ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 7223/2009

Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής από σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό – Προϋποθέσεις εκδόσεως διαταγής πληρωμής – Καθ’ ύλην αρμοδιότητα δικαστηρίου για την ανακοπή – Προβολή ισχυρισμού πλαστότητος και επικουρικά προβαλλομένη άρνηση γνησιότητας της υπογραφής – Ευθύνη εγγυητού.


*

Δικαστές: Παναγιώτης Γιαννούλης, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Σοφ. Φούρλαρη, Βασιλική Αργύρη, Πρωτοδίκες

Δικηγόρος του γραφείου μας: Κυριάκος Μακαρώνας


*       *       *       *       *

Με την κρινόμενη ανακοπή του, ο ανακόπτων ζητεί να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους σε αυτήν ειδικότερα λόγους, η υπ’ αριθμόν 4838/2006 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ής Τράπεζα, ευθυνόμενος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την ανώνυμη εταιρεία «Π.Α.Ε.», τον Π.Κ., την Α.Κ. και την Ε.Κ., το ποσό των 157.544,766, για απαίτηση που πηγάζει από σύμβαση πιστώσεως με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ’ ής και της πιστούχου (πρωτοφειλέτριας) ως άνω εταιρίας, την ικανοποίηση της οποίας φέρεται ότι εγγυήθηκε αυτός (ο ανακόπτων) και τα προαναφερόμενα φυσικά πρόσωπα.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη ανακοπή, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως κατ’ εφαρμογή των άρθρων 632 § 1, 585 § 1 και 215 του ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμ. 4172/2006 έκθεση επιδόσεως της υπό κρίση ανακοπής, που συντάχθηκε από την Δικαστική Επιμελήτρια στο Πρωτοδικείο Αθηνών Σ.Μ. και επιδόθηκε στην καθ’ ής στις 5-6-2006, σε συνδυασμό με την με ημερομηνία 17-5-2006 επισημείωση κοινοποίησης επί του σώματος της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής του Δικαστικού Επιμελητή που επέδωσε αυτήν στον ανακόπτοντα), παραδεκτώς εισάγεται για να εκδικασθεί κατά την τακτική διαδικασία (κατ’ εφαρμογή της διάταξης της § 1 του άρθρου 632 ΚΠολΔ και εξ’ αντιδιαστολής της διατάξεως της § 3 του άρθρου αυτού), καθόσον η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε επί απαιτήσεως που απορρέει από σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό, η οποία δεν εμπίπτει σε εκείνες που δικάζονται κατά τις αναφερόμενες στα άρθρα 635 επ. ΚΠολΔ ειδικές διαδικασίες (ΑΠ 97/1978 ΝοΒ 27, 25, ΕφΑΘ 5760/2004 Δνη 2005, 524), και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, δοθέντος του ύψους της απαιτήσεως, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής (άρθρα 18 § 1 σε συνδυασμό με άρθρο 14 § 2 και 632 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, ενόψει του ότι για το παραδεκτό της συζητήσεως της προσκομίζεται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 214Α του ΚΠολΔ, η με ημερομηνία 29-6-2006 μονομερής δήλωση του Δικηγόρου του ανακόπτοντος περί διαπίστωσης αποτυχίας της απόπειρας συμβιβασμού της επίδικης διαφοράς, να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό, τη νομιμότητα και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 633 αρ. 1 ΚΠολΔ).
