Αγοραπωλησία και μεταβίβαση μετοχών Ανώνυμης Εμπορικής / Βιομηχανικής Εταιρείας (μη εισηγμένης) – Εξωεταιρικές Συμφωνίες σχετικά με τη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου και τη λήψη αποφάσεων από το Δ.Σ. και τη Γ.Σ. των μετόχων – Αθέτηση εξωεταιρικής συμφωνίας και αξίωση επιστροφής του τιμήματος της αγοραπωλησίας των μετοχών λόγω υπαναχωρήσεως των αγοραστών από τη σύμβαση αγοραπωλησίας εξ αιτίας της εν λόγω αθέτησης – Εφ’ όσον οι υποχρεώσεις των πωλητών εκ της συμβάσεως αγοραπωλησίας έχουν τηρηθεί, η αθέτηση της εξωεταιρικής συμφωνίας δεν δίδει δικαίωμα υπαναχωρήσεως στους αγοραστές διότι είναι διακριτή διαρκής συμφωνία που δεν επηρεάζει την τύχη της συμβάσεως αγοραπωλησίας, ρυθμίζει σχέσεις μεταγενέστερες της αγοραπωλησίας και της μεταβιβάσεως των μετοχών και δεν εξηρτήθη η καταβολή του τιμήματος από την τήρηση της εξωεταιρικής συμφωνίας αλλ’ από άλλους όρους περί ων δεν πρόκειται ζήτημα (ελάττωμα μετοχών κ.α.) – Η υπαναχώρηση δεν έχει, άρα, έννομες συνέπειες – Απορρίπτει αγωγή – 361, 340, 345, 346, 383, 385, 906 Α.Κ..
*
Δικαστές: Παγώνα Παναγιώτου – Πρόεδρος Πρωτοδικών, Αθηνά Πάλλη Πρωτοδίκης – Εισηγήτρια, Παναγιώτης Τρυφωνόπουλος – Πρωτοδίκης
Δικηγόρος του γραφείου μας: Κυριάκος Ε. Μακαρώνας
* * * * *
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 31.05.2012 κλήση νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη αγωγή μετά από ματαίωση κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 09.05.2012 λόγω των βουλευτικών εκλογών της 06.05.2012.
Η αδυναμία παροχής και η υπερημερία του οφειλέτη δεν εξαντλούν τις περιπτώσεις ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής εξαιτίας του οφειλέτη. Μπορεί ακόμη να συμβεί ο οφειλέτης α) παρότι η παροχή είναι δυνατή, να αρνείται άμεσα (ρητά) ή έμμεσα (με τη συμπεριφορά του) να την εκπληρώσει, β) να εκπληρώσει την παροχή αλλά η εκπλήρωση να είναι πλημμελής, δηλαδή να μην είναι η προσήκουσα, γ) να εκπληρώσει προσηκόντως και εμπροθέσμως την κύρια παροχή αλλά να παραβιάσει κάποιες από τις παρεπόμενες υποχρεώσεις, δ) να εκπληρώσει εγκαίρως και προσηκόντως μια (ή περισσότερες) από τις κύριες παροχές αλλά να αδυνατεί ή αρνείται ή καθυστερεί να εκπληρώσει την άλλη (ή άλλες) και ε) εάν η παροχή συνίσταται σε παράλειψη, να παραβιάσει με θετική ενέργεια άπαξ ή επανειλημμένα την υποχρέωσή του. Για όλες αυτές τις περιπτώσεις ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, οι οποίες δεν μπορούν να υπαχθούν στις έννοιες της αδυναμίας παροχής ή της υπερημερίας του οφειλέτη, έχει επικρατήσει στην επιστήμη και τη νομολογία ο όρος «πλημμελής εκπλήρωση», αν και ο όρος αυτός κυριολεκτεί σε μία μόνο από τις ανωτέρω παραβάσεις (Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, σελ. 229). Στο πλαίσιο των αμφοτεροβαρών συμβάσεων, όπως και στις ετεροβαρείς, ο Α.Κ. δε ρυθμίζει το ζήτημα της τύχης της αντιπαροχής σε περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής. Υπάρχει επομένως κενό, το οποίο καλύπτεται με αναλογία δικαίου. Έτσι γίνεται δεκτό ότι στην υπαίτια πλημμελή εκπλήρωση ο δανειστής της πλημμελώς εκπληρωθείσας παροχής έχει, πέραν των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στον δανειστή για την υπαίτια πλημμελή εκπλήρωση αυτοτελούς παροχής, και τα διαζευκτικώς παρεχόμενα δικαιώματα των άρθρων 382 και 383 επ.. Δηλαδή δικαιούται είτε να αποκρούσει την πλημμελή παροχή και να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκπλήρωση, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση απαιτώντας παράλληλα και εύλογη αποζημίωση (άρθρο 387 παρ. 1 του Α.Κ.). Επειδή όμως η παροχή δικαιώματος για μη εκπλήρωση της σύμβασης ή η ανατροπή όλης της σύμβασης λόγω υπαναχώρησης αποτελούν δραστικές συνέπειες, η καλή πίστη (άρθρο 288 του Α.Κ.) επιβάλλει η πλημμέλεια να είναι τόσο ουσιώδης, ώστε ο δανειστής να μην έχει συμφέρον να δεχθεί την πλημμελή παροχή. Διαφορετικά ο δανειστής δεν μπορεί να αποκρούσει την παροχή και να αξιώσει αποζημίωση για μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Για την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων ο δανειστής πρέπει να θέσει εύλογη προθεσμία στον οφειλέτη για την άρση της πλημμέλειας (ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 383 του Α.Κ.), εκτός αν η πλημμέλεια δεν μπορεί να αρθεί ή συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 385 του Α.Κ., σύμφωνα με το οποίο δεν απαιτείται να ταχθεί στον υπερήμερο οφειλέτη προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής: 1) αν από την όλη στάση του προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο 2) αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης. Μετά την άπρακτη πάροδο της εύλογης προθεσμίας ο δανειστής μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του (Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, σελ. 324, Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Α2, 1996, σελ. 126-127). Το πότε είναι άσκοπο μέτρο το να τάξει ο δανειστής εύλογη προθεσμία στον οφειλέτη για εκπλήρωση της παροχής κρίνεται κατά τους όρους της συναλλακτικής καλής πίστης και κατά τις συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως όταν ο οφειλέτης δηλώνει ρητά ότι δε θα εκπληρώσει την παροχή του ή όταν κωφεύει στις επανειλημμένες οχλήσεις του δανειστή ή γενικότερα δείχνει πλήρη αδιαφορία για την εκπλήρωση της παροχής (Α.Π. 1814/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 4774/1987 Ελλ.Δ/νη 1998.1678).
Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα εκθέτει, με την υπό κρίση αγωγή της, όπως παραδεκτά αυτή συμπληρώθηκε με τις προτάσεις της (άρθρο 224 του Κ.Πολ.Δ.), ότι οι εναγόμενοι ήταν οι μοναδικοί εταίροι της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ……… και το διακριτικό τίτλο «………», της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανερχόταν το Μάρτιο του 2008 σε 5.430.000 €, διαιρεμένο σε 1.357.500 κοινές ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 4 € εκάστη, εκ των οποίων 1.018.125 ανήκαν στον πρώτο εναγόμενο και 339.375 στον δεύτερο εναγόμενο. Ότι το Μάρτιο του 2008 συμφώνησε με τους εναγομένους αφενός να της μεταβιβάσουν το 34% του μετοχών τους αντί 7.820.000 €, αφετέρου να της παράσχουν και να της εξασφαλίσουν το δικαίωμα ισότιμης συμμετοχής της στη διοίκηση και τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, προκειμένου να καταστεί δυνατή η περαιτέρω ανάπτυξη και επέκταση των δραστηριοτήτων της εταιρείας στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Ότι ειδικότερα στις 13.03.2008 κατήρτισαν δύο συμφωνητικά και δη τη «σύμβαση πώλησης μετοχών ανώνυμης εταιρείας» και το «συμφωνητικό μετόχων», που αποτελούν μία αδιαίρετη ενότητα (ενιαία σύμβαση), παρότι έχουν συνταχθεί σε δύο ξεχωριστά έγγραφα. Ότι με την πρώτη σύμβαση οι εναγόμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να της πωλήσουν 461.550 μετοχές, που αντιστοιχούσαν στο 34% του μετοχικού κεφαλαίου, και ειδικότερα ο πρώτος 325.800 μετοχές αντί 5.520.000 € και ο δεύτερος 135.750 μετοχές αντί 2.300.000 €. Ότι στο δεύτερο συμφωνητικό, το οποίο καταρτίστηκε και υπογράφηκε ταυτόχρονα με το πρώτο, καθορίσθηκαν οι υποχρεώσεις των εναγομένων έναντι της ενάγουσας που συνιστούσαν την κύρια παροχή τους, ήτοι την εξασφάλιση σε αυτήν του δικαιώματος ισότιμης συμμετοχής της στη διοίκηση και τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, και ειδικότερα προβλέφθηκε στο άρθρο 6 ότι το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας 9α απαρτίζεται από επτά μέλη, από τα οποία τέσσερα θα επιλέγονται από τους μετόχους που συγκεντρώνουν την πλειοψηφία των μετοχών που ανήκουν στους παλαιούς μετόχους ή τους δικαιοδόχους αυτών και τρία θα επιλέγονται από την ενάγουσα, στο άρθρο 11 ότι σε περίπτωση παραίτησης, θανάτου ή παύσης με οποιονδήποτε τρόπο μέλους του διοικητικού συμβουλίου που έχει ορισθεί από τη μία πλευρά τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν έναντι αλλήλων την υποχρέωση και εγγυώνται όπως τα υπόλοιπα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ψηφίσουν ως αντικαταστάτη του παραιτηθέντος ή παυθέντος μέλους το πρόσωπο εκείνο που θα υποδειχθεί από την πλευρά αυτής, στο άρθρο 12 ότι κάποιες εταιρικές αποφάσεις θα λαμβάνονται με σύμφωνη πάντα γνώμη της νέας μετόχου, ήτοι από τη γενική συνέλευση με απαρτία και πλειοψηφία των 2/3 και από το διοικητικό συμβούλιο με πλειοψηφία των 5/7 του συνόλου των μελών του, η δε σχετική πρόβλεψη στο τελευταίο άρθρο ενσωματώθηκε στο άρθρο 23 παρ. 3 του καταστατικού της εταιρείας, και στο άρθρο 23 ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν έναντι αλλήλων την υποχρέωση και υπόσχονται να ψηφίζουν στα αρμόδια όργανα της εταιρείας έτσι ώστε να υλοποιούνται όλες οι συμφωνίες τους που προβλέφθηκαν στο συμφωνητικό αυτό. Ότι μετά την υπογραφή των ανωτέρω συμφωνητικών κατέβαλε το ποσό των 7.820.000 € στους εναγομένους και ειδικότερα 5.520.000 € στον πρώτο, ο οποίος μεταβίβασε και παρέδωσε σε αυτήν 325.800 μετοχές, και 2.300.000 € στον δεύτερο, ο οποίος μεταβίβασε και παρέδωσε σε αυτήν 135.750 μετοχές, και ότι εξελέγη διοικητικό συμβούλιο, το οποίο αποτελείτο από τέσσερα μέλη της επιλογής των εναγομένων και τρία μέλη της επιλογής της. Ότι από τον Ιανουάριο του 2010 οι εναγόμενοι έπαυσαν να εξασφαλίζουν την ισότιμη συμμετοχή της στη διοίκηση και τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων. Ότι στο διοικητικό συμβούλιο της 27.01.2010 αποφασίστηκε, με απλή πλειοψηφία των 4/7 των μελών του και παρά την εναντίωση των άλλων τριών μελών που αυτή είχε ορίσει, η ανάθεση της εκπροσώπησης, της διαχείρισης και της διοίκησης όλων των εταιρικών υποθέσεων αποκλειστικά στους εναγομένους και περαιτέρω η ανάθεση αποκλειστικά στον πρώτο εναγόμενο της αγοράς και της πώλησης όλων των προϊόντων που εμπορεύεται η εταιρεία, ανεξάρτητα από το ποσό των συναλλαγών, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό το άρθρο 12 του συμφωνητικού μετόχων. Ότι στο διοικητικό συμβούλιο της 23.04.2010 οι εναγόμενοι, εμμένοντας στην αθέτηση της κύριας συμβατικής υποχρέωσής τους για εξασφάλιση στην ενάγουσα ισότιμης συμμετοχής στη διοίκηση της εταιρείας, εξέλεξαν ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου τον ………, πρόσωπο που υπέδειξαν αυτοί, σε αντικατάσταση του παραιτηθέντος ………, τον οποίο αυτή είχε υποδείξει, παραβιάζοντας τα άρθρα 6 και 11 του συμφωνητικού μετόχων και το άρθρο 21 παρ. 2 του καταστατικού της εταιρείας. Ότι η αθέτηση της υποχρέωσης των εναγομένων για εξασφάλιση της ισότιμης συμμετοχής της στη διοίκηση και τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων είναι τόσο ουσιώδης, ώστε αναιρεί το συμφέρον της στην αγορά του 34% των μετοχών, αφού προέβη στην ανωτέρω αγορά υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει αποφασιστική σύμφωνη γνώμη επί των εταιρικών υποθέσεων, πράγμα που θα διασφαλιζόταν και σε περίπτωση μεταβίβασης μετοχών με όσα προβλέπονταν στους όρους 15, 16 και 17 του συμφωνητικού μετόχων. Ότι λόγω της ουσιώδους, παράνομης και υπαίτιας αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεων των εναγομένων δικαιούται να υπαναχωρήσει από την από 13.03.2008 σύμβαση πώλησης μετοχών, η οποία αποτελεί μία ενιαία σύμβαση με το από 13.03.2008 συμφωνητικό μετόχων, σύμφωνα με το άρθρο 383 του Α.Κ.. Ότι έχει ήδη υπαναχωρήσει με έγγραφη δήλωσή της, την οποία επέδωσε στον πρώτο εναγόμενο στις 17.09.2010 και στον δεύτερο εναγόμενο στις 22.09.2010, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 8.136Δ/17.09.2010 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Χαρίκλειας Τραπατσέλη και την υπ’ αριθ. 2.589Γ/22.09.2010 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Λαμίας Βασιλικής Φούρκα. Ότι κατόπιν των ανωτέρω οι εναγόμενοι οφείλουν να της επιστρέψουν το ποσό των 7.820.000 €, το οποίο τους είχε καταβάλει ως τίμημα για την αγορά των μετοχών, έντοκα με το νόμιμο τόκο από την υπαναχώρηση, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, αφού με την υπαναχώρηση και τη διάλυση της σύμβασης εξέλιπε η αιτία κατοχής του ανωτέρω ποσού, για την επιστροφή του οποίου ευθύνονται οι εναγόμενοι εις ολόκληρον σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 11 της σύμβασης, στο πρώτο εκ των οποίων προβλέπεται εις ολόκληρον ευθύνη των εναγομένων για τις συμβατικές υποχρεώσεις τους και στο δεύτερο εις ολόκληρον ευθύνη των εναγομένων σε περίπτωση οικονομικής ζημίας της ενάγουσας και υποχρέωσης καταβολής αποζημίωσης σε αυτή. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί, με την υπό κρίση αγωγή της, μετά τη νόμιμη τροπή του κυρίου αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και την παραίτηση από το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή με δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων της, η οποία έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και περιλαμβάνεται στις προτάσεις της (άρθρα 223, 295 και 297 του Κ.Πολ.Δ.), να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των επτά εκατομμυρίων οκτακοσίων είκοσι χιλιάδων (7.820.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας ο πρώτος από 18.09.2010 και ο δεύτερος από 23.09.2010, άλλως και οι δύο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, άλλως να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται να της καταβάλουν ο πρώτος εναγόμενος το ποσό των πέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων είκοσι χιλιάδων (5.520.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 18.09.2010, και ο δεύτερος εναγόμενος το ποσό των δύο εκατομμυρίων τριακοσίων χιλιάδων (2.300.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 23.09.2010, άλλως και οι δύο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδά της σε βάρος των εναγομένων. Με το περιεχόμενο αυτό η υπό κρίση αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας δεν απαιτείται δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων της ενάγουσας περί αποτυχίας της απόπειρας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς (άρθρο 214Α του Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι δυνάμει της παρ. 3 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 δεν απαιτείται πλέον η τήρηση της προδικασίας που προέβλεπε το προϊσχύσαν άρθρο 214Α του Κ.Πολ.Δ. για τις αγωγές που έχουν ασκηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου και δεν έχουν ακόμη συζητηθεί, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 7, 9, 10, 14 παρ. 2, 18 αριθ. 1, 22 και 37 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), είναι ορισμένη και νόμιμη ως προς το επικουρικό αίτημά της να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα ο πρώτος εναγόμενος το ποσό των πέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων είκοσι χιλιάδων (5.520.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από 18.09.2010 και ο δεύτερος εναγόμενος το ποσό των δύο εκατομμυρίων τριακοσίων χιλιάδων (2.300.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από 23.09.2010, άλλως και οι δύο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εναγομένους, στηρίζεται στα άρθρα 361, 340, 345, 346, 383, 385 και 904 του Α.