Έφεση κατ’ αποφάσεως πρωτοβαθμίου που κηρύττει απαράδεκτη συζήτηση δικογράφου (ανακοπής και προσθέτων λόγων) λόγω μη επιδόσεως στον αντίδικο δεν επιτρέπεται και είναι απαράδεκτη διότι η εφεσιβαλλομένη δεν είναι οριστική και δεν υπόκειται σε έφεση αφού το δικαστήριο δεν αποξενώνεται από την υπόθεση αλλά διατηρεί την εξουσία του επ’ αυτής μετά την επανεισαγωγή της και πλήρωση του κενού που προκάλεσε το απαράδεκτο οπότε και μπορεί να ανακαλέσει την πρωτοβάθμια απόφαση
*
Δικηγόρος του γραφείου μας: Κ. Ε. Μακαρώνας σε συνεργασία με τον δικηγόρο Λαμίας κ. Μαυρίκα
* * * * *
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1, του Κ.Πολ.Δ. σε έφεση υπόκεινται α) αποφάσεις των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων περί παραπομπής σε άλλο δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας και β) οι οριστικές αποφάσεις. Οριστική απόφαση, κατά την έννοια αυτής της διάταξης, συνδυαζόμενης και προς εκείνες των άρθρων 308 και 309 του Κ.Πολ.Δ., είναι η απόφαση που δέχεται ολικά ή μερικά το αίτημα για παροχή δικαστικής προστασίας, απεκδύοντας το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία για το αίτημα αυτό και η οποία, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ανακληθεί από το δικαστήριο που την εξέδωσε (βλ. Α.Π. 382/2005 Ελ.Δ/νη 47, 1666, Εφ.Αθ. 5561/2009 Ελ.Δ/νη 51, 208, Εφ.Αθ. 6264/2007 Ελ.Δ/νη 49, 561). Αντίθετα, η απόφαση με την οποία, για οποιοδήποτε λόγο, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση αγωγής ή άλλου ενδίκου μέσου παροχής δικαστικής προστασίας δεν είναι οριστική, αφού το δικαστήριο δεν αποξενώνεται από την υπόθεση, αλλά διατηρεί την εξουσία επ’ αυτής, μετά την εισαγωγή της σ’ αυτό, αφού πληρωθεί το κενό που προκάλεσε το απαράδεκτο της συζήτησης. Η απόφαση μπορεί να ανακληθεί από το δικαστήριο, μετά την επαναφορά της αγωγής προς συζήτηση με κλήση (βλ. Εφ.Αθ. 5561/2009, ό.π, Εφ.Αθ. 954/1997 Ελ.Δ/νη 40, 410 Εφ.Πειρ. 615/1997 Ελ.Δ/νη 40, 383, Σαμουήλ «Η Έφεση» έκδ. 2003 σελ. 90 αρ. 6). Εκ τούτων συνάγεται ότι δεν είναι οριστική και επομένως δεν υπόκειται σε έφεση η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία, έστω και εσφαλμένα κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής (Α.Π. 382/2005 ό.π., Εφ.Δωδ. 82/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 337/2010 Ε.Π.Ο.Λ.Δ. 2010, 851, Εφ.Θεσ. 718/2010 Αρμ. 2012, 86).
Εν προκειμένω, η υπό κρίση έφεση του καθού η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι της ασκήθηκε κατά της υπ’ αριθ. 114/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της από 29.08.2008 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στο Πρωτοδικείο Βόλου 227/2008 ανακοπής και των από 04.09.2008, 17.09.2008 και 15.12.2008 πρόσθετων λόγων αυτής με αριθμούς εκθέσεως καταθέσεως στο ως άνω Πρωτοδικείο 233/2008, 239/2008 και 321/2008 αντίστοιχα, που επισπεύσθηκε με την από 25.11.2009 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στο Πρωτοδικείο Λαμίας 2303/ΤΜ193/20.07.2009 αίτηση – κλήση της ανακόπτουσας – εφεσίβλητης, για το λόγο ότι δεν προέκυψε αν αντίγραφο της υπό κρίση ανακοπής (του Κ.Ε.Δ.Ε.) και των πρόσθετων λόγων αυτής, καθώς επίσης και της από 25.11.2009 αιτήσεως – κλήσεως προς συζήτηση της υποθέσεως, έχουν επιδοθεί στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Αταλάντης. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η ανωτέρω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας δεν υπόκειται σε έφεση, καθόσον πρόκειται για μη οριστική απόφαση. Πρέπει, λοιπόν, η έφεση να απορριφθεί, ως απαράδεκτη (άρθρ. 532 Κ.Πολ.Δ.), τα δε δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας βαρύνουν το εκκαλούν, επειδή ηττάται (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.), μειωμένα όμως σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, όπως ισχύει μετά την υπ’ αριθ. 134423/08.12.1992 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών – Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β΄ 11/20.01.1993 – Ολ.Α.Π. 5/2002, Ελ.Δ/νη 43, 377, Α.Π. 322/2008, Α.Π. 1808/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ε.Α. 4959/2010 Ελ.Δ/νη 2011, 576) και ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.,
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση ως απαράδεκτη.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.