ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 11920/2005 14106/2007

Επίδομα ειδικής απασχόλησης των αστυνομικών υπαλλήλων (ΕΛ.ΑΣ)- Ίση μεταχείριση με ομοιόβαθμους στρατιωτικούς υπαλλήλους με τους οποίους τελούν υπό παρόμοιες υπηρεσιακές συνθήκες- Παραγραφή – Άρθρο 4 Συντάγματος- ν. 2800/2000 – ν. 2448/1996- ν. 2362/1995- ν. 2683/1999.

Οι δύο αποφάσεις που προμνημονεύονται έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι, επί ομοίων αγωγών των εναγόντων αστυνομικών υπαλλήλων κατά του δημοσίου, απεφάνθησαν για το ίδιο ζήτημα η μεν μία (11920), ορθώς, ότι η διάφορος μεταχείριση αντίκειται στην αρχή της ισότητας την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η δε άλλη (14106) ότι δεν αντίκειται.

*

Δικαστές: Αρτεμησία Δαρατσιανού, Πρωτοδίκης ΔΔ (Απόφ. 11920) –   Ηλίας Σαπουνάς, Πρωτοδίκης ΔΔ (Απόφ. 14106).

Δικηγόροι του γραφείου μας:  Κυριάκος Μακαρώνας,  Κωνσταντίνος Πολιτικός, Χαράλαμπος Σταμέλος.

*     *     *     *     *

[Αριθμός απόφασης 11920/2005]

Η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», αποτελεί νομικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που βρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη, κατά την ενάσκηση της λειτουργίας που αναθέτουν σ1 αυτόν οι οικείες συνταγματικές διατάξεις, όσο και τη διοίκηση, όταν προβαίνει σε ρυθμίσεις ή παίρνει μέτρα που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα. Η παραβίαση της παραπάνω αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας τους, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός πάνω σε ίσους όρους. Κατά τον έλεγχο αυτό, που είναι έλεγχος ορίων και όχι των επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, γίνεται αποδεκτό ότι ο κοινός νομοθέτης (ή η κατ’ εξουσιοδότηση νομοθετούσα διοίκηση) μπορεί να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, στηριζόμενος πάνω σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης, για την οποία κάθε φορά πρόκειται. Πρέπει όμως, κατά την επιλογή των διάφορων τρόπων ρύθμισης, να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με την μορφή της επιβολής μιας αδικαιολόγητης επιβάρυνσης (σχ. ΣτΕ 2860/1993, 7μελούς), όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων, ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες με βάση εντελώς τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (σχ. ΣτΕ 1184/2001, ΣτΕ 3582/1996, 7μελούς, κ.α.) ή, αντίθετα, τη διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρόμοιων καταστάσεων (σχ. ΣτΕ 3587/1997, 3582/1996 επταμ.)• Εάν δε το δικαστήριο, κατά τον έλεγχο συνταγματικότητας της εφαρμοστέας διάταξης, διαπιστώσει παράβαση της αρχής της ισότητας που θα συνίσταται στη θέσπιση ειδικής ρύθμισης, ευνοϊκής για ορισμένη κατηγορία προσώπων, από την οποία, όμως, αποκλείστηκαν, ρητά ή σιωπηρά, πρόσωπα που ανήκουν σε άλλη κατηγορία αλλά τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες με τα πρόσωπα που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, στην οποία αναφέρεται η σχετική ρύθμιση, τότε το δικαστήριο, προς άρση της διαπιστωθείσας αντισυνταγματικότητας, οφείλει να προβεί σε επέκταση της εφαρμογής της ειδικής ρύθμισης και στην κατηγορία των προσώπων που αποκλείστηκαν (σχ. ΣτΕ 1743/2000).
Περαιτέρω, ο ν. 1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημοσίας Τάξης» (Φ.Ε.Κ. Α1 152), ορίζει στο άρθρο 1, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, πριν από την κατάργηση του από το άρθρο 30 του ν. 2800/2000, με το οποίο επίσης καταργήθηκαν και τα παρακάτω άρθρα 3 και 4 -6 του ίδιου νόμου, ότι : «Το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και των νόμων, έχει ως αποστολή : α. Να κατοχυρώνει και να διατηρεί τη δημόσια τάξη. β. Να προστατεύει τη δημόσια και κρατική ασφάλεια, γ. Να εξασφαλίζει την πολιτική άμυνα της χώρας. δ. Να συμμετέχει στην εξασφάλιση της εθνικής άμυνας σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις», στο άρθρο 3, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ότι : «1. Η Ελληνική Αστυνομία αποτελεί ιδιαίτερο ένοπλο Σώμα, λειτουργεί με τους δικούς της οργανικούς νόμους και δεν εφαρμόζονται για το προσωπικό της οι διατάξεις που αφορούν τους δημόσιους πολιτικούς υπαλλήλους. Από τη φύση της αποστολής της είναι στρατιωτικά οργανωμένη και εφοδιάζεται με τα αναγκαία μέσα -και οπλισμό για την εκτέλεση των καθηκόντων της. Το αστυνομικό προσωπικό έχει στρατιωτική ιεραρχία και πειθαρχία. 2. Όλες οι υπηρεσίες και το προσωπικό του Υπουργείου    Δημόσιας Τάξης τελούν σε διαρκή ετοιμότητα για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, την περιφρούρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος και της έννομης τάξης και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών, πάντοτε σύμφωνα με τους νόμους και τις εντολές της εκλεγμένης από το λαό κυβέρνησης. Το προσωπικό θεωρείται ότι βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία σε κάθε περίπτωση που καθίσταται αναγκαία η παρέμβαση του. 3. Το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας εκπαιδεύεται στη χρήση όπλων και ειδικών μέσων και μηχανημάτων και φέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του σύγχρονο οπλισμό. 4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Δημόσιας Τάξης το αστυνομικό προσωπικό εκπαιδεύεται και στις σχολές και τα κέντρα εκπαίδευσης των ενόπλων δυνάμεων», στο άρθρο 4, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ότι : «1. Ο κλάδος αστυνομίας τάξης έχει ως ειδικότερη αποστολή να εξασφαλίζει τη δημόσια ειρήνη και ευταξία και την απρόσκοπτη κοινωνική διαβίωση των πολιτών. 2. Ο κλάδος αστυνομίας τάξης περιλαμβάνει τις ακόλουθες διευθύνσεις : α. Διεύθυνση γενικής αστυνόμευσης, β. Διεύθυνση τροχαίας. 