ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Β’ΤΜΗΜΑ_ΑΠΟΦΑΣΗ 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2016

 

ΔΙΚΑΣΤΕΣ: M.E.MARTINS RIBEIRO Πρόεδρος – Εισηγήτρια

S.GERVASONI

L.MADISE

*

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ: Κυριάκος Ελ. Μακαρώνας

*

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Β’ΤΜΗΜΑ

21 Ιουλίου 2016

(γλώσσα διαδικασίας η Γαλλική)

Εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έναντι ιδιωτών. – Άρνηση να παρεκταθεί η προθεσμία για την ανάληψη ποσότητος αποβουτυρωμένου γάλακτος σε σκόνη στο πλαίσιο του προγράμματος διανομής βοηθείας σε τρόφιμα προς τους απόρους της Ένωσης για το έτος 2010_Διακεκριμένη παράβαση κανόνος δικαίου απονέμοντος δικαιώματα σε ιδιώτες_ Η καθυστέρηση Κράτους – Μέλους ως προς την εκτέλεση του ετησίου σχεδίου δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να θεωρήσει ότι συντρέχει επείγουσα περίσταση δικαιολογούσα ή επιβάλλουσα την παρέκταση τεθειμένης προθεσμίας.

*

729712

Στην υπόθεση Τ- 832/14,της (………..)Α.Ε., εκπροσωπηθείσης αρχικώς από τον Δικηγόρο M.-J. Jacquot μετέπειτα δε από τον Δικηγόρο Κυρ. Μακαρώνα,

εναγούσης,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής εκπροσωπηθείσης από τους εκπροσώπους της  κ.κ. J.Guillem και Δ.Τριανταφύλλου

εναγομένης,

με αντικείμενο προσφυγή θεμελιουμένη στο άρθρ. 268 Σ.Λ.Ε.Ε. με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας την οποία επικαλείται ότι υπέστη η ενάγουσα εκ του ότι η Επιτροπή ηρνήθη να παρατείνει την προθεσμία για την ανάληψη ποσότητος αποβουτυρωμένου γάλακτος σε σκόνη η οποία προσεδιορίζετο από το άρθρ. 3 παράγραφος 1 του Κανονισμού 1111/2009 της Επιτροπής της 19.11.2009 σχετικώς με το πρόγραμμα παροχής στα Κράτη Μέλη προμηθειών βαρυνουσών τη χρήση προϋπολογισμού 2010 για την χορήγηση διατροφικών αγαθών προερχομένων από τα αποθέματα της παρέμβασης υπέρ των απόρων της Κοινότητος κατά παρέκκλιση ορισμένων διατάξεων του Κανονισμού 3149/92 (J.O. 2009, L 30665).

Το Δικαστήριο (Δεύτερο Τμήμα)

Αποτελούμενο από

την κα M.E.Martins Ribeiro(εισηγήτρια,) Πρόεδρο,

τους κ.κ. S.Gervasoni και L.Madise, δικαστές

την κα G.Prendozani ως γραμματέα, διοικητική υπάλληλο,

λαβόν υπόψη τη γραπτή διαδικασία και εν συνεχεία την προφορική διαδικασία κατά τη συνεδρίαση της 11ης Μαϊου 2016, εκδίδει την παρούσα

Απόφαση

Νομικό Πλαίσιο

  1. Το πρόγραμμα διανομής βοήθειας τροφίμων στους απόρους καθιδρύθηκε από τον Κανονισμό (CEE) αρ. 3730/87 του Συμβουλίου της 10.12.1987 που όριζε τους γενικούς εφαρμοστέους κανόνες ως προς την προμήθεια προς ορισμένες οργανώσεις διατροφικών αγαθών εκ των αποθεμάτων παρέμβασης και προοριζομένων να διανεμηθούν στους απόρους της Κοινότητος (J.O. 1987,L 352, σ.1). Ο Κανονισμός τούτος κατηργήθη και αντικατεστάθη από τον Κανονισμό αρ. 1234/2007 του Συμβουλίου της 22.10.2007 ο οποίος ρυθμίζει ενιαίως τις αγορές στον αγροτικό τομέα και περιέχει ειδικές διατάξεις σχετικώς με ορισμένα προϊόντα του τομέα αυτού (Κανονισμός OCM ενιαίος) (J.O. 2007, L  299 σ.1).
  2. Σύμφωνα με το άρθρο 27, παρ. 1 του Κανονισμού 1234/2007, τα προϊόντα των αποθεμάτων παρέμβασης τίθενται στη διάθεση ορισμένων οργανισμών που υποδεικνύονται προκειμένου να καθίσταται δυνατή η διανομή διατροφικών αγαθών στους απόρους της Ε.Ε. σύμφωνα με το ετήσιο πρόγραμμα.

Δυνάμει του άρθρ.43 υπό g του Καν. 1234/2007, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υιοθετεί τους τεχνικούς όρους για την κατάρτιση του ετησίου προγράμματος κατά το άρθρ. 27 παρ. 1 του Κανονισμού τούτου.

  1. Εξ άλλου, στο άρθρ. 191 του Καν. 1234/2007 προβλέπονται τα ακόλουθα:

« Η Επιτροπή προσδιορίζει τα μέτρα τα οποία είναι ταυτοχρόνως αναγκαία και δικαιολογημένα προκειμένου να επιλύονται εν επιγούση περιπτώσει προβλήματα πρακτικά και εξειδικευμένα.

Τα μέτρα τούτα είναι δυνατόν να παρεκκλίνουν από ορισμένες διατάξεις του παρόντος Κανονισμού, αλλ’ αποκλειστικώς στο βαθμό που τούτο είναι απολύτως απαραίτητο».

  1. Οι τεχνικοί όροι της εφαρμογής του Κανονισμού αρ 3730/87 έχουν προσδιορισθεί από τον Κανονισμό (CEE) 3149/92 της Επιτροπής της 29.10.1992, και ορίζουν τους τεχνικούς όρους εφαρμογής της παροχής τροφίμων προερχομένων από τα αποθέματα παρέμβασης επ’ ωφελεία των απόρων της Κοινότητος (Ε.Κ. 1992,  L 313, σ. 59). Ο Κανονισμός τούτος παρέμεινε σε ισχύ έως την κατάργηση και αντικατάστασή του από τον Κανονισμό (Ε.Ε.) αρ. 807/210 της Επιτροπής της 14ης Σεπτεμβρίου 2010 που όρισε τους τεχνικούς όρους εφαρμογής της παροχής διατροφικών αγαθών προερχομένων από τα αποθέματα παρέμβασης επ’ ωφελεία των απόρων της Ένωσης (J.O. 2010, L242 σ.9).

Σύμφωνα με το άρθρο τούτου υπ’ αρ. 14, ο Κανονισμός αρ. 807/2010 ετέθη σε ισχύ την 05.10.2010.

