Αρ.απόφασης 28/2010
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΝΘΕΣΗ: Αθανάσιος Μουστάκας, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Νικόλαος Παπαδάτος (Εισηγητής) Ελένη Χαλαβαζή (Πρωτοδίκες)
Δικηγόρος του γραφείου μας: Κ.Ε. Μακαρώνας
*
Κατ’εξαίρεση της έως τούδε παραθέσεως σ’αυτή την ιστοσελίδα περιλήψεως του κειμένου των αποφάσεων παραθέτουμε, για λόγους που είμεθα βέβαιοι ότι ο αναγνώστης θα κατανοήσει, ορισμένα στοιχεία του, πολιτικοκοινωνικού ενδιαφέροντος, περιεχομένου της δίχως σχόλια.
Πρόκειται για τον, μέγιστης ιστορικής και αισθητικής αξίας, άταφο νεκρό, το ρυθμολογίας art nouveau ξενοδοχείο ΑΚΡΟΠΟΛ στην οδό Πατησίων, απέναντι από το Μουσείο.
Τούτο αγοράσθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού (με τότε υπουργό τον Ευάγγελο Βενιζέλο, έτος 1998, αρχές 1999 αμέσως δε μετά την Ελ. Παπαζώη). Η σύμβαση πωλήσεως και η ταυτόχρονη σύμβαση έργου κρίθηκαν από το Δικαστήριο άκυρες ως αντικείμενες στη νομοθεσία περί δημοσίων έργων διότι: «…… Ουσιώδες πρόβλημα της συγκεκριμένης δίκης αποτελεί το ότι το Δημόσιο δεν συμπεριφέρεται με την ευθύτητα που απαιτεί από κάθε διάδικο η δικονομία»,
«το Δημόσιο είχε πάντοτε επίγνωση της παρανομίας που συντελέσθηκε με την υπογραφή της σύμβασης έργου, που δεν εκτελέσθηκε, και που εμπόδιζε τη χρηματοδότηση του έργου από κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τούτο δε είναι διαφωτιστικές οι επίσημες τοποθετήσεις κρατικών αξιωματούχων στη Βουλή των Ελλήνων(παρατίθενται αυτούσιες οι τοποθετήσεις των επίσης διατελεσάντων υπουργών Πολιτισμού Τατούλη και Βουλγαράκη)»,
« το Δημόσιο δεν πίστευε στη νομιμότητα της σύμβασης και αρνήθηκε για τούτο την καταλληλότητα των μελετών εφαρμογής…… η συμπεριφορά του αυτή γίνεται προσχηματική και προσκτάται χαρακτηριστικά αντίθεσης στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, άρα το Δημόσιο αδικοπράγησε».
Το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αυτής των εκπροσώπων του Δημοσίου βρίσκεται στην οδό Πατησίων.
***
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως ιστορείται στην αγωγή, με το υπ’ αρίθμ. 7524/22.01.1999 συμβόλαιο, η πρώτη
ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία πώλησε και μεταβίβασε στο εναγόμενο Δημόσιο την κυριότητα που είχε επί ενός διατηρητέου πολυόροφου κτηρίου, δηλαδή επί του οικοπέδου μετά του κτηρίου ως συστατικού του εφόσον δεν εκτίθεται η σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών.
Το κτήριο αυτό κατασκευάσθηκε στην Αθήνα κατά την περίοδο του μεσοπολέμου με σχέδια του γνωστού αρχιτέκτονα της εποχής Σωτηρίου Μαγιάση, έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο και βρίσκεται στις οδούς Πατησίων, Αβέρωφ και Μάρνη, Δήμου Αθηναίων. Το συμβόλαιο μεταγράφηκε και το εναγόμενο Δημόσιο απέκτησε την κυριότητα επί του ακινήτου, το παρέλαβε μάλιστα στη νομή του την οποία άρχισε να ασκεί αυτοπροσώπως, δηλαδή το κατείχε. Αναφέρεται, χαρακτηριστικά, στην αγωγή για το ζήτημα, στην παράγραφο 6 της σελίδας 5, ότι «το αντίδικο – αγοραστής παρέλαβε το ακίνητο στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του και στην κατάσταση που ήταν, ορίστηκε δε στο πωλητήριο συμβόλαιο ότι η οριστική παραλαβή του μέλλοντος να μετασκευασθεί τελικού προϊόντος αγοράς θα γίνει μετά την ολοκλήρωση των εκεί αναφερομένων εργασιών του κτιρίου, ως ετοίμου προϊόντος («με το κλειδί στο χέρι») και καταλλήλου για τη χρήση που το προορίζει ο αγοραστής. Για το λόγο αυτό, δηλαδή για την εκτέλεση των εργασιών μετασκευής, η πωλήτρια και η κατασκευάστρια κοινοπραξία παρέλαβαν τούτο δια του από 1.2.1999 πρωτοκόλλου εγκατάστασης…». Η μετασκευή του κτηρίου θα γινόταν σύμφωνα με τις οριστικές μελέτες που είχαν συνταχθεί, όπως αυτές θα εξειδικεύονταν από τις μελέτες εφαρμογής, που θα έπρεπε κατά συνέπεια να αποτελούν εξέλιξη των εγκεκριμένων οριστικών μελετών. Προηγουμένως και πριν από την έναρξη των εργασιών θα έπρεπε να εκδοθεί η σχετική άδεια εκτέλεσης των εργασιών μετασκευής του κτηρίου. Για το σκοπό αυτό, την αίτηση για την έκδοση της οικοδομικής άδειας θα υπέγραφε το εναγόμενο ως ο ιδιοκτήτης πλέον του ακινήτου δια εκπροσώπου – αντιπροσώπου του Υπουργού Πολιτισμού.
Μετά την υπογραφή της αίτησης, η πωλήτρια πρώτη ενάγουσα θα είχε την υποχρέωση να υποβάλει πλήρη φάκελο στην αρμόδια πολεοδομία εντός τριάντα ημερών από την υπογραφή του συμβολαίου. Εντός δύο μηνών από την υπογραφή του συμβολαίου είχε την υποχρέωση να υποβάλει προς έγκριση στο εναγόμενο ολοκληρωμένη μελέτη τεκμηρίωσης – αποτύπωσης του κτηρίου και στη συνέχεια θα έπρεπε εντός τεσσάρων μηνών από την υπογραφή του συμβολαίου να υποβάλει στο ίδιο προς έγκριση και τη μελέτη εφαρμογής, που θα αποτελούσε και το σχέδιο εκτέλεσης των εργασιών μετασκευής. Χωρίς να παρέχεται δυνατότητα προς τα πάνω αναπροσαρμογής του τιμήματος, το οποίο είχε συμφωνηθεί για τις δυσμενέστερες κατασκευαστικές συνθήκες, θα έπρεπε ωστόσο η μελέτη εφαρμογής να συνταχθεί οπωσδήποτε με βάση τις πραγματικές συνθήκες – ανάγκες του έργου. Ως τίμημα ορίσθηκε το ποσό των 4.580.000.000 δραχμών, το οποίο υπολειπόταν μεν κατά 35 έως 40% της αξίας του ακινήτου, αλλά που συμφωνήθηκε ότι σ’ αυτό «…συμπεριλαμβάνεται τόσο η αξία του οικοπέδου μετά του κτηρίου όσο και η αξία των εργασιών, υλικών και μελετών για την συντήρηση, ανακαίνιση, αποκατάσταση και μετασκευή του κτιρίου…», όπως επί λέξη αναφέρεται. Από το τίμημα, μέρος 1.810.000.000 δραχμών καταβλήθηκε από το εναγόμενο στην πρώτη ενάγουσα μετά τη μεταγραφή του συμβολαίου και την παράδοση (στο εναγόμενο) των πιστοποιητικών μεταγραφής, ιδιοκτησίας, βαρών και μη διεκδικήσεως, κατά τη συμφωνία. Από το υπόλοιπο των 2.770.000.000 δραχμών, ποσό 270.000.000 δραχμών συμφωνήθηκε να καταβληθεί στην πρώτη ενάγουσα εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από την κατάθεση στο πρωτόκολλο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού αντιγράφου της οικοδομικής άδειας, το δε υπόλοιπο των 2.500.000.000 δραχμών θα καταβάλλονταν σε μηνιαίες δόσεις, αναλόγως της προόδου των εργασιών μετασκευής και μετά αυτοψία κάθε φορά ενός οργάνου, της «Επιτροπής Παρακολούθησης». Τρεις ημέρες πριν την υπογραφή του συμβολαίου και επικειμένης της υπογραφής του συμφωνήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο η αποτελούμενη από τις πρώτη και δεύτερη ενάγουσες εταιρείες κοινοπραξία «Κ/Ξ Α.Ε.Ξ.Ε. ΑΚΡΟΠΟΛ – ΑΛΤΕΚ Α.Ε», με τη συμμετοχή κάθε εταιρείας – μέλους στο ήμισυ των δαπανών και αξίωση απόληψης του ημίσεος των κερδών.
Ακολούθησε η κατάρτιση σύμβασης έργου (εργολαβικής συμβάσεως), με εργοδότη την
πωλήτρια και εργολάβο την κοινοπραξία, η οποία δεν είχε αποκτήσει νομική προσωπικότητα.
Αντικείμενο της σύμβασης (έργου) ήταν η εκτέλεση του έργου της μετασκευής του
διατηρητέου κτηρίου του Σωτηρίου Μαγιάση, όπως πρόκειτο σε λίγες ημέρες να συμφωνηθεί μεταξύ της ενάγουσας ιδιοκτήτριάς του και του εναγομένου.
Ως αμοιβή (εργολαβικό αντάλλαγμα), εκχωρήθηκε από το τίμημα της πώλησης στην κοινοπραξία το ποσό του 1.700.000.000 δραχμών, κατά τη σύμβαση δε που καταρτίσθηκε στις 22.01.1999 η κοινοπραξία εγγυήθηκε στο αυτό συμβόλαιο την προσήκουσα εκτέλεση της πωλήτριας. Στις 18.02.1999, οι ενάγουσες απέστειλαν στο εναγόμενο σχέδιο αίτησης, που θα υπέγραφε ο εκπρόσωπος του Υπουργού Πολιτισμού για την έκδοση της οικοδομικής άδειας και θα υπέβαλε στη συνέχεια στην αρμόδια Υπηρεσία Πολεοδομίας η πρώτη ενάγουσα. Στις 23.4.1999 υπέβαλαν στο εναγόμενο τη μελέτη τεκμηρίωσης – αποτύπωσης του κτηρίου, την οποία επέστρεψε με υποδείξεις για διόρθωση το εναγόμενο δια της Υπηρεσίας του ΔΠΚΑΝΜ, η συμμετοχή της οποίας δεν είχε, πάντως, κατά τη σύμβαση προβλεφθεί. Την 01.6.1999 οι ενάγουσες υπέβαλαν προς έγκριση στο εναγόμενο το σύνολο των μελετών εφαρμογής και τη μελέτη τεκμηρίωσης αποτύπωσης συμπληρωμένη. Στις 22.6.1999 το εναγόμενο, δια της ΔΠΚΑΝΜ, έκανε λόγο για ελλείψεις της μελέτης τεκμηρίωσης, στις 25.6.1999 η Επιτροπή Παρακολούθησης απέκρουσε με έγγραφο της τη στατική μελέτη, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για μία νέα μελέτη, στις 30.6.1999, τέλος, το εναγόμενο απέρριψε με έγγραφο του το σύνολο των μελετών ως μη αποτελούσες εξέλιξη της αρχικής μελέτης. Στις 15.7.1999 οι ενάγουσες επανυπέβαλαν τις μελέτες, τροποποιημένες, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του εναγομένου, για να τις απορρίψει το τελευταίο και πάλι περί τα τέλη Ιουλίου 1999 και να ζητήσει την επανυποβολή τους σύμφωνα με τις υποδείξεις. Στις 08.11.1999 οι ενάγουσες υπέβαλαν και πάλι το σύνολο των μελετών στο εναγόμενο προς έγκριση και στις 16.02.2000 υπέβαλαν αίτηση στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (Τ.Ε.Ε.) για το διορισμό πραγματογνωμόνων. Στις 09.3.2000 το εναγόμενο κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση για το μέλλον, αλλά στις 04.5.2000 προσκάλεσε τις ενάγουσες να συζητήσουν. Στις 23.10.2000 ζήτησε τη διεύρυνση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του Τ.Ε.Ε. με ειδικούς και της επιλογής του, αίτημα που αποδέχθηκαν οι ενάγουσες. Στις 06.12.2000, υποβάλλεται η γνωμοδότηση και στις 16.3.2001 πραγματοποιείται σύσκεψη των διαδίκων.
Στις 30.5.2002, το εναγόμενο θέτει μεν όρους για τη συνέχιση λειτουργίας της σύμβασης, αλλά τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους κινεί τις διαδικασίες για την αποβολή των εναγουσών από την κατοχή του ακινήτου, στο οποίο είχαν εγκατασταθεί με τη βούληση του εναγομένου ως κυρίου και είχε συνταχθεί γι’ αυτό πρωτόκολλο εγκατάστασης. Οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι οι μελέτες εφαρμογής ήταν οι προσήκουσες, ότι αποτελούσαν δηλαδή εξέλιξη της ήδη εγκεκριμένης οριστικής μελέτης. Θα έπρεπε, συνεπώς, να τις εγκρίνει το εναγόμενο και να αρχίσει η μετασκευή του κτηρίου. Αρνούμενο το εναγόμενο να εγκρίνει τις μελέτες εφαρμογής περιέπεσε σε υπερημερία οφειλέτη, διότι δεν είχε απλώς το δικαίωμα να εγκρίνει ή να μην εγκρίνει τις μελέτες που θα υπέβαλαν οι ενάγουσες, είχε υποχρέωση – όφειλε να τις εγκρίνει, εφόσον, βέβαια, ήσαν κατάλληλες, δηλαδή αποτελούσαν εξέλιξη – εξειδίκευση της εγκεκριμένης οριστικής μελέτης. Με βάση τον ισχυρισμό αυτό, κατά κύριο λόγο, περί υπερημερίας του εναγομένου ως οφειλέτη από σύμβαση πώλησης και, επικουρικά, επικαλούμενες αδυναμία παροχής λόγω πταίσματος του εναγομένου, με ρητή αναφορά στο άρθρο 381 του Α.Κ., οι ενάγουσες θεωρούν τη σύμβαση ισχυρή, εμμένουν σε αυτή και ζητούν το υπόλοιπο του τιμήματος. Συγκεκριμένα, η πρώτη διεκδικεί ως τίμημα ποσό 3.873.807,77 ευρώ, αναγνωριστικώς, μετά σχετική δήλωση των δικαστικών της πληρεξουσίων καταχωρισθείσα στα πρακτικά της δίκης και τις έγραφες προτάσεις της, η δε δεύτερη διεκδικεί ως εκχωρηθέν τίμημα στην κοινοπραξία το συνολικό ποσό των 733.675,71 ευρώ, ήτοι 133.675,71 ευρώ καταψηφιστικώς και το υπόλοιπο ποσό των 600.000 ευρώ αναγνωριστικώς, μετά παραδεκτό, με δήλωση των δικαστικών πληρεξουσίων στις έγγραφες προτάσεις και τα πρακτικά της δίκης, περιορισμό του αιτήματος. Ισχυρίζονται, περαιτέρω, οι ενάγουσες εταιρείες, ότι η μεταξύ τους συμφωνηθείσα κοινοπραξία προέβη σε διάφορες δαπάνες, τις οποίες ονομάζουν «γενικές δαπάνες» και «δαπάνες ικριωμάτων». Οι γενικές δαπάνες αποτελούνται από τις δαπάνες για την αμοιβή των μελετητών και των πραγματογνωμόνων που ορίστηκαν από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, την αμοιβή δύο μηχανικών για χρονικό διάστημα 53 μηνών αρχής γενομένης από τον Φεβρουάριο έτους 1999, καθώς και από δαπάνες από την πληρωμή προς τη Δ.Ο.Υ., την πληρωμή λογαριασμών προς τη Δ.Ε.Η., την Ε.ΥΔ.Α.Π., την πληρωμή ασφαλίστρων, διάφορες άλλες δαπάνες και έξοδα τεχνικού – διοικητικού προσωπικού. Το σύνολο των γενικών δαπανών ανέρχεται στο ποσό των 619.354,96 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ποσού των 62.454 ευρώ, που αφορά στις δαπάνες από την πληρωμή προς τη Δ.Ο.Υ., την πληρωμή λογαριασμών προς τη Δ.Ε.Η., την Ε.ΥΔ.Α.Π., την πληρωμή ασφαλίστρων, διάφορες άλλες δαπάνες και έξοδα τεχνικού – διοικητικού προσωπικού, καθώς και του ποσού των 124.431,40 ευρώ, που αποτελεί το σύνολο των αμοιβών των δύο μηχανικών κατά το χρονικό διάστημα των 53 μηνών, προς ιστορική επιστήριξη του οποίου αναφέρεται επί λέξη: «Από 1/2/1999 μέχρι τέλους οι δύο πρώτες ενάγουσες (μέλη της κοινοπραξίας), έχουν διαθέσει για την διεκπεραίωση των εργασιών αλλά και την εν γένει φροντίδα της σύμβασης δύο μηχανικούς μεγάλης εμπειρίας. Η απασχόλησή τους δεν ήταν συνεχής και καλύπτει το 50% της δραστηριότητας και συνεπώς και το αντίστοιχο ποσό αμοιβής τους. Δοθέντος ότι ο μέσος μηνιαίος μισθός ανερχόταν σε 800.000 δραχμές η συνολική δαπάνη από την αιτία αυτή ανέρχεται σε 124.431,40 ευρώ (800.000 δραχμές Χ 53 μήνες X 50% X 2 = 42.000.000 δραχμές (124.431,40 ευρώ). Οι δαπάνες ικριωμάτων ανέρχονται στο ποσό των 23.448,27 ευρώ και συνίστανται στην αξία 1.700 τετραγωνικών μέτρων ικριωμάτων που είχαν πέριξ του κτηρίου τοποθετηθεί, τα οποία έχουν καταστραφεί και δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν αλλού.
Από το σύνολο των γενικών δαπανών της κοινοπραξίας και των δαπανών για τα ικριώματα των (619.354,96 + 23.448,27 =) 642.803,23 ευρώ, η πρώτη ενάγουσα διεκδικεί ως αποζημίωση, αναγνωριστικώς, το ποσό των 637.803,23 ευρώ και η δεύτερη το ποσό των 318.901,61 ευρώ, ήτοι το ήμισυ του ποσού που διεκδικεί η πρώτη και που αναλογεί στη συμμετοχή της στις δαπάνες τις κοινοπραξίας, από το ποσό δε αυτό, μέρος 18.901,61 ευρώ διεκδικεί καταψηφιστικώς και το υπόλοιπο αναγνωριστικώς. Επιπλέον, η πρώτη ενάγουσα ισχυρίζεται ότι κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης είχε υπόλοιπα δανείων, στη Γενική Τράπεζα ύψους 181.797.124 ευρώ και στην Τράπεζα Κρήτης (ήδη τράπεζα Eurobank) 215.224.778 δραχμών, καθώς επίσης επιβαρυνόταν με ετήσια προμήθεια από τη χορήγηση δύο εγγυητικών επιστολών του ΤΣΜΕΔΕ ύψους 540.000.000 δραχμών. Αν είχε εισπράξει το σύνολο των δόσεων του τιμήματος, θα ήταν σε θέση να αποπληρώσει τα δάνεια μέχρι το τέλος του έτους 1999. Επειδή, όμως, δεν εισέπραξε το τίμημα από υπαιτιότητα του εναγομένου, επιβαρύνθηκε με τόκους 481.099,61 ευρώ μέχρι την άσκηση της αγωγής το έτος 2003. Αν, εξάλλου, η σύμβαση είχε εκτελεστεί κσι είχε το πωληθέν κτήριο παραληφθεί προσωρινά τον Νοέμβριο του 2000 και οριστικά τον Νοέμβριο του 2002, η επιβάρυνσή της από την προμήθεια των εγγυητικών επιστολών θα έπαυε και δεν θα είχε επιβαρυνθεί με το συνολικό ποσό των 22.618,24 ευρώ.
Διεκδικεί, λοιπόν, ως αποζημίωση η πρώτη ενάγουσα, αναγνωριστικώς, ποσό ισόποσο με τους τόκους των δανείων και την προμήθεια από την κατοχή των εγγυητικών επιστολών που επιβαρύνθηκε.
Σύμφωνα με την αγωγή, η συμπεριφορά του εναγομένου, εκτός από αντισυμβατική, υπήρξε και αδικοπρακτική. Η αδικοπραξία έγκειται στο γεγονός ότι, κατά κατάχρηση δικαιώματος, αρνήθηκε να συμπράξει στην έκδοση της οικοδομικής άδειας και να εγκρίνει τις μελέτες εφαρμογής της εγκεκριμένης οριστικής μελέτης, στη συνέχεια, μάλιστα, κατήγγειλε τη σύμβαση για το μέλλον, μολονότι οι ενάγουσες είχαν συμπεριφερθεί σύμφωνα με τη σύμβαση και τις επιταγές της συναλλακτικής καλής πίστης, ενεργώντας για το λόγο αυτό και πάλι κατά κατάχρηση δικαιώματος. Σε πολλά σημεία στο δικόγραφο της αγωγής περιέχονται αναφορές για συμπεριφορά του εναγομένου αντίθετη στην καλή πίστη και τα (χρηστά) συναλλακτικά ήθη, όπως στη σελίδα 52 της αγωγής, όπου αναφέρεται ότι το εναγόμενο «…περιήλθε σε υπερημερία οφειλέτη και πάντως κατέστησε από υπαιτιότητά του αδύνατη την εκπλήρωση της παροχής μας, τα ανωτέρω δε κατά χονδροειδή παράβαση της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και ευθεία αντίθεση προς το άρθρο 281, ευθυνόμενο έτσι (το αντίδικο) και κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 919, 939 και 59 ΑΚ…». Οι παραπάνω αξιώσεις, λοιπόν, επιχειρείται να στηριχθούν και στις διατάξεις τις σχετικές με την αδικοπρακτική ευθύνη.
Οι ενάγουσες εταιρείες, επειδή συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του
εναγομένου προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη και φήμη, διεκδικούν, τέλος, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσού 2.000.000 ευρώ εκάστη, η πρώτη αναγνωριστικώς, η δεύτερη καταψηφιστικώς κατά το ποσό των 30.000 ευρώ και αναγνωριστικώς κατά το υπόλοιπο.
Πέραν των αξιώσεων αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, ζητούν οι ενάγουσες, όπως α) αναγνωρισθεί ότι η άρνηση του εναγομένου να εγκρίνει τις μελέτες εφαρμογής και τις ειδικές μελέτες ήταν αντισυμβατική και παράνομη, αλλά και καταχρηστική και ότι για το λόγο αυτό κατέστη υπερήμερο ως οφειλέτης, σε κάθε δε περίπτωση από δική του, αποκλειστικά, υπαιτιότητα κατέστησε αδύνατη την εκπλήρωση της παροχής τους, β) αναγνωρισθεί ότι η καταγγελία του εναγομένου είναι αντισυμβατική και παράνομη και πρέπει να κηρυχθεί άκυρη, οπότε να διαπιστωθεί ότι ουδέποτε λύθηκε η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, γ) αναγνωρισθεί ότι οι εγγυητικές επιστολές δεν ισχύουν και ότι πρέπει να επιστραφούν, υποχρεωθεί δε περαιτέρω το εναγόμενο να εκδώσει βεβαίωση περί της αποδέσμευσης των επιστολών, δ) αναγνωρισθεί, επικουρικά και δη για την περίπτωση που κριθούν βάσιμοι οι λόγοι της καταγγελίας του εναγομένου, ότι πρόκειται στην πραγματικότητα για έγκυρη υπαναχώρηση, συνεπεία της οποίας η σύμβαση λύθηκε στο σύνολο της και το εναγόμενο υποχρεούται σε απόδοση της κυριότητας του ακινήτου στην πρώτη ενάγουσα και ε) καταδικασθεί, στην τελευταία περίπτωση, το εναγόμενο σε δήλωση βουλήσεως μεταβιβάσεως της κυριότητας στην παραπάνω ενάγουσα.
Η αγωγή εισάγεται αρμοδίως, λόγω ποσού και στα πλαίσια της γενικής καθ’ ύλήν
αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί, διότι πρόκειται για διαφορά ιδιωτική (άρθρα 94 παρ. 2 του Συντάγματος, 1 περ. α’, 18 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Εκτίθεται η κατάρτιση μιας σύμβασης του Αστικού Κώδικα μεταξύ ιδιωτών και του Δημοσίου, υπέρ του οποίου δεν έχουν ωστόσο επιφυλαχθεί ρήτρες αποκλίνουσες του κοινού δικαίου που να προσδίδουν στο εναγόμενο υπερέχουσα θέση, ούτε τέτοια θέση εξασφαλίζεται σ’ αυτό από τη νομοθεσία, ακόμη και για την περίπτωση που εκτιμηθεί ότι εκτίθεται σύμβαση δημοσίου έργου στην πραγματικότητα (σχετ. Α.Ε.Δ. 14/1993, Ολ.Α.Π. 8/2000, Ε.Α. 7023/2005, σε «Nomos«). Για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής, επιχειρήθηκε η εξώδικη επίλυση της διαφοράς, η οποία απέτυχε, διότι το εναγόμενο υποστήριξε ότι δεν είχε το δικαίωμα από τη νομοθεσία να συμμετάσχει στη συγκεκριμένη εξώδικη διαδικασία (βλ. το από 22.10.2003 έγγραφο του εναγομένου και την από 07.11.2003 μονομερή δήλωση αποτυχίας των εναγουσών). Ως προς τη βασιμότητα της αγωγής, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα:
1) Οι αξιώσεις των εναγουσών απόληψης του υπολοίπου τιμήματος και του
εκχωρηθέντος τιμήματος, αντίστοιχα, από τη σύμβαση με το εναγόμενο Δημόσιο δεν είναι νόμιμες, για τους εξής λόγους: Σύμφωνα με το άρθρο 513 του Α.Κ., «με τη σύμβαση της πώλησης ο πωλητής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα, που αποτελούν το αντικείμενο της πώλησης, και να παραδώσει το πράγμα και ο αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα». Αν μεν ο πωλητής είναι δικαιούχος της κυριότητας επί του πράγματος που αποτελεί το αντικείμενο της πώλησης, μένει να εκπληρώσει και την υποχρέωση παράδοσής του, αν, όμως, δεν είναι δικαιούχος του δικαιώματος κυριότητας, βρίσκεται σε αδυναμία παροχής, αρχική ή επιγενόμενη, οπότε έχει ο αγοραστής όσα δικαιώματα έχει ο δανειστής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις (άρθρο 516 του Α.Κ.), συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος αποζημίωσης από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης εκ μέρους του πωλητή (άρθρο 382 εδ. α’ του Α.Κ.). Τώρα, το πράγμα που αποτελεί το αντικείμενο της πώλησης μπορεί και να μην υπάρχει κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, ήτοι (καταρχήν) της περιέλευσης σ’ αυτόν που πρότεινε της δήλωσης του άλλου μέρους περί αποδοχής της πρότασής του (άρθρο 192 του Α.Κ.). Στην περίπτωση αυτή, η σύμβαση πώλησης συνομολογείται εγκύρως, αλλά η υποχρέωση του πωλητή δεν μπορεί να εκπληρωθεί άμεσα, για τον απλό λόγο ότι μόνο μετά την παραγωγή του πράγματος που αποτελεί το αντικείμενο της πώλησης ο πωλητής αποκτά επ’ αυτού (επί του πράγματος) το δικαίωμα κυριότητας που έχει με τη σύμβαση της πώλησης ήδη υποσχεθεί ότι θα μεταβιβάσει στον αγοραστή. Πρόκειται για τη λεγόμενη σύμβαση πώλησης μέλλοντος πράγματος, η οποία είναι δυνατή α) ως πώληση ελπιζομένου πράγματος, δυνάμει της οποίας συνομολογείται ότι ο αγοραστής τότε μόνο θα καταβάλει το τίμημα, εάν παραχθεί το πωληθέν ελπιζόμενο πράγμα και β) ως πώληση ελπίδας, σύμβαση δηλαδή τυχηρά, βάσει της οποίας ο αγοραστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν δεν παραχθεί το πωληθέν πράγμα,έχοντας αγοράσει απλώς την ελπίδα παραγωγής του, για την οποία καταβάλλει οπωσδήποτε το τίμημα. Στην περίπτωση της πώλησης ελπιζομένου πράγματος, ο αγοραστής τότε μόνο καταβάλλει το τίμημα, όταν, και στο μέτρο που, θα υπάρξει η παροχή του αντισυμβαλλομένου του, το μελλοντικό δηλαδή πράγμα, διαφορετικά απαλλάσσεται, σύμφωνα με τον κανόνα της αμοιβαίας απαλλαγής του άρθρου 380 του Α.Κ. και όχι γιατί δεν πληρώθηκε η αναβλητική αίρεση της παραγωγής του ελπιζομενου πραγματος (βλ. για τα παραπάνω Μαγγίβας σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Α.Κ., άρθρ. 513, αρ. 10, Α.Π. 1191/2006, Ε.Δωδ. 163/2004, Ε.Θεσ. 657/1990, σε «Nomos«). Τυπικά, στην πώληση ελπιζομένου (μέλλοντος) πράγματος ο αγοραστής αναμένει την προσφορά του πράγματος, το οποίο πρέπει, βέβαια, να έχει τις ιδιότητες που έχουν κατά την κατάρτιση της σύμβασης, ενδεχομένως, συμφωνηθεί και να είναι απαλλαγμένο πραγματικών ελαττωμάτων. Ο αγοραστής έχει εύλογη ή τη συμφωνημένη προθεσμία διασκέψεως για την παραλαβή του πράγματος και μπορεί να την αρνηθεί αν το πράγμα παρουσιάζει ελαττώματα ή/και δεν έχει τις συμφωνημένες ιδιότητες. Στην παραγωγή, όμως, του πράγματος και κατά τη διάρκεια της παραγωγής του δεν αναμειγνύεται, αναμένει την προσήκουσα παραγωγή και προσφορά του. Αν με τη σύμβαση έχει αποκτήσει δικαίωμα επέμβασης κατά τη διαδικασία παραγωγής του πράγματος, το οποίο μπορεί να εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως και να φθάνει μέχρι το σημείο μονομερούς λύσης του συμβατικού δεσμού πριν την ολοκλήρωση της παραγωγής του πράγματος, στην περίπτωση αυτή ο δανειστής, εκτός από την απόκτηση της κυριότητας επί του μέλλοντος πράγματος που κάποτε θα του προσφέρει ο πωλητής, αποβλέπει – επιθυμεί να επηρεάζει και τη διαδικασία παραγωγής του πράγματος, είναι έτσι αγοραστής και εργοδότης ταυτόχρονα, με τη σύμβαση να χαρακτηρίζεται ως μικτή, διότι ενέχει χαρακτηριστικά πώλησης και σύμβασης έργου (Ε.Α. 11446/1995, σε «Nomos«). Με βάση όσα παραπάνω υποστηρίζονται, ακολουθεί η παραδοχή ότι, η σύμβαση με την οποία το ένα μέρος αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει στο άλλο μέρος το δικαίωμα κυριότητάς του επί ενός κτηρίου – συστατικού οικοπέδου, όχι όπως είναι κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, αλλά όπως θα μετασκευασθεί, σύμφωνα με αυτή, το δε άλλο μέρος αναλαμβάνει την υποχρέωση καταβολής (ή προκαταβολής) χρηματικού ανταλλάγματος για την παροχή, δηλαδή τη μεταβίβαση της κυριότητας επί του μετασκευασμένου κτηρίου – ακριβέστερα επί του οικοπέδου μετά του μετασκευασμένου κτηρίου – είναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, μία σύμβαση πώλησης ελπιζομένου (μέλλοντος) πράγματος. Οι μεν ιδιώτες είναι ελεύθεροι να συμβληθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, με βάση τη θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 του Α.Κ.). Το Δημόσιο, όμως, επειδή τα έσοδά του προέρχονται, κατά κύριο λόγο, από τη φορολογία των πολιτών, απαγορεύεται να συμβάλλεται και να επιλέγει τον αντισυμβαλλόμενο του κατά το δοκούν – περιορίζεται στις επιλογές του από τη νομοθεσία.
Όταν, δηλαδή, κρίνει ότι το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει την απόκτηση εκ μέρους του
αλλότριας περιουσίας, προχωρεί σε αναγκαστική απαλλοτρίωσή της, με εφαρμογή του άρθρου 17 του Συντάγματος και της υποκειμένης αυτού νομοθεσίας. Επιτρέπεται, ωστόσο, να προβαίνει στην αγορά ακινήτου, χωρίς διαγωνισμό, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 50 του πδ. 715/1979, η οποία επιτρέπει την αγορά και μέλλοντος ακόμη ακινήτου ή ακινήτου που πρόκειται να μετασκευασθεί (έτσι και Ε.Α. 7023/2005, ό.π), παρότι στο δεύτερο εδάφιο αναφέρεται ότι «το προς αγοράν ακίνητο εκτιμάται υπό επιτροπής …», που θα μπορούσε με μια πρώτη ανάγνωση να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι με βάση το προαναφερόμενο άρθρο 50 δεν επιτρέπεται η αγορά από το Δημόσιο μέλλοντος να κατασκευασθεί ή μετασκευασθεί ακινήτου, για το λόγο ότι δεν μπορεί να εκτιμηθεί η αξία πράγματος που δεν υπάρχει, παρά μόνο να προϋπολογισθεί η αξία του μέλλοντος πράγματος. Η σύμβαση, αντίθετα, με την οποία το ένα μεν μέρος πωλεί στο άλλο ένα κτήριο της ιδιοκτησίας του – συστατικό οικοπέδου, δηλαδή πωλεί το οικόπεδο μετά του συστατικού του κτηρίου, όχι στην κατάσταση που το κτήριο είναι κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης αλλά όπως αυτό θα μετασκευασθεί σε μεταγενέστερο χρόνο, ενώ παράλληλα και με την ίδια σύμβαση, συγχρόνως συνομολογείται ότι, αμέσως μετά την κατάρτιση του σχετικού συμβολαίου και τη μεταγραφή του, το αντισυμβαλλόμενο μέρος θα αποκτήσει το υφιστάμενο δικαίωμα κυριότητας, δηλαδή το δικαίωμα κυριότητας επί του οικοπέδου και του συστατικού αυτού κτηρίου στην κατάσταση που βρίσκεται κατά το χρόνο της μεταγραφής, καθώς και ότι το αντισυμβαλλόμενο μέρος θα καταβάλει εφ’ άπαξ ή σε δόσεις ένα ενιαίο χρηματικό αντάλλαγμα ως τίμημα, δεν αποτελεί αγοραπωλητήρια σύμβαση μέλλοντος πράγματος, διότι η συμφωνημένη παροχή του πωλητή στη σύμβαση πώλησης μέλλοντος πράγματος είναι, σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 513 του Α.Κ.), η μεταβίβαση της κυριότητας επί του μέλλοντος πράγματος όταν αυτό παραχθεί, εν προκειμένω όταν ολοκληρωθεί η μετασκευή του κτηρίου, όχι η παράδοση της κατοχής του μετασκευασμένου κτηρίου στον αντισυμβαλλόμενο που έχει σε προγενέστερο χρόνο γίνει ήδη κύριος του οικοπέδου και του κτηρίου – συστατικού πριν τη μετασκευή του. Κατά τον χρόνο παράδοσης του κτηρίου μετασκευασμένου, ο «πωλητής» βρίσκεται σε αδυναμία παροχής ως πωλητής, διότι έχει πάψει να είναι κύριος. Πως θα παραδώσει την κυριότητα επί του ακινήτου μετά του μετασκευασμένου συστατικού αυτού, όταν δεν την έχει, αφού κύριος είναι ήδη ο «αγοραστής», η κατάσταση δε αυτή που επρόκειτο να διαμορφωθεί από απόψεως εμπραγμάτου δικαίου ήταν γνωστή και είχε αποτελέσει μέρος της συμφωνίας; Υπό την προϋπόθεση ότι τα μέρη δεν επιθυμούν να καταρτίσουν προσύμφωνο για την κατάρτιση της κύριας σύμβασης, αλλά θέλουν να δεσμευθούν αμοιβαίως με κύρια σύμβαση και δεν επιθυμούν απλώς ο αντισυμβαλλόμενος να αποκτήσει αξίωση αποζημίωσης λόγω της αδυναμίας παροχής του άλλου μέρους, εφόσον, με βάση τη συμφωνία, εξακολουθεί ο πωλητής μετά τη μεταβίβαση της κυριότητας να οφείλει να παραδώσει το κτήριο που έχει στην κατοχή του πλέον μετασκευασμένο, σημαίνει ότι οφείλει ως εργολάβος. Η σύμβαση δεν είναι καν μικτή πώλησης μέλλοντος πράγματος – έργου, διότι στην περίπτωση αυτή η εκτέλεση του έργου, η μετασκευή δηλαδή του ακινήτου, πρέπει να προηγείται της μεταβίβασης της κυριότητάς του. Μόνο έτσι μπορεί να εκπληρωθεί η κύρια υποχρέωση του πωλητή, η μεταβίβαση δηλαδή στον αγοραστή της κυριότητάς του επί του μετασκευασμένου πλέον ακινήτου. Στην περίπτωση που εξετάζεται, πρόκειται για δύο συμβάσεις, πώλησης και μίσθωσης έργου, που καταρτίζονται ταυτόχρονα, η δε συμφωνία περί ενιαίου χρηματικού ανταλλάγματος δεν παραλλάσσει τα πράγματα και ουδόλως οδηγεί σε διαφορετική κρίση, ανεξαρτήτως του ότι αποτελεί συνήθη στις συναλλαγές πρακτική. Αυτά συμφώνησαν τα μέρη, τα συγκεκριμένα έννομα αποτελέσματα θέλησαν να επέλθουν και δεν ενδιαφέρει πως τα ίδια χαρακτηρίζουν τις συμφωνίες τους, δοθέντος ότι η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε κανόνες δικαίου και εντεύθεν ο νομικός χαρακτηρισμός των συμφωνιών αποτελεί θεμελιώδες καθήκον του δικαστηρίου που θα επιληφθεί της διαφοράς (άρθρο 216 παρ. 1 περ. α’ του Κ.Πολ.Δ., βλ. και τις Ολομ.Α.Π. 20/2007, 19/2007 και 18/2006). Οι δύο αυτές συμβάσεις που καταρτίσθηκαν ταυτόχρονα δεν αποκλείεται να αλληλεξαρτώνται ως προς την ισχύ και τα έννομα αποτελέσματά τους. Το ζήτημα είναι θεωρητικό (διδασκαλία δικαιοπρακτικού θεμελίου, αιρέσεις ίσως), όχι κρίσιμο για την υπόθεση, δεν ερευνάται γι’ αυτό περαιτέρω. Με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, οι ιδιώτες είναι ελεύθεροι να συμβάλλονται και με όποιο περιεχόμενο επιθυμούν. Το Δημόσιο, όμως, δεν επιτρέπεται να συμβάλλεται με τον τρόπο και το περιεχόμενο που περιγράφεται παραπάνω. Επιτρέπεται, βέβαια, να αγοράζει ακίνητα που υπάρχουν κατά τον χρόνο της αγοράς ή που πρόκειται να κατασκευαστούν ή μετασκευαστούν, οπότε θα αποκτήσει την κυριότητά τους όταν κατασκευαστούν ή μετασκευαστούν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 50 παρ. 3 του π.δ. 715/1979. Δεν επιτρέπεται, όμως, να καταρτίζει μικτές συμβάσεις αγοράς μέλλοντος ακινήτου – έργου, πολύ περισσότερο συμβάσεις κατασκευής ή μετασκευής ακινήτου της κυριότητάς του κατά το δοκούν και με τον αντισυμβαλλόμενο που επιθυμεί. Είναι υποχρεωμένο να τηρεί τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων, όπως αυτή έχει κωδικοποιηθεί με το ν. 3669/2008, διότι έτσι κρίνει ο νομοθέτης ότι εξασφαλίζεται ο κοινωνικός έλεγχος, η διαφάνεια των διαδικασιών, η τήρηση του σχεδιασμού και εφαρμογής των μελετών, η τήρηση του χρονοδιαγράμματος κατασκευής, η παρακολούθηση του κόστους του έργου κλπ (άρθρο 1 παρ. 4 περ. β’). Όταν, λοιπόν, το Δημόσιο επιθυμεί να εκτελεστεί ένα έργο – ως έργο δε νοείται και κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή επισκευή ή συντήρηση (άρθρο 1 παρ. 3 εδ. β’) – οφείλει να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου 4 ως προς το πρόσωπο του εργολάβου, που, αν δεν είναι το ίδιο (αυτεπιστασία – παρ. 1 περ. β’), πρέπει να είναι ειδικευμένη εργοληπτική επιχείρηση (παρ. 1 περ. ά), οπότε οφείλει να εφαρμόσει το άρθρο 4 και ως προς τον τρόπο επιλογής της εργοληπτικής επιχείρησης, ήτοι αν αυτή θα επιλεγεί με ανοικτή δημοπρασία, που είναι η κύρια διαδικασία επιλογής (παρ. 2 περ. ά), με δημοπρασία ύστερα από προεπιλογή, που είναι η διαδικασία επιλογής εργολήπτριας εταιρείας για έργα μεγάλης σπουδαιότητας ή εξειδικευμένα (παρ. 2 περ. β’), ή, τέλος, με απευθείας ανάθεση ή διαγωνισμό μεταξύ περιορισμένου αριθμού προσκαλουμένων εργοληπτικών επιχειρήσεων, που αποτελεί εξαιρετική διαδικασία και εφαρμόζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως επί παραδείγματι (και ενδεικτικά) σε περίπτωση θεομηνίας ή σοβαρού επικειμένου κινδύνου, ή όταν πρόκειται για μικρής αξίας έργα (παρ. 2 περ. γ’). Εφόσον τηρηθεί η κανονιστική διάταξη, που στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση προσήκει για την εκτέλεση του έργου, επιτρέπεται το Δημόσιο να συμβληθεί (άρθρο 5), διαφορετικά, απαγορεύεται και αν το Δημόσιο συμβληθεί η δικαιοπραξία πάσχει ακυρότητα λόγω αντίθεσής της σε ρητή διάταξη νόμου, ως άκυρη δε που είναι θεωρείται σαν να μην έγινε, όπως ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 174 και 180 του Α.Κ, που εφαρμόζονται και κατά παραπομπή άλλωστε της παραγράφου 13 του άρθρου 5 του ν. 3669/2008, της ακυρότητας λαμβανομένης στα πλαίσια πολιτικής δίκης υπ’ όψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, λόγω του χαρακτήρα των προαναφερομένων νομοθετικών ρυθμίσεων ως δημοσίας τάξεως (σχετ. Α.Π. 904/2004, 349/2004, σε «Nomos«).
Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη και το περιεχόμενο της αγωγής, που κατά τα βασικά του σημεία, τα κρίσιμα για την υπόθεση, παρατίθεται, η σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου Δημοσίου δεν είναι ασφαλώς μόνο μία σύμβαση πώλησης μέλλοντος πράγματος, του διατηρητέου κτηρίου, που κτίσθηκε κατά την περίοδο του μεσοπολέμου σε σχέδια του γνωστού αρχιτέκτονα της εποχής Σωτηρίου Μαγιάση, όπως είχε συμφωνηθεί να μετασκευασθεί από την ενάγουσα. Και δεν είναι μια σύμβαση πώλησης μέλλοντος πράγματος, διότι η κυριότητα επί του πράγματος συμφωνήθηκε να μεταβιβασθεί από την ιδιοκτήτρια ενάγουσα στο εναγόμενο πριν τη μετασκευή του κτηρίου, με και από τη μεταγραφή του συμβολαίου (ενδεικτικά, από την αγωγή: «το αντίδικο – αγοραστής παρέλαβε το ακίνητο στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του και στην κατάσταση που ήταν…»).
Μέχρις εδώ, πρόκειται για μια σύμβαση πώλησης ενός ακινήτου, και δη ενός οικοπέδου μετά του προαναφερομένου κτηρίου – συστατικού του οικοπέδου (άρθρα 953 και 954 αρ. 1 του Α.Κ.), η οποία καλώς συνήφθη κατά την προβλεπόμενη από την παράγραφο 3 του άρθρου 50 του πδ. 715/1979 διαδικασία. Επειδή, όμως, με βάση την ίδια συμφωνία, όπως το περιεχόμενο της εκτίθεται στην αγωγή, η ενάγουσα ανέλαβε και την υποχρέωση να μετασκευάσει το κτήριο, μετά την απόκτηση της κυριότητας και της κατοχής εκ μέρους του εναγομένου, παρέλαβε δε το ακίνητο στην κατοχή της από το τελευταίο και θα του το παρέδιδε πλέον μετασκευασμένο [«…ορίστηκε δε στο πωλητήριο συμβόλαιο ότι η οριστική παραλαβή του μέλλοντος να μετασκευασθεί τελικού προϊόντος αγοράς θα γίνει μετά την ολοκλήρωση των εκεί αναφερομένων εργασιών του κτιρίου, ως ετοίμου προϊόντος («με το κλειδί στο χέρι») και καταλλήλου για τη χρήση που το προορίζει ο αγοραστής. Για το λόγο αυτό, δηλαδή για την εκτέλεση των εργασιών μετασκευής, η πωλήτρια και η κατασκευάστρια κοινοπραξία παρέλαβαν τούτο δια του από 1.2.1999 πρωτοκόλλου εγκατάστασης…»] – σημαίνει, ότι τα μέρη συμφώνησαν την εκτέλεση του έργου της μετασκευής του κτηρίου μετά την απόκτηση της κυριότητάς του από το Δημόσιο. Ταυτόχρονα, δηλαδή, συμφώνησαν τη μεταβίβαση του δικαιώματος κυριότητας επί του ακινήτου αιτία πωλήσεως και την εκτέλεση του έργου της μετασκευής του κτηρίου μετά την απόκτηση της κυριότητάς του από το Δημόσιο. Δεν πρόκειται καν για μικτή σύμβαση πώλησης – έργου, διότι η πώληση – η μεταβίβαση δηλαδή της κυριότητας – προηγείται του χρόνου εκτέλεσης και παράδοσης του έργου. Με ένα συμβολαιογραφικό έγγραφο τα μέρη κατήρτισαν δύο συμβάσεις, τη σύμβαση πώλησης και τη σύμβαση έργου, τα έννομα αποτελέσματα αυτών των συμβάσεων τουλάχιστον θέλησαν να επέλθουν. Επειδή, όμως, η νομοθεσία δεν επέτρεπε στο Δημόσιο να συνάπτει συμβάσεις έργου και να επιλέγει τον εργολάβο κατά το δοκούν, οι συμφωνίες ονομάσθηκαν ως «σύμβαση πώλησης μέλλοντος πράγματος», ορίσθηκε ενιαίο χρηματικό αντάλλαγμα, αποτελούμενο από το τίμημα και την αμοιβή της πρώτης ενάγουσας ως εργολάβου – η οποία σημειωτέον δεν είναι εργοληπτική επιχείρηση αλλά μια ανώνυμη εταιρεία εκμετάλλευσης ξενοδοχειακών επιχειρήσεων – χαρακτηρίσθηκε το ενιαίο χρηματικό αντάλλαγμα των 4.580.000.000 δραχμών – καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό το έτος 1999 – ως τίμημα, θεωρώντας, ότι, έτσι, θα ξεπεραστούν τα εμπόδια που όρθωνε η νομοθεσία περί δημοσίων έργων. Σε ότι αφορά τη σύμβαση του έργου της μετασκευής του κτηρίου, αυτή πάσχει ακυρότητα χωρίς αμφιβολία, διότι αντιβαίνει στην επιτακτική για το Δημόσιο νομοθεσία περί δημοσίων έργων, όπως έχει κωδικοποιηθεί με το ν. 3669/2008. Θα έπρεπε να είχε προηγηθεί, για τη μετασκευή του κτηρίου, ανοικτή δημοπρασία (άρθρο 4 παρ. 2 περ. α’), στην οποία θα συμμετείχαν ειδικευμένες εργοληπτικές επιχειρήσεις (άρθρο 4 παρ. 1 περ. α’), με βάση δε το αποτέλεσμα της δημοπρασίας θα μπορούσε το εναγόμενο να συμβληθεί με συγκεκριμένη εργοληπτική επιχείρηση και όχι με μια εταιρεία εκμετάλλευσης ξενοδοχείων. Η ακυρότητα της σύμβασης έργου λαμβάνεται υπ’ όψη αυτεπαγγέλτως, διότι η νομοθεσία περί δημοσίων έργων αφορά, οπωσδήποτε, τη δημόσια τάξη, τη διαφάνεια στη διαχείριση των οικονομικών του Δημοσίου, καθώς και τη θέσπιση κανόνων για την αποδοτικότερη εκμετάλλευση των οικονομικών του. Ως αποτέλεσμα της ακυρότητας, η σύμβαση έργου θεωρείται σαν να μην καταρτίσθηκε ποτέ και αξίωση απόληψης αμοιβής δεν – υφίσταται. Οι ενάγουσες, βέβαια, χαρακτηρίζουν ως τίμημα τα χρήματα που διεκδικούν, ωστόσο ο νομικός χαρακτηρισμός της αξίωσης, γενικά, αποτελεί απόρροια της υπαγωγής εκ μέρους του δικαστηρίου των περιστατικών στους κανόνες δικαίου. Διεκδικούν, συγκεκριμένα, το χρηματικό αντάλλαγμα που θα λάμβαναν για τη μετασκευή του κτηρίου, με την πρώτη δόση καταβλητέα αμέσως μετά την έκδοση της οικοδομικής άδειας και τις λοιπές δόσεις στη συνέχεια αναλόγως της εξέλιξης των εργασιών και αφού θα προηγούνταν σε κάθε περίπτωση αυτοψία της «Επιτροπής Παρακολούθησης» του έργου. Διεκδικούν, δηλαδή, την αμοιβή τους για την εκτέλεση του έργου, τη συμφωνημένη και την εκχωρηθείσα, που, όμως, δεν υφίσταται ως αξίωση, λόγω της ακυρότητας της σύμβασης. Κατά συνέπειαν, οι αξιώσεις των εναγουσών για καταβολή ποσών 3.873.807,77 ευρώ και 733.675,71 ευρώ, αντίστοιχα, κρίνονται απορριπτέες ως μη νόμιμες, υπό την έννοια ότι τα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να στηριχθούν, δεν τις δικαιολογούν κατά νόμο.
2) α) Οι αξιώσεις αποζημίωσης της πρώτης ενάγουσας, που αφορούν το σύνολο των γενικών δαπανών και την αξία των ικριωμάτων, είναι βάσιμες εν μέρει, στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 197, 198 παρ. 1, 297 εδ. α’ και 298 εδ. α’ του Α.Κ., στις οποίες στηρίζεται και η αξίωση αποζημίωσης ποσού 22.618,24 ευρώ, που αποτελεί την προμήθεια που πλήρωσε η ενάγουσα αυτή για τη διατήρηση των εγγυητικών επιστολών. Εν μέρει δε, διότι (α) για τις αξιώσεις αποζημίωσης που αφορούν στις δαπάνες από την πληρωμή προς τη Δ.Ο.Υ., την πληρωμή λογαριασμών προς τη Δ.Ε.Η., την Ε.ΥΔ.Α.Π., την πληρωμή ασφαλίστρων, διάφορες άλλες δαπάνες και έξοδα τεχνικού – διοικητικού προσωπικού (σελ. 90 αγωγής, αρ. 2, 3, 4, 6, 7 και 8), συνολικού ύψους 62.454 ευρώ, δεν γίνεται αναφορά στα γενεσιουργά πραγματικά περιστατικά, δεν εξηγείται πως ακριβώς τα επί μέρους κονδύλια προκύπτουν και τι αφορά το καθ’ ένα, ενώ (β) για την αξίωση αποζημίωσης 124.431,40 ευρώ, που αποτελεί το σύνολο της απασχόλησης δύο μηχανικών για χρονικό διάστημα 53 ημερών, δεν εξειδικεύονται το αντικείμενο και οι όροι της απασχόλησης, παρά μόνο συνοδεύεται (η αξίωση) από τη γενικόλογη αναφορά, ότι οι μηχανικοί απασχολήθηκαν στη διεκπεραίωση των εργασιών, αλλά και την εν γένει φροντίδα της σύμβασης, η δε απασχόλησή τους δεν ήταν συνεχής, περιοριζόμενη στο «50% της δραστηριότητας», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, δεν εκτίθεται δηλαδή ποια ακριβώς εργασία παρείχαν οι μηχανικοί, εν όψει και του ότι η «διεκπεραίωση εργασιών» και η «εν γένει φροντίδα της σύμβασης» δεν αποτελούν, ασφαλώς, εξειδίκευση της εργασίας των μηχανικών. Οι εξεταζόμενες αξιώσεις αποζημίωσης των 62.454 ευρώ και των 124.431,40 ευρώ υποβάλλονται αορίστως. Συνεπώς, η αγωγή πάσχει απαράδεκτο ως προς αυτές και είναι ως προς το μέρος αυτό απορριπτέα, όπως βάσιμα επισημαίνεται άλλωστε και από το εναγόμενο Δημόσιο. Διευκρινιστικό και μόνο, η νόμιμη βάση των παραπάνω αξιώσεων στις περί της ευθύνης από τις διαπραγματεύσεις διατάξεις του Α.Κ. αποτελεί βάση της αγωγής, υπό την έννοια ότι η ενάγουσα εκθέτει όλα τα περιστατικά που απαιτούνται προς επιστήριξη του αιτήματος στις συγκεκριμένες διατάξεις, μολονότι η ίδια δεν χρησιμοποιεί τη σχετική ορολογία και δεν αντιλαμβάνεται, ενδεχομένως, ότι οι αξιώσεις της στηρίζονται στις συγκεκριμένες διατάξεις. Και τούτο διότι η αγωγή έχει κατά νόμο μόνο ιστορική βάση (άρθρο 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), ο ενάγων αρκεί δηλαδή να παραθέτει πραγματικά περιστατικά προς επιστήριξη του αιτήματος του, δεν προσαπαιτείται περαιτέρω να τα χαρακτηρίζει νομικά και, άλλωστε, δεν ενδιαφέρει πως χαρακτηρίζει ο ίδιος τις αξιώσεις του ή τι θεωρεί ότι έχει συμβεί. Εν προκειμένω, εκτίθεται η διαδρομή των γεγονότων που οδήγησαν στην κατάρτιση της άκυρης, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σύμβασης έργου και ότι κατά τη διαδρομή αυτή προκλήθηκε, υπαιτίως, περιουσιακή ζημία στην ενάγουσα. Αυτά αρκούν για την κατά νόμο θεμελίωση του αιτήματος και δεν προσαπαιτείται αναφορά στην ακυρότητα, που αποτελεί άλλωστε έννομη συνέπεια της αντίθεσης της δικαιοπραξίας στο νόμο.
β) Η αξίωση αποζημίωσης ποσού 481.099,61 ευρώ, που πλήρωσε η πρώτη ενάγουσα για τόκους δανείων, τα οποία είχαν συναφθεί πριν την κατάρτιση των συμβάσεων με το Δημόσιο και που, αν η σύμβαση έργου είχε εκτελεσθεί, θα ήταν η ενάγουσα αυτή σε θέση να αποπληρώσει έγκαιρα, με τα χρήματα που θα είχε λάβει ως αμοιβή, δεν είναι νόμιμη.
Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 του Α.Κ. συνάγεται ότι κατά τις
διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, όποιος δε στο στάδιο αυτό προξενήσει υπαίτια στον άλλο ζημία υποχρεούται να τον αποζημιώσει και αν ακόμη η σύμβαση δεν καταρτίσθηκε. Ως ζημία κατά τις ανωτέρω διατάξεις, συνδυαζόμενες με αυτή του άρθρου 298 του ίδιου κώδικα, νοείται μόνο το αρνητικό διαφέρον (διαφέρον διάψευσης εμπιστοσύνης), δηλαδή η θετική ή αποθετική ζημία που επήλθε στον παθόντα διότι πίστεψε καλόπιστα στην επικείμενη σύναψη της σύμβασης, ενώ δεν νοείται ως ζημία το από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης απολεσθέν διαφέρον (θετική ή αποθετική ζημία), διότι αυτό έχει διαφορετική γενεσιουργό αιτία. Στην έννοια του αρνητικού διαφέροντος υπάγονται, τόσο η ζημία εξαιτίας δαπανών στις οποίες ο παθών προέβη διότι πίστεψε ως επικείμενη τη σύναψη της συμβάσεως, όσο και η ζημία την οποία αυτός υπέστη, για τον ίδιο λόγο, από την απόκρουση άλλης ευκαιρίας για σύναψη όμοιας σύμβασης με τους ίδιους ή ευνοϊκότερους όρους (Α.Π. 1231/2008, 1242/2005, 1565/2000). Δεν είναι, λοιπόν, νόμιμη η αξίωση αποζημίωσης της πρώτης ενάγουσας για το ποσό των 481.099 ευρώ και 61 λεπτών, διότι δεν αποτελεί αρνητικό διαφέρον, ήτοι διαφέρον με γενεσιουργό αιτία τη διάψευση της καλόπιστης προσδοκίας της ενάγουσας ότι θα καταρτισθεί έγκυρη σύμβαση. Η ζημία δεν προκλήθηκε επειδή πίστευσε η ενάγουσα καλόπιστα ότι θα καταρτίσει έγκυρη σύμβαση με το εναγόμενο. Θα αποτελούσε θετικό διαφέρον (διαφέρον εκπληρώσεως) αν η σύμβαση έργου δεν έπασχε ακυρότητα λόγω της αντίθεσής της στη νομοθεσία περί δημοσίων έργων και το εναγόμενο δεν εκπλήρωνε την υποχρέωση πληρωμής της αμοιβής. Στην περίπτωση αυτή, η αξίωση αποζημίωσης λόγω μη εκπλήρωσης της σύμβασης θα μπορούσε (υπό πρόσθετες, όμως, προϋποθέσεις) να περιλάβει την περαιτέρω ζημία από την τοκοφορία των δανειακών συμβάσεων. Κατά συνέπεια, πρέπει η αξίωση αποζημίωσης που εξετάζεται να απορριφθεί ως μη νόμιμη.
3) Ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις του εναγομένου έναντι της δεύτερης ενάγουσας δεν υφίσταται, διότι η συγκεκριμένη ενάγουσα δεν διαπραγματεύθηκε με το εναγόμενο την κατάρτιση καμίας σύμβασης, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αγωγή. Η πρώτη ενάγουσα διαπραγματεύθηκε και αυτή συμβλήθηκε με το εναγόμενο, με τον τρόπο που συμβλήθηκε.
Αναφέρεται βέβαια ότι στο συμβόλαιο συμβλήθηκε και η κοινοπραξία χωρίς νομική προσωπικότητα «Κ/Ξ Α.Ε.Ξ.Ε. ΑΚΡΟΠΟΛ – ΑΛΤΕΚ Α.Ε.», που σημαίνει ότι συμβλήθηκαν οι ενάγουσες εταιρείες – μέλη της κοινοπραξίας, αλλ’ όμως η κοινοπραξία εγγυήθηκε μόνο υπέρ της πρώτης ενάγουσας για την καλή εκ μέρους της εκτέλεση της σύμβασης. Συνεπώς, και αν ακόμη η δεύτερη ενάγουσα διαπραγματεύθηκε, που δεν υποστηρίζεται στην αγωγή, για την παροχή της εγγυήσεως διαπραγματεύθηκε και όχι για την ανάληψη της εκτέλεσης του έργου δεν συμβλήθηκε ως εργολάβος. Έπεται ότι για τις αξιώσεις αποζημίωσης γενικών δαπανών και δαπανών ικριωμάτων της δεύτερης ενάγουσας, συνολικού ποσού 318.901,61 ευρώ δεν ευθύνεται το εναγόμενο ούτε με βάση τις διατάξεις για τις διαπραγματεύσεις, η δε αγωγή κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη και κατά το μέρος αυτό.
4) Οι περιστάσεις που εκτίθενται στην αγωγή ως περιστάσεις αδικοπρακτικής ευθύνης του εναγομένου, που αποτελούν σωρευτική για τις αξιώσεις αποζημίωσης βάση, αλλά και βάση των αξιώσεων χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αμφοτέρων των εναγουσών διότι η κοινοπραξία των ανωνύμων εταιρειών «Κ/Ξ Α.Ε.Ξ.Ε. ΑΚΡΟΠΟΛ – ΑΛΤΕΚ Α.Ε.» αναφέρεται μεν μεταξύ των εναγόντων, πλην όμως δεν αιτείται στο όνομά της, συνεπώς, δεν ενάγει – ότι δηλαδή το εναγόμενο κατά κατάχρηση δικαιώματος αρνήθηκε να συμπράξει στην έκδοση της οικοδομικής άδειας και να εγκρίνει τις μελέτες εφαρμογής της εγκεκριμένης οριστικής μελέτης, στη συνέχεια μάλιστα κατήγγειλε τη σύμβαση για το μέλλον μολονότι οι ενάγουσες είχαν συμπεριφερθεί σύμφωνα με τη σύμβαση και τις επιταγές της συναλλακτικής καλής πίστης, ενεργώντας για το λόγο αυτό και πάλι κατά κατάχρηση δικαιώματος, δεν επιβεβαιώνονται απ’ όσα οι ενάγουσες στο
5) δικόγραφο της αγωγής αναφέρουν. Ενώ, δηλαδή, υποστηρίζουν ότι το εναγόμενο δεν είχε διακριτική ευχέρεια να συμπράξει, στην έκδοση της οικοδομικής άδειας και με την έγκριση των μελετών εφαρμογής της οριστικής μελέτης, αλλά είχε η σύμπραξή του προβλεφθεί ως υποχρέωσή του στη σύμβαση (υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της προσήκουσας εκ μέρους της πρώτης ενάγουσας προσφοράς, ήτοι της υποβολής μελετών εφαρμογής αποτελούντων εξέλιξη της εγκεκριμένης οριστικής μελέτης), για το λόγο δε αυτό θεωρούν τη μη έγκριση των μελετών εφαρμογής ως παράβαση συμβατικής του υποχρέωσης ως οφειλέτη και αναζητούν τις συνέπειες από την υπερημερία του, ειδικότερα, διεκδικούν το υπόλοιπο του τιμήματος και δη το εμπορικό τους κέρδος, καθώς και αποζημίωση εκ της υπερημερίας, σύμφωνα με το άρθρο 343 παρ 1 του Α.Κ., υποστηρίζουν στη συνέχεια προς θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του εναγομένου ότι άσκησε καταχρηστικά τόσο το δικαίωμα έγκρισης των μελετών εφαρμογής όσο και το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης. Η καταχρηστική άσκηση ενός δικαιώματος, όμως, προϋποθέτει την ύπαρξη του δικαιώματος, το οποίο μόνο αν υπάρχει ενδέχεται να ασκηθεί καταχρηστικά. Δηλαδή το δικαίωμα είτε υπάρχει και ασκείται καταχρηστικά, είτε δεν υπάρχει, οπότε δεν νοείται καταχρηστική άσκηση ανύπαρκτου δικαιώματος. Από το όλο, λοιπόν, αγωγικό ιστορικό είναι ξεκάθαρο ότι οι ενάγουσες υποστηρίζουν ευθύνη του εναγομένου Δημοσίου ως υπερήμερου οφειλέτη, με την υπερημερία του να έγκειται στην αδικαιολόγητη και χωρίς δικαίωμα απόκρουση της προσήκουσας παροχής της πρώτης, την επανειλημμένη μη έγκριση των μελετών εφαρμογής, για δε την καταγγελία υποστηρίζουν ότι ακύρως ασκήθηκε, δηλαδή και πάλι χωρίς δικαίωμα. Αντιφατικά, επομένως, υποστηρίζουν στη συνέχεια καταχρηστική άσκηση δικαιώματος εκ μέρους του εναγομένου. Δεν εκτίθεται, επομένως, βάσιμη περίπτωση αδικοπραξίας συνιστάμενη σε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος εκ μέρους του εναγομένου.
Υποστηρίζεται, όμως, σε πολλά σημεία και εμφατικά συμπεριφορά του τελευταίου όχι απλώς «αντισυμβατική», αλλά αντίθετη στις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών. Η αντίθεση αυτή στην καλή πίστη και τα (χρηστά) συναλλακτικά ήθη έγκειται, κατά την άποψη των εναγουσών, στο ότι το εναγόμενο, εν γνώσει του ότι οι υποβληθείσες μελέτες εφαρμογής ήσαν οι προσήκουσες, παρά ταύτα αρνήθηκε να τις εγκρίνει όπως θα έπρεπε, όπως όφειλε, ήτοι όπως ήταν υποχρεωμένο. Επειδή δε η σύμβαση έργου που τελικά καταρτίσθηκε κρίνεται άκυρη ως αντικείμενη στη νομοθεσία περί των δημοσίων έργων, μια συμπεριφορά του εναγομένου όπως οι ενάγουσες την περιγράφουν, ότι δηλαδή δεν ενέκρινε τις μελέτες που του υπέβαλαν επανειλημμένως, αν και γνώριζε ότι ήταν οι προσήκουσες, αποτελεί οπωσδήποτε συμπεριφορά ανήθικη – αντισυναλλακτική, ανεξαρτήτως μάλιστα από το γεγονός ότι η διαπραγμάτευση στην οποία είχαν εμπλακεί τα μέρη δεν θα μπορούσε να καταλήξει στην κατάρτιση σύμβασης εκτέλεσης του έργου της ανακαίνισης του κτηρίου που να μην προσκρούει στην προαναφερθείσα ειδική νομοθεσία. Ακόμη και κατά τη διαπραγμάτευση αυτή,
παρέμεινε ακέραιη η υποχρέωση των μερών συμπεριφοράς σύμφωνα με τις επιταγές της
διάταξης του άρθρου 197 του Α.Κ., η παράβαση της οποίας γεννά ευθύνη και αδικοπρακτική, μαζί δηλαδή με την εκ του νόμου (επίσης) ευθύνη ένεκα των διαπραγματεύσεων του επομένου άρθρου 198 (σχετ. Σταθόπουλος σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Α.Κ., άρθρ. 299, αρ. 6). Έπεται ότι οι παραπάνω αναφερόμενες αξιώσεις αποζημίωσης της πρώτης ενάγουσας είναι και ένεκα αδικοπραξίας, στηρίζονται δε σωρευτικά στις διατάξεις των άρθρων 914, 197, 297 εδ. α’, 298 εδ. α’ του Α.Κ, οπότε νόμιμη παρίσταται και η αξίωσή της περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την προσβολή της εμπορικής της πίστης και φήμης, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 197, 59 του Α.Κ.. Αντίθετα, α) η αξίωση καταβολής του υπολοίπου
«τιμήματος», όπως το χαρακτηρίζει η πρώτη ενάγουσα, ποσού 3.873.807,77 ευρώ δεν ζητείται νομίμως ούτε λόγω της εκτιθέμενης ως αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου, διότι, αν το τελευταίο δεν είχε κατά τις διαπραγματεύσεις συμπεριφερθεί αντίθετα στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η διαπραγμάτευση δεν θα είχε καταλήξει διαφορετικά, δεν θα είχε δηλαδή οδηγήσει στην κατάρτιση σύμβασης έργου που να μην είναι αντίθετη προς τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων – αυτό δεν θα ήταν δυνατό. Ενδεχομένως, θα είχε το έργο της μετασκευής του κτηρίου αρχίσει να εκτελείται, αλλά τα μέρη δεν θα είχαν αποκτήσει αξιώσεις από την άκυρη σύμβαση (άρθρο 180 του Α.Κ.) και μόνο με τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις του Α.Κ. (άρθρα 904 επ) θα μπορούσε η ενάγουσα να διεκδικήσει την ωφέλεια που θα είχε το εναγόμενο αποκομίσει και εντάξει αδικαιολογήτως στην περιουσία του και σε βάρος της δικής της περιουσίας ένεκα της μετασκευής του κτηρίου, β) η αξίωση αποζημίωσης της πρώτης ενάγουσας ποσού 481.099,61 ευρώ παραμένει μη νόμιμη, δεν στηρίζεται ούτε στις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, διότι δεν προκλήθηκε από την συμπεριφορά του εναγομένου, την αντίθετη στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, από την ανήθικη δηλαδή και αντισυναλλακτική άρνησή του να εγκρίνει τις μελέτες εφαρμογής της οριστικής μελέτης.
5)Το αίτημα της πρώτης ενάγουσας όπως αναγνωρισθεί ότι οι εγγυητικές επιστολές που χορήγησε το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. στο Δημόσιο δεν ισχύουν υποβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον.
Ειδικότερα, αναφέρεται στην αγωγή ότι το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. χορήγησε στο Δημόσιο δύο εγγυητικές επιστολές συνολικού ύψους 540.000.000 δραχμών, το δε Δημόσιο, απευθυνόμενο προς το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. το έτος 2003, ζήτησε την κατάπτωση των εγγυήσεων, όπως και έγινε. Στη σύμβαση εγγυήσεως ο οφειλέτης δεν συμμετέχει, αυτή καταρτίζεται μεταξύ του εγγυητή και του δανειστή (άρθρο 847 του Α.Κ.), με τον οφειλέτη να υποχρεούται στην καταβολή οικονομικού ανταλλάγματος (προμήθειας) προς τον εγγυητή για την υπόσχεση εγγυήσεως αν έτσι συμφωνήθηκε μεταξύ αυτού και του εγγυητή (άρθρο 361 του Α.Κ.). Ως ενοχική σύμβαση, η σύμβαση εγγυήσεως λειτουργεί μεταξύ των μερών, μόνο τα μέρη μπορούν να την επικαλεσθούν, να τη σεβασθούν ή να την παραβιάσουν. Αν η εγγύηση δόθηκε υπέρ άκυρης κύριας οφειλής, είναι και αυτή άκυρη, σύμφωνα με το άρθρο 850 εδ. ά του Α.Κ (σχετ. Α.Π. 680/2003, βλ. για την εγγυητική επιστολή, ειδικότερα, τις Α.Π. 16/2008, 1658/2006). Την ακυρότητα της εγγύησης μπορεί να επικαλεσθεί ο εγγυητής έναντι του δανειστή κατά την άσκηση του βασικού του δικαιώματος για εκπλήρωση που απορρέει από τη σύμβαση. Ο οφειλέτης δικαιούται να επικαλεσθεί την ακυρότητα της εγγύησης έναντι του εγγυητή, κατά την άσκηση του δικαιώματος αναγωγής αυτού στα πλαίσια της υποκατάστασής του στη θέση του δανειστή (άρθρο 858 του Α.Κ.). Δεν δικαιούται να επικαλεσθεί την ακυρότητα έναντι του δανειστή, διότι οι έννομες σχέσεις από τη σύμβαση εγγυήσεως είναι ενοχικές. Γι’ αυτό, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ενάγουσα χωρίς έννομο συμφέρον επικαλείται την ως άνω ακυρότητα έναντι του Δημοσίου, που είναι ο δανειστής στη σύμβαση εγγυήσεως με εγγυητή το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.. Δικαιούται να επικαλεσθεί την ακυρότητα έναντι του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. αν εναχθεί απ’ αυτό αναγωγικά, αλλά δικαιούται και το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. να επικαλεσθεί την ακυρότητα έναντι του Δημοσίου ακόμη και μετά την εκπλήρωση της παροχής από τη σύμβαση εγγυήσεως με βάση τις διατάξεις του Α.Κ. για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Κατά συνέπεια, η αξίωση της πρώτης ενάγουσας υποβάλλεται απαραδέκτως έναντι του Δημοσίου και πρέπει για το λόγο αυτό να απορριφθεί.
6) Έναντι της δεύτερης ενάγουσας δεν εκτίθεται νομίμως η τέλεση αδικοπραξίας, διότι δεν υποστηρίζεται στην αγωγή ότι η συγκεκριμένη (δεύτερη) ενάγουσα διαπραγματεύθηκε και αυτή με το εναγόμενο την κατάρτιση σύμβασης. Χρησιμοποιείται βέβαια σε αρκετά σημαία το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, αλλά με αναφορά στην κοινοπραξία. Εφόσον η δεύτερη ενάγουσα δεν διαπραγματεύθηκε και η αδικοπραξία υποστηρίζεται ότι τελέσθηκε στα πλαίσια, ακριβώς, της διαπραγμάτευσης, οι αξιώσεις αποζημίωσης της δεύτερης ενάγουσας δεν στηρίζονται νόμιμα ούτε στις διατάξεις για τις αδικοπραξίες του Α.Κ., ούτε βέβαια διεκδικεί νομίμως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που, και αν ακόμη υπέστη τέτοια βλάβη υπό τη μορφή της προσβολής της εμπορικής της πίστης και φήμης ως εργολήπτριας εταιρείας, για τη βλάβη της αυτή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί (άρθρο 299 του Α.Κ.).
Μετά ταύτα, η αγωγή, καθ’ ο μέρος ασκείται από τη δεύτερη ενάγουσα, τυγχάνει στο σύνολο της απορριπτέα, αντιθέτως, τυγχάνει περαιτέρω ερευνητέα, κατά το μέρος, δηλαδή, που κρίνεται παραδεκτή και νόμιμη. Αφού διευκρινισθεί ότι η επιστροφή των εγγυητικών επιστολών και η έκδοση βεβαίωσης περί της αποδέσμευσής τους δεν αποτελούν αντικείμενο αναγνωριστικής πολιτικής δίκης, η οποία περιορίζεται στην αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας εννόμων σχέσεων (άρθρο 70 του Κ.Πολ.Δ.), σχέσεων δηλαδή προσώπου προς άλλο πρόσωπο (ενοχικός δεσμός), ή προσώπου προς πράγματα (εμπράγματο δικαίωμα), η δίκη μπορεί να προχωρήσει, δοθέντος ότι και η εκκρεμοδικία από την άσκηση της υπ’ αρίθμ. Καταθέσεως 1779/2000 προγενέστερης αγωγής των εναγουσών κατά του εναγομένου έχει λήξει, με παραίτησή τους από το δικόγραφο της αγωγής εκείνης, που δηλώθηκε με το από 27.12.2006 δικόγραφο τους, το οποίο επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 17.01.2007 (βλ. την υπ» αρίθμ. 61641/ 17.01.2007 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Δικαστήριο αυτό Δανάης Ατσαβέ).
Στο εδάφιο γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 270 του Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι «ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν». Η προθεσμία των δύο ημερών ισχύει και για την κλήτευση του Δημοσίου, διότι δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία γι’ αυτό. Στο άρθρο 9 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (διάταγμα της 26ης Ιουνίου/10ης Ιουλίου 1944) ορίζεται ότι «1. Ουδεμία αγωγή κατά του Δημοσίου επιτρέπεται να εγγραφεί προς συζήτηση στο πινάκιο του αρμοδίου δικαστηρίου προ της παρελεύσεως μηνός από της κοινοποιήσεως αυτής.
Η προθεσμία αυτή δεν δύναται να συντμηθεί δια πράξεως του προέδρου του δικαστηρίου, ειμή τη εγγράφω συναινέσει του αντιπροσώπου του Δημοσίου. 2. Η διάταξη της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται εις πάσα ανεξαιρέτως δικαστική πράξη και ενέργεια κατά του Δημοσίου και πάσα κλήτευση αυτού ενώπιον δικαστηρίων ή εισηγητών προς διεξαγωγή αποδείξεων έτι δε προέδρων και ειρηνοδικών ως και πάσης άλλης δικαστικής αρχής, τηρουμένης πάντοτε επί ποινή ακυρότητος και εν πάση περιπτώσει μηνιαίας προθεσμίας από της κοινοποιήσεως της κλητεύσεως του Δημοσίου μέχρις της ορισμένης προς εμφάνισή του ημέρας. Εφόσον δεν ετηρήθη υπέρ του Δημοσίου η ανωτέρω μηνιαία προθεσμία πάσα πράξη ή κλήτευση του Δημοσίου είναι αυτοδικαίως άκυρος, ουδέ συγχωρείται ερημοδικία κατά του Δημοσίου προ της παρελεύσεως μηνός από της κοινοποιήσεως της κλητεύσεώς του…». Στην ειδική για το Δημόσιο διάταξη δεν ορίζεται για την προθεσμία κλητεύσεώς του πριν από τη δόση ένορκης βεβαίωσης. Και δεν ορίζεται διότι ο νομοθέτης του 1944 αγνοούσε τις ένορκες βεβαιώσεις, δημιούργημα της πρακτικής, αρχικά, που πολύ αργότερα νομοθετήθηκε ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο. Πάντως, από το προαναφερόμενο άρθρο 9 δεν μπορεί να ληφθεί επιχείρημα ότι η προθεσμία κλητεύσεως του Δημοσίου πριν τη δόση ένορκης βεβαίωσης είναι επίσης τριάντα ημερών. Αντιθέτως, αντλείται επιχείρημα ότι η προθεσμία των τριάντα ημερών αφορά σε κάθε κλήτευση του Δημοσίου ενώπιον των δικαστικών αρχών, δηλαδή και ενώπιον του ειρηνοδίκη, όταν όμως οι δικαστικές αρχές δικαιοδοτούν – δικάζουν και οι δικαστικές αρχές δικάζουν και όταν διεξάγονται αποδείξεις ενώπιον τους, όπως δε είναι γνωστό, υπό την ισχύ της (παλαιάς) πολιτικής δικονομίας προβλέπονταν ο θεσμός της επ’ αναφορά διαδικασίας ενώπιον του προέδρου πρωτοδικών και γι’ αυτό η αναφορά του νομοθέτη στους πρόεδρο και ειρηνοδίκη. Αναλογική εφαρμογή του άρθρου 9 δεν μπορεί να γίνει υπέρ του Δημοσίου και αν γινόταν θα επέφερε (- συνεπαγόταν) αδικαιολόγητη διαφοροποίηση υπέρ του Δημοσίου ως προς την προθεσμία κλητεύσεως για ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του ειρηνοδίκη και του συμβολαιογράφου, που δεν ενεργούν στις περιπτώσεις δόσεως ενώπιον τους ενόρκων βεβαιώσεων ως δικαστική αρχή. Στην κρίση του νομοθέτη απόκειται να διαφοροποιήσει την προθεσμία κλητεύσεως αν θεωρεί ότι δεν επαρκεί για το Δημόσιο, η νομολογία δεν επιτρέπεται όμως να ερμηνεύσει κατά τον τρόπο αυτό, για τον πρόσθετο λόγο ότι θα εισήγαγε διαφοροποίηση υπέρ ενός διαδίκου. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα επικαλείται και προσκομίζει δύο ένορκες βεβαιώσεις δοθείσες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, για τις οποίες είχε το εναγόμενο Δημόσιο κλητευθεί εντός της προθεσμίας των δύο εργασίμων ημερών του άρθρου 270 του Κ.Πολ.Δ.. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, οι παραπάνω, νομότυπα και εμπρόθεσμα δοθείσες σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ’ του Κ.Πολ.Δ., ένορκες βεβαιώσεις λαμβάνονται υπ’ όψη παρά τις αιτιάσεις του Δημοσίου, το οποίο επικαλείται το άρθρο 9 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου για να υποστηρίξει το αντίθετο, ότι δηλαδή δεν θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη επειδή δεν κλητεύθηκε προ τριάντα ημερών.
Από την εκτίμηση, λοιπόν, των ενόρκων βεβαιώσεων, των ενόρκων καταθέσεων των εκατέρωθεν γνωστοποιηθέντων μαρτύρων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων που τα διάδικα μέρη νομότυπα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα εξής: Με την υπ* αρίθμ. 1744/30150 από 17 Ιουνίου 1991 απόφαση της τότε αναπληρώτριας Υπουργού Πολιτισμού Άννας Ψαρούδα – Μπενάκη χαρακτηρίσθηκε ως έργο τέχνης το κτήριο που βρίσκεται στις οδούς Πατησίων, Αβέρωφ και Μάρνης Δήμου Αθηναίων, στο οποίο λειτουργούσε το ξενοδοχείο «Acropole Palace«. Το κτήριο χαρακτηρίσθηκε ως έργο τέχνης διότι είναι ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα κτήρια της εποχής του μεσοπολέμου, έργο του επώνυμου αρχιτέκτονα της εποχής Σωτηρίου Μαγιάση, χαρακτηριζόμενο από σπάνια και ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά και μορφολογικά στοιχεία, που το εντάσσουν στη ρυθμολογία art nouveau και μάλιστα ως εξαιρετικό δείγμα στον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά και διότι, μαζί με το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεττανία», αποτελεί από τυπολογική και κτηριολογική άποψη σημαντικό δείγμα της αρχιτεκτονικής των «grand hotels«, όπως αιτιολογείται στην ίδια την υπουργική απόφαση. Από της αρχές του έτους 1997 το Δημόσιο είχε γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου στην τεχνική εταιρεία «ΕΡΓΑΣ Α.Ε», η οποία αναφέρεται στα έγγραφα του Δημοσίου ως η ιδιοκτήτρια τότε του ακινήτου. Η εταιρεία αυτή «ΕΡΓΑΣ Α.Ε.» εμφανίζεται σε έγγραφα του εναγομένου ως η ιδιοκτήτρια του ακινήτου καθ’ όλο το έτος 1997 και μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 1998, οπότε ως ιδιοκτήτρια αναφέρεται πλέον η ενάγουσα εταιρεία, από την πλευρά όμως της ιδιοκτησίας, μέχρι και τον Σεπτέμβριο του έτους 1998 στη σχετική με το Δημόσιο αλληλογραφία απαντούν οι εταιρείες «Α.Ε.Ξ.Ε. ΑΚΡΟΠΟΛ ΠΑΛΛΑΣ» και «ΕΡΓΑΣ Α.Ε.», αμφότερες εκπροσωπούμενες από τον μηχανικό Γεώργιο Μπατατούδη, από δε τον Σεπτέμβριο του 1998 συνεχίζει τη διαπραγμάτευση μόνο η «Α.Ε.Ξ.Ε. ΑΚΡΟΠΟΛ ΠΑΛΛΑΣ», υπό την υπογραφή του ως άνω Γεωργίου Μπατατούδη, προέδρου του διοικητικού της συμβουλίου και διευθύνοντος αυτής συμβούλου. Για την εταιρεία «ΕΡΓΑΣ Α.Ε.» δεν γίνεται καμία αναφορά από τους διαδίκους, αμφότεροι υποστηρίζουν την ενάγουσα ως ιδιοκτήτρια του ακινήτου, ότι με αυτήν διαπραγματεύθηκαν και στη συνέχεια συμβλήθηκαν. Το ζήτημα άπτεται του προσώπου του διαπραγματευομένου με το Δημόσιο, πλην αναμφίβολα η ενάγουσα διαπραγματεύθηκε μαζί του από τις αρχές του έτους 1997. Εξ’ αρχής αντικείμενο της διαπραγμάτευσης υπήρξε και η ριζική ανακατασκευή – αναπαλαίωση του κτηρίου, εκτός από την απόκτηση της κυριότητάς του, για την οποία από την αρχή, επίσης, διεφάνη το ενδεχόμενο να προτιμηθεί η αγορά από την αναγκαστική του απαλλοτρίωση. Το Τμήμα Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Πολιτισμού με το υπ’ αρίθμ. πρωτ. 7311/224/28.02.1997 έγγραφο του προς την ιδιοκτήτρια ζητά να αποσταλούν οι τίτλοι ιδιοκτησίας προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία της απ’ ευθείας εξαγοράς, όπως αναφέρει. Στη συνέχεια, με την υπ1 αρίθμ. 6710/1629 απόφαση της ίδιας ημέρας του τότε Υπουργού Πολιτισμού Ευάγγελου Βενιζέλου εγκρίνεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου ή η απευθείας εξαγορά του. Στο κτήριο θα στεγάζονταν Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, μεταξύ άλλων, τα γραφεία του Υπουργού, Υφυπουργού, Γενικού Γραμματέα και της Νομικής Υπηρεσίας, όπως προκύπτει από εσωτερικό σημείωμα του Μαρτίου 1997 της Διεύθυνσης Πολιτιστικών Κτηρίων και Αναστήλωσης Νεωτέρων Μνημείων (Δ.Π.Κ.Α.Ν.Μ.) του μηνός Μαρτίου του έτους εκείνου (1997). Μετά την εγκριτική απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η διαπραγμάτευση συνεχίσθηκε με στόχο πλέον την αγορά και μετασκευή του κτηρίου. Το Δημόσιο, απευθυνόμενο προς την αρμόδια Υπηρεσία, ζήτησε την κτηματογράφηση του ακινήτου και την αποστολή του σχετικού κτηματολογικού διαγράμματος, ενώ στις 17.4.1997 όρισε «ομάδα εργασίας για την παρακολούθηση του έργου αποκατάστασης και παράδοσης σε νέα χρήση του κτηρίου του πρώην ξενοδοχείου «Acropol Palace«, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται ως θέμα του υπ’ αρίθμ. πρωτ. 818/20162 εγγράφου της ημέρας εκείνης της Δ.Π.Κ.Α.Ν.Μ.. Με το υπ’ αρίθμ. πρωτ. 26262/03.6.1997 έγγραφο της Δ.Π.Κ.Α.Ν.Μ, η ιδιοκτήτρια του ακινήτου πληροφορείται για πρώτη φορά τις απαιτήσεις του εναγομένου για την αναπαλαίωση του κτηρίου, με την ενάγουσα και την εταιρεία «ΕΡΓΑΣ Α.Ε.» να συμφωνούν με τις απαιτήσεις του εναγομένου. Στις 02.7.1997, υποβάλουν στο εναγόμενο μελέτες προς έγκριση και συγκεκριμένα, αρχιτεκτονική, χρωματική μελέτη όψεων, στατική, μελέτη ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων. Πρόκειται για τις μελέτες εφαρμογής των Χρύσανθου Καλλίγερου, της τεχνικής εταιρείας «Συνεργάτες Καρύδη Α.Ε.», Στέφανου Πόντου και Παναγιώτη Κερχουλά, για την εκπόνηση των οποίων η κοινοπραξία «Κ/Ξ Α.Ε.Ξ.Ε. ΑΚΡΟΠΟΛ ΑΛΤΕΚ Α.Ε.» αναφέρεται στην αγωγή ότι υποχρεώθηκε να δαπανήσει τα ποσά των 8.700.000 δραχμών, 18.300.000 δραχμών, 25.000.000 δραχμών και 15.000.000 δραχμών, αντίστοιχα, ήτοι το ποσό των 67.000.000 δραχμών, συνολικά. Για τις συγκεκριμένες δαπάνες, το Δημόσιο αναφέρει τα εξής (επί λέξη): «από τα αιτούμενα στο κεφάλαιο αυτό (βλ. σελ. 89, 90 της αγωγής) τα μόνα κονδύλια, που θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι οι αντίδικοι χρειάστηκε να δαπανήσουν απρόσφορα (βλ. ανωτέρω σελ. 30 των προτάσεών μας) είναι τα αναφερόμενα υπό στοιχ. 1.1 (στατική μελέτη εφαρμογής, 1.2 (στατική μελέτη εφαρμογής), 1.3 (αρχιτεκτονική μελέτη εφαρμογής) και 1.4 (μελέτη εφαρμογής Η/Μ), καθώς η σύνταξή τους κατέστη πράγματι απρόσφορη μετά την καταγγελία της σύμβασης».
Με την απάντησή του το Δημόσιο ομολογεί (άρθρο 261 εδ. ά του Κ.Πολ.Δ.) την ύπαρξη και το ύψος της συνολικής δαπάνης των 67.000.000 δραχμών και η ομολογία του αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον του (άρθρο 352 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), χωρίς προσφυγή σε καμία άλλη απόδειξη για το ζήτημα. Το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων γνωμοδότησε υπέρ της έγκρισης των παραπάνω αρχικών μελετών και με την υπ» αρίθμ. 1302/21.7.2007 απόφαση της Δ.Π.Κ.Α.Ν.Μ. οι προμελέτες εγκρίθηκαν. Κατόπιν ερωτήματος του διαπραγματευομένου δια του Υπουργείου Πολιτισμού Δημοσίου, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε (αριθμός γνωμοδότησης 515/07.8.1997) ότι μπορεί το Δημόσιο να προβεί άμεσα στην αγορά του ακινήτου, «…εφόσον αποβλέπει στην αγορά ακινήτου αποπερατωμένου (εννοείται το Δημόσιο), μπορεί νομίμως να προβεί τώρα στην απ1 ευθείας εξαγορά του ως άνω ακινήτου αποκατεστημένου και επισκευασμένου από την σημερινή ιδιοκτήτριά του ανώνυμη εταιρεία «ΕΡΓΑΣ Α.Τ.Ε.» με δαπάνες της», συμπερασματικά, «…ότι το Δημόσιο (Υπουργείο Πολιτισμού) μπορεί να αγοράσει τώρα νομίμως το ως άνω ακίνητο αποκατεστημένο και επισκευασμένο από την άνω πωλήτρια ανώνυμη εταιρεία και ότι στο οικείο μεταβιβαστικό συμβολαιογραφικό έγγραφο πρέπει να περιληφθούν οποιοιδήποτε εξασφαλιστικοί των συμφερόντων του Δημοσίου όροι». Η γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. δεν είναι σαφής. Είναι, ειδικότερα, ασαφής ως προς την απόκτηση από το Δημόσιο του ακινήτου σε σχέση με τις μετασκευές του κτηρίου, σε σχέση με τον χρόνο μεταβίβασης της κυριότητας προς τον χρόνο εκτέλεσης των μετασκευών, ο οποίος, αν προηγείται, τότε θα μπορούσε πράγματι να γίνει λόγος για σύμβαση πώλησης μέλλοντος πράγματος, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι το Δημόσιο δεν θα είχε συμβατικό δικαίωμα επέμβασης στις εργασίες της μετασκευής. Επειδή, όμως, τον Αύγουστο του έτους 1997 η διαπραγμάτευση βρισκόταν σε εξέλιξη, μόλις είχαν εγκριθεί οι αρχικές μελέτες υπό τον όρο ότι θα ακολουθούσε η υποβολή των οριστικών μελετών, οι εργασίες μετασκευής – ριζικής αναπαλαίωσης του κτηρίου δεν είχαν καν αρχίσει, η γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. ερμηνεύεται ως απολύτως εσφαλμένη. Είναι πράγματι εσφαλμένη η γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. ότι θα μπορούσε το Δημόσιο να αποκτήσει αιτία πωλήσεως την κυριότητα επί του μέλλοντος να κατασκευασθεί – μετασκευασθεί κτηρίου πριν την ολοκλήρωση της μετασκευής του, διότι το δικαίωμα κυριότητας της πωλήτριας επί του ακινήτου μόνο μετά την ολοκλήρωση των εργασιών μετασκευής θα αποκτούσε το νέο του περιεχόμενο, καθώς τότε μόνο θα ήταν σε θέση να το μεταβιβάσει και το Δημόσιο να το αποκτήσει λόγω της πώλησης. Πριν την ολοκλήρωση του έργου, αυτό ήταν αδύνατο και το Δημόσιο θα μπορούσε να αποκτήσει το δικαίωμα κυριότητας της πωλήτριας, όπως αυτό είχε ποιοτικώς κατά τον χρόνο της μεταγραφής του σχετικού συμβολαίου. Ωστόσο, μετά και τη γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., το Τμήμα Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Πολιτισμού διαβίβασε στις 19.8.1997 το φάκελο που είχε μέχρι τότε δημιουργηθεί για την αγορά του ακινήτου στο Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών και ζήτησε την εκτίμηση της αξίας του, με τη σύνταξη και αποστολή σχετικής έκθεσης. Οι ορκωτοί εκτιμητές Κάτσος, Χαραλαμπόπουλος και Ζιώγας εκτίμησαν το Σεπτέμβριο του έτους 1997 την αξία του όλου ακινήτου, με το κτήριο πλήρως ανακαινισμένο στο ποσό των 3.760.000.000 δραχμών. Περί τα τέλη Μαρτίου 1998 οι εταιρείες «ΕΡΓΑΣ Α.Τ.Ε» και «Α.Ε.Ξ.Ε. ΑΚΠΡΟΠΟΛ ΠΑΛΛΑΣ» συνυπέβαλαν στο Δημόσιο προς έγκριση οριστικές μελέτες.
Πρόκειται για τις αρχιτεκτονικές μελέτες της εταιρείας «Αλεξ. Κ. Σαμαράς και Συνεργάτες, Αρχιτέκτονες – Πολεοδόμοι – Μηχανικοί Α.Τ.Ε.» και του αρχιτέκτονος Γεωργίου Προβελέγγιου, τη μελέτη στατικής και αντισεισμικής επάρκειας της εταιρείας «Ομάς Μελετών και Επιβλέψεων Τεχνικών Έργων Α.Ε.», τη μελέτη ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων. Οι προαναφερόμενες μελέτες συνοδεύθηκαν από ειδικότερες μελέτες, και συγκεκριμένα, από μελέτη υγιεινής και επιλογής υλικών της εταιρείας «Εργονομία Ε.Π.Ε., σύμβουλοι Εργονομίας», μελέτη εδάφους της εταιρείας «Σωτηρόπουλος και Συνεργάτες Ε.Π.Ε.», μελέτη για την ποιότητα του σκυροδέματος της εταιρείας «Ελληνικόν Κέντρον Ερευνών Τσιμέντου – Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης», καθώς και μελέτη για τον «οπλισμό» του σκυροδέματος της κατασκευής, της εταιρείας «Αλεξ. Κ. Σαμαράς και Συνεργάτες, Αρχιτέκτονες – Πολεοδόμοι Μηχανικοί Α.Τ.Ε.». Για την εκπόνηση των ειδικότερων μελετών η κοινοπραξία «Κ/Ξ Α.Ε.Ξ.Ε. ΑΚΡΟΠΟΛ – ΑΛΤΕΚ Α.Ε.» αναφέρεται στην αγωγή ότι υποχρεώθηκε να δαπανήσει τα ποσά των 13.000.000 δραχμών, 6.000.000 δραχμών, 15.000.000 δραχμών, 7.500.000 δραχμών, 6.000.000 δραχμών, 3.250.000 δραχμών, 1.050.000 δραχμών και 1.000.000 δραχμών, αντίστοιχα, δηλαδή το ποσό των 52.800.000 δραχμών, συνολικά. Η θέση – απάντηση του Δημοσίου (άρθρο 261 εδ. α’ του Κ.Πολ.Δ.) αναφορικά με τις συγκεκριμένες δαπάνες έχει ως εξής (με αντιγραφή από τις έγγραφες προτάσεις που έχει καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου): «τα με στοιχ. 1.5 έως 1.12 κονδύλια (οριστικές αρχιτεκτονικές μελέτες, οριστική στατική μελέτη, οριστική μελέτη Η/Μ, μελέτη Υγιεινής, μελέτη εδάφους, έρευνες οπλισμού) αφορούν σε δαπάνες για εργασίες, που προηγήθηκαν της υπογραφής της σύμβασης πώλησης και ήταν αναγκαίες για τον προσδιορισμό των εργασιών, που αναφέρονται στην προσαρτημένη στη σύμβαση συγγραφή υποχρεώσεων. Συνεπώς οι εργασίες αυτές, που έλαβαν χώρα προ της κατάρτισης της σύμβασης, ήταν δαπάνες αναγκαίες για την κατάρτισή της και η πρώτη ενάγουσα έλαβε κατά την υπογραφή της το αναλογούν τίμημα του 1.810.000.000 δρχ. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με ρητό όρο της σύμβασης (κεφ. Δ’ σελ. 15) το συμφωνηθέν τίμημα συμπεριλαμβάνει τόσο το οικόπεδο μετά του κτιρίου, όσο και τις εργασίες, υλικά και μελέτες για τη συντήρηση, ανακαίνιση, αποκατάσταση κ.λ.π και συνεπώς το προκαταβληθέν τίμημα του 1.800.000.000 δρχ., που η πρώτη ενάγουσα έλαβε κατά την υπογραφή της, περιλαμβάνει αναγκαίως και τις δαπάνες μελετών για την κατάρτιση της σύμβασης». Με τα αμέσως παραπάνω αναγραφόμενά του, το Δημόσιο αποδέχεται μεν ότι έγιναν οι αναφερόμενες στην αγωγή δαπάνες συνολικού ύψους 52.800.000 δραχμών, αλλά θεωρεί ότι περιλαμβάνονται στο καταβληθέν εκ μέρους του στην ενάγουσα ποσό του 1.810.000.000 δραχμών. Στις 18.5.1998, η Δ.Π.Κ.Α.Ν.Μ. εισηγήθηκε προς το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων την έγκριση των οριστικών μελετών και ο Υπουργός Πολιτισμού ενέκρινε τις οριστικές μελέτες με την υπ’ αρίθμ. 1008 από 22.5.1998 απόφασή του. Είχε προηγηθεί στις 15 Απριλίου επιστολή του Γεωργίου Μπατατούδη, με την οποία εξηγούσε ότι θα έπρεπε πρώτα να καταρτισθεί η σύμβαση και στη συνέχεια οι μελέτες να εξειδικευθούν σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Δημοσίου, διότι η εξειδίκευση των μελετών απαιτούσε εκτεταμένες επεμβάσεις στον φέροντα οργανισμό του κτηρίου, που θα ήταν αδιανόητο να γίνουν χωρίς η σύμβαση να έχει καταρτισθεί, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Γεώργιος Μπατατούδης στην επιστολή του. Στις 27.5.1998, το Υπουργείο Πολιτισμού ζήτησε νέα εκτίμηση της αξίας του ακινήτου μετά του κτηρίου, το οποίο τότε ήταν εγκαταλελειμμένο σχεδόν σε ερειπωμένη κατάσταση, οπότε οι ίδιοι εκτιμητές (Κάτσος, Χαραλαμπόπουλος και Ζιώγας) εκτίμησαν αυτή τη φορά την αξία του στο ποσό των 4.680.000.000 δραχμών, κατά δε τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους εκείνου (1998) οι ορκωτοί εκτιμητές Βαρλάς και Χαραλαμπόπουλος εκτίμησαν μετά γραπτή εντολή του Υπουργείου Πολιτισμού το όλο ακίνητο (το οικόπεδο μετά του επ’ αυτού κτηρίου) στο ποσό του 1.810.000.000 δραχμών, αυτή τη φορά όπως είχε τότε και βρισκόταν, πριν δηλαδή κάθε ανακαίνιση του κτηρίου. Το Νοέμβριο του έτους 1998 το Δημόσιο απέστειλε στην ενάγουσα σχέδιο κειμένου υπό τον τίτλο «συγγραφή υποχρεώσεων», το οποίο και έγινε αποδεκτό από αυτή. Στις 19.01.1999 υπογράφεται σύμβαση έργου μεταξύ της ενάγουσας και της κοινοπραξίας «Κ/Ξ Α.Ε.Ξ.Ε. ΑΚΡΟΠΟΛ – ΑΛΤΕΚ Α.Ε.», δηλαδή μεταξύ της ενάγουσας με την εαυτό της και την εταιρεία «ΑΛΤΕΚ Α.Ε», δοθέντος ότι η κοινοπραξία δεν είχε συσταθεί εγγράφως και δεν ήταν δυνατή η απόκτηση νομικής προσωπικότητας. Με τη σύμβαση έργου οι κοινοπρακτούσες εταιρείες ανέλαβαν την υποχρέωση έναντι της πρώτης εξ αυτών ενάγουσας ως εργοδότριας [όπερ σημαίνει ότι έγκυρη υποχρέωση ανέλαβε έναντι της ενάγουσας μόνο η εταιρεία «ΑΛΤΕΚ Α.Ε.», διότι η ενοχή αποσβήνεται μεν από τη στιγμή που στο ίδιο πρόσωπο ενωθούν οι ιδιότητες δανειστή και οφειλέτη, σύμφωνα με το άρθρο 453 εδ. ά του Α.Κ., δεν δημιουργείται όμως καν όταν τα πρόσωπα δανειστή και οφειλέτη εξ’ αρχής ταυτίζονται (άρθρο 287 εδ. ά του Α.Κ.: «ενοχή είναι η σχέση, με την οποία ένα πρόσωπο έχει υποχρέωση προς ένα άλλο σε παροχή»)] να εκτελέσουν το έργο της ριζικής ανακατασκευής – αναπαλαίωσης του κτηρίου, έναντι αμοιβής 1.570.000.000 δραχμών, του Φ.Π.Α. μη συμπεριλαμβανομένου. Η είσπραξη της αμοιβής συμφωνήθηκε να γίνει με την εκχώρηση ισόποσης αξίωσης της ενάγουσας έναντι του εναγομένου Δημοσίου, η οποία θα αποτελούσε μέρος της αξίωσής της από τη σύμβαση μεταβίβασης του ακινήτου αναπαλαιωμένου που επρόκειτο να ακολουθήσει. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 22.01.1999, η ενάγουσα εταιρεία «Α.Ε.Ξ.Ε. ΑΚΡΟΠΟΛ ΠΑΛΛΑΣ» και το εναγόμενο Δημόσιο συμβλήθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Γιαννοπούλου – Μπάκα, η οποία μετέβη στην έδρα του Υπουργείου Πολιτισμού για τη σύνταξη του σχετικού υπ’ αρίθμ. 7524/1999 συμβολαίου. Υπό τον τίτλο «πώληση πολυώροφης οικοδομής, όπως αυτή θα μετασκευασθεί και αποκατασταθεί ως τελικό προϊόν πώλησης αντί δραχμών 4.580.000.000», αναφέρονται στο συμβόλαιο τα εξής κρίσιμα για την υπόθεση: «ο δεύτερος των συμβαλλομένων Ελληνικό Δημόσιο/Υπουργείο Πολιτισμού, ο οποίος στο εξής θα αναφέρεται ως αγοραστής αποφάσισε την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή την απ’ ευθείας εξαγορά του ακινήτου … για αρχαιολογικούς σκοπούς. Επί σχετικού ερωτήματος του Υπουργείου Πολιτισμού προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, εκδόθηκε η υπ1 αρίθμ. 515/6-8-1997 γνωμοδότηση της ολομέλειας τούτου, που έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Πολιτισμού στις 18/8/1997, και η οποία δέχτηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο (Υπουργείο Πολιτισμού) μπορεί να αγοράσει τώρα νομίμως το ως άνω ακίνητο αποκαταστημένο από την ως άνω πωλήτρια, ανώνυμη εταιρεία…» (σελ. 6). «Το κτίριο που προαναφέρθηκε η πωλήτρια και πρώτη των συμβαλλομένων απεδέχθη να μεταβιβάσει και αναλαμβάνει την υποχρέωση να συντηρήσει, ανακαινίσει, αποκαταστήσει και μετασκευάσει . με δική της ευθύνη και δαπάνες, ως συνολικό προϊόν μέλλοντος να κατασκευασθεί πράγματος» (σελ. 7). «Το προαναφερόμενο ακίνητο σήμερα με το συμβόλαιο αυτό, η πωλήτρια, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Ανώνυμη Εταιρεία Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων Ακροπόλ Παλλάς» … πωλεί, παραχωρεί, μεταβιβάσει και παραδίδει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στον αγοραστή, Ελληνικό Δημόσιο/Υπουργείο Πολιτισμού … με τίμημα αγοράς … ποσού 4.580.000.000 δραχμών, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τόσο το οικόπεδο μετά του κτιρίου που βρίσκεται σ’ αυτό, όσο και οι εργασίες, υλικά και μελέτες για την συντήρηση, ανακαίνιση, αποκατάσταση και μετασκευή )διαρρύθμιση) του κτιρίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο παρόν. …Ο αγοραστής „, δήλωσε ότι αποδέχεται την προς αυτό πώληση και μεταβίβαση του ανωτέρω περιγραφομένου ακινήτου, παρέλαβε αυτό στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του, στην κατάσταση που είναι και βρίσκεται σήμερα, η δε οριστική παραλαβή του μέλλοντος να κατασκευασθεί τελικού προϊόντος αγοράς ακινήτου θα γίνει μετά την ολοκλήρωση των ως άνω αναφερόμενων εργασιών του κτιρίου ετοίμου «με το κλειδί στο χέρι» και καταλλήλου για τη χρήση που το προορίζει ο αγοραστής» (σελ. 14 – 15). «Το τίμημα της αγοραπωλησίας πιστούται εξ ολοκλήρου και δέχεται η πωλήτρια να λάβει, υπόσχεται δε και υποχρεούται ο αγοραστής να καταβάλει σε επτά άτοκες δόσεις ως εξής: 1. Μετά την μεταγραφή στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών του παρόντος συμβολαίου μου και την έκδοση των σχετικών πιστοποιητικών μεταγραφής, ιδιοκτησίας, βαρών και μη διεκδικήσεως, τα οποία θα προσκομίσει η πωλήτρια στον αγοραστή, … θα καταβληθεί η πρώτη δόση ποσού ενός δισεκατομμυρίου οκτακοσίων δέκα εκατομμυρίων (1.810.000.000) δραχμών. 2. Ποσό διακοσίων εβδομήντα εκατομμυρίων (270.000.000) δραχμών θα καταβληθεί ως δεύτερη δόση από τον αγοραστή στην πωλήτρια εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση στο πρωτόκολλο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού, νομίμως επικυρωμένου φωτοαντιγράφου, της κατά το κεφάλαιο ΣΤ’ του παρόντος προβλεπομένης αδείας του αρμοδίου Πολεοδομικού Γραφείου. 3. Μετά την έκδοση της οικοδομικής αδείας θα ξεκινήσουν οι εργασίες, όπως προβλέπονται στο παρόν μου. Από την έναρξη των εργασιών αυτών και μέχρι το πέρας θα καταβληθεί από τον αγοραστή στην πωλήτρια και το υπόλοιπο του πιστουμένου τιμήματος εκ δραχμών δύο δισεκατομμυρίων πεντακοσίων εκατομμυρίων (2.500.000.000) σε μηνιαίες δόσεις το ύψος των οποίων θα προσδιορίζεται με βάση την αξία των εργασιών που εκτελέσθηκαν…» (σελ. 16 – 17). «…Η κατασκευάστρια κοινοπραξία θα εκτελέσει όλες τις /I απαιτούμενες εργασίες με βάση τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης προσλαμβάνοντας <αι απασχολώντας το κατάλληλο ενδεικνυόμενο και έμπειρο προσωπικό, σύμφωνα με τα σχέδια η// των οριστικών μελετών (αρχιτεκτονική, στατική και ηλεκτρομηχανολογική) που έχουν εγκριθεί / από το Υπουργείο Πολιτισμού, όπως θα εξειδικευθούν με την μελέτη εφαρμογής, η οποία θα αποτελεί εξέλιξη της εγκεκριμένης από το Υπουργείο Πολιτισμού οριστικής μελέτης, και η οποία θα συνταχθεί από την πωλήτρια, με επιμέλεια και δαπάνες αυτής και θα εγκριθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού, και με τις ειδικές μελέτες, όπως αναλυτικά ορίζεται στην συγγραφή υποχρεώσεων» (σελ. 22 – 23). «Για την καλή και εμπρόθεσμη εκτέλεση των συμφωνηθεισών εργασιών και μελετών και της τελικής αποπεράτωσης και παράδοσης του κτιρίου ετοίμου για την στέγαση δραστηριοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού η πωλήτρια παρεδωσε σήμερα . στον αγοραστή δύο (2) εγγυητικές επιστολές καλής εκτέλεσης των εργασιών συνολικού ποσού πεντακοσίων σαράντα εκατομμυρίων (540.000.000) δραχμών, δηλαδή δύο εγγυητικές επιστολές ποσού δραχμών εκατόν πενήντα πέντε εκατομμυρίων (155.000.000) δραχμών και τριακοσίων ογδόντα πέντε εκατομμυρίων (385.000.000), υπ’ αρίθμ. 976171 και 976172/20-1-1999, αντιστοίχως, του (ΤΣΜΕΔΕ) Ταμείον Συντάξεως Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων.
Αυτές οι εγγυητικές επιστολές εγγυώνται την έγκαιρη, πλήρη, καλή και ικανοποιητική εκτέλεση του συνόλου των εργασιών και την έγκαιρη παράδοση αυτών προς τον αγοραστή …» (σελ. 27). Από τις παρατιθέμενες περικοπές του συμβολαίου προκύπτει ότι αυτά που οι διάδικοι συμφώνησαν δεν αποτελούν πώληση μέλλοντος πράγματος. Πως θα μπορούσε άλλωστε να αποτελεί και πώληση μέλλοντος πράγματος η πώληση του οικοπέδου μετά του κτηρίου στην κατάσταση που αυτό είχε και βρισκόταν κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, η μεταβίβαση δηλαδή λόγω της πώλησης της κυριότητάς του, άμεσα, ακριβέστερα με και από τη μεταγραφή του υπ’ αρίθμ. 7524/1999 συμβολαίου, πριν από την ολοκλήρωση των εργασιών μετασκευής; Ασφαλώς δεν πρόκειται για πώληση μέλλοντος πράγματος, παρά για σύμβαση πώλησης του οικοπέδου μετά του κτηρίου ως συστατικού του οικοπέδου. Επειδή τα μέρη θέλησαν, ωστόσο, με το ίδιο συμβόλαιο να δεσμευθούν και ως προς την μετασκευή του κτηρίου μετά την απόκτηση της κυριότητάς του εκ μέρους του εναγομένου, με την ενάγουσα να αναλαμβάνει το έργο της μετασκευής, δικαιούμενη για την εκτέλεσή του χρηματικού ανταλλάγματος, είναι σαφές ότι οι δεσμεύσεις επιχειρήθηκαν στα πλαίσια σύμβασης έργου.
Πράγματι, οι διάδικοι συνήψαν στις 22.01.1999 δύο συμβάσεις, τη σύμβαση πώλησης και μια σύμβαση έργου. Το τίμημα της πώλησης, δηλαδή το χρηματικό αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση της κυριότητας επί του ακινήτου και την παράδοση του ακινήτου (άρθρο 513 του Α.Κ.), ορίσθηκε στο ποσό του 1.810.000.000 δραχμών, στο οποίο είχε εκτιμηθεί η αξία του κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1998 από τους εκτιμητές του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών Βαρλά και Χαραλαμπόπουλο. Τα υπόλοιπα (4.580.000.000 – 1.810.000.000 =) 2.770.000.000 δραχμές ήταν η αμοιβή για την εκτέλεση του έργου της μετασκευής του κτηρίου. Όπως έχει αναλυτικότερα στη μείζονα σκέψη (υπό 1) αιτιολογηθεί, η μεν σύμβαση πώλησης είναι καταρχήν έγκυρη, η σύμβαση έργου όμως πάσχει ακυρότητα, διότι καταρτίσθηκε κατά τρόπο αντίθετο προς την εντόνως δημοσίας τάξεως νομοθεσία τη διέπουσα τα δημόσια έργα. Έπεται ότι και η εγγύηση του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε προς το Δημόσιο, που δόθηκε με τις εγγυητικές επιστολές για την καλή εκτέλεση του έργου της μετασκευής του κτηρίου, είναι άκυρη διότι δόθηκε για άκυρη κύρια οφειλή (βλ. τα σχετικά με το ζήτημα αυτό προαναφερθέντα). Αναφορικά με το ζήτημα της ακυρότητας της σύμβασης έργου, το Δικαστήριο διαπιστώνει ακόμη μια φορά την παρανομία που συντελέσθηκε, τις αδιαφανείς διαδικασίες που ακολουθήθηκαν, δεν κατανοεί τα αίτια, πολύ περισσότερο δεδομένης της νομικής υποστήριξης που και τότε είχε το Δημόσιο από το Ν.Σ.Κ., η γνωμοδότηση (της ολομέλειας μάλιστα) του οποίου υπήρξε τουλάχιστον πρόχειρη, αρκεί για τούτο να σημειωθεί ότι σε τέσσερις σειρές και με κριτήριο το που αποβλέπουν τα μέρη καταλήγει στο συμπέρασμα που καταλήγει. Δεν πρόκειται για ζήτημα επί του οποίου θα μπορούσαν να διατυπωθούν αντίθετες νομικές γνώμες. Δεν αμφισβητείται ότι η πώληση μέλλοντος πράγματος – μέλλοντος να κατασκευασθεί (ή μετασκευασθεί) ακινήτου – μπορεί να συνομολογηθεί εγκύρως και θα μπορούσε σε μία τέτοια σύμβαση να είναι αγοραστής ακόμη και το Δημόσιο, αν και στην περίπτωση αυτή δεν θα ήταν εφικτή η εκτίμηση της αξίας του ακινήτου αλλά ο προϋπολογισμός της αξίας του, που είναι διαφορετικό πράγμα. Στην περίπτωση της πώλησης μέλλοντος ακινήτου, το Δημόσιο δεν θα έπρεπε να έχει δικαίωμα επέμβασης κατά την κατασκευή του ακινήτου, ενώ την κυριότητα επ’ αυτού θα την αποκτούσε αφού θα την είχε προηγουμένως αποκτήσει ο πωλητής, μετά δηλαδή την κατασκευή του ακινήτου, όχι κατά την κατάρτιση της σύμβασης και τη μεταγραφή του σχετικού συμβολαίου όπως εν προκειμένω.
Αδικαιολόγητη, λοιπόν, η γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., που έδωσε όμως βάση στη σαθρή νομική κατασκευή – χαρακτηρισμό των δύο συμβάσεων ως ενιαίας σύμβασης πώλησης μέλλοντος πράγματος. Η κατάρτιση της άκυρης σύμβασης έργου δεν τερμάτισε τις αντίστοιχες διαπραγματεύσεις (Α.Π. 1231/2008, σε «Nomos«), αλλά κατέστησε αυτές απρόσφορες, υπό την έννοια ότι δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης (έργου). Την 01.02.1999 υπογράφεται μεταξύ του Δημοσίου αφενός, της ενάγουσας και της κοινοπραξίας χωρίς νομική προσωπικότητα «Κ/Ξ Α.Ε.Ξ.Ε. ΑΚΡΟΠΟΛ ΠΑΛΛΑΣ – ΑΛΤΕΚ Α.Ε» αφετέρου, η οποία αναφέρεται και υπογράφει στο υπ1 αρίθμ. 7524/1999 συμβόλαιο ως «εκ τρίτου συμβαλλόμενη», όπως εκεί εξηγείται, ως εγγυήτρια ότι η ενάγουσα «πωλήτρια» θα εκτελέσει το έργο της μετασκευής του κτηρίου κατά τον προσήκοντα τρόπο και στον προσήκοντα χρόνο, πρωτόκολλο εγκατάστασης στο ακίνητο ιδιοκτησίας πλέον του Δημοσίου της ενάγουσας και της προαναφερόμενης κοινοπραξίας. Στις 10.02.1999 η «Επιτροπή Παρακολούθησης» του έργου -όργανο προβλεπόμενο από τη σύμβαση – ζήτησε από την ενάγουσα να υποβάλει τα σχέδια της στατικής και ηλεκτρομηχανολογικής μελέτης, πράγμα που έγινε στις 18.3.1999. Στις 18.02.1999 παρελήφθη από το Δημόσιο έντυπο αίτησης του τελευταίου προς τον αρμόδια Διεύθυνση Πολεοδομίας για την έκδοση της οικοδομικής αδείας, το οποίο τού είχε την προηγουμένη αποστείλει η ενάγουσα. Στις 30.3.1999, η ενάγουσα ζήτησε από το Δημόσιο (δια του Υπουργείου Πολιτισμού) παράταση ενός μηνός για την υποβολή συμπληρωμένης και ολοκληρωμένης της μελέτης τεκμηρίωσης – αποτύπωσης του κτηρίου, η οποία έληγε την 01.4.1999, επικαλέσθηκε δε τη σοβαρότητα και πολυπλοκότητα του αντικειμένου. Στις 08.4.1999, η Δ.Π.Κ.Α.Ν.Μ. αποστέλλει έγγραφο με παρατηρήσεις της επί της μέχρι τότε πορείας εκτέλεσης της σύμβασης. Στο έγγραφο απαντούν η ενάγουσα και η κοινοπραξία, μολονότι η κοινοπραξία δεν ήταν αντισυμβαλλόμενη του Δημοσίου, παρά είχε εγγυηθεί προς αυτό την καλή εκτέλεση της παροχής της ενάγουσας, η οποία εξακολουθούσε να είναι, φαινομενικά τουλάχιστον, η μόνη οφειλέτις. Με βάση τη σύμβαση, πάντως, η Δ.Π.Κ.Α.Ν.Μ. δεν είχε κανένα λόγο και κακώς ενεπλάκη. Το Δημόσιο είχε συμβληθεί απευθείας και θα έπρεπε με την αντισυμβαλλόμενή του ενάγουσα να συνομιλεί το ίδιο, όπως συμβαίνει μεταξύ των αντισυμβαλλομένων ιδιωτών οι οποίοι δεν συνομιλούν μέσω τρίτων εκτός και αν η παρεμβολή των τρίτων έχει προβλεφθεί.
Εν πάση περιπτώσει, η ενάγουσα και η κοινοπραξία εξήγησαν εγγράφως τις θέσεις τους στις αιτιάσεις της Δ.Π.Κ.Α.Ν.Μ., η βασικότερη των οποίων συνίστατο στην απαίτησή της όπως ενάγουσα σε αυτή, εκτός από το έντυπο της αίτησης για την έκδοση της οι αναγκαίες για την έκδοση της οικοδομικής άδειας μελέτες τους μηχανικούς. Για το θέμα αυτό, η ενάγουσα και η κοινοπραξία απήντησαν ότι οι μελέτες θα συνόδευαν την αίτηση κατά την υποβολή του φακέλου στη συνέχεια στην αρμόδια Πολεοδομία. Στις 23.4.1999 η ενάγουσα υπέβαλε στο εναγόμενο τη μελέτη τεκμηρίωσης – αποτύπωσης του κτηρίου. Στις 25.5.1999 η ενάγουσα και η κοινοπραξία
επανέρχονται με έγγραφο τους προς το Υπουργείο Πολιτισμού στο θέμα της διαδικασίας για την έκδοση της οικοδομικής άδειας, που μέχρι τότε δεν είχε εκδοθεί. Το Υπουργείο Πολιτισμού στις 27.5.1999 επιμένει στην εντός προθεσμίας δέκα ημερών υποβολή στο ίδιο από την ενάγουσα του εντύπου της αίτησης οικοδομικής άδειας συμπληρωμένου κατά το νόμο, καθώς
επίσης ζητεί την επανυποβολή της μελέτης τεκμηρίωσης – αποτύπωσης του κτηρίου συμπληρωμένης κατά τις υποδείξεις της αρμόδιας Υπηρεσίας. Την 01.6.1999 η ενάγουσα και η κοινοπραξία υπέβαλαν στο Υπουργείο Πολιτισμού τις μελέτες εφαρμογής της οριστικής μελέτης, ήτοι την αρχιτεκτονική μελέτη, τη μελέτη στατικής και τη μελέτη των
ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων. Μαζί συνυπέβαλαν, τη μελέτη επιλογής υλικών φιλικών προς το περιβάλλον και τη μελέτη σήμανσης του κτηρίου, ενώ υπέβαλαν και συμπληρωματικά στοιχεία της μελέτης τεκμηρίωσης – αποτύπωσης. Την επομένη (02.6.1999) η ενάγουσα και η κοινοπραξία απευθύνονται εγγράφως προς το Υπουργείο Πολιτισμού, σε μία προσπάθεια ανεύρεσης λύσης στο πρόβλημα που είχε ανακύψει με την διαδικασία έκδοσης της οικοδομικής άδειας. Επισημαίνουν ότι τη σχετική αίτηση υποβάλει ο ενδιαφερόμενος, που από ιδρύσεως του Κράτους είναι ο ιδιοκτήτης του ακινήτου, εν προκειμένω το Δημόσιο. Η αίτηση δεν προβλέπεται από το νόμο με συγκεκριμένο τύπο και περιεχόμενο, ανήκει στην ευχέρεια του ιδιοκτήτη η διαμόρφωσή της. Στα πλαίσια της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, συνεχίζουν η ενάγουσα και η κοινοπραξία, η ενάγουσα είχε αναλάβει τις παρεπόμενες υποχρεώσεις επιμέλειας, μέριμνας και καταβολής των αναγκαίων δαπανών για την έκδοση της άδειας, στα
πλαίσια δε των υποχρεώσεών της αυτών συνέταξε για λογαριασμό του ιδιοκτήτη του ακινήτου Δημοσίου το έντυπο αίτησης, το οποίο τού υπέβαλε ως συνημμένο στο υπ» αρίθμ. πρωτ. 1177/18.02.1999 έγγραφο της. Το Δημόσιο είχε την υποχρέωση από τη σύμβαση να υπογράψει την αίτηση που του είχε αποστείλει η ενάγουσα εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την υπογραφή του συμβολαίου, πράγμα που δεν έγινε, και αν δεν συμφωνούσε με το περιεχόμενο του εντύπου, είχε κάθε δικαίωμα να συντάξει αίτηση για την έκδοση της οικοδομικής άδειας με όποιο περιεχόμενο επιθυμούσε. Σε κάθε περίπτωση, μαζί με την αίτηση για την έκδοση της οικοδομικής άδειας θα έπρεπε σύμφωνα με το νόμο να συνυποβληθούν οι μελέτες που αναφέρει ο νόμος στην αρμόδια Υπηρεσία Πολεοδομίας και όχι στο Υπουργείο Πολιτισμού. Στις 08.6.1999 η κοινοπραξία ερωτά την Πολεοδομία του Δήμου Αθηναίων, που ήταν η αρμόδια Υπηρεσία για την έκδοση της οικοδομικής άδειας, αν θα έπρεπε μαζί με την αίτηση να υποβληθεί και μελέτη παθητικής πυροπροστασίας, για να λάβει αρνητική έγγραφη επίσης απάντηση. Η ενάγουσα συμπεριφέρεται μέχρι εδώ καλόπιστα, είναι προσηλωμένη στην εκτέλεση της σύμβασης, την οποία καμία ένδειξη δεν υπάρχει ότι τη θεωρεί άκυρη. Στα πλαίσια ,της καλόπιστης συμπεριφοράς και του καθήκοντος ενημέρωσης του άλλου μέρους, που αποτελεί εξειδίκευση της αρχής της καλής πίστης, η ενάγουσα και η κοινοπραξία – είναι πλέον φανερό ότι στη διαπραγμάτευση έχει εμπλακεί και η κοινοπραξία – ενημερώνουν το Υπουργείο Πολιτισμού για την απάντηση της Πολεοδομίας ότι δεν απαιτείται μελέτη πυροπροστασίας για την έκδοση της οικοδομικής αδείας και ζητούν την υπογραφή της σχετικής αίτησης, ενημερώνοντας παράλληλα ότι ο φάκελος δεν θα μπορούσε να υποβληθεί στην Πολεοδομία πριν τις 15.6.1999, για το λόγο ότι η έδρα της Υπηρεσίας στέγαζε εκλογικό κέντρο του Δήμου Αθηναίων(Ι). Στις 10.6.1999, η τότε Υπουργός Πολιτισμού Ελισάβετ Παπαζώη αποστέλλει στην κοινοπραξία υπογεγραμμένη την αίτηση προς την Πολεοδομία του Δήμου Αθηναίων για την έκδοση της οικοδομικής άδειας. Στις 16.6.1999 η ενάγουσα και η κοινοπραξία ενημερώνουν ότι ο φάκελος για την έκδοση της οικοδομικής άδειας κατατέθηκε στην αρμόδια Υπηρεσία Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων. Στις 25.6.1999, η «Επιτροπή Παρακολούθησης» διαπιστώνει ομόφωνα ότι η υποβληθείσα στατική μελέτη δεν αποτελεί εξέλιξη της οριστικής μελέτης, το ίδιο η αρχιτεκτονική και η μελέτη ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων και γι’ αυτό εισηγείται την αναπομπή των μελετών στην ενάγουσα προς διόρθωση. Στις 28.6.1999, η
Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού «Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων» γνωμοδοτεί κατά πλειοψηφία ότι η μελέτη τεκμηρίωσης – αποτύπωσης και εφαρμογής (αρχιτεκτονικής, στατικής, ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων) για τη συντήρηση, αποκατάσταση και μετασκευή του διατηρητέου κτηρίου δεν εγκρίνονται και ότι θα πρέπει να επανυποβληθούν διορθωμένες σύμφωνα με τις υποδείξεις του Οργάνου, ώστε να αποτελούν εξέλιξη της ήδη εγκεκριμένης οριστικής μελέτης, οι δε μελέτες σήμανσης και υλικών φιλικών προς το περιβάλλον ότι θα πρέπει και αυτές να επανυποβληθούν προσαρμοσμένες και πλήρως συμβατές με τη διορθωμένη μελέτη εφαρμογής. Μετά τη γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων και η Υπουργός Πολιτισμού δεν εγκρίνει ούτε αυτή με την υπ’ αρίθμ 1226/29.6.1999 απόφασή της τη μελέτη τεκμηρίωσης – αποτύπωσης και τις μελέτες εφαρμογής, ζητεί δε την επανυποβολή των μελετών διορθωμένων σύμφωνα με τις υποδείξεις ώστε να αποτελούν εξέλιξη της εγκεκριμένης οριστικής μελέτης. Στις 15.7.1999 η ενάγουσα
και η κοινοπραξία υποβάλλουν με διορθώσεις τη στατική μελέτη εφαρμογής, την αρχιτεκτονική μελέτη και τη μελέτη ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων. Για τη μελέτη τεκμηρίωσης -αποτύπωσης συμφωνούν με την άποψη του Δημοσίου ότι δεν αποτελεί εξέλιξη κάποιας
οριστικής μελέτης, αφού τέτοια οριστική μελέτη δεν εκπονήθηκε στο παρελθόν. Οι μελέτες αποκρούσθηκαν και πάλι από το εναγόμενο. Στις 26.7.1999 η Επιτροπή Παρακολούθησης εισηγήθηκε να μην εγκριθεί η στατική μελέτη εφαρμογής διότι δεν είχε διαφοροποιηθεί προς
την προηγουμένως υποβληθείσα και να υποβληθεί ξανά με ενσωματωμένες τις υποδείξεις που είχαν κατά την πρώτη υποβολή γίνει. Επειδή δε οι αντισυμβαλλόμενοι εμμένουν στις θέσεις τους, πρότεινε την παραπομπή του θέματος σε μια επιτροπή ειδικών αποτελούμενη από καθηγητές της ανώτατης βαθμίδας, προκειμένου να διακριβωθεί η επικινδυνότητα ή μη της
εγκεκριμένης οριστικής μελέτης και η ενδεχόμενη υπεροχή της υποβληθείσας μελέτης εφαρμογής. Η Υπουργός Πολιτισμού συντάχθηκε με το πρώτο σκέλος της εισήγησης της Επιτροπής Παρακολούθησης και στις 29.7.1999 δεν ενέκρινε, εγγράφως, την επανυποβληθείσα στατική μελετη εφαρμογής, ζήτησε δε την εκ νέου υποβολή της με διορθώσεις. Η ενάγουσα και η κοινοπραξία επανέρχονται στις 31.8.1999 με έγγραφο τους προς την Υπουργό Πολιτισμού.
Συντάσσονται με την πρόταση της Επιτροπής Παρακολούθησης για το διορισμό επιτροπής ειδικών επιστημόνων μεταξύ καθηγητών Α.Ε.Ι. και υπενθυμίζουν ότι το είχαν από τις 15.7.1999 προτείνει εγγράφως. Με νεώτερο έγγραφο τους της 06.9.1999 προς την Υπουργό Πολιτισμού απευθυνόμενο, αναφέρονται στο βασικό περιεχόμενο της σύμβασης, υποστηρίζουν ότι από τη μεριά τους έχουν εκπληρώσει στο ακέραιο τις συμβατικές τους δεσμεύσεις, κυρίως, με την υποβολή μελετών εφαρμογής αποτελούντων εξέλιξη – εξειδίκευση της εγκεκριμένης οριστικής μελέτης, ζητούν δε καλλίτερη συνεργασία, συνάντηση των ειδικών των δύο πλευρών, ενώ επαναδιατυπώνουν το αίτημα για ορισμό επιτροπής ειδικών από καθηγητές Α.Ε.Ι. η οποία θα αποφανθεί κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο για το προσήκον των μελετών εφαρμογής. Στις 17.9.1999, πραγματοποιήθηκε συνάντηση στα γραφεία της Δ.Π.Κ.Α.Ν.Μ. μεταξύ μελετητών των δύο πλευρών και υπό την προεδρία της Προϊσταμένης της Υπηρεσίας.
Στις 27.9.1999, η ενάγουσα και η κοινοπραξία αναφέρθηκαν στη συνάντηση και υποστήριξαν ότι διαπιστώθηκε σύγκλιση απόψεων σε κρίσιμα θέματα, αναφέρθηκαν όμως και στη μη μέχρι τότε έκδοση της οικοδομικής άδειας, που την απέδωσαν στο γεγονός ότι δεν είχαν από το Δημόσιο εγκριθεί οι μελέτες εφαρμογής, προϋπόθεση αναγκαία κατά το νόμο για την έκδοση της άδειας. Στις 08.11.1999 η ενάγουσα και η κοινοπραξία υπέβαλαν και πάλι το σύνολο των μελετών εφαρμογής και των ειδικών μελετών, ήτοι τη στατική μελέτη εφαρμογής διορθωμένη σύμφωνα με τις απόψεις των ειδικών εκατέρωθεν, την αρχιτεκτονική μελέτη εφαρμογής συμπληρωμένη, έναν πίνακα ποιοτικών στοιχείων συμπληρωματικό των ηλεκτρομηχανολογικών μελετών εφαρμογής οι οποίες είχαν γίνει αποδεκτές, τη μελέτη επιλογής υλικών φιλικών προς το περιβάλλον και τη μελέτη υγιεινής. Μετά την υποβολή των μελετών εφαρμογής στις 08.11.1999, η επικοινωνία των διαδίκων κατέστη ιδιαίτερα δυσχερής. Το Δημόσιο δεν απαντούσε στις τηλεφωνικές οχλήσεις της άλλης πλευράς, η οποία στις 19.11.1999 διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτό εγγράφως προς την Υπηρεσία Δ.Π.Κ.Α.Ν.Μ. και την Επιτροπή Παρακολούθησης. Εν όψει αυτής της καταστάσεως, η ενάγουσα και η κοινοπραξία αιτήθηκαν προς το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (Τ.Ε.Ε.) το διορισμό πραγματογνωμόνων για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Το Γραφείο Πραγματογνωμόνων όρισε στις 08.3.2000 τους Γεώργιο Πενέλη, καθηγητή του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης, τον Κωνσταντίνο Συρμακέζη, αναπληρωτή καθηγητή του Εθνικού Μετσόβειο Πολυτεχνείου και τον Δημήτριο Φατούρο, επίσης Καθηγητή. Την επομένη (09.3.2000) το Δημόσιο κατήγγειλε τη σύμβαση με έγγραφο του που επιδόθηκε αυθημερόν στην ενάγουσα και στην κοινοπραξία. Στο σχετικό από 03.3.2000 έγγραφο υπό τον τίτλο «καταγγελία σύμβασης πώλησης» το Δημόσιο, αφού αναφέρεται στο περιεχόμενο της σύμβασης, την οποία χαρακτηρίζει σύμβαση πώλησης και τους αντισυμβαλλομένους, αντίστοιχα, πωλητή και αγοραστή, υποστηρίζει στη συνέχεια αντισυμβατική συμπεριφορά της ενάγουσας, συνιστάμενη σε σημαντικές παραβάσεις των συμβατικών προθεσμιών υποβολής των μελετών εφαρμογής προς έγκριση, καθώς επίσης σε ελλείψεις των μελετών και ασυμβατότητα του περιεχομένου τους με την εγκεκριμένη οριστική μελέτη. Με βάση τις αιτιάσεις αυτές, δηλώνει ότι καταγγέλλει τη σύμβαση για το μέλλον, συγκεκριμένα (επί λέξη), «…ως προς το υπόλοιπο των εκτελεσθησομένων βάσει αυτής εργασιών…», ζητεί δε όπως αποχωρήσουν από το ακίνητο εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από την επίδοση της καταγγελίας. Η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας μιας διαρκούς σύμβασης, όπως εν προκειμένω η σύμβαση του έργου της μετασκευής – ριζικής αναπαλαίωσης του διατηρητέου κτηρίου, προϋποθέτει έγκυρη και ισχυρή σύμβαση, οπότε με τη μονομερή δήλωση της καταγγελίας η σύμβαση λύεται, υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία έχει ασκηθεί καλώς ως προς τον τύπο και την ουσία. Όταν η σύμβαση είναι άκυρη για οποιονδήποτε λόγο, θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ και συνεπώς καταγγελία της δεν νοείται, διότι φορέας του δικαιώματος καταγγελίας είναι, πάντως, ο αντισυμβαλλόμενος, αυτός δηλαδή που έχει αποκτήσει από τη σύμβαση υποχρεώσεις και δικαιώματα, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα της καταγγελίας, όχι υποχρεωτικά προβλεπόμενο από τη σύμβαση αλλά και εκ του νόμου, λόγω ακριβώς της κατάρτισης διαρκούς σύμβασης. Στις 07.4.2000, η ενάγουσα και η κοινοπραξία ενίστανται ενώπιον της Υπουργού Πολιτισμού εγγράφως, ζητούν το υπόλοιπο του τιμήματος και αποζημίωση. Στις 20.4.2000, ενημερώνουν εγγράφως για το ιστορικό κατάρτισης της σύμβασης και το περιεχόμενο της τον νέο Υπουργό Πολιτισμού Θεόδωρο Πάγκαλο. Στις 04.5.2000, ο διευθύνων σύμβουλος της ενάγουσας λαμβάνει πρόσκληση από τη Γενική Γραμματέα του Υπουργού Πολιτισμού συμμετοχής στη σύσκεψη που επρόκειτο στις 09.5.2000 να πραγματοποιηθεί στο αμφιθέατρο του Υπουργείου Πολιτισμού «…με θέμα την εξέλιξη του έργου του Acropole Palace«. Στις 23.10.2000, η Γενική Γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού, αφού αναφέρει ότι βούληση του Υπουργού Πολιτισμού είναι να προχωρήσει το ταχύτερο δυνατό μία οριστική λύση για του κτήριο του Acropole Palace, στη συνέχεια ενημερώνει για την
πρόθεση του Υπουργείου να διευρυνθεί η επιτροπή των εμπειρογνωμόνων του Τ.Ε.Ε. Πενέλη, Συρμακέζη και Φατούρου από στελέχη του ειδικούς, γίνεται δε αναφορά στις κυρίες Καρυώτου και Στεφάνου και διατυπώνεται παράκληση προς την ενάγουσα να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τη διεύρυνση της επιτροπής. Η ενάγουσα απήντησε εγγράφως ότι
αποδέχεται την πρόταση του Υπουργείου, ενημέρωσε ωστόσο ότι το σχετικό προεδρικό διάταγμα που προβλέπει για τις πραγματογνωμοσύνες του Τ.Ε.Ε. δεν επιτρέπει το διορισμό περισσοτέρων των τριών πραγματογνωμόνων για κάθε πραγματογνωμοσύνη. Τον Δεκέμβριο του έτους 2000 οι πραγματογνώμονες ολοκληρώνουν το έργο τους και συντάσσουν την από 06.12.2000 έκθεσή τους. Πρόκειται για ένα κείμενο εικοσιοκτώ (28) μονών φύλλων, το οποίο καταλήγει στα εξής πορίσματα: 1) Η εγκεκριμένη οριστική στατική μελέτη χαρακτηρίζεται πλήρης σε σχέση με την κατάσταση του κτηρίου όταν συντάχθηκε. Δεν είχαν, ωστόσο, ληφθεί υπ’ όψη όλα τα πραγματικά τεχνικά δεδομένα του κτηρίου, εν γνώσει της ενάγουσας και του Δημοσίου. Ως εκ τούτου, η τροποποίησή της σε ορισμένα σημεία «…ήταν από εύλογη έως επιβεβλημένη». 2) Τα αποτελέσματα των ερευνών που σε μεγάλο βαθμό είχαν πραγματοποιηθεί επί τόπου ή στο εργαστήριο από τους μελετητές Καλλίγερο και «Συνεργάτες Καρύδη Α.Ε.» είχαν αξιολογηθεί σωστά, πλην όμως θα πρέπει να συμπληρωθούν με επιπλέον στοιχεία για την οξείδωση των οπλισμών. 3) Τα πραγματικά δεδομένα του κτηρίου επιβάλλουν σε ορισμένες περιπτώσεις, σε άλλες δικαιολογούν τις προτεινόμενες τροποποιήσεις. 4) Η προτεινόμενη στατική μελέτη εφαρμογής είναι σύμφωνη με τους σχετικούς νόμους, γενικώς, «…από πλευράς πλέγματος προτεινόμενων επεμβάσεων η μελέτη εφαρμογής κινείται προς την ορθή επιστημονικά κατεύθυνση για την αντισεισμική θωράκιση του κτιρίου». 5) «Ούτε η εγκεκριμένη οριστική μελέτη, ούτε η μελέτη εφαρμογής μπορούν να εξασφαλίσουν ελεγχόμενη συμπεριφορά στους κόμβους των πλαισίων, όπως αυτή νοείται στους εν ισχύ κανονισμούς για νέα κτίρια. Γι’ αυτό, εξάλλου, τόσο στην οριστική μελέτη, όσο και στη μελέτη εφαρμογής το σύνολο σχεδόν των «σεισμικών φορτίων» επιδιώκεται να παραληφθεί από νέα τοιχώματα ηλεγμένης αντοχής, ακαμψίας και πλαστιμότητας». Η έκθεση των τριών καθηγητών ολοκληρώνεται με τις εξής δύο σημαντικές επισημάνσεις: 1) «Ιδιαίτερα επισημαίνεται και εδώ η ανάγκη για συστηματική μελέτη και αντιμετώπιση της εξυγίανσης των οξειδωμένων οπλισμών και της αναστολής της διαδικασίας οξείδωσης, όπου έχει μειωθεί η παθητική προστασία των οπλισμών, με υλικά, τεχνικές και διαδικασίες απολύτως ελεγχόμενες, γεγονός που δεν έγινε ούτε στην οριστική στατική μελέτη, κυρίως όμως στη στατική μελέτη εφαρμογής». 2) «Η οικονομική διάσταση του θέματος των διαφορετικών επιλογών μεταξύ εγκεκριμένης οριστικής μελέτης και υποβληθείσας στατικής μελέτης εφαρμογής από τα παρατεθέντα στοιχεία φαίνεται να μην είναι ιδιαίτερα σημαντική. Εν πάσει περιπτώσει, η συμβατική και οικονομική διάσταση του θέματος δεν αφορά στην παρούσα πραγματογνωμοσύνη». Η δαπάνη για την πραγματογνωμοσύνη – αμοιβή των πραγματογνωμόνων ανήλθε στο ποσό των 6.000.000 δραχμών, όπως αναφέρεται στην αγωγή και δεν αμφισβητεί ειδικά το εναγόμενο Δημόσιο όταν υποστηρίζει, απλώς, ότι δεν ήταν αναγκαία η διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης. Στις 15.3.2001 πραγματοποιείται σύσκεψη μεταξύ της ενάγουσας και υπηρεσιακών παραγόντων του Υπουργείου Πολιτισμού, οπότε η ενάγουσα λαμβάνει διαβεβαιώσεις ότι το έργο θα μπορούσε να προχωρήσει με τις εκπονηθείσες μελέτες εφαρμογής. Μεσολαβεί ένας και πλέον χρόνος
απραξίας, κατά τον οποίο η ενάγουσα οχλεί το Δημόσιο διαρκώς με παραστάσεις των εκπροσώπων της στις διάφορες Υπηρεσίες και τηλεφωνικές οχλήσεις. Στις 30.5.2002, το Δημόσιο υποστηρίζει, κοινοποιώντας στην ενάγουσα σχετικό (υπ’ αρίθμ. 1280) πρακτικό του Ν.Σ.Κ., ότι θα μπορούσε να ανακαλέσει για το μέλλον την καταγγελία της σύμβασης, υπό την προϋπόθεση ότι η ενάγουσα και η κοινοπραξία θα συναινέσουν εγγράφως στην ανάκληση της καταγγελίας, θα αποδεχθούν χωρίς καμία επιφύλαξη το υπ’ αρίθμ. 1280 πρακτικό του Ν.Σ.Κ. και θα παραιτηθούν από την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου υπ’ αρίθμ. καταθέσεως 1779/2000 από 28.01.2000 αγωγή τους κατά του Δημοσίου, μετά δε από αυτά η σύμβαση θα αναβίωνε και οι συμβατικές προθεσμίες θα άρχιζαν εκ νέου τη διαδρομή τους από την κοινοποίηση της ανάκλησης της καταγγελίας. Στις 31.10.2002 το εναγόμενο Δημόσιο κατέθεσε αίτηση ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών κατά της ενάγουσας και της κοινοπραξίας, με την οποία ζητούσε την απομάκρυνση των ικριωμάτων από το κτήριο. Η αίτηση συζητήθηκε και απορρίφθηκε, έγινε όμως δεκτή από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών (αριθμός απόφασης 12/2003) μετά άσκηση ανακοπής, διατάχθηκε δε η αποβολή των καθ’ ων η αίτηση από την κατοχή του κτηρίου, όπως πράγματι έγινε στις 19.9.2003, οπότε η απόφαση του Εισαγγελέως Εφετών εκτελέσθηκε αναγκαστικά μετά από σχετική εντολή του Δημοσίου. Με την υποβολή της αίτησης του εναγομένου για την αποβολή της ενάγουσας και της κοινοπραξίας από την κατοχή του ακινήτου έληξαν οι διαπραγματεύσεις. Ερευνητέο τώρα αν κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, από την πρώτη συναλλακτική επαφή των διαδίκων μέχρι την οριστική διακοπή τους, προκλήθηκε στην ενάγουσα ζημία: Όπως έχει ήδη αναφερθεί, πριν την κατάρτιση του συμβολαίου η κοινοπραξία «Κ/Ξ Α.Ε.Ξ.Ε. ΑΚΡΟΠΟΛ – ΑΛΤΕΚ Α.Ε.» δαπάνησε για την εκπόνηση των μελετών εφαρμογής -προμελετών των Χρύσανθου Καλλίγερου, της τεχνικής εταιρείας «Συνεργάτες Καρύδη Α.Ε.», Στέφανου Πάντου και Παναγιώτη Κερχουλά, τα ποσά των 8.700.000 δραχμών, 18.300.000 δραχμών, 25.000.000 δραχμών και 15.000.000 δραχμών, αντίστοιχα, ήτοι το συνολικό ποσό των 67.000.000 δραχμών. Μετά την κατάρτιση του συμβολαίου η ίδια κοινοπραξία δαπάνησε για την εκπόνηση των μελετών εφαρμογής και των ειδικών μελετών, ήτοι για τις αρχιτεκτονικές μελέτες της εταιρείας «Αλεξ. Κ. Σαμαράς και Συνεργάτες, Αρχιτέκτονες – Πολεοδόμοι Μηχανικοί Α.Τ.Ε.» και του αρχιτέκτονος Γεωργίου Προβελέγγιου, τη μελέτη στατικής και αντισεισμικής επάρκειας της εταιρείας «Ομάς Μελετών και Επιβλέψεων Τεχνικών Έργων Α.Ε.», τη μελέτη ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, τη μελέτη υγιεινής και επιλογής υλικών της εταιρείας «Εργονομία Ε.Π.Ε., σύμβουλοι Εργονομίας», τη μελέτη εδάφους της εταιρείας «Σωτηρόπουλος και Συνεργάτες Ε.Π.Ε.», τη μελέτη για την ποιότητα του σκυροδέματος της εταιρείας «Ελληνικόν Κέντρον Ερευνών Τσιμέντου – Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης» και τη μελέτη για τον «οπλισμό» του σκυροδέματος της κατασκευής, της εταιρείας «Αλεξ. Κ. Σαμαράς και Συνεργάτες, Αρχιτέκτονες – Πολεοδόμοι – Μηχανικοί Α.Τ.Ε.» τα ποσά των 13.000.000 δραχμών, 6.000.000 δραχμών, 15.000.000 δραχμών, 7.500.000 δραχμών, 6.000.000 δραχμών, 3.250.000 δραχμών, 1.050.000 δραχμών, 1.000.000 δραχμών, αντίστοιχα, ήτοι το συνολικό ποσό
των 52.800.000 δραχμών. Η κοινοπραξία δεν είχε νομική προσωπικότητα και συνεπώς δεν είχε ικανότητα δικαίου. Η ίδια τίποτε δεν δαπάνησε – δεν ήταν άλλωστε δυνατό κατά νόμο, σε δαπάνες υποβλήθηκαν τα μέλη της, δηλαδή η ενάγουσα και η εταιρεία «ΑΛΤΕΚ Α.Ε.». Το γεγονός ότι νομιμοποιείται η ίδια η κοινοπραξία στη διεκδίκηση των δαπανών – ως μη δικαιούχος στην πραγματικότητα διάδικος – δεν σημαίνει ότι τα μέλη της δεν δικαιούνται.
Σύμφωνα με την αγωγή, έκαστο των μελών συμμετείχε κατά το ήμισυ στις δαπάνες και δικαιούνταν το ήμισυ των κερδών. Ο Γεώργιος Μπατατούδης, διευθύνων σύμβουλος αμφοτέρων των εταιρειών – μελών της κοινοπραξίας, δαπανώντας στο όνομα της κοινοπραξίας, δαπανούσε από κοινού, ήτοι για λογαριασμό αμφοτέρων των εταιρειών, ακριβέστερα, από το ταμείο αμφοτέρων. Έπεται ότι από τη συνολική δαπάνη των (67.000.000 + 52.800.000 =) 119.800.000 δραχμών, δηλαδή των 351.577,40 ευρώ, η ενάγουσα κατέβαλε το ήμισυ των 175.788,7 ευρώ, υπενθυμίζεται διότι στο ήμισυ των δαπανών της κοινοπραξίας συμμετείχε. Με την ίδια συλλογιστική, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα κατέβαλε ως το ένα εκ των δύο μελών της κοινοπραξίας το ήμισυ της δαπάνης των 6.000.000 δραχμών για την πραγματογνωμοσύνη των καθηγητών Γεωργίου Πενέλη, Κωνσταντίνου Συρμακέζη και Δημητρίου Φατούρου, ήτοι το ποσό των 3.000.000 δραχμών (ευρώ 8.804,10).
Έχει σε προηγούμενη θέση αναφερθεί, με παραπομπή στις διατυπώσεις των μερών, ότι κατά την υπογραφή του συμβολαίου η ενάγουσα παρέδωσε στο Δημόσιο δύο εγγυητικές επιστολές του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. αξίας 385.000.000 δραχμών και 155.000.000 δραχμών, αντίστοιχα. Η εγγυοδοσία προς το Δημόσιο συμφωνήθηκε έναντι χρηματικού ανταλλάγματος – προμήθειας ανερχόμενη στο 0,72% ετησίως για την εγγυητική επιστολή των 385.000.000 δραχμών και στο 1% ετησίως για την εγγυητική επιστολή των 155.000.000 δραχμών. Με την προσωρινή παραλαβή του κτηρίου, η οποία κατά τη συμφωνία θα πραγματοποιούνταν στο τέλος Νοεμβρίου 2000, η προμήθεια για τη παροχή της εγγύησης θα μειώνονταν κατά 60%, με τη δε οριστική παραλαβή του κτηρίου, η οποία είχε προγραμματισθεί να γίνει εικοσιτέσσερεις μήνες αργότερα, η εγγύηση θα έπαυε και οι εγγυητικές επιστολές θα επιστρέφονταν. Επειδή η σύμβαση έργου δεν εκτελέσθηκε και το κτήριο δεν παραλήφθηκε ούτε προσωρινά ούτε οριστικά ως μετασκευασμένο προϊόν, η προμήθεια- για την εγγύηση δεν μειώθηκε από το Νοέμβριο του 2000, οπότε για το χρονικό διάστημα των εικοσιτεσσάρων μηνών από τον Νοέμβριο του 2000 έως τον Νοέμβριο του 2002 η ενάγουσα επιβαρύνθηκε με το ποσό των (385.000.000 : 100 Χ 0,72 Χ 2 Χ 0,60 =) 3.326.400 δραχμών και με το ποσό του (155.000.000 : 100 Χ 1 Χ 2 Χ 0,60 =) 1.860.000 δραχμών, για δε το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 2002 μέχρι τη σύνταξη της αγωγής τον Ιούλιο του έτους 2003 επιβαρύνθηκε με το ποσό του (385.000.000 : 100 Χ 0,72 Χ 7 =) 1.617.000 δραχμών και με το ποσό των (155.000.000 : 100 Χ 1 Χ 7 =) 904.167 δραχμών, ήτοι συνολικά επιβαρύνθηκε με το ποσό των 7.707.567 δραχμών, δηλαδή με το αντίστοιχο ποσό των 22.619,41 ευρώ. Βεβαίως, επειδή η εγγύηση συνομολογήθηκε χάριν άκυρης κύριας οφειλής – την εκ της άκυρης σύμβασης έργου οφειλής – κάθε καταβληθείσα από την ενάγουσα προμήθεια για τη διατήρηση της παρεπομένως άκυρης εγγύησης αποτελεί ζημία της, αλλ’ όμως δεν εγείρει τέτοια αξίωση, την οποία απλώς περιορίζει στο προαναφερόμενο ποσό. Η αξίωσή της, όμως, να αποζημιωθεί την αξία των ικριωμάτων, την οποία υπολογίζει στο ποσό των 23.448,27 ευρώ, δεν αποδεικνύεται βάσιμη. Δεν αποδεικνύεται ότι τα ικριώματα έχουν καταστραφεί και δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν σε άλλη κατασκευή. Πρόκειται για συνδυασμό μεταλλικών υποστυλωμάτων και ξύλινων δοκών, τα οποία τοποθετήθηκαν στο κτήριο περί τα έτη 1995 – 1996, πριν δηλαδή την έναρξη των διαπραγματεύσεων με το Δημόσιο, στα πλαίσια ανακαίνισης του κτηρίου με εντολή της ενάγουσας. Χωρίς δυσκολία μπορούν να αποσυναρμολογηθούν και να χρησιμοποιηθούν κατά τη βούληση του ιδιοκτήτη τους.
Ζημία της ενάγουσας αποτελεί, λοιπόν, η δαπάνη των (175.788,7 + 8.804,10 + 22.619,41 =) 207.212,21 ευρώ, η οποία προκλήθηκε κατά τις διαπραγματεύσεις της με το Δημόσιο για την κατάρτιση της σύμβασης του έργου της ριζικής ανακαίνισης – αναπαλαίωσης του διατηρητέου κτηρίου που ήταν και είναι γνωστό ως το μέγαρο «Acropole Palace«, με την εταιρεία «ΑΛΤΕΚ Α.Ε.» να δικαιούται το έτερο ήμισυ των δαπανών ως διαπραγματευόμενη και αυτή με το Δημόσιο, υπό την προϋπόθεση ότι θα υποβάλει σχετική αίτηση (αγωγή) στηριζόμενη στα σχετικά πραγματικά περιστατικά (άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ.).
Το Δημόσιο ισχυρίζεται ότι από τη συνολική ζημία, το μέρος που αφορά στη δαπάνη των αρχικών μελετών, των μελετών δηλαδή που προηγήθηκαν της υπογραφής του συμβολαίου, η οποία υπενθυμίζεται ότι ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 196.625,09 ευρώ για την κοινοπραξία και στο ήμισυ για την ενάγουσα, καλύφθηκε με την καταβολή του 1.810.000.000 δραχμών μετά τη μεταγραφή του συμβολαίου. Οι συγκεκριμένες δαπάνες ήσαν αναγκαίες για τη σύμβαση και εξοφλήθηκαν με την καταβολή του παραπάνω ποσού, το οποίο χαρακτηρίζει ως προκαταβολή του τιμήματος, αφού επιμένει να χαρακτηρίζει την όλη δικαιοπραξία ως μια ενιαία σύμβαση πώλησης, έστω και αν στη συνέχεια υποστηρίζει ότι δεν πρόκειται για τυπική σύμβαση πώλησης αλλά για μια σύμβαση διαρκείας και ότι με την καταβολή του 1.810.000.000 δραχμών η ενάγουσα πληρώθηκε για τη μεταβίβαση της κυριότητας επί του οικοπέδου μετά του επ’ αυτού διατηρητέου κτηρίου στην κατάσταση που είχε κατά το χρόνο της μεταγραφής και πληρωμής.
Είναι φανερό ότι το Δημόσιο προσπαθεί να επιτύχει το ακατόρθωτο. Από τη μια δεν ομολογεί την παρανομία που το έτος 1999 συντελέσθηκε, από αμέλειά του έστω και ως αποτέλεσμα εσφαλμένων συμβουλών, δεν ομολογεί δηλαδή ότι, εκτός από τη σύμβαση πώλησης, κατήρτισε και μια άκυρη σύμβαση έργου, επειδή δε θεωρεί ότι κινδυνεύει η κυριότητα του επί του ακινήτου ούτε για την έγκυρη πώληση κάνει λόγο και δεν χαρακτηρίζει το ποσό του 1.810.000.000 δραχμών ως τίμημα, μολονότι υποστηρίζει ότι καταβλήθηκε ως αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, μετά επίσημη εκτίμηση μάλιστα της τρέχουσας αξίας του από εκτιμητές του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών. Το Δημόσιο δεν συμπεριφέρεται με την ευθύτητα που η δικονομία από κάθε διάδικο απαιτεί (άρθρο 116 του Κ.Πολ.Δ.) και αυτό αποτελεί ουσιώδες πρόβλημα της συγκεκριμένης δίκης. Η αρχιτεκτονική, λοιπόν, μελέτη, η χρωματική μελέτη όψεων, η στατική μελέτη και η μελέτη των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων των μελετητών Χρύσανθου Καλλίγερου, της τεχνικής εταιρείας «Συνεργάτες Καρύδη Α.Ε.», Στέφανου Πάντου και Παναγιώτη Κερχουλά δεν εκπονήθηκαν για την πώληση του (δικαιώματος κυριότητας επί του) ακινήτου μετά του κτηρίου αλλά για τη ριζική μετασκευή – αναπαλαίωση του κτηρίου, δηλαδή για την εκτέλεση του υπό διαπραγμάτευση τότε έργου.
Κατά τούτο οι αντίστοιχες δαπάνες δεν αποτελούν μέρος του τιμήματος. Θα αποτελούσαν μέρος της αμοιβής αν η σύμβαση έργου ήταν έγκυρη, επειδή όμως έγκυρη σύμβαση έργου δεν καταρτίσθηκε αποτελούν ζημίες προσυμβατικού σταδίου. Ερευνητέο στη συνέχεια αν η ζημία της ενάγουσας οφείλεται σε υπαιτιότητα του εναγομένου, δηλαδή σε δόλο, που θα αποτελεί, ασφαλώς, συμπεριφορά αντίθετη στην καλή πίστη ή/και τα συναλλακτικά ήθη, ή σε αμέλειά του, που ενδέχεται αλλά δεν πρέπει αναγκαίως να είναι μια συμπεριφορά του αντίθετη στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη: Καταρχήν, το Δημόσιο επέδειξε αμέλεια διαπραγματευόμενο την κατάρτιση μιας άκυρης σύμβασης, μιας σύμβασης αντίθετης με τη νομοθεσία τη διέπουσα τα δημόσια έργα, την οποία ο νομοθέτης έκρινε αναγκαία και θεσμοθέτησε για τη διασφάλιση της διαφάνειας κατά κύριο λόγο στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, ταυτιζόμενος με το νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κατά κύριο λόγο αποβλέπει στη διασφάλιση του ανταγωνισμού μεταξύ και στο εσωτερικό των κρατών – μελών. Η αμέλεια αυτή του Δημοσίου δικαιολογεί από μόνη της την εναντίον του αξίωση της ενάγουσας για αποζημίωσή της, με βάση τη διάταξη του άρθρου 198 του Α.Κ., πλην όμως δεν είναι το μόνο του πταίσμα. Το Δημόσιο είχε από την αρχή αμφιβολίες για τη νομιμότητα της σύμβασης σε σχέση με τη μετασκευή – αναπαλαίωση του διατηρητέου κτηρίου.
Ο λόγος για τον οποίο αποφάσισε να προχωρήσει με τη συγκεκριμένη διαδικασία δεν είναι γνωστός. Λόγω της αβεβαιότητάς του για τη νομιμότητα των διαδικασιών, απευθύνθηκε με ερώτημά του στο Ν.Σ.Κ., το οποίο γνωμοδότησε υπέρ της νομιμότητας και συνέβαλε οπωσδήποτε στη λήψη της παράνομης απόφασης – σύμβασης που ακολούθησε, διότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η γνωμοδότηση χρησιμοποιήθηκε ως κάλυψη ήδη ειλημμένης απόφασης. Μετά την κατάρτιση της σύμβασης, η οποία αποτελούσε συγκεκαλυμμένο δημόσιο έργο κατά παράβαση και της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δημόσιο επέδειξε διστακτικότητα στην εκτέλεσή της. Σημειωτέον ότι επρόκειτο για μια σύμβαση, η οποία εκτός από παράνομη ήταν ιδιαιτέρως αόριστη στο περιεχόμενο της. Το έργο δεν μπορούσε να εκτελεσθεί με βάση την οριστική μελέτη που είχε εγκριθεί και αυτό ήταν εν γνώσει των μερών.
Θα έπρεπε να συνταχθούν μελέτες εφαρμογής της οριστικής μελέτης και ειδικές μελέτες, αυτές να εγκριθούν και μόνο τότε θα μπορούσε να αρχίσει και να ολοκληρωθεί το έργο. Για τις μελέτες εφαρμογής δεν οριζόταν με λεπτομέρεια, παρά μόνο ότι θα έπρεπε να αποτελούν εξέλιξη της οριστικής μελέτης που είχε εγκριθεί. Τι σημαίνει αυτό; Όχι πολλά πράγματα στην πραγματικότητα. Γι’ αυτό, και αν η σύμβαση δεν προσέκρουε στη νομοθεσία περί των δημοσίων έργων, δεν θα ήταν απαλλαγμένη δυσχερειών κατά την εκτέλεσή της. Η αοριστία της παροχής, του ακριβούς τρόπου δηλαδή μετασκευής του κτηρίου, έδωσε πάντως στο Δημόσιο την ευκαιρία να αρνηθεί την έγκριση των μελετών εφαρμογής και των ειδικών μελετών που επανειλημμένως του είχε υποβάλει η ενάγουσα, η οποία δικαιολογημένα ζήτησε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης με αντικείμενο, ακριβώς, την καταλληλότητα των μελετών εφαρμογής που είχε υποβάλει και η σχετική δαπάνη των 8.804,10 ευρώ, που αποτελεί το ήμισυ της αμοιβής των πραγματογνωμόνων Πενέλη, Συρμακέζη και Φατούρου, παρίσταται απολύτως δικαιολογημένη. Και αν η άρνηση έγκρισης των μελετών ήταν με την πρώτη υποβολή εν μέρει δικαιολογημένη, δεν ήταν δικαιολογημένη κατά την τρίτη υποβολή των μελετών στις 08.11.1999. Οι μελέτες που υποβλήθηκαν τότε ήταν σε μεγάλο βαθμό πλήρεις, υπό την έννοια ότι αποτελούσαν εν πολλοίς εξέλιξη της εγκεκριμένης οριστικής μελέτης και είχαν λάβει υπ’ όψη όλα τα δεδομένα της επιστήμης, χωρίς να προκύπτει ότι οδηγούσαν σε διαφοροποίηση του
οικονομικού αντικειμένου της σύμβασης. Στα συμπεράσματα αυτά καταλήγει, σε γενικές
γραμμές, η έκθεση της επιτροπής των προαναφερθέντων καθηγητών, στην οποία δεν
συμμετείχε το Δημόσιο παρότι είχε εκδηλώσει σχετική πρόθεση γραπτώς. Η μη αποδοχή των μελετών που υποβλήθηκαν στις 08.11.1999, η καθυστέρηση υπογραφής του εντύπου της αίτησης για την έκδοση της οικοδομικής άδειας που του είχε η ενάγουσα αποστείλει, σε συνδυασμό με όσα ακολούθησαν της καταγγελίας της σύμβασης, καταδεικνύουν ότι το Δημόσιο δεν είχε τη βούληση να εκτελέσει τη σύμβαση που το ίδιο είχε συνυπογράψει δια του εκπροσώπου του Υπουργείου Πολιτισμού. Πράγματι, μετά την καταγγελία η ενάγουσα προσκαλείται από τη Γενική Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού σε σύσκεψη με υπηρεσιακούς παράγοντες και μέλη της επιτροπής παρακολούθησης προκειμένου να συζητηθεί η μέχρι τότε εξέλιξη του έργου του κτηρίου του «Acropole Palace«, ένα δε μήνα αργότερα η ανωτέρω Γενική Γραμματέας διαβεβαιώνει για τη βούληση του Υπουργού Πολιτισμού να βρεθεί οριστική λύση στο πρόβλημα της εκτέλεσης του έργου και τότε είναι που ζητεί τη διεύρυνση της επιτροπής των τριών εμπειρογνωμόνων καθηγητών με ειδικούς επιστήμονες της ιεραρχίας του Υπουργείου Πολιτισμού. Μέχρι τον Μάιο του έτους 2002 το σκέφτεται, διότι τότε δηλώνει προς την ενάγουσα ότι θα μπορούσε να ανακαλέσει την καταγγελία, οπότε οι συμβατικές προθεσμίες θα άρχιζαν και πάλι τη διαδρομή τους από την κοινοποίηση της
δήλωσης ανάκλησης κατά την άποψή του, υπό την προϋπόθεση ότι η ενάγουσα θα προέβαινε στις ενέργειες που τής ζητούσε. Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι το Δημόσιο δεν είχε τη βούληση να εκτελέσει τη σύμβαση που είχε υπογράψει. Η ενάγουσα υποστηρίζει αποδεικτικά την άποψη ότι η σύμβαση είχε προγραμματισθεί να χρηματοδοτηθεί από κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλ’ όμως δεν εγκρίθηκε η χρηματοδότησή της από το αρμόδιο Γραφείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι θεωρήθηκε ότι υποκρύπτεται δημόσιο έργο για την εκτέλεση του οποίου δεν είχε τηρηθεί η νομοθεσία, οπότε η σύμβαση δεν εκτελέσθηκε ελλείψει χρημάτων. Από την άλλη μεριά, το Δημόσιο βεβαιώνει και προσκομίζει στοιχεία ότι το έργο είχε εγγραφεί στον προϋπολογισμό και τα χρήματα της αποπληρωμής του ήταν εξασφαλισμένα από τις δημόσιες επενδύσεις. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, η σύμβαση έργου δεν εκτελέσθηκε διότι το Δημόσιο πάντοτε είχε επίγνωση της παρανομίας που συντελέσθηκε με την υπογραφή της, που με τη σειρά της εμπόδιζε τη χρηματοδότηση του έργου από κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διαφωτιστικές για το ζήτημα αυτό είναι οι επίσημες τοποθετήσεις κρατικών αξιωματούχων στη Βουλή των Ελλήνων. Στη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων της 19ης Ιανουαρίου 2006 ο Υφυπουργός Πολιτισμού Πέτρος Τατούλης απήντησε σε επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή του κόμματος «Νέα Δημοκρατία» Ηλία Καλλιώρα. Η ερώτηση έχει ως εξής κατά το μέρος που βοηθεί στη διαλεύκανση της υπόθεσης: «Το 1997 το Υπουργείο Πολιτισμού προχώρησε σε σύμβαση αγοράς του ξενοδοχείου «Ακροπόλ», με σκοπό να στεγάσει εκεί τις Υπηρεσίες του. Έκτοτε υπήρξαν συνεχείς εναλλαγές πολιτικής ηγεσίας στο Υπουργείο Πολιτισμού και έντονες διαμάχες ως προς τη νομιμότητα της σύμβασης, την πληρότητά της και όσον αφορά τις απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, αλλά και τη σκοπιμότητά της, με αποτέλεσμα να έχει παγώσει η σύμβαση, ενώ το Δημόσιο έχει ήδη αναλάβει υποχρεώσεις ύψους 1,8 δισεκατομμυρίων δραχμών, που βάρυναν το ακίνητο». Ο Υφυπουργός Πέτρος Τατούλης απήντησε ως εξής, πάντοτε κατά τα σημεία που ενδιαφέρουν:
«Κύριε Πρόεδρε, …θα ήθελα λοιπόν από την αρχή να αποκλείσω κάθε ενδεχόμενο για
αναστροφή της πώλησης. Το «Ακροπόλ» ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού. Η σκέψη μας και η πολιτική μας είναι να το εντάξουμε σε ένα γενικότερο σχεδιασμό για τη βελτίωση των παραγόμενων υπηρεσιών πολιτισμού, σε άμεση σχέση με το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. …
Κύριε Πρόεδρε, είναι γεγονός ότι πολλές αμέλειες, ατέλειες και ελλείψεις έχουν δημιουργήσει αυτό το τεράστιο ζήτημα, το τεράστιο πρόβλημα… Αυτές τις αμέλειες, τις ελλείψεις και τις παραλείψεις προσπαθούμε να τις διορθώσουμε και να τις ξεπεράσουμε. …Είναι γεγονός ότι από το 1999 υπήρξε μια σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της ανώνυμης εταιρείας ξενοδοχειακών επιχειρήσεων «Ακροπόλ Παλλάς – Αλτεκ Α.Ε., η οποία είχε τα προβλήματα που αναφέρθηκαν προηγούμενα». Την 1η Νοεμβρίου 2006 ο Υπουργός Πολιτισμού Γεώργιος Βουλγαράκης έδωσε συνέντευξη σε δημοσιογράφους, κυρίως για το θέμα του κτηρίου του πρώην ξενοδοχείου «Ακροπόλ Παλλάς». Μεταξύ άλλων είπε ο Υπουργός: «Τώρα να δούμε λίγο το νομικό ιστορικό της αγοράς του «Ακροπόλ» και πως έχουμε φτάσει μέχρι εδώ. Το 1999, αφού είχε αποφασιστεί από το 1997 είπαμε η απευθείας εξαγορά, το 1999 η ανώνυμη εταιρεία ξενοδοχειακών επιχειρήσεων «Ακροπόλ Παλλάς» πωλεί, μεταβιβάζει και παραδίδει στο Υπουργείο Πολιτισμού την πολυώροφη οικοδομή επί της οδού Πατησίων 41, Αβέρωφ και Μάρνη. Το τίμημα ήταν περίπου 4.580.000.000 παλιές δραχμές. Το καταβληθέν τίμημα, το οποίο δόθηκε ως δόση ήταν περίπου 1.810.000.000 δραχμές, το οποίο περιλάμβανε την αγορά του οικοπέδου και του ακινήτου όπως είχε πριν την ανασκευή του. Με την υπογραφή του συμβολαίου το Ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή το Υπουργείο Πολιτισμού, κατέστη κύριος του ακινήτου. Αφού το Ελληνικό Δημόσιο κατέστη κύριος, το επέστρεψε στην εταιρεία, η οποία είχε αναλάβει την αποκατάστασή του με βάση τις συμφωνηθείσες μελέτες. Το 2000, όμως, το Υπουργείο Πολιτισμού καταγγέλλει τη σύμβαση, διότι όροι οι οποίοι είχαν προβλεφτεί στη μελέτη δεν τηρήθηκαν σύμφωνα με την εκτίμηση του Υπουργείου Πολιτισμού, και έκτοτε υπάρχει μια περιπλοκή της υπόθεσης στα δικαστήρια με αμοιβαίες αντιδικίες, η οποία καταλήγει τελικά στο 2003 για να μην πούμε περιπτωσιολογικά, όπου διατάσσεται η απόδοση του ακινήτου στο Ελληνικό Δημόσιο, και έκτοτε η διαχείριση του ακινήτου γίνεται επί Διεύθυνσης της Αναστήλωσης Νεωτέρων και Σύγχρονων Μνημείων. Είχε δηλαδή μια πολύ μεγάλη ιστορική πορεία και μια πολύ μεγάλη νομική ιστορία το ακίνητο, όπου σήμερα πλέον είναι στη διάθεση του Υπουργείου Πολιτισμού για να γίνει η παρέμβαση, την οποία εμείς επιθυμούμε. Τώρα, τι θέλουμε εμείς να κάνουμε σε αυτό, πόσο κάνει, πόσοι μας δίνουν τα λεφτά, τι χρονοδιάγραμμα έχει, πότε ξεκινάει και πότε τελειώνει. Ποιοι είναι οι στόχοι; Καταρχήν, οι στόχοι έχουν να κάνουν με τη στέγαση των φορέων του Υπουργείου Πολιτισμού, αξιοποίηση του σημαντικού αυτού νεωτέρου μνημείου με διατήρηση των αρχιτεκτονικών και δομικών του στοιχείων, και ανάδειξη του πλούσιου εσωτερικού και εξωτερικού διακόσμου. Στο σημείο αυτό θέλω να κάνω μια παρατήρηση. Πέραν της αισθητικής οι στόχοι σχετίζονται και με τη δυνατότητα χρηματοδότησης και ένταξης του συγκεκριμένου σχεδίου σε ευρωπαϊκά προγράμματα. Άρα περίπου ήταν καθορισμένο κατά μια έννοια το τι θα γίνει». Από τις τοποθετήσεις των αρμοδίων λειτουργών Βουλγαράκη και Τατούλη και από την ερώτηση του βουλευτή Καλλιώρα προκύπτουν οι αμφισβητήσεις για τη νομιμότητα της σύμβασης, διαχρονικά, αλλά και η αναζήτηση κονδυλίων για την ανακαίνιση του κτηρίου, για την ανεύρεση των οποίων ο Υπουργός Βουλγαράκης διαβεβαιώνει μόλις τον Νοέμβριο του 2006. Τα δύο αυτά προβλήματα εμπόδισαν την εκτέλεση της σύμβασης. Οι μελέτες εφαρμογής δεν αποτελούσαν πρόβλημα πραγματικό. Εφόσον η οριστική μελέτη δεν μπορούσε από μόνη της να αποτελέσει τη βάση της κατασκευής, αλλά συμφωνήθηκε ότι θα έπρεπε να ακολουθήσει η σύνταξη μελετών εφαρμογής της οριστικής μελέτης και ότι οι μελέτες αυτές θα έπρεπε να αποτελούν εξέλιξη της οριστικής μελέτης, κάποια αοριστία ενυπήρχε στη σύμβαση, τα μέρη την είχαν αποδεχτεί και θα έπρεπε για την άρση της να συμπεριφέρονται καλόπιστα, συναλλακτικά, με στόχο την εκτέλεση της σύμβασης. Το Δημόσιο θα έπρεπε να απεκδυθεί το μανδύα της εξουσίας, αφού αποφάσισε ελεύθερα να συμβληθεί με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου, θεμέλιο των οποίων είναι η συμβατική ισοδυναμία των μερών. Αν πίστευε στη νομιμότητα της σύμβασης και είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει το έργο, θα μπορούσε να εγκρίνει τις μελέτες εφαρμογής και τις ειδικές μελέτες, οι οποίες ήταν οι προσήκουσες, αποτελούσαν δηλαδή εξέλιξη της οριστικής μελέτης. Για το ζήτημα τούτο το Δικαστήριο στηρίζεται στα πορίσματα της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων του Τ.Ε.Ε., η οποία συγκροτήθηκε με απόφαση του Τ.Ε.Ε. από καθηγητές αδιαμφισβητήτου κύρους. Η επιτροπή είναι σαφής στο συμπέρασμά της ότι οι μελέτες εφαρμογής, όπως είχαν διορθωθεί, αποτελούσαν εξέλιξη της εγκεκριμένης οριστικής μελέτης. Ότι περιείχαν δηλαδή τροποποιήσεις σε σχέση με την οριστική μελέτη, αναγκαίες όμως με βάση ορισμένα τεχνικά δεδομένα που δεν είχαν
αξιολογηθεί από τους μελετητές της οριστικής μελέτης, εν γνώσει των αντισυμβαλλομένων. Οι καθηγητές υποστήριξαν ότι τα πραγματικά δεδομένα του κτηρίου επέβαλλαν τις προτεινόμενες με τις μελέτες εφαρμογής τροποποιήσεις και όπου δεν τις επέβαλλαν οπωσδήποτε τις δικαιολογούσαν σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Θεωρούν ότι η μελέτη εφαρμογής κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και ως προς την αντισεισμική θωράκιση του κτηρίου, όπως στη συνέχεια εξηγούν, μέσω της πρόβλεψης κατασκευής νέων τοιχωμάτων ηλεγμένης αντοχής. Η παρατήρησή τους ότι οι έρευνες θα έπρεπε να συμπληρωθούν με επί πλέον στοιχεία για την οξείδωση των οπλισμών δεν αποτελεί παράλειψη δικαιολογούσα την οριστική απόρριψη των μελετών, θα μπορούσε με καλή πίστη να συμπληρωθεί αν το Δημόσιο πίστευε στη δυνατότητα εκτέλεσης της σύμβασης που είχε ωστόσο υπογράψει. Τα πορίσματα της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων, σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά του εναγομένου Δημοσίου μετά την καταγγελία της σύμβασης, που υπενθυμίζεται ότι έφθασε να προτείνει την ανάκληση της καταγγελίας και την εκτέλεση της σύμβασης, ουδεμία στο Δικαστήριο αφήνουν αμφιβολία περί του ότι οι μελέτες εφαρμογής ήσαν οι προσήκουσες και η άρνηση του Δημοσίου να τις εγκρίνει ήταν αδικαιολόγητη από τη στιγμή που θεωρούσε ότι λειτουργεί στα πλαίσια έγκυρης σύμβασης. Επειδή δεν πίστευε στη νομιμότητα της σύμβασης – δεν πίστευε ότι θα μπορούσε το έργο να προχωρήσει με βάση τη συγκεκριμένη σύμβαση, η άρνησή του να εγκρίνει τις μελέτες γίνεται προσχηματική και προσδίδει στη συμπεριφορά του χαρακτηριστικά αντίθεσης στην καλή πίστη και τα (χρηστά) συναλλακτικά ήθη. Πράγματι, η καλή πίστη και τα (χρηστά) συναλλακτικά ήθη επέβαλλαν την αποκάλυψη των πραγματικών απόψεων και προθέσεων του Δημοσίου για το μέλλον της σύμβασης, τη συζήτηση γι’ αυτό με την ενάγουσα, η οποία – να μη λησμονείται διέθεσε ένα πολύ μεγάλης αξίας ακίνητο, υπό την πίεση και των πιστωτών της, αλλά και την απειλή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Η καλή πίστη επέβαλλε η συζήτηση να επεκταθεί και στο ζήτημα της κυριότητας, που ναι μεν το Δημόσιο είχε αποκτήσει, αλλά με τη συμφωνία μετασκευής του κτηρίου έναντι αμοιβής και γι’ αυτό δεν ήταν βέβαιο για το δικαίωμά του. Το Δημόσιο δεν ενήργησε, λοιπόν, όπως η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη επέβαλλαν. Επειδή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, συμπεριφέρθηκε με πρόθεση αντίθετα στην καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, αδικοπράγησε. Η αντίθετη στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά του διαπραγματευομένου την κατάρτιση σύμβασης είναι ταυτόχρονα αδικοπρακτική συμπεριφορά, συμπεριφορά παράνομη – αντίθετη στην επιταγή του νόμου, όπως ακριβώς είναι παράνομη πράξη η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (βλ. τα σχετικά με το ζήτημα στα παραπάνω εκτιθέμενα). Στην αδικοπραξία του Δημοσίου στηρίζονται οι αξιώσεις αποζημίωσης της ενάγουσας σωρευτικά με την ευθύνη του από τις διαπραγματεύσεις.
Περαιτέρω, έχει αναφερθεί ότι το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. εγγυήθηκε προς το Δημόσιο την καλή κτέλεση της σύμβασης εκ μέρους της ενάγουσας, με δύο εγγυητικές του επιστολές, την υπ’ αρίθμ. 976171/20.01.1999 ποσού 155.000.000 δραχμών και την υπ’ αρίθμ. 976172/20.01.1999 ποσού 385.000.000 δραχμών. Μετά την κατάθεση στις 31.10.2002 της αίτησης του Δημοσίου με αντικείμενο την αποβολή της ενάγουσας και της κοινοπραξίας από την κατοχή του ακινήτου, οπότε και ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις λόγω οριστικής διακοπής αυτών, ο Υπουργός Πολιτισμού ζήτησε με το υπ’ αρίθμ. πρωτ. 339/18.4.2003 έγγραφο του προς το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. απευθυνόμενο την κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου των εγγυήσεων και την κατάθεση των χρημάτων σε συγκεκριμένο κωδικό, επικαλούμενος κακή εκτέλεση της σύμβασης εκ μέρους της ενάγουσας και συγκεκριμένα, ότι «…η πωλήτρια δεν τήρησε τους όρους του πιο πάνω συμβολαίου ως προς το υπόλοιπο των εκτελεσθησομένων ενεργειών…». Βέβαια, οι εγγυήσεις ήσαν άκυρες διότι είχαν δοθεί υπέρ άκυρης κύριας οφειλής, της οφειλής της ενάγουσας από την άκυρη σύμβαση έργου. Η δήλωση όμως του Υπουργού Πολιτισμού προς το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. ότι η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία δεν τήρησε ως πωλήτρια τους όρους του συμβολαίου και ότι γι’ αυτό ζητά την κατάπτωση των εγγυήσεων είναι οπωσδήποτε προσβλητική της εμπορικής της πίστης και φήμης, η οποία χωρίς αμφιβολία διακινδύνευσε εξ αιτίας της δήλωσης για την κατάπτωση των εγγυητικών επιστολών. Όπως είναι γνωστό, η τιμή και η υπόληψη του φυσικού
προσώπου, καθώς και η εμπιστοσύνη του κοινού σε ανώνυμη εταιρεία ή στις επιχειρήσεις της, προσβάλλονται όταν απλώς τίθενται σε κίνδυνο, δεν απαιτείται ο κίνδυνος από τη διακινδύνευση να επέλθει, να μειωθεί δηλαδή η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου μεταξύ των μελών της κοινότητας ή να μειωθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στην περίπτωση της ανώνυμης εταιρείας. Αυτά προκύπτουν από τη διατύπωση του νόμου, όπου στο μεν άρθρο 362 του Π.Κ. γίνεται λόγος για γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη, στο δε άρθρο 364 παρ. 1 του ίδιου κώδικα για γεγονός που μπορεί να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στην ανώνυμη εταιρεία. Από τη δήλωση για την κατάπτωση των εγγυητικών επιστολών με αιτιολογία τη μη τήρηση των όρων της σύμβασης εκ μέρους της ενάγουσας τέθηκε σε διακινδύνευση η εμπορική πίστη της εταιρείας και η φήμη της στο κοινό, δυσφημίστηκε δηλαδή ως ανώνυμη εταιρεία με τον γραπτό ισχυρισμό γεγονότος ψευδούς, διότι δεν ήταν αληθές ότι δεν είχε τηρήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις. Παρότι τα νομικά πρόσωπα δεν έχουν ψυχικό κόσμο, επειδή ακριβώς είναι νομικά πρόσωπα, γίνεται δεκτό ότι δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης πέραν της αποζημίωσης σε περίπτωση προσβολής της εμπορικής τους πίστης και φήμης, όταν η προσβολή είναι αδικοπρακτική (βλ. σχετ. Πατεράκης σε «Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης», έκδοση Σάκκουλα 2001, σελ. 231, 286). Δικαιούται, επομένως, η ενάγουσα να τύχει χρηματικής ικανοποίησης από το εναγόμενο Δημόσιο, το οποίο παράνομα και υπαίτια έθιξε την εμπορική της πίστη και φήμη, δηλαδή την προσωπικότητά της.
Λαμβανομένων εκ των ενόντων υπ’ όψη των εν γένει συνθηκών και περιστάσεων τέλεσης της αδικοπραξίας, όπως αυτές αναλύονται παραπάνω σε σχέση, ιδίως, με τη συμπεριφορά των μερών κατά τις διαπραγματεύσεις, την καλοπιστία της ενάγουσας και την υπαιτιότητα του εναγομένου, τέλος, την οικονομική κατάσταση των μερών, η ενάγουσα κρίνεται δικαιούχος λόγω της προσβολής της εμπορικής της φήμης χρηματικής ικανοποίησης 150.000 ευρώ, μετά στάθμιση όλων των κατά νόμο στοιχείων και με βάση τους κανόνες της κοινής εμπειρίας.
Μετά ταύτα, αφού απορριφθεί ό,τι παραπάνω κρίθηκε ως απορριπτέο, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να αναγνωρισθεί η ενάγουσα έναντι του εναγομένου δικαιούχος αποζημίωσης 207.212,21 ευρώ και χρηματικής ικανοποίησης 150.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής
Τα έξοδα της δίκης πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους, που δεν απαγορεύεται έναντι του Δημοσίου από το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957 (Ολομ.Α.Π. 18/1993), διότι η ερμηνεία των ουσιαστικών κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 του Κ.Πολ.Δ.), ιδίως, η ερμηνεία του άρθρου 513 του Α.Κ. σε σχέση με την πώληση μέλλοντος πράγματος και τη διάκρισή της από άλλες συμβάσεις και από τη μικτή σύμβαση έργου – πώλησης, η οποία εσφαλμένα ερμηνεύθηκε από το Ν.Σ.Κ. και οδήγησε στην κατάρτιση της άκυρης σύμβασης έργου εν όψει της επιτακτικής για το Δημόσιο νομοθεσίας για τα δημόσια έργα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ παρόντων των διαδίκων:
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε στο σκεπτικό ως απορριπτέο,
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή εν μέρει,
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «Ανώνυμη Εταιρεία
Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων Ακροπόλ Παλλάς» δικαιούχο έναντι του εναγομένου Δημοσίου 1) αποζημίωσης διακοσίων επτά χιλιάδων διακοσίων δώδεκα ευρώ και είκοσι ένα λεπτών (207.212,21) και 2) χρηματικής ικανοποίησης εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, με το νόμιμο σε αμφότερες τις περιπτώσεις τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής,