ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΑΣ – ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ 226/2010
ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 226/2010
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΑΣ
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 1 εδ ε’ ΚΠολΔ, όπως
τροποποιήθηκε με το ν. 2915/2001 και ισχύει από 1-1-2002 αν κατά την
συζήτηση της υπόθεσης δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα
μέρος κάποιος από τους διαδίκους, παρά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη
κλήτευσή του, η διαδικασία προχωρεί σαν να είναι παρόντες όλοι οι διάδικοι.
Στην προκειμένη περίπτωση από τις υπ αριθμ. 1.694/10-4-2008 και
3.466/16-10-2009 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο
Πρωτοδικείο Χαλκίδας ………….., που προσκομίζει και επικαλείται
η ανακόπτουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του
δικογράφου της από 7-4-2008 ανακοπής και της από 9-10-2009 κλήσης με
πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που
αναφέρεται στη αρχή της παρούσας επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα
στη δεύτερη των καθ’ ων η ανακοπή, η οποία, όμως, παρ’ ότι κατά τα
ανωτέρω έχει κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως, δεν εμφανίστηκε κατά την
παραπάνω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά
του πινακίου. Συνεπώς πρέπει η ανακοπή να εξετασθεί περαιτέρω ως προς
τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα σαν να είναι παρόντες όλοι οι
διάδικοι.
Επειδή το έννομο συμφέρον, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση κάθε
δικαστικής ενέργειας, προορίζεται να περιορίσει τη δικαστική ενέργεια σε
εκείνες μόνο τις περιπτώσεις, που η απόφαση είναι αναγκαία και ικανή να
συμβάλλει στην προστασία προβαλλόμενου δικαιώματος. Τέτοια περίπτωση
εννόμου συμφέροντος ανακύπτει και όταν με το εισαγωγικό δίκης ένδικο
βοήθημα της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης των δανειστών του
άρθρου 979 ΚΠολΔ, ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης είτε προβάλλει ότι κακώς
κατατάχθηκε κάποιος δανειστής στον πίνακα κατάταξης, με αποτέλεσμα να
μην μπορεί αυτός να εισπράξει ορισμένο περίσσευμα από το
εκπλειστηρίασμα, είτε αμφισβητεί την ύπαρξη ολικώς ή μερικώς ορισμένης
καταταχθείσας απαιτήσεως επιδιώκοντας την υπέρ του επισπεύδοντος η
άλλου αναγγελθέντος δανειστή μεταρρύθμιση του πίνακα, κατά το ποσό που
αυτοί δεν έχουν καταταγεί, εφόσον η κατάταξη αυτή απαλλάσσει τον
ανακόπτοντα από αντίστοιχη προς αυτούς υποχρέωση (ΑΠ 928/2002 δημ
ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα – καθ’ ης η εκτέλεση ζητεί
με την υπό κρίση ανακοπή της, για τους λόγους που ειδικότερα εκθέτει σε αυτήν, να μεταρρυθμιστεί ο υπ αριθμ. …………….πίνακας κατάταξης της συμβολαιογράφου …………………….., ώστε να αποβληθούν από αυτόν οι καθ’ ων η ανακοπή και στη θέση τους να καταταγούν, κατά το μεν 1/3 η Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς, η Δ.Ο.Υ Χαλκίδας, η Δ.Ο.Υ.ΦΑΒΕ Αθηνών, η Δ.Ο Υ. Κύμης, το ΙΚΑ Χαλκίδας, το ΙΚΑ Αλιβερίου κοι το ΙΚΑΒ’ Ταμείο Είσπραξης Εσόδων, κατά δε τα λοιπά 2/3 η Αγροτική Τράπεζα και τέλος να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα εις βάρος των καθ’ ων η
ανακοπή
Με το ως άνω περιεχόμενο η ανακοπή, που έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, δεδομένου ότι κανένα από τα διάδικα μέρη δεν επικαλείται επίδοση εκ μέρους της υπαλλήλου του πλειστηριασμού πρόσκλησης προς γνώση του πίνακα κατάταξης, αλλά ούτε και προκύπτει κάτι τέτοιο από τα έγγραφα της δικογραφίας, παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (933
παρ. 1 και 2, 979 παρ. 2 ΚΠολΔ), και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως
προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της. Σημειώνεται, ότι
σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη το έννομο
συμφέρον της ανακόπτουσας – καθ’ ης η εκτέλεση προς άσκηση της υπό
κρίση ανακοπής ερείδεται στην εκ μέρους της αμφισβήτηση της ύπαρξης των
καταταχθεισών απαιτήσεων των καθ’ ων η ανακοπή σε συνδυασμό με την
επιδίωξη μεταρρύθμισης του πίνακα υπέρ των αναφερομένων ανωτέρω
αναγγελθέντων δανειστών (Δ Ο Υ., Ι.Κ.Α. κλπ.), κατά το ποσό που αυτοί δεν
έχουν καταταγεί, αφού η κατάταξη αυτή θα απαλλάξει την ανακόπτουσα από
αντίστοιχη προς αυτούς υποχρέωση.
I. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321) 322,/και 324•
ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, που δεν επιτρέπει να
αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε
και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση
αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια, ότι τα δικαστήριο, ενώπιον του
οποίου ανακύπτει, εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως
προδικαστικό ζήτημα, το δίκαιο που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει
να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την
προηγούμενη απόφαση, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και
αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο
δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το
δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που
προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή: κύρια παρέμβαση και ένσταση
συμψηφισμού. Έννομη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων είναι
το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα
πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απόσβησαν τις έννομες συνέπειες.