  1. Σύμφωνα με το άρθρ. 2 παρ. 1 του Κανονισμού αρ. 3149/92, όπως τροποποιήθηκε, η Επιτροπή εκπονούσε κάθε έτος προ της 1ης Οκτωβρίου ετήσιο πρόγραμμα διανομής, εξειδικευμένο ανά ενδιαφερόμενο Κράτος – Μέλος, προϊόντων προερχομένων από τα αποθέματα παρέμβασης.
  2. Κατά το άρθρο 3 παρ. 2 του Κανονισμού αρ. 3149/92, όπως τροποποιήθηκε, οι ενέργειες απόσυρσης των προϊόντων των αποθεμάτων παρέμβασης ελάμβαναν χώρα από της 1ης Οκτωβρίου έως της 31ης Αυγούστου του επομένου έτους με κανονικό ρυθμό προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της εκτελέσεως του προγράμματος. Αυτή η διάταξη επαναλαμβάνεται αυτολεξεί στο άρθρ. 3 παρ. 2 του Κανονισμού 807/2010.
  3. Το πρόγραμμα διανομής διατροφικής βοήθειας στους απόρους για το έτος 2010 ετέθη σε ισχύ με τον Κανονισμό (CE) αρ. 1111/2009 της Επιτροπής της 19.11.09 σχετικώς με την έγκριση προγράμματος χορηγίας στα Κράτη – Μέλη αποθεμάτων βαρυνόντων την χρήση προϋπολογισμού 2010 για την προμήθεια διατροφικών αγαθών εκ των αποθεμάτων παρέμβασης επ’ ωφελεία των απόρων της Κοινότητος κατά παρέκκλιση ορισμένων διατάξεων του Κανονισμού αρ. 3149/92 (J.O. 2009, L 306, σ. 5).
  4. Το άρθρο πρώτο του Κανονισμού αρ. 1111/2009 ορίζει ότι το έτος 2010,  η διανομή(…….) κατ’ εφαρμογήν του άρθρ. 27 του Καν. Αρ. 1234/2007, γίνεται σύμφωνα με το ετήσιο πρόγραμμα διανομής που προβλέπεται στο παράρτημα I του ρηθέντος Κανονισμού. Το παράρτημα αυτό υπό (α), ορίζει ότι τα χρηματοδοτικά μέσα τα οποία τίθενται στη διάθεση της Ελλάδας για να εκτελέσει αυτό το πρόγραμμα ανέρχονται στο ποσόν των 20.044,078€. Προκύπτει από το παράρτημα ότι η ποσότητα αποβουτυρωμένου γάλακτος σε σκόνη προς απόσυρση, από την πλευρά της Ελλάδας, εκ των αποθεμάτων παρέμβασης ήταν, για το έτος 2010, 5.889 τόννοι.
  5. Το άρθρ. 3 παρ. 1 του Καν. 1111/2009 ορίζει ότι, κατά παρέκκλιση του άρθρ. 3 παρ. 2 του Καν. αρ. 3149/92 (βλπ. 6 ανωτέρω) εις ό,τι αφορά το πρόγραμμα διανομής του έτους 2010, η περίοδος εντός της οποίας το βούτυρο και το αποβουτυρωμένο γάλα σε σκόνη πρέπει να αποσυρθούν από τα αποθέματα παρέμβασης, εκτείνεται από την 1η Μαϊου έως της 30ης Σεπτεμβρίου 2010.

Τα προηγηθέντα της διαφοράς

Σχετικώς με την ενάγουσα και την εθνική διαδικασία κατακύρωσης.

  1. Η ενάγουσα (………….) Α.Ε. είναι εταιρεία συνεστημένη στην Ελλάδα και έχει ως επιχειρηματική δραστηριότητα κυρίως την εμπορία διατροφικών αγαθών τόσο στην Ελληνική αγορά όσο, και στις αγορές του εξωτερικού μέσω δραστηριοτήτων εισαγωγής και εξαγωγής. Από ορισμένων ετών επιχειρεί στην εκτέλεση, στην Ελλάδα, του προγράμματος διανομής διατροφικής βοήθειας στους απόρους.
  2. Προκειμένου να εκτελεσθεί στην Ελλάδα το πρόγραμμα του έτους 2010 ο ΟΠΕΚΕΠΕ (……..) δημοσίευσε προκήρυξη την 30.06.2010 ως και πρόσκληση για υποβολή προσφορών την 9η Ιουλίου 2010.
  3. Μεταξύ των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου 2010 η ενάγουσα ήλθε σ’ επαφή με την εταιρεία «Η» προκειμένου να πωλήσει το αποβουτυρωμένο γάλα σε σκόνη που προσδοκούσε να αποσύρει από τα αποθέματα παρέμβασης και συνήψε συμβάσεις με έλληνες παραγωγούς φέτας.
  4. Την 6η Σεπτεμβρίου 2010 η ενάγουσα επελέγη ως ανάδοχος για την εκτέλεση του προγράμματος αυτού, όπερ επληροφορήθη την 8η Σεπτεμβρίου 2010.

Με αυτήν την ιδιότητα ώφειλε να παραλάβει το αποβουτυρωμένο γάλα σε σκόνη που ευρίσκετο σε δημόσια αποθήκη στη Γερμανία, να παραγάγει φέτα και να την παραδώσει στις μη κυβερνητικές οργανώσεις που είχαν υποδειχθεί για τη διανομή στους απόρους.

  1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο (Ε.Σ.) επελήφθη διαδικασίας προσυμβατικού ελέγχου. Η διαδικασία τούτη ήταν υποχρεωτική, επί ποινή ακυρότητος της συμβάσεως που θα κατηρτίζετο εκ των υστέρων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της εναγούσης.
  2. Με την απόφασή του της 28.09.2010 το Ε.Σ. απεφάνθη ότι δεν ήταν δυνατόν να υπογραφεί η σύμβαση αυτή.

Η απόφαση τούτη προσεβλήθη, από το Ελληνικό Δημόσιο και τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Επί της αίτησεως ακυρώσεως αυτής της αποφάσεως το Ε.Σ. τελικώς απεφάνθη την 19.11.2010 ότι η σύμβαση μπορούσε να υπογραφεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της εναγούσης.

Επί των διαμειφθέντων μεταξύ των ελληνικών αρχών, της εναγούσης και της επιτροπής.

  1. Με επιστολή ημερομηνίας 29 Σεπτεμβρίου 2010, αποσταλείσα στην Επιτροπή διά τηλεομοιοτυπίας την 30η Σεπτεμβρίου και τυπικώς παραληφθείσα την 4η Οκτωβρίου 2010 από την Επιτροπή, οι ελληνικές αρχές εζήτησαν παρέκταση κατά ένα και ήμισυ μήνα της προθεσμίας που είχε ορισθεί για την απόσυρση του αποβουτυρωμένου γάλακτος σε σκόνη.