3. Στην άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης περιλαμβάνονται : α. Η προστασία των ατομικών ελευθεριών του πολίτη, β. Η τήρηση της τάξης στους δημόσιους χώρους, στις δημόσιες συγκεντρώσεις και συναθροίσεις, γ. Η φροντίδα για την τήρηση των νόμων με τους οποίους ανατίθενται στην Ελληνική Αστυνομία καθήκοντα σύμφωνα με την αποστολή του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης. δ. Ο έλεγχος της λειτουργίας δημόσιων κέντρων, θεαμάτων και καταστημάτων, ε. Η παράσταση στις συνεδριάσεις των δικαστηρίων και η εκτέλεση των μεταγωγών των κρατουμένων, στ. Η μέριμνα για την εφαρμογή της τουριστικής νομοθεσίας, ζ. Η φροντίδα για την εφαρμογή των αγορανομικών διατάξεων, η. Ο έλεγχος των τιμών των προϊόντων, της καταλληλότητας των τροφίμων και η δίωξη της νοθείας, θ. Η εξασφάλιση της αγροτικής ασφάλειας και ειδικότερα η φρούρηση των αγροτικών κτημάτων, η προανάκριση για τα αγροτικά αδικήματα και η δίωξη και εκδίκαση των αγροτικών αδικημάτων σε βαθμό πταίσματος. 4. Στην άσκηση της αστυνομίας τροχαίας περιλαμβάνονται : α. Η ρύθμιση της κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων στους δρόμους και στους λοιπούς δημόσιους χώρους, β. Η φροντίδα για την εφαρμογή του κώδικα οδικής κυκλοφορίας και των λοιπών διατάξεων, γ. Η διενέργεια προανακρίσεων για τα τροχαία ατυχήματα», στο άρθρο 5, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ότι : «1. Ο κλάδος της αστυνομίας ασφάλειας έχει ως ειδικότερη αποστολή την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης. 2. Ο κλάδος της αστυνομίας ασφάλειας περιλαμβάνει τις ακόλουθες διευθύνσεις : α. Διεύθυνση δημόσιας ασφάλειας, β. Διεύθυνση κρατικής ασφάλειας, γ. Διεύθυνση διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας. 3. Στα πλαίσια του κλάδου ασφάλειας λειτουργούν σύμφωνα με τις υφιστάμενες διατάξεις και οι ακόλουθες αυτοτελείς υπηρεσίες, υπαγόμενες απευθείας στον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, α. Υπηρεσία ασφάλειας Προέδρου Δημοκρατίας, β. Υπηρεσία ασφάλειας Βουλής των Ελλήνων, γ. Υπηρεσία ασφάλειας Προέδρου της Κυβέρνησης. 4. Στην άσκηση της αστυνομίας δημόσιας ασφάλειας περιλαμβάνονται : α. Η φροντίδα για την πρόληψη και την καταστολή του κοινού εγκλήματος, β. Ο έλεγχος και η δίωξη της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών, γ. Η δίωξη του λαθρεμπορίου και της αρχαιοκαπηλίας. δ. Η φροντίδα για την εφαρμογή των διατάξεων περί λεσχών, παιγνίων και ηθών. ε. Η επιτήρηση και ο έλεγχος των τόπων όπου συχνάζουν οι ύποπτοι διάπραξης κοινών εγκλημάτων, στ. Η αναζήτηση διωκομένων ή εξαφανισθέντων προσώπων και κλεμμένων αντικειμένων, ζ. Η αναζήτηση και σύλληψη των λιποτακτών ή των ανυπότακτων, η. Η αντιμετώπιση των πράξεων βίας και τρομοκρατίας, θ. Η προστασία του εθνικού νομίσματος και συναλλάγματος, ι. Η χρησιμοποίηση επιστημονικών και τεχνικών μεθόδων διαλεύκανσης των εγκλημάτων, ια. Η συνεργασία με διεθνείς αστυνομικούς οργανισμούς και τις αστυνομίες ξένων χωρών. 5. Στην άσκηση της αστυνομίας κρατικής ασφάλειας περιλαμβάνονται : α. Η προστασία των επίσημων προσώπων, Ελλήνων και αλλοδαπών, που διαμένουν στη χώρα. β. Η παρακολούθηση και ο  έλεγχος της διακίνησης, παραμονής και εργασίας των αλλοδαπών στη χώρα. γ. Η προστασία, σύμφωνα με το Σύνταγμα, του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος από κάθε υπονομευτική ενέργεια», στο άρθρο 6, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ότι : «1. Ο κλάδος πολιτικής άμυνας έχει ως ειδικότερη αποστολή, να αντιμετωπίζει, σε συνεργασία με τις συναρμόδιες αρχές και υπηρεσίες, κάθε έκτακτη ανάγκη που προκύπτει αττό θεομηνίες και ατυχήματα ή άλλες καταστροφές σε περίοδο ειρήνης ή πολέμου. 2. Ο κλάδος πολιτικής άμυνας περιλαμβάνει : α. Το Πυροσβεστικό Σώμα. β. Τη διεύθυνση πολιτικής κινητοποίησης. 3. Η οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών του Πυροσβεστικού Σώματος διέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν πριν από την έναρξη εφαρμογής αυτού του νόμου. 4. Στην πολιτική κινητοποίηση περιλαμβάνονται : α. Η οργάνωση, σε συνεργασία με τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, ομάδων αυτοπροστασίας στους δήμους και τις κοινότητες και η εκπαίδευση των ομάδων αυτών στην αντιμετώπιση πυρκαϊών και λοιπών καταστροφών, β. Η εγκατάσταση, η συντήρηση και η λειτουργία συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης (συναγερμού) του πληθυσμού σε περιπτώσεις έκτακτων αναγκών, γ. Η τήρηση ενημερωμένων καταλόγων των μέσων και των υλικών που χρησιμεύουν στην αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών και η διενέργεια επιτάξεων, όταν προκύπτει ανάγκη, δ. Η υποβοήθηση των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης για την εξεύρεση ή κατασκευή κατάλληλων καταφυγίων προστασίας του πληθυσμού σε έκτακτες ανάγκες, ε. Η εκπόνηση σχεδίων εκκένωσης περιοχών και μεταφοράς πληθυσμού, υπηρεσιών και ζωτικής σημασίας αγαθών, στ. Η κατάρτιση και η εφαρμογή σχεδίων πολιτικής κινητοποίησης σε συνεργασία με τους συναρμόδιους φορείς», στο άρθρο 17 ότι : «1. Στρατονομικά αποσπάσματα είναι δυνατό να συγκροτούνται κατά τη διάρκεια πολέμου από αστυνομικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, με απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Τάξης και Εθνικής Αμυνας. Με την απόφαση ορίζεται η σύνθεση τους και η στρατιωτική μονάδα υπό την οποία υπάγονται. 2…. 4. Σε πόλεις όπου δεν εδρεύει μόνιμα στρατιωτική μονάδα μπορεί να ανατίθενται καθήκοντα φρουράρχου σε αξιωματικό της Ελληνικής Αστυνομίας με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Δημόσιας Τάξης», στο άρθρο 18 ότι : «1. … 8 (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 2018/1992, Φ.Ε.Κ. Α’ 33). 0} δυνάμεις της Ελληνικής Αστυνομίας μετέχουν ενεργά στην εξασφάλιση της Εθνικής Άμυνας, σε συνεργασία με τις Ένοπλες Δυνάμεις, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του ν. 660/1977 (Φ.Ε.Κ. 218 Α’). 9. Σε περίπτωση που η χώρα ή τμήμα της κηρύσσεται σε κατάσταση πολιορκίας, όπως ορίζει το Σύνταγμα, οι κατά τόπους αστυνομικές υπηρεσίες υπάγονται στους στρατιωτικούς διοικητές σύμφωνα με το νόμο για την κατάσταση πολιορκίας» και στο άρθρο 36 ότι : «1. Οι αποδοχές του αστυνομικού προσωπικού καθορίζονται από το νόμο για το μισθολόγιο των στρατιωτικών. Η μισθολογική αντιστοιχία του αστυνομικού προσωπικού προς τους στρατιωτικούς του στρατού ξηράς έχει ως εξής : ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ : αντιστράτηγος – Αρχηγός, αντιστράτηγος αστυνομίας, υποστράτηγος αστυνομίας, αστυνομικός διευθυντής, αστυνομικός υποδιευθυντής, αστυνόμος α, αστυνόμος β, υπαστυνόμος, ανθυπαστυνόμος, αρχιφύλακας, αστυφύλακας. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟΥ ΞΗΡΑΣ : αντιστράτηγος -Αρχηγός Γ.Ε.Σ., αντιστράτηγος, υποστράτηγος, συνταγματάρχης, αντισυνταγματάρχης, ταγματάρχης, λοχαγός, υπολοχαγός, ανθυπασπιστής, αρχιλοχίας, λοχίας. 2…». Ακολούθως, με το ν. 2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’ 41/29.2.2000) ορίστηκε στο άρθρο 1 ότι : «Το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και των νόμων, έχει ως αποστολή : α. Την κατοχύρωση και διατήρηση της δημόσιας τάξης. β. Την προστασία της δημόσιας και κρατικής ασφάλειας, γ. Την πυρασφάλεια, δασοπυρόσβεση και αγροτική ασφάλεια, δ. Την εξασφάλιση της πολιτικής άμυνας»της χώρας. ε. Τη συμμετοχή στην εξασφάλιση της εθνικής άμυνας σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις», στο άρθρο 2 ότι: «1. … 3. Στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης υπάγονται : α. Η Ελληνική Αστυνομία, β. Το Πυροσβεστικό Σώμα. γ. Η Διεύθυνση Παλλαϊκής Άμυνας (Π.ΑΜ.) – Πολιτικής Σχεδίασης Έκτακτης Ανάγκης (Π.Σ.Ε.Α.). δ. Η Διεύθυνση Αγροφυλακής», στο άρθρο 8 ότι : «1. Η Ελληνική Αστυνομία είναι Σώμα Ασφάλειας με τοπική αρμοδιότητα σε όλη την επικράτεια, εκτός από τους χώρους για τους οποίους ειδικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα του Λιμενικού Σώματος και έχει ως αποστολή : α. Την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης και τροχαίας, β. Την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας και κρατικής ασφάλειας. 2. Η Ελληνική Αστυνομία συμμετέχει στην αντιμετώπιση κάθε έκτακτης ανάγκης που προκύπτει από θεομηνίες και ατυχήματα ή άλλες καταστροφές σε περίοδο ειρήνης ή πολέμου, σε συνεργασία με τις συναρμόδιες αρχές και Υπηρεσίες, καθώς και στην εξασφάλιση της εθνικής άμυνας, σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις. 3. Η άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης περιλαμβάνει ιδίως : α. Τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας και την παροχή έννομης προστασίας στους πολίτες και συνδρομής στις αρχές. β. Την τήρηση της τάξης στους δημόσιους χώρους και στις δημόσιες συγκεντρώσεις και συναθροίσεις και την προστασία των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων των πολιτών κατά τις εκδηλώσεις αυτές. γ. Τον έλεγχο της λειτουργίας δημόσιων κέντρων, θεαμάτων και καταστημάτων, δ. Την τήρηση της τάξης στις συνεδριάσεις των δικαστηρίων και τις μεταγωγές των κρατουμένων, ε. Τον έλεγχο της τήρησης της αγορανομικής και τουριστικής νομοθεσίας. 4. Η άσκηση της αστυνομίας τροχαίας περιλαμβάνει : α. Τη ρύθμιση της κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων στους δρόμους και στους λοιπούς δημόσιους χώρους, β. Τη μέριμνα για την εφαρμογή του κώδικα οδικής κυκλοφορίας και των λοιπών διατάξεων που σχετίζονται με την κυκλοφορία πεζών και οχημάτων, γ. Τη διερεύνηση των τροχαίων ατυχημάτων. 5. Η άσκηση της αστυνομίας δημόσιας ασφάλειας περιλαμβάνει ιδίως : α. Τη δίωξη των εγκλημάτων κατά της ζωής, της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων, β. Τον έλεγχο και τη δίωξη της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών, γ. Τη δίωξη του λαθρεμπορίου και της αρχαιοκαπηλίας. δ. Τη μέριμνα για την προστασία των ανηλίκων και την εφαρμογή των διατάξεων για τα ήθη. ε. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τα υπομνήματα και την προστασία του εθνικού νομίσματος και συναλλάγματος, στ. Την επιτήρηση των τόπων όπου συχνάζουν οι ύποπτοι διάπραξης εγκλημάτων και τον έλεγχο των προσώπων αυτών. ζ. Την αναζήτηση εξαφανισθέντων προσώπων και απολεσθέντων και κλεμμένων αντικειμένων, η. Την αναζήτηση και σύλληψη των διωκόμενων προσώπων. 6. Η άσκηση της αστυνομίας κρατικής ασφάλειας περιλαμβάνει ιδίως : α. Την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, β. Την προστασία των επίσημων προσώπων, Ελλήνων και αλλοδαπών, που βρίσκονται στη χώρα. γ. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την είσοδο, παραμονή και εργασία των αλλοδαπών στη χώρα. δ. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τα όπλα και τις εκρηκτικές ύλες. 7. Η Ελληνική Αστυνομία για την εκπλήρωση της αποστολής της : α. Χρησιμοποιεί επιστημονικές και τεχνικές μεθόδους διαλεύκανσης των εγκλημάτων και διαθέτει εγκληματολογικά εργαστήρια, τα οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους και σε άλλες αρχές. β. Συνεργάζεται με τις αντίστοιχες αρχές και Υπηρεσίες των άλλων χωρών και συμμετέχει στο Διεθνή Οργανισμό Εγκληματολογικής Αστυνομίας (Δ.Ο.Ε.Α. – INTERPO1), στην Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (EUROPOL), καθώς και στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που χειρίζονται θέματα αστυνομικής φύσης. 8. Η έκταση των αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Αστυνομίας που εμπίπτουν στα κατά τις προηγούμενες παραγράφους του άρθρου αυτού θέματα της αποστολής της, προσδιορίζεται από τις ισχύουσες κάθε φορά για τα θέματα αυτά διατάξεις», στο άρθρο 9 ότι : «1. Η Ελληνική Αστυνομία αποτελεί ιδιαίτερο ένοπλο Σώμα Ασφάλειας και λειτουργεί με τους δικούς της οργανικούς νόμους. Για την εκτέλεση της αποστολής της εφοδιάζεται με τα αναγκαία μέσα και εξοπλισμό. Το αστυνομικό προσωπικό της έχει ιδιαίτερη ιεραρχία, αντίστοιχη της στρατιωτικής, και δικούς του κανόνες πειθαρχίας και δεν εφαρμόζονται στο προσωπικό αυτό οι διατάξεις που αφορούν τους δημόσιους πολιτικούς υπαλλήλους. 