Περαιτέρω κατά το άρθρο 330 ΚΠολΔ «το δεδικασμένο εκτείνεται και στις
ενστάσεις που προτάθηκαν καθώς και σ’ εκείνες που μπορούσαν να
προταθούν και δεν προτάθηκαν Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν
εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί ν’
ασκηθεί και με κύρια αγωγή». Μεταξύ των ενστάσεων οι οποίες^ καλύπτονται
οπό το δεδικασμένο, μολονότι δεν προτάθηκαν, αν και μπορούσαν να
προταθούν, περιλαμβάνονται και οι καταχρηστικές ενστάσεις^όπως είναι η
από τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ ένσταση εξόφλησης, καθώς και η ένσταση
εικονικότητας (ΑΠ 522/2008, δημ ΤΝΠ ‘ ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλης, Το
Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, β’ εκδ., σελ. 461-462). Εξ άλλου κατά τις
διατάξεις των άρθρων 2, 18 παρ. 1 και 2 και 34 παρ. 1 στοιχ. β και 2 στοιχ. β
του ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών», η ανώνυμη εταιρεία, αν δεν
ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό της, εκπροσωπείται δικαστικά και
εξώδικα από το Διοικητικό της Συμβούλιο, το οποίο εκλέγεται από τη γενική
συνέλευση, εκτός από το πρώτο διοικητικό συμβούλιο τα μέλη του οποίου
ορίζονται κατά την ίδρυσή της με το καταστατικό και ασκούν τα καθήκοντα
τους μέχρι την πρώτη από την ίδρυση τακτική γενική συνέλευση των μετοχών.
Κατά δε τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 19 του πιο πάνω
νόμου, όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 τουΤΝ.
2339/1955 «Η θητεία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ουδέποτε-
δύναται να υπερβαίνει τα έξη έτη Οι σύμβουλοι, μέτοχοι ή μη, είναι πάντοτε
επανεκλέξιμοι και ελεύθερα ανακλητοί». Από τις διατάξεις αυτές,
συνδυαζόμενες και με τη διάταξη του άρθρου 2 του ν. 2190/1920 που ορίζειτι
πρέπει να περιέχει το καταστατικό της ανώνυμης εταιρίας, συνάγεται ότι (α|)η
θητεία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου προσδιορίζεται είτε μόνον από
διάταξη του καταστατικού είτε από την περί εκλογής του απόφαση της γενικής
συνελεύσεως των μετόχων και ο χρόνος αυτής δεν μπορεί να είναι
μεγαλύτερος ούτε των έξι (6) ετών και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, ούτε του
τυχόν οριζόμενου στο καταστατικό μικρότερου της εξαετίας χρόνου στη
δεύτερη περίπτωση, (β)/ Στο καταστατικό ή στην απόφαση της γενικής
συνελεύσεως μπορεί να ορίζεται ότι η θητεία των μελών του διοικητικού
συμβουλίου, που έληξε, παρατείνεται μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού
συμβουλίου και πάντως όχι πέραν της εξαετίας από την εκλογή του. Στην
δεύτερη δε περίπτωση όχι πέραν του οριζόμενου στο καταστατικό χρόνου και
V) εφόσον δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη παρατάσεως μέχρι την εκλογή νέου
διοικητικού συμβουλίου, τα καθήκοντα των μελών παύουν αυτοδικαίως μόλις
παρέλθει ο χρόνος της θητείας τους που ορίζεται στο Καταστατικό ή στην
απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως. Η λύση αυτή είναι συμβατή και με την
αρχή ότι το Διοικητικό Συμβούλιο, ως εκλεγόμενο από τη γενική συνέλευση
και με τους συμβούλους «ελευθέρως ανακλητούς», πρέπει να απολαμβάνει
της εμπιστοσύνης αυτής. Αντίθετη εκδοχή, της παρατάσεως, δηλονότι, της
θητείας του.•διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας που λήγει με την
πάροδο του οριζόμενου χρόνου στην περί εκλογής απόφαση της γενικής
συνελεύσεως, μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου και πάντως όχι
πέραν της εξαετίας, στηριζόμενη στην αιτιολογία ότι στην περί εκλογής
απόφαση τεκμαίρεται ότι περιέχεται τέτοια βούληση του εκλέγοντος οργάνου
προκειμένου να μη στερηθεί η εταιρεία κατά το χρονικό αυτό διάστημα τη
διοίκηση και εκπροσώπηση) όχι μόνον δεν ευρίσκει έρεισμα στο νόμο
2190/20 αλλά είναι ενδεχόμενο, στην περίπτωση που και στο καταστατικό
προβλέπεται ορισμένη θητεία, να παραβιάζεται η σχετική διάταξή του, εάν
από την προηγούμενη εκλογή μέχρι την εκλογή νέου, διοικητικού συμβουλίου
συμπληρωθεί Χρόνος μεγαλύτερος του προβλεπόμενου στο καταστατικό
(ΟλΑΠ 5/2004, ΕλλΔνη 2004. 386). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου
35α §§ 1-2 του ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών, ως είχε πριν
τροποποιηθεί με το άρθρο 42 του ν. 3604/2007 (βλ. μεταβατική διάταξη του
άρθρου 79 εδ. β’ του ν. 3604/2007), συνάγεται ότι οι αποφάσεις της Γενικής
Συνελεύσεως της ανώνυμης εταιρείας είναι άκυρες, όχι μόνο κατά τις, υπό
στοιχεία α και β της παραπάνω διάταξης, περιπτώσεις αλλά και σε
οποιαδήττοτε άλλη περίπτωση αυτές εναι αντίθετες σε απαγορευτικές
διατάξεις του ως άνω νόμου ή του ΑΚ ή οποιοδήποτε άλλου ειδικότερου
νόμου που ρυθμίζει σχετικά θέματα (ΑΚ 174 και 180). Η ακυρότητα αυτή
καίτοι επέρχεται αυτοδικαίως, μπορεί, κατόπιν άσκησης σχετικής αγωγής
καθενός που έχει έννομο συμφέρον, να αναγνωριστεί με δικαστική απόφαση,
η οποία έχει ισχύ έναντι πάντων. Η ακυρότητα όμως των αποφάσεων της
Γενικής Συνελεύσεως για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορεί να αντιταχθεί μετά
την πάροδο διετίας από της υποβολής στο Υπουργείο Εμπορίου του
αντιγράφου των πρακτικών της Γενικής Συνελεύσεως κατά την οποία λήφθηκε
η απόφαση (άρθρο 35 παρ. 2 ν. 2190/1920). Η προθεσμία αυτή είναι
αποσβεστική και η τήρησή της λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το
Δικαστήριο, εφόσον προκύπτει η πάροδος της από τα τεθέντα υπόψη του
στοιχεία. Η πάροδος άπρακτης της προθεσμίας έχει ως αποτέλεσμα την ίαση
της απόφασης, ενώ η εμπρόθεσμη προσβολή της ακυρότητας αποκλείει την
ίαση (βλ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες 4η έκδοση, σελ 200). Σύμφωνα με τη
ρύθμιση του νόμου, αν το ελάττωμα της αποφάσεως αναφέρεται στον τύπο ή
στο περιεχόμενο της, την καθιστά άκυρη (άρθρο 35α του ν. 2190/1920), ενώ
οι άλλες είναι απλώς ακυρώσιμες (αρ. 35β-35γ ν. 2190/1920). Από τις άκυρες
και ακυρώσιμες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης της ανώνυμης εταιρίας
περί των οποίων προβλέπουν τα άρθρα 35α-35γ του ν. 2190/1920, ως είχαν
πριν τροποποιηθούν με το άρθρο 42 του ν. 3604/2007 (βλ. μεταβατική
διάταξη του άρθρου 79 εδ. β’ του ν. 3604/2007), διακρίνονται οι ανυπόστατες
ή νομικώς ανύπαρκτες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, δηλαδή εκείνες
που δεν φέρουν τα εξωτερικά γνωρίσματα εκδήλωσης δικαιοπρακτικής
βουλήσεως, όπως συμβαίνει όταν τα μέλη της γενικής συνελεύσεως δεν
συνήλθαν ή συνήλθαν και δεν αποφάσισαν ή αποφάσισαν επ’ ευκαιρία
κάποιας εκδήλωσης ή συνάντησης (ΕφΠατρ 963/2001, Αρμ. 2003. 348, Ν.
Ρόκας, ό.π. σελ. 197). Στην περίπτωση ανυπόστατης αποφάσεως με την
παραπάνω έννοια, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον δικαιούται ασκώντας
σχετική αγωγή να ζητήσει την αναγνώριση αυτής ως ανυπόστατης, ενώ η
διάταξη του άρθρου 35α παρ. 2, που αφορά στην ίαση της ακυρότητας των
αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως για οποιονδήποτε λόγο, δεν
εφαρμόζεται (βλ. Ν. Ρόκα, ό.π. σελ. 197, Κιντή, εις ΔίκΑΕ, τόμος 4, 2000, 35α,
αρ. 88, Αλεξανδρίδου, Δίκαιο εμπορικών εταιριών, ΕΓ Κεφαλαιουχικές εταιρίες,
β’ έκδοση, 2000, σελ. 11, Κόκκινη, ΕΕμπΔ 1997. 730). Τέλος η κατά τη
διάταξη του άρθρου 7β του ν. 2190/1920 δημοσιότητα διορισμού του
Διοικητικού Συμβουλίου και των εκκαθαριστών της ανώνυμης εταιρείας, έχει
δηλωτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα, η δε έλλειψη της έχει ως συνέπεια, ότι
μόνον οι τρίτοι μπορούν_επικαλεσθούν τα αδημοσίευτα στοιχεία και όχι και
η εταιρία (ΕφΑΘ ΕφΑΘ 650/2007, ΕλλΔνη 2007 895, Ν Ρόκας οττ. σελ. 214).
Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο
ανακοπής ζητεί τη μεταρρύθμιση του πίνακα ιστορώντας, ότι κατ’ αυτής έχει
εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 83/2004 απόφαση» του «παρόντος Δικαστηρίου; με την
οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην πρώτη των καθ’ ων το ποσό των
70,447,05 ευρώ και στη δεύτερη των καθ’ ων το ποσό των 16.034,78 ευρώ,
νομιμοτόκως κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στο διατακτικό της
απόφασης, για απαιτήσεις των τελευταίων που προέρχονται από τις μεταξύ
τους συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και ανάγονται στην περίοδο 2002-
2003. Οτι επίσης κατ’ αυτής έχει εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 133/2006 απόφαση του
παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην πρώτη
των καθ’ ων το ποσό των 67.692,26 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τις διακρίσεις
που αναφέρονται στο διατακτικό της απόφασης, για απαιτήσεις της τελευταίας
που προέρχονται από τη μεταξύ τους σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και
ανάγονται στην περίοδο 2003-2005. Ότι τις ανωτέρω απαιτήσεις τους οι καθ’
ων ανήγγειλαν στην υπάλληλο του κατ’ αυτής (της ανακόπτουσας)
επισπευδόμενου πλειστηριασμού, η μεν πρώτη με την από 24-7-2006
αναγγελία της, η δε δεύτερη με την από 22-7-2004 αναγγελία της. Ότι οι
ανωτέρω απαιτήσεις είναι ανύπαρκτες, διότι αμφότερες οι καθ’ ων η ανακοπή
έχουν εξοφληθεί, οι δε ανωτέρω μνημονευόμενες αποφάσεις έχουν εκδοθεί
ύστερα από συμπαιγνία μεταξύ, αφ’ ενός της ανακόπτουσας, και ειδικότερα,
του πρώην προέδρου και διευθύνοντα συμβούλου της ……., και αφ
ετέρου των καθ’ ων, που είναι η μεν πρώτη σύζυγος του πρώην προέδρου και
διευθύνοντα συμβούλου της ανακόπτουσας, η δε δεύτερη στενή τους φίλη. Η
ισχυριζόμενη από την ανακόπτουσα συμπαιγνία καταδεικνύεται από το ότι
στην μεν υπ’ αριθμ. 83/200-4 απόφαση το Δικαστήριο στηρίχθηκε στη
δικαστική ομολογία των ένδικων απαιτήσεων από την προηγούμενη διοίκηση
της εταιρίας, στη δε υπ’ αριθμ. 133/2006 απόφαση από το ότι εξ αιτίας της
ερημοδικίας της δεν προβλήθηκαν οι δέοντες ισχυρισμοί και ενστάσεις.
Με το ως άνω περιεχόμενο ο υπό κρίση λόγος ανακοπής είναι
επαρκώς ορισμένος και νόμιμος ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ
και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα
κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. ΚΠολΔ που αρμόζει στις υπό
αμφισβήτηση απαιτήσεις, με τους περιορισμούς του άρθρου 933 παρ. 4
ΚΠολΔ (βλ. Κεραμεύς/ Κονδύλης/Νίκας [-Νικολόπουλος], ΚΠολΔ 2000 II υπό
άρθρο 979 αριθμ. 28).
Επειδή από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση από
τους διαδίκους, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν πληρούν τους
όρους του νόμου, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα
είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια,-αποδεικνύονται τα εξής
πραγματικά περιστατικά: Οι καθ’ ων η ανακοπή άσκησαν κατά της
ανακόπτουσας την από 29-10-2003 (αριθμ. καταθ. δικ. 193/2003) αγωγή
τους, με την οποία ζητούσαν να υποχρεωθεί η τελευταία να τους καταβάλει
στην μεν πρώτη το ποσό των 79.235 ευρώ, στη δε δεύτερη το ποσό των
18.470,75 ευρώ, για απαιτήσεις τους που απέρρεαν από τις μεταξύ τους
συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και ανάγονται στην περίοδο 2002-2003.
Επί της αγωγής αυτής που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων εκδόθηκε στις
19-4-2004 η υπ’ αριθμ 83/2004 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την
οποία η ανακόπτουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στην μεν πρώτη των καθ’
ων το ποσό των 70.447,05 ευρώ, στη δε δεύτερη τα ποσό των_16,034,78
ευρώ, νομιμοτόκως κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στο διατακτικό της
απόφασης. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στην ανακόπτουσα, όπως η ίδια
συνομολογεί στην ανακοπή της, στις 17-5-2004. Κατά της απόφασης αυτής η
ανακόπτουσα άσκησε την από 16-4-2007 έφεση, η οποία συζητήθηκε
ενώπιον του Εφετείου Αθηνών στις 5-5-2009 και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ.
217/2009 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η
έφεση της ανακόπτουσας. Επομένως η υπ’ αριθμ. 83/2004 απόφαση του
παρόντος Δικαστηρίου έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, το δε δίκαιο που κρίθηκε
με αυτήν ισχύει αντί αληθείας και οφείλει το παρόν Δικαστήριο να το θέσει ως
βάση και για την παρούσα απόφαση. Ειδικότερα, το δεδικασμένο που
απορρέει από την ανωτέρω μνημονευόμενη απόφαση καταλαμβάνει τόσο την
έννομη σχέση που κρίθηκε με αυτήν, δηλαδή εν προκειμένω την_ύπαρξη των
αξιώσεων των καθ’ ων η ανακοπή όσο και – σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα
αυτη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε – την καταχρηστική ένσταση εξόφλησης,
που προβάλλει η ανακόπτουσα, έστω και αν αυτή δεν προβλήθηκε στην
παραπάνω δίκη, κατά την οποία αυτή συνομολόγησε το μεγαλύτερο μέρος
των ένδικων απαιτήσεων. Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος ανακοπής πρέπει
να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος ως προς την δεύτερη των καθ’ ων.
Εξ άλλου η πρώτη των καθ’ ων άσκησε κατά της ανακόπτουσας την υπ’ αριθμ.
καταθ. δικ. 196/2005 αγωγή, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η τελευταία
να της καταβάλει το ποσό των 67.692,26 ευρώ για απαιτήσεις της που
απέρρεαν από την μεταξύ τους σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και
‘ ανάνονται στην περίοδο 2003-2005. Επί της αγωγής αυτής που συζητήθηκε
ερήμην της εναγομένης, εδώ ανακόπτουσας, εκδόθηκε στις 8-6-2006 η υπ’
αριθμ. 133/2006 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία η
ανακόπτουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στην πρώτη των καθ’ ων το ποσό
των 67.692.26 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στο
διατακτικό της απόφασης. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στην ανακόπτουσα,
όπως η ίδια συνομολογεί στην ανακοπή της, στις 18-7-2006. Η ανακόπτουσα
ισχυρίζεται, ότι η επίδοση της ανωτέρω απόφασης είναι άκυρη διότι κατά τον
ανωτέρω κρίσιμο χρόνο στερείτο διοίκησης. Ειδικότερα ισχυρίζεται, ότι τον
Ιούνιο του 2001 παραιτήθηκε ένα μέλος του τριμελούς Δ Σ της εταιρίας, ο Κ.
…………, και έκτοτε ουδέποτε αντικαταστάθηκε με νόμιμο τρόπο, μέχρι
την 22-9-2006, οπότε και η εταιρία απέκτησε εκ νέου (προσωρινή) διοίκηση,
επομένως κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα υπήρχε έλλειψη διοίκησης.
Εν τούτοις αποδεικνύεται, ότι στις 30-6-2004 συγκλήθηκε έκτακτη καθολική
γενική συνέλευση, η οποία εξέλεξε νέο Δ.Σ., αποτελούμενο από τους ……, με
διετή θητεία, η οποία έληξε στις 30-6-2006. Η απόφαση αυτή της,γενικής
συνέλευσης δεν είναι ανυπόστατη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου
ισχ υ ρ ι σμού. της_ ανακόπτουσας, διότι από κανένα απολύτως προσκομιζόμενο
αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται, ότι ουδέποτε συνεκλήθη αυτή
πραγματικά,, ούτε ότι δενσυμμετείχαν σε αυτή οι μέτοχοι της εταιρίας.
Επιπλέον, το γεγονός, ότι το σχετικό πρακτικό δεν υποβλήθηκε στις
διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 7β του ν. 2190/1920 δεν επάγεται μη
σύννομο διορισμό του Δ.Σ., αφού σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη
μείζονα σκέψη της παρούσας η δημοσιότητα έχει δηλωτικό και όχι συστατικό
χαρακτήρα. Ωστόσο ανακύπτει ασάφεια και αμφιβολία περί του. αν στό~
καταστατικό της ανακόπτουσας περιλαμβάνεται πρόβλεψη περί παράτασης
της θητείας του Δ.Σ., μετά τη λήξη της, μέχρι την εκλογή νέου Δ.Σ., οπότε δεν
υπάρχει κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο έλλειψη διοίκησης, ή αν δεν
υπάρχει καμία τέτοια πρόβλεψη_οπότε τα καθήκοντα των μελών έπαυσαν
αυτοδικαίως στις 30-6-2006 και έκτοτε και μέχρι τις 22-9-2006 υπήρχε
πράγματι έλλειψη διοίκησης, οπότε η επίδοση της απόφασης είναι άκυρη. Το
στοιχείο αυτό είναι κρίσιμο, διότι αν η επίδοση της υπ’ αριθμ. 133/2006
απόφασης είναι έγκυρη, τότε αυτή, παρελθούσης άπρακτης τόσο της τριετούς
καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ προς άσκηση
έφεσης, όσο και της δεκαπενθήμερης προθεσμίας του άρθρου 503 παρ. 1
ΚΠολΔ προς άσκηση ανακοπή ερημοδικίας, έχει καταστεί τελεσίδικη (βλ. αντί
πολλών Κεραμεύς/Κονδύλης/ Νίκας [-Κουσούλης] ΚΠολΔ 2000 I υπό άρθρο
321 αριθμ 4) και απορρέει από αυτήν δεδικασμένο, τόσο για την κριθείσα
έννομη σχέση, όσο και για τη μη προβληθείσα στη δίκη εκείνη (και τώρα το
πρώτον προβαλλόμενη) ένσταση εξόφλησης Επομένως πρέπει να διαταχθεί-
κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο του
πρώτου λόγου ανακοπής ως προς την πρώτη των καθ’ ων, προκειμένου να
προσκομιστεί επιμελεία της ανακόπτουσας το ισχύον κατά την 18-7-2006
καταστατικό της.
II. Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται, ότι η
πρώτη των καθ’ ων έχει εξοφληθεί για μέρος της οφειλής της που απορρέει
από την υπ’ αριθμ 83/2004 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου.
Συγκεκριμένα ισχυρίζεται, ότι «αν και επέσπευσε στις 28-7-2004.
πλειστηριασμό εναντίον της ανακόπτουσας χρησιμοποιώντας ως εκτελεστό
τίτλο την υπ’ αριθμ 83/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Χαλκίδας, τον εγκατέλειψε λόγω μερικής ικανοποίησης της απαίτησης της»,
όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 1.259/2006 Ε’ Επαναληππκή Περίληψη
του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκίδας …..
Με το ως άνω περιεχόμενο ο υπό κρίση λόγος ανακοπής πρέπει να
απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, διότι δεν αναφέρεται σε αυτόν το ποσό,
για το οποίο – κατά τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας – έχει εξοφληθεί
μερικώς η απαίτηση της πρώτης των καθ’ ων.
III. Με τον τρίτο λόγο ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται, ότι η δεύτερη
των καθ’ ων δεν ήταν δικαιούχος της απαίτησης συνολικού ύψους_19.295,58
ευρώ (συμπεριλαμβανομένων τόκων και εξόδων), που απορρέει από την υπ’
αριθμ. 83/2004 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και την οποία ανήγγειλε
στην υπάλληλο του πλειστηριασμού στις 28-7-2004, διότι με την από 1-3-
2006_σύμβαση εκχώρησης. μεταξύ -αυτής και της ανώνυμης.εταιρίας- με την
επωνυμία ……………. που κοινοποιήθηκε στην
ανακόπτουσα στις 27-3-2006. εκχώρησε_την.ανωτέρω_απαίτησή-της στην ως
άνω εταιρία
Με το ως άνω περιεχόμενο ο υπό κρίση λόγος ανακοπής είναι
επαρκώς ορισμένος, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, διότι η ανωτέρω εκχώρηση αφορά απαίτηση μισθών, δηλαδή απαίτηση ακατάσχετη σύμφωνα με το άρθρο 982 περ. δ’ ΚΠολΔ, επομένως η σχετική κατ’άρθρο 455 ΑΚ σύμβαση είναι απόλυτα άκυρη σύμφωνα με το άρθρο 464 ΑΚ και δεν παράγει αποτελέσματα, η δε ακυρότητα λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπ’ όψη από το Δικαστήριο (βλ. αντί πολλών Β. Βαθρακοκοίλη ΕρΝομΑΚ τομ. Β΄σελ. 631).
IV. Με τον τέταρτο λόγο ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται, ότι η
απαίτηση της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή ύψους 15.034,78_ευρώ, που
απορρέει από την υπ’ αριθμ. 83/2004 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου,
έχει εξοφληθεί μερικώς και ειδικότερα για το ποσό των (5.000+2.000=) 7.000
ευρώ.
Με το ως άνω περιεχόμενο ο υπό κρίση λόγος ανακοπής είναι
επαρκώς ορισμένος και νόμιμος ερειδόμενος στο άρθρο 416 ΑΚ, και πρέπει
να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα κατά την ειδική
διαδικασία των άρθρων 666 επ. ΚΠολΔ
Επειδή από όλα τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα
αποδεικνύονται τα εξής: Στην υπ αριθμ. 528/2005 απόφαση του παρόντος
Δικαστηρίου, με την οποία ανεστάλη για έξι μήνες ο πλειστηριασμός κατ’
άρθρο 1000 ΚΠολΔ, αναφέρεται, ότι η πρώτη των καθ’ ων έλαβε το ποσό των
5.000 ευρώ. Μολονότι οι δικαστικές αποφάσεις ως προς τις αιτιολογίες τους,
δηλαδή την κρίση του δικαστηρίου ότι αποδείχτηκαν ισχυρισμοί διαδίκου, δεν
έχουν την αποδεικτική δύναμη της διάταξης του άρθρου 440 ΚΠολΔ, καθ’
όσον τα βεβαιούμενα σ’ αυτή γεγονότα δεν έχουν συμβεί κατά τη σύνταξη της
απόφασης και γιατί το δικαστήριο δεν εξετάζει αν έχουν συμβεί ή όχι τα
πραγματικά γεγονότα που θεμελιώνουν το διατακτικό της απόφασης αλλά
εκτιμά τους πραγματικούς ισχυρισμούς βάσει των αποδεικτικών μέσων των
διαδίκων (Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΚΠολΔ τομ Β’ σελ 912), εν τούτοις η
ανωτέρω απόφαση στηρίχτηκε στη δικαστική ομολογία της πρώτης των καθ’
,ών, νεγονός που συνέβη ενώπιον του συντάξαντος την απόφαση αυτή
Πρωτοδίκη και κατά συνέπεια παράγει πλήρη απόδειξη, μη επιτρεπομένης
ανταπόδειξης, παρά μόνον προσβολής του έγγραφου ως πλαστού κατ’ άρθρο
438 ΚΠολΔ. Η ανωτέρω δικαστική ομολογία συνιστά για την παρούσα δίκη
εξώδικη ομολογία κατ’ άρθρο 352 παρ. 2 ΚΠολΔ, που το Δικαστήριο θεωρεί
ειλικρινή και αποδεικτικό μέσο ικανό, σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα της
δικογραφίας, ώστε να πειστεί περί της καταβολής του ποσού των 5.000
ευρώ. Αντίθετα απόδειξη_περί της. ..καταβολής δεν παράγεται από την υπ’
αριθμ. 1 259/2006 Ε’ Επαναληπτική Περίληψη του δικαστικού επιμελητή στο
Πρωτοδικείο Χαλκίδας ….., στην οποία διηγηματικά αναφέρεται, ότι
στις 3-11-2005 ανεστάλη ο επισπευδόμενος από τη δεύτερη των καθ’ ων
πλειστηριασμός, διότι η οφειλέτιδα – ανακόπτουσα κατέβαλε στη δεύτερη των
καθ’ ων το ποσό των 2.000 ευρώ. Τούτο διότι την αλήθεια του γεγονότος
αυτού που αναφέρεται διηγηματικώς στο ανωτέρω δημόσιο έγγραφο, δεν
όφειλε να ερευνήσει ο συντάξας δικαστικός επιμελητής. Το γεγονός της
καταβολής αυτής δεν αποδεικνύεται από κανένα άλλο προσκομιζόμενο
αποδεικτικό μέσο. Επομένως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο υπό κρίση
λόγος ανακοπής και να μεταρρυθμιστεί ο πίνακας, ώστε να αποβληθεί η
δεύτερη των καθ’ ων από το ποσό των 5.000 ευρώ. και στη θέση της να
καταταγούν, κατά το μεν 1/3 η Δ.Ο.Ϋ. Κηφισιάς, η Δ.Ο.Υ. Χαλκίδας, η Δ.Ο.Υ.
ΦΑΒΕ Αθηνών, η Δ.Ο.Υ. Κύμης, το ΙΚΑ Χαλκίδας, το ΙΚΑ Αλιβερίου και το ΙΚΑ
Β’ Ταμείο Είσπραξης Εσόδων συμμέτρως, κατά δε τα λοιπά 2/3 η Αγροτική
Τράπεζα. .
V. Επειδή το άρθρο 31 του ν. 1545/1985 ορίζει, ότι «Στην τρίτη τάξη των
προνομίων του άρθρου 975 ΚΠολΔ, κατατάσσονται και οι απαιτήσεις από την
παροχή εξαρτημένης εργασίας, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία
διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού. Η
διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά, κατά το άρθρο 977 ΚΠολΔ,
γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξης αυτής». Κατά τη
διάταξη αυτή ως «ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού» νοείται
εκείνη που για πρώτη φορά αυτός ορίσθηκε με βάση την ίδια επιταγή προς
εκτελεση και κατασχετήρια έκθεση, με την οποία τελικά και διενεργήθηκε (ΑΠ
1101/2006, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου συνάγεται περαιτέρω, ότι σε
περίπτωση που τελικά ο πλειστηριασμός δεν έγινε με επίσπευση του πιστωτή
που επέβαλε την αρχική κατάσχεση και προκάλεσε τον ορισμό της πρώτης
ημερομηνίας για την διεξαγωγή του, αλλά με επίσπευση άλλου πιστωτή, για
να είναι ορισμένη η κατά τον πίνακα κατατάξεως ανακοπή, που έχει ως βάση
την αμφισβήτηση της ορθότητας του χρόνου που ο υπάλληλος του
πλειστηριασμού καθόρισε ως «ημερομηνία πρώτου πλειστηριασμού», πρέπει
στο οικείο δικόγραφο να αναφέρεται αν ο τελικώς επισπεύσας αυτόν πιστωτής
είχε επιδώσει προς τον οφειλέτη δική του επιταγή προς εκτέλεση και αν είχε
επιβάλει αυτοτελή κατάσχεση (ΑΠ 1995/2009,δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα με τον πέμπτο λόγο της
υπό κρίσης ανακοπής ιστορεί, ότι με επίσπευση της εδρεύουσας στο
Καλοχώρι Ευβοίας εταιρία με την επωνυμία …………………
κατασχέθηκε αναγκαστικά δυνάμει της υττ’ αριθμ 110/12-6-
2002 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης το αναλυτικά περιγραφόμενο σε
αυτήν ακίνητο ιδιοκτησίας της, ενώ με την υπ’ αριθμ 125/2002 περίληψη
κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκίδας
……. ορίστηκε ημερομηνία πλειστηριασμού η 25-9-2002 Ότι εν
συνεχεία, μετά από διαδοχικές αναβολές και ματαιώσεις του ανωτέρω
πλειστηριασμού, στις 28-7-2004 εμφανίστηκε η δεύτερη των καθ’ ων η
ανακοπή και υπέβαλε δήλωση συνέχισης του ανωτέρω πλειστηριασμού, με
εκτελεστό τίτλο την υπ αριθμ. 83/2004 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου,
ημερομηνία δε του πλειστηριασμού ορίστηκε η 3-11-2004. Με βάση το
ιστορικό αυτό ισχυρίζεται, ότι οι (εργατικές) απαιτήσεις της πρώτης των καθ’
ων, καθώς και το αναλυτικά περιγραφόμενο μέρος των (εργατικών)
απαιτήσεων της δεύτερης των καθ’ ων δεν γεννήθηκαν εντός της τελευταίας
διετίας πριν από την ορισθείσα ημερομηνία του πρώτου πλειστηριασμού, ως
τέτοιας δε θεωρούμενης της ημερομηνίας που ορίσθηκε με επίσπευση της
δεύτεοης των καθ’ ων (3-11-2004), και όχι εκείνης που ορίστηκε με
επίσπευση της εταιρίας με την επωνυμία ………… (25-9-2002), επομένως
οι καθ’ ων κακώς κατατάχθηκαν προνομιακά.
Με το ως άνω περιεχόμενο, ο υπό κρίση λόγος ανακοπής
προβάλλεται απαραδέκτως, διότι στο δικόγραφο της ανακοπής δεν
αναφέρεται αναγκαίο, για τη διαδικαστική πληρότητα του συγκεκριμένου
λόγου αυτής, στοιχείο, ήτοι ότι η δεύτερη των καθ’ ων η ανακοπή, με
επίσπευση της οποίας διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, είχε επιδώσει δική της
επιταγή προς εκτέλεση και είχε επιβάλει αυτοτελή κατάσχεση.
