ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 887/2013

Δάνειο (806 Α.Κ.) – Στοιχεία της αγωγής – Προϋποθέσεις – Η παραβίαση ενοχικής σύμβασης, ακόμη και υπαίτια, δεν συνιστά αφ’ εαυτής αδικοπραξία εκτός αν έγινε με πράξη ή παράλειψη που θα ήταν παράνομη ακόμη και χωρίς της συμβατική σχέση – Χρηματική κατάθεση σε κοινό λογαριασμό μπορεί να καταρτισθεί εγκύρως ακόμη και από έναν δικαιούχο ή τρίτο μη δικαιούχο και η σχετική σύμβαση κατάθεσης είναι γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου – Βάρος απόδειξης της αναλήθειας αιτιολογημένης άρνησης

*

Δικαστές: Χαρ. Παραπαγγίδου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Αριάδνη Καρνάρου, Φωτεινή Τριανταφύλου, (Εισηγήτρια) Πρωτοδίκες

Δικηγόρος του γραφείου μας: Παναγιώτα Μαυραϊδή

* * * * *

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά τη διάταξη του άρθρ. 806 Α.Κ. με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλο κατά κυριότητα χρήματα και άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου που έχει ως αντικείμενο χρήματα, αρκεί η αναφορά ότι μεταβιβάστηκε από το δανειστή προς τον οφειλέτη κατά κυριότητα ορισμένο χρηματικό ποσό λόγω δανείου (Α.Π. 1598/03 Δνη 45.731). Δεν είναι δε αναγκαίο στοιχείο της αγωγής αυτής 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία, μετά παρέλευση μηνός, από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, ο τρόπος απόδοσης και αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δε διακρίνει η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου αλλά δεν αποτελούν αναγκαίο στοιχείο αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό και άλλα στοιχεία τραπεζικών επιταγών που τυχόν παραδόθηκαν στο δανειστή προς εξασφάλιση του (ΑΠ 889/2010, ΔΕΕ 2010.1037). Όπως ήδη ελέχθη, με τη σύμβαση του δανείου, η οποία είναι ενοχική, διαρκής, ετεροβαρής και άτυπη σύμβαση, ο ένας από τους συμβαλλόμενους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Με βάση τον παραδοτικό χαρακτήρα της συμβάσεως δανείου, η μεταβίβαση του δανείσματος κατά κυριότητα στο δανειολήπτη αποτελεί στοιχείο για την τελείωση του δανείου.


Ο δανείζων έχει την υποχρέωση από τη σύμβαση δανείου να αποχωρίσει από την περιουσία του το αντικείμενο του δανείου, το οποίο οριστικά να εισφέρει στην περιουσία του λήπτη, ο οποίος έτσι αποκτά την εξουσία και δυνατότητα για διάθεση του αντικειμένου του δανείου. Η μεταβίβαση της κυριότητας στον οφειλέτη του αποτελούντος το αντικείμενο δανείου αποτελεί προϋπόθεση για την απόδοση του δανείου και της υποχρεώσεως για καταβολή τόκων, αν τέτοιοι συμφωνήθηκαν (ΑΠ 1.417/2007 ΕλΔ 48.1369, ΑΠ 1.327/2001 ΕλΔ 42. 1560). Η παράδοση του δανείσματος στον οφειλέτη γίνεται συνήθως στα χέρια του ίδιου από το δανειστή. Είναι, όμως, πιθανό η παράδοση αυτή να γίνει δια τρίτου (φυσικού ή νομικού ) προσώπου. Εφόσον δε η παραπάνω διάταξη δεν διακρίνει, είναι αδιάφορο αν η μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος γίνεται αμέσως ή εμμέσως από το δανειστή ή αμέσως ή εμμέσως προς τον οφειλέτη. Η κατά τα άνω δε μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος δεν αποτελεί τύπο της δανειστικής σύμβασης, εις τρόπον ώστε αν αυτή ελλείπει να θεωρείται ότι η σύμβαση δεν καταρτίστηκε, αλλά αποτελεί προϋπόθεση αυτής επιβαλλόμενη μάλιστα από την πιο πάνω διάταξη, η οποία δεν είναι αναγκαστικού δικαίου (ΑΠ1802/2007 ΕλΔ 49.145,. ΑΠ 609/2005 ΕλΔ 47.1014. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 807 εδ. 1 του ΑΚ, αν δεν ορίστηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του, μετά την πάροδο του οποίου καθίσταται υπερήμερος ο οφειλέτης και οφείλει συνεπώς τόκους υπερημερίας, είτε αυτό είναι άτοκο είτε έντοκο (ΑΠ 703/1992 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 890/94 ΕλλΔνη 37, 376), απλώς ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να προβεί σε απόδοση του και χωρίς καταγγελία κατά τη σαφή διάταξη του εδ. β της υπόψη διάταξης. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 808 ΑΚ προκύπτει, ότι αν ο οφειλέτης χρηματικού δανείου καταστεί υπερήμερος ως προς την απόδοση του, ο δανειστής δικαιούται να ζητήσει, εκτός από το δάνεισμα, τόκους υπερημερίας ανεξάρτητα αν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο, ανεξάρτητα αν από την υπερημερία επήλθε σ’ αυτόν ζημία ή όχι, και αν επήλθε ζημία ανεξάρτητα από το ύψος της. Οι τόκοι υπερημερίας επέχουν στην περίπτωση αυτή θέση αποζημίωσης. Οποιαδήποτε άλλη αποζημίωση, λόγω της υπερημερίας του οφειλέτη, δεν δικαιούται να ζητήσει. Όμως κατά την ορθότερη και κρατούσα γνώμη, αν ο υπερήμερος οφειλέτης διαπράττει συγχρόνως και αδικοπραξία, μπορεί να υποχρεωθεί σε αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, οπότε ο δανειστής μπορεί, αντί τους τόκους υπερημερίας να ζητήσει πλήρη αποζημίωση και αν ακόμα αυτή υπερβαίνει το ποσό των τόκων αυτών. Εξάλλου, η παραβίαση ενοχικής σύμβασης από τον ένα συμβαλλόμενο, και αν αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του, δεν συνιστά καθεαυτή, αδικοπραξία και δεν γεννά αξίωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 914 ΑΚ. Αποτελεί μεν πράξη παράνομη ή άδικη (οι όροι είναι ταυτόσημοι), οι συνέπειες της όμως ρυθμίζονται όχι από τις διατάξεις των αδικοπραξιών, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της σύμβασης (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση). Η υπαίτια παραβίαση της ενοχικής σύμβασης τότε μόνο συνιστά αδικοπραξία, αν έγινε με πράξη ή παράλειψη, η οποία και χωρίς τη συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη με την αντίθεση της στο γενικό κανόνα να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαίτια, το οποίο επιβάλλεται από το δίκαιο και μάλιστα από το παραπάνω άρθρο (ΑΠ 1190/2007 ΕλλΔνη 48.1106 ΕφΠατρ. 510/2009, ΝΟΜΟΣ).

 

 

Στην υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα ιστορεί ότι με τον εναγόμενο διατηρούσε ερωτικό δεσμό από τον Μάιο του 2001 έως τον Αύγουστο του 2003. Ότι ο εναγόμενος εκείνο το χρονικό διάστημα αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και η ενάγουσα προκειμένου να τον διευκολύνει οικονομικά συνήψε προφορική σύμβαση ατόκου δανείου δυνάμει της οποίας του δάνεισε άτοκα τμηματικά, κατά τη διάρκεια της ερωτικής τους σχέσης, το ποσό των 85.460,48 ευρώ. Ότι ειδικότερα προέβη κατά το χρονικό διάστημα από το Μάιο του 2001 έως και τον Αύγουστο του 2003 στην κατάθεση σε τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούσε ο εναγόμενος σε διάφορα πιστωτικά ίδρυμα, των χρηματικών ποσών που αναλυτικά εκτίθενται στην αγωγή. Ότι τον Αύγουστο του 2003 διεκόπη οριστικά η ερωτική σχέση που διατηρούσαν και η εναγόμενη αναζήτησε την απόδοση από τον εναγόμενο του ανωτέρω ποσού αρχικά προφορικά και στη συνέχεια με την από 7.6.2007 εξώδικη όχληση. Ότι ο εναγόμενος όχι μόνο αρνήθηκε την επιστροφή των χρημάτων που όφειλε αλλά στη διάρκεια συναντήσεων που επακολούθησαν για την απόδοση των χρημάτων απηύθυνε εξυβριστικές φράσεις στην ενάγουσα ενώ απαίτησε την καταβολή επιπλέον χρημάτων για να μην τη διασύρει στα οικογενειακό και κοινωνικό της περιβάλλον, καθώς η ενάγουσα είναι αρχιτέκτων μηχανικός και χαίρει επαγγελματικής και κοινωνικής αναγνώρισης. Με βάση αυτά τα πραγματικό περιστατικά και μετά από νομότυπο περιορισμό του αιτήματος στον οποίο προέβη με δήλωση καταχωρηθείσα στα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις της (άρθρα 294 και 295 ΚΠολΔ), η ενάγουσα ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου εκ της συμβάσεως δανείου άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να της αποδώσει το ποσό των 85.460,48 ευρώ , με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 7.6.2007 εξώδικης όχλησης, άλλως από την επίδοση της αγωγής καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011 «Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις», η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος 1544/1942, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 70 του προμνησθέντος νόμου, εφαρμόζεται στις αναγνωριστικές αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην προκείμενη δε περίπτωση η άσκηση της κρινόμενης αγωγής ολοκληρώθηκε με την επίδοσή της στον εναγόμενο στις 11.9.2007, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της ενάρξεως του ως άνω νόμου), αρμοδίως και παραδεκτώς (άρθρα 7, 9, 18 και 22 ΚΠολΔ) φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προς συζήτηση· κατά την τακτική διαδικασία και είναι ορισμένη και νόμιμη ως ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 806, 807, 346 ΑΚ, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 70, 907, 908 εδ. α’, 176, ΚΠολΔ, πλην α) του παρεπόμενου αιτήματος των τόκων , που είναι νόμιμο για το χρόνο από την επίδοση της αγωγής και μετά, δοθέντος ότι επί ατόκου δανείου για το οποίο δεν ορίστηκε χρόνος απόδοσης ο οφειλέτης, καθίσταται υπερήμερος αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του και όχι ευθύς αμέσως από την καταγγελία και β) του αιτήματος επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον αφενός η αθέτηση της σύμβασης, καθεαυτή, δεν συνιστά αδικοπραξία, ενώ η ενάγουσα δεν επικαλείται παραβίαση της ενοχικής σύμβασης του δανείου με πράξη ή παράλειψη του εναγομένου, η οποία και χωρίς τη συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη και επιπλέον η ενάγουσα αορίστως εκθέτει ότι ο εναγόμενος της απηύθυνε εξυβριστικές φράσεις και την εξεβίαζε χωρίς ωστόσο να παραθέτει γεγονότα , που πληρούν το πραγματικό της εξύβρισης και της εκβίασης ως παρανόμων και υπαιτίων πράξεων. Επίσης απορριπτέα είναι η αγωγή και ως προς την επικουρική της βάση την ερειδόμενη στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθώς η από το άρθρο 904 ΑΚ αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή από την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω (ΑΠ 1440/2000, ΕλΔνη 42.731, ΑΠ 1802/2001, ΕλΔνη 43.1421). Επομένως, κατά το μέρος που η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Η χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς η μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών είτε ένας είτε μερικοί είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι (ΑΠ 1122/2005ΟΜΟΣ). Για την εγκυρότητα της καταθέσεως δεν απαιτείται να γίνει αυτή από κοινού από όλους τους δικαιούχους, αλλά μπορεί να καταρτισθεί από μερικούς ή και από έναν δικαιούχο, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο μη δικαιούχο. Εξάλλου, χαρακτηριστική είναι η αναφορά του όρου «δικαιούχοι» και όχι «καταθέτες» στη διατύπωση των παραπάνω διατάξεων. Παράλληλα, η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί και μία ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Από την πιο πάνω σύμβαση τρίτος μη συμβαλλόμενος αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης (άρθρο 411 ΑΚ), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από το δότη της υπόσχεσης-τράπεζα για τον εαυτό του. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου; μία sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης. (ΑΠ 877/2008, ΑΠ 1031/2003, ΝΟΜΟΣ). Η εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί το λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η εσωτερική αυτή σχέση όμως δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και των συνδικαιούχων. Η σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση είναι επαχθής, όταν οι συνδικαιούχοι συνδέονται μεταξύ τους με εταιρεία ή με σύμβαση δανείου ή εντολής, βάσει της οποίας ο εντολέας ορίζει άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντας του, απλώς προς διευκόλυνσή του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού,. και τα χρήματα, τα οποία έχει καταθέσει σ αυτόν. Κατ αντιδιαστολή, η εσωτερική σχέση είναι χαριστική όταν μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι συνδέονται με σύμβαση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, με κληροδοσία ή άλλη χαριστική επίδοση εν ζωή ή αιτία θανάτου.