2. Όλες οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και το προσωπικό της τελούν σε διαρκή ετοιμότητα για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και της έννομης τάξης και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών. Το αστυνομικό προσωπικό, οι συνοριακοί φύλακες και οι ειδικοί φρουροί θεωρούνται ότι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία, σε κάθε περίπτωση που καθίσταται αναγκαία η παρέμβαση τους. 3. Το προσωπικό του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου εκπαιδεύεται στη χρήση όπλων και ειδικών μέσων και μηχανημάτων και φέρει για την άσκηση των καθηκόντων του κατάλληλο οπλισμό, εφόδια και μέσα. 4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Δημόσιας Τάξης, το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας δύναται να εκπαιδεύεται και στις σχολές και τα κέντρα εκπαίδευσης των ενόπλων δυνάμεων». Από τις παρατεθείσες διατάξεις του ν. 1481/1984, με τον οποίο καταργήθηκαν η Αστυνομία Πόλεων και η Ελληνική Χωροφυλακή ως αυτοτελή σώματα και συστάθηκε η Ελληνική Αστυνομία ως ενιαίο σώμα ασφάλειας, καθώς και αυτές του ν. 2800/2000, συνάγεται ότι η Ελληνική Αστυνομία, εκτός από τα αμιγώς αστυνομικά της καθήκοντα, έχει ευρύτερη αποστολή, βοηθητική των Ενόπλων Δυνάμεων της Χώρας, αφού μετέχει ενεργά στην εξασφάλιση της εθνικής άμυνας της χώρας σε συνεργασία με τις Ένοπλες Δυνάμεις και, ως εκ τούτου, συνιστά στρατιωτική υπηρεσία, οι δε ανήκοντες στο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας είναι στρατιωτικοί και όχι πολιτικοί υπάλληλοι (σχ. ΟλΣτΕ 2649/1987, ΣτΕ 3587/1997). Συνεπώς τελούν, κατ’ αρχήν, υπό παρόμοιες υπηρεσιακές συνθήκες με τους στρατιωτικούς υπαλλήλους των Ενόπλων Δυνάμεων (σχ. ΣτΕ 2797/1999, 466/1999). Για το λόγο αυτό, άλλωστε, οι αποδοχές των δύο παραπάνω κατηγοριών υπαλλήλων ρυθμίζονται ενιαία, ώστε να διέπονται από το ίδιο μισθολογικό καθεστώς και οι μηνιαίες αποδοχές τους να ορίζονται με τον ίδιο τρόπο. Ακόμη, ο ν. 2448/1996 «Μισθολογικές ρυθμίσεις μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος» (Φ.Ε.Κ. Α’ 279) ορίζει στο άρθρο 2, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ότι: «Πέρα από το μηνιαίο μισθό του προηγούμενου άρθρου παρέχονται και τα εξής επιδόματα κατά μήνα: 1. … 4. Ειδικής Απασχόλησης για την Εθνική Άμυνα, Δημόσια Τάξη και Ασφάλεια που ορίζεται, κατά περίπτωση, ως εξής : α. Εθνικής Άμυνας για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων : αα (όπως η περίπτωση αα αντικαταστάθηκε από το άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 2592/1998, Φ.Ε.Κ. Α’ 57/18.3.1998). Για ανώτατους αξιωματικούς σε εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) δραχμές από 1.1.1997 και σε εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) δραχμές από 1.1.1998 και για λοιπούς αξιωματικούς και ανθυπασπιστές σε εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) δραχμές από 1.1.1997 και σε ογδόντα πέντε χιλιάδες (85.000) δραχμές από 1.1.1998. ββ. Για υπαξιωματικούς και μόνιμους στρατιώτες σε πενήντα πέντε χιλιάδες (55.000) δραχμές από 1.1.1997 και σε εξήντα πέντε χιλιάδες (65.000) δραχμές από 1.1.1998. β. Δημόσιας Τάξης και Ασφαλείας για το αστυνομικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας καθώς και για το προσωπικό του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος : αα (όπως η περίπτωση αα αντικαταστάθηκε από το άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 2592/1998). Για ανώτατους αξιωματικούς σε πενήντα πέντε χιλιάδες (55.000) δραχμές από 1.1.1997 και σε εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) δραχμές από 1.1.1998 και για λοιπούς αξιωματικούς και ανθυπαστυνόμους ή αντίστοιχους σε πενήντα πέντε χιλιάδες (55.000) δραχμές από 1.1.1997 και σε εξήντα πέντε χιλιάδες (65.000) δραχμές από 1.1.1998. ββ. Για υπαξιωματικούς και αστυφύλακες ή αντίστοιχους σε τριάντα πέντε χιλιάδες (35.000) δραχμές από 1.1.1997 και σε σαράντα πέντε χιλιάδες (45.000) δραχμές από 1.1.1998. Από τη χορήγηση του ανωτέρω επιδόματος εξαιρούνται οι τελούντες σε κατάσταση πολεμικής ή μόνιμης διαθεσιμότητας και οι έφεδροι και δόκιμοι έφεδροι αξιωματικοί και οπλίτες θητείας και βραχείας ανακατάταξης (μέχρι τριών ετών). … 8. Τα επιδόματα των παραγράφων 4, 5, καθώς και τα έξοδα παράστασης της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου καταβάλλονται μόνο για το χρονικό διάστημα που οι δικαιούχοι αυτών βρίσκονται σε ενέργεια και δεν υπολογίζονται στις τρίμηνες αποδοχές. 9. …». Από τις παρατεθείσες διατάξεις του ν. 2448/1996, σε συνδυασμό με την οικεία εισηγητική έκθεση, συνάγεται ότι χορηγήθηκε στο στρατιωτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων καθώς και της Ελληνικής Αστυνομίας μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης, το οποίο είναι συνάρτηση του χώρου, των συνθηκών και του τρόπου απασχόλησης (βλ. εισηγητική έκθεση) και το μηνιαίο ύψος του οποίου εξαρτάται από το βαθμό των δικαιούχων, περαιτέρω δε, προβλέφθηκαν και ορισμένες εξαιρέσεις ως προς τη χορήγηση του επιδόματος αυτού. Όμως, το ποσό του μηνιαίου επιδόματος που χορηγήθηκε στο στρατιωτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων είναι υψηλότερο κατά 20.000 δραχμές και ήδη 58,69 ευρώ (πλην του ποσού του επιδόματος αυτού που χορηγήθηκε στους ανώτατους αξιωματικούς από 1.1.1998 και εξής, που είναι υψηλότερο κατά 25.000 δραχμές και ήδη 73,37 ευρώ) από αυτό που χορηγήθηκε στους ομοιόβαθμους στρατιωτικούς υπαλλήλους της Ελληνικής Αστυνομίας. Ως εκ τούτου, εφόσον οι υπηρεσιακές συνθήκες υπό τις οποίες τελεί το στρατιωτικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας είναι παρόμοιες προς αυτές των στρατιωτικών υπαλλήλων των Ενόπλων Δυνάμεων, η παράγραφος 4 του άρθρου 2 του ν. 2448/1996, κατά το μέρος με το οποίο χορηγεί στο στρατιωτικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης χαμηλότερο από αυτό του στρατιωτικού προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων, παραβιάζει την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, εφόσον με τη ρύθμιση αυτή εχώρησε διαφορετική μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό παρόμοιες συνθήκες. Προς άρση δε της αντισυνταγματικότητας αυτής απαιτείται, κατά τα αναφερθέντα, η χορήγηση μηνιαίου επιδόματος ειδικής απασχόλησης και στο στρατιωτικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας σε ποσό ίσο με αυτό που χορηγείται στο στρατιωτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων.