Κ. και 176 του Κ.Πολ.Δ., καθόσον η ενάγουσα εμμέσως αλλά σαφώς υποστηρίζει με την υπό κρίση αγωγή της ότι θα ήταν άσκοπο να τάξει εύλογη προθεσμία στους εναγομένους για εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους πριν από τη δήλωσή της περί υπαναχώρησης, αφού επικαλείται ότι αυτοί εμμένουν στη μη τήρηση της συμβατικής υποχρέωσής τους να εξασφαλίζουν σε αυτήν την ισότιμη συμμετοχή της στη διοίκηση της εταιρείας. Περαιτέρω είναι μη νόμιμο και πρέπει να απορριφθεί το κύριο αίτημα της αγωγής να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον το ποσό των επτά εκατομμυρίων οκτακοσίων είκοσι χιλιάδων (7.820.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας ο πρώτος εναγόμενος από 18.09.2010 και ο δεύτερος εναγόμενος από 23.09.2010, άλλως και οι δύο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, γιατί με την υπαναχώρηση από τη σύμβαση και τη συνακόλουθη ανατροπή της κάθε εναγόμενος οφείλει να επιστρέψει το ποσό κατά το οποίο πλούτισε χωρίς νόμιμη αιτία, ήτοι το ποσό που εισέπραξε ως τίμημα για την πώληση στην οποία συμβλήθηκε, δεδομένου ότι στην υπό κρίση αγωγή πρόκειται ουσιαστικά για δύο συμβάσεις πώλησης, στην πρώτη εκ των οποίων πωλητής 325.800 μετοχών είναι ο πρώτος εναγόμενος και στη δεύτερη πωλητής 136.750 μετοχών είναι ο δεύτερος εναγόμενος, και επομένως δεν μπορεί να αναγνωριστεί ότι έκαστος εναγόμενος οφείλει να αποδώσει στην ενάγουσα, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ποσό που δεν εισέπραξε και κατά το οποίο συνεπώς δεν μπορεί να πλούτισε, και επιπλέον η πρόβλεψη για εις ολόκληρον ευθύνη των εναγομένων στο άρθρο 3 της από 13.03.2008 σύμβασης πώλησης μετοχών σχετίζεται με την τήρηση των υποχρεώσεων που αυτοί ανέλαβαν με τη σύμβαση για το χρονικό διάστημα ισχύος της και δεν αφορά στο χρονικό διάστημα μετά την ανατροπή της με την υπαναχώρηση κάποιου συμβαλλομένου και η πρόβλεψη για εις ολόκληρον ευθύνη των εναγομένων στο άρθρο 11 της από 13.03.2008 σύμβασης πώλησης μετοχών, σχετίζεται με υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης προς την ενάγουσα, περίπτωση που δεν συντρέχει στην υπό κρίση υπόθεση. Επομένως η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι μετά την ανωτέρω τροπή του επικουρικού αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, αφού η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 με την οποία δεν εξαιρούνται από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου οι αναγνωριστικές αγωγές δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος αυτού σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 4055/2012.
Από τη διάταξη του άρθρου 249 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μίας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μίας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης, εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση, που δεν μπορεί να προσβληθεί. Για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει δέσμευση δεδικασμένου από την απόφαση του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η άλλη δίκη, αλλά αρκεί οποιαδήποτε άλλη πραγματική εξάρτηση της προς διάγνωση διαφοράς όπως στην περίπτωση που η απόφαση του άλλου δικαστηρίου θα συνεκτιμηθεί απλώς στα πλαίσια της αποδεικτικής διαδικασίας (Εφ.Αθ. 3220/2003 Ελλ.Δ/νη 2003.1410).
Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι αρνήθηκαν την αγωγή και ζήτησαν την απόρριψή της. Περαιτέρω εκθέτουν ότι η ενάγουσα έχει ασκήσει τις με αριθμούς κατάθεσης ……… και ……… αγωγές της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, με τις οποίες ζήτησε την αναγνώριση της ακυρότητας των από 27.01.2010 και 24.03.2010 αποφάσεων του διοικητικού’ συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ……… και επί των οποίων εκδόθηκαν οι υπ’ αριθ. ……… και ……… αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, με τις οποίες οι αγωγές έγιναν δεκτές και κατά των οποίων αυτοί θα ασκήσουν έφεση, και επειδή υπάρχει εξάρτηση της υπό κρίση διαφοράς από το αν θα γίνουν δεκτές αμετάκλητα οι ανωτέρω αγωγές ζητούν να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης εωσότου περατωθούν αμετάκλητα οι δίκες για τις οποίες εκδόθηκαν οι προαναφερθείσες δύο αποφάσεις. Το αίτημα αυτό αναβολής συζήτησης της υπόθεσης πρέπει να απορριφθεί, γιατί η διάγνωση της υπό κρίση διαφοράς δεν εξαρτάται κατά οποιονδήποτε τρόπο από την αναγνώριση της ακυρότητας ή μη των ανωτέρω αποφάσεων, η οποία τυχόν ακυρότητα θα στηρίζεται σε παράβαση των διατάξεων του ν. 2190/1920 και όρων του καταστατικού της εν λόγω εταιρείας, ενώ στην υπό κρίση περίπτωση κρίνονται η σχέση της από 13.03.2008 σύμβασης πώλησης μετοχών με το από 13.03.2008 συμφωνητικό μετόχων και η ανατροπή ή μη της πρώτης σύμβασης μετά τη δήλωση υπαναχώρησης της ενάγουσας από αυτήν.