Δικαστήριο: Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου
Αρ. αποφάσεως: 81/2015
Δικαστές: Α.Αγγελόπουλος, Πρωτοδίκης.
Δικηγόρος του γραφείου: Κ. Ε. Μακαρώνας
*
Μίσθωση ακινήτου_ Αγωγή του μισθωτή για την επιστροφή του χρηματικού ποσού της «εγγύησης» μετά τη λύση της μισθωτικής σχέσεως και την εκπλήρωση όλων των εξ αυτής υποχρεώσεων του μισθωτή_ Επικουρική βάση αδικαιολογήτου πλουτισμού αν η κύρια αξίωση έχει υποκύψει σε παραγραφή_ Παραγραφή απαιτήσεων κατά του (εκμισθωτού)Δημοσίου_ Αυτεπάγγελτη έρευνα συνδρομής λόγω παραγραφής ως λόγος απορρίψεως της ενστάσεως καταχρηστικότητος της επικλήσεως από το Δημόσιο της παραγραφής_ Έναρξη διαδρομής προθεσμίας παραγραφής ν. 2362/1995_ Αναστολή της διαδρομής αυτής_ 257, 259 Α.Κ._ Διακοπή της διαδρομής_ ν. 4279/2014_ Ένσταση παραγραφής_ Αντένσταση_ Κτηματική Εταιρεία Δημοσίου ήδη Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε._ Εφαρμογή διατάξεων προνομιακών για το Δημόσιο_ Δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρ. 255β’ Α.Κ. (δόλος υποχρέου)._ Δέχεται ένσταση παραγραφής Δημοσίου_ Απορρίπτει αγωγή ως προς κύρια βάση λόγω παραγραφής_ Απορρίπτει επικουρική βάση ως μη νόμιμη.
*
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το χρηματικό ποσό που κατά την έναρξη της σύμβασης της μίσθωσης δίνεται από τον μισθωτή στον εκμισθωτή και το οποίο στις συναλλαγές αποκαλείται «εγγύηση» διέπεται, ως προς τη λειτουργία του και ιδίως την τύχη του, από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών (αρθρ. 361 ΑΚ), αφού αυτό είναι δυνατό να δόθηκε για εξασφάλιση του μισθώματος, ως προκαταβολή αυτού ή ως αρραβώνας υπό μια μορφή (επιβεβαίωση ή για κάλυψη ζημίας λόγω μη εκπλήρωσης της σύμβασης), είτε ως ποινική ρήτρα είτε ως συμβατική εγγυοδοσία. Επομένως, ο μισθωτής που επιδιώκει την επιστροφή της «εγγύησης» υποχρεούται να εκθέτει στην αγωγή – ανταγωγή ή ένσταση συμψηφισμού το λόγο για τον οποίο συμφωνήθηκε και δόθηκε, καθώς και την αιτία για την οποία υπάρχει υποχρέωση επιστροφής, διαφορετικά η αγωγή – ανταγωγή ή η ένσταση κατά περίπτωση είναι αόριστη. Τέλος, το ποσό της εγγυοδοσίας είναι επιστρεπτέο στο μισθωτή μετά τη λήξη της μισθώσεως και την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων του έναντι του εκμισθωτή (ΕΑ 1791/2000 ΕλλΔνη 41.837, ΕφΘες 2945/00 Αρμ 2001.1336, ΕφΠ 462/96 ΕλλΔνη 38, 1992). Περαιτέρω, η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, έχει επιβοηθητικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία. Έτσι εάν η αγωγή στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη γιατί αφού υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού.
