ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΠΟΙΝΙΚΟ) ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 330-419/2013 (19.02.2013 και 28.02.2013)

Έκθεση που περιέχει δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως – Επιβάλλεται να διαλαμβάνεται ορισμένος λόγος – Ειδικώς για έφεση Εισαγγελέως κατ’ αθωωτικής αποφάσεως η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στην έκθεση επί ποινή απορρίψεως της εφέσεως ως απαραδέκτου – Διατάξεις: 474, 476 παρ. 2, 498, 486 παρ. 3 Κ.Π.Δ., 20 παρ. 1 Συντάγματος, 6 παρ. 1 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.)

*

Δικαστές: Γ. Κόκκορης, προεδρεύων Εφέτης, Αθ. Θεοφάνης, Σπυρ. Λιάτη, Εφέτες

Αντεισαγγελέας Εφετεών: Καλ. Βαρδάκη

Δικηγόροι του γραφείου μας: Κ. Ε. Μακαρώνας, Π. Μαυραϊδή

* * * * *


Η Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Δικαστή Ανηλίκων, πρότεινε να απορριφθούν οι υποβληθείσες ενστάσεις και να γίνει τυπικά δεκτή η ανωτέρω αναφερόμενη έφεση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς.

Ο πληρεξούσιος της πολιτικής αγωγής, αφού έλαβε τον λόγο από τον Δικαστή Ανηλίκων, συντάχθηκε με την πρόταση της Εισαγγελέως.

Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από τον Δικαστή Ανηλίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι κρινόμενες ενστάσεις.

Οι κατηγορούμενοι, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από τον Δικαστή Ανηλίκων, ζήτησαν ό,τι και οι συνήγοροί τους.

 

Το Δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε μυστικά στην έδρα του, με παρόντα το Γραμματέα κατάρτισε και ο Δικαστής Ανηλίκων δημοσίευσε αμέσως την απόφαση του Δικαστηρίου, με αριθμό 419/2013, η οποία είναι η εξής:

 