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με επιμέλεια των διαδίκων και των οποίων οι καταθέσεις περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το Μάρτιο του 2008 οι εναγόμενοι ήταν μέτοχοι της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ……… και το διακριτικό τίτλο ………, η οποία είχε συσταθεί με την υπ’ αριθ. ……… πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. ……… διορθωτική πράξη της ίδιας συμβολαιογράφου, και της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανερχόταν σε 5.430.000 €, διαιρεμένο σε 1.357.500 κοινές ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 4 € εκάστη. Από τις μετοχές αυτές 1.018.125, που αντιπροσωπεύουν το 75% του συνόλου, ανήκαν στον πρώτο εναγόμενο και 339.375, που αντιπροσωπεύουν το 25% του συνόλου, ανήκαν στον δεύτερο εναγόμενο. Την εποχή εκείνη η εταιρεία δραστηριοποιείτο στην παραγωγή, επεξεργασία, τυποποίηση και εμπορία ελαιολάδου και σπορέλαιων, καθώς και την εμπορία δημητριακών, τυριών, γάλακτος και ζυμαρικών και προτίθετο να αυξήσει και να επεκτείνει στις δραστηριότητές της. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού συνήφθη μεταξύ των διαδίκων η από 13.03.2008 σύμβαση πώλησης μετοχών, σύμφωνα με την οποία ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει και να παραδώσει στην ενάγουσα 325.800 μετοχές και ο δεύτερος εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει και να παραδώσει σε αυτήν 135.750 μετοχές, η οποία θα κατέβαλε ως τίμημα 7.820.000 € και ειδικότερα 5.520.000 € στον πρώτο εναγόμενο και 2.300.000 € στον δεύτερο εναγόμενο, καθόσον εκτιμήθηκε η αξία της εταιρείας σε 23.000.000 € με τη μέθοδο της προεξόφλησης των ταμειακών ροών και με βάση τις δηλώσεις, υποσχέσεις και εγγυήσεις των πωλητών. Περαιτέρω συμφωνήθηκε στο άρθρο 8 αυτής ότι ποσοστό 85% του τιμήματος θα καταβαλλόταν με δύο ή περισσότερες επιταγές που θα παραδίδονταν αντίστοιχα σε κάθε ένα αντίστοιχα πωλητή, εφόσον συνέτρεχαν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις 1) καταβολή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του φόρου μεταβίβασης για την εν λόγω πώληση μετοχών, 2) ολοκλήρωση της μεταβίβασης των μετοχών με υπογραφή των πράξεων μεταβίβασης των μετοχών προς την αγοράστρια και καταχώρηση μερίδας της αγοράστριας στο βιβλίο μετόχων της εταιρείας, 3) υπογραφή του συμφωνητικού μετόχων που προβλέπεται στο άρθρο 14, 4) συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας α) κατά την οποία θα παραιτούνταν τρία μέλη του υφισταμένου επταμελούς διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας και στη θέση τους θα ορίζονταν προσωρινοί σύμβουλοι οι ………, ……… και ……… β) θα αποφασιζόταν η έκδοση προσωρινών τίτλων για όλες τις μετοχές της εταιρείας και 5) έκδοση με βάση την ανωτέρω απόφαση του διοικητικού συμβουλίου στο όνομα της αγοράστριας προσωρινού τίτλου μετοχών για όλες τις μετοχές και παράδοσή του σε αυτήν και επιπλέον ότι ποσοστό 15% του τιμήματος θα πιστωθεί και θα κατατεθεί ευθύς αμέσως μετά την πληρωμή του 85% του τιμήματος στον προβλεπόμενο στο άρθρο 12 της σύμβασης τραπεζικό λογαριασμό που θα ανοιχθεί επ’ ονόματι των δύο πωλητών και της αγοράστριας, προκειμένου να καταβληθεί αργότερα στους πωλητές σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 12 και 13. Την ίδια ημερομηνία υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων και συμφωνητικό μετόχων, με το οποίο αποσαφήνισαν τις σχέσεις και τις υποχρεώσεις τους ως μετόχων της εταιρείας τόσο μεταξύ τους όσο και μεταξύ αυτών και της εταιρείας και όρισαν τον τρόπο διοίκησης και μελλοντικής λειτουργίας αυτής μετά την ολοκλήρωση της πώλησης των μετοχών στην ενάγουσα. Στο συμφωνητικό αυτό προβλέφθηκαν μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα στο άρθρο 6 ότι το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας θα απαρτίζεται από επτά μέλη, από τα οποία τέσσερα θα επιλέγονται από τον μέτοχο ή τους μετόχους που συγκεντρώνουν την πλειοψηφία των μετοχών που ανήκουν στους παλαιούς μετόχους ή τους δικαιοδόχους αυτών και τρία θα επιλέγονται από τη νέα μέτοχο, στο άρθρο 11 ότι σε περίπτωση παραίτησης, αποχώρησης, θανάτου ή παύσης με οποιονδήποτε τρόπο μέλους του διοικητικού συμβουλίου που έχει ορισθεί από τη μία πλευρά τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν έναντι αλλήλων την υποχρέωση και εγγυώνται όπως τα υπόλοιπα μέρη του διοικητικού συμβουλίου ψηφίσουν ως αντικαταστάτη του παραιτηθέντος ή παυθέντος μέλους το πρόσωπο εκείνο που θα υποδειχθεί από την πλευρά αυτή, στο άρθρο 12 ότι οι ακόλουθες εταιρικές αποφάσεις θα λαμβάνονται με σύμφωνη πάντα γνώμη της νέας μετόχου και συνεπώς εάν λαμβάνονται από τη γενική συνέλευση θα απαιτείται απαρτία και πλειοψηφία των 2/3 και εάν από το διοικητικό συμβούλιο θα απαιτείται πλειοψηφία των 5/7 του συνόλου των μελών