1. Για το παραδεκτό της προβολής του ισχυρισμού για πλαστότητα εγγράφου απαιτείται η κατά το άρθρο 98 του ΚΠολΔ ειδική πληρεξουσιότητα προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο. Τέτοια ειδική πληρεξουσιότητα ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων πάντοτε υπάρχει αν για την πλαστογραφία έχει, ήδη, υποβληθεί μήνυση, κατά την δια του άρθρου 461 εδάφ. τελευταίο του ΚΠολΔ ρητή παραπομπή στις αντίστοιχες διατάξεις του ΚΠΔ, με την οποία παραπομπή εξισώνεται η προβολή του ισχυρισμού πλαστότητας στην πολιτική δίκη με καταμήνυση (ΑΠ. 1266/80). Με το εφαρμοστέο στην περίπτωση αυτή και στην πολιτική δίκη άρθρο 42 παρ.2 ΚΠΔ ορίζεται ότι η μήνυση γίνεται είτε από τον ίδιο τον μηνυτή είτε από ειδικό πληρεξούσιο, έχοντα τέτοια πληρεξουσιότητα δια ιδιωτικού εγγράφου με βεβαίωση της υπογραφής από αρμόδια αρχή και προσαρτώμενου στην έκθεση καταθέσεως της μηνύσεως (ΑΠ 291/2002, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Α. Με το πρώτο λόγο ανακοπής, ο ανακόπτων εκθέτει ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε σε βάρος του, βάσει της υπ’ αριθμ. 565/6-11-2006 σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ’ ης ως πιστοδότριας και της ανώνυμης εταιρίας «Π.Α.Ε.» ως πιστούχου και των δώδεκα σε αριθμό αυξητικών της ίδιας πίστωσης συμβάσεων, στις δύο εκ των οποίων (δώδεκα αυξητικών συμβάσεων), και δη στις υπ’ αριθμ. 565/10/14-6-1998 και 565/11/2-10-1998 φέρεται να έχει συμβληθεί ο ίδιος ως εγγυητής, θέτοντας την υπογραφή του στο σώμα αυτών. Ότι, στις εν λόγω αυξητικές συμβάσεις έθεσε (πλαστογράφησε) την υπογραφή του ο Α.Κ., τον οποίο και κατονομάζει ως πλαστογράφο, επικαλούμενος (ο ανακόπτων) προς τούτο την μαρτυρία του Π.Σ.. Ότι, ως εκ τούτων η τεθείσα ως υπογραφή του στα ως άνω επικαλούμενα έγγραφα είναι πλαστογραφημένη, ενώ σε κάθε περίπτωση (επικουρικά) αρνείται την γνησιότητα της.
Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής, που εμπεριέχει ισχυρισμό περί πλαστότητάς της τεθείσας στις ως άνω συμβάσεις υπογραφής του ανακόπτοντος, προβάλλεται απαραδέκτους, καθόσον, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην ως άνω υπό στοιχείο 1 μείζονα σκέψη, δεν υφίσταται η απαιτούμενη για την προβολή του εν λόγω ισχυρισμού ειδική πληρεξουσιότητα προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο της ανακοπής δικηγόρο, ο οποίος μάλιστα, είναι, στην προκειμένη περίπτωση, διαφορετικό πρόσωπο, από εκείνον ο οποίος και εκπροσώπησε τον ανακόπτοντα κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά την παρούσα δικάσιμο, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν γίνεται επίκληση από μέρους του ανακόπτοντος ότι έχει υποβληθεί μήνυση για την επικαλούμενη πλαστογραφία, ούτε από το φάκελο της δικογραφίας προκύπτει η τυχόν υποβολή της. Ωστόσο, ερευνητέος ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του τυγχάνει ο επικουρικά προβαλλόμενος ισχυρισμός του ανακόπτοντος περί άρνησης της γνησιότητας της υπογραφής του στα ίδια ως άνω έγγραφα, βάσει των οποίων και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή σε βάρος του.
2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 623 ΚΠολΔ. μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, τα έγγραφα δε αυτά, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, πρέπει, κατά τη διάταξη του άρθρου 626 παρ. 3 του ίδιου κώδικα, να επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το ποσό του κλεισίματος ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του καθ’ ου η αίτηση πιστούχου δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σε αυτήν και τα επί μέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων από τότε που άνοιξε ο λογαριασμός μέχρι το κλείσιμο του, εφόσον τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο «απόσπασμα», από το οποίο, βάσει της συμφωνίας των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της πιστοδότριας τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, σε περίπτωση αμφισβητήσεως τους, να διαταχθεί απόδειξη (ΑΠ 497/1993 ΕλλΔνη 35, 1290, ΕφΔωδ 201/2004 «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 712/2005 ΔΔΕ 2006, 497) Ομοίως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 626 παρ. 3, 628 παρ. 1 εδ. α΄, 630 εδάφ. γ΄ και δ΄ και 633 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι δεν αποτελούν αναγκαίως περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής τα έγγραφα τα οποία επισυνάπτονται και αναφέρονται στην αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής (ΑΠ 299/2003 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, 925/2002 ΕλλΔνη 44.1298). Ειδικότερα δε, επί διαταγής πληρωμής, με την οποία διατάσσεται ο οφειλέτης να πληρώσει ορισμένο χρηματικό ποσό, το οποίο αποτελεί χρεωστικό υπόλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού που τηρήθηκε, στα πλαίσια σύμβασης παροχής πίστωσης, από την αιτούσα-δανείστρια Τράπεζα προς τον πρωτοφειλέτη με την εγγύηση άλλων (καθ’ ων η διαταγή πληρωμής) και έκλεισε οριστικά, αρκεί για την πληρότητα της, ως προς την αιτία της πληρωμής,  να  αναφέρεται σ’ αυτή,  έστω  και συνοπτικά,  ότι το ποσό του οποίου διατάσσεται η πληρωμή αποτελεί ισόποσο χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτη (πρωτοφειλέτη ή εγγυητή) που προέκυψε από το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται σ’ αυτήν και η κίνηση των πιστοχρεωστικών κονδυλίων του λογαριασμού αυτού, από την αντιπαραβολή των οποίων προέκυψε το επιδικαζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο (ΑΠ 405/2001 ΧρΙΔ 1,537, ΑΠ 1432/1998, ΕλΔ 40,92, ΑΠ 1215/1995 ΕλΔ 38,1794, ΑΠ 1106/1994 ΕλΔ 38,1075).
