ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ Γ΄Πολ. Τμήματος
Απόφαση: 1698/2010
Σύνθεση: Ελισ. Μουγάκου-Μπρίλλη, Προεδρεύουσα, Λ. Ζερβομπεάκος, Μιχ. Θεοχαρίδης, Δημ.Μαζαράκης, Χαρ. Αθανασίου.
Δικηγόρος του γραφείου μας: Κυρ. Ε. Μακαρώνας
*****
Κ. Πολ. Δ. 553, 559 – Α.Κ. 974, 1041, 1045 – Με αίτηση αναίρεσης πλήττεται μόνον η δευτεροβάθμια απόφαση είτε έχει δεχθεί την έφεση είτε την έχει απορρίψει διότι στη μεν πρώτη περίπτωση η πρωτοβάθμια εξαφανίζεται στη δε δεύτερη ενσωματώνεται στην εφετειακή – Προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία – Άσκηση νομής αποτελούν οι εμφανείς υλικές πράξεις που προειδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του πράγματος (επίσκεψη, φροντίδα, συλλογή καρπών, εκμίσθωση).
Αναιρετικοί λόγοι ως προς τα αποδεικτικά μέσα – Απορρίπτει αίτηση.
*****
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 553 ΚΠολΔ,
αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και
έφεση και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την
αγωγή ή για την ανταγωγή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει,
ότι, σε περίπτωση που η υπόθεση διήλθε και τους δύο
βαθμούς δικαιοδοσίας, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η
απόφαση του Εφετείου, αφού, αν μεν η έφεση γίνει δεκτή, η
πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται, ενώ αν η έφεση
απορριφθεί, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και
ενσωματώνεται στην εφετειακή (Ολ.ΑΠ 40/1996). Η
κρινόμενη, επομένως, αίτηση αναίρεσης, καθόσον
απευθύνεται κατά της 4169/2004 οριστικής απόφασης του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η κατά της οποίας
έφεση, μετά από εξέταση της ουσίας, απορρίφθηκε με την
προσβαλλόμενη 3008/2007 οριστική απόφαση του Εφετείου
Αθηνών, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
II. Από τις διατάξεις των άρθρων 974 και 1045 του
ΑΚ προκύπτει ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με
έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση της φυσικής
εξουσίας πάνω στο πράγμα, με διάνοια κυρίου επί συνεχή
εικοσαετία. Η διάνοια κυρίου, δηλαδή το πνευματικό
στοιχείο της νομής, υποδηλώνεται είτε ρητώς είτε
σιωπηρώς με πράξεις, τις οποίες επιχειρεί συνήθως ο
ιδιοκτήτης του πράγματος ή ο αντιπρόσωπος του.
Ειδικότερα, άσκηση νομής επί ακινήτου, που άγει στην
κτήση της κυριότητας αυτού με χρησικτησία (τακτική η
έκτακτη) αποτελούν όλες οι εμφανείς υλικές πράξεις επάνω
σ’ αυτό, οι οποίες προσιδιάζουν στη φύση και τον
προορισμό του και είναι δηλωτικές της φυσικής
εξουσιάσεως του με διάνοια κυρίου. Τέτοιες δε πράξεις
είναι ενδεικτικά, η επίσκεψη, η φροντίδα και η συλλογή των
καρπών των δέντρων, καθώς και η εκμίσθωση του
ακινήτου. Εξάλλου, στην περίπτωση που το διστακτικό
της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε
περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες, με την αναίρεση δε
πλήττονται μεν όλες ή μία απ’ αυτές, η προσβολή όμως
μιας απ’ αυτές δεν τελεσφορεί, οι λόγοι αναίρεσης που
προσβάλλουν τις λοιπές είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς
(Ολ.ΑΠ 25/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο
δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Η ενάγουσα
κατέστη κυρία του επίδικου ακινήτου παραγώγως,
δυνάμει του υπ’ αριθμ. 767/16-10-1956 συμβολαίου της
συμβολαιογράφου Αθηνών …………………………….., νομίμως μεταγεγραμμένου, αιτία προικός συσταθείσης υπό της μητρός της,………………|περιελθόντος εις αυτήν εν μείζονι εκτάσει [εν στρέμμα],συνορευόμενο» γύρωθεν με κτήματα ………………………………………………………………….. Στην
δικαιοπάροχο της είχε περιέλθει δυνάμει της υπ’ αριθμ.
