Μεσιτεία – Α.Κ. 703 – Θεμελιώνεται δικαίωμα του μεσίτη αν γίνεται επίκληση στην αγωγή και αποδεικνύεται η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης μεσιτείας και η έγκυρη σύναψη σκοπουμένης (κυρίας) συμβάσεως ως συνέπεια της μεσολαβήσεως ή υποδείξεως του μεσίτη – Δήλωση των μερών της κυρίας συμβάσεως στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο ακινήτου ότι δεν μεσολάβησε κτηματομεσίτης.
*
Δικαστές: Νικόλαος Σακκάς, Ειρηνοδίκης
Δικηγόρος του γραφείου μας: Παναγιώτα Μαυραϊδή
* * * * *
ΑΡΙΘΜΟΣ: 2/2013
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΕΜΕΑΣ
Συγκροτήθηκε από τον Ειρηνοδίκη Νεμέας Νικόλαο Σακκά παρουσία και της Γραμματέως Χαρίκλειας Καραναστάση.
Συνεδρίασε στο ακροατήριο του την 14η Δεκεμβρίου 2012, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ……, κατοίκου Νεμέας Κορινθίας, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ευσταθίου Βουκελάτου.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ……, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου Παναγιώτας Μαυραϊδή.
Ο καλών – ένάγων με την από 15.06.2011 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματέα του Ειρηνοδικείου την 17.06.2011 και πήρε αριθμό καταθέσεως 9/2012, η οποία επαναφέρθηκε με την από 27.06.2012 κλήση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου την 27.06.2012 και πήρε αριθμό καταθέσεως 27/2012 ζητούσε να γίνει δεκτή η κλήση – αγωγή του σε όλο τους το αιτητικό.
Για τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής ορίστηκε η δικάσιμος της 14.12.2012 κατά την οποία οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τις απόψεις τους και ακολούθησε συζήτηση όπως στα πρακτικά.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 338 παρ. 1. Κ.Πολ.Δ. ο ενάγων βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη των πραγματικών περιστατικών τα οποία συνθέτουν το πραγματικό του επικαλούμενου βασικού, δηλαδή του δικαιογόνου κανόνα.
Γίνεται δε δεκτό ότι ως προς το βάρος της απόδειξης για τη δικαζόμενη υπόθεση εφαρμογή βρίσκονται οι γενικές διατάξεις, δηλαδή εφόσον ισχύει η συζητητική αρχή, ο ενάγων υποχρεούται να επικαλεσθεί και να αποδείξει τα θεμελιούντα τις προϋποθέσεις του αιτουμένου δικαιώματος των πραγματικών γεγονότων. Εκ του ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα, όπως προσαγάγει συμπληρωματικά στοιχεία προς σχηματισμό της κρίσεως του καμία δεν επέρχεται μεταβολή (185/1995 Ειρ.Ροδ. ΑΡΧΝ/1995 688 ).
Εξάλλου πραγματικοί ισχυρισμοί είναι οι οντολογικές κρίσεις των διαδίκων ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία των πραγματικών γεγονότων τα οποία αποτελούν στοιχεία του πραγματικού του κανόνα δικαίου που αυτοί στην συγκεκριμένη περίπτωση επικαλούνται (Π. Γέσιου – Φαλτσή Δίκαιο απόδειξης εκδ. 3η σελ. 43).
Κατά το άρθρο 703 Α.Κ., εκείνος που υποσχέθηκε αμοιβή σε κάποιον (μεσίτη) για τη μεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαιρίας προς σύναψη μιας συμβάσεως, έχει υποχρέωση να πληρώσει την αμοιβή αν η σύμβαση καταρτίστηκε ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή της υπόδειξης. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για να δικαιούται ο μεσίτης να απαιτήσει την υποσχεθείσα σ’ αυτόν αμοιβή πρέπει να έχει υποδείξει απλά την ευκαιρία για τη σύναψη της συμβάσεως, ή να μεσολαβήσει ο ίδιος μεταξύ των ενδιαφερομένων και να καταρτίστηκε η σύμβαση για την οποία υπάρχει η υπόσχεση για αμοιβή συνεπεία της υποδείξεως ή της μεσολαβήσεως (Α.Π. 1141/1998 Ελλ.Δ/νη 40.339).