Β. Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα, διότι δεν παρατίθενται σε αυτή αλλά και στην αίτηση της καθ’ ής, συνεπεία της οποίας εκδόθηκε η πρώτη, τα επιμέρους κονδύλια των εκατέρωθεν χρεώσεων – πιστώσεων του λογαριασμού, δυνάμει του οποίου κινήθηκε η ένδικη πίστωση. Ο υπό κρίση λόγος, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην ως άνω υπό στοιχείο 2 μείζονα σκέψη, είναι μη νόμιμος, δοθέντος ότι για το ορισμένο αφενός της διαταγής πληρωμής και αφετέρου της υποβαλλόμενης για την έκδοση της αίτησης δεν απαιτείται να μνημονεύονται η κίνηση των πιστοχρεωστικών κονδυλίων του λογαριασμού αυτού, από την αντιπαραβολή των οποίων προέκυψε το επιδικαζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο.
3. Η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής χρέους που προέρχεται από σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού πρέπει να αναφέρει τα έγγραφα εκείνα, τα οποία αποδεικνύουν τη σχετική σύμβαση, τα κονδύλια των χρεοπιστώσεων του λογαριασμού, το οριστικό κλείσιμο του και το κατάλοιπο. Αν αναγνωρίσθηκε το κατάλοιπο, δεν απαιτείται να αναφέρονται τα σχετικά κονδύλια του λογαριασμού, αλλά πρέπει να γίνεται ειδική επίκληση της αναγνώρισης (ΑΠ 192/05, 1524/1991). Στην περίπτωση δε που, κατά το περιοδικό ή ενδιάμεσο κλείσιμο του λογαριασμού, αναγνωρίστηκε από τον οφειλέτη το προσωρινό κατάλοιπο, που προέκυψε από αυτό, το κατάλοιπο αυτό αποτελεί το πρώτο κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, με συνέπεια κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού της νέας περιόδου να μην απαιτείται εκκαθάριση αυτού και παράθεση στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής του οριστικού υπολοίπου των κονδυλίων του λογαριασμού για την περίοδο στην οποία αναφέρεται η πιο πάνω αναγνώριση (Α11 1106/1994 ΕλλΔνη 38.1074, ΕφΔωδ 201/2004 ΤΝΠ Νόμος Εφθεσ 1853/1853/2003, Αρμ Νθ΄ 550, 2479/1999 Αρμ ΝΔ΄ 506). Τα ανωτέρω ισχύουν και στη σύμβαση πιστώσεως με ανοιχτό λογαριασμό, η οποία προβλέπεται ειδικά από τις διατάξεις των άρθρων 47, 6467 του από 17.7/13.8.1123 δ/τος «περί ειδικών διατάξεων περί ανωνύμων εταιριών», που καταρτίζεται μεταξύ τράπεζας και πελάτη της (ΑΠ 1992/05). Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία, ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται (άρθρα 449 παρ. 1 ΚΠολΔ, 52 ν.δ. 3026/1954, 14 ν. 1599/1986) από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο …. (ΑΠ 902/2006 ΤΝΠ Νόμος, 578/2005 ΤΝΠ Νόμος, 1022/2003 ΤΝΠ Νόμος), παρόλο ότι δεν προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 444 § 1 και 448 § 1 ΚΠολΔ ή από άλλη διάταξη και, επομένως, το «απόσπασμα» αυτό δεν έχει, χωρίς αυτήν (τη συμφωνία) αποδεικτική δύναμη (ΑΠ 497/1993 Ελλ. Δικ. 35.1290).
Γ. Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανακοπής, όπου εκτίθεται ότι δεν προσκομίστηκαν για την έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής τα απαιτούμενα έγγραφα με την αναλυτική κίνηση του αλληλόχρεου λογαριασμού σε συνδυασμό με τα εκτιθέμενα στον τρίτο λόγο της ανακοπής, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή εκδόθηκε βάσει αποσπασμάτων των βιβλίων της καθ’ ής, τα οποία εμφανίζουν, κατά τρόπο ελλιπή, τη κίνηση του λογαριασμού της πίστωσης από την ημερομηνία της μνημονευόμενης αναγνώρισης του χρεωστικού υπολοίπου μέχρι το κλείσιμο, μολονότι ουδέποτε έχει προβεί ο ίδιος σε αναγνώριση οποιοδήποτε χρεωστικού υπολοίπου, ή άλλως χωρίς να δεσμεύεται από την αναγνώριση στην οποία τυχόν έχουν προβεί άλλοι συμβληθέντες στις ένδικες συμβάσεις, και ως εκ τούτου έπρεπε στα ως άνω αποσπάσματα να παρατίθενται τα κονδύλια των χρεοπιστώσεων του λογαριασμού από την έναρξη λειτουργίας της πίστωσης και μέχρι το κλείσιμο, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν έχει καταρτισθεί μεταξύ αυτού και της καθ’ ής σχετική δικονομική σύμβαση περί απόδειξης της οφειλής με το ως άνω αποδεικτικό μέσο, χωρίς την ύπαρξη της οποίας (δικονομικής σύμβασης) τα εν λόγω αποσπάσματα δεν έχουν αποδεικτική δύναμη έναντι αυτού. Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής είναι, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην ως άνω υπό στοιχείο 3 μείζονα σκέψη, νόμιμος και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.
4. Από τα άρθρα 669 ΕμπΝ, 361 ΑΚ και 112 ΕισΝΑΚ συνάγεται ότι, αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση μεταξύ δυο προσώπων από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος με την οποία συμφωνείται να καταχωρούνται σε ένα λογαριασμό με τύπο πιστωχρεωστικών κονδυλίων οι μεταξύ τους συναλλαγές και να οφείλεται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού το κατάλοιπο (ΑΠ 630/1992, ΕλλΔικ 1994, 85). Στην έννοια του αλληλόχρεου λογαριασμού περιλαμβάνεται και ο ανοικτός λογαριασμός πιστώσεως σε τράπεζα, ο οποίος κινείται με διαδοχικές αναλήψεις του δανείου από τον πιστούχο της τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις αυτού από τον ίδιο με τους οικείους τόκους και προμήθειες (ΑΠ 649/1996, Δ 27,1191). Το οριστικό κλείσιμο του αλληλόχρεου (ανοιχτού) λογαριασμού μπορεί να γίνει οποτεδήποτε με καταγγελία από τους συμβαλλομένους. Η καταγγελία αυτή αποτελεί μονομερή, άτυπη και αναιτιώδη δικαιοπραξία, που απευθύνεται στον άλλο, κατά τρόπο που να μπορεί ο τελευταίος να λάβει γνώση (ΑΠ 680/1986, ΕλλΔικ 1987, 839, ΕφΘεσ 2113/1987, Αρμ 1988, 440, ΕφΑθ 7803/1983, ΕΕμπΔ 1983, 593, ΕφΚερκ 51/1998, ΔΕΕ 1999, 82). Επιπλέον, κατά το άρθρο 47 παρ. 2 του νδ/τος 17.7/13.8.1923 περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών, που εφαρμόζεται και επί πιστώσεως με ανοιχτό λογαριασμό, η πιστώτρια τράπεζα έχει το δικαίωμα να κλείνει λογαριασμό οποτεδήποτε (ΑΠ 717/1979, ΝοΒ 28. 46). Κατά δε το άρθρο 112 παρ. 2 του ΕισΝΑΚ, ο αλληλόχρεος λογαριασμός κλείνει περιοδικά κάθε εξάμηνο, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά. Καθένα από τα μέρη μπορεί οποτεδήποτε με καταγγελία του να θεωρήσει ότι ο λογαριασμός έκλεισε οριστικά, οπότε ο δικαιούχος του καταλοίπου έχει δικαίωμα να το απαιτήσει αμέσως. Η τυχόν υπάρχουσα μεταξύ των συμβαλλομένων συμφωνία περί μονομερούς κλεισίματος από έναν εξ αυτών του λογαριασμού δεν είναι συμφωνία περί αναθέσεως του προσδιορισμού ως παροχής στην απόλυτη κρίση του ενός από τους συμβαλλόμενους, η οποία θα ήταν άκυρη κατά το άρθρο 372 ΑΚ, γιατί την επιτρέπει ρητά ο νόμος, αφού παρέχει στην πιστώτρια την ευχέρεια να κλείνει οποτεδήποτε θελήσει το λογαριασμό και χωρίς να υπάρχει σχετική συμφωνία με τον πιστούχο (ΑΠ 48/2001 ΤΝΠ Νόμος, 1524/1991 ΕΕμπΔ ΜΔ΄ 378, ΕφΠατρ 712/05 ΤΝΠ Νόμος).