Η αίτηση βασιζόταν στα ακόλουθα:

«συνθήκες απρόβλεπτες και δυσχερείς για τη χώρα μας έχουν καθυστερήσει τις διαδικασίες θέσεως σε εφαρμογή του προγράμματος διανομής δωρεάν τυριού φέτας και, εν όψει του κρίσιμου κοινωνικού χαρακτήρα του προγράμματος αυτού, ιδιαιτέρως λόγω της οικονομικής δυσχέρειας που διατρέχει η χώρα μας, αιτούμεθα την παράταση της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού 1111/2009 κατά ένα και ήμισυ μήνα ώστε το πρόγραμμα να καταστεί δυνατόν να εκτελεσθεί επ’ ωφελεία των απόρων της χώρας».

  1. Με επιστολή του της 21 Οκτωβρίου 2010, ο γενικός διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) «Γεωργία και Αγροτική Ανάπτυξη» της Επιτροπής (στο εξής «ΓΔ ΑΓΚΡΙ») απήντησε στην επιστολή της 29.09.2010.

Παρετήρησε ότι σύμφωνα με το άρθρ. 3 του Κανον. 1111/2009 η περίοδος κατά την οποία το βούτυρο και το αποβουτυρωμένο γάλα έπρεπε να έχουν αποσυρθεί από τα αποθέματα της παρέμβασης εκτεινόταν από 1ης Μαϊου έως 30 Σεπ/ρίου 2010 ώστε να διασφαλισθεί ότι τα προϊόντα αυτά δεν θα διετίθεντο στην εσωτερική αγορά σε ακατάλληλη εποχή του έτους. Η δυνατότητα αυτή για απόσυρση έως 30 Σεπ/ρίου ήδη συνιστούσε παρέκταση της προθεσμίας εν σχέσει με την προθεσμία που προεβλέπετο από το άρθρ. 3 παρ. 2 σημείωση πρώτη του Καν. Αρ. 807/2010, ήτοι έως της 31ης Αυγούστου.

Η 30η Σεπτεμβρίου ήταν επίσης η ύστατη προθεσμία πέραν της οποίας τα μη έχοντα αποσυρθεί προϊόντα δεν διετίθεντο πλέον στα υποδεδειγμένα ως δικαιούχους Κράτη – Μέλη, σύμφωνα με το άρθρ. 3 παρ. 2, σημείωση δεύτερη του τελευταίου τούτου Κανονισμού.

Επέστησε εξ άλλου την προσοχή των Ελληνικών αρχών στο ότι ο Καν. 1111/2009 είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε. κατά μήνα Νοέμβριο του 2009 και ως εκ τούτου εδίδετο στα Κράτη – Μέλη αρκούντως εκτεταμένη χρονική περίοδος προκειμένου να ολοκληρώσουν τις εθνικές  διαδικασίες και θέσουν σε εφαρμογή το ετήσιο πρόγραμμα  του έτους 2010. Απέρριψε, εν τέλει, το αίτημα παρεκτάσεως της προθεσμίας.

  1. Με επιστολή τους ημερομηνίας 24.11.2010 αποσταλείσα προς την Επιτροπή την 01.12.2010 οι Ελληνικές αρχές επανέλαβαν το αίτημά τους περί παρεκτάσεως της προθεσμίας για την απόσυρση του αποβουτυρωμένου γάλακτος σε σκόνη. Με την επιστολή αυτή επεκαλούντο κυρίως ότι το αποβουτυρωμένο γάλα σε σκόνη δεν κατέστη δυνατόν να αποσυρθεί εντός της ταχθείσης προθεσμίας εξ αιτίας της ιδιαιτέρως δυσχερούς οικονομικής καταστάσεως στην Ελλάδα κατά το έτος αυτό, η οποία περιέπλεξε την απελευθέρωση των χρηματικών ποσών της εθνικής συνεισφοράς στο πρόγραμμα καθώς και την αιτία των νομοθετικών διατάξεων για την κατακυρωτική διαδικασία και τον προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
  2. Με επιστολή του της 24.11.2011 ο ΓΔ της ΓΔ ΑΓΚΡΙ απήντησε στην επιστολή της 24.11.2010. Επανέλαβε την άρνησή του να παρεκτείνει την προθεσμία για λόγους ταυτόσημους προς εκείνους που περιείχοντο στην επιστολή του της 21.10.2010(βλπ. σημείο 17 ως  άνω).
  3. Με επιστολή του της 15.02.2011 ο νομικός σύμβουλος της εναγούσης εζήτησε, επ’ ονόματί της και επ’ ονόματι εννέα ελληνικών τυροκομείων παραγωγών φέτας, την παρέκταση της προθεσμίας απόσυρσης του αποβουτυρωμένου γάλακτος σε σκόνη επειδή η Επιτροπή είχε εκτιμήσει ανεπαρκώς τόσον την κατάσταση στην Ελλάδα, που προκαλούσε εν δυνάμει καθυστερήσεις στις κατακυρώσεις ως προς τους απόρους στην Ελλάδα, όσον και του γεγονότος ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο ώφειλε, με αίτημα του OLAF, να αποφανθεί περί των κατακυρώσεων.
  4. Με επιστολή της 02.03.2011 ο νομικός σύμβουλος της εναγούσης εζήτησε από τον πρόεδρο της Επιτροπής να παρέμβει στην ΓΔ ΑΓΚΡΙ ώστε να επιτύχει την παρέκταση της προθεσμίας για την απόσυρση του αποβουτυρωμένου γάλακτος σε σκόνη.
  5. Με επιστολή του της 16.03.2011 ο Γ.Δ. της ΓΔ ΑΓΚΡΙ απήντησε στον νομικό σύμβουλο της εναγούσης της 15.02.2011 (βλπ. σημείο 20 ανωτέρω). Αφού υπενθύμισε τους λόγους που εξετίθεντο στις επιστολές των 21.10.2010 και 24.01.2011 (βλπ.ανωτέρω σημεία 17 και 19) ο Γ.Δ. της Γ.Δ. ΑΓΚΡΙ σημείωνε ότι η δημοσιονομική και οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα δυσχερώς δικαιολογούσε τις καθυστερήσεις στις εθνικές διαδικασίες περάσματος στις αγορές εν όψει των υψηλών ποσών και λαμβανομένου υπ’ όψη ότι το πρόγραμμα εχρηματοδοτείτο εξ ολοκλήρου από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Εγγυήσεων Γεωργίας (FEAGA).