αυτού α) αύξηση ή μείωση του εταιρικού κεφαλαίου, β) διανομή μερισμάτων, γ) εκλογή ορκωτών ελεγκτών και καθορισμός της αμοιβής τους, δ) διενέργεια πάσης φύσεως επενδύσεων αξίας άνω των 250.000 € κατά περίπτωση ή άνω των 500.000 € ετησίως καθώς και εξαγορές, συγχωνεύσεις και άσκηση νέων δραστηριοτήτων της εταιρείας, ε) αγορά, πώληση ή μίσθωση παγίων περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, στ) υποθήκευση ή ενεχύραση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, ζ) χάραξη, καθορισμός και τυχόν αναπροσαρμογή του επιχειρησιακού σχεδίου της εταιρείας, η) σύναψη πάσης φύσεως μακροπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων δανειακών συμβάσεων, θ) ίδρυση θυγατρικών εταιρειών ή υποκαταστημάτων της εταιρείας και ι) πρόσληψη ανώτατων στελεχών της εταιρείας και καθορισμός των αποδοχών και των βασικών όρων των συμβάσεων εργασίας τους, καθώς και λύση των συμβάσεων είτε με καταγγελία είτε συμβατικά και στο άρθρο 23 ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν έναντι αλλήλων την υποχρέωση και υπόσχονται να ψηφίζουν στα αρμόδια προς τούτο όργανα της εταιρείας έτσι ώστε να υλοποιούνται οι ανωτέρω συμφωνίες τους. Μετά τη μεταβίβαση 461.550 μετοχών λόγω πώλησης, για την οποία συνήφθη η από 17.04.2008 σύμβαση και καταβλήθηκε ο σχετικός φόρος, όπως προκύπτει από τα υπ’ αριθ. ……… και ……… διπλότυπα είσπραξης εκδοθέντα από τη Δ.Ο.Υ. Αταλάντης, έγινε σχετική καταχώριση στο βιβλίο μετόχων της εταιρείας, στην οποία συμμετείχαν ο πρώτος εναγόμενος με 692.325 μετοχές, ο δεύτερος εναγόμενος με 203.625 μετοχές και η ενάγουσα με 461.550 μετοχές, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 51%, 15% και 34% του μετοχικού κεφαλαίου αντίστοιχα. Με την από 23.06.2009 απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας το μετοχικό κεφάλαιο της αυξήθηκε κατά το ποσό του 1.850.000 € και ανήλθε σε 7.280.000 €, διαιρεμένο σε 1.820.000 κοινές ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 4 € εκάστη, και στην αύξηση αυτή συμμετείχαν οι διάδικοι ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους, δηλαδή έλαβαν η ενάγουσα 157.250 μετοχές, ο πρώτος εναγόμενος 235.875 μετοχές και ο δεύτερος εναγόμενος 69.735 μετοχές. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το έτος 2010 δημιουργήθηκαν προβλήματα στη συνεργασία των δύο πλευρών. Κατά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας στις 27.01.2010 ελήφθη με πλειοψηφία των 4/7 των μελών του, ήτοι με τις ψήφους του πρώτου εναγομένου, του δεύτερου εναγομένου, του ……… και του ………, μειοψηφησάντων των τριών υπολοίπων μελών του ………, ……… και ………, που είχαν αναδειχθεί από την ενάγουσα, η απόφαση ότι την εταιρεία εκπροσωπούν, δεσμεύουν και διοικούν για όλα τα ζητήματα οι εναγόμενοι, ενεργώντας από κοινού ή χωριστά με την υπογραφή του ενός εξ αυτών υπό την εταιρική σφραγίδα, και επιπλέον ότι ο πρώτος εναγόμενος εκπροσωπεί την εταιρεία μόνος του στις αγορές και τις πωλήσεις προϊόντων. Η απόφαση αυτή ελήφθη κατά παράβαση του άρθρου 12 του από 13.03.2008 συμφωνητικού μετόχων. Επιπρόσθετα αποδείχθηκε ότι στις 23.04.2010 συνεδρίασε το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας προκειμένου να εκλέξει αντικαταστάτη του παραιτηθέντος μέλους του ………, ο οποίος είχε εκλεγεί καθ’ υπόδειξη της ενάγουσας, η οποία δια του μέλους του διοικητικού συμβουλίου ……… υπέδειξε ως αντικαταστάτη του παραιτηθέντος μέλους ……… τον ………, ενώ ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου ……… (δεύτερος εναγόμενος) εισηγήθηκε να εκλεγεί ως νέο μέλος του διοικητικού συμβουλίου ο ………. Κατά την ψηφοφορία τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που είχαν αναδειχθεί από την ενάγουσα ……… και ……… ψήφισαν υπέρ της εκλογής του ………, ενώ τα υπόλοιπα μέλη, ήτοι οι εναγόμενοι, ο ……… και ο ……… ψήφισαν υπέρ της εκλογής του ………. Με την απόφαση αυτή παραβιάστηκαν οι υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει οι εναγόμενοι με τα άρθρα 6 και 11 του από 13.03.2008 συμφωνητικού μετόχων. Η ενάγουσα ισχυρίζεται, με την υπό κρίση αγωγή της, ότι οι εναγόμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να της παράσχουν και να της εξασφαλίσουν το δικαίωμα ισότιμης συμμετοχής της στη διοίκηση και τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, ότι η αθέτηση της ανωτέρω υποχρέωσης των εναγομένων με τη λήψη των προαναφερθεισών δύο αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου είναι τόσο ουσιώδης, ώστε αναιρεί το συμφέρον της στην αγορά ποσοστού 34% των μετοχών, και ότι λόγω της ουσιώδους, παράνομης και υπαίτιας αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεων των εναγομένων αυτή δικαιούται να υπαναχωρήσει από την από 13.03.2008 σύμβαση πώλησης μετοχών, η οποία αποτελεί μία ενιαία σύμβαση με το από 13.03.2008 συμφωνητικό μετόχων, σύμφωνα με το άρθρο 383 του Α.