Δικαστήριο: Μονομελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδας
Αρ. αποφάσεως: 81/2015
Δικαστές: Κων/να Λουκαδάκου, Πρωτοδίκης.
Δικηγόρος του γραφείου: Π. Μαυραϊδή
*
Ανέγερση οικοδομής σε κοινό ακίνητο από κοινού από τους συγκυρίους. Συμφωνία για τη διενέργεια των αναγκαίων δαπανών κατά την αναλογία εκάστου Σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών_ Αναζήτηση από τον καταβαλόντα συγκύριο των δαπανών που διενήργησε και αφορούν στην αναλογία συμμετοχής του άλλου συγκυρίου_ Αρμοδιότητα καθ’ ύλην και κατά τόπον (17 παρ. 3 και 29 Κ.Παλ.Δ.)_ Διαδικασία (647 επομ. Κ.Πολ.Δ.)_ Προϋποθέσεις για να θεωρηθεί νόμιμη η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος_Εφαρμογή των περί κοινωνίας διατάξεων_ 361, 785 επομ., 1113 Α.Κ._ Δέχεται αγωγή.
*
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε όπως παραδεκτά διορθώθηκε κατ’ κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του και με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις του, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι με την εναγομένη, είναι συγκύριοι κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, αναλυτικά περιγραφόμενου στην αγωγή καθ’ όρια και έκταση, κείμενου στη κτηματική περιφέρεια Δημοτικού Διαμερίσματος Αμαλιάδας του ομώνυμου Δήμου Ηλείας και ότι δυνάμει συμβολαιογραφικής πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, νομίμως μεταγραμμένης, προέβησαν στη σύσταση δύο οριζόντιων ιδιοκτησιών στο ως άνω ακίνητο. Ότι ο ενάγων κατέστη κύριος του Διαμερίσματος 2 και η εναγομένη του Διαμερίσματος 1, όπως αμφότερα περιγράφονται στην αγωγή, ενώ και οι δύο θα ήταν συγκύριοι κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου στα κοινόχρηστα μέρη της όλης οικοδομής. Ότι με τη συστατική πράξη των οριζόντιων ιδιοκτησιών συμφώνησαν τη διενέργεια των αναγκαίων δαπανών για την ανέγερση της οικοδομής κατά την αναλογία τους στο ακίνητο, ήτοι κατά 50% ο καθένας. Ότι ωστόσο, η εναγομένη το 2010 σταμάτησε να είναι συνεπής στις συμβατικές της υποχρεώσεις, ενώ ο ενάγων συνέχισε να καταβάλει τα αναγκαία για την πρόοδο του έργου ποσά και κατά το αναλογούν στην εναγομένη ποσοστό. Ότι ο ενάγων κατέβαλε για τις εργασίες κατασκευής των οικοδομών, σύμφωνα με τον επισυναπτόμενο στην αγωγή πίνακα δαπανών, το συνολικό ποσό των 88.550,83 ευρώ, εκ των οποίων αμφότεροι κατέβαλαν 20.133,33 ευρώ και εξ ολοκλήρου ο ενάγων το υπόλοιπο ποσό των 68,337,50 ευρώ, και ότι η εναγομένη αρνείται να του αποδώσει, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, το ήμισυ του ανωτέρω ποσού, ήτοι 34.168,75 ευρώ, που για λογαριασμό της κατέβαλε. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων ζητεί, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη, κατά τη μεν κύρια βάση των περί κοινωνίας διατάξεων, κατά τη δε επικουρική του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 34.168,75 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα καταβολής κάθε δαπάνης εκ μέρους του, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και μέχρι πλήρους εξόφλησης, καθώς και να καταδικαστεί στα δικαστικά του έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και τα αιτήματα, η αγωγή αυτή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 17 παρ.2 και 29 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των ειδικών διαφορών των άρθρων 648 έως 657 ΚΠολΔ. Η εναγομένη προτείνει την ένσταση εκκρεμοδικίας που απορρέει από την από 31-7-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 108782/13711/2013 αγωγή μεταξύ των ίδιων διαδίκων υπό την αυτή ιδιότητα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για την ίδια διαφορά με την επίδικη. Πράγματι, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών την από 31-7-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 108782/13711/2-8-2013 αγωγή κατά της εναγομένης, με όμοια ιστορική και νομική αιτία και διαφορετικό αίτημα με την κρινόμενη, δεδομένου ότι αφορά εργασίες των ετών 2008-2010 και το αιτούμενο ποσό είναι 38.833,17 ευρώ. Πέραν αυτών, επειδή κάποια διαστήματα του έτους 2010 συμπίπτουν με τα διαλαμβανόμενα στην κρινόμενη αγωγή, αποδεικνύεται, συνομολογεί δε και η εναγομένη, ότι ο ενάγων παραιτήθηκε από το ως άνω δικόγραφο της αγωγής, με την από 19-6-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 274/19-6-2015 δήλωση παραίτησης. Επομένως, η ανοιγείσα με την ανωτέρω αγωγή δίκη καταργήθηκε, έστω και μετά τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 παρ.1, 297 ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου, με την παραίτηση και την εντεύθεν κατάργηση της δίκης, έληξε η εκκρεμοδικία που δημιουργήθηκε με την προηγούμενη αγωγή (ΕφΑΘ 5357/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και δεν δύναται το Δικαστήριο να αναστείλει την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής. Συνεπώς, η ένσταση εκκρεμοδικίας πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμη. Η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, απορριπτομένων των περί αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης, καθώς διαλαμβάνει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για τη δικαστική εκτίμηση και νομική θεμελίωσή της. Συγκεκριμένα, αναλυτικά περιγράφονται στην αγωγή οι εργασίες που εκτελέστηκαν, με βάση τον επισυναπτόμενο σε αυτή πίνακα. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 785, 794, 788, 730, 904 επ., 1113, 301, 345 και 346 ΑΚ, 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 5 εδ. α, 7 παρ. 1, 8 και 13 του ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους», που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 54 του Εισαγωγικού Νόμου αυτού και 111 ΑΚ και 1, 2, 3 Ν.Δ. 1024/1971, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ. Συνεπώς, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό αντικείμενο της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, όπως προκύπτει από το Σειράς Η υπ’ αριθμ. 8056780/18-6-2015 Διπλότυπο Είσπραξης τύπου Α της Δ.Ο.Υ. Αμαλιάδας.
Η εναγομένη αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή και περαιτέρω προτείνει την ένσταση καταβολής, κατ’ άρθρο 416 ΑΚ, η οποία πρέπει να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Επίσης, ισχυρίζεται ότι ο ενάγων καταχρηστικά ασκεί το δικαίωμά του, διότι προέβη στην εκτέλεση των εργασιών επί των κοινόχρηστων χώρων των οριζόντιων ιδιοκτησιών χωρίς να έχει την εντολή και συναίνεσή της. Η εν λόγω ένσταση, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθώς για την εφαρμογή της διάταξης αυτής απαιτείται η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, η δημιουργία δυσμενών ή και αφόρητων επιπτώσεων για τον υπόχρεο, απαιτείται δε κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω και γενικώς η συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 8/2001, ενδεικτικά ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ στην προκείμενη περίπτωση ουδόλως αναφέρονται οι ανωτέρω προϋποθέσεις.