Οι εθνικές διαδικασίες και κανόνες περάσματος των αγορών, περιλαμβανομένης της υποχρεώσεως να υποβληθούν όλες οι συμβάσεις ποσού υπερβαίνοντος τα 3.000.000,00€ στον έλεγχο του Ελληνικού Ελεγκτικού Συνεδρίου, ήσαν γνωστές εκ των προτέρων στην εθνική διοίκηση.

Τέλος, παρατηρούσε ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί η ομοιογενής εφαρμογή του προγράμματος διανομής διατροφικής βοηθείας στους απόρους των συμμετεχόντων Κρατών – Μελών, ως επίσης και η καλή και νομότυπη διαχείριση του προγράμματος, η κείμενη νομοθεσία δεν προέβλεπε δυνατότητα παροχής εξαιρέσεων ως προς την τελική προθεσμία απόσυρσης των προϊόντων τα οποία, από της 30.09.2010 δεν ήσαν πλέον διαθέσιμα για την Ελλάδα. Πράγματι, όσον αφορά τα ετήσια προγράμματα, των οποίων η εκτέλεση επερατούτο την 31η Δεκεμβρίου του έτους αναφοράς, δεν ήταν δυνατόν, για ζητήματα νομικά και προϋπολογισμού, να παρεκταθεί η περίοδος θέσεως σ’ εφαρμογή του ετησίου προγράμματος για το έτος 2010.

  1. Με επιστολή του της 07.04.2011, ο διευθυντής του γραφείου του Προέδρου της Επιτροπής απήντησε στην επιστολή του νομικού συμβούλου της εναγούσης της 02.03.2011 (βλπ. ανωτέρω σημείο 21). Αφού επεβεβαίωσε πλήρως την ανάλυση της επιστολής του Γ.Δ. της Γ.Δ. ΑΓΚΡΙ της 16.03.2011, προσέθετε ότι, εν πρώτοις, το πρώτο αίτημα των ελληνικών αρχών περί παρεκτάσεως της προθεσμίας είχε παραληφθεί την 04.10.2010, δηλαδή εκτός της προθεσμίας αποσύρσεως των προϊόντων που ετίθετο από τον Κανονισμό, ήτοι την 30η Σεπτεμβρίου. Από της ημερομηνίας αυτής τα εν λόγω προϊόντα δεν εχορηγούντο πλέον στο ενδιαφερόμενο Κράτος – Μέλος και προσεμετρούντο λογιστικώς εκ νέου ως αποθέματα της παρέμβασης της Ένωσης.

Εν προκειμένω, το αποβουτυρωμένο γάλα σε σκόνη που ήταν αποθεματικό στην Γερμανία θα διετίθετο προς πώληση στην εσωτερική αγορά μέσω κατακυρώσεως.

Εν συνεχεία ο διευθυντής του γραφείου υπενθύμισε ότι το πρόγραμμα δωρεάν διανομής διατροφικής βοηθείας στους απόρους εβασίζετο σε ετήσια προγράμματα, των οποίων η εκτέλεση επεβάλλετο να περατούται την 31η Δεκεμβρίου του έτους αναφοράς.

Τέλος σημείωνε ότι την 21η Οκτωβρίου 2010 η Επιτροπή είχε υιοθετήσει τον Κανονισμό (Ε.Ε.)  αρ. 945/2010 σχετικά με την έγκριση του προγράμματος χορηγίας προμηθειών εντασσομένων στον προϋπολογισμό 2011 προς τα Κράτη – Μέλη για την προμήθεια διατροφικών αγαθών εκ των αποθεμάτων παρέμβασης προς τους απόρους της Ε.Ε. κατά παρέκκλιση ορισμένων διατάξεων του Κανονισμού αρ. 807/2010 (J.O. 2010, L 278, σ.1).

Οι δηλωθείσες από τις Ελληνικές αρχές ανάγκες, ως προς διατροφικά αγαθά προς διανομή στους απόρους της Ελλάδας, θα ελαμβάνοντο υπόψη κατά τον προσδιορισμό των διαθεσίμων αγαθών για το ετήσιο πρόγραμμα του 2011 το οποίο ήδη οι Ελληνικές αρχές ώφειλαν να θέσουν σε εφαρμογή.

Επί της αιτήσεως της εναγούσης προς τον Μεσολαβητή.

  1. Την 01.03.2011, ο νομικός σύμβουλος της εναγούσης απηύθυνε, επ’ ονόματί της και επ’ ονόματι εννέα Ελληνικών τυροκομείων, μήνυση ενώπιον του Ευρωπαίου Μεσολαβητού, επικαλούμενος τον απολύτως τυπολατρικό χαρακτήρα της αρνήσεως της Επιτροπής να παρεκτείνει την προθεσμία για την απόσυρση του αποβουτυρωμένου γάλακτος σε σκόνη, το ότι(η Επιτροπή) ουδόλως ελάμβανε υπόψη τις περιστάσεις στις οποίες ευρίσκετο η Ελλάδα και ότι, ως εκ τούτου, (η άρνηση αυτή) συνιστούσε περίπτωση κακής διοικήσεως.
  2. Την 31.03.2011 ο Μεσολαβητής διέταξε έρευνα.
  3. Με απόφαση της 01.07.2013 ο Μεσολαβητής επεράτωσε την έρευνα με το πόρισμα ότι ουδόλως υφίσταται περίπτωση κακής διοικήσεως από πλευράς της Επιτροπής στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Διαδικασία και προτάσεις των διαδίκων

  1. Με αίτημα κατατεθέν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 30.12.2014 η ενάγουσα εισήγαγε την παρούσα προσφυγή.
  2. Τα διάδικα μέρη ακούσθηκαν κατά τις αγορεύσεις τους και τις απαντήσεις τους σε ερωτήσεις του Δικαστηρίου κατά την ακροαματική διαδικασία της 11.05.2016.
  3. Η ενάγουσα έκλεισε την αγόρευσή της αιτουμένη προς το Δικαστήριο.

Να κατεδικάσει την Επιτροπή να της καταβάλει το ποσόν των 5.204.350,00€.

Να κατεδικάσει την Επιτροπή να της καταβάλει συμπληρωματική αποζημίωση 12.000,00€ για τις δαπάνες της διαδικασίας που η ενάγουσα έθεσε σε κίνηση.

Να καταδικάσει την Επιτροπή στην καταβολή της δαπάνης.

  1. Η Επιτροπή έκλεισε την αγόρευσή της αιτουμένη προς το Δικαστήριο:

Να αναγνωρίσει τα απαράδεκτο της προσφυγής ή επικουρικώς να την απορρίψει ως αβάσιμη.

Να καταδικάσει την ενάγουσα στην καταβολή της δαπάνης.