………… δημοσίας διαθήκης του πατρός της ………….. συνταχθείσης ενώπιον του
συμβολαιογράφου Αχαρνών …………………………………….,
δημοσιευθείσης νομίμως, στην οποία [διαθήκη] αναφέρεται
η ύπαρξη τεσσάρων [4] ελαιοδένδρων στον καταλιπόμενο
αγρό και τούτο σημειώνεται διότι από φωτοερμηνεία της
μεγεθύνσεως της αεροφωτογραφίας υπ’ αριθμ. 207767/20-
9-1988 του ΥΠΕΧΩΔΕ, στην θέση του επιδίκου εμφαίνεται
αγρός με τρία μεγάλα ελαιόδενδρα εντός αυτού σε σχήμα
τριγώνου με την βάση προς νότον και την κορυφή προς
βορράν, υπάρχει δε και τέταρτο δένδρο στο
βορειοανατολικό όριο του επιδίκου, τα οποία σήμερα έχουν
ξεριζωθεί. Επίσης η ύπαρξη τριών [3] ελαιοδένδρων στον
εν λόγω αγρό αναφέρεται στο από 25-8-1959 «Ίδιωτικόν
Ενοικιαστήριον», δια του οποίου εκμισθώθηκε το ακίνητο
στον…………… για το από, 1-9-1959 έως 30-8-
1963 χρονικό – διάστημα αντί ετησίου μισθώματος εκατό
[100] δραχμών, ως νότιο δε σύνορο αυτού αναφέρεται
«κληρονόμοι………………» Η κρίση ότι το επίδικο
περιλαμβάνεται εν όλω στους τίτλους κυριότητας της
ενάγουσας ενισχύεται και από την από 1 1-1-2007 τεχνική
έκθεση του………………., τοπογράφου – αγρονόμου
μηχανικού, ο οποίος, δια στερεοσκοπικής παρατηρήσεως
της αεροφωτογραφίας υπ’ αριθμ. 207767/20-9-1988 του
ΥΠΕΧΩΔΕ, συμπεραίνει ότι 1) διακρίνεται ευχερώς ο
αγροελαιώνας που περιγράφεται στους τίτλους της
ενάγουσας, εντός του οποίου ευρίσκεται ίο επίδικο που
εμφαίνεται υπό τα στοιχεία Β-Γ-Δ«•Μ-Β στο ανωτέρω
τοπογραφικό διάγραμμα του …………………, 2) τα
όρια του ακινήτου είναι ευδιάκριτα, 3) διακρίνονται τέσσερα
[4] ελαιόδενδρα μεγάλης ηλικίας [πλέον των 80 ετών «ατά
την 20-9-1988]. 4) το ακίνητο των εναγομένων είναι
καθαρός αγρός χωρίς ελαιόδενδρα, 5) το ακίνητο της
ενάγουσας εκείτο βορείως του ακινήτου των εναγομένων.
Ο τίτλος κτήσεως των εναγομένων [η υπ’ αριθμ. 14223/12-
2-1959 δημοσία διαθήκη του ………………………..
συνταχθείσα ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών
………………, δημοσιευθείσα νομίμως στις 2-3-
1 967] αναφέρει ως όμορο ιδιοκτήτη του περιγραφομένου σε
αυτήν αγρού, ενός στρέμματος περίπου, μεταξύ άλλων και
την χήρα……………, [μητέρα και] δικαιοπάροχο της
ενάγουσας, στον τίτλο δε κτήσεως της τελευταίας [υπ’
αριθμ. 767/16-10-1956 συμβόλαιο] αναφέρεται η ιδιοκτησία
…………… ως ένα εκ των ορίων της ιδιοκτησίας της. Για
την άσκηση νομής επί του επιδίκου: Όπως αναφέρει ο
μάρτυς αποδείξεως, …………………… [αδελφός της
ενάγουσας, έχων ιδίαν αντίληψη περί των όσων καταθέτει.
