ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ) ΑΡ. ΑΠΟΦΑΦΗΣ: 1437/2008

Αοριστία δικογράφου αγωγής- Μίσθωση δημοσίου πράγματος (κοινής χρήσεως) όπως οι θαλάσσιοι όρμοι. Δεν ισχύει για τέτοιες μισθώσεις η  διάταξη του άρθρου 5 π.δ. 34/1995 περί ελαχίστης (12ετούς) διαρκείας.
Αν δεν εκτίθεται στην αγωγή ότι η μισθώτρια παρέμεινε μετά τη λήξη της συμβατικής διάρκειας (εδώ: τριετούς) στη χρήση του μισθίου (θαλάσσιος χώρος, αιγιαλός, παραλία) και τους όρους αυτής της παραμονής, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη- 111 παρ. 2, 118 εδ. δ΄, 216 Κ.Πολ.Δ., 574, 595 ΑΚ, 4 παρ. 1 εδ. ε΄και 5 π.δ. 34/1995, 966 ΑΚ. 967 ΑΚ, άρθρο 1 ν. 2917/2001.

*

Δικαστής:  Ευαγγελία Γιακουμάτου, Πρόεδρος; Πρωτοδικών.

Δικηγόρος του γραφείου μας:  Κυριάκος Μακαρώνας.

*     *     *     *     *

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. δ και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων, και σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα εναντίον του εναγομένου. Έτσι. καθιερώνεται ως ουσιώδες και απαραίτητο στοιχείο της αγωγής, η ευκρινής, πλήρης και χωρίς αντιφάσεις έκθεση όλων εκείνων των πραγματικών περιστατικών, τα οποία είναι αναγκαία, σύμφωνα με το νόμο, για τη συγκρότηση του δικαιώματος που αξιώνεται με την αγωγή. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται όλα τα παραπάνω περιστατικά, ή όταν αυτά περιέχονται ασαφώς ή ελλιπώς, η έλλειψη αυτή δεν καθιστά νομότυπη την άσκηση της αγωγής και. επομένως, αυτή πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα η από την εκτίμηση των αποδείξεων, το απαράδεκτο, δε, αυτό ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, δεδομένου ότι ανάγεται στην προδικασία και ότι αποτελεί στοιχείο της που αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1056/2002. Δνη 45, 84, ΑΠ 1363/1997,Δνη 39, 325, ΑΠ 1374/1994, Δνη 37, 683. ΕΑ 2771/2001, ΕπΔικΠολ. 2004, 163. ΕΑ 2199/2C01. ΕπΔικΠολ. 2004. 64. ΕΑ 9482/2000. ΕττΔίκΠολ 2004, 161. EA7395/1998, Δνη 40. 1104. ΕΑ 1087/1997, Δνη 3S. 413, ΕΑ 102/1996, Δνη 38, 1586, ΕΘ 2472/1995,Δνη 38, 1161, ΕΠ 118/1995, Δνη 36. 1573). Ετσι, α διατάξεις των άρθρων 574 και 595 του ΑΚ. που αφορούν την υποχρέωση του μισθωτή να καταβάλει το μίσθωμα προϋποθέτουν έγκυρη ενοχική σχέση και τούτο διότι, σε περίπτωση ακυρότητας της συμβάσεως μισθώσεως, όπως είναι προφανές, δεν αναδύεται από αυτήν καμία έννομ.- συνέπεια (ΑΠ 1570/1983, Δνη 25, 1165, ΕΑ 11536/1986,Δνη 28, 1332, ΕΑ 8789/1983, ΑρχΝ 36. 161). Επίσης, αυτονόητο είναι ότι η σύμβαση μισθώσεως, εκτός από έγκυρη, πρέπει να είναι και ενεργός, δηλαδή να μην έχει λήξει ή λυθεί, διότι μόνο στην περίπτωση αυτή οφείλεται μίσθωμα (Παπαδάκης, Σύστημα εμπορικών μισθώσεων, πρώτος τόμος, τρίτη έκδοση, 2000, πργ 133/3, αριθ. 2538, σελ. 751, πργ. 147/2, αριθ. 2691-2692, σελ. 795-796). Συνεπώς, μίσθωμα δεν είναι δυνατό να ζητηθεί για το χρόνο μετά τη λήξη της μισθώσεως. Τέλος, η ορισμένου χρόνου μίσθωση μπορεί να παραταθεί συμβατικώς ή ακόμη και μονομερώς, εφόσον έχει επιφυλαχθεί σχετικό δικαίωμα σε συμβαλλόμενο μέρος, το οποίο ασκείται με μονομερή δήλωση του δικαιούχου προς το αντισυμβαλλόμενο μέρος, οπωσδήποτε όμως, πριν από τη λήξη του χρόνου της μισθώσεως (Α.Π. 34/2002 Δνη 43.755, ΟλΣτΕ 1910/2001 ΔιΔικ 15.383). Ενόψει των προαναφερομένων, στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής για την καταβολή του μισθώματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Κ. που αναφέρονται προηγουμένως, αποτελεί, μεταξύ άλλων, και ότι υφίσταται έγκυρη και ενεργός σύμβαση μισθώσεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του εδ.ε της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του π.δ/τος 34/95, δεν υπάγονται στις προστατευόμενες μισθώσεις με ελάχιστη νόμιμη διάρκεια 12 ετών, (άρθρο 5 π.δ/τος 34/95), οι μισθώσεις χώρων που βρίσκονται μέσα σε κοινόχρηστους χώρους. Κοινόχρηστα πράγματα είναι τα δημόσια πράγματα, τα οποία έχουν τεθεί από το δίκαιο στη διάθεση του κοινού (Σ.Παππάς, σε Α. Κ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου αρθρ.966 αρ. 10)   Κατά δε το άρθρο 967 Α.Κ. «Πράγματα κοινής χρήσεως είναι ιδίως τα νερά με ελεύθερη και αέναη ροή, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι γιαλοί, τα λιμάνια και οι όρμοι, οι όχθες πλεύσιμων ποταμών, οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες τους». Τέλος, κατά το άρθρο 1 του ν.2871/2001 : 1. «αιγιαλός» είναι η ζώνη ξηράς που βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της. 2. «παραλία» είναι η ζώνη ξηράς που προστίθεται στον αιγιαλό, καθορίζεται σε πλάτος μέχρι και πενήντα (50) μέτρα από την οριογραμμή του αιγιαλού προς εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με τη θάλασσα και αντίστροφα…».
Με την υπό κρίση από (……) αγωγή, η ενάγουσα ιστορεί ότι με το από (……) ιδιωτικό συμφωνητικό εκμίσθωσε προς την  εναγομένη εταιρία,, το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης των εγκαταστάσεων και της θαλάσσιας έκτασης εκτροφής ιχθύων (λαυρακιού-τσιπούρας), επιφανείας περίπου 10 στρεμμάτων, με όλα τα αναγκαία παραρτήματα της, στο Νησί (……) και ειδικώτερα, ότι εκμίσθωσε τα εξής πράγματα, θεωρούμενα ως ενιαίο όλο, ήτοι : ένα οικόπεδο 11 στρεμμάτων με τριώροφη οικοδομή (γραφείο και 2 διαμερίσματα από 56 τ. μ. έκαστο-παραθαλάσσια), δρόμο 100 μέτρων περίπου που ξεκινά από τον κεντρικό δρόμο και καταλήγει σε προβλήτα ιδιοκτήτη, μία αποθήκη 100 τ.