ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 505/2009

Προϋποθέσεις κήρυξης εκτελεστής στην Ελλάδα αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης – Σύμβαση Ν. Υόρκης 1958 (ν.δ. 4220/1961) άρθρ. 2 Εισ.Ν. Κ.Πολ.Δ. – Στοιχεία δικογράφου αιτήσεως – Εγκυρότητα διαιτητικής ρήτρας – Προϋποθέσεις απόρριψης της αιτήσεως – Αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου


*


Δικαστές: Γεώργιος Κοντός, Πρόεδρος Εφετών Αναστασία Χορτιάτη, Κυριάκη Ασλανίδου (Εισηγήτρια) Εφέτες

Δικηγόρος του γραφείου μας: Κυριάκος Μακαρώνας


*     *     *     *     *

Η κρινόμενη από 08.06.2006 (αριθ. εκθ. καταθ. 176/14.06.2006) έφεση της εκκαλούσας – καθής η αίτηση κατά της υπ’ αρ. 101/2006 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχει ασκηθεί νομοτύπως με την κατάθεση ταυ δικογράφου στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, δεδομένου ότι, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ενώ από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής την 31.01.2006 έως την άσκηση (κατάθεση) της έφεσης (23.03.2006) δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρα 495 παρ. 1, 500, 511, 513 παρ. 2, 518 παρ. 2, 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της. κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
Κατά το άρθρο 3 της υπογραφείσας στη Ν. Υόρκη από 10.06.1958 Διεθνούς Συμβάσεως «περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων», που κυρώθηκε με το ν.δ. 4220/1961 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Κ.Πολ.Δ. (άρθρο 2 του Εισαγωγικού αυτού Νόμου), εφαρμόζεται δε στην Ελλάδα, κατισχύουσα των σχετικών διατάξεων του Κ.Πολ.Δ., υπό τον όρο της αμοιβαιότητας και εφόσον πρόκειται περί διαφοράς, η οποία, κατά το ελληνικό δίκαιο, είναι εμπορική αμφιμερώς ή τουλάχιστον για το μέρος κατά το οποίο επιζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση της αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως (Α.Π. 65/97 Ελλ.Δ/νη 39.101), «κάθε συμβαλλόμενο Κράτος θα αναγνωρίζει το κύρος διαιτητικής αποφάσεως και θα επιτρέπει την εκτέλεσή της σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι ακολουθούνται στο έδαφος όπου γίνεται η επίκληση της αποφάσεως, υπό τις προϋποθέσεις που αναγράφονται στα επόμενα άρθρα. Δεν θα επιβάλλονται, για την αναγνώριση ή εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων στις οποίες εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση, προϋποθέσεις αισθητά αυστηρότερες, ούτε δικαστικά έξοδα αισθητά ανώτερα από εκείνα που επιβάλλονται για την αναγνώριση ή εκτέλεση ημεδαπών διαιτητικών αποφάσεων». Το άρθρο αυτό αναφέρεται αποκλειστικά στους τυπικούς δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι ρυθμίζουν τη διαδικασία αναγνωρίσεως και κηρύξεως εκτελεστής αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως και παραπέμπει για την επίλυση των διαδικαστικών ζητημάτων στους δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι ακολουθούνται στο έδαφος της χώρας όπου γίνεται η επίκληση της αποφάσεως. Στους δικονομικούς αυτούς κανόνες περιλαμβάνονται, όσον αφορά το Ελληνικό δίκαιο, το άρθρο 903 Κ.Πολ.Δ., κατά το μέρος που για την αναγνώριση στην Ελλάδα του δεδικασμένου αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως δεν απαιτεί την τήρηση οποιασδήποτε διαδικασίας, τα άρθρα 905 και 906 του ίδιου Κώδικα, κατά το μέρος που ρυθμίζουν τη διαδικασία και το αρμόδιο δικαστήριο για την κήρυξη εκτελεστής στην Ελλάδα της αλλοδαπή διαιτητικής αποφάσεως, καθώς και οι διατάξεις το άρθρον 68, 73. 118 και 216 Κ.Πολ.