682 δραχμές που αντιστοιχεί στα 4/10) βάσει δε της από 12-6-2001 εκθέσεως ελέγχου που συνοδεύει την καταλογιστική πράξη, η αρμόδια οικονομική αρχή, για την κρίση της αυτή, στηρίχθηκε στην με αριθμό πρωτοκόλλου 109840/425/Β0013/26-10-2000 απάντηση της Διεύθυνσης Φορολογίας Κεφαλαίου του Υπουργείου Οικονομικών επί σχετικής ερωτήσεως που της υπεβλήθη εττ’ ευκαιρία της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Συγκεκριμένα στο κείμενο του Υπουργείου Οικονομικών αφού παρατίθεται αυτούσιο σχεδόν το άρθρο 15 παρ. 4 του ν.δ. 118/1973 εκτιμώνται τα εξής : «Η ρύθμιση αυτή έγινε με βάση το συλλογισμό, ότι ο νέος έχει την πιθανότητα να ζήσει περισσότερο χρόνο από έναν ηλικιωμένο και συνεπώς η διάρκεια ασκήσεως του δικαιώματος της επικαρπίας του θα είναι μεγαλύτερη και θα έχει γι’ αυτό μεγαλύτερη αξία. Επειδή δε κατά κανόνα το δικαίωμα της επικαρπίας μεταβιβάζεται σε φυσικά πρόσωπα η διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως αναφέρεται μόνο σε φυσικά πρόσωπα. Κατόπιν τούτου, στην σπάνια περίπτωση, όπως αυτή για την οποία η ανωτέρω αναφορά σας, που επικαρπωτής είναι νομικό πρόσωπο, φρονούμε, κατά λογική ερμηνεία και ενόψει του τρόπου με τον οποίο ο νομοθέτης καθόρισε την αξία της επικαρπίας θα είναι ίση με το μεγαλύτερο ποσοστό από τα προβλεπόμενα στο νόμο. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι η αξία της επικαρπίας του νομικού προσώπου και συγκεκριμένα της (..ΑΕ) και για το οποίο η αναφορά σας, είναι ίση με τα 8/10 της αξίας της πλήρους κυριότητας, εφόσον βέβαια από το καταστατικό του δεν ορίζεται ο χρόνος λήξεως της ζωής του ». Κατά της ως άνω καταλογιστικής Φόρου Μεταβιβάσεως Ακινήτου πράξεως η βαρυνόμενη εταιρεία άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά και ζήτησε την ακύρωση αυτής προβάλλοντας ότι αυτή απέκτησε την επικαρπία των δύο ακινήτων με παράγωγο τρόπο, δηλαδή με αγορά δια πλειστηριασμού και δεν συνεστήθη η επικαρπία κατ’αρχήν υπέρ του προσώπου της αλλά υπέρ άλλου προσώπου, του ΣΡ, εφ’ όρου ζωής του και συνεπώς αυτή με το 19702/2000 συμβόλαιο απέκτησε την επικαρπία των άνω ακινήτων εφ’ όρου ζωής του αρχικού επικαρπωτή και εφόσον αυτός βρισκόταν στο 51° έτος της ηλικίας του, η αξία της επικαρπίας ανερχόταν στα 4/10 της αξίας της πλήρους κυριότητας.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά, με την 100/2003 απόφαση του δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε το 21/15-6-2001 φύλλο ελέγχου Φ.Μ.Α. με την αιτιολογία ότι η προσφεύγουσα εταιρεία απέκτησε την επικαρπία επί των ακινήτων και μπορεί να την ασκήσει για όσο χρόνο συνεστήθη αυτό το δικαίωμα υπέρ του ΣΡ, δηλαδή αποκλειστικώς και μόνον κατά τη διάρκεια της ζωής αυτού, ανεξαρτήτως του χρόνου διαρκείας της ιδίας (της υπερθεματίστριας εταιρείας).
Κατά της ως άνω αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την ήδη κρινόμενη έφεση του, με την οποία ζητά την εξαφάνιση αυτής προβάλλοντας ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων έγινε δεκτή η προσφυγή της εφεσίβλητης εταιρείας και ακυρώθηκε το φύλλο ελέγχου το οποίο εκδόθηκε νομίμως από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ (……) αφού στην υπό κρίση περίπτωση, η αξία της επικαρπίας πρέπει να υπολογισθεί στο μεγαλύτερο από τα προβλεπόμενα στο νόμο ποσοστά εφόσον μάλιστα δεν ορίζεται και ο χρόνος λήξεως της ζωής του νομικού προσώπου της εφεσίβλητης. Εξάλλου η εφεσίβλητη με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημα της ζητά την απόρριψη της εφέσεως ισχυριζόμενη, μεταξύ   άλλων,   ότι   σε   καμμία   περίπτωση   δεν   είναι   δυνατόν   ο υπερθεματιστής να αποκτά περισσότερα δικαιώματα από όσα είχε ο οφειλέτης αφού «ουδείς μετάγει πλέον ου έχει δικαιώματος».
Ενόψει     των     προαναφερομένων     διατάξεων     και     όσων ερμηνευτικώς  παρατέθηκαν  στη  μείζονα  σκέψη  της  παρούσας,  το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη α) το υπ’ αριθμ. 2303/1987 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ΜΤΒ, με το οποίο ο ΣΡ δώρισε μόνον την ψιλή κυριότητα των προαναφερομένων δύο διαμερισμάτων στην σύζυγο του ΑΡ, παρακρατών ο ίδιος την επικαρπία τους εφ’ όρου ζωής του, β) αντίγραφο της 19702/28-12-2000 περιλήψεως κατακυρωτικής εκθέσεως  της  συμβολαιογράφου  Αθηνών  ΙΑ δυνάμει της οποίας η εφεσίβλητη, μετέχουσα στο δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό του δικαιώματος της επικαρπίας που είχε ο ΣΡ  επί των ακινήτων, απέκτησε ως υπερθεματίστρια αυτήν την επικαρπία, δηλαδή εφόρου ζωής του επικαρπωτή, δυνάμενη να ασκήσει το δικαίωμα αυτό αποκλειστικώς και μόνον κατά τη διάρκεια ζωής του δικαιοπαρόχου της, ανεξαρτήτως του χρόνου διαρκείας της ίδιας (της εφεσίβλητης εταιρείας) και δεδομένου ότι σε καμία περίπτωση ο υπερθεματιστής δεν αποκτά περισσότερα δικαιώματα από όσα είχε ο αρχικός επικαρπωτής, ο οποίος στις 28-12-2000, ημερομηνία συντάξεως της κατακυρωτικής εκθέσεως ήταν 51 ετών κρίνει ότι η αξία της επικαρπίας που απέκτησε η εφεσίβλητη ανέρχεται στα 4/10 της αξίας της πλήρους κυριότητας των δύο διαμερισμάτων και όχι στα 8/10 όπως εσφαλμένα προσδιόρισε η Οικονομική Αρχή με το ένδικο φύλλο ελέγχου το οποίο για το λόγο αυτό είναι άκυρο.
Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως, ορθώς τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η κρινόμενη έφεση του Ελληνικού Δημοσίου. Περαιτέρω το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει το εκκαλούν Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης (άρθρο 275 παρ. 1 του ΚΔΔ).
ΔΙΑ   ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την έφεση.
Απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης.