Κήρυξη στην ημεδαπή αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως εκτελεστής- Διαιτητική ρήτρα έγγραφη- Σύμβαση Βρυξελλών ως προς διεθνή δικαιοδοσία για αλλοδαπή εταιρεία- ΔΣ Ν. Υόρκης/ ν. 4220/1961 για την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων- Βάρος απόδειξης στην αναγνωριστική δίκη και ειδικά στην αρνητική αναγνωριστική αγωγή- Διαιτησία GAFTA- Εκπρόσωπος νομικού προσώπου ως μάρτυς αποδείξεως.
*
Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού, (Πρόεδρος Πρωτοδικών), Αγγελική Σμυρνιού, (Πρόεδρος Πρωτοδικών), Φεβρωνία Τσιμπουράκη, Πρωτοδίκης (Απόφαση 866/2000).
…….. (Πρόεδρος Πρωτοδικών), …… (Πρωτοδίκης, Γ.-Ε. Παπαγιαννοπούλου, Εισηγήτρια, Πρωτοδίκης (Απόφαση 1255/2008).
Δικηγόρος του γραφείου μας: Κυριάκος Ε. Μακαρώνας.
* * * * *
[Απόφαση 866/2000]
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στη διάταξη του άρθρου 903 Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι, με επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, αλλοδαπή διαιτητική απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, χωρίς άλλη διαδικασία, εφόσον, εκτός των άλλων προϋποθέσεων, η συμφωνία διαιτησίας στην οποία βασίστηκε η έκδοσή της είναι έγκυρη κατά το δίκαιο που τη διέπη. Κατά το άρθρο 869 του ίδιου Κώδικα, η συμφωνία για διαιτησία πρέπει να είναι έγγραφη κα διέπεται από τις σχετικές με τις συμβάσεις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Αν αυτοί που συνομολόγησαν τη σύμβαση εμφανιστούν στους διαιτητές και λάβουν μέρος ανεπιφύλακτα στη διαιτητική διαδικασία η έλλειψη εγγράφου θεραπεύεται. Από το άρθρο αυτό, σε συνδυασμό με το άρθρ. 159 παρ. 1 του ΑΚ που ορίζει ότι δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος από το νόμο τύπος εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη, συνάγεται ότι το κατά τα παραπάνω έγγραφο είναι ουσιαστικό της συμφωνίας διαιτησίας (βλπ. Ολ. ΑΠ 1481/77, ΝοΒ 26, 1194, ΕΑ 8187/81, ΝοΒ 30, 823), η έλλειψη δε αυτού επάγεται την ακυρότητα της συμφωνίας αυτής, αίρεται δε μόνον αν αυτοί που τη συνομολόγησαν εμφανιστούν στους διαιτητές και λάβουν μέρος ανεπιφύλακτα στη διαιτητική διαδικασία. Εξ άλλου, αν ο νόμος ή τα μέρη όρισαν για τη δικαιοπραξία έγγραφο τύπο, το έγγραφο πρέπει να περιέχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη. Αν πρόκειται για σύμβαση, η υπογραφή των συμβαλλομένων πρέπει να τεθεί στο ίδιο έγγραφο. Αν συνταχθούν για τη σύμβαση περισσότερα πρωτότυπα, αρκεί η υπογραφή του κάθε μέρους στο έγγραφο που προορίζεται για το άλλο (160 ΑΚ). Το συμβολαιογραφικό έγγραφο αναπληρώνει τον έγγραφο τύπο. Αν πρόκειται για σύμβαση, η αποδοχή της πρότασης μπορεί να γίνει και με χωριστό συμβολαιογραφικό έγγραφο. Περαιτέρω, με το άρθρο 2 παρ. 1 και 2 της διεθνούς συμβάσεως της Ν.Υόρκης «περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων» η οποία, κυρωθείσα με το ν.δ. 4220/1961 υπό τους περιορισμούς της αμοιβαιότητας και της εμπορικότητας της διαφοράς (άρθρο 2 του ν.δ., σε συνδ. με προς το άρθρο 1 παρ. 3 της εν λόγω διεθνούς συμβάσεως) και διατηρηθείσα σε ισχύ και μετά τη εισαγωγή του Κ.Πολ.Δ. (άρθρ.2 του Εισαγωγικού αυτού Νόμου), αποτελεί από την κύρωση της εσωτερικό δίκαιο και υπερισχύει στο πεδίο εφαρμογής της, κάθε αντίθετης διάταξης νόμου (άρθρο 28 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος), επομένως δε και εκείνης του άρθρου 903 Κ.