ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 1/2013

Πληρεξουσιότητα δικηγόρου – Διεθνής Δικαιοδοσία – Lex rei sitae – Όρια κρίσεως της εφέσεως εκείνα που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση – Μεταβίβαση κυριότητας κινητού – Νομή παράγωγη, επιλήψιμη – Παράδοση νομής – Όρια επιδικάσεως δικαστικής δαπάνης εις βάρος ηττωμένου διαδίκου (32.908,00 €).

*

Δικαστές: Γεώργιος Τοπαλνάκος, Πρόεδρος Εφετών, Σταματία Αναστασιάδου, Μαρία Γουλά (Εισηγήτρια) Εφέτες

Δικηγόροι του γραφείου μας: Κυριάκος Ε. Μακαρώνας (Αθηνών, Αντώνης Ευστρατιάδης (Θεσσαλονίκης)

* * * * *

ΑΡΙΘΜΟΣ: 1/2013

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Β’

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ οπό τους Δικαστές, Γεώργιο Τοπαλνάκο, Πρόεδρο Εφετών, Σταματία Αναστασιάδου, Μαρία Γούλα, Εισηγήτρια, Εφέτες, και τη Γραμματέα Χαραλαμπία Στάθη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 27 Απριλίου 2012, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία …… που εδρεύει στην πόλη …… της …… του Καναδά …… και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρό της ……, κάτοικο ομοίως, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Μιχαήλ Κωνσταντινίδη (Α.Μ. 7639 του Δ.Σ.Θ.).

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία ……που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη …… και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο …… και 2) …… ατομικά και με την ιδιότητα του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας με την επωνυμία …… κατοίκου Θεσσαλονίκης οδός …… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους Κυριάκο Μακαρώνα (ΑΜ 6484 του ΔΣ Αθηνών) και Αντωνίου Ευστρατιάδη (Α.Μ. 1576 του Δ.Σ.Θ.), με δήλωση.

Η υπόθεση φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την από 12.09.2011 κλήση της ως άνω καλούσας [αριθμ. εκθ. καταθ. 2900/12.09.2011], μετά την έκδοση της υπ αριθμ. 778/2011 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας παραστάθηκε στο ακροατήριο και αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε. Αντίθετα οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των καθ’ ών η κλήση δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αλλά κατέθεσαν μονομερείς δηλώσεις του άρθρου 242 του Κ.Πολ.Δικ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 Ν. 1649/1986 και προκατέθεσαν προτάσεις.


ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Νόμιμα φέρεται με κλήση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας αλλοδαπής εταιρίας περιορισμένης με την επωνυμία …… η ένδικη από 12.04.2005 με αριθ. κατ. 3880/26.09.2005 έφεση μετά την έκδοση της με αριθ. 778/2011 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής αποφάσεως και τάχθηκε στην ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα προθεσμία πέντε μηνών από την έκδοση της αποφάσεως αυτής προκειμένου να συμπληρωθεί με την επιμέλεια της η ελλείπουσα κατ αριθ. 96 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. ειδική πληρεξουσιότητα των παραστασθέντων στο ακροατήριο πληρεξουσίων δικηγόρων της για την διεξαγωγή της παρούσης δίκης.

 