Η εντολή που δίνεται στο μεσίτη αστικών συμβάσεων μπορεί να είναι προφορική, ανεξάρτητα από το ύψος των μεσιτικών δικαιωμάτων, εφόσον από τις διατάξεις των άρθρων 703 επ. Α.Κ. και π.δ. 248/1993 δεν προκύπτει ότι η εντολή αυτή πρέπει να είναι έγγραφη είτε για το έγκυρο αυτής ως ουσιαστικός τύπος είτε για το έγκυρο αυτής ως αποδεικτικός τύπος (Εφ.Θεσ. 1637/1999 Αρμ. 2001. 1498). Εάν η σύμβαση μεσιτείας αποβλέπει στην υπόδειξη ευκαιρίας προς σύναψη σύμβασης, οποιαδήποτε ενέργεια του μεσίτη, έστω και με την παρεμβολή τρίτου προσώπου που ενεργεί καθ’ υποκατάσταση του μεσίτη, Θεωρείται ότι συνιστά υπόδειξη ευκαιρίας, αρκεί μεταξύ της ενέργειας αυτής και της πραγμάτωσης της σύμβασης να υπάρχει σχέση αιτιατού προς αποτέλεσμα. Η γνώση στο πρόσωπο του εντολέα, ότι στην κατάρτιση της σύμβασης με τον αντισυμβαλλόμενο μεσολάβησε μεσίτης, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την υποχρέωση αυτού προς καταβολή αμοιβής του μεσίτη, ούτε επίσης η τυχόν άγνοια του μεσίτη ως προς το πρόσωπο του εντολέα απαλλάσσει τον τελευταίο της υποχρεώσεώς του προς καταβολή της αμοιβής, εφόσον ο μεσίτης αποδεικνύει ότι η κατάρτιση της σύμβασης υπήρξε αποτέλεσμα της δικής του υπόδειξης (Α.Π. 484/1999 ΕΕΝ 65.579). Ο μεσίτης αξιώνοντας αμοιβή οφείλει να αποδείξει κατά τους γενικούς κανόνες τα θεμελιωτικά της αξιώσεως γεγονότα, άρα τη σύναψη της μεσιτείας, τη μεσιτική του δραστηριότητα (μεσολάβηση ή υπόδειξη), τη σύναψη της συμβάσεως και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της μεσιτικής δραστηριότητας και της συνάψεως της συμβάσεως, ο οποίος όμως επί αποδείξεως της μεσιτικής δραστηριότητας και συνάψεως κανονικά τεκμαίρεται, οπότε και το βάρος της ανατροπής του τεκμηρίου πέφτει στον αμφισβητούντα την αιτιότητα μεσιτικό εντολέα (βλπ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, άρθρο 703, σελ. 710).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει, το πόσο των 9.520 € ως συμφωνημένη μεσιτική αμοιβή, καθόσον με τη μεσολάβησή του ήρθε σε επαφή με τους αναφερόμενους πωλητές των αναφερόμενων στην αγωγή ακινήτων και έτσι επιτεύχθηκε η σύναψη σύμβασης πώλησης αυτών με τα αναφερόμενα συμβόλαια. Επίσης, ζητεί την καταβολή του παραπάνω ποσού με το νόμιμο τόκο από την επομένη υπογραφής του τελευταίου συμβολαίου, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά του έξοδα.
Με το παραπάνω περιεχόμενο, η αγωγή, η οποία είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον περιέχει όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις της αξιώσεως μεσιτικής αμοιβής, ήτοι α) την ύπαρξη έγκυρης συμβάσεως μεσιτείας, και β) την έγκυρη σύναψη της σκοπούμενης (κυρίας) συμβάσεως ως συνέπεια της μεσολαβήσεως ή της υποδείξεως του μεσίτη (Α.Π. 1238/2007 ΝοΒ 2997.2451), αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 16 § 1 περιπτ. 7, 14 παρ. 1 εδ. α΄, 22 και 74, 37, 41 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας των άρθρων 677 έως 681 Κ.Πολ.Δ.. Περαιτέρω, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 703, 704, 705, 341, 345, 346 Α.Κ. και 907, 908 και 176 του Κ.Πολ.Δ.. Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία της, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις του (βλπ. το με αριθμό 13205380/2013 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο. Υ. Κορίνθου).
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης και την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντα στο ακροατήριο, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι δεν αποδείχθηκαν οι πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντα, που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, και συγκεκριμένα ότι η κατάρτιση της σύμβασης πώλησης των ακινήτων, υπήρξε αποτέλεσμα της υπόδειξης του ενάγοντα.
Το δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα αυτό από το γεγονός ότι σε όλα τα αναφερόμενα στην αγωγή συμβόλαια υπάρχει σαφής δήλωση των μερών (πωλητών – αγοράστριας) ότι δεν μεσολάβησε κτηματομεσίτης, στο εξ αυτών δε υπ’ αριθ. 31.247/23.09.2008 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ……, ο ίδιος ο ενάγων ενεργώντας ως πληρεξούσιος της πωλήτριας, …… δήλωσε και αυτός ότι δεν μεσολάβησε κτηματομεσίτης για την αγοραπωλησία (βλπ. σελ. 6 συμβολαίου), δήλωση που λαμβάνεται υπ’ όψη ως εξώδικη ομολογία αυτού (άρθρο 352 Κ.Πολ.Δ).
Απ’ όλα τα ανωτέρω, προκύπτει ότι η κατάρτιση της σύμβασης πώλησης των ακινήτων, δεν υπήρξε αποτέλεσμα της υπόδειξης του ενάγοντα προς την εναγόμενη, με αποτέλεσμα να μην πληρούται ο σκοπός του νόμου και ως εκ τούτου, δεν οφείλεται η αμοιβή που ζητείται με την κρινόμενη αγωγή. Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της και να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντα, που χάνει τη δίκη, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης (άρθρο 176 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντα τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε την 01.02.2013, στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.