Πολ.Δ., ορίζεται ότι κάθε συμβαλλόμενο κράτος αναγνωρίζει τη συμφωνία με την οποία τα μέρη υποχρεούνται να υποβάλουν όλες τις διαφορές ή ορισμένες από τις διαφορές, οι οποίες προέκυψαν ή θα μπορούσαν να προκύψουν μεταξύ τους, αναφορικά προς συγκεκριμένη έννομη σχέση, συμβατική ή εξωσυμβατική, αναφερόμενη σε θέμα επιδεκτικό ρύθμισης με διαιτησία. Με τον όρο έγγραφη συμφωνία νοείται διαιτητική ρήτρα, περιληφθείσα σε σύμβαση ή συνυποσχετικό τα οποία υπογράφηκαν από τα μέρη ή περιέχονται σε ανταλλαγή επιστολών ή τηλεγραφημάτων. Η ως άνω διάταξη (παρ. 2 της διεθνούς συμβάσεως της Ν.Υ.), προκειμένου να εξυπηρετήσει την ανάγκη του διεθνούς εμπορίου για ευχερέστερη και ταχύτερη διεξαγωγή των διεθνών συναλλαγών, καθιέρωσε ρητά τη δυνατότητα συνομολόγησης της συμφωνίας περί διαιτησίας και με ανταλλαγή επιστολών ή τηλεγραφημάτων, εισάγοντας έτσι αυτοτελή κανόνα ουσιαστικού δικαίου ο οποίος έχει ισχύ για τα Κράτη – Μέλη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η Αγγλία που κύρωσε την εν λόγω σύμβαση το έτος 1975, και δεν καταλείπει στο πεδίο εφαρμογής της, περιθώριο προσφυγής σε άλλο κανόνα ουσιαστικού ή ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, προκειμένου να εξακριβωθεί το έγκυρο της συμφωνίας περί διαιτησίας από την άποψη του τύπου της συνομολόγησής της (βλ. Ολ.ΑΠ 8/1997, Ελ.Δνη 38, 764 – Κ.Κεραμέα, γνωμοδότηση στην ΕλΔνη 26, σελ. 385 επ.). τέλος, η συνδρομή των προϋποθέσεων, υπό τις οποίες αλλοδαπή διαιτητική απόφαση παράγει και στην Ελλάδα ισχύ δεδικασμένου εξετάζονται ευκαιριακά από οποιοδήποτε Ελληνικό δικαστήριο ή Αρχή, ενώπιον των οποίων αυτή προσάγεται, σύμφωνα με τ’ανωτέρω, η αλλοδαπή διαιτητική απόφαση παράγει και στην Ελλάδα ισχύ δεδικασμένου χωρίς άλλη διαδικασία, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις (πρβλ. ΕΑ 11342/79 ΕΕΝ 47, 603).
Με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι οι εναγόμενες διατείνονται ότι διατηρούν χρηματική απαίτηση εναντίον της ύψους 1.425.600 δρχ., η πρώτη και 378.000.000 λιρεττών Ιταλίας η δεύτερη, προερχόμενη από σύμβαση που κατά τους ισχυρισμούς τους, καταρτίστηκε, με τη διαμεσολάβηση της πρώτης των εναγομένων ως μεσίτου μεταξύ αυτής (ενάγουσας) και της δεύτερης των εναγομένων, με αντικείμενο την πώληση και παράδοση στην τελευταία των εμπορευμάτων που αναφέρονται στην αγωγή (σκληρό σίτο) αντί συνολικού τιμήματος 352 λιρ. Αγγλίας ανά χιλιόγραμμο, υπό τους όρους των κανόνων της GAFTA και η οποία (απαίτηση) αφορά, ως προς την πρώτη μεν των εναγομένων την συμφωνηθείσα προμήθεια της επί του ως άνω τιμήματος (ποσοστό 3%) ως προς τη δεύτερη δε των εναγομένων, αποζημίωση, κατά τους κατωτέρω κανόνες, για την εκ μέρους της (ενάγουσας) αθέτηση της σύμβασης ως προς την παράδοση των εμπορευμάτων. Ζητεί δε η αρνούμενη τα πραγματικά περιστατικά στα οποία οι εναγόμενες στηρίζουν τα – ως άνω προβαλλόμενα απ’αυτές, δικαιώματα ν’αναγνωρισθεί – ότι δεν καταρτίστηκε η παραπάνω σύμβαση και ότι, – συνακόλουθα, δεν οφείλει στις εναγόμενες – τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά. Η αγωγή παραδεκτά και αρμόδια εισάγεται σ’αυτό το δικαστήριο το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της, ως προς τη δεύτερη εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία (άρθρα 4, 5 και 6 παρ. 1 της Σύμβασης των