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 94, 96 και 97 Κ.Πολ.Δ., στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο λ.Α.Π. 9/2003 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ 2003. 323522), ρύθμιση που δεν αντίκειται στις αντίστοιχες συνταγματικές διατάξεις και τις διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α. (Α.Π. 898/2002 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ 2002. 313986). Επιτρέπεται η δικαστική παράσταση διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο: α) στο ειρηνοδικείο, β) στα ασφαλιστικά μέτρα και γ) για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος. Η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει τα ονόματα των πληρεξουσίων. Η πληρεξουσιότητα παρέχει στον πληρεξούσιο το δικαίωμα να παριστά στο δικαστήριο εκείνον που έδωσε την πληρεξουσιότητα, να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης, στις οποίες Περιλαμβάνεται η άσκηση αγωγών, ανταγωγών, παρεμβάσεων, προσεπικλήσεων και ένδικων μέσων, να λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα και να επιδιώκει την εκτέλεση, καθώς και να παρίσταται στις αντίστοιχες δίκες, που δημιουργούνται από τις πράξεις αυτές. Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 104 και 105 Κ.Πολ.Δ., για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα, και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Αν αυτός που παρίσταται ως πληρεξούσιος δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της ελλείψεως και να επιτρέψει σεκείνον, που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του, να συμμετάσχει στη δίκη προσωρινά. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση της ελλείψεως. Η οριστική απόφαση δεν επιτρέπεται να εκδοθεί προτού συμπληρωθεί η έλλειψη, ή πριν παρέλθει η προθεσμία που ορίστηκε (Α.Π. 1529/2002 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ 2002. 319052, Α.Π. 517/2002 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ 2002. 317931, Α.Π. 292/2002 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ 2002. 311167). Αν δεν συμπληρώθηκε η έλλειψη μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε, το Δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υποθέσεως και καταδικάζει το δικηγόρο που παραστάθηκε χωρίς πληρεξουσιότητα να πληρώσει τα έξοδα που προκλήθηκαν από την παράστασή του αυτή (Ε.Α. 3972/1991 Αρχ.Ν. 44. 58, Ε.Α. 3409/1984 Δίκη 15. 721). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως στη δικάσιμο της 01.10.2010, οι εναγόμενοι και ήδη εφεσίβλητοι με τις νομότυπα κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, προέβαλαν τη δικονομική ένσταση της ελλείψεως πληρεξουσιότητος των συνηγόρων της ενάγουσας, το δε Δικαστήριο, με την άνω παρεμπίπτουσα απόφασή του, που δημοσιεύθηκε στις 29.04.2011, αφενός επέτρεψε στους τελευταίους ως πληρεξούσιους της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, που δεν απέδειξαν αμέσως την πληρεξουσιότητά τους, να συμμετάσχουν στη δίκη προσωρινά, αφετέρου παρέσχε σ αυτούς προθεσμία πέντε μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής, προκειμένου να συμπληρώσουν την έλλειψη αυτή, δια της προσκομίσεως συμβολαιογραφικού εγγράφου για την εκπροσώπηση της ενώπιον του Δικαστηρίου και για την έγκριση ως νομίμων, εγκύρων και ισχυρών όλων των σχετικών διαδικαστικών πράξεων που έγιναν νωρίτερα. Κατά την συζήτηση της ένδικης εφέσεως στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας προς απόδειξη της ειδικής πληρεξουσιότητος των παρασταθέντων συνηγόρων για την εκπροσώπηση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας προς διεξαγωγή της παρούσας δίκης προσκομίσθηκε το από 01.09.2011 πληρεξούσιο που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου …… της πόλης …… της επαρχίας …… του Καναδά, με το οποίο ο …… ατομικά αλλά και ως πρόεδρος της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας εταιρίας παρέχει προς του δικηγόρους Γεώργιο Αδαμόπουλο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 19224), Απόστολο Δελαβέκουρα του Δικηγορικού Συλλόγου Θηβών (Α.Μ. 43) και Μιχαήλ Κωνσταντινίδη του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (Α.Μ. 7639) την πληρεξουσιότητα για την εκπροσώπησή της στην εν λόγω δίκη, συγχρόνως δε αυτή αναγνωρίζει ως «νόμιμες, έγκυρες, ισχυρές και μη ανακλητέες, όλες τις διαδικαστικές ενέργειες, που οι πιο πάνω δικηγόροι έχουν ως τώρα πραγματοποιήσει ενώπιον του Β΄ Τμήματος του Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της ακροάσεως της 01.10.2010, καθώς και όλες όσες θα πραγματοποιηθούν στο μέλλον», ως αναφέρεται στο έγγραφο αυτό. Συνεπώς, αφού οι άνω δικηγόροι απέδειξαν ότι έχουν την απαραίτητη πληρεξουσιότητα για την διεξαγωγή της παρούσης δίκης, πρέπει να γίνει δεκτή η εκπροσώπηση της ενάγουσας από αυτούς και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εφεσίβλητους να απορριφθούν.

Κατά την έννοια του άρθρου 3 του Κ.Πολ.Δ. αναζητείται για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων, η ύπαρξη δωσιδικίας Ελληνικού δικαστηρίου από οποιοδήποτε στοιχείο συνδέσεως αυτού προς την υπόθεση. Γενική δωσιδικία (κατοικία κ.λ.π.) συντρέχουσα με ειδική ημεδαπού δικαστηρίου ή αποκλειόμενη από ημεδαπή ειδική δεν δημιουργούν ζητήματα δικαιοδοσίας (αλλά μόνο τοπικής αρμοδιότητος). Αντιθέτως, πρόβλημα γεννά η ύπαρξη ημεδαπής γενικής και αποκλειστικής αλλοδαπής δωσιδικίας. Στην τελευταία περίπτωση, η αποκλειστική δωσιδικία των αλλοδαπών δικαστηρίων θεμελιώνει δικαιοδοσία αυτών, η οποία αποκλείει τη δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων. Εξάλλου, το άρθ. 4 Κ.Πολ.Δ. καθιερώνει τον κανόνα ότι είναι αποκλειστική και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως η δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και η έλλειψη αυτής α) σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου στην πρώτη συζήτηση και β) όταν πρόκειται «για διαφορές που αφορούν ακίνητα που βρίσκονται στο εξωτερικό». Υπό τη διατύπωση αυτή, χαρακτηριστικώς διάφορη της του άρθρ. 29 Κ.Πολ.Δ., το άρθρ. 4 θεσπίζει διάταξη δικονομικού διεθνούς δικαίου, η οποία, ως lex fori, εφαρμόζεται υποχρεωτικώς και ισχύει τόσο για τη θεμελίωση, όσο και για τον αποκλεισμό της ημεδαπής αποκλειστικής δικαιοδοσίας (Α.Π. 200/2009 ΔΗΜ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 27 Α.Κ. η νομή και τα εμπράγματα δικαιώματα ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου βρίσκονται (lex rei sitae). Ως εκ τούτου η συνδρομή των στοιχείων της κτήσεως της κυριότητος του κινητού κρίνεται κατά το δίκαιο της πολιτείας στην οποία βρίσκεται κατά το χρόνο κτήσεως (πρβλ. Α.Π. 930/2012 ΔΗΜ. ΝΟΜΟΣ). Μετατοπιζόμενο δε το πράγμα σε άλλη πολιτεία καταλαμβάνεται αυτοστιγμεί από το ισχύον στην πολιτεία αυτή δίκαιο, που καθορίζει την ύπαρξη και το περιεχόμενο του σχετικού δικαιώματος. Εάν επομένως, κατά το χρόνο που το πράγμα βρίσκεται σε ορισμένη πολιτεία, δεν συμπληρώθηκαν τα απαιτούμενα βάσει του δικαίου αυτής στοιχεία προς σύσταση, μετάθεση ή κατάλυση του ως άνω εμπραγμάτου δικαιώματος, τούτο δεν συνιστάται, ούτε μετατίθεται ή καταλύεται, ανεξαρτήτως του διέποντος τη σύμβαση δικαίου τυχόν άλλης πολιτείας (βλ. Ερμ Α.Κ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου υπό άρθ. 27 αρ. 10, 11).

Εν προκειμένω η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα αλλοδαπή εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία …… που εδρεύει στην πόλη …… της …… του Καναδά άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την από 20.01.2004 με αριθ. Κατ. 3135/2004 αγωγή κατά των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων, με την οποία ισχυρίσθηκε ότι στις 16.09.1995 κατέστη κυρία εξ αγοράς παρά της εδρεύουσας στην Κύπρο και λυθείσης ήδη εταιρίας με την επωνυμία …… του περιγραφομένου στην αγωγή κινητού πράγματος και συγκεκριμένα ενός ραντάρ τύπου Enterprize WR 100-1/77, εγκατεστημένο σε φορτηγό εργοστασίου κατασκευής MERCEDES με όλα τα παρελκόμενα του συνετάγη δε κατά την κατάρτιση της συμβάσεως αυτής το με ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό. Ότι τη χρήση του ως άνω κινητού είχε προηγουμένως παραχωρήσει δυνάμει συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως η προαναφερόμενη εταιρία με την επωνυμία …… στην εδρεύουσα στη Θεσσαλονίκη πρώτη εναγομένη εταιρία, τούτο δε βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβίβασης στην κατοχή της τελευταίας, η οποία εκτελεί στην Ελλάδα προγράμματα αντιχαλαζικής προστασίας. Ότι κατά την κατάρτιση της ως άνω σύμβασης πωλήσεως, την οποία προσυπέγραψαν και οι εναγόμενοι το πωληθέν ραντάρ βρισκόταν στην κατοχή των εναγομένων δυνάμει της προαναφερόμενης συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως της οποίας επίσης συμφωνήθηκε η λύση όπως επίσης συμφωνήθηκε και η παραμονή του άνω κινητού στην κατοχή της μέχρι τότε μισθώτριας πρώτης εναγομένης, καταρτίσθηκε δε μεταξύ της τελευταίας και της ενάγουσας άτυπα νέα σύμβαση μισθώσεως αορίστου χρόνου, εν όψει του ότι μέχρι τότε οι μεταξύ τους σχέσεις ήταν ιδιαίτερα φιλικές. Ότι οι εναγόμενοι το Δεκέμβριο του 2001, όταν η ενάγουσα άσκησε εναντίον τους αγωγή για την καταβολή των συμφωνηθέντων απαιτητών μισθωμάτων για το διάστημα που μεσολάβησε από την κατάρτιση της συμβάσεως μισθώσεως έως και την άσκηση της αγωγής, αμφισβήτησαν το δικαίωμα της κυριότητος της ενάγουσας επί του άνω κινητού, ισχυριζόμενοι ότι η πρώτη από αυτούς κατέστη κυρία του εν λόγω κινητού επικαλούμενο ι μάλιστα για την εκ μέρους της κτήση της κυριότητος εικονικά παραστατικά. Ότι οι εναγόμενοι από το έτος 1995 και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, ήτοι για χρονικό διάστημα οκτώ ετών, κατέχουν αυθαίρετα και παράνομα το επίδικο κινητό και αρνούνται να το αποδώσουν στην ενάγουσα, χρησιμοποιούν δε αυτό για την εκτέλεση συμβάσεων έργου που συνάπτουν με τον ΕΛΓΑ, αποκερδαίνοντας ετησίως το ποσό των 54.750.000 δρχ. ή 160.675 και συνολικά στο ως άνω χρονικό διάστημα αποκόμισαν το ποσό του 1.285.400 , κατά το ποσό δε αυτό ζημιώθηκε η ενάγουσα, η οποία στερήθηκε την χρήση του και τα αντίστοιχα ωφελήματα που θα εισέπραττε από την εκμετάλλευση του εν λόγου κινητού. Με βάση αυτά τα περιστατικά ζήτησε η ενάγουσα, όπως παραδεκτά περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής της σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί το δικαίωμα της κυριότητος της επί του ως άνω κινητού και η εις ολόκληρον υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν ως αποζημίωση για την παράνομη χρήση του το ποσό του 1.285.400 . Επί της αγωγής εκδόθηκε η υπ αριθ. 5752/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε πως έλαβε χώρα με οποιοδήποτε τρόπο παράδοση της νομής του πωληθέντος κινητούς ώστε να επέλθει μετάθεση της κυριότητος του πωληθέντος, όπως απαιτείται κατά το Ελληνικό Δίκαιο, το οποίο έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Κατά της αποφάσεως αυτής η ηττηθείσα ενάγουσα άσκησε την ένδικη από 12.04.2005 έφεση και για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, που όλοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούσε την παραδοχή της εφέσεώς της και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή. Επί της εφέσεως αυτής η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495 επ. 516 και 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) εκδόθηκε η υπ αριθ. 2016/2006 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και απορρίφθηκε η αγωγή με την αιτιολογία ότι απορρέει δεδικασμένο από την υπ’ αριθ. 29.073/2003 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου που εκδόθηκε μεταξύ των εδώ διαδίκων υπό την αυτή ιδιότητα κατά τη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών σε αγωγή με την οποία η νυν ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη σε απόδοση του άνω κινητού, επικαλούμενη προς τούτο σύμβαση μισθώσεως, καθώς και στην καταβολή μισθωμάτων, με την απόφαση δε αυτή κρίθηκε παρεμπιπτόντως ότι η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρία δεν απέκτησε την κυριότητα του εν λόγω κινητού. Κατά της αποφάσεως αυτής, άσκησε η ηττηθείσα εκκαλούσα την από 25.09.2006 αίτηση για αναίρεση της αποφάσεως αυτής εκδόθηκε δε η υπ’ αριθ. 1238/2009 του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η απόφαση αυτή, γιατί κρίθηκε ότι δεν παράγεται δεδικασμένο από την άνω υπ’ αριθ. 29073/2003 τελεσίδικη απόφαση, γιατί το ζήτημα της κτήσεως της κυριότητος εκ μέρους της ενάγουσας δεν αποτελούσε προδικαστικό ζήτημα στην επικαλούμενη από την τότε ενάγουσα διαφορά από σύμβαση μισθώσεως, στην συνέχεια δε αφού αναίρεσε την απόφαση αυτή στο σύνολο της παρέπεμψε την υπόθεση να δικασθεί στο ίδιο Δικαστήριο αποτελούμενο από άλλους δικαστές. Συνεπώς η ένδικη έφεση κατά της υπ’ αριθμόν 5752/2005 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης θα κριθεί και πάλι από το Δικαστήριο αυτό, μέσα στα όρια που διαγράφονται με την ανωτέρω αναιρετική απόφαση. Πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκειμένης υποθέσεως γιατί υπάρχουν για τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας του στοιχεία και συγκεκριμένα η έδρα της εναγομένης βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και η ένδικη διαφορά αφορά αναγνώριση εμπράγματου δικαιώματος της ενάγουσας για κινητό πράγμα, το οποίο κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, βρίσκεται στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη. Συνεπώς ο ισχυρισμός της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, με τον οποίο ισχυρίζεται ότι αρμόδια για την επίλυση της ένδικης διαφοράς είναι τα Δικαστήρια της επαρχίας Αλμπέρτα του Καναδά, όπως συμφωνήθηκε με όρο της επικαλούμενης από την ενάγουσα σύμβαση πωλήσεως πρέπει να απορριφθεί.

