Αρ. Απόφασης: 301/2016 (ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΣΥΖΥΓΟΥ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ)
Δικαστήριο: ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (Μονομελές) Δικαστής: Αικατερίνη Παπαβασιλείου, Εφέτης.
Δικηγόρος του γραφείου:Κ.Ε,Μακαρώνας
*
Έφεση συγχωρείται κατά των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν την όλη δίκη ή τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή (513 παρ. Ιβ’Κ.Πολ.Δ.). Δεν είναι οριστική η απόφαση που κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου και, συνεπώς, υπόκειται σε ανάκληση (ΑΠ 300/2010) αν όντως δεν συνέτρεχε λόγος απαραδέκτου, όχι όμως και σε έφεση.
Επαναφορά με κλήση αγωγής διατροφής για την οποία η συζήτηση κηρύχθηκε απαράδεκτη λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου στο εκδόν πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Εσφαλμένη η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι η κλήση της επαναφοράς είναι απαράδεκτη (επί τω λόγω ότι η αγωγή είχε απορριφθεί λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου και εμμέσου πλασματικής ερημοδικίας της εναγούσης) ως επίσης και
η παράλειψή του να δεχθεί ως παραδεκτή την κλήση και να προχωρήσει στη συζήτηση.
Βάσιμος ο σχετικός λόγος εφέσεως και εξαφανίζεται η εκκληθείσα. Νόμιμη η έφεση του νικήσαντος πρωτοβαθμίως εναγομένου συζύγου εάν θίγεται από την κρίση περί ευλόγου ή μη της διασπάσεως της εγγάμου σχέσεως.
Στοιχεία ορισμένου αγωγής διατροφής, κριτήρια για την επιδίκαση διατροφής συνεστώτος του γάμου με διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεως και, μετέπειτα, λυθέντος του γάμου, στον σύζυγο που διέσπασε την έγγαμη συμβίωση με εύλογη αιτία.
Η εύλογη αιτία είναι αόριστη νομική έννοια και η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας που συνάγεται από τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών περιστατικών στην έννοια της ευλόγου αιτίας ελέγχεται αναιρετικώς (559 αρ. 1 εδ, β’ Κ.Πολ.Δ.). Διαρκούντος του γάμου η υποχρέωση διατροφής είναι συνέπεια της υποχρεώσεως συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες (1389 Α.Κ.) και δεν εξομοιώνεται με τη διατροφή από το νόμο της 1485 επόμ. Α.Κ. Ο υπόχρεος σε διατροφή εξακολουθεί να οφείλει διατροφή ακόμη και μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, αν διέκοψε την έγγαμη συμβίωση με δική του πρωτοβουλία – έστω και αν το έπραξε συνεπεία παραπτώματος του δικαιούχου – αλλά μπορεί να ζητήσει τον περιορισμό του ποσού έως του απολύτως αναγκαίου (ελαττωμένη) αν το παράπτωμα του δικαιούχου συνιστά λόγο διαζυγίου.
Μετά τη λύση του γάμου, διατροφή οφείλεται υπό τις προϋποθέσεις της 1442 Α.Κ.
Προϋποθέσεις εφαρμογής της 281 Α.Κ. (καταχρηστική άσκηση δικαιώματος).
Λήψη υπόψη ενόρκου καταθέσεως κοινών τέκνων. Εκποίηση ακινήτου με τίμημα χαμηλότερο της εμπορικής του αξίας είναι δικαιολογημένη λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης στη χώρα και στην αγορά ακινήτων.
Δέχεται έφεση εναγούσης_Απορρίπτει έφεση εναγομένου_ Εξαφανίζει πρωτοβάθμια Δέχεται αγωγές εναγούσης και επιδικάζει διατροφή εις βάρος του υποχρέου συζύγου.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι από …..υπ’ αριθμ. κατάθ. δικ. ….και από …..υπ’ αρ. κατ . δ ι κ……….εφέσεις των εκκαλούντων, της ενάγουσας που ηττήθηκε και του εναγομένου, (που ηττήθηκε εν μέρει), κατά της υπ’ αριθ. 95/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, ασκήθηκαν εμπρόθεσμα με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, (άρθρα 495 en. , 511 επ. ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοσή της, ενώ, από της δημοσιεύσεως της (3-6-2014) μέχρι της ασκήσεως των εφέσεων (10-9-2014 και 16- 3-2015), δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρα 495 επ., 511 επ. 518&2 520 ΚΠολΔ). Επομένως και δεδομένου ότι, αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Εφετείου αυτού, (ΚΠολΔ 19), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, να διαταχθεί η συνεκδίκασή τους, λόγω της πρόδηλης συνάφειας τους, (άρθρα 24 6 και 524 ΚΠολΔ) και να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων τους.
Η ενάγουσα, (ήδη εκκαλούσα) , με τις α) από ……..με αριθμό κατάθεσης δικ. ……..και β) από ……….υπ’ αρ. κατ. δικ. ………αγωγές της, τις οποίες άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής κατά του εναγομένου, συζύγου της, επικαλούμενη διάσπαση της έγγαμης σχέσης τους, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει για διατροφή της το ποσό των 1.000,00 Ε μηνιαίως, λόγω του ότι η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάσθηκε από εύλογη γι’ αυτήν αιτία, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση των αγωγών, νομιμοτόκως από την επίδοση εκάστης αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ol ανωτέρω αγωγές συνεκδικάστηκαν, η υπόθεση εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ………απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, η μεν κλήση με την οποία η ενάγουσα επανέφερε προς συζήτηση την Ά’ αγωγή της, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, καθώς κρίθηκε ότι, η αγωγή αυτή είχε ήδη απορριφθεί δυνάμει της υπ’ αρ. ……….απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου ως ουσία αβάσιμη, λόγω της πλασματικής ερημοδικίας της ενάγουσας λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, παρά το ότι το διατακτικό της ανωτέρω απόφασης είχε κηρύξει τη συζήτηση απαράδεκτη, η δε Β’ αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τόσο η εκκαλούσα με την έφεσή της, όσο και ο εκκαλών με την έφεσή του, ο οποίος θίγεται από την περιεχόμενη στην απόφαση κρίση και αιτιολογία σχετικά με το εύλογο της διάσπασης της έγγαμης σχέσης των διαδίκων, η οποία αποτελεί δυσμενές γι’ αυτόν δεδικασμένο σε μεταγενέστερη δίκη διατροφής, προσβάλλουν την απόφαση αυτή και παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί, ώστε, για την μεν εκκαλούσα να γίνει δεκτή στο σύνολο της, για τον δε εκκαλούντα να απορριφθεί η αγωγή. Πρέπει λοιπόν να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της έφεσης.
I. Από τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1β’ εδαφ. α’ ΚΠολΔ, κατά την οποία έφεση συγχωρείται μόνον κατά των οριστικών αποφάσεων του πρώτου βαθμού, οι οποίες περατώνουν όλη τη δίκη, ή μόνον τη δίκη για την αγωγή, ή ανταγωγή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 308 και 309 του ιδίου Κώδικα, συνάγεται ότι οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες που δέχονται ή απορρίπτουν ολικά ή μερικά το αίτημα παροχής έννομης προστασίας και οι οποίες περιέχουν διάγνωση ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσεως και απεκδύουν το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία σε σχέση με το εν λόγω αίτημα, έτσι ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η ανάκλησή τους (άρθρο 309 εδ. α» ΚΠολΔ). Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνεται με σχετική διάταξη στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί την ουσία της απόφασης και περιέχει τη θέληση και διαταγή του δικαστηρίου, ή και στο σκεπτικό, αλλά ρητώς και σαφώς. Συνεπώς, δεν είναι οριστική και, ως εκ τούτου, δεν υπόκειται αυτοτελώς σε έφεση, η απόφαση με την οποία κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της υποθέσεως, έστω και εσφαλμένα, αφού το δικαστήριο δεν αποφαίνεται γι» αυτήν (υπόθεση) με οριστική παραδοχή ή απόρριψη του αντίστοιχου αιτήματος και δεν απεκδύεται από κάθε σχετική με την υπόθεση εξουσία του. Δεν έχει δε σημασία, αν νόμιμα ή όχι κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση, καθόσον, αν δεν συνέτρεχε λόγος απαραδέκτου, η απόφαση, ως μη οριστική, υπόκειται σε ανάκληση από το ίδιο το δικαστήριο. (ΑΠ 300/2010, ΑΠ 382/2005, ΝΟΜΟΣ Τρ.Νομ.Πληρ.). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης της η εκκαλούσα ενάγουσα αιτιάται την πρωτοβάθμια απόφαση, για το λόγο ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε ως απαράδεκτη την από ……..υπ’ αρ. κατ. δικ. ……………………κλήση της, με την οποία επανέφερε την από…………με αριθμό κατάθεσης δικ. ………………..(υπό στοιχείο Α’) αγωγή προς συζήτηση. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα άσκησε το πρώτον την από…………………..με αριθμό κατάθεσης δικ. …………..(υπό στοιχείο Α’) αγωγή της. Κατά τη συζήτησή της κατά τη δικάσιμο της 12-12-2012 η ενάγουσα παρέλειψε να προσκομίσει το δικαστικό ένσημο. Συζητήσεως γενομένης εκδόθηκε η υπ’ αρ. ……..απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία κήρυξε τη συζήτηση της αγωγής απαράδεκτη. (βλ. προσκομιζόμενο αντίγραφο απόφασης). Η ενάγουσα επανέφερε την αγωγή προς συζήτηση με την υπ’ αρ. …………..κλήση της, καταβάλλοντας συγχρόνως το δικαστικό ένσημο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ’ αρ…………….απόφαση του απέρριψε την κλήση της ενάγουσας ως απαράδεκτη, με το συλλογισμό ότι, εσφαλμένα το προηγούμενο Δικαστήριο με την υπ’ αρ……..απόφασή του είχε κηρύξει τη συζήτηση παράδεκτη, καθώς στο σκεπτικό του διαλαμβάνεται η σκέψη της παράλειψης καταβολής δικαστικού ενσήμου εκ μέρους της ενάγουσας και εμμέσως της πλασματικής της ερημοδικίας. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, το διατακτικό της ανωτέρω (υπ’ αρ……………) απόφασης, έστω και εσφαλμένο, καθιστά αυτήν μη οριστική και μη υποκείμενη σε έφεση, ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, ενώ έπρεπε, μετά και την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, να δεχτεί την κλήση ως παραδεκτή και να προχωρήσει στη συζήτηση της υπό στοιχείο Α’ αγωγής, μετά την έκδοση της υπ’ αρ. ………….απόφασης, η οποία δεν ήταν οριστική, ενώ δεν σημασία, κατά τα προαναφερθέντα, αν αυτή ήταν εσφαλμένη, εφόσον ήταν δεκτική ανακλήσεως από το δικαστήριο που την εξέδωσε. Επομένως, ο σχετικός λόγος της έφεσης με τον προβάλλεται η ανωτέρω αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το κεφάλαιο της υπό στοιχείο Α’ αγωγής και να δικαστεί αυτή στην ουσία της, μετά και την καταβολή του δικαστικού ενσήμου εκ μέρους της ενάγουσας.
II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390 και 1391 Α.Κ. προκύπτει ότι για τη θεμελίωση αξίωσης του ενός από τους συζύγους για καταβολή σ» αυτόν διατροφής σε χρήμα από τον άλλο, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, πρέπει ο ενάγων να επικαλείται και να αποδεικνύει τη συζυγική ιδιότητα, τη διακοπή της συμβίωσης γ La εύλογη αιτία, ότι οι βιοτικές του ανάγκες, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης, δικαιολογούν τον προσδιορισμό της διατροφής στο ζητούμενο με την αγωγή χρηματικό ποσό, χωρίς να είναι αναγκαίο και να εξειδικεύει τις ανάγκες αυτές, αναφέροντας και την απαιτουμένη για κάθε μία δαπάνη, αλλά αρκεί μόνο να αναφέρει το συνολικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του αυτών. Εξάλλου, δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται στην αγωγή, ούτε στην απόφαση, η αποτίμηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, αφού, η υποχρέωση για τη συνεισφορά αυτή υπάρχει, όσο διατηρείται η έγγαμη συμβίωση, ενώ όταν αυτή διακοπεί, αντικαθίσταται με τη χρηματική διατροφή, που προσδιορίζεται από τη σύγκριση των εκατέρωθεν οικονομικών δυνατοτήτων. Οι οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων, που προσδιορίζουν την αναλογία της συνεισφοράς καθενός απ» αυτούς στη διατροφή αυτή, δεν αποτελούν στοιχείο της αγωγής, αλλά ενδέχεται να αποτελέσουν τη βάση σχετικής ένστασης του εναγομένου {ΑΠ 132/2003, ΑΠ 773/2014, ΝΟΜΟΣ, Τρ. Νομ. Πληρ.). Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η ένδικη αγωγική αξίωση, όπως το περιεχόμενο της εκτιμάται, προσδιορίζεται και οριοθετείται από τα αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, βρίσκει νομικό έρεισμα στις διατάξεις που προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Ol δε αγωγές είναι αρκούντως ορισμένες και νόμιμες, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, ενώ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ορισμένη και νόμιμη την Β’ αγωγή, δεν έσφαλα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και συνεπώς ο λόγος της έφεσης περί αοριστίας των δύο αγωγών και εσφαλμένης υπαγωγής τους στο νόμο πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.
III. Από τη διάταξη του άρθρου 1391 παρ. 1 ΑΚ, που ορίζει ότι, αν ο σύζυγος διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, η διατροφή που του οφείλεται από τον άλλον πληρώνεται σε χρήμα και προκαταβάλλεται κάθε μήνα, προκύπτει ότι, προϋπόθεση για την καταβολή σε χρήμα της, κατά το άρθρο 1390 του ίδιου κώδικα, οφειλόμενης διατροφής του συζύγου αποτελεί η από τον δικαιούχο διακοπή της έγγαμης συμβίωσης από εύλογη γι’ αυτόν αιτία, η προϋπόθεση δε αυτή πληρούται και όταν τη συμβίωση διακόπτει ο υπόχρεος σύζυγος χωρίς εύλογη αιτία. Το εύλογο ή μη της αιτίας διακοπής της έγγαμης συμβίωσης κρίνεται κυρίως ενόψει α) του περιεχομένου της κατά το άρθρο 1386 του ΑΚ αμοιβαίας υποχρεώσεως των συζύγων για συμβίωση, «εφόσον η σχετική αξίωση δεν αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος» και β) των εισαγομένων με το άρθρο 1387 του ίδιου κώδικα αρχών ρυθμίσεως του συζυγικού βίου, ότι, «οι σύζυγοι αποφασίζουν από κοινού για κάθε θέμα του συζυγικού βίου και η ρύθμιση από τους συζύγους του κοινού τους βίου πρέπει να μην εμποδίζει την επαγγελματική και την υπόλοιπη δραστηριότητα του καθενός από αυτούς και να μην παραβιάζει τη σφαίρα της προσωπικότητάς του», ©α πρέπει, δε, η εύλογη αιτία, υπαίτια ή ανυπαίτια, να αναφέρεται στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου, ή στο πρόσωπο και των δύο, με την έννοια υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο αντικειμενικά πρόσφορο για τη διακοπή της έγγαμης σχέσης γεγονός καθεαυτό και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου, ή και των δύο. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας που συνάγεται από τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια της εύλογης αιτίας, ότι δηλαδή τα δεκτά γενόμενα περιστατικά, αντικειμενικώς λαμβανόμενα, αποτελούν εύλογη αιτία διακοπής της έγγαμης συμβίωσης για το δικαιούχο σύζυγο, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά τη διάταξη 559 αρ. 1 εδ. β» ΚΠολΔ, κατά την έννοια της οποίας, η παραβίαση των διδαγμάτων ιδρύει λόγο αναιρέσεως αν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ» αυτούς. (ΑΠ 1028/2013, ΝΟΜΟΣ, Τρ.Νομ.Πληρ. ) . Εξ άλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389 και 1391 Α.Κ προκύπτει, ότι, ενόσω υπάρχει γάμος, έστω και αν έχει διασπασθεί η έγγαμη συμβίωση, η διατροφή είναι συνέπεια της υποχρεώσεως συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες, που θεσπίζεται με την πρώτη από τις άνω διατάξεις και δεν εξομοιώνεται με την συνηθισμένη διατροφή από τον νόμο που ρυθμίζεται από τα άρθρα 14 85 επ. Η μη εξομοίωση της αξιώσεως διατροφής μεταξύ των συζύγων προς την διατροφή από τον νόμο εκδηλώνεται και στο ότι, η υποχρέωση διατροφής του οφειλέτη συζύγου προς τον δικαιούχου που δι. έκοψε από εύλογη αιτία την έγγαμη συμβίωση, εξακολουθεί να υπάρχει, έστω και αν θέτει σε κίνδυνο την δική του διατροφή (αρθ. 1492, 1489.2 Α.Κ}, εκτός αν υπάρχει άλλος υπόχρεος που θα μπορούσε να καταβάλει την διατροφή αυτή (αρθ. 1491 Α.Κ) (Στεφ. Ματθίας «Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΣΥΖΥΓΩΝ ΣΤΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ Η ΑΞΙΩΣΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ» NOB 31.147 6 επ., Β. Βαθρακοκοίλης «ΤΟ ΝΕΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» εκδ.2000, αρθ. 1391 Α.Κ, σελ.260, σημ.30). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1392 εδ. β’ 1495 Α. Κ, συνάγεται ότι, ο σύζυγος που είναι υπόχρεος σε διατροφή, αν διακόψει με δική του πρωτοβουλία την έγγαμη συμβίωση, πρέπει να εξακολουθήσει να καταβάλλει σε χρήμα την οφειλόμενη διατροφή, ακόμη και αν αναγκάσθηκε να προβεί στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου. Εάν όμως, το παράπτωμα συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα του δικαιούχου, ο υπόχρεος μπορεί να ζητήσει τον περιορισμό της έκτασης της οφειλόμενης διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση του (ελαττωμένη διατροφή). Η διάταξη του άρθρου 139 εδ. β» ΑΚ εφαρμόζεται και όταν ο δικαιούχος διατροφής σύζυγος υπέπεσε σε παράπτωμα, που αποτελεί βάσιμο υπαίτιο λόγο διαζυγίου και μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης (ΑΠ 158 9/2005, Νόμος, Τρ.Νομ.Πληρ.). Για τη θεμελίωση του σχετικού ισχυρισμού, που λειτουργεί ως ένσταση του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται α») παράθεση του παραπτώματος του δικαιούχου συζύγου, β») προσδ top ι σμός του ποσού, το οποίο κατά την άποψη του εναγομένου πρέπει να αποτελέσει την ελαττωμένη διατροφή του ενάγοντος και γ») οχετlko αίτημα. Γι_α να κριθεί, όμως, αν υπάρχει δικαίωμα στοιχειώδους διατροφής του ενάγοντος συζύγου, πρέπει πρώτα να ερευνηθεί αν υπήρχε δικαίωμα πλήρους διατροφής με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390 Α.Κ, και κατά συνέπεια να γίνει αποτίμηση των εισοδημάτων και των δύο συζύγων (ΑΠ 132/2003 Ε.Δ 44.1293).
IV. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ» αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου (Ολ.ΑΠ 16/2006, ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 91/2011, ΑΠ 332/2014, ΝΟΜΟΣ, Τρ.Νομ.Πληρ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του, από τις κάτωθι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τους διαδίκους ένορκες βεβαιώσεις, λαμβανομένου υπόψη ότl στην προκειμένη ειδική διαδικασία δεν υπάρχει περιορισμός στον αριθμό των ενόρκων βεβαιώσεων, τις οποίες κάθε πλευρά μπορεί να προσκομίσει (ΑΠ 188/2010 ΝοΒ 2011. 941, ΑΠ 160/2006, ΕφΛαμ 98/ 2009, ΜΠΡόδ 19/2012 Νόμος), ήτοι τις προσκομιζόμενες από την ενάγουσα με αριθμούς 13543, 13544, 13545 και 13545/23-09-2013 ένορκες βεβαιώσεις τ ων, ………………………………………………………………………………………..που δόθηκαν με επιμέλεια αυτής ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, ………………, αφού προηγουμένως τηρήθηκε η προδικασία που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 671 § 1 του ΚΠολΔ (βλ. τη με αριθμό 193Δ718-Ο9-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Χαλκιδικής …………………………… και την προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο με αριθμό 34 6/24-02-2014 ένορκη βεβαίωση της…………………………………………………….., που δόθηκε με επιμέλεια αυτού ενώπιον της συμβολαιογράφου Νέων Μουδανιών, …………………………, αφού προηγουμένως τηρήθηκε η προδικασία που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 671 § 1 του ΚΠολΔ (βλ. τη με αριθμό 3719Δ720-02-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης…………………..) ,από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται kol νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, μερικών εκ των οποίων γίνεται ειδική μνεία κατωτέρω, ουδενός πάντως εξ αυτών παραληφθέντος για την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη (άρθρα 339- σε συνδυασμό με 335 ΚΠολΔ) και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, (ΑΠ 154/1992 ΕλλΔνη 33.814), από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη κατ’ αρθ. 336 παρ.4 Κ.Πολ.Δ αυτεπάγγελτα, αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία μπορεί να λαμβάνει υπόψη του και να εκτιμά (αρθ.671παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του Νόμου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Oι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στη ………………………….και από το γάμο τους αυτό απέκτησαν ……….θυγατέρες,………………………………………………. οι οποίες είναι ήδη ενήλικες. Από την αρχή του έγγαμου βίου των διαδίκων η ενάγουσα, η οποία ήταν τότε μόλις 19 ετών, εργάστηκε σκληρά και ακατάπαυστα στην επιχείρηση ……………….που διατηρούσε ο εναγόμενος στη ……………..οποία ως εκ της θέσης της και του αντικειμένου της είχε αυξημένη πελατεία, αλλά και στους …………………… του εναγομένου συζύγου της, εκτελώντας μαζί του όλες τις…………………. εργασίες της καλλιέργειας ……………………..
Η συζυγική σχέση των διαδίκων, όπως αυτή διαγράφεται από την μάρτυρα απόδειξης, κόρη τους,…………………αλλά και διαφαίνεται προδήλως
από την εξέλιξη και την κατάληξη αυτής, όπως θα εκτεθεί παρακάτω, ουδέποτε υπήρξε αρμονική, καθώς ο δύστροπος και βίαιος χαρακτήρας του εναγομένου, ο οποίος επεδείκνυε συστηματικά συμπεριφορές απάδουσες προς την ηθική σχέση του γάμου, σε συνδυασμό με τις υπερβολικές απαιτήσεις του για εξοντωτική εργασία της συζύγου του στο ………………….και στους………………………., προκάλεσε στην ενάγουσα έντονα ψυχολογικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να παρουσιάσει ήδη από τότε αγχώδη νεύρωση και κατάθλιψη. Στη βλάβη αυτή της υγείας της ενάγουσας αλλά και στην επιδείνωσή της, συνετέλεσε η συμπεριφορά του εναγομένου, ο οποίος δεν προσέφερε στη σύζυγό του την απαιτούμενη ψυχολογική υποστήριξη, ούτε την ψυχοσυναισθηματική προσέγγιση που ταιριάζει στους συζύγους. Αντίθετα, ο εναγόμενος, ο οποίος ήταν προσηλωμένος στο στόχο απόκτησης μεγάλης ακίνητης περιουσίας και χρημάτων, πράγμα που τελικώς επετεύχθη, ήταν δεσποτικός και απαιτητικός προς τη σύζυγό του, ενώ δεν της άφηνε περιθώρια ανάπτυξης της προσωπικότητάς της, δεδομένης μάλιστα της σημαντικής προσφοράς της στην επιχείρησή του, αλλά και της μεγάλης οικονομικής τους επιφάνειας. Δεν παρείχε στη σύζυγό του την απαιτούμενη από τον ηθικό θεσμό του γάμου συναισθηματική υποστήριξη, ούτε κατανόηση στις ανάγκες της και ουδέποτε προσέγγισε ψυχικά συναισθηματικά τη σύζυγό του, η οποία όλο και περισσότερο εσωτερίκευε τα προβλήματά της και απομονώνονταν στον εαυτό της, με αποτέλεσμα να διαταραχθεί προοδευτικά και σοβαρά η ψυχική υγεία της. Η ψυχολογική αυτή κατάσταση της ενάγουσας, σε συνδυασμό με τη βίαιη συμπεριφορά του εναγομένου συζύγου της, ο οποίος την εξύβριζε, την υποτιμούσε, την απαξίωνε, την απειλούσε, αλλά και της ασκούσε σωματική βία, της επέφερε συχνά πονοκεφάλους και λιποθυμικά επεισόδια. Χαρακτηριστική είναι η κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, θυγατέρας των διαδίκων, η οποία καταθέτει «ο πατέρας μου κακομεταχειριζόταν τη μητέρα μου… ο πατέρας μας δημιούργησε τέτοιας έντασης επεισόδιο, ..ώστε εκείνη από το φόβο της και την υπερένταση λιποθύμησε και προσπαθούσα με την αδελφή μου να τη συνεφέρω..,». . Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, σε σχέση με την αντισυζυγική συμπεριφορά του εναγομένου, δεν ανατρέπεται από τις αντίθετες καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, γειτόνων και κουμπάρου των διαδίκων, οι οποίοι καταθέτουν ότι, οι διάδικοι ως ζευγάρι πραγματοποιούσαν εξόδους για φαγητό, αλλά και εκδρομές σε θρησκευτικούς προορισμούς, ενώ ουδέποτε αντελήφθησαν προβλήματα στις σχέσεις των διαδίκων, καθώς, όπως συνήθως συμβαίνει, ο εναγόμενος εκδήλωνε την αντισυζυγική του συμπεριφορά στην κατοικία τους και στις ιδιωτικές τους στιγμές, στις οποίες οι μόνοι μάρτυρες ήταν τα τέκνα των συζύγων, όταν αυτά συμβιούσαν μαζί τους. Μάλιστα, αν και η επιχείρηση του ενανομένου του απέφερε υψηλά εισοδήματα και ο ίδιος με συνδικαιούχο τη σύζυγο του και τις θυγατέρες τους είχε τραπεζικές καταθέσεις με μεγάλα χρηματικά ποσά, εντούτοις η ενάγουσα δεν τολμούσε να ξοδέψει έστω και μικρά χρηματικά ποσά για τις προσωπικές της ανάγκες. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η ψυχική απομάκρυνση των διαδίκων και η καταφυγή της ενάγουσας στη θρησκευτική πίστη. Ειδικότερα, η ενάγουσα απέκτησε ψυχολογική εξάρτηση από θρησκευτικά πρόσωπα, (ηγούμενες, μοναχούς κλπ), τα οποία επισκεπτόταν μαζί με το σύζυγο της και συμβουλευόταν. Ο εναγόμενος συνόδευε τη σύζυγο του στα θρησκευτικά ταξίδια της, πλην όμως εξακολουθούσε να επιδεικνύει την ίδια ως άνω σκαιή αντισυζυγική συμπεριφορά. Η ανωτέρω τεταμένη κατάσταση στις σχέσεις τους συνεχίστηκε και τελικά η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάστηκε οριστικά στις………………………, μετά από ένα οξύτατο επεισόδιο ύβρεων και απειλών προς την ενάγουσα, οπότε η τελευταία, αφού κάλεσε σε βοήθεια και συμπαράσταση τη θυγατέρα της, από τη Θεσσαλονίκη, αποχώρησε από τη συζυγική οικία και συνοδευόμενη από αυτήν κατέφυγε στην Ιερά Μονή του ………………στην …………………………….όπου διέμεινε για μια εβδομάδα. Στη συνέχεια και δη από τις …………… έως τις…………διέμεινε στον ξενώνα Κακοποιημένης Γυναίκας και Παιδιού με την ονομασία ………………της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης ……………….Εκκλησίας της Ελλάδος, που βρίσκεται στην ……………….Έκτοτε και μέχρι σήμερα η ενάγουσα διαμένει στην ευρισκόμενη στη Θεσσαλονίκη ιδιόκτητη οικία της θυγατέρας της, ………, η οποία διαμένει με την οικογένειά της στην Αγγλία. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι, η ενάγουσα επέδειξε αντισυζυγική συμπεριφορά απέναντι του, διότι το έτος ……….σύναψε εξωσυζυγική σχέση με τον …………………………δεν αποδείχτηκε βάσιμος. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι, όταν έγιναν αντιληπτές ο l ερωτικές συναντήσεις της με τον τελευταίο από τον κουμπάρο των διαδίκων, ……………..κατά τον Ιούλιο του …………………αυτή σκηνοθέτησε τη φυγή της. Σχετική με το ανωτέρω γεγονός είναι η κατάθεση του ………………………..ο οποίος από το έτος και εφεξής εργάζεται στην επιχείρηση του εναγομένου και ήδη από το έτος ……………….διαδέχτηκε τον τελευταίο στην εκμετάλλευσή της. Η κατάθεσή του όμως δεν κρίνεται πειστική, διότι έρχεται σε αντίθεση με την εξέλιξη των γεγονότων και δη με τη συμπεριφορά της μεγαλύτερης θυγατέρας των διαδίκων,………….. , η οποία κλήθηκε αιφνιδίως το
πρωί της…………..από τη μητέρα της, προκειμένου να μεταβεί στη ………………….για να τη βοηθήσει και να της συμπαρασταθεί, ενώ στη συνέχεια τη συνόδευσε στο Α. Τ. ………………………..και στη συνέχεια στην Ιερά Μονή του ……………στην……………της ……………..Στο υπ’ αριθμ. πρωτ………….της Μ.Κ.Ο ………………όπου φιλοξενήθηκε επί εξάμηνο η ενάγουσα, που επιγράφεται ως ψυχοκοινωνικό προφίλ και υπογράφεται από μια κοινωνική λειτουργό και μια ψυχολόγο, αναφέρεται μεταξύ άλλων και ότι, η ενάγουσα παραπέμφθηκε στον ξενώνα ……..από την κοινωνική υπηρεσία ……….στις ………ότι κατά δήλωσή της η τελευταία έφυγε από την κατοικία της στις ……………διακατεχόμενη από φόβο για την ζωή της μετά από σωματική κακοποίηση που υπέστη από τον σύζυγο της την ……………..και την απειλή ότι θα την σκοτώσει. Ότι συνοδευόμενη από την μεγαλύτερη κόρη της κατέφυγε στο αστυνομικό τμήμα και κατήγγειλε το συμβάν αυτό, ότι δεν θέλησε να φιλοξενηθεί από τα παιδιά της, φοβούμενη ότι ο σύζυγος της θα την εντόπιζε και θα βιαιοπραγούσε και πάλι εναντίον της. Αναφέρεται εξάμηνο διάστημα παραμονής της στον εν λόγω ξενώνα, καθώς και ότι η τελευταία (ενάγουσα) έχει το σύνδρομο της κακοποίησης (σώμα διπλωμένο και σκυφτό, φωνή τρεμάμενη και σιγανή, έχει διαταραχές στον ύπνο και την τροφή, είναι τρομοκρατηυένη σε σημείο που δεν έβγαινε μόνη της από τον ξενώνα, ούτε για να πετάξει σκουπίδια). Χαρακτηριστική είναι επίσης και η κατάθεση της κόρης των διαδίκων……………, η οποία στην από……….. ένορκη κατάθεσή της ενώπιον του Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης καταθέτει: «από πολύ μικρή έβλεπα τη μητέρα μου να βιώνει καθημερινά ιδιαίτερη έντονη ψυχολογική και σωματική βία… ο πατέρας μου την έβριζε χυδαία, την εξευτέλιζε με το χειρότερο τρόπο και τη χτυπούσε πολύ συχνά ακόμη και μπροστά μας… στο σπίτι μας επικρατούσε κλίμα τρόμου και πανικού… όταν στις ………………….της……………………..δήλωσε ότι θέλει να τη σκοτώσει, η μητέρα μου κατέφυγε σε μοναστήρι…. μέχρι το Μάιο φιλοξενήθηκε σε ξενώνα κακοποιημένων γυναικών… την ίδια στιγμή που η μητέρα μου βοηθούνταν από κοινωνικούς λειτουργούς, ο πατέρας μου διέδιδε σε τρίτα πρόσωπα και στην κλειστή κοινωνία της ……..ότι η μητέρα μου εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη λόγω εξωσυζυγικού δεσμού που διατηρούσε..,.». Η αντίθετη ελλειπτική …………………ένορκη προανακριτική κατάθεση της ………………………………..κόρης των διαδίκων, η οποία δόθηκε με αφορμή έγκληση της ενάγουσας κατά του εναγομένου για ενδοοικογενειακή βία (απειλή), δεν κρίνεται πειστική, καθώς, εκτός της ελλειπτικότητάς της, δεν δικαιολογεί την εξέλιξη των περιστατικών που ακολούθησαν, δηλαδή την καταφυγή της μητέρας της στο Α.Τ. της κατοικίας της, μετά σε μοναστήρι και τέλος στην εξάμηνη φιλοξενία της στον Ξενώνα Κακοποιημένων Γυναικών. Το εννεάστιχο χειρόγραφο σημείωμα το οποίο επικαλείται ο εναγόμενος, για το οποίο προκάλεσε την από ………..γραφολογική πραγματογνωμοσύνη της ειδικής γραφολόγου, ……., σύμφωνα με την οποία ο γραφικός χαρακτήρας είναι αυτός της ενάγουσας και ως εκ τούτου, όπως καταλήγει, έχει γραφεί από αυτήν, παρά το ότι δεν φέρει το όνομα της ενάγουσας αλλά της κόρης της,……………δεν αποδεικνύει τον ισχυρισμό του και δεν αναιρεί την παραπάνω δικανική κρίση, καθώς σε αυτό δεν διαφαίνεται απαραιτήτως ερωτικό περιεχόμενο, αλλά απηχεί ενδεχομένως τους λογισμούς μιας στερημένης συναισθηματικά γυναίκας με επιβαρημένη ψυχική κατάσταση. Δεν αποδεικνύει ούτε και το γεγονός, ότι απευθύνεται σε συγκεκριμένο άντρα, καθώς, εάν πράγματι απευθύνονταν, δεν θα βρίσκονταν στην κατοχή της ενάγουσας και μάλιστα αφημένο στην κατοικία της, αλλά στην κατοχή εκείνου προς τον οποίο απευθύνονταν. Οι δε φωτογραφίες τις οποίες προσκομίζει ο εναγόμενος προς απόδειξη του ανωτέρω ισχυρισμού του, απεικονίζουν μόνο τη χωροταξική διάσταση του ακινήτου του, (κατοικίας και καταστήματος και αύλειων χώρων) και δεν αποδεικνύουν τον ανωτέρω ισχυρισμό του. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι, η έγγαμη συμβιωσή του με την ενάγουσα διακόπηκε από υπαιτιότητα της τελευταίας, δεν αποδείχτηκε βάσιμος. Αντίθετα, αποδείχτηκε ότι οι σχέσεις των διαδίκων έχουν κλονισθεί ισχυρά από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εναγομένου και ως εκ τούτου η ενάγουσα δικαιούται να ζητήσει από τον τελευταίο διατροφή, για το χρονικό διάστημα μιας διετίας από την επίδοση της υπό στοιχείο Α’ αγωγής και από την επίδοση της Β’ αγωγής μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου τους και όποτε αυτή επέλθει, διότι αυτός (ο γάμος) λύθηκε με τη με αριθμό 3^2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, μετά δε τη λύση του γάμου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, παρέχεται διατροφή στο σύζυγο μόνο με τις προϋποθέσεις του άρθρου 144 του Α. Κ. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται να αξιώσει για τα επίδικα χρονικά διαστήματα και δη από την επίδοση της Α’ αγωγής και επί μία διετία και από την επίδοση της Β’ αγωγής και επί μία διετία, διατροφή, προσδιοριζόμενη σύμφωνα με τις ανάγκες αυτής, όπως είχαν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, συνεκτιμωμένων και των διαφοροποιήσεων που προκλήθηκαν από τη χωριστή διαβίωσή της, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι από τις εκατέρωθεν οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων και το συσχετισμό των οφειλομένων εκατέρωθεν συμβολών, προκύπτει διαφορά υπέρ της ίδιας, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στις υπό στοιχείο I και II μείζονες σκέψεις. Το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως σχετικά με την υπαιτιότητα της διάσπασης της έγγαμης σχέσης των διαδίκων, δεν έσφαλε, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς ο σχετικός λόγος της έφεσης του εκκαλούντος εναγομένου πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.
Κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, ο εναγόμενος εκμεταλλεύονταν κεντρικό………….στη………….. με μεγάλο κύκλο εργασιών και πολλά κέρδη και καλλιεργούσε αγρούς με …….καλλιέργειες και ……….Ασχολήθηκε επίσης με εισαγωγές και εμπόριο ………….και…………., δραστηριότητα η οποία του απέφερε σημαντικά κέρδη. Σύμφωνα δε με την κατάθεση της κόρης των διαδίκων……………………διατηρεί σε ατομικούς του λογαριασμούς τραπεζικές καταθέσεις ύψους……………Ε, τις οποίες αποταμίευσε από τα εισοδήματά του, τα προερχόμενα από την εκμετάλλευση του καταστήματος του, τις αγροτικές του καλλιέργειες, την εμπορική του δραστηριότητα με την αγορά και μεταπώληση ……….και ………….και την εκμετάλλευση (μίσθωση) των ακινήτων του. Με την καταφανώς ισχυρότερη οικονομική κατάστασή του, έφερε το κύριο Βάρος συντηρήσεως της οικογένειάς τους και με τα εισοδήματά του εξασφάλιζε στον ίδιο και στην ενάγουσα σύζυγο του τα αναγκαία βιοτικά αγαθά και μια άνετη διαβίωση, ενώ η ενάγουσα συνεισέφερε με την εργασία της, τόσο στις επαγγελματικές δραστηριότητές του,……………………όσο και στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών με την παροχή της προσωπικής της εργασίας στη συζυγική οικία και τη φροντίδα του συζύγου της και των τριών τέκνων τους. Σήμερα είναι άνεργη, λόγω δε της προχωρημένης ηλικίας της και της κατάστασης της υγείας της, αλλά και των δυσμενών συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί στην αγορά εργασίας εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα, καθίσταται δυσχερής η εξεύρεση εκ μέρους της οποιοσδήποτε εργασίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης η ενάγουσα, η οποία κατά το χρόνο συζήτησης των αγωγών διένυε το 58° έτος της ηλικίας της, εργαζόταν, όπως προαναφέρθηκε, στην επιχείρηση του εναγομένου χωρίς να αμείβεται, τώρα ωστόσο δεν εργάζεται και δεν έχει κάποιο εισόδημα. Δεν επιβαρύνεται με δαπάνες στέγασης, διότι διαμένει στην ιδιόκτητη οικία της θυγατέρας της ………..επιβαρύνεται όμως με τα λειτουργικά έξοδα της κατοικίας αυτής. Καταβάλλει το ποσό των 1. 600 ευρώ ετησίως στον ΟΓΑ για την ιατροφαρμακευτική της περίθαλψη, αλλά και για να θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης. Έχει στην κυριότητά της τα εξής ακίνητα : 1) αγροτεμάχιο, έκτασης 25.750 τ. μ., στη θέση ………… στη ……….αγροτεμάχιο, έκτασης 10.000 τ μ., στη………….., 3) αγροτεμάχιο, έκτασης 11.543 τ. μ., στη θέση · στη …………της Θεσσαλονίκης, 4} αγροτεμάχιο, έκτασης 1.887 τ. μ., στη θέση …………στη …………και 5) αγροτεμάχιο, έκτασης 1.887 τ. μ., στη θέση ………..στη……….. Τα ακίνητα αυτά, ιδίως το αγροτεμάχιο στη ……..και το ακίνητο στη ……είναι ικανής εμπορικής αξίας, το δε προϊόν ρευστοποίησης αυτών θα αρκούσε για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της ενάγουσας. Κατά τον παρόντα όμως χρόνο, λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης την οποία διανύει η χώρα και ειδικά η αγορά των ακινήτων, είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να εκποιηθούν. Άλλωστε, δεν κρίνεται σκόπιμη η εκποίησή τους έστω και σε μικρότερη της αξίας τους τιμή, διότι η διατήρηση τους επιβάλλεται για λόγους πρόνοιας, ήτοι προς εξασφάλιση της ενάγουσας για την αντιμετώπιση μελλοντικής έκτακτης οικονομικής ανάγκης. Η ενάγουσα είχε στην κυριότητά της και αγροτεμάχιο, έκτασης 8.677 τ. μ., που βρίσκεται στη θέση……..στη …………….το οποίο, με το υπ’ αριθμό ……αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ………..που μεταγράφηκε νόμιμα, πώλησε στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ……………… αντί
αναγραφομένου τιμήματος……… Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το τίμημα αυτό δεν είναι πραγματικό, καθόσον η προσωρινή εκτίμηση της ΔΟΥ για το πωληθέν ακίνητο ανέρχεται σε……..ευρώ ενώ το πραγματικό τίμημα που η ενάγουσα έλαβε ανέρχεται (κατά τους ισχυρισμούς του) σε ποσό ……… Κατά την κρίση του Δικαστηρίου το αναγραφόμενο τίμημα είναι αληθές, καθώς η αγοράστρια ανώνυμη εταιρία δεν δύναται, σύμφωνα με το νομοθετικό καθεστώς που διέπει την τήρηση των εμπορικών βιβλίων των ανωνύμων εταιριών και τη λογιστική τους, να προβεί σε καμία καταβολή και να καταβάλει και να δικαιολογήσει στα εμπορικά λογιστικά βιβλία της κανένα ποσό, (πολλώ μάλλον το υπέρογκο ποσό της διαφοράς των……….ευρώ…………….)εάν δεν συνοδεύεται από έγγραφη απόδειξη της αιτίας καταβολής του, που στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι πρόκειται για αγορά ακινήτου, αποτελεί το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο που μεταγράφεται στο υποθ/κείο. Η δε εγγραφή προσημείωσης υποθήκης η οποία ενεγράφη στις ………..(ένα έτος μετά την αγοραπωλησία), επί του ακινήτου για ποσό των ……….υπέρ της δανείστριας …………..τράπεζας της ανωτέρω αγοράστριας ανώνυμης εταιρίας (βλ. υπ’ αρ…….β ε β α ί ωση του Υποθηκοφυλακείου που προσκομίζει ο εναγόμενος), δεν αναιρεί την ανωτέρω κρίση, καθώς, αφ’ ενός μεν δεν προκύπτει το ύψος και η αιτία της οφειλής, η οποία δημιουργήθηκε ένα έτος μετά την αγορά του ακινήτου, αφ ετέρου δε, η εκτίμηση του πιστωτικού ιδρύματος για την αξία του ακινήτου, επί του οποίου ενεγράφη το εμπράγματο βάρος προς εξασφάλιση της απαίτησής της, δεν συμπίπτει απαραίτητα με το πραγματικό τίμημα της πώλησης του. Το ανωτέρω ληφθέν τίμημα των ……….