Βρυξελλών, που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 1814/1988, – 18 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), απορριπτομένης της ενστάσεως περί απαραδέκτου αυτής λόγω υπάρξεως δεδικασμένου από αλλοδαπή διαιτητική απόφαση που προβάλλουν οι εναγόμενες, με τις έγγραφες προτάσεις τους. Ειδικότερα, οι τελευταίες ισχυρίζονται ότι για την υπό κρίση διαφορά υπάρχει δεδικασμένο, που απορρέει από την 12.261/5.8.1998 απόφαση διαιτησίας της Ομοσπονδίας Εμπορίας Δημητριακών και Ζωοτροφών (GAFTA) που επικαλούνται και προσκομίζουν σε επίσημη μετάφραση, η οποία εκδόθηκε χωρίς τη συμμετοχή στη διαδικασία της ήδη ενάγουσας, επί ασκηθείσας αγωγής της β΄ εναγομένης και υποχρέωσε την ενάγουσα να καταβάλει σ’αυτή, ως αποζημίωση για την παραπάνω αιτία (αθέτηση των υποχρεώσεών της από την ένδικη σύμβαση) το προαναφερθέν ποσό, εφόσον δυνάμει σχετικής συμφωνίας τους κάθε διαφορά που θα απέρρεε από την εν λόγω σύμβαση θα επιλυόταν από το εδρεύον στο Λονδίνο διαιτητικό δικαστήριο του παραπάνω Οργανισμού. Εφόσον όμως στην κρινόμενη περίπτωση επρόκειτο περί διαφοράς από διεθνή εμπορική συναλλαγή, όπως είναι και εκείνη που προκύπτει από σύμβαση πώλησης καταρτισθείσα μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων με εμπορική δραστηριότητα που είχαν κατά το χρόνο της κατάρτισής της το κέντρο της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας σε διαφορετικές χώρες (Η ενάγουσα στην Ελλάδα και η β΄ εναγομένη στη Γερμανία) η συμφωνία περί διαιτησίας έπρεπε, για να είναι έγκυρη, να καταρτισθεί, σύμφωνα με τα προεκτέθα, εγγράφως ή και με την ανταλλαγή ενυπογράφων επιστολών, τηλεγραφημάτων ή τηλετυπημάτων.
Οι εναγόμενες, όμως, όχι μόνο δεν επικαλούνται την ύπαρξη τέτοιου εγγράφου, αλλά αντίθετα, ρητά αναφέρουν στις προτάσεις τους ότι η ανωτέρω συμφωνία περί διαιτησίας, καταρτίσθηκε προφορικά. Επομένως, στην περίπτωση που κρίνεται, εφόσον γίνεται επίκληση (από τις εναγόμενες) προφορικής συμφωνίας περί διαιτησίας, αυτή είναι άκυρη, δεδομένου, ότι πρόκειται περί διεθνούς εμπορικής συναλλαγής και εφαρμοστέα, σύμφωνα με τα παραπάνω, ως προς τον τύπο της σχετικής συμφωνίας, ήταν η διάταξη του άρθρου 2 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως της Νέας Υόρκης που είχε καταστεί εσωτερικό δίκαιο. Ετσι, αφού στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν οι οριζόμενες από την αμέσως παραπάνω διάταξη προϋποθέσεις, η ως άνω αλλοδαπή διαιτητική απόφαση δεν παράγει δεδικασμένο ως προς τα κριθέντα απ’αυτή ζητήματα.
Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διατάξεις, των άρθρων 361, 383, 513, 516 ΑΚ και 70 Κ.Πολ.Δ. εφαρμοζομένου στην προκειμένη περίπτωση του ελληνικού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 1792/1988, με τον οποίο κυρώθηκε και ισχύει, από την 1.4.1991, η Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, σε συνδυασμό και με το άρθρο 25 ΑΚ, αφού κανένας από τους διαδίκους δεν επικαλείται συμφωνία επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου με συνέπεια να εφαρμόζεται το δίκαιο που συνδέεται στενότερα με την ενοχική σύμβαση το οποίο τεκμαίρεται ότι είναι το Ελληνικό, ως το δίκαιο της χώρας όπου ο συμβαλλόμενος που όφειλε να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή, δηλαδή η ενάγουσα, που όφειλε να παραδόσει τα εμπορεύματα, έχει την έδρα της.