Δ., κατά το μέρος που ρυθμίζουν τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει αίτηση, (Μπρίνια, Αναγκ. εκτέλεσις, β΄ έκδ., άρθρ. 905 παρ. 41, Γ. Βερβενιώτη, Διεθνής Εμπορική Διαιτησία, έκδ. 1990, σελ. 116, 119). Από τους τυπικούς δικονομικούς κανόνες αντιδιαστέλλονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν για να αναγνωρισθεί και κηρυχθεί εκτελεστή η αλλοδαπή διαιτητική απόφαση και οι οποίες περιέχονται κατά βάση στα άρθρα 4 έως 7 της ανωτέρω Συμβάσεως και αποτελούν αυτοτελείς κανόνες άμεσης εφαρμογής, ανεξαρτήτους από τους δικονομικούς κανόνες των Κρατών που δεσμεύονται από τη Σύμβαση, τους οποίους παραμερίζουν. Το άρθρο 4 της Συμβάσεως επιβάλλει στο μέρος, που επιδιώκει την αναγνώριση και εκτέλεση της αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως, το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη διαιτητικής αποφάσεως και συμφωνίας διαιτησίας) που να ανταποκρίνονται στους όρους των άρθρον 1 και 2. Τα στοιχεία αυτά του άρθρου 4 της Συμβάσεως πρέπει να αποτελούν και στοιχεία του δικογράφου της αιτήσεως η μη επίκληση τους δε συνεπάγεται το απαράδεκτο της αιτήσεως. Άλλα στοιχεία κατά τη σύμβαση δεν απαιτούνται, για το παραδεκτό της αιτήσεως, Ειδικότερα, δεν απαιτείται να μνημονεύονται στην αίτηση οι όροι παραπομπής της διαφοράς στη διαιτησία, το περιεχόμενο της αιτήσεως προς το διαιτητικό δικαστήριο, η κατά τόπον αρμοδιότητα, ο τίτλος και η έδρα αυτού, οι αιτιολογίες της διαιτητικής αποφάσεως, τα στοιχεία της συμβάσεως που παραπέμφθηκε στη διαιτησία, η εκτελεστότητα της διαιτητικής αποφάσεις κατά το δίκαιο του τόπου εκδόσεως της (βλ. Α.Π. 460/90 Ελλ.Δ/νη 32.535, Α.Π. 926/73 ΝοΒ 22, 486, Εφ.Θεσ. 451/2000 Δημ. Νόμος, Εφ.Αθ. 1466/83, Εφ.Πατρ. 426/82 ΝοΒ 31.840, 252, Γ. Βερβενιώτη, όπ. ανωτ., σελ. 123, 124, 139, 140, 200).
Με την από 03.08.2005 (με αριθμό εκθ. κατ. 1663/Ε.Μ./191/05.08.2005 αίτηση, η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη αλλοδαπή εταιρία, που έχει την έδρα της στην πόλη Φότζια (Foggia) της Ιταλίας, επικαλούμενη έγγραφη συμφωνία περί διαιτησίας καταρτισθείσα μεταξύ αυτής και της καθής η αίτηση, καθώς και τη συνδρομή όλων των νομίμων προϋποθέσεων των άρθρων 906, 905, 903 του Κ.Πολ.Δ. και του ν.δ. 4220/1961 που κύρωσε τη Διεθνή Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958 «Περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων», ζήτησε να κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα η από 08.07.2004 απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου των Παρισίων, η οποία κηρύχθηκε εκτελεστή στη Γαλλία με τη με αριθμό 04/5498/25.11.2004 πράξη του Δικαστηρίου Μεγάλων Αγωγών του Παρισιού – Εφετείου Παρισιού και με την οποία υποχρεώθηκε η καθής ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία (Ζ.Α.Ε.), που έχει την έδρα της στην Α. να της καταβάλει α) το ποσό των 216.000 ευρώ για κύρια απαίτηση από σύμβαση πωλήσεως πλέον τόκων ύψους 4% από 12.12.2003 έως την πλήρη καταβολή β) το ποσό των 700 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 700 του Νέου Κώδικα Αστικής Δικονομίας της Γαλλίας και γ) το ποσό των 8. 925,50 ευρώ για έξοδα διαιτησίας και γενικά έξοδα που αφορούν την εκτέλεση της απόφασης. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την άνω αίτηση, την έκανε δεκτή στην ουσία της και κήρυξε εκτελεστή στην Ελλάδα την άνω διαιτητική απόφαση ως προς όλες της τις διατάξεις. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση της η εκκαλούσα – καθής η αίτηση, για τους λόγους που διαλαμβάνονται σ’ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση αυτής με σκοπό την απόρριψη της άνω αίτησης.