Κ., στη δε σχετική δήλωση υπαναχώρησης έχει ήδη προβεί, την οποία επέδωσε στον πρώτο εναγόμενο στις 17.09.2010 και στον δεύτερο εναγόμενο στις 22.09.2010, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 8.136Δ/17.09.2010 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Χαρίκλειας Τραπατσέλη και την υπ’ αριθ. 2.589Γ/22.09.2010 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Λαμίας Βασιλικής Φούρκα. Με τις ανωτέρω δύο αποφάσεις από 27.01.2010 και 23.04. 2010 του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας οι εναγόμενοι παρέβησαν υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει με το από 13.03.2008 συμφωνητικό μετόχων, όπως προαναφέρθηκε. Η παραβίαση αυτή δε δίνει όμως το δικαίωμα στην ενάγουσα να υπαναχωρήσει από την από 13.03.2008 σύμβαση πώλησης μετοχών, η οποία δεν αποτελεί μία ενιαία σύμβαση με το από 13.03.2008 συμφωνητικό μετόχων, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την ενάγουσα, για τους ακόλουθους λόγους 1) καταρτίστηκαν δύο διαφορετικά έγγραφα γι’ αυτές, εκ των οποίων η πρώτη συνήφθη μεταξύ αγοράστριας και πωλητών μετοχών και η δεύτερη μεταξύ νυν μετόχων και μελλοντικών μετόχων της εταιρείας, 2) το από 13.03.2008 συμφωνητικό μετόχων αποτελεί μία διαρκή σύμβαση και η τήρηση των υποχρεώσεων που αναλήφθησαν με αυτό δεν επηρεάζει την τύχη της σύμβασης πώλησης μετοχών, της οποίας οι υποχρεώσεις εκπληρώθηκαν στις 17.04.2008 κατά τα αναλυτικά προαναφερθέντα, 3) η καταβολή του 85% του τιμήματος για την πώληση των μετοχών εξαρτήθηκε από την υπογραφή του από 13.03.2008 συμφωνητικού μετόχων κι όχι από την τήρησή του (βλ. το άρθρο 8 της από 13.03.2008 σύμβασης πώλησης) και 4) το από 13.03.2008 συμφωνητικό μετόχων καθορίζει τις σχέσεις των διαδίκων μετά την ολοκλήρωση της πώλησης και της μεταβίβασης των μετοχών και η διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων που αναλήφθησαν με το συμφωνητικό αυτό έγινε με την ανάληψη της υποχρέωσης για σύγκληση καθολικής έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων για να τροποποιηθούν οι διατάξεις του καταστατικού της εταιρείας ώστε α) να δίνεται η δυνατότητα ορισμού του 1/3 των μελών του διοικητικού συμβουλίου από την ενάγουσα, β) να διασφαλίζονται τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του από 13.03.2008 συμφωνητικού μετόχων και γ) να συμπεριληφθεί δικαίωμα προτίμησης των μετόχων σε περίπτωση εκποίησης μετοχών της εταιρείας (βλ. το άρθρο 13 του από 13.03.2008 συμφωνητικού μετόχων), ενώ με τις υπ’ αριθ. ……… και ……… αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας (Τακτική Διαδικασία), οι οποίες εκδόθηκαν κατόπιν άσκησης σχετικών αγωγών από την ενάγουσα, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα των από 27.01.2010 και 23.04.2010 αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας λόγω του ότι είχε τροποποιηθεί το καταστατικό της εταιρείας με βάση τις προβλέψεις στο από 13.03.2008 συμφωνητικό μετόχων, του οποίου (καταστατικού) οι διατάξεις παραβιάστηκαν, ενώ πριν από την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων η ενάγουσα είχε ασκήσει την από 25.02.2010 και με αριθμό κατάθεσης ……… αίτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ……… απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), με την οποία ανεστάλη προσωρινά η ισχύς της από 27.01.2010 απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της σχετικής αγωγής, που εκκρεμούσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας. Άλλωστε ανατροπή της σύμβασης πώλησης μετοχών προβλέφθηκε μόνο με το άρθρο 24 του από 13.03.2008 συμφωνητικού μετόχων, σύμφωνα με το οποίο σε περίπτωση που κάποιος από τους συμβαλλόμενους δεν καλύψει την προβλεπόμενη στο άρθρο 14 αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, οι συμβαλλόμενοι θα έχουν τα εξής δικαιώματα και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις α) εάν η αύξηση δεν καλυφθεί από τον μέτοχο ………, οι λοιποί μέτοχοι, δηλαδή η νέα μέτοχος και ο παλαιός μέτοχος ………, θα έχουν το δικαίωμα και την υποχρέωση να καλύψουν το ποσοστό της αύξησης που αναλογεί στον μέτοχο ………, αναλογικά μεταξύ τους, δηλαδή κατά 34/85 η νέα μέτοχος και κατά 51/85 ο παλαιός μέτοχος ……… β) εάν η αύξηση δεν καλυφθεί από τη νέα μέτοχο, οι παλαιοί μέτοχοι θα έχουν το δικαίωμα να ανατρέψουν την προβλεπόμενη στη σύμβαση πώληση των μετοχών με σχετική έγγραφη δήλωσή τους προς τη νέα μέτοχο και στην περίπτωση αυτή η νέα μέτοχος θα υποχρεούται να επαναμεταβιβάσει τις μετοχές στους παλαιούς μετόχους και οι παλαιοί μέτοχοι θα υποχρεούνται να επιστρέψουν στη νέα μέτοχο το προβλεπόμενο στη σύμβαση τίμημα πώλησης των μετοχών μειωμένο κατά ποσοστό 20% λόγω ποινικής ρήτρας, γ) εάν η αύξηση δεν καλυφθεί από τον παλαιό μέτοχο ……… η νέα μέτοχος θα έχει τα εξής, διαζευκτικά και κατά την απόλυτη