Στην αναγνωριστική δίκη, το βάρος απόδειξης προσδιορίζεται όπως και στις άλλες διαγνωστικές δίκες, όχι από τη δικονομική θέση των διαδίκων, αλλά από την ουσιαστική έννομη σχέση βάσει της αρχής αυτής που συμπορεύεται με τη γενική διάταξη του άρθρου 338 Κ.Πολ.Δ., στην αρνητική αναγνωριστική αγωγή εφαρμόζονται ως προς το βάρος απόδειξης οι ίδιοι κανόνες, που θα είχαν εφαρμογή αν αντί της συγκεκριμένης αρνητικής αγωγής που άσκησε ο ενάγων κατά των εναγομένων είχε ασκηθεί κατ’αυτού υπό του εναγομένου θετική αναγνωριστική αγωγή. Επομένως, στην αρνητική αναγνωριστική αγωγή δεν είναι ο ενάγων αλλά ο εναγόμενος εκείνος που βαρύνεται όχι μόνο με την επίκληση αλλά και με την απόδειξη των παραγωγικών της έννομης σχέσης γεγονότων (ΑΠ 342/1974, ΝοΒ 22, 1293 ΑΠ 583/71, ΝοΒ 20, 39 – ΕΑ 1194/89 Εδνη 26, 57, Κ.Μπέης Πολ. Δικ. άρθρ. 338 σελ. 1513 επ.).
Με βάση τα παραπάνω, οι εναγόμενες είναι υποχρεωμένες ν’αποδείξουν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν τα δικαιώματα που προβάλλουν κατά της ενάγουσας, και τα οποία με πληρότητα επικαλούνται – με τις έγγραφες προτάσεις τους. Η απόδειξη θα γίνει κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, που στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπονται κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, λόγω της φύσεως των αποδεικτικών θεμάτων (άρθρο 394 παρ. 1δ Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Αναβάλλει την έκδοση της οριστικής του απόφασης.
Υποχρεώνει τις εναγόμενες ν’αποδείξουν, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες ότι:
Δυνάμει συμβάσεως που καταρτίσθηκε στις 24.7.1997 μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης των εναγομένων, δια των νομίμων εκπροσώπων τους, με τη διαμεσολάβηση της πρώτης των εναγομένων που ενεργούσε ως εμπορικός μεσίτης, με προμήθεια 3% επί του τιμήματος συμφωνήθηκε η πώληση και παράδοση από την ενάγουσα στην β΄ εναγομένη τριών φορτίων, 3.000 τόνων του καθενός (συνολικού βάρους 9.000 τόνων), σκληρού σίτου, εσοδείας 1997 χύδειν, αντί τιμήματος 352 λιρεττών Ιταλίας ανά κιλό, υπό τους όρους και προϋποθέσεις του κανονισμού τύπου Νο 125 της εδρεύουσας στο Λονδίνο Διεθνούς Ενωσης με την επωνυμία Ομοσπονδία Εμπορίας Δημητριακών και Ζωοτροφών (The Grain and Feed Trade Association – GAFTA) οι κανόνες του οποίου (κανονισμού) θ’αποτελούσαν, κατά τη συμφωνία τους, περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης πώλησης (να προσκομιστούν σε επίσημη μετάφραση, οι σχετικοί κανόνες, καθώς και ο Κώδικας Πρακτικής Μεσιτών της GAFTA ως προς το υπό κρίση ζήτημα σύμφωνα με τους όρους του οποίου, κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων, έλαβε χώρα η διαμεσολάβηση της α΄ εναγομένης στην κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης). Προς επιβεβαίωση και μόνο της ως άνω καταρτισθείσης προφορικής σύμβασης πώλησης, και όχι προς κατάρτιση αυτής συνεπάγη από την πρώτη των εναγομένων και απεστάλη τηλεομοιοτυπικώς, κατά την παραπάνω ημεροχρονολογία σε αμφότερα των συμβληθέντων μερών έγγραφο στο οποίο αναγράφονταν οι παραπάνω συμφωνίες, καθώς και οι λοιποί όροι αυτών, όπως οι ποιοτικές προδιαγραφές, η ποσότητα, οι περίοδοι φορτώσεων, το τίμημα και ο