Από τις διατάξεις των άρθρων 513 και 1034 Α.Κ. προκύπτει ότι για την μεταβίβαση της κυριότητας κινητού πράγματος, δεν αρκεί η σύναψη της σύμβασης πωλήσεως, αλλά απαιτείται και παράδοση της νομής του από τον πωλητή προς τον αγοραστή (Α.Π. 962/2006 ΔΗΜ. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 976 εδ. α’ του Α.Κ., σε πράγμα που βρίσκεται στη νομή άλλου η νομή αποκτάται με παράδοση που γίνεται με τη βούληση του νομέα. Από τη διάταξη αυτή, η οποία καθιερώνει παράγωγο τρόπο κτήσης της νομής, με ειδική διαδοχή, η οποία συντελείται με απλή παράδοση της νομής, σύμφωνα με τη βούληση του μέχρι της μεταβιβάσεως νομέα (Α.Π. 1605/1992), προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την κτήση της νομής με παράδοση είναι: α) Η ύπαρξη της ιδιότητας του νομέα κατά το χρόνο παράδοσης της νομής, σ’ αυτόν που μεταβιβάζει τη νομή β) η κτήση της φυσικής εξουσίας του πράγματος από τον αποκτώντα και γ) η μετάθεση της φυσικής εξουσίας από τον μέχρι τώρα νομέα στον αποκτώντα να γίνεται με τη θέληση και των δύο, δηλαδή και αυτού που μεταβιβάζει τη νομή. Αν τη μεταβίβαση της νομής επιχειρεί, χωρίς τη γνώση του νομέα, εκείνος που κατέχει το πράγμα στο όνομα αυτού, ο λήπτης, εφόσον πρόκειται για κινητό πράγμα, αποκτά παράγωγη νομή, η οποία όμως μπορεί να είναι επιλήψιμη, οπότε μπορεί να εναχθεί από το νομέα με την αγωγή περί αποβολής από τη νομή (άρθρα 984, 1036 παρ. 2 Α.Κ.) (Α.Π. 572/2008 ΔΗΜ. ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό διατάξεων των άρθρων 974, 976 και 977 Α.Κ. συνάγεται περαιτέρω ότι παράδοση της νομής στον αποκτώντα υπάρχει και όταν συμφωνηθεί ανάμεσα σε αυτόν και στον έως τώρα νομέα ότι τρίτος, που τυχαίνει να βρίσκεται στην κατοχή του πράγματος με βάση ορισμένη μίσθωση η άλλη έννομη σχέση με τον έως τώρα νομέα, θα παραμείνει στην κατοχή του πράγματος με βάση την ίδια σχέση, που βέβαια θα έχει πλέον ως υποκείμενο, τον τρίτο και τον αποκτώντα (στη θέση του έως τώρα νομέα), σ’ αυτή δε την περίπτωση έναντι του τρίτου μεταβιβάζεται η νομή στον αποκτώντα αφότου γνωστοποιηθεί αυτό στον τρίτο από τον έως τώρα νομέα. Παρέπεται ότι αν μεταξύ του έως τώρα νομέα και του αποκτώντος δεν συμφωνηθεί τίποτα σχετικά με την κατοχή του τρίτου ή αν η αντίστοιχη γνωστοποίηση προς τον τρίτο δεν λάβει χώρα, ο αποκτών δεν μπορεί να αντιτάξει τη νομή του επί του πράγματος έναντι του τρίτου και γι’ αυτό δεν είναι σε θέση να ασκεί τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (Α.Π. 1163/2005 ΔΗΜ. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου εάν ο μεταβιβάζων και παραδίδων την νομή δεν έχει την κατοχή, διότι αυτή την ασκεί τρίτος επ’ ονόματι αυτού κατέχων . μισθωτής), η παράδοση της νομής συντελείται με την συμφωνία μεταξύ αποκτώντος και παραδίδοντος ότι το πράγμα που κατέχεται από τον τρίτο στο όνομα του νομέως και δη με βάση ορισμένη έννομη σχέση θα παραμείνει επ’ ονόματι του αποκτώντος στην κατοχή του τρίτου με την αυτή αιτία και σχέση. Ειδικότερα όροι της κατ’ άρθρο 977 Α.Κ. παραδόσεως της νομής είναι: 1) Να είναι μεν νομέας ο παραδίδων, αλλά η κατοχή του παραδιδομένου πράγματος να βρίσκεται σε τρίτο και μάλιστα με βάση ορισμένη έννομη σχέση που συνδέει τον τρίτο κάτοχο με τον μέχρι τώρα νομέα και η σχέση αυτή δημιουργεί υποχρέωση του τρίτου να αποδώσει το πράγμα. Τέτοια έννομη σχέση μεταξύ παραδίδοντος και τρίτου κατόχου, πρέπει να περιέχει την causa detentionis και συνεπώς αποτελεί αιτιώδη δικαιοπραξία μπορεί δε να είναι όχι μόνο ενοχική (μίσθωση, παρακαταθήκη, χρησιδάνειο ή κατά παράκληση δόση κ.