Με το προεκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αίτηση είναι καθόλα σαφής και ορισμένη, καθώς περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία, που σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της και ειδικότερα η αιτούσα επικαλείται την ύπαρξη διαιτητικής αποφάσεως και συμφωνία περί διαιτησίας. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την πληττόμενη απόφαση έκρινε ότι η ένδικη αίτηση είναι ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθώς εκτίμησε το δικόγραφο της αιτήσεως. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, ισχυριζόμενη ότι αίτηση έπρεπε να περιλαμβάνει πλέον των άνω στοιχείων και την αιτία από την οποία προέκυψε η διαφορά, τα περιστατικά θεμελίωσης της αρμοδιότητας του Διαιτητικού Δικαστηρίου με βάση έγκυρη συμφωνία περί διαιτησίας, την ύπαρξη έγκυρου εγγράφου που περιλαμβάνει τη ρήτρα διαιτησίας, καθώς και το ειδικότερο περιεχόμενο της συμβάσεως που απετέλεσε την αιτία αυτής.
Το πρώτο άρθρο του ν.δ. 4220/1961 κύρωσε την από 10.06.1953 σύμβαση που υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη και αφορούσε την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων (Φ.Ε.Κ. 173/1961 τόμ. Α΄). Η σύμβαση αυτή που ισχύει από 14-12-1962 (βλ. ανακοίνωση της 1/13.08.1902 Φ.Ε.Κ. Α΄, 127) και έχει ισχύ νόμου, υπερέχει σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 903, 905 παρ. 1 και 906 Κ.Πολ.Δ., αρθρ. 2 Εισ.Ν. Κ.Πολ.Δ. και αρθρ. 28 παρ. 1 Συντ. έναντι του άρθρου. 903 Κ.Πολ.Δ. (βλ. και Εφ.Πειρ. 176/1989, Εφ.Πειρ. 958/1983 Πειρ. Κομ 1983.227). Κατά το άρθρο 1 της παραπάνω σύμβασης, η παρούσα σύμβαση εφαρμόζεται για την αναγνώριση και εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν στο έδαφος κράτους άλλου από εκείνο στα οποίο επιζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων και που προέρχονται από διαφορές μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων. Εφαρμόζεται επίσης και σε διαιτητικές αποφάσεις ον οποίες δεν θεωρούνται ως ημεδαπές αποφάσεις στο κράτος όπου επιζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση τους. Νοούνται διαιτητικές αποφάσεις όχι μόνο οι αποφάσεις που εκδόθηκαν από διαιτητές που διορίσθηκαν για συγκεκριμένες περιπτώσεις αλλά επίσης και εκείνες που εκδόθηκαν από μόνιμα διαιτητικά όργανα στα οποία υποβλήθηκαν τα μέρη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 και 2, κάθε συμβαλλόμενο κράτος αναγνωρίζει τη συμφωνία με την οποία τα μέρη υποχρεούνται να υποβάλλουν σε διαιτησία όλες ή ορισμένες διαφορές, οι οποίες ανεφύησαν ή θα μπορούσαν να αναφύουν μεταξύ τους, αναφορικά με συγκεκριμένη έννομη σχέση, συμβατική ή εξωσυμβατική, η οποία αναφέρεται σε θέμα επιδεκτικό ρύθμισης με διαιτησία. Με τον όρο έγγραφη συμφωνία νοείται διαιτητική ρήτρα που έχει περιληφθεί σε σύμβαση ή συνυποσχετικό, τα οποία υπογράφηκαν από τα μέρη ή περιέχονται σε επιστολές ή τηλεγραφήματα που ανταλλάχθηκαν, Ακολουθίας, κατά το άρθρο 3, κάθε συμβαλλόμενο κράτος θα αναγνωρίζει το κύρος διαιτητικής απόφασης και θα επιτρέπει την