μ., δέκα (10) στρέμματα ενοικιαζόμενο θαλάσσιο χώρο σε απόσταση 50μ. από τη χερσαία εγκατάσταση που διαθέτει 6 κλωβούς διαστάσεων 12,5 μ. Χ 12.5 μ. και 2 κλωβούς διαστάσεων 12.5 μ. Χ 6 μ.-μεταλλικούς και τέλος, μεταφορικά μέσα-κινητά. ένα ανυψωτικό κλαρκ 1.5 τόνου, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει για δραστηριότητες ιχθυοκαλλιέργειας. Ότι η χρονική διάρκεια της μισθώσεως ορίσθηκε τριετής, με έναρξη την 1-7-1999 και το μίσθωμα συμφωνήθηκε ενιαίο και καταβλητέο στο τέλος της εν λόγω τριετίας, ήτοι την 30-6-2002, εκ ποσού 15.000.000 δρχ. ή 44.020,54 ευρώ. Ότι με την ένδικη μίσθωση παραχωρήθηκε στην εναγομένη μισθώτρια για μία πενταετία, το δικαίωμα μονομερούς, ετησίας εκάστοτε, παρατάσεως της διαρκείας της μισθώσεως με μίσθωμα καθοριζόμενο συμβατικώς για κάθε ετήσια παράταση. Ότι, η εναγομένη παρέμεινε στη χρήση του μισθίου ακινήτου και μετά τη λήξη της αρχικής διαρκείας της μισθώσεως, νια μία ακόμη τριετία και δη, από 1-7-2002 έως και την 2-6-2005, οπότε και της απέδωσε τη χρήση, χωρίς όμως να της καταβάλει το μίσθωμα . Με βάση αυτό το ιστορικό, διώκει να υποχρεωθεί η εναγομένη με προσωρινώς εκτελεστή απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που ορίσθηκε συμβατικώς ως κατά τόπον αρμόδιο, να της καταβάλει το ποσό των 44.020,54 ευρώ, ως μίσθωμα για την πιο πάνω χρήση, με το νόμιμο τόκο από το τέλος της νέας τριετίας, ήτοι από 2-6-2005.
Με το προαναφερόμενο ιστορικό και τα αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως μεν εισάγεται στο Δικαστήριο τούτο να δικαστεί κατά την ειδική διαδικασία που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 648 έως 661 του Κ.Πολ.Δικ. [άρθρα 16 αριθ. 1, 42 του ΚΠολΔ και 48 παρ. 1 του π.δ/τος 34/1995], ενόψει του γεγονότος ότι το καταβαλλόμενο μίσθωμα, αναγόμενο σε μηνιαίο, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην αγωγή, υπερβαίνει το ποσό των 450 ευρώ το μήνα, δηλαδή το ανώτατο όριο της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου κατά το χρόνο της καταθέσεως (άρθρο 221 παρ. 1 εδ. β του ΚΠολΔ) της αγωγής [άρθρα 14 παρ. 1 εδ. β, 16 αριθ. 1 του ΚΠολΔ και απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης με τον αριθμό 125804 της 30ης-7/1 ης-8-2003 (Φ.Ε.Κ. Β! 1072)], πλην, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τη μείζονα (νομική) σκέψη που προηγήθηκε, λόγω αοριστίας. Και τούτο διότι, η ενάγουσα δεν εκθέτει σ’αυτήν (αγωγή) αν η εναγομένη μισθώτρια παρέμεινε στη χρήση του μισθίου ακινήτου, κατά την κρίσιμη τριετία, μετά τη λήξη της αρχικής διαρκείας της μισθώσεως, ασκώντας ετησίως το δικαίωμα της να παρατείνει αυτήν μονομερώς πριν από την εκάστοτε λήξη της, ως και τον τρόπο της εκάστοτε ασκήσεως του εν λόγω δικαιώματος. ούτε εκθέτει το μίσθωμα που συμφωνήθηκε για κάθε ετήσια παράταση της μισθώσεως, έτσι ώστε να υφίσταται εκ μέρους της εναγομένης μισθώτριας υποχρέωση καταβολής του ή αν η τελευταία μετά τη λήξη της αρχικής διαρκείας της μισθώσεως, παρέμεινε αυθαίρετα στη χρήση του μισθίου ακινήτου, κατά την κρίσιμη τριετία, οπότε οφείλει για την αυθαίρετη αυτή χρήση αποζημίωση χρήσεως και όχι το αιτούμενο μίσθωμα. Σημειωτέον ότι η ένδικη μίσθωση μεταξύ των διαδίκων ανωνύμων εταιριών, καίτοι εμπορική, δεν υπάγεται, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, στη ρύθμιση του άρθρου 5 του π.δ/τος 34/1995. λόγω του εκτιθέμενου στην αγωγή αντικειμένου της, (ενιαία μίσθωση θαλασσίου χώρου, αιγιαλού και παραλίας), που είναι κοινόχρηστο πράγμα και συνεπώς, δεν ισχύει γι’αυτήν η ελάχιστη νόμιμη διάρκεια των 12 ετών, έτσι ώστε καθίσταται αναγκαία για την πληρότητα του δικογράφου της υπό κρίση αγωγής, η έκθεση των ως άνω ελλειπόντων στοιχείων.
Κατά συνέπειαν, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα των προαναφερόμενων πλημμελειών της αγωγής, αλλά και κατά παραδοχήν σχετικής ενστάσεως της εναγομένης, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η κρινόμενη αγωγή πάσχει αοριστίας, η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις της ενάγουσας, ούτε με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή από την εκτίμηση των αποδείξεων, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα με τις έγγραφες προτάσεις της και για το λόγο αυτό η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη.
Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, κατά παραδοχήν σχετικού νομίμου (άρθρο 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ) αιτήματος της, βαρύνουν την ενάγουσα, η οποία ηττάται (άρθρο 176 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Καταδικάζει την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, την 6 Ιουνίου 2008, απόντων των διαδίκων και τών πληρεξουσίων δικηγόρων τους.