«Από το 1956 το έδινε ο γαμπρός μου και το
καλλιεργούσαν. Το μίσθωνε σε τρίτους στον ………….. που έβαλε κηπευτικά για δικές του ανάγκες. Ο
γαμπρός μου το νεμόταν μ’ αυτό το τρόπο μέχρι το ’80 που
πέθανε. Από τότε το νέμονταν τα παιδιά του νοικιάζοντας
το σε τρίτους. Το 1990 το ζήτησε ο …………… να το καλλιεργήσει για λουλούδια μαζί με τον
…………. Για ένα χρόνο το καλλιέργησε. 92 – 93 έμεινε
ακαλλιέργητο. Το επιβλέπαμε, καθαρίζαμε τις ελιές και
μαζεύαμε τις ελιές». Το επίδικο επεσκέπτετο τακτικά η
ενάγουσα, φροντίζοντας τα έλαιο δ εν δρα που ευρίσκοντο
σε αυτό και συλλέγοντας τους καρπούς τους μέχρι του
έτους 1994, καταστάσα ούτως κυρία αυτού και πρωτοτύπως
[βάσει εκτάκτου χρησικτησίας]. Οι εναγόμενες νεμήθηκαν το
επίδικο από του έτους 1994 και εντεύθεν, θεωρώντας ότι
εμπίπτει στον τίτλο κτήσεως τους, στις σχετικές δε πράξεις
αναλογισμού και αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας εμφαί-
νονται ως δικαιούχες, πλην όμως δεν συμπληρώνεται στο
πρόσωπο τους ο χρόνος κτήσεως της κυριότητος του
επιδίκου δια τακτικής ή εκτάκτου χρησικτησίας (αρθρ. 1041,
1045 ΑΚ). Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι κατέστησαν
συγκυρίες του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, διότι
προηγουμένως και δη από του έτους 1959 ενέμετο αυτό ο
απώτερος δικαιοπάροχος τους …………………
μέχρι του θανάτου του το έτος 1966 και στ
συνέχεια ασκούσαν νομή επ’ αυτού οι υιοί του ………….
(μέχρι του έτους 1987 που απεβίωσε και έκτοτε οι
τρείς πρώτες εξ αυτών ως κληρονόμοι του, σύζυγος και
τέκνα, αντιστοίχως) και ……………. και ότι.
μετά τον θάνατο τον τελευταίου ……………..
στις 12-1 1-1992 τη νομή κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου
ασκούσε η τετάρτη εξ αυτών………, είναι απορριπτέος, ως κατ’
ουσίαν αβάσιμος. Ακολούθως, το Εφετείο, αφού, όπως
ήδη ειπώθηκε, απέρριψε την ένσταση ίδιας κυριότητας των
αναιρεσειόντων ως και κατ’ ουσίαν αβάσιμη, δέχθηκε την
αγωγή, ως ουσιαστική βάσιμη, στηριζόμενη τόσον στον
παράγωγο, όσο και στον πρωτότυπο τρόπο,
επικυρώνοντας, έτσι, την πρωτόδικη απόφαση, που είχε
εκφέρει όμοια κρίση. Επομένως, οι πέμπτος και έκτος λόγοι
αναιρέσεως, από τους αριθ. 1 και 19, αντίστοιχα, του
άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους προβάλλονται οι
πλημμέλειες, ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως με
εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου
διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ και διέλαβε στην απόφασή του
ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, που
καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την
ορθότητα ή μη της εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, είναι
απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, αφού η μη πληττόμενη
επιτυχώς με βάσιμο λόγο αναίρεσης επάλληλη αιτιολογία
της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί του ότι η
αναιρεσίβλητη κατέστη κυρία του επιδίκου με παράγωγο
τρόπο, στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της
προσβαλλομένης αποφάσεως.
III. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ.,
λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το
νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν
έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν
ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. «Πράγματα»
κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι πραγματικοί
, ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη
θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή
δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως
επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό
(ένσταση, αντένσταση), μέσο, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί
που αποτελούν άρνηση της αγωγής η της ένστασης,
ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται
από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και οι ισχυρισμοί
που συνιστούν επιχειρήματα για την υποστήριξη των
απόψεων των διαδίκων (Ολ.ΑΠ 3/1007). Εξάλλου, ο
προβλεπόμενος στο άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. α’ ΚΠολΔ
αναιρετικός λόγος ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της
ουσίας έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, τα οποία ο νόμος
δεν επιτρέπει ή των οποίων δεν έγινε νόμιμη επίκληση και
προσκομιδή. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο
λόγο αναιρέσεως, όπως εκτιμάται, από τους αριθ. 8 περ. β’
και 11 περ. α’ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αποδίδονται στο
Εφετείο οι αιτιάσεις, ότι, κατά τη διαμόρφωση της
αποδεικτικής του κρίσεως για την κυριότητα της
αναιρεσίβλητης επί του αναφερόμενου στην προσβαλλόμενη
απόφαση ακινήτου και εντεύθεν για την ουσιαστική
βασιμότητα της ένδικης αναγνωριστικής της κυριότητας
ακινήτου αγωγής της τελευταίας κατά των αναιρεσειουσών,
έλαβε υπόψη α) το μη διαλαμβανόμενο στην αγωγή γεγονός
της εκμισθώσεως του επίδικου ακινήτου από τον σύζυγο
της αναιρεσίβλητης σε τρίτο για την περίοδο από 25-8-1959
έως 30-8-1963 και β)το σχετικό με τη μίσθωση αυτή από
25-8-1959 «Ιδιωτικόν ενοικιαστήριον», το οποίο η
αναιρεσίβλητη δεν είχε επικαλεστεί νομίμως στην έκκλητη
δίκη και του οποίου τη γνησιότητα είχαν αρνηθεί οι
αναιρεσείουσες. Όπως προκύπτει, όμως, από την
προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, δέχθηκε ότι η
αναιρεσίβλητη κατέστη κυρία του επιδίκου ακινήτου
αφενός μεν παραγώγως, δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου 767/16.10.1956 προικο-συμβολαίου της
συμβολαιογράφου Αθηνών …………………..και αφετέρου πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, ο ερευνώμενος λόγος και κατά τα
δύο μέρη του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού
στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι το Εφετείο
δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την ένδικη αγωγή, στηριζόμενη μόνο στον πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας της αναιρεσίβλητης στο επίδικο ακίνητο,
δηλαδή στην έκτακτη χρησικτησία και όχι και στον
παράγωγο τρόπο, που στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της
προσβαλλόμενης απόφασης, με την επισήμανση ότι τόσο το
προμνημονευόμενο γεγονός της εκμίσθωσης του επίδικου
ακινήτου, όσο και το επίμαχο ιδιωτικό συμφωνητικό, που
αφορά την εν λόγω εκμίσθωση από το σύζυγο της
αναιρεσίβλητης σε τρίτο για το χρονικό διάστημα από
25.8.1 959 έως 30.8.1963, συνιστούν πράξεις νομής,
ενισχύουσες τη βάση της αγωγής που στηρίζεται στην
έκτακτη χρησικτησία. Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως και υπό την
επίκληση πλημμελειών από τους αριθμούς 1, 10. 12, 13 και
19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι προεχόντως αόριστος,
διότι δεν αναφέρεται σ’αυτόν σε τι συνίστανται οι σχετικές
πλημμέλειες.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 10 ΚΠολΔ,
αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο
δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην
έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη. Ο
προβλεπόμενος από το άρθρο αυτό λόγος αναίρεσης
ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή
αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν
στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώληση του δικαιώματος
που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς
να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα
αυτά ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα
άντλησε απόδειξη γι’ αυτά. Εξάλλου, σύμφωνα με τη
διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο λόγος αυτός
αναιρέσεως δεν ιδρύεται, όταν περιέχει αιτιάσεις, που
αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδείξεων ή στην
επιχειρηματολογία του αναιρεσείοντος και του
Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559
αριθ. 19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν η
απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου
αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε
ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της
διάταξης αυτής, υπάρχει όχι μόνο όταν η απόφαση δεν έχει
καθόλου αιτιολογίες, όταν δηλαδή δεν περιλαμβάνει
αποδεικτικό πόρισμα, αλλά και όταν από το αιτιολογικό της,
που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού
συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και
χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία,