εκτέλεση της συμφωνά με τους δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι ακολουθούνται στο έδαφος στο οποίο γίνεται η επίκληση της απόφασης, υπό τις προϋποθέσεις που αναγράφονται στα επόμενα άρθρα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 2, για να επιτύχει την αναγνώριση και εκτέλεση που προβλέπεται από το προηγούμενο άρθρο το μέρος εκείνο που ζητεί την αναγνώριση και. εκτέλεση, πρέπει να προσκομίσει ταυτόχρονα με την αίτηση α) το πρωτότυπο της απόφασης δεόντως βεβαιωμένο ή αντίγραφό του, που έχει τις απαιτούμενες για την αυθεντικότητα του προϋποθέσεις και β) το πρωτότυπο της συμφωνίας που προβλέπεται από το άρθρο 2 ή αντίγραφο που έχει τις απαιτούμενες για την αυθεντικότητα του προϋποθέσεις. Εάν η παραπάνω απόφαση ή η παραπάνω συμφωνία δεν έχουν συνταχθεί σε επίσημη γλώσσα της χώρας, στην οποία γίνεται η επίκληση της απόφασης, το μέρος που ζητεί την αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης οφείλει να προσκομίσει μετάφραση των εγγράφων αυτών στη γλώσσα αυτή. Η μετάφραση πρέπει να κυρωθεί από μεταφραστή επίσημο ή γι’ αυτό ειδικά ορκισμένο η από διπλωματικό ή προξενικό πράκτορα. Τέλος, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 και 2, η αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης μπορεί να απορριφθεί μόνο με αίτηση του μέρους, εναντίον του οποίου γίνεται η επίκληση της, εφόσον τούτο προσκομίζει στην αρμόδια αρχή της χώρας, όπου ζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση την απόδειξη ότι α) τα μέρη της συμφωνίας του άρθρου 2 είχαν με βάση το εφαρμοστέο σ’ αυτό δίκαιο, ανικανότητα ή ότι η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη σύμφωνα με το δίκαιο στο οποίο τα μέρη την υπήγαγαν και αν λείπει η σχετική ένδειξη, σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας στην οποία εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση, είτε ότι β) εκείνο το μέρος εναντίον του οποίου γίνεται η επίκληση της απόφασης δεν ήταν προσηκόντως πληροφορημένο για τον ορισμό του διαιτητή ή για τη διαδικασία της διαιτησίας ή ότι του ήταν αδύνατο για κάποιο λόγο να κάνει χρήση των μέσων που είχε στην διάθεσή του είτε ότι γ) η απόφαση αναφέρεται σε διαφορά, που δεν προβλέπεται από το συνυποσχετικό ή που δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις της διαιτητικής ρήτρας ή ότι περιλαμβάνει αποφάσεις που υπερβαίνουν τους όρους του συνυποσχετικού ή της διαιτητικής ρήτρας, παρόλα αυτά αν οι διατάξεις της απόφασης, οι αναφερόμενες σε θέματα τα οποία υποβλήθηκαν στη διαιτησία, μπορούν να αποχωριστούν από εκείνες που αναφέρονται σε θέματα τα οποία δεν υποβλήθηκαν στην διαιτησία, οι πρώτες μπορούν να αναγνωριστούν και να εκτελεστούν, είτε ότι δ) η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου ή η διαιτητική διαδικασία δεν ήταν σύμφωνη με την συμφωνία των μερών, ή αν δεν υπάρχει σχετική συμφωνία ότι δεν ήταν σύμφωνη με το δίκαιο της χώρας, όπου έλαβε χώρα η διαιτησία, είτε ότι ε) η απόφαση δεν κατέστη ακόμη δεσμευτική για τα μέρη ή ακυρώθηκε ή ανεστάλη από την