Τέλος, ο ν. 2,362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’ 247), ορίζει στο άρθρο 90 παρ. 3 ότι: «Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεως της», στο άρθρο 91 ότι : «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. …», στο άρθρο 93 ότι: «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο : α) Με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο, β) Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του Διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως. …», στο άρθρο 107 παρ. 1 ότι : «Οι διατάξεις του παρόντος νόμου περί παραγραφής εφαρμόζονται επί απαιτήσεων που γεννώνται μετά την έναρξη της ισχύος του. …» και στο άρθρο 119 ότι: «Ο νόμος αυτός αρχίζει να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1996, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στις επί μέρους διατάξεις». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με την οικεία εισηγητική έκθεση, στην οποία αναφέρεται ότι οι παράγραφοι 3 και 5 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, που αφορούν στην παραγραφή απαιτήσεων δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων, αποτελούν επανάληψη ισχύοντος δικαίου (άρθρα 91 και 92 του ν.δ 321/1969), συνάγεται ότι απαιτήσεις υπαλλήλων του Δημοσίου, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσης απολαβές και γεννώνται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2362/1995 (1.1.1996), παραγράφονται μετά διετία, η οποία εξακολουθεί να αρχίζει, σύμφωνα με το άρθρο 91 του νόμου αυτού, που καθορίζει και την αφετηρία της παραγραφής, από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη τους (σχ. ΑΠ 1726/2002). Επίσης, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι όταν η απαίτηση (σε περίπτωση παροχής που καταβάλλεται περιοδικά) εκτείνεται σε περισσότερα του ενός οικονομικά έτη, στο τέλος κάθε οικονομικού έτους αρχίζει η παραγραφή εκείνου μόνον του τμήματος της απαίτησης, το οποίο αφορά στις περιοδικές παροχές επί των οποίων η αξίωση γεννήθηκε και ήταν δικαστικώς επιδιώξιμη εντός του λήγοντος οικονομικού έτους (σχ. ΣτΕ 1904/2000).
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής : Οι ενάγοντες, εβδομήντα (70) συνολικά, είναι μόνιμοι υπάλληλοι του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, που υπηρετούν, ήδη από το έτος 1982, στην Ελληνική Αστυνομία (στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής -Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής), με τον βαθμό του Αρχιφύλακα (οι 1 – 8, 10 -16, 20 – 22, 25 – 26, 29, 31 – 32, 34, 36 – 47, 49 – 50, 52 – 54, 57 – 59, 62 – 64, 66 – 67 και 70, με τη σειρά που αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής) και του Ανθυπαστυνόμου (οι 9, 17- 19, 23-24, 27-28, 30, 33, 35,48, 51, 55-56, 60-61, 65, 68 – 69), όπως όλα τα παραπάνω προκύπτουν από ισάριθμες υπηρεσιακές βεβαιώσεις που οι ενάγοντες προσκομίζουν και επικαλούνται. Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 31.12.2003 οι ενάγοντες ελάμβαναν μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 εδάφιο β του ν. 2448/1996, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, δηλαδή χαμηλότερο κατά το ποσό των 20.000 δραχμών και ήδη των 58,69 ευρώ μηνιαία, από αυτό που ελάμβαναν οι ομοιόβαθμοί τους στρατιωτικοί υπάλληλοι των Ενόπλων Δυνάμεων σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 εδάφιο α του πιο πάνω νόμου. Για το λόγο αυτό, με την 658215/12ος.2002 αίτηση τους προς τη Διεύθυνση Διαχείρισης Χρηματικού της Ελληνικής Αστυνομίας ζήτησαν να χορηγηθεί και σε αυτούς, από 1.1.2000 και εξής, μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης σε ποσό ίσο με αυτό που χορηγείται στο στρατιωτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων (σχ. η από 10.5.2005 βεβαίωση του Προέδρου της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Αττικής). Όμως, επί της πιο πάνω αίτησης δεν έλαβαν απάντηση.
Ήδη με την αγωγή, όπως παραδεκτώς αναπτύσσεται με το από 31.5.2005 νομότυπα κατατεθειμένο υπόμνημα, καθώς και συμπληρωματικό υπόμνημα -αντίκρουση, ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλλει, σε κάθε έναν από αυτούς, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση καταβολής κάθε επιμέρους μηνιαίας δόσης, αλλιώς από την κατάθεση, αλλιώς από την επίδοση της αγωγής, ποσό 2.817,12 ευρώ, ως διαφορά μεταξύ του επιδόματος ειδικής απασχόλησης του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 2448/1996 που έλαβαν και εκείνου που, κατά την άποψη τους, θα έπρεπε να λάβουν κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 – 31.12.2003 (48 μήνες) και να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 εδ. β του ν. 2448/1996, κατά το μέρος της που χορηγεί σε αυτούς μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης χαμηλότερο κατά το ποσό των 58,69 ευρώ από αυτό που χορηγείται στους ομοιόβαθμούς τους στρατιωτικούς υπαλλήλους των Ενόπλων Δυνάμεων, παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι οδηγεί σε άνιση μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό παρόμοιες συνθήκες υπηρεσιακής κατάστασης. Περαιτέρω, ότι δικαιούνται μηνιαίου επιδόματος ειδικής απασχόλησης ισόποσου προς αυτό των στρατιωτικών υπαλλήλων των Ενόπλων Δυνάμεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 119 (ήδη άρθρο 141) της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣυνθΕΚ), αλλιώς, επικουρικά, σύμφωνα με τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 904 επ.)./Εξ άλλου το εναγόμενο, με την 236211/8/4-Α/11.5.2005 έκθεση απόψεων το από 6.6.2005 νομότυπα κατατεθειμένο υπόμνημα, ζητά την απόρριψη της αγωγής ως νόμω και ουσία αβάσιμης. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι η χορήγηση στους υπηρετούντες στην Ελληνική Αστυνομία μηνιαίου επιδόματος ειδικής απασχόλησης χαμηλότερου από αυτό που χορηγείται στους ομοιόβαθμούς τους στρατιωτικούς υπαλλήλους των Ενόπλων Δυνάμεων δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, καθόσον οι δύο παραπάνω κατηγορίες υπαλλήλων έχουν διαφορετικό έργο και αποστολή και παρέχουν τις υπηρεσίες  τους υπό διαφορετικές συνθήκες. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως  νόμω και ουσία αβάσιμος, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επίσης, υποστηρίζει ότι για τη σωστή εφαρμογή της αρχής της ισότητας θα πρέπει να γίνεται σύγκριση του συνόλου των μισθολογικών ρυθμίσεων που αφορούν στις δύο αυτές κατηγορίες υπαλλήλων και όχι αναφορά σε διατάξεις που χορηγούν επί μέρους παροχές σ1 αυτούς, κατά συνέπεια, εφόσον στους υπηρετούντες στην Ελληνική Αστυνομία καταβάλλεται αποζημίωση για κάθε ημέρα απασχόλησης πέραν του πενθημέρου, ύψους 20.000 δραχμών μηνιαία περίπου, την οποία δεν λαμβάνουν τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, η διαφοροποίηση στο ύψος του μηνιαίου επιδόματος ειδικής απασχόλησης μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών υπαλλήλων είναι δικαιολογημένη. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, εφόσον για την εφαρμογή της αρχής της ισότητας, κατά πάγια νομολογία, κρίσιμο είναι να συντρέχουν οι αυτές ή παρόμοιες συνθήκες που δικαιολογούν τη χορήγηση της επί μέρους παροχής, ανεξάρτητα από το ύψος των συνολικών αποδοχών των υπό σύγκριση κατηγοριών (σχ. ΣτΕ 1743/2000, 2797/1999). Περαιτέρω, το εναγόμενο υποστηρίζει ότι ο απαιτήσεις των εναγόντων του χρονικού διαστήματος από 1.1.2000 έως 31.12.2001 έχουν παραγραφεί, σύμφωνα με τη συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 και 42 του ν. 2683/1999 (Φ.Ε.Κ. Α’ 19). Τούτο γιατί από τη γέννηση των απαιτήσεων τους του πιο πάνω χρονικού διαστήματος μέχρι την κατάθεση της αγωγής στις 2.12.2003 είχε παρέλθει η κατά νόμο διετία. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω και ουσία αβάσιμος, καθόσον : α) από το τέλος του οικονομικού έτους (31.12.2000) μέσα στο οποίο γεννήθηκαν οι απαιτήσεις του χρονικού διαστήματος από 1.1. έως 31.12.2000, από το οποίο και αρχίζει ο χρόνος της παραγραφής, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη, μέχρι την υποβολή στην αρμόδια αρχή (Διεύθυνση Διαχείρισης Χρηματικού της Ελληνικής Αστυνομίας) της 658215/12ος.2002 αίτησης προς πληρωμή της απαίτησης, με την οποία οι ενάγοντες διέκοψαν την παραγραφή των απαιτήσεων τους από 1.1.2000 και εξής σύμφωνα με το άρθρο 93 περ. β  του ν. 2362/1995, δεν είχε παρέλθει η κατά νόμο διετία και β) από την έναρξη (εκ νέου της παραγραφής των απαιτήσεων χρονικής περιόδου από 01/01/2000 έως 31/12/2000 τον 6ο 2003 αφού η αρμόδια αρχή δεν απάντησε καθώς και από το τέλος του  οικονομικού έτους (31.12.2001) μέσα στο οποίο γεννήθηκαν οι απαιτήσεις του χρονικού  διαστήματος από  1.1.  έως 31.12.2001,   μέχρι  την κατάθεση  της αγωγής στις 2.12.2003 (Α.Κ.Δ. 13864/2003), δεν είχε παρέλθει η κατά νόμο διετία.   Τέλος,   το   εναγόμενο      προσκομίζει   την      8002/27/60β/30.5.2005 ι Jυπηρεσιακή βεβαίωση της Διεύθυνσης Διαχείρισης Χρηματικού της Ελληνικής Αστυνομίας, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής,
δικαιούνται οι ενάγοντες από την πιο πάνω αιτία για το χρονικό  διάστημα από 1.1.2000 έως 31.12.2003 ανέρχεται σε 2.817,12 ευρώ για κάθε  από αυτούς, πλην του αναφερόμενου στο δικόγραφο της αγωγής με τον  αύξοντα αριθμό 68, Ιωάννη Ρούσσο, ο οποίος δικαιούται από την ίδια αιτία και για το αυτό χρονικό διάστημα ποσό 2.751,58 ευρώ.
Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έχουν γίνει πιο πάνω ερμηνευτικώς δεκτά, εφόσον : α) οι ενάγοντες, που ανήκουν στο στρατιωτικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας και τελούν υπό παρόμοιες υπηρεσιακές συνθήκες με το στρατιωτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, β) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 31.12.2003 έλαβαν μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης χαμηλότερο από αυτό που χορηγήθηκε στο στρατιωτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων κατά το ποσό των 20.000 δραχμών ή 58,69 ευρώ μηνιαία, τούτο κατά παράβαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας, εφόσον με τη ρύθμιση αυτή εχώρησε διαφορετική μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό παρόμοιες συνθήκες, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν από το εναγόμενο μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης σε ποσό ίσο με το χορηγούμενο στο στρατιωτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 περ. α του ν. 2448/1996, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, με συνέπεια να γεννάται υποχρέωση αυτού (εναγομένου) να τους καταβάλει τη διαφορά ανάμεσα στο επίδομα που έλαβαν και αυτό που έλαβαν οι ομοιόβαθμοί τους ανήκοντες στο στρατιωτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, η οποία ανέρχεται για το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 31.12.2003 για κάθε έναν από τους ενάγοντες πλην του 68ου σε ποσό 2.817,12 ευρώ και για τον 68°,….., σε ποσό 2.751,58 ευρώ κατά μερική αποδοχή της αγωγής ως νόμω βάσιμης, απορριπτόμενου κάθε ενάντιου ισχυρισμού ως νόμω αβάσιμου.
Κατ’ ακολουθία όσων ήδη εκτέθηκαν, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει ως διαφορά επιδόματος ειδικής απασχόλησης χρονικού διαστήματος από 1.1.2000 έως 31.12.2003, σε κάθε έναν από τους ενάγοντες, πλην του 68ου, ποσό 2.817,12 ευρώ και στον 68 , ………… ποσό 2.751,58 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία επίδοσης της αγωγής (άρθρο 75 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ν. 2717/1999, Φ.Ε.Κ. Α’ 97), στις 21.4.2005 (σχ. το από την παραπάνω ημερομηνία αποδεικτικό επίδοσης της επιμελήτριας διοικητικών δικαστηρίων Ευσταθίας Σάντά), αφού οι ενάγοντες δεν αποδεικνύουν προηγούμενη επίδοση της αγωγής με τη φροντίδα τους, και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγων της μερικής νίκης και μερικής ήττας τους (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ του ίδιου Κώδικα). Τέλος, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα για κήρυξη προσωρινά εκτελεστής της παρούσας απόφασης, επειδή οι ενάγοντες δεν αποδεικνύουν ότι συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, ούτε ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης θα επιφέρει σε αυτούς ανεπανόρθωτη βλάβη (άρθρο 80 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα).
Με τις σκέψεις αυτές
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει ως διαφορά επιδόματος ειδικής απασχόλησης χρονικής περιόδου από 1.1.2000 έως 31.12.2003 σε κάθε έναν από τους (1° – 67° και 69° – 70°) ενάγοντες συνολικό ποσό δύο χιλιάδων οκτακοσίων δέκα επτά ευρώ και δώδεκα λεπτών (2.817,12) και  στον  68    ενάγοντα,  …………..   συνολικό  ποσό  δύο  χιλιάδων επτακοσίων πενήντα ενός ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (2.751,58), με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία επίδοσης της αγωγής (στις 21.4.2005) μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 6.-10-2005.