Εν όψει όλων των ανωτέρω πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της
συζήτησης της υπό κρίση ανακοπής ως προς την πρώτη των καθ’ ων, να γίνει
εν μέρει δεκτή ως προς τη δεύτερη, να μεταρρυθμιστεί ο πίνακας, ώστε να
αποβληθεί η δεύτερη των καθ: ων από το ποσό των 5.000 ευρώ και στη θέση
της να καταταγούν, κατά το μεν 1/3 η Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς, η Δ.Ο,Υ. Χαλκίδας, η
Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών, η Δ.Ο.Υ. Κύμης, το ΙΚΑ Χαλκίδας, το ΙΚΑ Αλιβερίου
και το ΙΚΑ Β’ Ταμείο Είσπραξης .Εσόδων σύμμετρος, κατά δε τα λοιπά 2/3 η
Αγροτική Τράπεζα, να οριστεί παράβολο άσκησης ανακοπής ερημοδικίας και
να επιβληθεί εις βάρος της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή λόγω της εν
μέρει ήττας της ανάλογο μέρος των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας,
σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό (178 παρ 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
– ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή και αντιμωλία
των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των
διακοσίων ευρώ (200 ευρώ).
– ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
– ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο του
πρώτου λόγου ανακοπής ως προς την πρώτη των καθ’ ων,
προκειμένου να προσκομιστεί επιμελεία της ανακόπτουσας το ισχύον
κατά την 18-7-2006 καταστατικό της.
– ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανακοπή ως προς την δεύτερη των καθ’ ων.
– ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον υττ’ αριθμ. 5.573/2008 πίνακα κατάταξης της
συμβολαιογράφου Ψαχνών Ευβοίας Τσαμττίκας Σωτηράκη-Πρίμη
πίνακας.
– ΑΠΟΒΑΛΛΕΙ τη δεύτερη των καθ ων από το ποσό των πέντε χιλιάδων
ευρώ (5.000 ευρώ) και στη θέση της κατατάσσει, κατά το μεν 1/3 τη
Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς, τη Δ.Ο.Υ. Χαλκίδας, τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών, τη
Δ.Ο.Υ. Κύμης, το ΙΚΑ Χαλκίδας, το ΙΚΑ Αλιβερίου και το ΙΚΑ Β’ Ταμείο
Είσπραξης Εσόδων συμμέτρως, κατά δε τα λοιπά 2/3 την Αγροτική
Τράπεζα.
– ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή μέρος των
δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των
διακοσίων ευρώ (200 ευρώ).
-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στη Χαλκίδα στις 27-10-10 απόντων των διαδίκων.
Σύνθεση: Χριστόφορος Μάρκου, Πρωτοδίκης
Δικηγόρος του γραφείου μας: Αικατερίνη Μίχου και συνεργαζόμενος ο κ. Σωτ. Ζωιτόπουλος Δικηγόρος Χαλκίδας.
*****
352,438,440,975,979,982,321,322,324,330 Κ.Πολ.Δ. – ν.2190/1920 περί Α.Ε.- 455,464, Α.Κ. Ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης από τον καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη- Αμφισβήτηση από Α.Ε. καθ’ης η εκτέλεση της αξίωσης του καταταγέντος για μισθούς παρά το ότι η κατάταξη εγένετο δυνάμει δικαστικής απόφασης λόγω αμφισβητήσεως του εγκύρου της επιδόσεως της αποφάσεως επί τη βάσει ισχυρισμού περί ελλείψεως διοικήσεως της Α.Ε. κατά τον κρίσιμο χρόνο – Υποστατό η μη αποφάσεως Γ.Σ. Α.Ε. επί τη βάσει ισχυρισμού ότι δεν μετέσχον σ’αυτήν οι μέτοχοι και δεν δημοσιεύθηκε κατ’άρθρ. 7β ν.2190 το σχετικό πρακτικό της Γ.Σ. – Αυτοδίκαιη παύση καθηκόντων μελών Δ.Σ. με τη λήξη της ορισθείσης από τη Γ.Σ. θητείας πλην αν υφίσταται πρόβλεψη στο Καταστατικό περί παράτασης έως της εκλογής νέου Δ.Σ. – Εκχώρηση από τον καταταγέντα , προ της αναγγελίας του, της αξιώσεως του εκ μισθών για την οποία και κατετάγη, προς τρίτον, απολύτως άκυρη και μη παράγουσα αποτέλεσμα- Αποδεικτική ισχύς δικαστικής ομολογίας – Ημερομηνία πρώτου πλειστηριασμού ως κρίσιμο αφετήριο σημείο της διετίας για προνομιακή κατάταξη – Νοείται εκείνη που για πρώτη φορά ορίσθηκε με βάση την ίδια επιταγή προς εκτέλεση και κατασχετήρια έκθεση με την οποία τελικά διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός – Αν ο πλειστηριασμός διενεργήθηκε με επίσπευση άλλου πιστωτή πρέπει στην ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης να αναφέρεται αν ο τελικώς επισπεύσας πιστωτής είχε επιδώσει στον οφειλέτη δική του επιταγή προς εκτέλεση και αν είχε επιβάλει αυτοτελή κατάσχεση, άλλως απαραδέκτως ασκείται η ανακοπή.
*****