ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΕΡΓΑΤΙΚΑ) ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 784/2013

Καταγγελία σύμβασης εξηρτημένης εργασίας δίχως καταβολή της κατά νόμον αποζημίωσης. Άκυρη και δεν επιφέρει τη λύση της εργασιακής σχέσης εκτός αν ο εργαζόμενος παραιτηθεί, θεωρήσει την καταγγελία έγκυρη και ζητήσει την αποζημίωση – Αν η αποζημίωση υπερβαίνει τις αποδοχές δύο μηνών ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση ίση με αποδοχές δύο μηνών και το υπόλοιπο σε διμηνιαίες δόσεις ποσού εκάστης ίσου με τις αποδοχές δύο μηνών – Μερική καταβολή λόγω κακής οικονομικής πορείας της επιχείρησης και θέσης της σε εκκαθάριση – Καταχρηστικότητα κύριας βάσης της αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας – Δεκτή η επικουρική βάση για την καταβολή πλήρους αποζημίωσης – Κήρυξη προσωρινής εκτελεστότητος

*

Δικαστές: Αλεξάνδρα Πολύζου, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Δικηγόρος του γραφείου μας: Αικατερίνη Μίχου

* * * * *


ΑΠΟΦΑΣΗ 784/2013

Αριθμός κατάθεσης αγωγής: 2650/2012

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ


Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αλεξάνδρα Πολύζου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τον Γραμματέα Γεώργιο Καζάκο.

Συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2013 για να δικάσει την με αριθμό κατάθεσης 2650/2012 αγωγή μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: …… που παραστάθηκαν η τέταρτη διά και οι λοιποί μετά της πληρεξουσίου δικηγόρου τους Αικατερίνης Μίχου.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της υπό εκκαθάριση Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία …… που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Νίκου Κυπραίου.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 648 και 669 Α.Κ., 1 και 3 ν. 2112/1920 και 5 § 3 ν. 3198/1955 η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς δεν είναι απαραίτητο να δικαιολογείται από τον καταγγέλλοντα, αποτελεί δε δικαίωμα του μισθωτού και του εργοδότη. Για να είναι, όμως, έγκυρη και συνακόλουθα να επιφέρει τη λύση της σύμβασης, από την πλευρά του εργοδότη, πρέπει να είναι έγγραφη και, εφόσον η απασχόληση του εργαζομένου είχε υπερβεί τους δύο μήνες, να συνοδεύεται από την ανάλογη αποζημίωση απόλυσης. Σε διαφορετική περίπτωση είναι παράνομη και άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174 και 180 Α.Κ.) και συνεπώς δεν επιφέρει τη λύση της σύμβασης, ο δε εργοδότης που αρνείται να δεχθεί την παροχή της εργασίας, καθίσταται υπερήμερος έναντι του εργαζομένου και – όσο διαρκεί η υπερημερία του, δηλαδή η μη αποδοχή της εργασίας – υποχρεούται να καταβάλλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του, σαν να τον απασχολούσε κανονικά (άρθρα 349, 350, 656 Α.Κ., βλ. Α.Π. 1825/1999 Ελλ.Δ/νη 2000.1014, Α.Π. 1169/1999 Ελλ.Δ/νη 2000.722, Α.Π. 72/1998 Ελλ.Δ/νη 1999.1339). Η ακυρότητα της καταγγελίας σε περίπτωση μη τήρησης των παραπάνω προϋποθέσεων που απαιτεί ο νόμος είναι σχετική, έχει ταχθεί υπέρ του εργαζομένου, ο οποίος μπορεί να παραιτηθεί από τα δικαιώματα που του παρέχει η ακυρότητα και θεωρώντας την καταγγελία έγκυρη να αξιώσει την αποζημίωση (Α.Π. 83/1997 Ε.Ε.Δ. 1998.12, Α.Π. 1176/1995 Ελλ.Δ/νη 1997.818, Α.Π. 590/1994 Ελλ.Δ/νη 1995.162, Α.Π. 701/1991 Ελλ.Δ/νη 1992.121, Α.Π. 1818/1990 Δ.Ε.Ν. 1992.989). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 74 του ν. 3863/2010 όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση.