[Απόφαση 14106/2007].
4. Επειδή, στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος 1975/2001, ορίζεται ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Με τη διάταξη αυτή, όπως έχει κριθεί, η αρχή της ισότητας που καθιερώνεται, δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη, ο οποίος μπορεί να ρυθμίσει με ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις διάφορες πραγματικές ή προσωπικές καταστάσεις και σχέσεις, ενόψει των υφισταμένων κοινωνικών, οικονομικών, επαγγελματικών ή άλλων συνθηκών και στηριζόμενος σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που τελούν σε συνάφεια προς τα αντικείμενα της ρύθμισης για την οποίας εκάστοτε πρόκειται. Πρέπει, όμως, κατά την επιλογή των διαφόρων τρόπων ρύθμισης, να κινείται εντός των ορίων που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή αντιθέτως τη διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρόμοιων καταστάσεων (ΣτΕ 1743/2000, 3587/1997). Περαιτέρω, όμως, η αρχή αυτή δεν αποκλείει την ευρεία ευχέρεια του νομοθέτη όπως, ανάλογα με τη φύση του υπό ρύθμιση θέματος και ενόψει των εκάστοτε ειδικών συνθηκών, να προβεί στη θέσπιση διακρίσεων που δικαιολογούνται από τη συνδρομή ειδικών συνθηκών ή από λόγους που εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον ή ειδική σκοπιμότητα (ΣτΕ 2281/1995 ΔιΔικ. 7 σελ. 1189 κ.ά.).
5. Επειδή, εξάλλου, στις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2448/1996 «Μισθολογικές ρυθμίσεις μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων   της  Ελληνικής   Αστυνομίας,   του   Πυροσβεστικού   και  του Λιμενικού Σώματος» (ΦΕΚ 279 Α’), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 18 του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α’), ορίζονται τα εξής: «1. Ο μηνιαίος βασικός μισθός όλων των βαθμών της κλίμακας της ιεραρχίας των μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων … καθορίζεται με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Ανθυπολοχαγού και αντίστοιχων, που πολλαπλασιάζεται με τους παρακάτω συντελεστές … Αρχηγός Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας 2.00 … 2. Πέρα από το μηνιαίο βασικό μισθό του προηγούμενου άρθρου παρέχονται και τα εξής επιδόματα κατά μήνα: 1. Χρόνου υπηρεσίας … 2. Οικογενειακής παροχής … 3. Εξομάλυνσης μισθολογικών διαφορών … 4. Ειδικής απασχόλησης για την Εθνική Άμυνα, Δημόσια Τάξη και Ασφάλεια, που ορίζεται, κατά περίπτωση, ως εξής: α. Εθνικής Άμυνας για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων: αα. Για αξιωματικούς και ανθυπασπιστές σε 75.000 δρχ. από 1-1-1997 και σε 85.000 δρχ. από 1-1-1998. ββ. Για υπαξιωματικούς και μόνιμους στρατιώτες σε 55.000 δρχ. από 1-1-1997 και σε 65.000 δρχ. από 1-1-1998. β. Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας για το αστυνομικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και για το προσωπικό του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος: α.α. Για αξιωματικούς και ανθυπαστυνόμους και αντίστοιχους σε 55.000 δρχ. από 1-1-1997 και σε 65.000 δρχ. από 1-1-1998. β.β. Για υπαξιωματικούς και αστυφύλακες ή αντίστοιχους σε 35.000 δρχ. από 1-1-1997 και σε 45.000 δρχ από 1-1-1998 … ».
6. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 8 του ν. 2800/2000 (ΦΕΚ 41 Α’) ορίζεται ότι: «1. Η Ελληνική Αστυνομία είναι Σώμα Ασφάλειας με τοπική αρμοδιότητα σε όλη την επικράτεια, εκτός από τους χώρους για τους οποίους ειδικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα του Λιμενικού Σώματος, και έχει ως αποστολή: α. Την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης και τροχαίας, β. Την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας και κρατικής ασφάλειας. 2. Η Ελληνική Αστυνομία συμμετέχει στην αντιμετώπιση κάθε έκτακτης ανάγκης που προκύπτει από θεομηνίες και ατυχήματα ή άλλες καταστροφές σε περίοδο ειρήνης ή πολέμου, σε συνεργασία με τις συναρμόδιες αρχές και Υπηρεσίες, καθώς και στην εξασφάλιση της εθνικής άμυνας, σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις. 3. Η άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης περιλαμβάνει ιδίως: α. … 4. … 5. … 6. Η άσκηση της αστυνομίας κρατικής ασφάλειας περιλαμβάνει ιδίως: α. Την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, β. Την προστασία των επίσημων προσώπων, Ελλήνων και αλλοδαπών, που βρίσκονται στη χώρα. γ. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που προβλέπουν την είσοδο, παραμονή και εργασία των αλλοδαπών στη χώρα. δ. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τα όπλα και τις εκρηκτικές ύλες …». Τέλος, στο άρθρο μόνο της 14868.Φ.012.5/58/27.11.1981 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξεως «Για την καθιέρωση αποζημίωσης για το προσωπικό του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και των Υπηρεσιών αυτού, που θα εργάζεται πλέον του 5νθημέρου την εβδομάδα», η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 55 του ν.1249/1982 (ΦΕΚ 43 Α’), ορίζεται ότι: «1. Χορηγείται ειδική αποζημίωση χιλίων (1.000) δραχμών για κάθε ημέρα απασχόλησης πλέον του 5νθημέρου την εβδομάδα, σε όλο το προσωπικό των Σωμάτων Χωροφυλακής, Αστυνομίας Πόλεων και Πυροσβεστικού, καθώς και σε όσους Αγροφύλακες και Αρχιφύλακες Αγροφυλακής θα εργάζονται πέραν των πέντε (5) ημερών την εβδομάδα, λόγω της ιδιοτυπίας των συνθηκών λειτουργίας των Υπηρεσιών στις οποίες ανήκουν. 2. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της απόφασης αυτής ρυθμίζονται με διαταγή του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως…». Η παραπάνω ειδική αποζημίωση αναπροσαρμόστηκε από 1.1.1993 σε 6.000 δραχμές, με το άρθρο 7 παρ.1 του ν.2129/1993 (ΦΕΚ Α’ 57), από 1.1.1999 σε 7.000 δραχμές και από 1.1.2000 σε 9.000 δραχμές, την 2/5854/0022/2000 (ΦΕΚ Β’ 269) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης.