  1. Απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου κατά την προφορική διαδικασία η ενάγουσα διευκρίνισε ότι το δεύτερο σημείο των αιτημάτων της που αναφέρεται ανωτέρω στο σημείο 29 νοείται ως αίτημα καταδίκης της Επιτροπής στην καταβολή των δαπανών.

Ελήφθη τούτο υπόψη κατά τη σύνταξη των πρακτικών της συνεδριάσεως.

Νομικό μέρος

Επί του παραδεκτού

  1. Δίχως τυπικά να εγείρει ένσταση απαραδέκτου με βάση το άρθρ. 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου της 02.05. 1991, η Επιτροπή επικαλείται το απαράδεκτο της προσφυγής διότι, αφ’ ενός, είναι εκπρόθεσμη και, αφ’ ετέρου, ουσιαστικώς άγει στην περιγραφή (παράκαμψη) της προθεσμίας προσφυγής επί παραλείψει με βάση το άρθρο 265 ΣΛΕΕ δεύτερη σημείωση.

Επί του πρώτου ισχυρισμού απαραδέκτου με βάση την καθυστέρηση της προσφυγής.

  1. Η Επιτροπή επικαλείται το εκπρόθεσμο της προσφυγής. Πράγματι, με βάση το άρθρο 46 του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αιτήσεις με αντικείμενο την θεραπεία ζημιογόνου καταστάσεως, τις οποίες είχε απευθύνει η ενάγουσα κατά της Επιτροπής, είχαν διακόψει την πενταετή παραγραφή και  έθεσαν σε κίνηση τη διαδρομή διμήνου προθεσμίας προσφυγής.

Ωστόσο, η ενάγουσα δεν ετήρησε την προθεσμία αυτήν και επί πλέον άφησε περίοδο τεσσάρων ετών να διαδράμει δίχως να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή επί παραλείψει τούτο δε υπερβαίνει κάθε εύλογο όριο.

  1. Η ενάγουσα ανταπαντά ουσιαστικώς ότι ουδέποτε εζήτησε να επιληφθεί η Επιτροπή επανορθωτικού της αιτήματος(αποζημιωτικού).
  2. Ενδείκνυται να υπομνησθεί ότι κατά το άρθρο 46 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωση, εφαρμοστέο στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου κατά το άρθρο 53, πρώτη σημείωση, του ίδιου κανονισμού οι αγωγές κατά της Επιτροπής με βάση εξωσυμβατική ευθύνη παραγράφονται πέντε έτη από της επελεύσεως του γεγονότος που τις προκαλεί.

Η παραγραφή διακόπτεται είτε μεαίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε μεπροδικαστική αίτηση που το παθόν μέρος δύναται να απευθύνει στο αρμόδιο όργανο της Επιτροπής.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση η προσφυγή επιβάλλεται να κατατεθεί μέσα σε προθεσμία δύο μηνών κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ και, κατά περίπτωση, είναι εφαρμοστέες οι διατάξεις του άρθρ. 265, δεύτερη σημείωση, ΣΛΕΕ.

  1. Έχει ήδη κριθεί ότι τοπ άρθρ. 46 του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι ερμηνευτέο στην κατεύθυνση του ότι αν κάποιος ο οποίος απευθύνει προδικαστικό αίτημα στο αρμόδιο όργανο στην προβλεπόμενη πενταετή χρονική περίοδο, θεωρείται ότι εμποδίζεται αν δεν καταθέσει προσφυγή αποζημιωτική είτε εντός δύο μηνών όπως προβλέπει το άρθρ. 263 ΣΛΕΕ (στην περίπτωση που του κοινοποιείται απορριπτική του αιτήματός του απόφαση) είτε εντός δύο μηνών όπως προβλέπει το άρθρο 265 ΣΛΕΕ, δεύτερη περίπτωση, όταν το αρμόδιο όργανο παραλείπει να απαντήσει εντός δύο μηνών από της υποβολής του αιτήματος [διάταγμα 04.05.2005, Holcim (Γαλλία) κατά Επιτροπής, Τ- 86/03, ΕΕ: Τ: 2005: 157,σημείο 38].
  2. Πράγματι, προκύπτει από την ίδια τη διατύπωση των δευτέρας και τρίτης φράσεων του άρθρ. 46 του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι η διάταξη δεν σκοπεί την κατάργηση της πενταετούς περιόδου παραγραφής αλλά κατατείνει στην προστασία των ενδιαφερομένων αποφεύγοντας να συνυπολογίζει κατά σειράν ορισμένες περιόδους για την επιμέτρηση αυτής της χρονικής περιόδου.

Όθεν, η τρίτη φράση του άρθρ. 46 του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σκοπεί στη μετάθεση της εκπνοής της πενταετούς προθεσμίας στην περίπτωση που προηγηθέν αίτημα ή προσφυγή (υποβληθέντα εντός της προθεσμίας αυτής) δίδουν αφετηρία ενάρξεως των προθεσμιών που προβλέπονται από τα άρθρα 263 και 265 ΣΛΕΕ.

Η εφαρμογή της επ’ ουδενί οδηγεί στην κατάργηση της πενταετούς παραγραφής που προβλέπει η πρώτη φράση του άρθρ.46 του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης [αποφάσεις 14.07.1987, Kampffmeyer κ.α. κατά Επιτροπής, 5/66,7/66, 13/66 έως 16/66 και 18/66 έως 24/66 EE: C: 1973: 39 σημεία 5 έως 7 και διάταγμα 04.05.2005, Holcim (Γαλλία) κατά Commission, T- 86/03, ΕΕ: Τ: 2005: 157 σημείο 39].

  1. Τούτων δοθέντων κρίνεται ότι, εν προκειμένω, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι οι επιστολές της εναγούσης που απεστάλησαν στην Επιτροπή (βλπ. σημεία 20 και 21 ανωτέρω) είναι δυνατό να θεωρηθούν ως αιτήματα κατά την έννοια του άρθρ. 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ενάγουσα εισήγαγε την προσφυγή της εντός της προθεσμίας παραγραφής των πέντε ετών που προβλέπεται από αυτήν την διάταξη.
  2. Κατ’ ακολουθίαν, κρίνεται ως μη βάσιμη η ένσταση απαραδέκτου που θεμελιώνεται στην καθυστερημένη προσφυγή εν σχέσει με τις διατάξεις του άρθρ. 46 του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επί της ενστάσεως απαραδέκτου κατά το μέρος κατά το οποίο θεμελιούται σε παράκαμψη της διαδικασίας

  1. Η Επιτροπή επικαλείται ότι η υπό κρίση αποζημιωτική προσφυγή άγει ουσιαστικώς στην παράκαμψη της προθεσμίας προσφυγής επί παραλείψει, της προβλεπομένης από το άρθρο 265, δεύτερη σημείωση, ΣΛΕΕ.

Η ενάγουσα – επικαλείται η Επιτροπή – επιδιώκει διά της υπό κρίσιν προσφυγής να επιτύχει ουσιαστικώς το υπέρ αυτής αποτέλεσμα το οποίο θα είχε επιτύχει εάν είχε παρεκταθεί η προθεσμία για την απόσυρση του αποβουτυρωμένου γάλακτος σε σκόνη,

  1. Η ενάγουσα ανταπαντά ότι τα εν λόγω επιχειρήματα (της Επιτροπής) είναι αβάσιμα.
  2. Αρμόζει να επισημανθεί ότι από τις διατάξεις του άρθρου 265, δεύτερη περίπτωση ΣΛΕΕ προβλέπεται ότι:

«[Η προσφυγή επί παραλείψει] είναι απαράδεκτη εκτός εάν ο εν λόγω θεσμός είχε κληθεί προγενεστέρως να ενεργήσει.

Εάν μετά την πάροδο διμήνου προθεσμίας από της σχετικής προσκλήσεως, το όργανο ή ο οργανισμός δεν αποφανθεί, η προσφυγή ασκείται εντός νέας διμήνου προθεσμίας».

  1. Σύμφωνα με σταθερή νομολογία, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η πρόσκληση (για ενέργεια) αποτελεί ουσιώδη διατύπωση και άγει, αφενός, στην έναρξη της διαδρομής της διμήνου προθεσμίας εντός της οποίας ο θεσμός υποχρεούται να αποφανθεί και, αφετέρου, να προσδιορίσει το πλαίσιο εντός του οποίου ασκείται προσφυγή στην περίπτωση παραλείψεως του θεσμού να αποφανθεί.

Καίτοι δεν υπάγεται σε ορισμένο ιδιαίτερο τύπο, η όχληση επιβάλλεται να είναι επαρκώς αιτιολογημένη και ακριβής ώστε να καθίσταται δυνατόν στον θεσμό να γνωρίζει συγκεκριμένα το περιεχόμενο της αποφάσεως που του ζητείται να λάβει και να προκύπτει από αυτήν (την όχληση) ότι έχει ως αντικείμενο να υποχρεώσει τον θεσμό να λάβει θέση (Αποφάσεις 10.06.1986 Usinor/Commission…..).

  1. Απορρέει από τη νομολογία ότι η εκφρασθείσα άρνηση του θεσμού να ενεργήσει συμφώνως προς τέτοια όχληση συνιστά λήψη θέσεως δι’ ης τερματίζεται η παράλειψη και η άρνηση αποτελεί πράξη δεκτική προσβολής κατά την έννοια του άρθρ. 263 ΣΛΕΕ(διάταξη της 04.05.2005 Holcim/Commission….).
  2. Κατ’ ακολουθίαν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού προσφυγής επί παραλείψει δεν πληρούνται στην περίπτωση κατά την οποία ο κληθείς να ενεργήσει θεσμός λαμβάνει θέση ως προς την όχληση προ της ασκήσεως της προσφυγής (απόφαση 07.10.2009, Vischim/Commission…….).
  3. Το ότι η λήψη θέσεως δεν κάνει δεκτό το αίτημα της ενάγουσας είναι, υπ’ αυτήν την έννοια, αδιάφορο.

Απορρέει, πράγματι, από τη σχετική με το άρθρο 265 ΣΛΕΕ νομολογία ότι τούτο ρυθμίζει την παράλειψη διά της αποχής του θεσμού να αποφανθεί ή να λάβει θέση και όχι στην αποδοχή πράξεως διαφόρου εκείνης την οποία οι ενδιαφερόμενοι επιθυμούν ή εκτιμούν ως αναγκαία (βλπ. στην κατεύθυνση αυτήν αποφάσεις 24.11.1992, Buckl e.a./Commission…..).

  1. Εν προκειμένω, αρμόζει να διαπιστωθεί ότι η ενάγουσα εζήτησε από την Επιτροπή, επαρκώς αιτιολογημένα, να παρεκτείνει την προθεσμία ………(βλπ. σημεία 20 και 21 ως ανωτέρω).

Επομένως, υφίσταται έδαφος να θεωρηθεί ότι η ενάγουσα εκάλεσε την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 265 ΣΛΕΕ, να ενεργήσει.

  1. Είναι επίσης σαφές ότι η Επιτροπή, εις απάντηση αυτών των αιτημάτων, εξέφρασε ρητώς την άρνησή της να παρεκτείνει την προθεσμία (βλπ. σημεία 22 και 23 ως ανωτέρω).

Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που προπαρατίθεται στα σημεία 44 έως 46 ως άνω, κρίνεται ότι διά των απαντήσεών της τούτων η Επιτροπή έλαβε θέση και, διά τούτου, έθεσε τέλος στην παράλειψη. Κατά συνέπειαν, και ανεξαρτήτως του εάν ή μη η άρνηση τούτη ήταν δεκτική προσβολής διά προσφυγής ακυρώσεως, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού προσφυγής επί παραλείψει δεν συνέτρεχαν.

  1. Η κρίση τούτη δεν ανατρέπεται από τον ισχυρισμό της Επιτροπής, διατυπωθέντα κατά την ακροαματική διαδικασία, εις απάντηση ερωτήσεως του Δικαστηρίου και συμπληρωθέντα με τη σχετική της απάντηση, ότι οι απαντήσεις της (της Επιτροπής) απετέλουν απλώς πληροφόρηση για το νομικό πλαίσιο.

Πράγματι, ανεξαρτήτως του ζητήματος εάν ή μη η Επιτροπή υπεχρεούτο να ενεργήσει, κατά τρόπον ώστε η σχετική παράλειψή της να θεωρηθεί ως μη νόμιμη, αρκεί να κριθεί ότι η Επιτροπή αποδέχεται ότι είχε την αρμοδιότητα να παρεκτείνει την προθεσμία. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η άρνηση να παρεκταθεί η προθεσμία επ’ ουδενί δύναται να θεωρηθεί ως απλή πληροφόρηση σχετικώς με το νομικό πλαίσιο.

  1. Εν όψει τούτων προκύπτει ότι η ένσταση απαραδέκτου, υπό της Επιτροπής προβαλλομένη, και θεμελιουμένη σε παράκαμψη της προθεσμίας υποβολής της προσφυγής επί παραλείψει ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως.

Όθεν, είναι απορριπτέα.