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα μισθώτρια, εκθέτει στην κρινόμενη αγωγή της, ότι δυνάμει του από 3-6-1999 ιδιωτικού συμφωνητικού, μίσθωσε από το πρώτο των εναγομένων το λεπτομερώς περιγραφόμενο στην αγωγή, ακίνητο, που βρίσκεται στην Α’ ΒΙΠΕ Βόλου, και το οποίο του είχε παραχωρήσει η δεύτερη των εναγομένων, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως χώρο αποθήκευσης δημητριακών, σιτηρών και σόγιας, αντί μηνιαίου μισθώματος, ύψους 7.000.000 δρχ. ή 20.542,92 ευρώ, πλέον του τέλος χαρτοσήμου, καταβλητέου στο τέλος κάθε μηνός. Ότι, περαιτέρω, με την υπογραφή του ανωτέρω συμφωνητικού, κατέβαλε στον ανωτέρω εκμισθωτή ως προκαταβολή το ισόποσο τριών μηνιαίων μισθωμάτων, ποσού 63.847,393 ευρώ καθώς και πρόσθετη εγγύηση με τραπεζική εγγυητική επιστολή της Εμπορικής Τράπεζας, ποσού 8.000.000 δρχ. ή 34.651,504 ευρώ, ως «εγγύηση» για την τήρηση των όρων της σύμβασης. Ότι, ακολούθως, στις 27-9-2006 η ενάγουσα παρέδωσε το μίσθιο στους εναγόμενους, οι οποίοι, όμως, αν και παρέλαβαν ανεπιφύλακτα το μίσθιο και εξοφλήθηκαν όλες οι υποχρεώσεις από την επίδικη σύμβαση μίσθωσης, εκ μέρους της ενάγουσας, εντούτοις αρνούνται να της αποδώσουν το ως άνω ποσό της «εγγύησης». Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 63.847,393 ευρώ, άλλως λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού, νομιμοτόκως από την 27-9-2006 (ημερομηνία λήξης της μίσθωσης), άλλως από την 24-10-2013 (επίδοση εξώδικης όχλησης), άλλως δε από την επίδοση της αγωγής, μέχρις εξοφλήσεως και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή, αρμοδίως καθ’ ύλη ν και κατά τόπον, φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, (άρθρα 14 παρ. 1 εδαφ. β 1, 16 παρ. 1 και 29 παρ. 1 ΚΠολΔ), για να δικαστεί με την προκειμένη ειδική διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 647 επ. του ΚΠολΔ, είναι δε επαρκώς ορισμένη, ως προς την κύρια βάση της (άρθρο 361 ΑΚ), απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων, καθόσον, σύμφωνα και με τα όσα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη αναφέρθηκαν, η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή της, ότι η καταβαλλόμενη «εγγύηση» δόθηκε ως προκαταβολή και συμφωνήθηκε προς κάλυψη της ζημίας από τη μη εκπλήρωση της συμβάσεως, αναφέρει δε ότι εκπλήρωσε τις μέχρι τη λήξη της μίσθωσης συμβατικές της υποχρεώσεις, ώστε να δικαιούται την αιτούμενη επιστροφή του ποσού της εγγυοδοσίας. Είναι δε και νόμιμη, ως προς τη βάση αυτή, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, ως προς την επικουρική της βάση, είναι μη νόμιμη, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, καθώς η ενάγουσα δεν ισχυρίζεται ότι λείπουν οι προϋποθέσεις ασκήσεως της αγωγής από την επικαλούμενη από την ίδια μισθωτική σύμβαση, ώστε να δικαιούται να προσφύγει στην επικουρική αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και από άποψη ουσιαστικής βασιμότητας, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ του ΤΝ και ΤΑΧΔΙΚ (βλ. το υπ’ αριθμ. 13823830/2015 διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ Βόλου).