σύμφωνα με το νόμο, ήταν αναγκαία για την κρίση ότι στη
συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι όροι της διάταξης
που εφαρμόσθηκε και έτσι από τις παραδοχές της
απόφασης γεννώνται αμφιβολίες για το αν παραβιάσθηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο
λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση
του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν
υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των
αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και
αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές
αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς
αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη
αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή
αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση,
νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη,
που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή κατάργηση του
δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως
αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά
επιχειρήματα που συνέχονται με τη στάθμιση και
αξιολόγηση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής
και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο
αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση,
με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου, οι αναιρεσείσυσες,
επικαλούμενες πλημμέλειες από το άρθρο 559 αρ. 10 και
19 Κ.Πολ.Δ., μέμφονται το Εφετείο, ότι, παρά τη μη
προσκομιδή από τον πραγματογνώμονα σχετικού
διαγράμματος, η σύνταξη του οποίου είχε διαταχθεί με τις
δύο παρεμπίπτουσες («προδικαστικές») αποφάσεις του
Πρωτοδικείου, αυτό (Εφετείο) «παρέκαμψε αναιτιολογήτως»
το ουσιώδες ζήτημα της σι μπεριλήψεως του επίδικου
ακινήτου στους τίτλους των αναιρεσειουσών ή της
αναιρεσίβλητης και δεν διέταξε σχετικώς νέα απόδειξη. Ο
λόγος αυτός είναι απαράδεκτος α) κατά μεν το μέρος του
που υπάγεται στη ρύθμιση του αριθ. 10 του άρθρου 559
ΚΠολΔ, διότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των
άρθρων 379, 380 παρ. 2, 381, 386 και 388 Κ.Πολ.Δ., η
ανάγκη για την προσκομιδή ή για τη σύνταξη νέου
σχεδιαγράμματος ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του
δικαστηρίου της ουσίας και άρα η σχετική κρίση του
Εφετείου δεν είναι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεκτική
αναιρετικού ελέγχου και β) κατά το μέρος του που υπάγεται
στη ρύθμιση του αριθ. 19 του ίδιου άρθρου (559 ΚΠολΔ),
διότι η επικαλούμενη ως άνω πλημμέλεια δεν συνιστά
«ζήτημα», ήτοι ισχυρισμό που έχει αυτοτελή ύπαρξη,
δηλαδή που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση ουσιαστικού ή
δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε ως επιθετικό ή
αμυντικό μέσο και ο οποίος ασκεί ουσιώδη επίδραση στην
έκβαση της δίκης.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 § 1 εδάφιο α’
ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με
εκείνη του άρθρου 16 παρ.5 του ν. 2915/2001 (ισχύουσα
από την 1-1-2002, κατά τη διάταξη του άρθρου 15 του ν.
2943/2001), εφόσον η προκείμενη υπόθεση ήταν εκκρεμής
κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (άρθρο 22 του ν.
2915/2001), στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να
επικληθούν και να προσαχθούν νέα αποδεικτικά μέσα, ως
νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της αμέσως πιο
πάνω διάταξης, θεωρούνται είτε αυτά που δεν
υποβλήθηκαν καθόλου πρωτόδικα, είτε αυτά που
υποβλήθηκαν μεν πρωτόδικα, αλλά απαράδεκτα, όπως
λ.χ. εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση
κ.λ.π., είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο
αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω
αποδεικτικών μέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο.
Η διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 529 § 1 εδάφιο α’ ΚΠολΔ
είναι γενική και, έτσι, περιλαμβάνει χωρίς διακρίσεις όλα τα
αποδεικτικά μέσα που επιτρέπονται από το νόμο, δηλαδή
τόσο τα αποδεικτικά, που απόκεινται στην πρωτοβουλία
των διαδίκων (όπως έγγραφα, όρκος) ή παρέχουν άμεση ή
έμμεση απόδειξη (τεκμήρια), όσο και εκείνα, η απόδειξη
των οποίων μπορεί να διαταχθεί ανεξάρτητα από την
συμπεριφορά των διαδίκων (λ.χ. αυτοψία, πραγμα-
τογνωμοσύνη). Τα έγγραφα, ειδικότερα, κατ’ εφαρμογή των
διατάξεων του άρθρου 237 § § 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως,
επίσης, ίσχυαν πριν από την αντικατάσταση τους με εκείνη
του άρθρου 17 § 3 του ν. 2915/2001, εφαρμόζονται δε και
στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης (άρθρο 524 § 1
ΚΠολΔ), είναι παραδεκτά στην κατ’ έφεση δίκη αν η νόμιμη
επίκληση και προσκομιδή τους γίνει με τις ενώπιον του
εφετείου προτάσεις των διαδίκων. Εξάλλου, κατά τη διάταξη
του άρθρου 390 ΚΠολΔ, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις
γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις
επιστήμης ή τέχνης σε ζητήματα που αφορούν εκκρεμή
δίκη, οι οποίες συντάχθηκαν ύστερα από αίτηση κάποιου
διαδίκου και προσάγονται από αυτόν. Στην προκειμένη
περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, από το άρθρο
559 αριθ. 11 περ. α’ ΚΠολΔ, προσάπτεται στο Εφετείο η
πλημμέλεια, ότι παρά το νόμο έλαβε υπόψη την «κατά
παραγγελία» της αναιρεσίβλητης συνταχθείσα και για
πρώτη φορά στην έκκλητη δίκη «απαραδέκτως»
προσκομισθείσα από 1 1.1.2007 τεχνική έκθεση. Σύμφωνα,