Επί της ουσίας

  1. Η ενάγουσα επικαλείται ως προς την ουσία για την υποστήριξη της αποζημιωτικής της προσφυγής ότι η Επιτροπή, αρνουμένη να παρεκτείνει την προθεσμία, υπέπεσε σε παράβαση νόμου επισύρουσα εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η παράβαση αυτή επέφερε, κατά τους ισχυρισμούς της εναγούσης, υλικές ζημιές αποτιμώμενες στο ποσόν των 4.454.357€ ως και ηθική βλάβη αποτιμώμενη στο ποσόν των 750.000,00€.
  2. Η Επιτροπή αρνείται τους ισχυρισμούς αυτούς ως αβασίμους.
  3. Κατά τη σταθερή επ’ αυτού νομολογία, η εξωσυμβατική ευθύνη της Ενώσεως, κατά την έννοια του άρθρ. 340 εδάφιο δεύτερο ΣΛΕΕ, για παράνομη συμπεριφορά των οργάνων της, τελεί υπό την συνδρομή συνόλου προϋποθέσεων, ειδικώτερα δε το υπαίτιον της αποδιδομένης στους θεσμούς συμπεριφοράς, τη βασιμότητα της ζημίας και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ως υπαιτίου προβαλλομένης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας γίνεται επίκληση (βλπ. αποφάσεις 09.09.2008 FIAMM κ.α. κατά του Συμβουλίου και Επιτροπής……………………………………………………).
  4. Ο σωρευτικός χαρακτήρας των τριών τούτων προϋποθέσεων της ευθύνης επιβάλλει την απόρριψη της αποζημιωτικής προσφυγής εάν μία των προϋποθέσεων τούτων δεν συντρέχει, δίχως να  είναι αναγκαίο να εξετασθεί περαιτέρω εάν συντρέχουν οι δύο άλλες προϋποθέσεις (βλπ. αποφάσεις 20.02.2002 Forde-Reederei κατά Συμβουλίου και Επιτροπής………………………………………….).
  5. Καθ’ ο αφορά εις την πρώτη προϋπόθεση ως αναφέρεται ανωτέρω στο σημείο 53 προκύπτει από σταθερή (πάγια) νομολογία ότι η γένεση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ενώσεως είναι δυνατή μόνον αν συντρέχει περίπτωση επαρκώς διακεκριμένης παραβάσεως κανόνος δικαίου και ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί αν υφίσταται περίπτωση επαρκώς διακεκριμένης παραβάσεως, ενδείκνυται να συνυπολογίζεται το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει ο θεσμός κατά την έναρξη της πράξεως.

Έτσι, αν οι θεσμοί έχουν εξουσία εκτιμήσεως το αποφασιστικό κριτήριο για να διαγνωσθεί εάν η παράβαση νόμου από την Επιτροπή είναι επαρκώς διακεκριμένη είναι εκείνο της εκδήλου και βαρείας παραβλέψεως των ορίων που τίθενται σ’ αυτήν την εξουσία εκτιμήσεως.

Εξ άλλου, αν οι θεσμοί διαθέτουν περιθώριο εξουσίας εκτιμήσεως περιορισμένο ή ανύπαρκτο, η απλή παράβαση του νόμου από την Επιτροπή είναι δυνατόν να αρκεί για να τη θεμελίωση επαρκώς διακεκριμένης παραβάσεως(βλπ. αποφάσεις 04.07.2000 Bergadum  και Goupil κατά Επιτροπής……………………………….).

  1. Εν προκειμένω η ενάγουσα ουσιαστικώς εκτιμά ότι η Επιτροπή αρνουμένη να παρεκτείνει την προθεσμία αγνόησε τη διάταξη του άρθρου 191 του Καν. 1234/2007 και ότι αυτή η παράβαση επισύρει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ενώσεως.
  2. Από πλευράς δικαιοδοσίας ενδείκνυται να εκτεθεί ότι οι ρυθμίζοντες την αποδοχή από την Επιτροπή των ετησίων προγραμμάτων αγαθών επισιτιστικής βοηθείας στους απόρους κανόνες περιλαμβάνουν και τον καθορισμό των προθεσμιών για την ανάληψη (απόσυρση) των ρηθέντων αγαθών.
  3. Εν πρώτοις, χρειάζεται να υπενθυμισθεί ότι το άρθρ. 27 του Καν. 1234/2007 είναι μέρος του υπό τμήματος IV τιτλοφορουμένου «Διάθεση αποθεμάτων παρέμβασης» του Τμήματος II του Κανονισμού αυτού.

Το άρθρο τούτο, τιτλοφορούμενο «Διανομή στην Ευρωπαϊκή Ένωση προς τους απόρους» προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι τα αποθεματοποιημένα προϊόντα τίθενται στην διάθεση ορισμένων οργανισμών που ορίζονται εν όψει της διανομής διατροφικών αγαθών στους απόρους σύμφωνα με ετήσιο πρόγραμμα.

  1. Κατά ταύτα το άρθρο 27 προβλέπει μέτρο ωφελίμου εκμεταλλεύσεως των αποθεμάτων παρέμβασης. Η διανομή των αγαθών αυτών των αποθεμάτων στους απόρους συνιστά μία των ενεργειών διαθέσεως αυτών των αποθεμάτων και επιδιώκει κοινωνικό σκοπό δευτερεύοντα και παραπληρωματικό εν σχέσει με τους πρωταρχικούς στόχους της κοινής αγροτικής πολιτικής (βλπ. απόφαση 13.04.2011, Γερμανία κατά Επιτροπής……………).
  2. Εξ άλλου, απορρέει από το άρθρο 25 του Καν. 1234/2007 που ορίζει τις γενικές αρχές σχετικώς με τη διάθεση των αποθεμάτων παρέμβασης ότι αυτή η διάθεση γίνεται υπό τις προϋποθέσεις εκείνες που επιτρέπουν να αποφεύγεται κάθε διατάραξη της αγοράς και ότι διασφαλίζονται η ισότητα πρόσβασης στα εμπορεύματα και η ισότητα μεταχείρισης των αγοραστών.
  3. Είναι χρήσιμο εν συνεχεία να υπογραμμισθεί ότι, δυνάμει του άρθρ. 43 g του Καν. 1234/2007, η Επιτροπή θέτει τους κανόνες εφαρμογής σχετικώς με την εκπόνηση του ετησίου προγράμματος του άρθρ. 27 παρ. 1 του ιδίου Κανονισμού. Επ’ αυτής της βάσεως ομοίως, εν συνδυασμώ με το άρθρο 43f και το άρθρο 4 του Κανονισμού αυτού, η Επιτροπή έθεσε σε ισχύ  τον Καν. 1111/2009. Ας παρατηρηθεί στο σημείο τούτο ότι η Επιτροπή διαθέτει, στο πλαίσιο τούτο, ευρύ πεδίο εκτιμήσεως που δεν περιορίζεται διόλου από το άρθρο 43 Καν. 1234/2007.
  4. Εξ άλλου, η Επιτροπή έχει θέσει, με τον Καν. 3149/92, ορισμένο αριθμό κανόνων, προϋποθέσεων της ασκήσεως των εξουσιών που αντλεί από τον Καν. 1234/2007 τους οποίους οφείλει να τηρεί κατά τον ετήσιο προγραμματισμό (βλπ. απόφαση 13.04.2011………….).