δεν κρίνεται ικανό να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες της ενάγουσας κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ούτε να διασφαλίσει τις διατροφικές της ανάγκες νια το μέλλον. Η ενάγουσα, επομένως, υπό καθεστώς έγγαμης συμβίωσης δικαιούτο διατροφής, ως οικονομικά ασθενέστερη, τη διατροφή δε αυτή εξακολουθεί να δικαιούται και μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής της με τον εναγόμενο, καθόσον η διακοπή αυτής προήλθε από την πλευρά του τελευταίου, οι δε περιστάσεις αναγόμενες στο καθεστώς της έγγαμης συμβίωσής τους δεν έχουν μεταβληθεί, ώστε να αποκλεισθεί το προς διατροφή δικαίωμά της. Η διατροφή της θα προσδιοριστεί σύμφωνα με τις ανάγκες της, όπως είχαν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης·, υπό την προϋπόθεση ότι από τις· εκατέρωθεν οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων και το συσχετισμό των οφειλομένων εκατέρωθεν συμβολών προκύπτει διαφορά υπέρ της ίδιας, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, δεν βαρύνεται με διατροφή άλλου προσώπου, ενώ οι προς διατροφή και συντήρησή της δαπάνες είναι οι συνήθεις για άτομο της ηλικίας της. Σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτει, ότι με βάση τις συνθήκες της ζωής της κατά την έγγαμη συμβίωση και όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τη διακοπή αυτής (συμβίωσης), η ενάγουσα, ενόψει των δυνάμεων αυτής και του συζύγου της, στις οποίες περιλαμβάνονται η περιουσία του και τα πιο πάνω εισοδήματά του, δικαιούται να αξιώσει από τον τελευταίο, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, χρηματική διατροφή οκτακοσίων (800,00) ευρώ το μήνα για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της Α’ αγωγής και επί μία διετία και από την επίδοση της Β’ αγωγής και επί μία διετία, μέχρι το χρονικό σημείο του αμετακλήτου της απόφασης λύσης του γάμου της. Το ποσό αυτό είναι αναγκαίο για την κάλυψη των αναγκών διατροφής της ενάγουσας, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ανάγκες τροφής, ένδυσης,ύδρευσης, φωτισμού,θέρμανσης,
ψυχαγωγίας και συμμετοχής της στην κοινωνική ζωή. Συγκεκριμένα το μέτρο κάλυψης των αναγκών αυτών, είναι εκείνο που υπαγορεύουν ειδικότερα η ηλικία, καθώς και το επίπεδο διαβίωσης που υπήρχε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης και το παραπάνω αναφερόμενο ποσό είναι εκείνο που θα εξασφαλίσει στην ενάγουσα το ίδιο επίπεδο διαβίωσης, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, μετά τη διακοπή της συμβίωσής της με τον εναγόμενο. Το ποσό αυτό ο εναγόμενος είναι σε θέση να καταβάλλει χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή. Ως εκ τούτου, η προβαλλόμενη από τον εναγόμενο ένσταση των περιστάσεων (άρθρο 1391 § 2 του Α. Κ) πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Ως ουσία αβάσιμες πρέπει να απορριφθούν και οι ενστάσεις διακινδύνευσης της δικής του διατροφής, αλλά και παραπομπής της διατροφής της ενάγουσας στις θυγατέρες της, ενστάσεις τις οποίες ο εναγόμενος επαναφέρει με τους αντίστοιχους λόγους έφεσής του, οι οποίοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τέλος, ως νόμω αβάσιμη πρέπει να απορριφθεί και η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του ένδικου αγωγικού δικαιώματος, την οποία επίσης επαναφέρει με την έφεσή του, διότι, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στην υπό στοιχείο (IV) μείζονα σκέψη, χα εκτιθέμενα από τον εναγόμενο πραγματικά περιστατικά αποτελούν αρνητικούς του αγωγικού δικαιώματος ισχυρισμούς, και δεν στοιχειοθετούν καταχρηστικότητα του αγωγικού δικαιώματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε διαφορετικά, ως προς το αγώγικό δικαίωμα διατροφής της ενάγουσας, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης, με τους οποίους προβάλλεται το ανωτέρω σφάλμα, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η έφεση του εκκαλούντος εναγομένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, ενώ η έφεση της εκκαλούσας ενάγουσας πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, το Δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να δικάσει την ουσία της. Στη συνέχεια, οι δύο αγωγές, αφού συνεκδικαστούν, (246ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές ως βάσιμες και κατ’ ουσία και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενάγουσα ποσό οκτακοσίων (800,00) ευρώ το μήνα για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της Α’ αγωγής και επί μία διετία και από την επίδοση της Β’ αγωγής και επί μία διετία, μέχρι το χρονικό σημείο του αμετακλήτου της απόφασης λύσης του γάμου της, ως συνεισφορά για την τακτική μηνιαία σε χρήμα διατροφή της, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, καθόσον πρόκειται για διαφορά μεταξύ συζύγων {άρθρο 179 και 183 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις 1) από …….υπ’αριθμ. κατάθ. δικ. ……….και 2) από ……..υπ’αρ.κατ.δικ. …….εφέσεις
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ τις εφέσεις από τυπική άποψη
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την (Β’ ) από ………υπ’ αρ. κατ. δικ. …………έφεση από ουσιαστική άποψη
ΔΕΧΕΤΑΙ την (Α’) από …………..υπ’
αριθμ. κατάθ. δικ. ……….έφεση από ουσιαστική άποψη
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. ………..απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης
ΔIΑΚΡΑΤΕI την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την
ουσία της ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις α) από ……….με αριθμό κατάθεσης δικ……….και β) από…………….υπ’ αρ. κατ. δικ. αγωγές
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την …………….με
αριθμό κατάθεσης ……………αγωγή
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλλει την πρώτη ημέρα κάθε μήνα στη ενάγουσα, το ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ κατά μήνα, ως διατροφή της, για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής και επί μία διετία με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης, μέχρι την πλήρη εξόφληση
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από ………. υπ’ αρ . κατ . δικ. ………αγωγή
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλλει την πρώτη ημέρα κάθε μήνα στη ενάγουσα, το ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ κατά μήνα, ως διατροφή της, για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής και επί μία διετία, μέχρι το χρονικό σημείο του αμετακλήτου της απόφασης λύσης του γάμου των διαδίκων με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης, μέχρι την πλήρη εξόφληση Και,
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.