ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 2016/2006

Άρθρα 324, 331 Κ.Πολ.Δ. Το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων διαδίκων με την ιδία ιδιότητα όχι μόνο για την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε αλλά και για την ιστορική (πραγματικά περιστατικά αναγκαία για τη διάγνωση) αιτία και το νομικό χαρακτηρισμό που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά. Διάγνωση σε μισθωτική δίκη του δικαιώματος κυριότητας ως παρεμπίπτοντος ζητήματος δημιουργεί (αν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις) δεδικασμένο.
*
Δικαστές: Ιωσήφ Βέλλας Πρόεδρος Εφετών, Παναγιώτης Αγγελόπουλος Εφέτης, Γεώργιος Κόκκορης, Εφέτης (Εισηγητής)
*     *     *     *     *

Με την ως άνω απόφασή του το Εφετείο, δεχόμενο τυπικά την έφεση αλλοδαπής εταιρείας δίκασε κατ’ ουσίαν την αγωγή της με αντικείμενο αφ’ ενός την αναγνώριση δικαιώματος κυριότητός της επί μισθίου και αφ’ ετέρου την καταψήφιση αποζημίωσης εις βάρος των εφεσιβλήτων για παράνομη (λόγω προσβολής του απολύτου δικαιώματος κυριότητος) χρήση και κάρπωση του εν λόγω μισθίου.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι, επειδή η ύπαρξη ή μη του αμφισβητηθέντος δικαιώματος κυριότητος της εκκαλούσης στο επίδικο κινητό πράγμα είχε ήδη τελεσιδίκως διαγνωσθεί αρνητικά ως παρεμπίπτον ζήτημα (Κ.Πολ.Δ. 331) στο πλαίσιο μισθωτικής δίκης μεταξύ των ιδίων διαδίκων με αντικείμενο την απόδοση του μισθίου και την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων, είναι απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου (Κ.Πολ.Δ. 324 σε συνδυασμό με 331) η αγωγή τόσο ως προς το αναγνωριστικό όσο και ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα καθότι αμφότερα αφορούσαν άμεσα (το πρώτο) ή έμμεσα (το δεύτερο) στην ήδη χωρήσασα διάγνωση περί υπάρξεως δικαιώματος κυριότητος επί του εν λόγω μισθίου.
Η θεωρία του Ελληνικού δικονομικού συστήματος έχει δεχθεί πράγματι την καθοριστική επίδραση των ουσιαστικών θεωριών περί δεδικασμένου οι οποίες εκκινούν από την παραδοχή ότι αντικείμενο του δεδικασμένου είναι το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα. Στο πλαίσιο αυτής της επιρροής, δικαιολογείται και η επιλογή του Έλληνα νομοθέτη να επιτραπεί υπό προϋποθέσεις η επέκταση του δεδικασμένου και στα προδικαστικά ζητήματα, κάτι που θα ήταν δογματικά ανέφικτο με βάση τη γερμανική δικονομική θεωρία, η οποία εντοπίζει το αντικείμενο του δεδικασμένου στην προβληθείσα δικονομική αξίωση και επιτρέπει την επέκτασή του και σε προδικαστικά ζητήματα μόνον εφόσον έχει ασκηθεί σχετικώς παρεμπίπτουσα αναγνωριστική αγωγή (Zwischenfeststellungsklage), μόνον δηλαδή κατόπιν αιτήματος των διαδίκων και όχι αυτεπαγγέλτως όπως προβλέπει η Κ.Πολ.Δ. 331.
Το άρθρο Κ.Πολ.Δ. 331 επομένως εισάγει απόκλιση από τη διαθετική αρχή (Ne eat judex ultra petita partium) που καθιερώνει το άρθρο Κ.Πολ.Δ. 106 και ειδικότερα τα άρθρα Κ.Πολ.Δ. 322 παρ. 1 και 599 παρ. 9.