Δ. Με τον τελευταίο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων εκθέτει ότι στις 15-7-2009 η καθ’ ής η ανακοπή της κοινοποίησε το έγγραφο της «καταγγελίας» και το κλείσιμο του λογαριασμού της ένδικης πίστωσης, χωρίς επίκληση οποιουδήποτε λόγου ενόψει του οποίου προέβη σε αυτή (την καταγγελία) και χωρίς να μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής οποιοδήποτε έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι η καθ’ ής είχε δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση και να κλείσει τον λογαριασμό. Ότι, ως εκ τούτων η ως άνω αναιτιολόγητη και άνευ δικαιώματος καταγγελία σε συνδυασμό με το αυθαίρετο κλείσιμο του λογαριασμού άκυρη και καταχρηστική. Ο υπό κρίση λόγος, κατά το μέρος κατά το οποίο πλήττεται η καταγγελία της ένδικης πίστωσης ως άκυρη, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, δοθέντος ότι σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην ως άνω υπό στοιχείο 4 μείζονα σκέψη, η καταγγελία είναι άτυπη και αναιτιώδης δικαιοπραξία, για το έγκυρο της οποίας δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία, ενώ κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 47 παρ. 2 του ν.δ. της 17-7/13-8-1923, η καθ’ ης τράπεζα δύναται εκ του νόμου να κλείσει το λογαριασμό οποτεδήποτε θελήσει, οπότε δεν απαιτείται για την απόδειξη της ύπαρξης του εν λόγω δικαιώματος της η προσκόμιση εγγράφου. Τέλος, απορριπτέος ως μη νόμιμος είναι ο υπό κρίση λόγος ανακοπής κατά το μέρος, κατά το οποίο ο ανακόπτων παραπονείται ότι η (αναιτιολόγητη) άσκηση του δικαιώματος της τράπεζας να κλείσει αυθαίρετα την πίστωση και το λογαριασμό αυτής και στη συνέχεια να ζητήσει την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής για την καταβολή του χρεωστικού κατάλοιπου του λογαριασμού σε βάρος και αυτού ως εγγυητή, είναι καταχρηστική, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, τη συνδρομή των οποίων δεν επικαλείται ότι υφίστανται εν προκειμένω ο ανακόπτων, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη δε συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από την σύμβαση αποφασίζει να εισπράξει την απαίτηση του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει (ΑΠ 1472/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του και από όλα τα έγγραφα που μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 565/6-11-1986 σύμβασης πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η οποία συνήφθη μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Ε.Τ.Ε.» και της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «Α.Κ. Ο.Ε.», της οποίας η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Π.Α.Ε.» και ήδη με την επωνυμία «Π.Α.Ε.» τυγχάνει καθολική διάδοχος (συνεπεία μετατροπής της ο.ε. σε αε. που έλαβε χώρα το έτος 1995), η πρώτη χορήγησε στη δεύτερη πίστωση μέχρι του ποσού των 2.200.000 δρχ., το οποίο δυνάμει των υπ’ αριθμ. 565/1/6-5-1987, 565/2/19-11-1987, 565/3/25-5-1988, 565/4/24-9-1992, 565/5/13-10-1992, 565/6/6-11-1992, 565/7/12-2-1993, 565/8/18-2-1993, 565/9/8-2-1994, 565/10/14-6-1996, 565/11/2-10-1997 και 565/12/29-1-2001 αυξητικών της πίστωσης συμβάσεων ανήλθε στο τελικό ποσό των 240.000.000δρχ. Δυνάμει δε των πρόσθετων με ημερομηνία 14-6-1996 και 29-1-2001 πρόσθετων πράξεων επήλθαν οι αναφερόμενες σε αυτές τροποποιήσεις της ένδικης σύμβασης σχετικά με το επιτόκιο και το περιθώριο αυτού, τον ανατοκισμό των συμβατικών και σε καθυστέρηση τόκων κ.