Από τις διατάξεις των άρθρ. 474, 476 παρ. 2 και 498 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικώς, προκειμένου περί εφέσεως του Εισαγγελέως κατά αθωωτικής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρ. 486 παρ. 3 Κ.Π.Δ., η οποία προσετέθη με το άρθρ. 2 παρ. 19 του Ν. 2408/1996 και ισχύει από 4 Ιουνίου 1996 (άρθρ. 7 του Νόμου αυτού) «η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη». Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αξιουμένη αιτιολογία της ασκουμένης υπό του Εισαγγελέως εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτό με πληρότητα και σαφήνεια οι συγκεκριμένες νομικές ή πραγματικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλομένη αθωωτική απόφαση. Όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να απορρίψει ως απαράδεκτη την έφεση του Εισαγγελέως κατά αθωωτικής αποφάσεως, λόγω ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην σχετική έκθεση, προβαίνει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υπερβαίνει την εξουσία του, οπότε ιδρύεται ο υπό του άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως. εξ άλλου, οι διατάξεις των άρθρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, η δε τελευταία και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται τούτο δίκαια, δημόσια και αμερόληπτα, όμως δεν προϋποθέτουν συγκεκριμένους όρους ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως που θα εκδοθεί. Περαιτέρω με την απαγγελία της αθωωτικής αποφάσεως στο ακροατήριο, ο Εισαγγελεύς έχει άμεση πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, καθώς και στα πρακτικά της συνεδριάσεως του δικαστηρίου, όπου η καταχώριση των μαρτυρικών καταθέσεων και η απολογία του κατηγορουμένου. Έτσι, μέσα στην ικανή προθεσμία των δέκα ημερών από την έκδοση της αποφάσεως (άρθρα 473 παρ. 1 και 486 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) ο Εισαγγελεύς μπορεί αποτελεσματικά να εκτελέσει τα καθήκοντά του και να κρίνει με ασφάλεια αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση ή όχι προς άσκηση εφέσεως κατά της αθωωτικής αποφάσεως. εξ όλων αυτών παρέπεται ότι η άνω διάταξη του άρθρ. 486 παρ. 3 Κ.Π.Δ. δεν είναι αντίθετη προς τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και τούτο διότι με την απαιτουμένη αιτιολογία της εφέσεως του εισαγγελέως κατά της αθωωτικής αποφάσεως δεν παραβιάζεται το δικαίωμά του για ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο και για χρηστή (δίκαιη) δίκη, ούτε καταλύεται στην πράξη το δικαίωμα αυτό του εισαγγελέως, με επακόλουθες δυσμενείς συνέπειες για τους πολιτικώς ενάγοντες, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση κατά αθωωτικής αποφάσεως και να ζητήσουν την καταδίκη του κατηγορουμένου, αλλά υποβάλλουν συνήθως με τους συνηγόρους τους σχετική αίτηση στον αρμόδιο Εισαγγελέα για να την ασκήσει ο τελευταίος αυτός (Ολ.Α.Π. 9/2005 Ποιν.Χρ. 2006.117, Α.Π. 2602/2008 Πειρ.Νομ. 2008.474, Α.Π. 1806/2007 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει ασκήθηκε από την Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά η κρινόμενη υπ’ αρ. 696/11.07.2011 έφεση κατά της υπ’ αρ. 33-39/2011 αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Πειραιά, αφού έλαβε υπόψη της και την από 11.07.2011 αίτηση της πολιτικώς ενάγουσας …… με την οποία (εκκαλουμένη) έγινε δεκτό ότι οι κατηγορούμενοι …… δεν τέλεσαν τις πράξεις της ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συναυτουργία, της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία και της διακεκριμένης περίπτωσης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, ο δε έκτος κατηγορούμενος …… κηρύχθηκε με την ίδια απόφαση αθώος για τις ανωτέρω πράξεις, που έγιναν στον Πειραιά στις …… ζητώντας την παραδοχή της ως άνω εφέσεως, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την κήρυξη του ως άνω έκτου των κατηγορουμένων …… ενόχου των ως άνω πράξεων, και των λοιπών τελεσάντων τις ως άνω πράξεις που τους αποδίδονται, διότι επί λέξει «… δεν εκτιμήθηκαν αρκούντως από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τα προκύψαντα από την διαδικασία πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως. Ειδικότερα, προέκυψε κατά την ακροαματική διαδικασία ευκρινώς από τα συλλεχθέντα αποδεικτικά στοιχεία στο σύνολό τους εκτιμώμενα και κυρίως από τα εν σχεδίω πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, και από την …… ανωμοτί εξέταση του …… που καταδίωξε και συνέλαβε τον εκ των κατηγορουμένων …… και ο οποίος παρότι επροτάθη προς μαρτυρική κατάθεση ενώπιον του ακροατηρίου από την εισαγγελική έδρα ουδέποτε εκλήθη, την από …… ανακριτική κατάθεση της …… αλλά και επ’ ακροατηρίω τοιαύτη, την από …… ανακριτική ένορκη κατάθεση αλλά και την επ’ ακροατηρίω τοιαύτη του …… ειδικού φρουρού, κατέστη σαφές ότι άπαντες οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις αποδιδόμενες σ’ αυτούς πράξεις ενόψει και της αναγνώρισής τους από την παθούσα …… που κατέθεσε ρητά ότι είχε γίνει αντιληπτή από τους κατηγορούμενους στην ταράτσα της οικίας, και η οποία τους αναγνώρισε ανεπιφύλακτα, αλλά και από την κατάθεση του ανωτέρω ειδικού φρουρού που δήλωσε ρητά ότι το σπίτι ήταν φωταγωγημένο και ερημικό, και με δεδομένο ότι οι κατηγορούμενοι είχαν επαναλάβει την πράξη στις …… όχι χάριν αστεϊσμού ως διατείνονται, αλλά αποδεχόμενοι την επικινδυνότητα των πράξεών τους, ήτοι του λιθοβολισμού της οικίας της θανούσας, φρονούμε ότι υφίσταται σφάλμα του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης …». Η αιτιολογία όμως αυτή της κρινόμενης εισαγγελικής εφέσεως δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, καθ’ όσον δεν εκτίθενται σ’ αυτή με πληρότητα και σαφήνεια οι συγκεκριμένες πραγματικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλομένη αθωωτική απόφαση και επιπλέον τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων των ανωτέρω αποδιδόμενων στους κατηγορουμένους αξιοποίνων πράξεων και έτσι να δικαιολογείται η άσκηση της εφέσεως. Ειδικότερα μόνη η τυπική αναφορά στην έκθεση της ως άνω εφέσεως των αποδεικτικών μέσων και δη των καταθέσεων των ενόρκως στο ακροατήριο εξετασθέντων μαρτύρων και της προαναφερθείσας ανωμοτί προανακριτικής κατάθεσης, από τα οποία προκύπτει, κατά το λόγο της κρινόμενης εφέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και συνακόλουθα ότι οι μεν ανήλικοι κατηγορούμενοι …… τέλεσαν τις πράξεις της ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συναυτουργία, της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία και της διακεκριμένης περίπτωσης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, ο δε έκτος κατηγορούμενος …… ήταν ένοχος για τις ανωτέρω πράξεις, που έγιναν στον Πειραιά στις …… και …… δεν αρκεί κατά το νόμο για την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της κρινόμενης εφέσεως της Εισαγγελέως κατά της εκκαλουμένης αθωωτικής αποφάσεως, αφού δεν αντικρούει με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με τα άνω αποδεικτικά μέσα την εξενεχθείσα από το ως άνω δικαστήριο κρίση του περί του ότι οι μεν ως άνω ανήλικοι κατηγορούμενοι δεν τέλεσαν τις αποδιδόμενες σ’ αυτούς πιο πάνω πράξεις, ο δε ανωτέρω έκτος αυτός ήταν αθώος γι’ αυτές (πρβλ. Α.Π. 936/2010, Α.Π. 667/2009, Α.Π. 597/2008, Α.Π. 1806/2007 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»).

Κατά συνέπεια η κρινόμενη έφεση της Εισαγγελέως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει ως απαράδεκτη την υπ’ αρ. 696/11.07.2011 έφεση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς κατά της υπ’ αρ. 33-39/2011 απόφασης του Τριμελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Πειραιώς.