 

Οι ενάγοντες με την κρινόμενη αγωγή τους, εκθέτουν πως με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στην Αθήνα, προσλήφθηκαν από την εναγομένη κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή τους ημερομηνίες για να εργαστούν με την ιδιότητα που αναφέρει ο καθένας τους στην αγωγή τους, με ημερομίσθιο ή μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από τις εκάστοτε ισχύουσες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων σε παρόμοιες επιχειρήσεις όπως αυτή της εναγομένης, που ανέρχονταν στα αναφερόμενα στην αγωγή τους ποσά. Ότι η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας τους στις 14.12.2011, χωρίς όμως, να τους καταβάλει προσηκόντως την νόμιμη αποζημίωσή τους, διότι προέβη σε μερικές καταβολές και όχι στην καταβολή ολόκληρης της αποζημίωσης απόλυσης. Σε ακολουθία του ιστορικού αυτού, που αναλύεται περισσότερο στην αγωγή, ζητούν να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να τους καταβάλει ολόκληρη την αναλογούσα νόμιμη αποζημίωση απολύσεως, ή επικουρικά τη διαφορά μεταξύ της νόμιμης αποζημίωσης και των μερικών καταβολών που ήδη πραγματοποίησε η εναγομένη στον καθένα τους με το νόμιμο τόκο από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή εισάγεται αρμοδίως ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ ύλη (άρθρα 16 στοιχ. 1 και 663 Κ.Πολ.Δ.) και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 22 και 25 Κ.Πολ.Δ.), για να δικαστεί κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 Κ.Πολ.Δ.), καθώς και επαρκώς ορισμένη (άρθρα 215 216 §1 και 591 Κ.Πολ.Δ.), ενώ είναι και νόμιμη, διότι στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 183, 345, 346, 349, 350, 481, 648, 649, 653, 655, 669, 904 Α.Κ., άρθρα 1, 3 ν. 2112/1920, άρθρα 5 § 3 και 6 § 2 ν. 3198/1955, και τέλος των άρθρων 176, 218, 907, 908 § 1 περ. ε΄ Κ.Πολ.Δ.. Νόμιμο δε είναι και το αίτημα η επιδικασθείσα αποζημίωση απόλυσης να είναι τοκοφόρα από την ημεροχρονολογία απόλυσης, καθόσον για την καταβολή της αποζημίωσης υπάρχει δήλη μέρα και έτσι από την ημέρα της καταγγελίας οφείλονται τόκοι χωρίς να απαιτείται όχληση (Εφ.Αθ. 4958/1998 Ελλ.Δ/νη 1998.1672). Τέλος, έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου μετά των αναλογούντων ποσοστών υπέρ Τ.Ν. και ΤΑΧΔΙΚ (βλπ. άρθρο 71 Εισ.Ν. Κ.Πολ.Δ. και προσκομιζόμενα τα με αριθμούς 152391, 181871, 148553, 152392, 152393, 152394, 152395, 285528, 152389 και 152390 αγωγόσημα). Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί περαιτέρω και κατουσίαν.

Η εναγομένη αρνείται την αγωγή και προέβαλε την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως αυτής η οποία είναι νόμιμη (άρθρο 281 Α.Κ.) και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία της.