λ.π.) αλλά και εμπράγματο δικαίωμα του τρίτου επί του πράγματος, εφόσον την κατοχή αυτός έλκει από εμπράγματη σύμβαση με τον μέχρι τούδε νομέα και την ασκεί δυνάμει του εμπραγμάτου δικαιώματος του και της οιονεί νομής του, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της επικαρπίας και του ενεχύρου 2). Συμφωνία, άτυπη παραδίδοντος και αποκτώντος, ότι παραδίδεται σ’ αυτόν η νομή δια μέσου του τρίτου δηλαδή δια παραπομπής στον τρίτο τον τελούντα στη φυσική εξουσία (κατοχή ή οιονεί νομή από ενέχυρο ή επικαρπία) του πράγματος δυνάμει της προαναφερομένης εννόμου σχέσεως. Η συμφωνία αυτή περιέχει εκχώρηση στον αποκτώντα της περί αποδόσεως αξιώσεως κατά του κατέχοντος τρίτου, είναι δε αφηρημένη – αντιθέτως προς την μεταξύ τρίτου και παραδίδοντος έννομη σχέση – μολονότι δεν αποκλείεται κατά την βούληση των μερών η τύχη της να εξαρτηθεί εκ της αιτίας που συνοδεύει την παράδοση Η συμφωνία αυτή με την οποία ο αποκτών παραπέμπεται να λάβει την κατοχή από τον τρίτο ο δε τρίτος εξουσιοδοτείται να παραδώσει το πράγμα στον αποκτώντα, ομοιάζει με έκταξη γι αυτό και η κτήση της κυριότητος κατά τον τρόπο αυτό γίνεται με παράδοση της νομής με έκταξη 3). Η συμφωνία περί μεταβιβάσεως της νομής στον αποκτώντα πρέπει να γνωστοποιηθεί στον τρίτο, από τον μέχρι της μεταβιβάσεως νομέα. Μετά την συμφωνία αυτή και την γνωστοποίηση συντελείται η παράδοση της νομής, ο δε τρίτος κατέχει εφεξής στο όνομα του νέου νομέα και υποχρεούται να αποδώσει το πράγμα στον τελευταίο (βλπ. Εμπράγματο Δίκαιο Γ Μπαλή εκδ. 1961 παρ. 5). Εν προκειμένω με τον πρώτο λόγο εφέσεως, και κατ’ εκτίμηση αυτού, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και λόγω κακής εκτίμησης των αποδείξεων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την αγωγή με την αιτιολογία ότι η ενάγουσα δεν κατέστη κυρία του επιδίκου κινητού γιατί δεν παραδόθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο σ’ αυτή η νομή του από την μεταβιβάσασα εταιρία, ενώ η νομή αυτού της παραδόθηκε με έκταξη, όπως τούτο άλλωστε προκύπτει και από το από 16.05.1995 συμφωνητικό με το οποίο οι εφεσίβλητοι δήλωσαν πως θα της παραδώσουν το άνω κινητό που βρισκόταν στην κατοχή τους δυνάμει της χρηματοδοτικής μισθώσεως που είχαν συνάψει οι τελευταίοι με την πωλήτρια εταιρία με την επωνυμία …… Ο λόγος αυτός της εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία. Με το δεύτερο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται γιατί το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και κακής εκτίμησης των αποδείξεων απέρριψε τόσο την αναγνωριστική της κυριότητος αγωγή όσο και την σωρρευόμενη στο δικόγραφο αγωγή αποζημιώσεως δεχθέν ότι μεταξύ αυτής και της πωλήτριας εταιρίας με την επωνυμία …… η μεταβίβαση της κυριότητος του επιδίκου κινητού δεν συνοδεύθηκε από συμφωνία περί παραδόσεως της νομής ενώ η τελευταία κατά την κατάρτιση της συμβάσεως αυτής εκχώρησε στην ενάγουσα και το δικαίωμα να αξιώσει από την πρώτη εναγομένη την απόδοση του πράγματος, συγχρόνως δε δέχθηκε πως δεν καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγομένης νέα σύμβαση μισθώσεως αλλά και ότι αυτή (ενάγουσα) δεν υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της πωλήτριας και μέχρι τότε εκμισθώτριας του ως άνω ραντάρ. Ο λόγος αυτός της εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, τα οποία νομότυπα μετ’ επικλήσεως προσκομίζονται, τις ομολογίες των διαδίκων και απ’ όλα τα νομίμως, μετ’ επικλήσεως, προσκομιζόμενα από τους τελευταίους, έγγραφα, που λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η εδρεύουσα στη Θεσσαλονίκη πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία……, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της οποίας τυγχάνει ο δεύτερος αυτών, έχει ως σκοπό την παροχή υπηρεσιών που αφορούν δραστηριότητες σχετικές με την αεροπλοΐα, αεροπορία, αεροψεκασμούς, βομβαρδισμούς νεφών κ.