Ο εναγόμενος αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή ισχυριζόμενος ότι ουδέποτε συνήφθη μεταξύ αυτού και της ενάγουσας σύμβαση δανείου. Αντιθέτως , οι καταθέσεις από την ενάγουσα έγιναν σε κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς με δικαιούχους την ενάγουσα και αυτόν , προκειμένου κατόπιν εντολής της ενάγουσας, ο τελευταίος να προβαίνει με τα αναληφθέντα χρήματα σε πληρωμή οφειλών της ενάγουσας σε τρίτους ,δοθέντος ότι η ενάγουσα ως αρχιτέκτων μηχανικός είχε αναλάβει κατά το χρόνο εκείνο την εκτέλεση τεχνικών έργων στην Αθήνα και στην επαρχία , ο δε εναγόμενος ήταν επ’ αμοιβή εργοδηγός της . Επιπλέον , μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου είχε συσταθεί αφανής εταιρία με ποσοστό έκαστου εταίρου συμμετοχής 50%, ώστε ο εναγόμενος θα εδικαιούτο μετά από την επιτυχή αποπεράτωση των τεχνικών έργων που είχε αναλάβει η ενάγουσα ποσοστό 50% επί της αμοιβής.

Από τις διατάξεις των άρθρων 393 παρ. 1 και 394 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ προκύπτει ότι επιτρέπεται το εμμάρτυρο μέσο προς απόδειξη σύμβασης δανείου, η αξία του αντικειμένου της οποίας υπερβαίνει το, από το ως άνω άρθρο 393 παρ. 1, οριζόμενο ποσό, σε κάθε περίπτωση που υπάρχει ηθική αδυναμία για την απόκτηση αποδεικτικού εγγράφου. Τέτοια αδυναμία υπάρχει αν, κατά τον χρόνο που καταρτίστηκε η σύμβαση, λόγω σχέσεων φιλίας, συγγένειας, εταιρικής ή συναδελφικής συνεργασίας, υπηρεσιακής ή οικονομικής εξάρτησης κ.λπ., η απαίτηση λήψης αποδεικτικού εγγράφου στη συγκεκριμένη περίπτωση θα παρίστατο ως αδικαιολόγητη, σύμφωνα με τις κρατούσες συναλλακτικές αντιλήψεις. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί συνδρομής ηθικής αδυναμίας προς απόκτηση εγγράφου στην συγκεκριμένη περίπτωση, όταν τα θεμελιούντα αυτή πραγματικά περιστατικά, τα οποία πρέπει να εκθέτει ο επικαλούμενος ηθική αδυναμία, αμφισβητούνται από τον αντίδικο του, σχηματίζεται εκ των ενόντων με ελεύθερη προς τούτο απόδειξη των πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 1383/2009 ΕφΑΔ 2009,1383, ΑΠ 1402/2008, ΑΠ 1616/2008 ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση της χωρίς όρκο καταθέσεως της ενάγουσας και της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρα του εναγομένου που εξετάστηκαν νομίμως κατά την προφορική συζήτηση της ένδικης αγωγής στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, λαμβανομένης υπόψη και της από …… υπεύθυνης δήλωσης του …… καθώς κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν ελήφθη με αποκλειστικό σκοπό να χρησιμεύσει ως μαρτυρία στο πλαίσιο της παρούσας δίκης (ΑΠ 430/2001, Ελλ Δ/νη 42.1560), που λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικό εκ των οποίων μνημονεύονται κατωτέρω χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, την υπ’ αριθμ. …… ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του εναγομένου, …… ενώπιον του Συμβολαιογράφου …… που ελήφθη νομότυπα και εμπρόθεσμα (βλ. την υπ αριθμ. …… έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, Χαράλαμπου Βασιλόπουλου), και από τις ομολογίες των διαδίκων για τις οποίες θα γίνει κατωτέρω ειδική και περιοριστική αναφορά αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, που είναι αρχιτέκτων μηχανικός επ’ αφορμή της επαγγελματικής της δραστηριότητας γνώρισε τον εναγόμενο το έτος …… καθώς ο τελευταίος εργαζόταν δυνάμει συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου στην επιχείρηση κεραμοποιίας με την επωνυμία ……, με την οποία η ενάγουσα λόγω του αντικειμένου της δραστηριότητας της συνεργαζόταν. Η ως άνω αρχικά κοινωνική σχέση σύντομα εξελίχθηκε σε συναισθηματική, καθώς ο εναγόμενος επέδειξε προς την ενάγουσα έντονα συναισθήματα στοργής και συμπαράστασης, δοθέντος ότι κατά τον χρόνο εκείνο η ενάγουσα τελούσε σε διάσταση από το σύζυγο της μετά από 15 χρόνια έγγαμης συμβιώσεως, είχε αποκτήσει τρία τέκνα και ευρίσκετο σε κατάσταση έντονης συναισθηματικής φόρτισης, προσδοκούσε δε η σχέση τους να εξελιχθεί, καθώς και ο ίδιος , όπως τη διαβεβαίωνε ήταν σε διάσταση. Έτσι ο εναγόμενος έγινε σύντομο πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης της – καίτοι δεν ήταν εργοδηγός της, όπως αναληθώς ισχυρίζεται ο εναγόμενος- με αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση των τεχνικών έργων (ανέγερση οικοδομών) που η ενάγουσα αναλάμβανε με την ιδιότητα της αρχιτέκτονος μηχανικού στην επαρχία και δη στην περιοχή της …… ο εναγόμενος πολλάκις επισκεπτόταν αυτό και ερχόταν σε επαφή και ρε τα συνεργεία . προέβαινε σε πληρωμές του εργατοτεχνικού προσωπικού ή ακόμη ασχολείτο και με την προμήθεια οικοδομικών υλικών, (βλ. την υπ αριθμ. …… Απόφαση του Εφετείου Αθηνών Α Τριμελούς Πλημμελημάτων, εκτιμώμενη εν προκειμένω ως δικαστικό τεκμήριο). Ήδη κατά το έτος …… η ενάγουσα είχε αναλάβει στον …… την ανέγερση οικοδομής σε ακίνητο ιδιοκτησίας του ……, ενώ κατά τον αυτό χρόνο πεπεισμένη για την εδραίωση της σχέσης της προέβη στην απόκτηση εξ αδιαιρέτου με τον εναγόμενο ενός αγροτεμαχίου εκτάσεως 278 τ , μετά της επ’ αυτού ερειπωμένης αχυροκαλύβας επιφάνειας 91 τ.μ , κειμένου εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός οικισμού στη θέση …… της κτηματικής περιφέρειας ……, του πρώην ……, δυνάμει του υπ αριθμ. …… συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου …….

Σημειωτέον οι διάδικοι τον Ιούλιο του 2003 κατέστησαν συγκύριοι κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός αγροτεμαχίου εκτάσεως 4111,33 τ.μ., κειμένου εκτός σχεδίου πόλεως και οικισμού στη θέση …… ή …… της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος …… του …… δυνάμει του υπ’ αριθμ. συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου …… ……: Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι διάδικοι διατηρούσαν σε διάφορες τράπεζες κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς και δη: Α) στην τράπεζα …… α) τον υπ’ αριθμ. …… κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου με δικαιούχους τους ιδίους, ο οποίος λειτούργησε από …… και έκλεισε την …… β) τον υπ’ αριθμ. …… κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου με δικαιούχους τους ιδίους, ο οποίος λειτούργησε από 21.4 2000 και έκλεισε την 21.6.2001 και Β) στην …… τον υπ’ αριθμ. …… κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου με δικαιούχους τους ιδίους, ο οποίος λειτούργησε από …… και έκλεισε την ……. Περαιτέρω αποδείχθηκε , άλλωστε δεν αμφισβητείται και από τον εναγόμενο ότι η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του …… έως τον Αύγουστο του …… προέβη σε καταθέσεις χρηματικών ποσών, συνολικού ύψους 78.123,48 ευρώ στον υπ’ αριθμ …… κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου της τράπεζας …… με δικαιούχους τόσο την ενάγουσα όσο και τον εναγόμενο. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια του έτους …… κατέθεσε α) στις …… το ποσό των 5.000.000 δρχ ή το ποσό των 14.673,51 €, (β) στις …… το ποσό των 3.000.000 δρχ. , ή το ποσό των 8.804,11 € (γ) στις …… το ποσό των 4.000.000 δρχ., ή το ποσό των 11.738,81 € , (δ) στις …… το ποσό των 1.500.000 δρχ. ή το ποσό των 4.402,05 € . Κατά τη διάρκεια του έτους …… κατέθεσε (α) στις …… το ποσό των 2.935 € , (β) στις …… το ποσό των 1.434 € . (γ) στις …… το ποσό των 7.279 . (δ) στις …… το ποσό των 4.357 € (ε) στις …… το ποσό των 3.000 € . (στ) στις …… το ποσό των 14.000 €. Κατά τη διάρκεια του έτους …… κατέθεσε : (α) στις …… το ποσό των 5.000 ευρώ, (β) στις …… το ποσό των 500 € Δηλαδή η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του έτους …… μέχρι και τον Αύγουστο του …… συνολικά κατέθεσε στον ως άνω κοινό λογαριασμό το ποσό των 78.123,48 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα μετ’ επικλήσεως αποδεικτικά κατάθεσης. Επίσης στις …… η ενάγουσα κατέθεσε στον υπ’ αριθμ. …… λογαριασμό που διατηρεί στην …… το ποσό των 7.337 € με την επισήμανση «έναντι beton ΓΜ ». Η συναισθηματική σχέση των διαδίκων διατηρήθηκε μέχρι και τον Αύγουστο του 2003. Έκτοτε οι σχέσεις τους διεκόπησαν ενώ ακολούθησε η υποβολή εκατέρωθεν εγκλήσεων. Η ενάγουσα άσκησε επίσης την από 7.11.2005 αγωγή διανομής ενώπιον του Ειρηνοδικείου ……, με την οποία εδίωκε λόγω του ανέφικτου της αυτούσιας διανομής την πώληση με δημόσιο πλειστηριασμών των ακινήτων, ήτοι ενός αγροτεμαχίου εκτάσεως 278 τ.μ και ενός αγροτεμαχίου εκτάσεως 4111,33 τ.μ που είχαν αποκτήσει από κοινού στην ……, επί της οποίας αγωγής εξεδόθη η υπ αριθμ. …… απόφαση του Ειρηνοδικείου ……, που έκανε δεκτή την αγωγή και στη συνέχεια η υπ «αριθμ. …… απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …… που απέρριψε την έφεση του εναγομένου, …… Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η κατάθεση του ποσού των 7.337 ευρώ σε λογαριασμό που διατηρούσε ο …… στην …… έγινε για την εξόφληση οφειλής, που διατηρούσε ο εναγόμενος έναντι του ……, καθώς ο τελευταίος είχε αναλάβει την προμήθεια σκυροδέματος στην υπό κατασκευή κατοικία του εναγομένου στην …… Ο ισχυρισμός ότι τόσο η κατάθεση του ποσού των 7.337 ευρώ σε λογαριασμό που διατηρούσε ο …… στην …… όσο και το προαναφερόμενο ποσό των 78.123,48 ευρώ, που κατέθεσε η ενάγουσα σε κοινό λογαριασμό τους στην …… και συνολικό το ποσό των 85.460,48 ευρώ συνιστούσε άτοκο δάνειο αορίστου χρόνου, στο ποίο η ενάγουσα προέβη προκείμενου να τον διευκόλυνε; οικονομικά, καθώς ο εναγόμενος αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και είχε ανάγκη χρημάτων για την ανέγερση της οικίας του στην …… ελέγχεται ως ουσιαστικά αβάσιμος. καθώς από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, πέραν της ανωμοτί καταθέσεως της ενάγουσας δεν αποδεικνύεται η σύμβαση δανείου και ειδικότερα το επιμέρους ουσιώδες στοιχείο αυτής, ήτοι η συμφωνία των μερών για απόδοση των χρημάτων, στοιχείο που πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, δοθέντος ότι εν προκειμένω επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη, αφού μεταξύ των διαδίκων υπήρχε ερωτική σχέση και είχε δημιουργηθεί σχέση εμπιστοσύνης, ώστε υπήρχε και ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο, το οποίο θα απεδείκνυε τις συμβάσεις δανείου και το περιεχόμενο των (394 ΚΠολΔ). Η ενάγουσα, εξεταζόμενη ανωμοτί, καταθέτει γενικώς και αορίστως ότι τα χρήματα που κατατέθηκαν στον κοινό λογαριασμό τους στο σύνολο τους χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικό από τον εναγόμενο για την κάλυψη των δαπανών ανέγερσης οικοδομής του στην ……, χωρίς ωστόσο να αποδεικνύεται η ανέγερση αυτής της οικοδομής και στην καταφατική περίπτωση το κόστος ποιων εργασιών κάλυψαν τα χρηματικά ποσό που ανέλαβε ο εναγόμενος, όπως επίσης και αν η ανέγερση έγινε εν τέλει σε ακίνητο αποκλειστικής κυριότητας του εναγομένου ή συγκυριότητας των διαδίκων, δεδομένου ότι στην αυτή περιοχή είχαν αποκτήσει από κοινού ακίνητα οι διάδικοι. Επιπλέον, ο εναγόμενος αρνείται αιτιολογημένα τη σύμβαση δάνειου ισχυριζόμενος ότι οι ως άνω καταθέσεις από την ενάγουσα έγιναν σε κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς με δικαιούχους την ενάγουσα και αυτόν, προκειμένου κατόπιν εντολής της ενάγουσας, ο τελευταίος να προβαίνει με τα αναληφθέντα χρήματα σε πληρωμή οφειλών της ενάγουσας σε τρίτους, δοθέντος ότι η ενάγουσα ως αρχιτέκτων μηχανικός είχε αναλάβει κατά το χρόνο εκείνο την εκτέλεση τεχνικών έργων στην επαρχία .Περί της αναλήθειας του εν λόγω ισχυρισμού, το βάρος απόδειξης του οποίου φέρει, καθώς συνιστά αιτιολογημένη άρνηση η ενάγουσα, ουδέν προσκομίζεται από την τελευταία. Ας σημειωθεί δε ότι στα από …… και …… αποδεικτικά κατάθεσης στον υπ’ αριθμ. …… κοινό λογαριασμό ποσών 7.279 ευρώ και 1.434 ευρώ υπάρχει χειρόγραφη υπόμνηση «Καραπλής 2η δόση, μετρητά σε ΓΜ 1500 10/5/2 για Καραπλή» «Καραπλής + standoor», ο δε Καραπλής από τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα μετ’ επικλήσεως έγγραφα αποδεικνύεται ότι ήταν ο ελαιοχρωματιστής που είχε αναλάβει τις αντίστοιχες εργασίες στην οικία του ……, πελάτη της ενάγουσας. Εξάλλου, ο …… στην υπ’ αριθμ. …… ένορκη βεβαίωση του ενώπιον του Συμβολαιογράφου …… καταθέτει ότι ο εναγόμενος αρκετές φορές του είχε αναθέσει για λογαριασμό της ενάγουσας εργασίες κατασκευής σκυροδέματος σε οικοδομές που αναλάμβανε η ενάγουσα, ενώ ο εναγόμενος προέβαινε σε πληρωμές του εργατοτεχνικού προσωπικού, «έκλεινε» τα συνεργεία, προμηθευόταν οικοδομικά υλικά. Δηλαδή , καθίσταται φανερό ότι λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ των διαδίκων ο εναγόμενος είχε μεγάλη ευχέρεια να διαχειρίζεται το σύνολο των επαγγελματικών υποθέσεων της ενάγουσας. Συνακόλουθα η έννομη σχέση που συνδέει τους διαδίκους δεν είναι αυτή του δανείου. Κατόπιν τούτων , πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα, όμως, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων αφού η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (179 εδ. β ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.