κρίση της, δικαιώματα i) να επαναμεταβιβάσει στον μέτοχο ……… όλες τις μετοχές που αγόρασε η ίδια βάσει της σύμβασης, δηλαδή τόσο τις 325.800 μετοχές που αγόρασε από τον ίδιο όσο και τις 135.750 μετοχές που αγόρασε από τον ……… και να αξιώσει από τον ……… ως τίμημα για την εν λόγω επαναμεταβίβαση το τίμημα πώλησης των μετοχών που προβλέπεται στη σύμβαση προσαυξημένο κατά ποσοστό 20% λόγω ποινικής ρήτρας, ii) να καλύψει η ίδια το ποσοστό της αύξησης που αναλογεί στον μέτοχο ……… και στην περίπτωση αυτή και εφόσον με την εν λόγω κάλυψη το ποσοστό συμμετοχής της νέας μετόχου στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας ανέλθει άνω του 50% θα παύσει αυτόματα να ισχύει και θα καταργείται το συμφωνητικό αυτό και δ) εάν η αύξηση δεν καλυφθεί και από τους δύο παλαιούς μετόχους, η νέα μέτοχος θα έχει τα ίδια δικαιώματα που περιγράφονται ανωτέρω στην περίπτωση γ εφαρμοζόμενα εν προκειμένω αναλογικά έναντι των δύο παλαιών μετόχων και επομένως, αν οι διάδικοι ήθελαν την ανατροπή της από 13.03.2008 σύμβασης πώλησης μετοχών για κάποιον άλλο λόγο, θα το είχαν ρητά προβλέψει. Επιπλέον δικαίωμα υπαναχώρησης από την από 13.03.2008 σύμβαση πώλησης μετοχών δεν προβλέφθηκε σε αυτήν ούτε και στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι ήταν ανακριβείς οι υποσχέσεις των πωλητών (εναγομένων) ότι α) αυτοί έχουν το δικαίωμα να προβούν στην πώληση των μετοχών προς την ενάγουσα, το οποίο δικαίωμά τους δεν εξαρτάται από κάποια αίρεση ή προϋπόθεση, β) οι μετοχές είναι ελεύθερες από κάθε βάρος, ενέχυρο και εν γένει νομικό ελάττωμα, γ) για τη μεταβίβαση των μετοχών δεν απαιτείται κάποια προηγούμενη άδεια διοικητικής ή άλλης αρχής, δ) η μεταβίβαση των μετοχών προς την ενάγουσα δεν είναι αντίθετη με συμβατικές υποχρεώσεις της εταιρείας έναντι τρίτων και δεν αποτελεί λόγο καταγγελίας συμβάσεων της εταιρείας με τρίτους, ε) η εταιρεία έχει νομίμως συσταθεί και λειτουργεί, στ) οι οικονομικές καταστάσεις της αποτυπώνουν με ακρίβεια την οικονομική κατάστασή της, ζ) από τη δημοσίευση των τελευταίων οικονομικών Μεταστάσεων της εταιρείας μέχρι τη σύναψη της σύμβασης δεν έχει επέλθει κάποια μεταβολή στη νομική, οικονομική ή επιχειρηματική κατάσταση της εταιρείας και αυτή δεν έχει αναλάβει κάποια υποχρέωση, η οποία να συνεπάγεται μεταβολή στη νομική, οικονομική και επιχειρηματική κατάστασή της, η) η εταιρεία έχει στην πλήρη κυριότητά της ακίνητα στη θέση ……… στον Άγιο Κωνσταντίνο του νομού Φθιώτιδας και στη θέση ……… του νομού Μαγνησίας, τα οποία έχουν τη δηλωθείσα έκταση και τα βάρη που αναφέρονται στο Παράρτημα Γ΄ της σύμβασης και επί των οποίων βρίσκονται τα κτίσματα, που εμφαίνονται στο ίδιο Παράρτημα, θ) έχει τα πάγια περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στο Παράρτημα Δ της σύμβασης, τα οποία δεν έχουν κάποιο βάρος ή άλλο νομικό ελάττωμα, ι) δεν έχει άλλα δάνεια, πλην αυτών που αναφέρονται στο Παράρτημα Ε της σύμβασης, ια) έχει λάβει όλες τις απαραίτητες από την κείμενη νομοθεσία άδειες για τη λειτουργία των εγκαταστάσεών της, ιβ) τηρεί όλες τις υποχρεώσεις της περιβαλλοντικής και της φορολογικής νομοθεσίας, ιγ) τηρεί όλες τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει για να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις αναπτυξιακών νόμων με τις οποίες έλαβε επιδοτήσεις, ιδ) απασχολεί προσωπικό με βάση τις αντίστοιχες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, το οποίο ασφαλίζει σε ταμεία κύριας και επικουρικής ασφάλισης, ιε) έχει ασφαλίσει τις εγκαταστάσεις της για τους κινδύνους πυρός και υλικών ζημιών εν γένει και ιστ) δεν υφίστανται γεγονότα για τα οποία μπορούν να επιβληθούν πρόστιμα και περαιτέρω η ανακρίβεια των δηλώσεων αυτών συνεπαγόταν οικονομική ζημία για την ενάγουσα, την οποία οι εναγόμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να αποζημιώσουν εις ολόκληρον (βλ. το άρθρο 11 της από 13.03.2008 σύμβασης πώλησης μετοχών), ενώ σημειώνεται ότι δεν προβλέφθηκε δικαίωμα της ενάγουσας να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πώλησης μετοχών, αν και η ακρίβεια των ανωτέρω δηλώσεων των πωλητών ήταν πολύ σημαντική για την πραγματική οικονομική κατάσταση της εταιρείας, τη συνακόλουθη αξία των μετοχών της και το τίμημα που θα καταβαλλόταν για την αγορά τους. Επομένως, αφού η ενάγουσα δεν είχε δικαίωμα να προβεί στην προαναφερθείσα δήλωση υπαναχώρησης, στην οποία προέβη, η τελευταία δεν έχει έννομες συνέπειες και επομένως οι εναγόμενοι δεν υποχρεούνται να επιστρέψουν στην ενάγουσα το ποσό που καταβλήθηκε ως τίμημα πώλησης των μετοχών κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Κατόπιν των προαναφερθέντων πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, γιατί η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 του Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2014.