λ.π., δραστηριοποιείται δε αυτή και στη Ελληνική αγορά, αυτή δε ανέλαβε κατά καιρούς να προμηθεύσει στον ΕΛΓΑ όλη την υλικοτεχνική υποδομή που είναι απαραίτητη για την εφαρμογή εκ μέρους του προγραμμάτων ενεργητικής προστασίας των γεωργικών καλλιεργειών από τη χαλαζόπτωση. Η πρώτη εναγομένη εταιρία προκειμένου να αποκτήσει τον απαραίτητο για την άσκηση της ως άνω δραστηριότητας της τεχνικό εξοπλισμό στις 15.02.1994 συνήψε με την εδρεύουσα στην Λευκωσία της Κύπρου εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία …… σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως με δικαίωμα προαιρέσεως αγοράς (LEASE AGREEMENT with an option to Purchase) για χρονικό διάστημα δύο ετών, ήτοι από 15.02.1994 έως 14.02.1996, δυνάμει της οποίας η τελευταία της παραχώρησε τη χρήση έξι αεροσκαφών με τα ανταλλακτικά τους, ένα πλήρες σύστημα τροποποιήσεως καιρού και τηλεμετρίας δεδομένων GPS, Μονάδα ισχύος Comstock, Δέμα οργάνων Φυσικής Νεφών, όπως ειδικότερα αυτά περιγράφονται στο παράρτημα της άνω συμβάσεως, καθώς και το επίδικο ραντάρ καιρού τύπου Enterprize WR 100 1/77 έτους κατασκευής 1985, προελεύσεως ΗΠΑ, το οποίο ήταν συναρμολογημένο και εγκατεστημένο σε φορτηγό εργοστασίου κατασκευής MERCEDES με τον παρελκόμενο εξοπλισμό του και συγκεκριμένα οθόνες ελέγχου, μονάδα μεταφοράς δεδομένων και επεξεργασίας στοιχείων τύπου δορυφορικού πιάτου. Το μίσθωμα με βάση σχετικό όρο της συμβάσεως συμφωνήθηκε να καταβληθεί κατά ένα μέρος με την κατάρτιση της συμβάσεως αυτής και συγκεκριμένα συμφωνήθηκε η καταβολή του ποσόν των 600.000 $ US (δολάρια ΗΠΑ), το υπόλοιπο δε συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε μηνιαίες δόσεις ύψους 70.000 $ US της κάθε μίας αρχής γενομένης από την 15.03.1994 έως την 15.02.1996. Με την ίδια σύμβαση παρασχέθηκε στην πρώτη εναγομένη εταιρία, και υπό τον όρο ότι αυτή θα εκπλήρωνε τους όρους της άνω συμβάσεως τους σχετικούς με την καταβολή του συμφωνηθέντος μισθώματος, η δυνατότητα να ασκήσει η τελευταία κατά τη λήξη της συμβάσεως το δικαίωμα προαιρέσεως για την αγορά των άνω κινητών με τίμημα ύψους 1,00 $ USA. Μετά την κατάρτιση της άνω συμβάσεως το επίδικο ραντάρ μαζί με τον εξοπλισμό του καθώς και ο υπόλοιπος τεχνικός εξοπλισμός παραδόθηκαν στην ενταύθα εδρεύουσα πρώτη εναγομένη και παρέμειναν στην κατοχή της δυνάμει της προαναφερομένης έννομης σχέσης, τον ανωτέρω δε εξοπλισμό χρησιμοποιούσε η τελευταία, ως προαναφέρεται, και για την κάλυψη των αναγκών του προγράμματος ενεργητικής προστασίας των γεωργικών καλλιεργειών από χαλαζόπτωση στις περιοχές Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας που εφαρμόζει ο ΕΛΓΑ. Ειδικότερα η πρώτη εναγομένη σε διάφορες καλλιεργητικές περιόδους προέβαινε με τον εν λόγω Οργανισμό στην σύναψη συμβάσεων προμηθείας ολόκληρου του συστήματος χαλαζικής προστασίας, προκειμένου να εφαρμόζεται από τον τελευταίο το πρόγραμμα ενεργητικής προστασίας των καλλιεργειών από το χαλάζι. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι στην άνω εταιρία …… μετείχε κατά ποσοστό 50% η ενάγουσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης και κατά 25% οι καναδικές εταιρίες περιορισμένης ευθύνης …… και ……

Στις 16.05.1995 συνήφθη μεταξύ των εταιριών αυτών της ενάγουσας των εναγομένων και των ετέρων συμβαλλομένων, που αναφέρονται στο σχετικό συμφωνητικό, εξώδικος διακανονισμός (settlement agreement). Με βάση την σύμβαση αυτή η εταιρία …… υποσχέθηκε να μεταβιβάσει στην ενάγουσα αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία …… αντί τιμήματος 110.000 $ US τρία αεροσκάφη τύπου Cessna 340 Α καθώς και ένα ραντάρ καιρού τύπου Enterprize ΜΗ 110-1/77 με όλο τον εξοπλισμό του, δηλαδή το επίδικο. Επίσης με όρο της σύμβασης συμφωνήθηκε ότι τα έξοδα αεροδρομίου προσγείωσης και ότι σχετικό προκύψει για τα τρία αεροσκάφη τύπου Cessna 340 Α θα βαρύνουν την ενάγουσας, όπως επίσης συμφωνήθηκε ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν πως θα εκτελέσουν και θα παραδώσουν προς τους άλλους κάθε τιμολόγια πώλησης, αναθέσεις, αιτήματα για απονηολόγηση, όργανα και συνθήκες και θα λάβουν κάθε μέτρο που πιθανόν απαιτείται για να επιτευχθεί η μεταφορά των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στην παρούσα. Τα άνω κινητά, την κυριότητα των οποίων υποσχέθηκε να μεταβιβάσει η άνω εταιρία …… στην ενάγουσα βρισκόταν, ως προαναφέρεται, κατά τον χρόνο κατάρτισης της συμβάσεως αυτής στη Θεσσαλονίκη στην κατοχή της πρώτης εναγομένης δυνάμει της άνω συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως που είχε συνάψει η τελευταία με την προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρία ότι της παραδόθηκαν τα πωληθέντα αεροσκάφη όχι όμως και επίδικο ραντάρ με τον εξοπλισμό του αλλά αντίθετα ισχυρίζονται με την αγωγής ότι αυτό παρέμεινε στην κατοχή της πρώτης εναγομένης, η οποία το παρακρατεί πλέον παράνομα και αρνείται να το αποδώσει στην ενάγουσα παρά το ότι η τελευταία κατέστη κυρία αυτού δυνάμει της άνω συμβάσεως. Σύμφωνα όμως με τα προαναφερόμενα κατά τη διάταξη του άρθρου 27 Α.Κ. η νομή και τα εμπράγματα δικαιώματα ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας που βρίσκονται και εν προκειμένω, αφού το επίδικο κινητό βρίσκεται στην Ελλάδα, εφαρμόζεται το Ελληνικό δίκαιο, κατά το οποίο για την κτήση της κυριότητος κινητού πράγματος απαιτείται παράδοση της νομής αυτού από τον μεταβιβάζοντα στον αποκτώντα. Από τα άνω όμως αποδεικτικά στοιχεία ουδόλως αποδείχθηκε ότι η μεταβιβάσασα στο επίδικο ραντάρ στην ενάγουσα παρέδωσε καθ οιονδήποτε τρόπο στην τελευταία την νομή του ώστε να επέλθει μετάθεση της κυριότητος αυτού, δοθέντος ότι για την κτήση της κυριότητος κινητού δεν αρκεί η σύναψη της σύμβασης πωλήσεως, αλλά απαιτείται και παράδοση της νομής του από τον πωλητή προς τον αγοραστή. Άλλωστε από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αλλά και από το κείμενο της προαναφερόμενης συμβάσεως δεν προκύπτει οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ της άνω εταιρίας με την επωνυμία …… και της ενάγουσας ότι παραδίδεται σ αυτήν η νομή δια μέσου της πρώτης εναγομένης, που τελούσε κατά το χρόνο κατάρτισης της επικαλούμενης από την ενάγουσα συμβάσεως πωλήσεως στη φυσική εξουσία του πράγματος δυνάμει της προαναφερομένης εννόμου σχέσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως, ώστε να γίνει δεκτό πως παραδόθηκε η νομή του με έκταξη, ούτε αποδείχθηκε ότι συνέτρεξαν εν προκειμένω όλες οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις για την παράδοση της νομής του εν λόγω κινητού κατά τον τρόπο αυτό. Άλλωστε, ως προαναφέρεται, παρά το ότι με τον προαναφερόμενο όρο της άνω σύμβασης συμφωνήθηκε ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θα παραδώσουν τα σχετικά παραστατικά της πωλήσεως …… και θα λάβουν κάθε μέτρο που πιθανόν απαιτείται για να επιτευχθεί η μεταφορά των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στην παρούσα ουδόλως προκύπτει παράδοση της νομής του επίδικου κινητού αλλά και ούτε προβλέπεται ειδικότερα από την σύμβαση τρόπος παράδοσης αυτού, ενώ αντίθετα γίνεται πρόβλεψη για την παράδοση των άνω αεροσκαφών, γι’ αυτό και ο πρώτος λόγος εφέσεως, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι απέκτησε την νομή του επίδικου κινητού με έκταξη ελέγχεται αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω αφού η ενάγουσα δεν αποδείχθηκε ότι κατέστη κυρία του επίδικου ραντάρ και του εξοπλισμού του δοθέντος ότι δεν επήλθε καθ’ οιονδήποτε τρόπο παράδοση της νομής του η ενάγουσα δεν δικαιούται να ζητήσει την απόδοση του επιδίκου κινητού με συνέπεια η ένδικη αγωγή να ελέγχεται αβάσιμη στην ουσία της και να πρέπει να απορριφθεί χωρίς να ελεγχθεί στην ουσία της η περί ιδίας κυριότητος ένσταση των εναγομένων, η εξέταση της οποίας παρέλκει. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 100 § 1, 102 και 107 ν. 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων», σαφώς προκύπτει α) ότι το δικαστήριο προκειμένου να καθορίσει την αμοιβή του δικηγόρου για σύνταξη αγωγής και προτάσεων οφείλει να λάβει υπόψη του το αίτημα της αγωγής, το οποίο συνίσταται σε ορισμένη χρηματική απαίτηση (Α.Π. 1647/2007 δημ., Εφ.Θεσ. 1140/2008 Αρμ. 2009.322) και β) ότι η αμοιβή κατ’ ελάχιστο όριο για μεν τον δικηγόρο του ενάγοντος ανέρχεται σε ποσοστό 2% για τη σύνταξη της αγωγής και 1% για τη σύνταξη προτάσεων για καθεμία συζήτηση της υποθέσεως, για δε τον δικηγόρο του εναγομένου σε 2% για τη σύνταξη των προτάσεων της πρώτης συζητήσεως της υποθέσεως και 1% για τις επόμενες συζητήσεις, ενώ το δικαστήριο δεν μπορεί να ορίζει τα δικαστικά έξοδα για ποσά μικρότερα από τα κατώτατα όρια (άρθ. 178 § 1 ΚΔ) . Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 § 3, 191 § 2 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων (Α.Π. 1068/ 2004). Στην περίπτωση μη υποβολής τέτοιου καταλόγου, το δικαστήριο προβαίνει στον προσδιορισμό της δικαστικής δαπάνης χωρίς ειδικότερη εξειδίκευση και ανάλυση, λαμβάνοντας υπόψη την όλη πορεία της δικογραφίας και τις γνωστές σ αυτό δαπάνες (Α.Π. 1584/1997 Ελ.Δ. 39.1284). Από καμία διάταξη νόμου δεν υποχρεούται ο διάδικος που υποβάλλει σχετικό αίτημα να διαχωρίσει τα γενόμενα γενικά από τα έξοδα δικηγορικής αμοιβής. Τέλος, η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε είναι συνέπεια της αρχής της ήττας και δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας (Α.Π. 859/2002 Ελ.Δ. 44.1260, Α.Π. 98/2009, 495/2009 1533/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω με τον τρίτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου «επεδίκασε σε βάρος μου την υπέρογκη δικαστική δαπάνη», ως κατά λέξη εκτίθεται στην ένδικη έφεση, ζητεί δε την παραδοχή της εφέσεως και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης κατά το κεφάλαιο τούτο. Ο λόγος αυτός της εφέσεως που αφορά το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων παραδεκτά προβάλλεται με τους λόγους που αφορούν την ουσία της υποθέσεως, πλην όμως όπως εκτίθεται πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο γιατί η ενάγουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει με την εκκαλουμένη απόφαση το ποσό των 32.908 € ως ηττηθείσα διάδικος, πλην όμως λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο της επίδικης διαφοράς, που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (360.000 + 1.285,400) σε 645.400 , το ποσό των δικαστικών εξόδων που της επιβλήθηκε δεν υπερβαίνει τα προβλεπόμενα από τις άνω διατάξεις των άρθρων 100 § 1, 102 και 107 ν. δ. 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων» ελάχιστα όρια αμοιβών και η εκκαλουμένη απόφαση δεν έσφαλε συνεπώς κατά το σημείο τούτο. Με βάση τα ανωτέρω το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την αγωγή με την ίδια κατά βάση αιτιολογία, δεχόμενο ότι δεν παραδόθηκε με οποιοδήποτε τρόπο η νομή του επίδικου κινητού στην ενάγουσα, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε της αποδείξεις, γι’ αυτό και ο σχετικός λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί, απορριπτομένης της εφέσεως ως ουσιαστικά αβάσιμης. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος της εκκαλούσας γιατί η ερμηνεία των κανόνων του δικαίου του εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (Κ.Πολ.Δ. 179 και 183) .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατουσία την από 12.04.2005 έφεση ΚΑΙ

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος του οποίου (μέρους) ορίζει σε δύο χιλιάδες (2.000) .

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στη Θεσσαλονίκη την 29 Νοεμβρίου 2012, και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου στο ακροατήριό του στις 3 Ιανουαρίου 2013.

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