όμως, με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, η εν λόγω
τεχνική έκθεση, επιτρεπτώς και χωρίς μάλιστα να απαιτείτο
ειδική αιτιολογία, λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τα
λοιπά αποδεικτικά μέσα από το Εφετείο, το οποίο, στο
πλαίσιο της σχετικής προς τούτο διακριτικής του ευχέρειας,
δεν την απέκρουσε ως απαράδεκτη, ενόψει του ότι δεν
προέκυψε, ότι η αναιρεσίβλητη δεν την είχε προσκομίσει
στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από
βαριά αμέλεια. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης
πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ’ του
ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο δεν έλαβε
υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν
και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων
335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το
δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την
κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των
διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα
αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και
προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται
ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ’
αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το
περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα
αποδεικτικά μέσα, που με επίκληση προσκομίστηκαν
νόμιμα από τους διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση,
με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως από το άρθρο 559
α ρ ι θ. 11 γ’ ΚΠολΔ οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην
προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση, ότι το Εφετείο δεν
έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις
τα έγγραφα, που επικαλέστηκαν ενώπιον του με τις
προτάσεις τους της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η
προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή: α) αντίγραφα των
πινάκων πράξεων εφαρμογής πολεοδομικού σχεδίου του
Δήμου Αχαρνών της συνοικίας «Λαθέα» των οικοδομικών
τετραγώνων (Ο.Τ.) 58, 59, 60, 61, 62, 63 και 64 και β)
αντίγραφο του 28260/1988 συμβολαίου του
συμβολαιογράφου ………………………….., προς
απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι το επίδικο ακίνητο δεν
έχει καμία σχέση με αυτό που αναφέρεται στους τίτλους
της αναιρεσίβλητης. Όμως, το Εφετείο, όπως βεβαιώνεται
στην προσβαλλόμενη απόφασή του, κατέληξε στο
αποδεικτικό πόρισμά του, ότι το επίδικο περιλαμβάνεται
στους τίτλους της αναιρεσίβλητης, αφού έλαβε υπόψη του,,
μεταξύ άλλων και «όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία
οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα». Από τη
αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και
προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται
ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ’
αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το
περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα
αποδεικτικά μέσα, που με επίκληση προσκομίστηκαν
νόμιμα από τους διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση,
με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως από το άρθρο 559
αριθ. 1 1 γ’ ΚΠολΔ οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην
προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση, ότι το Εφετείο δεν
έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις
τα έγγραφα, που επικαλέστηκαν ενώπιον του με τις
προτάσεις τους της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η
προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή: α) αντίγραφα των
πινάκων πράξεων εφαρμογής πολεοδομικού σχεδίου του
Δήμου Αχαρνών της συνοικίας «Λαθέα» των οικοδομικών
τετραγώνων (Ο.Τ.) 58, 59, 60, 61, 62, 63 και 64 και β)
αντίγραφο του 28260/1988 συμβολαίου του
συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Γιαννάκη, προς
απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι το επίδικο ακίνητο δεν
έχει καμία σχέση με αυτό που αναφέρεται στους τίτλους
της αναιρεσίβλητης. Όμως, το Εφετείο, όπως βεβαιώνεται
στην προσβαλλόμενη απόφασή του, κατέληξε στο
αποδεικτικό πόρισμά του, ότι το επίδικο περιλαμβάνεται
στους τίτλους της αναιρεσίβλητης, αφού έλαβε υπόψη του,,
μεταξύ άλλων και «όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία
οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα». Από τη
βεβαίωση αυτή του Εφετείου, αλλά και από όλο το
περιεχόμενο της αποφάσεως στην οποία ειδικότερα
μνημονεύονται και οι σχετικές πράξεις αναλογισμού και
αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας, καθίσταται, αδιστάκτως,
βέβαιο ότι το εν λόγω δικαστήριο έλαβε υπόψη και
συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τα πιο πάνω
έγγραφα. Επομένως, ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει
να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3 Μαρτίου 2008 αίτηση των
…………………………….. κ.λ.π. για αναίρεση της
………… αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.Και
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα
της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες εφτακόσια
(2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, την 1η Ιουλίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση,
στο ακροατήριο του στις 15 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