Από το σύνολο των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στην Αθήνα, προσλήφθηκαν από την εναγομένη κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή τους ημερομηνίες για να εργαστούν με την ιδιότητα που αναφέρει ο καθένας τους στην αγωγή τους, με ημερομίσθιο ή μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από τις εκάστοτε ισχύουσες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων σε παρόμοιες επιχειρήσεις όπως αυτή της εναγομένης, που ανέρχονταν στα αναφερόμενα στην αγωγή τους ποσά και συγκεκριμένα: Ο 1ος των εναγόντων, προσελήφθη ως εργάτης αντλίας την 02.05.2011 και αμειβόταν με ημερομίσθιο το οποίο κατά τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ανέρχονταν σε 78,94 ευρώ. Ο 2ος των εναγόντων, προσελήφθη ως υπάλληλος στην εναγομένη την 1η Απριλίου 1987 υπό την ιδιότητα του οδηγού χειριστή αντλίας με μηνιαίες αποδοχές κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασής του ποσού 2.139,92 ευρώ. Η 3η ενάγουσα, προσελήφθη την 15.07.1986 υπό την ιδιότητα της υπαλλήλου – λογίστριας με μηνιαίες αποδοχές κατά το χρόνο καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της ποσού 3.459,89 ευρώ. Ο 4ος ενάγων προσελήφθη την 19.05.2000 υπό την ιδιότητα της υπαλλήλου – οδηγού μπετονιέρας με μηνιαίες αποδοχές κατά το χρόνο καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της ποσού 1.880,85 ευρώ. Ο 5ος ενάγων προσελήφθη την 18.05.2001 υπό την ιδιότητα της υπαλλήλου – οδηγού μπετονιέρας με μηνιαίες αποδοχές κατά το χρόνο καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της ποσού 2.052,88 ευρώ. Η 6η ενάγουσα, προσελήφθη την 14.09.1988 υπό την ιδιότητα της υπαλλήλου – βοηθού λογίστριας με μηνιαίες αποδοχές κατά το χρόνο καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της ποσού 1.891,87 ευρώ. Την 14η Δεκεμβρίου 2011 η εναγομένη προέβη, άνευ προηγουμένης εγγράφου ειδοποιήσεως στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας όλων των ανωτέρω εργαζομένων της (εναγόντων). Παράλληλα η Γενική Συνέλευση των μετόχων της εναγομένης εταιρίας αποφάσισε τη λύση της εταιρίας λόγω οικονομικής αδυναμίας και την θέση αυτής υπό εκκαθάριση. Κατά τον ανωτέρω χρόνο απόλυσής τους η εναγομένη εξόφλησε όλα τα δεδουλευμένα, καθώς και το δώρο Χριστουγέννων και υπολόγισε τις αποζημιώσεις απόλυσης των υπαλλήλων της τις οποίες και αποδέχθηκαν οι ενάγοντες και υποσχέθηκε να τις καταβάλει τμηματικά. Για τον λόγο αυτό και δεδομένου ότι η εναγομένη εταιρία βρίσκεται υπό εκκαθάριση, οι εκκαθαριστές αυτής, αφού εισέπραξαν απαιτήσεις της εταιρίας μετά την έναρξη της εκκαθάρισης διένειμαν τις εισπράξεις στους ενάγοντες καταβάλλοντος ένα τμήμα της αποζημίωσης απόλυσης στον καθένα τους. Οι γενόμενες καταβολές, που δεν αμφισβητούνται από τους ενάγοντες, σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση της εναγομένης εταιρίας και την γενικότερη οικονομική κρίση, καθιστούν καταχρηστική την απαίτησή τους να τους καταβληθεί ολόκληρο το ποσό της οφειλόμενης στον καθένα τους αποζημίωσης απόλυσης. Εξάλλου η εναγομένη δεν αμφισβητεί το ύψος της οφειλόμενης στον καθένα τους αποζημίωσης απόλυσης και συνομολογεί την οφειλή της μετά την αφαίρεση των ήδη καταβληθέντων σε καθένα των εναγόντων ποσών. Συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί το κύριο αίτημα της αγωγής γενομένης δεκτής της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που άσκησε η εναγομένη και να γίνει δεκτό το επικουρικό αίτημα αυτής που συνομολογείται από την εναγομένη. Θα πρέπει δηλαδή να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στους ενάγοντες τα κατωτέρω ποσά: …… με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης εργασίας όλων των εναγόντων, δηλαδή την 14.12.2011. Το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει δεκτό για όλο το ποσό που επιδικάζεται, δεδομένου ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στους ενάγοντες (άρθρα 907, 908 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, θα πρέπει η εναγόμενη να υποχρεωθεί σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, ανάλογα τον την έκταση της ήττας της (άρθρα 178, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), κατά παραδοχή του σχετικού αγωγικού αιτήματος, όπως το ποσό αυτών ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στους ενάγοντες τα κατωτέρω ποσά: …… με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης εργασίας όλων των εναγόντων, δηλαδή την 14.12.2011.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το σύνολο του επιδικαζόμενου με την παραπάνω καταψηφιστική της διάταξη ποσού.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων ποσού τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, στο ακροατήριο του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση την 5η Απριλίου 2013.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