λ.π.. Ο ανακόπτων (μεταξύ άλλων προσώπων) φέρεται ότι υπέγραψε, με την ιδιότητα του εγγυητή, τις ως άνω υπ’ αριθμ. 565/10/14-6-1996, 565/11/2-10-1997 αυξητικές της πίστωσης συμβάσεις, δυνάμει των οποίων το πιστωτικό όριο ανήλθε στο ποσό των 80.000.000 δρχ. και 100.000.000 δρχ. αντίστοιχα καθώς και την υπ’ 14-6-1996 πρόσθετη πράξη της αρχικής σύμβασης πιστώσεως. Από την αντιπαραβολή δε των υπογραφών του ανακόπτοντος επί αμφότερων των ως άνω αυξητικών συμβάσεων και αυτών επί του σώματος της πρόσθετης πράξης, των οποίων (υπογραφών επί της πρόσθετης πράξης) ο ανακόπτων δεν αμφισβητεί τη γνησιότητα, αποδεικνύεται ότι οι υπογραφές που έχουν τεθεί σε κάθε φύλλο και στο τέλος των επίμαχων συμβάσεων τέθηκαν από τον ίδιο. Σημειωτέον ότι, η κατάθεση του μάρτυρα του ανακόπτοντος Π.Σ., σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας οι υπογραφές επί των ίδιων αυξητικών συμβάσεων, που του επεδείχθησαν στο ακροατήριο, δεν ανήκουν στον ανακόπτοντα, δεν ενισχύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, δοθέντος ότι δεν προσκομίστηκαν από μέρους του ανακόπτοντα έγγραφα, τα οποία να φέρουν την υπογραφή του σε ανύποπτο χρόνο και να προκαλούν οιανδήποτε αμφιβολία για την γνησιότητα της τεθείσας επί των ίδιων ως άνω συμβάσεων υπογραφής του. Επομένως, ο ανακόπτων εγγυήθηκε υπέρ της ως άνω πιστούχου εταιρίας, την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική κατά κεφάλαιο τόκους και έξοδα εξόφληση του τυχόν μέλλοντος να προκύψει, κατά το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως, χρεωστικού υπολοίπου, ευθυνόμενος τοιουτοτρόπως έναντι της καθ’ ής ως αυτοφειλέτης και εις ολόκληρον με την πιστούχο μέχρι του ποσού των 100.000.000 δρχ. (ή άλλως των 293.470,29 €), ήτοι για ποσό μεγαλύτερο του επιδικαζόμενου με την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ύψους 157.544,76 €. Ως εκ τούτων, ο πρώτος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, για την έκδοση της λήφθησαν υπόψη ακριβή αποσπάσματα εξηγμένα από τα βιβλία της καθ’ ης η ανακοπή, οπού εμφαίνεται η κίνηση της ένδικης πίστωσης. Στο δε υπ’ αριθμ. 9 όρο της αρχικής σύμβασης ορίζεται ότι τα αποσπάσματα αυτά αποτελούν πλήρη απόδειξη της απαίτησης της καθ’ ής πιστοδότριας Τράπεζας. Αυτά δε τα αποσπάσματα εμφανίζουν την κίνηση αφενός του υπ’ αριθμ. 155/012002-2 ανοιχτού λογαριασμού, δυνάμει του οποίου κινήθηκε η πίστωση, από 28-10-2001, ήτοι ημερομηνία κατά την οποία η πιστούχος αναγνώρισε το χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 222.354,936, μέχρι το οριστικό κλείσιμο αυτού την 5-7-2004, και αφετέρου του υπ’ αριθμ. 155/537729-3 λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης, το οποίο εμφανίζει την κίνηση αυτού από 5-7-2002, ήτοι ημερομηνία μεταφοράς σε αυτόν του καταλοίπου, προς λογιστική εμφάνιση και παρακολούθηση, μέχρι και 7-3-2006, από το συνδυασμό των οποίων προκύπτει ότι το χρεωστικό υπόλοιπο ανήλθε στις 6-7-2003 στο ποσό των 157.544,76 €, για το οποίο και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Περαιτέρω, στις τις ως άνω προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. 