τρόπος πληρωμής αυτού. Στη συνέχεια και δη στις 12.8.1997 η δεύτερη εναγόμενη ανακοίνωσε, μέσω της πρώτης απ’αυτές, στην ενάγουσα κατά τη μεταξύ τους συμφωνία, το όνομα του πλοίου (M/V IRTYSH 1) το οποίο θα προέβαινε στην πρώτη φόρτωση με την αποστολή προς αυτή σχετικού, από 12.8.1997 τηλεομοιοτυπικού εγγράφου. Η ενάγουσα όμως, κατά παράβαση των υποχρεώσεών της που απέρρεαν από την ανωτέρω σύμβαση δεν εκπλήρωσε την παροχή της, δηλαδή δεν παρέδωσε τα πωληθέντα εμπορεύματα στην β΄ εναγομένη στη συμφωνημένη ημερομηνία. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού η ενάγουσα κατέστη υπερήμερη και σύμφωνα και με τους όρους του ανωτέρω κανονισμού, η β΄ εναγομένη την ενημέρωσε ότι θα προβεί στην αγορά προϊόντος σύμφωνα με τους όρους της GAFTA (να προσκομιστούν οι σχετικοί κανόνες), πράγμα το οποίο έκανε, προέβη δηλαδή στην αγορά του προϊόντος (σκληρού σίτου) με διαγωνισμό και πέτυχε την αγορά αντιστοίχου προϊόντος με τιμή 394 λιρέττες Ιταλίας ανά κιλό αντί της συμφωνηθείσας με την ενάγουσα τιμή των 352 λιρ. Ιταλίας, στη συνέχεια δε απεστάλη, στις 21.8.1997 προς την ενάγουσα επιστολή με την οποία η ως άνω εναγομένη (δεύτερη) της γνωστοποίησε την ανωτέρω επιτευχθείσα τιμή και της ζήτησε να καταβάλει σ’αυτή ως αποζημίωση τους τη διαφορά των 375.000.000 λιρεττών Ιταλίας, σύμφωνα, και πάλι, με τους κανόνες του ανωτέρω Κανονισμού.
[Απόφαση 1255/2008].
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα επαναφέρεται με την από 30-1-2006 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 355/2006 κλήση του ενάγοντος προς μετ’ απόδειξη συζήτηση η από 17-11-1997 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 10466/1997 αρνητική αναγνωριστική αγωγή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 866/2000 προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και έταξε αποδείξεις για τα αμφισβητούμενα ζητήματα που αναφέρονται σ’ αυτήν. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι το Δικαστήριο εσφαλμένως δέχθηκε προς απόδειξη των κρίσιμων θεμάτων της υποθέσεως το αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται περί εμπορικής συναλλαγής για την οποία το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε, έκρινε ότι η απόδειξη αυτή δικαιολογείται (394 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠολΔ, ΑΠ 2432/2005 Δνη 2006.191, ΑΠ 160/1996, Δνη 1996.1325). Ήδη οι αποδείξεις αυτές διεξήχθησαν και συνεπώς η υπόθεση κατέστη ώριμη να εξετασθεί και από ουσιαστική άποψη.
Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 400 παραγρ. 3 και 403 παράγραφοι 2 και 5 του ΚΠοΛΔικ προκύπτει ότι δεν εξετάζονται ως μάρτυρες πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη. Αν περατωθεί η εξέταση τους τότε ο διάδικος μπορεί να προτείνει το σχετικό λόγο κατά τη μετ’απόδειξη συζήτηση και εφόσον αποδεικνύεται εγγράφως (βλ. Α.Π. 977/86 ΕΕμπΔ, 1988, 61 Α.Π. 587/77 ΝοΒ 26, 207 και Εφ. Αθ. 9440/86 Ελλ.Δ/νη 28,869). Εξάλλου ως συμφέρον θεωρείται οποιαδήποτε περιουσιακή ωφέλεια η οποία όμως πρέπει να είναι βέβαια άμεση και αναγκαία συνέπεια της δίκης (βλ. Α.Π. 217/70 ΝοΒ 28, 1420 Α,Π. 234/76 ΝοΒ 24, 780 Εφ. Αθ, 2523/87 ΝοΒ 36, 117 και Εφ. Αθ. 4508/81 Ελλ. Δ/νη-22, 644).