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 90 επ. του Ν. 2362/1995, που ορίζουν τα θέματα παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου «1.Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά την παρέλευση πενταετίας, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. Η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόμου αυτού. Προκειμένου όμως περί δασμών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων που εισπράττονται στα Τελωνεία, η παραγραφή αρχίζει από τη βεβαίωση αυτών. Οι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των άρθρων 257 έως 259 του Αστικού Κώδικα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων κατά του Δημοσίου. Η παραγραφή απαίτησης κατά του Δημοσίου αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση λόγω ανωτέρας βίας έχει εμποδιστεί να ασκήσει την αξίωση μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής. Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α. Με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών, β. Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αίτησης για την πληρωμή της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι (6) μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή, γ. Με την υποβολή αίτησης προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία θεώρησης ή έγκρισης του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Αν δεν εκδοθεί πρακτικό, η παραγραφή αρχίζει μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή, δ. Με την επίδοση επιταγής για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεται, ε. Με την έκδοση τίτλου πληρωμής. Η ολική ή μερική συμψηφιστική εξόφληση δεν διακόπτει την παραγραφή, στ. Με την αναγνώριση της απαίτησης από το Δημόσιο με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικών. Αυτό ισχύει επί οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες αντικαταστάθηκαν με πανομοιότυπες διατάξεις του ισχύοντος σήμερα Ν. 4279/2014 προκύπτει ότι παραγράφεται υπέρ του Δημοσίου κάθε ενοχικό χρέος τούτου μετά παρέλευση πέντε ετών αφότου γεννήθηκε η σχετική αξίωση και είναι νομικώς δυνατή η δικαστική επιδίωξη της, κατά τον κανόνα του άρθρου 251 ΑΚ ο οποίος έχει γενική εφαρμογή, ανεξάρτητα από το χρόνο, κατά τον οποίο, αν πρόκειται για αξίωση από αδικοπραξία, αυτός που ζημιώθηκε έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υποχρέου. Ειδικώς δε η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή αχρεωστήτως ή παρά το νόμο καταβληθέντος σ’ αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά τρία έτη από της καταβολής. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις, που εισάγονται με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, είναι ειδικές ως προς την παραγραφή των ενοχικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και εκείνες που πηγάζουν από αδικοπραξία και αδικαιολόγητο πλουτισμό) με βάση τις οποίες, δεν μπορούσε να υπερβαίνει την πενταετία. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 255 παρ. 1 ΑΚ προκύπτει ότι ο ενάγων, δικαιούχος της απαίτησης, προς αντίκρουση της ενστάσεως του εναγομένου περί παραγραφής της αξιώσεώς του, δύναται να προτείνει τον ισχυρισμό (αντένσταση) περί αναστολής της παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της απετράπη από την άσκηση της αξιώσεως από λόγο ανώτερης βίας. Σύμφωνα όμως με τις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 και 269 παρ. 1 ΚΠολΔ για πληρότητα της αντένστασης
ασης αυτής και το παραδεκτό της πρέπει κατά την πρώτη, σε πρώτο βαθμό συζήτηση της υπόθεσης, να προταθούν από τον αντενιστάμενο-ενάγοντα τα πραγματικά περιστατικά, που αν αποδειχθούν αληθινά, επιφέρουν την αναστολή της παραγραφής και συγχρόνως να διατυπώνεται αίτημα περί απορρίψεως για την αιτίαση αυτή της ενστάσεως περί παραγραφής (ΑΠ 624/2003 δημ. «Νόμος»). Στο άρθρο 92 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι οι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των άρθρων 257 έως 259 του ΑΚ, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και επί των αξιώσεων κατά του Δημοσίου. Περαιτέρω, με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του Ν. 973/1979 (ΦΕΚ Α’ 226) συνεστήθη νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου» (Κ.Ε.Δ.). Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού : «2. Η Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου, αποκαλουμένη εφεξής «Εταιρία», λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, υπό την μορφήν Ανωνύμου Εταιρίας και διέπεται υπό των διατάξεων της νομοθεσίας περί Ανωνύμων Εταιριών, εκτός αν άλλως ορίζεται εις τον παρόντα νόμον, είναι δε αύτη αορίστου διαρκείας. 3. Το μετοχικόν κεφάλαιον της Εταιρίας, εκφραζόμενον διά μιάς μετοχής, ανήκει εξ ολοκλήρου εις το Ελληνικόν Δημόσιον. 4. Η Εταιρία τελεί υπό την εποπτείαν του Κράτους, ασκουμένην διά του Υπουργού Οικονομικών». Σκοπός της Κ.Ε.Δ. είναι, κυρίως, η διοίκηση και αξιοποίηση ακινήτων του Δημοσίου και η εκπόνηση και εκτέλεση προγραμμάτων στεγάσεων των δημοσίων υπηρεσιών σε συνεργασία με τα οικεία Υπουργεία (άρθρ. 2 Ν. 973/1979). Οι δε κατά την νομοθεσία περί ανωνύμων εταιρειών αρμοδιότητες της Γενικής Συνελεύσεως της Κ.Ε.Δ., ανήκουν στο Δημόσιο και ασκούνται από τον Υπουργό Οικονομικών (αρθρ. 18 του νόμου). Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ως άνω ιδρυτικού της νόμου η Εταιρία έχει την εντολήν και πληρεξουσιότητα διά την επιχείρησιν δικαιοπραξιών αναφερομένων εις τα κατά το άρθρον 2 του παρόντος ακίνητα ενώ τα αποτελέσματα των δικαιοπραξιών τούτων επέρχονται επ ονόματι και δια λογαριασμόν τον Δημοσίου. Τέλος, κατ’ άρθρον 11 του ιδίου ως άνω νόμου, η Εταιρία απολαύει όλων των διοικητικών, οικονομικών, δασμολογικών και δικαστικών ατελειών και των δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου προνομίων, ως αυτό τούτο το Δημόσιον. Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενοι προβάλλουν την ένσταση ότι η επίδικη αγωγική αξίωση έχει υποκύψει στην πενταετή παραγραφή των άρθρων 90 και 91 του Ν. 2362/1995, καθόσον η σύμβαση μίσθωσης έληξε στις 27-9-2006 και η αγωγή επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 29-7-2014, ήτοι από τότε που ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της μέχρι του χρόνου ασκήσεως της αγωγής, παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών και έτσι συμπληρώθηκε η προβλεπόμενη παραγραφή, η οποία ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και ζητεί την απόρριψη της αγωγής. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ως άνω ένσταση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι οι αξιώσεις της δεν παρεγράφησαν διότι α) οι εναγόμενοι τις έχουν αναγνωρίσει και συνεπώς κατ’ άρθρο 260 ΑΚ η παραγραφή έχει διακοπεί, β) διότι η ένσταση παραγραφής ασκείται καταχρηστικά καθόσον οι εναγόμενοι την παρεμπόδισαν με δικές τους ενέργειες να ασκήσει σε προγενέστερο χρόνο τη σχετική αγωγή της, λεπτομερώς αναφερόμενες, γ) ότι αφετήριο σημείο της παραγραφής είναι η 18-6-2009 όταν και συνεδρίασε το αρμόδιο όργανο της δεύτερης εναγόμενης και ως εκ τούτου η παραγραφή συμπληρώνεται στο τέλος του 2014 και δ) ότι η παραγραφή έχει ανασταλεί κατ’ άρθρο 255 εδ. ΑΚ καθόσον κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της απετράπη από περιστατικά ανωτέρας βίας στην άσκηση των ενδίκων αξιώσεων της. Ως προς την ανωτέρω αντένσταση λεκτέα είναι τα κάτωθι: η διακοπή και αναστολή της παραγραφής επί απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, όπως είναι το πρώτο εναγόμενο αλλά και ισχύουν και για τη δεύτερη εναγόμενη η οποία απολαμβάνει όλα τα προνόμια του Δημοσίου, επέρχεται σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις μόνο για τους ειδικούς για το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ προβλεπόμενους λόγους μεταξύ των οποίων δεν είναι η κατά το όρθρο 260 ΑΚ αναγνώριση της αξιώσεως από τον υπόχρεο με οποιοδήποτε τρόπο αλλά οι περιοριστικά αναφερόμενοι στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Αναφορικά με την αναστολή της παραγραφής οι διατάξεις των άρθρων 92 Ν. 2362/95 και 50 του ΝΔ 496/74 παραπέμπουν ρητώς στις διατάξεις των άρθρων 257 έως 259 ΑΚ και στους προβλεπόμενους από αυτές λόγους αναστολής της παραγραφής, τους οποίους ο νομοθέτης θέλησε να ισχύσουν αναλογικά και επί παραγραφής των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου και Ν.Π.Δ.Δ. Από αυτή τη διατύπωση συνάγεται ότι ως λόγος αναστολής της παραγραφής κατά του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., ο νομοθέτης δεν όρισε και τον επικαλούμενο από τον ενάγοντα λόγο που προβλέπεται από το άρθρο 255 εδ. β΄ΑΚ δηλαδή τον δόλο του υπόχρεου που αποτρέπει τον δικαιούχο από την άσκηση της αξιώσεως του εντός του τελευταίου εξαμήνου του χρόνου της παραγραφής. Αν επιθυμούσε κάτι τέτοιο είτε θα το όριζε ρητά με παραπομπή και στη διάταξη του άρθρου 255 ΑΚ, όπως έπραξε και για τις υπόλοιπες (257-259) είτε θα παρέπεμπε γενικά στις περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις του ΑΚ οπότε θα ήταν σαφής η πρόθεσή του να μην εξαιρέσει κάποιο λόγο αναστολής της παραγραφής από τους προβλεπόμενους στον Αστικό Κώδικα. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται και από την δευτέρα παράγραφο των άρθρων 92 Ν. 2362/95 και 50 Ν. 496/74 με τις οποίες ο νομοθέτης επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά το κείμενο του πρώτου εδαφίου του άρθρου 255 ΑΚ ορίζει ότι η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος λόγω ανωτέρας βίας εμποδίστηκε στην άσκηση της αξιώσεώς του εντός του τελευταίου εξαμήνου του χρόνου της παραγραφής. Έτσι και πάλι ο νομοθέτης απέκλεισε την εφαρμογή του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 255 ΑΚ, και τον προβλεπόμενο από αυτό λόγο αναστολής, διότι εάν επιθυμούσε διαφορετικά θα διελάμβανε στο κείμενο του ως άνω νόμου, και Ν. Δ/τος και την δευτέρα παράγραφο του άρθρου 255 Α.Κ., και όχι μόνον την πρώτη. Ως προς την καταχρηστική άσκηση της ενστάσεως παραγραφής δεν μπορεί να γίνει λόγος εφόσον προβλέπεται η αυτεπάγγελτη έρευνα της παραγραφής από το δικαστήριο (αρθρ. 94 Ν. 2362/95, 52 ΝΔ 496/74, ΕφΠατρών 380/2003 ΑχΝομ 2004, 413).
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας (οι εναγόμενοι δεν εξέτασαν μάρτυρα), που εξετάσθηκε στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα προσκομιζόμενα έγγραφα, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς να παραλειφθεί η συνεκτίμηση κανενός, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά για την υπόθεση αυτή: Η ενάγουσα, δυνάμει του από 3-6-1999 ιδιωτικού συμφωνητικού, μίσθωσε από το πρώτο εναγόμενο ένα ακίνητο στην Α’ ΒΙΠΕ Βόλου, συνολικού εμβαδού 21.600 τ.μ., που του είχε παραχωρήσει νομίμως το δεύτερο εναγόμενο, αρχικά για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για την αποθήκευση δημητριακών, σιτηρών και σόγιας, αντί μηνιαίου μισθώματος για τον πρώτο χρόνο της μίσθωσης ποσού 7.000.000 δρχ ή 20.542,92 ευρώ, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, καταβαλλομένου την τελευταία ημέρα κάθε μήνα. Κατά την κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης προκαταβλήθηκε από την ενάγουσα το ισόποσο τριών (3) μηνιαίων μισθωμάτων, συνολικού ποσού 63.847,395 ευρώ, το οποίο προφορικά συμφωνήθηκε να της αποδοθεί μετά τη λήξη της μίσθωσης εφόσον θα είχε εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις ενώ ως πρόσθετη εγγύηση παραδόθηκε και τραπεζική εγγυητική επιστολή της Εμπορικής Τράπεζας, υπέρ της ενάγουσας, ποσού 8.400.000 δρχ. ή 34.651,504μ ευρώ αποδοτέα και αυτή ως ανωτέρω. Τελικώς κατόπιν διαδοχικών παρατάσεων η επίδικη μίσθωση έληξε στις 31-8-2006 και το μίσθιο παραδόθηκε ελεύθερο προς χρήση στους εναγόμενους στις 27-9-2006, συνταγέντος προς τούτο και του σχετικού πρωτοκόλλου παραδόσεως και παραλαβής. Στη συνέχεια, έλαβε χώρα η εκκαθάριση όλων των απαιτήσεων που υφίσταντο από μισθώματα, αναπροσαρμογές μισθωμάτων, νόμιμες αποζημιώσεις κλπ και τις οποίες υποχρεούνταν να καταβάλει η ενάγουσα, η οποία τελικώς εξόφλησε ολοσχερώς όλες τις υποχρεώσεις της από την ένδικη μίσθωση καταβάλλοντας το συνολικό ποσό του 1.541.914,59 ευρώ (βλ. το υπ’ αριθμ. 3645/5-5-2009 έγγραφο της ΔΟΥ Βόλου). Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσό του πρώτου μισθώματος καταβλήθηκε κανονικά από την ενάγουσα στο τέλος Ιουνίου 1999, όπως προέβλεπε η σύμβαση, απορριπτομένου έτσι του ισχυρισμού των εναγομένων ότι με το ποσό που προκαταβλήθηκε κατά την υπογραφή της σύμβασης εισπράχθηκαν και τα τρία πρώτα μισθώματα της εν λόγω μίσθωσης, Είναι αληθές πράγματι ότι δεν ορίστηκε ρητώς στη σύμβαση ότι το ως άνω καταβαλλόμενο ποσό έχει τον χαρακτήρα της κλασικής εγγυήσεως και θα επιστραφεί στην ενάγουσα μετά τη λήξη της μίσθωσης, πλην, όμως, το Δικαστήριο ερμηνεύοντας την επίδικη σύμβαση σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη άγεται στο δικανικό πόρισμα ότι αυτή αποτελεί εγγυοδοσία, μη υφισταμένου οποιαδήποτε άλλου νόμιμου λόγου για να ζητηθεί και να παρακρατηθεί από του εναγόμενους. Το ως άνω δικανικό πόρισμα ενισχύεται και επιρρωνύεται από το από 18-6-2009 απόσπασμα πρακτικών της 18ης συνεδρίασης της ΚΕΔ, σύμφωνα με το οποίο αναγνωρίζεται η ως άνω αξίωση της ενάγουσας και εισηγείται μάλιστα την επιστροφή της στην τελευταία. Άλλωστε, και το δεύτερο εναγόμενο, απαντώντας στην από 24-10-2013 εξώδικη όχληση της ενάγουσας δεν αρνείται την εν λόγω αξίωση αλλά δηλώνει την οικονομική αδυναμία να αποδώσει το προαναφερόμενο οφειλόμενο ποσό. Πλην, όμως, ανεξαρτήτως της βασιμότητας του αγωγικού αιτήματος, η ένδικη αξίωση της ενάγουσας έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή, καθόσον από την 27-9-2006, όταν και έληξε η μίσθωση, ήταν δικαστικά επιδιώξιμη και απαιτητή η ως άνω αξίωση, η σχετική δε αγωγή κατατέθηκε το πρώτον στις 10-7-2014. Επομένως, πρέπει, δεκτής γενομένης ως βάσιμης κατ’ ουσίαν της σχετικής ενστάσεως των εναγομένων, να απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν για το ποσό της αιτούμενης εγγύησης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, απορριπτομένων των αντενστάσεων της ενάγουσας περί αναστολής της παραγραφής για λόγους ανωτέρας βίας που εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια της πενταετίας, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι εχώρησαν πραγματικά περιστατικά, μη δυνάμενα να προβλεφθούν, τα οποία παρεμπόδισαν την ενάγουσα από την εμπρόθεσμη άσκηση των δικαιωμάτων της ούτε και καταχρηστική συμπεριφορά των εναγομένων, απλώς υπήρξε μία ανταλλαγή επιστολών και εξωδίκων μεταξύ των ενδιαφερομένων, ήτοι της ενάγουσας και των αρμόδιων φορέων και υπηρεσιών των εναγομένων για διευθέτηση όλης ης υφιστάμενης διαφοράς. Επίσης, ως προαναφέρθηκε, αφετήριο σημείο της αρξάμενης παραγραφής αποτελεί η λήξη ης μίσθωσης (αυτό ισχύει και για την εγγύηση) και όχι η ημερομηνία συνεδρίασης του αρμοδίου οργάνου της ΚΕΔ ΑΕ στις 18-6-2009, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η εν λόγω αξίωση έχει ήδη υποπέσει στη βραχυχρόνια πενταετή παραγραφή, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αρχή της μείζονας σκέψης και επομένως, το Δικαστήριο κρίνει ότι θα πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η ένσταση παραγραφής που πρότειναν οι εναγόμενοι και ως εκ τούτου να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των εφαρμοζόμενων διατάξεων (άρθρο 179 ΚΠολΔ).