7. Επειδή, από το περιεχόμενο των ανωτέρω διατάξεων, συνάγεται ότι υφίσταται ουσιώδης ομοιότητα μεταξύ στρατιωτικού προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων και προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία από την ίδρυση της είναι στρατιωτική υπηρεσία και το αστυνομικό προσωπικό της είναι στρατιωτικοί και όχι πολιτικοί δημόσιοι υπάλληλοι, διότι, εκτός από καθαρώς αστυνομικά καθήκοντα που έχει, μετέχει ενεργώς στην εξασφάλιση της Εθνικής Άμυνας, σε συνεργασία με τις λοιπές ένοπλες δυνάμεις, και αποτελεί και σώμα βοηθητικό των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας (ΣτΕ 2649-2654/1987). Ενόψει τούτου, ο νομοθέτης, με το ν. 2448/1996, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι υπηρεσιακές συνθήκες υπό τις οποίες τελεί το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας είναι παρόμοιες με εκείνες των στρατιωτικών των Ενόπλων Δυνάμεων, χορήγησε τόσο στα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων όσο και στα μόνιμα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας το επίδομα της ειδικής απασχόλησης για την Εθνική Άμυνα, Δημόσια Τάξη και Ασφάλεια. Υπό την έννοια αυτή, ο νομοθέτης, χορηγώντας κατ’ αρχήν το επίδομα αυτό σε όλες τις κατηγορίες προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, εφάρμοσε τη συνταγματική αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι με τη ρύθμιση αυτή εχώρησε παρόμοια μεταχείριση καταστάσεων, οι οποίες τελούν υπό παρόμοιες, αλλά όχι όμοιες, συνθήκες. Όμως, στον ανωτέρω νόμο, το χορηγούμενο επίδομα ορίσθηκε σε διαφορετικό ποσό για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, ήτοι κατά 20.000 δρχ. μηνιαίως μεγαλύτερο από το αντίστοιχο χορηγούμενο στα ομοιόβαθμα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας και των λοιπών Σωμάτων Ασφαλείας. Η διαφοροποίηση αυτή, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νόμου, κρίθηκε αναγκαία, καθόσον το αστυνομικό, πυροσβεστικό και λιμενικό προσωπικό διατηρεί την καταβαλλόμενη   αποζημίωση  για  κάθε  ημέρα  απασχόλησης  πέραν  του πενθημέρου, ύψους 20.000 δρχ. το μήνα περίπου, την οποία δεν λαμβάνουν τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων. Με τη διαφοροποίηση αυτή ο νομοθέτης απέβλεψε στην επίτευξη ισότητας στις ήδη χορηγούμενες αποδοχές σε όλες τις κατηγορίες προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, προβαίνοντας στη θέσπιση μιας ποσοτικής διάκρισης που δικαιολογείται από την προαναφερόμενη στην αιτιολογική έκθεση ειδική σκοπιμότητα. Επομένως, η ανωτέρω διαφοροποίηση του ύψους τοΌ ενδίκου επιδόματος γενόμενη κατόπιν συνεκτίμησης των ειδικότερων μισθολογικών, εν ευρεία εννοία, συνθηκών που υπάρχουν στο κάθε Σώμα, όχι μόνο δεν αντιβαίνει στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, αλλ’ αντιθέτως αποσκοπεί και στην επίτευξη της.
8. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες, κατά το κρίσιμο εν προκειμένω χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 31.12.2003, ανήκαν στο αστυνομικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, κατέχοντες διάφορους βαθμούς και υπηρετούντες σε διάφορες υπηρεσιακές μονάδες αυτής εδρεύουσες εντός των διοικητικών ορίων του νομού Αττικής, και ελάμβαναν το επίδομα ειδικής απασχόλησης για την Εθνική Άμυνα, Δημόσια Τάξη και Ασφάλεια, σε ύψος υπολειπόμενο κατά 20.000 δρχ. μηνιαίως του ιδίου χορηγούμενου στο ομοιόβαθμο προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων επιδόματος. Ήδη, με την κρινόμενη κοινή αγωγή τους, η οποία ασκείται, κατά την κύρια βάση της, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας του άρθρου 4 του Συντάγματος, και, κατά την επικουρική βάση της, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο Δημόσιο να καταβάλει, νομιμοτόκως, σε καθέναν από αυτούς, το συνολικό ποσό των 2.817,12 ευρώ, που αντιστοιχεί στη μηνιαία διαφορά, ύψους 20.000 δρχ., του χορηγούμενου   στο   ομοιόβαθμο   με   αυτούς   προσωπικό   των   Ενόπλων Δυνάμεων ενδίκου επιδόματος και του επιδόματος που τους χορηγήθηκε, ο χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 31.12.2003.
7η σκέψη της παρούσας, το επίδομα ειδικής απασχόλησης για την Εθνική Αμυνα, Δημόσια Τάξη και Ασφάλεια χορηγείται με το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 2448/1996 σε όλα τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και του Λιμενικού Σώματος, πλην όμως οι αστυνομικοί, πυροσβέστες και λιμενικοί λαμβάνουν το επίδομα αυτό, σε διαφορετικό ποσό από το αντίστοιχο χορηγούμενο στα ομοιόβαθμα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, όπως εν προκειμένω, οι ενάγοντες (αστυνομικοί υπάλληλοι της Ελληνικής Αστυνομίας), οι οποίοι έλαβαν το ένδικο επίδομα, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 31.12.2003, κατά 20.000 δρχ. λιγότερο ανά μήνα, από εκείνο που έλαβαν τα ομοιόβαθμα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων. Επομένως, το Δικαστήριο κρίνει, ότι η μη χορήγηση στους ενάγοντες της διαφοράς του ένδικου επιδόματος, που καταβάλλεται μεν σε όλες τις κατηγορίες προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, αλλά σε διαφορετικό ποσό για τους αστυνομικούς, δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, καθόσον με την διαφοροποίηση αυτή θεσπίζεται μια ποσοτική διάκριση που δικαιολογείται από λόγους που εξυπηρετούν ειδική σκοπιμότητα, δηλαδή την επίτευξη της ισότητας στις αποδοχές μεταξύ όλων των κατηγοριών προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, εφόσον, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νόμου, το αστυνομικό, πυροσβεστικό και λιμενικό προσωπικό διατηρεί την καταβαλλόμενη αποζημίωση για κάθε ημέρα απασχόλησης του πέραν του πενθημέρου, ύψους 20.000 δρχ. το μήνα περίπου, την οποία δεν λαμβάνουν τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, ώστε να  καλύπτεται η  διαφορά  αυτή.  Συνεπεία  αυτών,  δεν  συντρέχει  στην προκείμενη περίπτωση παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας ούτε και παράνομη πράξη εκ μέρους των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου Δημοσίου, απορριπτόμενης, ως αβάσιμης, τόσο της κύριας όσο της επικουρικής βάσης της κρινόμενης αγωγής.
10. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν αυτών, η κρινόμενη αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολο της και να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 και 4 περίπτωση β’ του Κ.Δ.Δ. (Ν. 2717/1999), η απόδοση στο εναγόμενο Δημόσιο του καταβληθέντος δικαστικού ενσήμου, ως μέρος των δικαστικών εξόδων αυτού, κατά μερική αποδοχή σχετικού του αιτήματος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τύποις την αγωγή, ως προς τους φερόμενους ως ενάγοντες (…………..)
Απορρίπτει ουσία την αγωγή, ως προς τους λοιπούς ενάγοντες.
Διατάσσει την απόδοση στο Ελληνικό Δημόσιο του καταβληθέντος δικαστικού ενσήμου, ως μέρος των δικαστικών εξόδων αυτού.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, σε δημόσια συνεδρίαση στις 7/11/2007.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