Ετσι ως πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον θεωρούνται οι νόμιμοι εκπρόσωποι νομικών προσώπων, αφού εξομοιώνονται με διάδικο, καθώς και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και οι μέτοχοι της εταιρίας αυτών, αφού η έκβαση της δίκης επηρεάζει την προσωπική οικονομική κατάσταση τους (βλ. Κ, Μπέη, Πολ. Δικονομία άρθρο 400 σελ. 1711, Α.Π. 1658/86 ΝοΒ 35, 1052 Εφ.Πατρ. 165/81 Νοβ. 29, 1299 Εφ.Πειρ. 124/80 ΝοΒ 28, 862 Εφ. Αθ. 6477/79 ΝοΒ 28, 312 και Εφ. Αθ. 5808/76 Νοβ 25, 398). Στην προκειμένη περίπτωση ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας, μετά την όρκιση του μάρτυρα των εναγομένων ………….. προέβαλε στον εισηγητή Δικαστή ένσταση της εξαιρέσεως του γιατί αυτός εξομοιώνεται με διάδικο και προσδοκά συμφέρον από την έκβαση της δίκης αφού είναι ο μοναδικός μέτοχος και διαχειριστής της πρώτης των εναγομένων εταιρίας. Η ένσταση αυτή απαράδεκτα προβλήθηκε μετά την όρκιση του μάρτυρα, πλην όμως η ενάγουσα παραδεκτά την επαναφέρει και σήμερα με τις προτάσεις της παρούσας συζήτησης γιατί αποδεικνύεται εγγράφως. Πράγματι από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη 457/2001 εισηγητική έκθεση του Δικαστή που ορίσθηκε Εισηγητής της υποθέσεως, που αποτελεί δημόσιο έγγραφο (βλ. ΕφΑΘ 8887/85 Ελληνική Δ/νη 27.502 με παρατ. Χ. Παπαδάκη) προκύπτει ότι ο μάρτυρας αυτός είναι ο μοναδικός μέτοχος και διαχειριστής της πρώτης εναγομένης εταιρίας και συνεπώς εξομοιώνεται με διάδικο, αφού εκπροσωπεί αυτήν. Ακόμη δε προσδοκά συμφέρον από την έκβαση της δίκης, δεδομένου ότι αν ευδοκιμήσει η αγωγή και αναγνωρισθεί ότι δεν ενέχεται η ενάγουσα από την επίμαχη σύμβαση ο ίδιος ως ο μοναδικός μέτοχος της πρώτης εναγομένης εταιρίας δεν θα μπορέσει να επιδιώξει τις επικαλούμενες από τη σύμβαση αξιώσεις της πρώτης εναγομένης εταιρίας. Επομένως η κατάθεση του δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, γιατί είναι εξαιρετέος μάρτυρας, κατά το βάσιμο ισχυρισμό της ενάγουσας.
Από την εκτίμηση των περιεχομένων στην υπ’ αριθμ. (……) εισηγητική έκθεση του Δικαστή που ορίσθηκε Εισηγητής της υποθέσεως και στην υπ’ αριθμ. (……) έκθεση του εντεταλμένου Δικαστή Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων πλην αυτής του μάρτυρα των εναγομένων ………/η οποία, κατά τα προαναφερόμενα, δεν λαμβάνεται υπόψη και τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, η οποία έχει ως αντικείμενο την εμπορία δημητριακών, βάμβακος και σπόρων διατηρούσε πολυετή συνεργασία με την πρώτη εναγομένη, η οποία τυγχάνει εταιρία μεσιτείας εμπορικών συμβάσεων και δη αγοραπωλησιών δημητριακών. Στα πλαίσια της παραπάνω συνεργασίας τους η ανωτέρω εναγόμενη, που ενεργούσε ως εμπορικός μεσίτης, της πρότεινε με τη διαμεσολάβηση της να συμβληθεί (η ενάγουσα) με τη δεύτερη εναγομένη αλλοδαπή εταιρία για την πώληση προς την τελευταία ποσότητας 9.000 τόνων σκληρού σίτου, εσοδείας 1997, χύδην, αντί τιμήματος 352 λιρεττών Ιταλίας ανά κιλό. Επί του ανωτέρω τιμήματος η πρώτη εναγομένη εταιρία θα λάμβανε προμήθεια σε ποσοστό 3% για τη διαμεσολάβηση της. Η πρόταση αυτή ολοκληρώθηκε