αρμόδια αρχή της χώρας, στην οποία ή κατά το δίκαιο της οποίας εκδόθηκε η απόφαση. Η αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης μπορεί επίσης να απορριφθεί αν η αρμόδια αρχή της χώρας, όπου ζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση διαπιστώνει ότι κατά το δίκαιο της χώρας αυτής το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι επιδεκτικό ρύθμισης με διαιτησία ή ότι η αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης θα ήταν αντίθετη στην δημόσια τάξη της χώρας αυτής. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι η δικαιοδοτική κρίση του δικαστηρίου που καλείται με την απόφαση του να αναγνωρίσει δεδικασμένο και να κηρύξει εκτελεστή στον τόπο του αλλοδαπή διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε στο έδαφος άλλου κράτους που έχει προσχωρήσει στη σύμβαση της Ν. Υόρκης, περιορίζεται στη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 4 της συμβάσεως και ειδικότερα κατ’ αρχήν στην ύπαρξη διαιτητικής απόφασης ή διαιτητικής συμφωνίας που πρέπει να προσκομίζονται κατά τον οριζόμενο στην Σύμβαση τρόπο σε νόμιμη μετάφραση (βλ. Εφ.Αθ. 4356/1989 ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 6886/1984 Ελλ.Δ/νη 1985, 234). Για την απόρριψη ή την απόκρουση της ως άνω αιτήσεως χρειάζεται ο αντίδικος έναντι του οποίου ζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση, να προτείνει και να αποδείξει ότι συντρέχει μια από τις αναφερόμενες στη σύμβαση αρνητικές προϋποθέσεις (βλ. άρθρο 5 της συμβάσεως), τις οποίες το δικαστήριο δεν δικαιούται να λάβει υπόψη αυτεπάγγελτα. Αυτεπάγγελτα όμως ερευνάται από το ημεδαπό δικαστήριο, αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι επιδεκτικό ρυθμίσεως με διαιτησία κατά το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου ή αν η αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης κρίνεται αντίθετη προς την δημόσια τάξη της χώρας αυτής (παρ. 2 άρθρου 5 της Συμβάσεως) (βλ. σχετικά Εφ.Αθ. 4356/1989, Εφ.Αθ. 2135/1987 ΝοΒ 35.2406, Εφ.Αθ. 5363/19Β7 Ελλ.Δ/νη 29.1222). Ειδικώς επισημαίνεται ότι το ημεδαπό δικαστήριο που καλείται βάσει αιτήσεως να κηρύξει εκτελεστή την αλλοδαπή διαιτητική απόφαση, δεν έχει εξουσία να δικάσει εκ νέου τη διαφορά και να εκδώσει νέα απόφαση (βλ. Ολ.Α.Π. 899/1985 ΝοΒ 33,1399, Α.Π. 954/84 Ελλ.Δ/νη 26.34).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα Γ.Λ. που εξετάσθηκε, κατά, πρόταση της καθής και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά, αντίγραφο των οποίαν επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα, τα οποία επίσης επικαλούνται και προσκομίζουν οι τελευταίοι, και τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως, η ρητή αναφορά των εν λόγω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη εν σχέση με τα λοιπά μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και ως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως (Α.Π. 1068/2002 Αρχ.Ν. 2004.70, Α.Π. 1628/2003 Ελλ.Δ/νη 45.723), – σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. βλ, σχετ. Α.Π. 1456/1996 Αρχ.Ν. 48.311) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της αιτούσας και της καθ’ ης η αίτηση, καταρτίσθηκε την 1 Ιουλίου 2003, έγγραφη σύμβαση, με ιδιωτικό συμφωνητικό, με βάση την οποία η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να προμηθεύσει στην αιτούσα, φορτίο 9.000 τόνων σκληρού ελληνικού σίτου, έναντι τιμής 168 ευρώ/τόνο. Η σύμβαση αυτή, που υπογράφηκε αρχικά από τον μεσάζοντα Α.Μ. ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό της αιτούσας, τροποποιήθηκε στις 24 Ιουλίου 2003 ως προς το χρόνο παράδοσης τον άνω εμπορευμάτων και υπογράφηκε από τον ίδιο μεσάζοντα και από τον Ι.Κ. που ενεργούσε για λογαριασμό της καθής. Λόγω αθέτησης των άνω συμβατικών υποχρεώσεων της καθής ως προς το χρόνο και τον τόπο παράδοσης των εμπορευμάτων στην αιτούσα, η τελευταία, ισχυριζόμενη ότι από την παράνομη και αντισυμβατική αυτή συμπεριφορά της έχει απαίτηση 75.000 ευρώ + 105.000 ευρώ και επικαλούμενη τον σχετικό όρο του παραπάνω ιδιωτικού συμφωνητικού, έθεσε σε κίνηση την διαδικασία για διαιτητική επίλυση της διαφοράς με την από 12.12.2003 αίτηση της προς το Διαιτητικό Δικαστήριο του Παρισιού. Σύμφωνα με τον κανονισμό του, η αίτηση αυτή κοινοποιήθηκε με συστημένη επιστολή στην καθ’ ής στις 18.12.2003 και παραλήφθηκε από την ίδια στις 22.12.2003. Στη συνέχεια ορίσθηκαν οι διαιτητές και κοινοποιήθηκε στους διαδίκους πρόσκληση να παραστούν ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 26.03.2004. Η πρόσκληση παραλήφθηκε από την καθ’ ης με συστημένη επιστολή στις 27.02.2004, η οποία απέστειλε στο Δικαστήριο τις δηλώσεις της στις 22.03.2004. Κατά την παραπάνω δικάσιμο εμφανίσθηκε μόνο η αιτούσα και η συζήτηση αναβλήθηκε για τις 16.06.2004, ενώ η καθ’ ης κλήθηκε, με fax και συστημένη επιστολή, την 01.06.2004, να υποβάλει τις αιτήσεις της έως τις 11.06.2004 και να παραστεί κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιουνίου 2004. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, κατά την οποία καμία πλευρά δεν παρουσιάστηκε, εκδόθηκε η από 08.07.2004 απόφαση του Διαιτητικού αυτού Δικαστηρίου, η οποία – υποχρέωσε την καθ’ ης να καταβάλει στην αιτούσα α) το ποσό των 216.000 ευρώ για κύρια απαίτηση από σύμβαση πωλήσεως, πλέον τόκων ύψους 4% από 12.12.2003, β) το ποσό των 8.000 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 700 του Νέου Κώδικα Αστικής Δικονομίας της Γαλλίας και γ) το ποσό των 8.925,50 ευρώ για έξοδα διαιτησίας και γενικά έξοδα που αφορούν την εκτέλεση της απόφασης. Αντίγραφο αυτής καθώς και του ιδιωτικού συμφωνητικού στο οποίο περιέχεται η ρήτρα διαιτησίας, δεόντως επικυρωμένα από το Πρωτοδικείο του Παρισιού, προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από την αιτούσα σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική. Το Διαιτητικό αυτό όργανο είχε εξουσία να επιλύσει την ανωτέρω διαφορά, καθόσον είναι εμπορική, ως προερχόμενη από εμπορική συνεργασία, και οι συμβαλλόμενες εταιρίες ελεύθερα και από κοινού την υπήγαγαν στη δικαιοδοσία του με έγγραφη συμφωνία, η δε απόφαση του είναι δεσμευτική για τις συμβαλλόμενες. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η διαιτητική συμφωνία ήταν έγκυρη κατά το γαλλικό δίκαιο, το οποίο είναι εφαρμοστέο βάσει του δικαίου της χώρας στην οποία εκδόθηκε η απόφαση, αφού με το από 02.07.2003 ιδιωτικό συμφωνητικό είχε ορισθεί ότι η διαιτησία, αν ήταν αναγκαία, θα διεξαγόταν στο Παρίσι και λείπει οποιαδήποτε ένδειξη για υπαγωγή της σε άλλο δίκαιο, με βάση δε τη συμφωνία αυτή το Διαιτητικό Δικαστήριο επιλήφθηκε της υπόθεσης και επέλυσε την υπαχθείσα στη δικαιοδοσία του, με έγγραφη συμφωνία των συμβαλλομένων, διαφορά. Ο ισχυρισμός της καθ’ ης περί ακυρότητας της περί διαιτησίας συμφωνίας που περιέχεται σ’ αυτό, διότι δεν χορήγησε σε κανένα όργανό της την εξουσία να την συνάψει, τον οποίο προέβαλλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με σχετικό λόγο της εφέσεώς της, δεν αποδείχθηκε βάσιμος, καθόσον η παραπάνω συμφωνία περί διαιτησίας ήταν τυπικά έγκυρη αφού καταρτίστηκε εγγράφως και έφερε τις υπογραφές των προσώπων που διαμεσολάβησαν για λογαριασμό των συμβαλλόμενων μερών. Σημειώνεται ότι, αναφορικώς με τη διεθνή διαιτησία, η από 10.06.1958 Σύμβαση της Νέας Υόρκης για την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων που κυρώθηκε με το ν.δ. 4220/1961 ορίζει στο άρθρο 2 παρ. 2 ότι «νοείται δια του όρου ‘έγγραφος συμφωνία’ διαιτητική ρήτρα περιληφθείσα εν συμβάσει, ή συνυποσχετικών, άτινα υπεγράφησαν υπό των μερών, ή περιέχονται εις ανταλλαγή των επιστολών ή τηλεγραφημάτων». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι προϋπόθεση για την έγκυρη κατάρτιση διαιτητικής συμφωνίας αφορώσης σε διεθνή συναλλαγή είναι η σχετική (έγγραφη) συμφωνία διαιτησίας να έχει υπογραφεί από αμφότερα τα μέρη ή να περιέχεται σε ανταλλαγή επιστολών ή ενυπόγραφων), τηλεγραφημάτων, τηλετυπημάτων ή ενυπόγραφων τηλεομοιοτύπων (άρθρο 869 παρ. 12 Κ.Πολ.Δ. και Ολ.Α.Π. 8/1996). Κατά τα λοιπά, ειδικότερα δε ως προς τον τύπο της εξουσιοδοτήσεως για την κατάρτιση διαιτητικής συμφωνίας από εξουσιοδοτούμενο πρόσωπο και ως προς τη δεσμευτικότητα της «κατά παραπομπή» διαιτητικής ρήτρας, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που υποδεικνύουν τα άρθρα 11 και 25 Α.Κ. (Α.Π. 1932/2006 Δημ. Νόμος), Στην προκειμένη δε περίπτωση το Διαιτητικό Δικαστήριο, το οποίο επιλήφθηκε της συγκεκριμένης διαφοράς, αφού έλαβε υπόψη του το άνω γραπτό υπόμνημα της καθής στο οποίο περιλαμβάνονταν ο ισχυρισμός της περί ελλείψεως πληρεξουσιότητας του προσώπου που την υπέγραψε για λογαριασμό της και έχοντας υπόψη του τις διατάξεις του γαλλικού δικαίου ως προς τον τύπο της εξουσιοδοτήσεως για την κατάρτιση διαιτητικής συμφωνίας από εξουσιοδοτούμενο πρόσωπο και ως προς τη δεσμευτικότητα της «κατά παραπομπή» διαιτητική ρήτρας, έκρινε απορριπτέο το σχετικό ισχυρισμό της, διότι δέχθηκε ότι ο Ι.