565/10/14-6-1996, 565/11/2-10-1997 συμβάσεις, που καταρτίστηκαν μεταξύ της καθ’ ής πιστοδότριας τράπεζας, της πιστούχου και πρωτοφειλετριας ως άνω ανώνυμης εταιρίας, και των Α.Κ., Α.Κ., Ε.Κ., Π.Κ., και του ανακόπτοντος, ως εγγυητών για την αύξηση του πιστωτικού ορίου στα ποσά των 80.000.000 δρχ. και 100.000.000 δρχ. αντίστοιχα, αναφέρεται ότι «Ο εγγυητής, έχων πλήρη γνώσιν των προεκτεθέντων και αποδεχόμενος ανεπιφυλάκτως πάντα ταύτα, εγγυάται προς την Τράπεζαν την εμπρόθεσμον και ολοκληρωτικών εξόφλησιν παντός χρεωστικού υπολοίπου της διά των ανωτέρω μνημονευομένων συμβάσεων και της παρούσης συμβάσεως συνομολογουμένης πιστώσεως, πλέον των, κατά τους όρους των συμβάσεων τούτων, τόκων, προμηθειών, επιβαρύνσεων και εξόδων και εν γένει την παρά του Πιστούχου (πρωτοφειλέτου) εκπλήρωσιν απασών των διά των ως είρηται συμβάσεων αναλαμβανομένων υποχρεώσεων, ενεχόμενος εις ολόκληρον μετ’ αυτού και ως αυτοφέιλέτης ………… Ο Εγγυητής παραιτείται της ενστάσεως διζήσεως, ………… Πάσα και εν τω μέλλοντι γενησόμενη υπό του Πιστούχου αναγνώρισης της οφειλής υποχρεώνει και τον Εγγυητή». Επομένως, συνεπεία του προαναφερόμενου συμβατικού όρου η δυνάμει της από 28-12-2001 επιστολή της πιστούχου εταιρίας αναγνώριση του προκύψαντος χρεωστικού υπολοίπου κατά την ως άνω ημερομηνία δεσμεύει και τον ανακόπτοντα εγγυητή. Εξάλλου, στο προοίμιο αμφότερων των ως άνω αυξητικών συμβάσεων μνημονεύονται τα στοιχεία της αρχικής και των μεταγενέστερων αυτής αυξητικών συμβάσεων, οι οποίες προηγήθηκαν, ενώ αναγράφεται σε αυτές ότι «δια την παρούσαν αύξηση της άνω πίστωσης ισχύουν πάντες οι εν ταις ρηθείσες συμβάσεις και πρόσθετες πράξεις όροι και λοιπές συμφωνίες». Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι η κύρια οφειλή για την εξασφάλιση της οποίας δόθηκε η εγγύηση από μέρους του ανακόπτοντα απορρέει από την υπ’ αριθμ. 565/6-11-1986 αρχική σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως, άρα η σύμβαση εγγύησης, που καταρτίστηκε με τις υπ’ αριθμ. 565/10/14-6-1996, 565/11/2-10-1997 αυξητικές της πίστωσης συμβάσεις, διέπεται από τους όρους της αρχικής σύμβασης, στους οποίους γίνεται παραπομπή κατά τα ανωτέρω και των οποίων (όρων, μεταξύ των οποίων και ο υπ’ αριθμ. 9 όρος της αρχικής σύμβασης) ο ανακόπτων έλαβε γνώση και αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα, κατά την ως άνω δήλωση του. Επομένως, τα προαναφερόμενα αποσπάσματα αποτελούν πλήρη απόδειξη της απαίτησης της καθ’ ης και έναντι του ανακόπτοντα, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του τρίτου λόγου της ανακοπής στο σύνολο του.
Συνακόλουθα, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής (άρθρο 633 παρ. 1 ΚΠολΔ), και να καταδικασθεί ο ανακόπτων στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ής η ανακοπή (176 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. Απορρίπτει την ανακοπή.
Επικυρώνει την υπ’ αριθμ. 4838/2006 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον ανακόπτοντα στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ής η ανακοπή, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.