με την αποστολή στην ενάγουσα τηλεμοιοτυπικώς την 24.7.1997 ενός εγγράφου, που εμπεριείχε τους ειδικότερους προτεινόμενους όρους της σύμβασης σχετικούς με την ποσότητα, τις ποιοτικές προδιαγραφές του προϊόντος, τις περιόδους φορτώσεων, το τίμημα και τον τρόπο αποπληρωμής του επιπλέον δε προβλεπόταν η υπαγωγή της επίλυσης των διαφορών που τυχόν θα ανέκυπταν στην Διαιτησία της Grain and Feed Trade Assocation του Λονδίνου κατά τους κανόνες «GAFTA RULES 125» και το οποίο έφερε την υπογραφή της μεσίτριας, πρώτης εναγομένης. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ουδέποτε αποδέχθηκε την παραπάνω πρόταση ούτε υπέγραψε το ως άνω έγγραφο και συνεπώς η σύμβαση δεν καταρτίσθηκε. Αντίθετα οι εναγόμενοι επικαλούνται ότι με προφορική συμφωνία μεταξύ της ενάγουσας ως πωλήτριας και της δεύτερης εναγομένης ως αγοράστριας, η οποία επήλθε με τη διαμεσολάβηση της πρώτης εναγομένης ως μεσίτριας, καταρτίσθηκε σύμβαση αγοραπωλησίας με τους πιο πάνω περιγραφόμενους όρους. Περαιτέρω επικαλούνται ότι το προαναφερόμενο έγγραφο συνετάγη και απεστάλη τηλεμοιοτυπικώς από την πρώτη εναγομένη, μεσίτρια, προς αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη, ενάγουσα και δεύτερη εναγομένη, προς επιβεβαίωση και μόνο της προφορικώς συνομολογηθείσας συμβάσεως. Από τα στοιχεία ωστόσο της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα αποδέχθηκε την πρόταση της πρώτης εναγομένης για κατάρτιση της συγκεκριμένης επικαλούμενης ως άνω συμβάσεως. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι την 24.7.1997 απεστάλη στην ενάγουσα τηλεμοιοτυπικώς το προαναφερόμενο έγγραφο, το οποίο εμπεριείχε τους ειδικότερους όρους της προτεινόμενης αγοραπωλησίας και προκειμένου η τελευταία να τους μελετήσει, να υποβάλλει τυχόν παρατηρήσεις της και σε περίπτωση τυχόν αποδοχής τους να θέσει την υπογραφή της κάτω από την ένδειξη «ο πωλητής» και να επαναποστείλει το ίδιο έγγραφο, υπογεγραμμένο πλέον στην μεσίτρια εταιρία. Η υπογραφή της αυτή θα συνιστούσε δήλωση αποδοχής της προτεινόμενης αγοραπωλησίας οπότε και η τελευταία θα θεωρείτο καταρτισμένη με την επιστροφή του εγγράφου υπογεγραμμένου στην μεσίτρια. Ωστόσο στους όρους της προτεινόμενης αγοραπωλησίας δεν συμφώνησε η ενάγουσα, η οποία θεώρησε ασύμφορο το προσφερόμενο τίμημα και για το λόγο αυτό δεν υπέγραψε το σχετικό έγγραφο. Μάλιστα την επομένη ημέρα ήτοι την 25.7.1997 απέστειλε τηλεμοιοτυπικώς στην πρώτη εναγόμενη το ίδιο ως άνω έγγραφο θέτοντας κάτω από την ένδειξη «Ο ΠΩΛΗΤΗΣ» τη λέξη «ΟΧΙ» με κεφαλαία και ευμεγέθη γράμματα αποκρούοντας με τον πλέον σαφή και κατηγορηματικό τρόπο την ανωτέρω πρόταση. Οι εναγόμενοι, οι οποίοι φέρουν το βάρος απόδειξης να αποδείξουν το γεγονός της καταρτίσεως της επικαλούμενης απ’ αυτούς σύμβασης δεν απέδειξαν ταύτη. Η μαρτυράς τους άλλωστε, εργαζόμενη στην επιχείρηση της πρώτης εξ αυτών δεν γνωρίζει να καταθέσει με σαφήνεια και πληρότητα για τα εν λόγω περιστατικά καθόσον η ίδια κατά το επίδικο χρονικό διάστημα απουσίαζε με άδεια από την εργασία της ενώ περαιτέρω τα όσα αορίστως καταθέτει αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας. Ειδικότερα οι μάρτυρες της ενάγουσας επιβεβαιώνουν την άμεση απόκρουση της ως άνω πρότασης από την ενάγουσα και τη ρητά εκπεφρασμένη .