Κ., που υπέγραψε τη σχετική συμφωνία περί διαιτησίας ενεργούσε κανονικά και κατ’ εντολήν της καθής (βλ. σχετικά το περιεχόμενο την άνω διαιτητικής απόφασης). Άλλωστε, η παραπάνω απόφαση επικυρώθηκα και κηρύχθηκε εκτελεστή με την υπ’ αριθ. 04/5498/25.11.2004 πράξη του Δικαστηρίου Μεγάλων Αγωγών του Παρισιού – Εφετείου του Παρισιού και ως εκ τούτου ελέγχθηκε και ο χαρακτήρας της ως διαιτητικές απόφασης και η συμφωνία της με τη γαλλική έννομη τάξη. Ακόμη αποδεικνύεται ότι η καθής ήταν προσηκόντως πληροφορημένη για τον ορισμό των διαιτητών και τη διαδικασία της διαιτησίας, στην οποία αν και ειδοποιήθηκε σχετικώς αρνήθηκε να λάβει μέρος. Εξάλλου, η διαιτητική απόφαση αναφέρεται σαφώς σε διαφορά που απορρέει από την εκτέλεση του από 01.07.2003 ιδιωτικού συμφωνητικού και όχι σε άλλη μη σχετική διαφορά» ενώ η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου και η διαιτητική διαδικασία ήταν σύμφωνη με τη συμφωνία των μερών. Επίσης η παραπάνω διαιτητική απόφαση έχει καταστεί Δεσμευτική για τα μέρη, ενώ από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ότι ακυρώθηκε ή, ανεστάλη από την αρμόδια αρχή της χώρας όπου εκδόθηκε. Το αντικείμενο της διαφοράς άλλωστε, το οποίο επέλυσε η άνω απόφαση, ήταν σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο επιδεκτικό ρυθμίσεως με διαιτησία, ως διαφορά ιδιωτικού δικαίου (αρθρ. 867 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, το εκτελεστό της διαιτητικής αποφάσεως στον τόπο εκδόσεως της δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την κήρυξη στην Ελλάδα εκτελεστού του αλλοδαπού τίτλου. Τέλος, το διατακτικό, οι αιτιολογίες και γενικά το περιεχόμενο της απόφασης αυτής δεν έρχονται σε αντίθεση με την ημεδαπή δημόσια τάξη. Επίσης, θα πρέπει να λεχθεί ότι ο λόγος της ένδικης εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα, παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε το αίτημα αναστολής της δίκης κατ’ άρθρο 249 Κ.Πολ.Δ., διότι το αποτέλεσμα αυτής εξαρτάτο ολικά από την ύπαρξη ή μη εννόμου σχέσεως (κατάρτιση δικαιοπραξίας) που συνιστούσε αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, ότι η αποδοχή ή απόρριψη της ένδικης αίτησης γίνεται αποκλειστικά και μόνο κατά τις διατάξεις της άνω Σύμβασης της Νέας Υόρκης, σύμφωνα με την οποία η κήρυξη εκτελεστής αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης μπορεί να απορριφθεί μόνο για τους άνω αναφερόμενους στη μείζονα σκέψη λόγους και δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή μη εννόμου σχέσεως που αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης, η οποία αφορά το ουσιαστικό μέρος της διαφοράς. Άλλωστε θα πρέπει να λεχθεί άτι, επί της παραπάνω εκκρεμούς δίκης εκδόθηκε ήδη η με αριθμό 6542/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία ανέβαλε τη συζήτηση της αγωγής μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης από το Δικαστήριο αυτό. Επομένως, έπρεπε να γίνει δεκτή η αίτηση και κατ’ ουσίαν και να κηρυχθεί εκτελεστή η ένδικη αλλοδαπή διαιτητική απόφαση στην Ελλάδα. Κρίνοντας ομοίως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση και να καταδικαστεί η εκκαλούσα, η οποία ηττήθηκε στη δίκη αυτή, στην δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.