άρνηση της τελευταίας με την επαναποστολή του πιο πάνω εγγράφου προς την πρώτη των εναγομένων, συμπληρωμένου με τη λέξη ΟΧΙ στην ένδειξη «Ο ΠΩΛΗΤΗΣ». Το γεγονός εξάλλου που επικαλείται η πρώτη εναγομένη ότι η ίδια ως άνω πρακτική είχε τηρηθεί και σε όλες τις προηγούμενες συμβάσεις, που η ενάγουσα είχε καταρτίσει με τη διαμεσολάβηση της, οι οποίες συνομολογούνταν προφορικά από τα ενδιαφερόμενα μέρη χωρίς αυτά να υπογράφουν το σχετικό με τη συμφωνία τους έγγραφο, που τους απεστελνε προς επιβεβαίωση και μόνο αυτής η μεσίτρια εταιρία, ουδόλως αποδείχθηκε. Τουναντίον ο σχετικός αυτός ισχυρισμός ανατρέπεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας, οι οποίοι ρητά και κατηγορηματικά καταθέτουν ότι σε κάθε σύμβαση που η ενάγουσα συνήπτε, τηρούσε πάντοτε τον έγγραφο τύπο υπογράφοντας το σχετικό έγγραφο που περιείχε τους επιμέρους όρους της αγοραπωλησίας ενώ ποτέ στο παρελθόν η ίδια δεν εκτέλεσε σύμβαση με μόνη την προφορική συμφωνία των μερών. Επομένως, εφόσον οι εναγόμενοι, οι οποίοι φέρουν και το σχετικό βάρος απόδειξης περί καταρτίσεως της επίμαχης συμβάσεως, δεν ανταποκρίθηκαν σ’ αυτό, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι ουδέποτε καταρτίσθηκε σύμβαση με το πιο πάνω περιεχόμενο μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγομένης. Παρά ταύτα οι εναγόμενοι ,οι οποίοι εμμένουν στην κατάρτιση της f διατείνονται περαιτέρω ότι διατηρούν έναντι της ενάγουσας αξίωση αποζημίωσης από τη μη εκπλήρωση της. Έτσι η μεν πρώτη εκ των εναγομένων αξιώνει από την ενάγουσα να της καταβάλει ως προμήθεια της ποσοστό 3% επί του συνολικού ποσού της συναλλαγής και συγκεκριμένα το ποσό των (475.000.000 δραχμών Χ 3% =) 1.425.600 δρχ, η δε δεύτερη εξ αυτών ζητεί να της καταβάλει η ενάγουσα το ποσό των 378.000.000 λιρεπών Ιταλίας ή 56.700.000 δρχ ως διαφορά της δήθεν συμφωνημένης τιμής προϊόντος και αυτής που υποχρεώθηκε να καταβάλει για την υπ’αυτής αγορά ιδίας ποσότητας του ιδίου προϊόντος. Ωστόσο ενόψει του ότι αποδείχθηκε ότι ουδέποτε καταρτίσθηκε σύμβαση αγοραπωλησίας μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης των εναγομένων και με τη διαμεσολάβηση της πρώτης, δεν απέρρευσαν αντίστοιχα και οι επικαλούμενες από τις εναγόμενες ως άνω αξιώσεις,.»
Βάσει των ανωτέρω η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή.
Τέλος τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων λόγω της ήττας τους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι ουδέποτε καταρτίσθηκε με τη δεύτερη των εναγομένων σύμβαση πωλήσεως 9.000 τόνων ελληνικού σκληρού σίτου, εσοδείας 1997, χύδην, αντί τιμήματος 352 Λ.Ι. ανά χιλιόγραμμο στην οποία μεσολάβησε ως μεσίτρια η πρώτη των εναγομένων και συνακόλουθα δεν υφίσταται απ’ αυτή οποιασδήποτε φύσεως αξίωση των εναγομένων εταιριών.
Καταδικάζει τις εναγόμενες εταιρίες στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας την οποία προσδιορίζει στο ποσό των ….