Τουταυτό συμβαίνει με τους κανόνες του Καν. 807/2010 που κατήργησε, με ισχύ από 05.10.2010, τον Καν. 3149/92.

  1. Κατά ταύτα, σύμφωνα με το άρθρ. 3 παρ. 2 καν. 3149/92 ως ετροποποιήθη και το άρθρ. 3 παρ. 2 Καν. 807/2010 οι ενέργειες ανάληψης (απόσυρσης) των αποθεμάτων παρέμβασης διενεργούνται από της 01.10 έως της 31.08 του επόμενου έτους με κανονικό ρυθμό προσαρμοσμένο στις ανάγκες εκτελέσεως του προγράμματος.

Η διάταξη αυτή εντάσσεται, και στους δύο Κανονισμούς, σε σύνολο κανόνων σκοπούντων να ορίσουν τα στάδια εκτελέσεως του ετησίου προγράμματος διανομής διατροφικών αγαθών στους απόρους.

Η γενική αντίληψη αυτών των Κανονισμών δίδει έδαφος να εκτιμηθεί ότι η προθεσμία ανάληψης των προϊόντων παρέμβασης σκοπεύει να διασφαλίσει την ομαλή διεξαγωγή των ενεργειών ανάληψης ως επίσης, ως εκ του συνόλου των άλλων προθεσμιών που θέτει η Επιτροπή για τους σκοπούς των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας και την κανονική εκτέλεση και την ενιαία εφαρμογή των ετησίων προγραμμάτων διανομής.

  1. Τέλος καθ’ ο αφορά στο ετήσιο πρόγραμμα εν προκειμένω, το άρθρ. 3 παρ. 1 του Καν. 1111/2009 ορίζει ότι, κατά παρέκκλιση του άρθρου 3 παρ. 2 του Καν. 3149/92 η χρονική περίοδος κατά την οποία έπρεπε να αποσυρθούν το βούτυρο και το αποβουτυρωμένο γάλα σε σκόνη από τα αποθέματα παρέμβασης εξετείνετο από την 01.05.2010 έως 30.09.2010.

Συνάγεται εξ άλλου από τους σκοπούς του Καν. 1111/2009 και, ιδίως, των ληφθέντων υπ όψιν 6 και 7 ότι, για τη θέσπιση αυτού του Κανονισμού, η Επιτροπή έλαβε ιδιαιτέρως υπ’ όψιν το άρθρ. 25 του Καν. 1234/2007 (βλπ. σημείο 60 ως άνω) ως επίσης και την τότε επικρατούσα κατάσταση στον τομέα του γάλακτος η οποία εχαρακτηρίζετο από το χαμηλό επίπεδο τιμών.

  1. Εν σχέσει με αυτά τα στοιχεία, κρίνεται ότι, αρνουμένη η Επιτροπή να παρατείνει την προθεσμία για την απόσυρση του αποβουτυρωμένου γάλακτος πέραν της 30.09.2010, περιορίσθηκε να υπενθυμίσει και εφαρμόσει την ανάγκη συμμόρφωσης με την έχουσα ορισθεί προθεσμία του άρθρ.3, παρ.1, Καν.1111/2009 και να αρνηθεί εν προκειμένω να απομακρυνθεί από αυτήν.

Αναμφιβόλως, ο Κανονισμός τούτος, του οποίου τη νομιμότητα ουδόλως αμφισβητεί η αιτούσα/ενάγουσα, θεσπίσθηκε έχοντας λάβει υπόψη την κατάσταση στην αγορά γάλακτος κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται οιαδήποτε διατάραξη της αγοράς.

  1. Η αιτούσα/ενάγουσα εκτιμά πάντως ότι, με δεδομένη την κατάσταση στην οποία ευρίσκετο η Ελλάδα το έτος 2010, η Επιτροπή ώφειλε να παρατείνει την προθεσμία (………) με βάση το άρθρο 191 του Καν. 1234/2007. Κατά την αιτούσα/ενάγουσα η διάταξη αυτή είναι η εφαρμοστέα στις εν προκειμένω περιστάσεις, αντίθετα από αυτά που επικαλείται η Επιτροπή, και επικαλείται κατά της Επιτροπής ότι εκείνη είχε υποχρέωση να λάβει τα αντικειμενικώς αναγκαία και δικαιολογημένα μέτρα προκειμένου να επιλύσει το ειδικό πρόβλημα που αντεμετωπίζετο.
  2. Έτσι, κατά την αιτούσα, η Επιτροπή ώφειλε να παρατείνει την προθεσμία (…………..) λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις που της γνωστοποιήθηκαν.

Ωστόσο η αιτιολογία που προέβαλε για την άρνησή της είναι εσφαλμένη. Ειδικώτερα η αιτούσα επικαλείται εν πρώτοις ότι εν προκειμένω η ζητουμένη παράταση της προθεσμίας δεν ήταν τέτοιας φύσεως ώστε να διαταράξει την αγορά ούτε η Επιτροπή απέδειξε ότι υφίστατο παρόμοιος κίνδυνος.

Εν συνεχεία, η αιτούσα/ενάγουσα επικαλείται ότι η Επιτροπή εδέχθη το επόμενο έτος 2011 να παρατείνει την προθεσμία απόσυρσης των προϊόντων παρέμβασης.

Άλλωστε, η καθυστέρηση των Ελληνικών Αρχών εξηγείται εν προκειμένω από την υποχρέωσή τους να ακολουθήσουν τη διαδικασία ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ελλάδος, διαδικασία που θεσπίσθηκε κατ’ απαίτηση της Επιτροπής.

Τέλος, η αιτούσα /ενάγουσα επιμένει στην ανάγκη να ληφθεί υπόψη η δυσχερής κατάσταση της οικονομίας, χρηματοδότησης και προϋπολογισμού στην οποία ευρίσκετο η Ελλάδα το έτος 2010 και η ανάγκη βοηθείας στους απόρους.

  1. Σ’ αυτές τις συνθήκες, χρειάζεται να εξετασθεί εν πρώτοις αν η Επιτροπή, δεδομένης της ως άνω επιχειρηματολογίας και παρά τις διαπιστώσεις των σημείων 56 έως 65 ανωτέρω, υπέπεσε, αρνουμένη να παρατείνει την προθεσμία, σε αρκούντως διακεκριμένη παράβαση κανόνος δικαίου απονέμοντος δικαιώματα σε ιδιώτες.
  2. Αρμόζει προς τούτο να επιχειρηθεί η ερμηνεία του άρθρ. 191 του Κανονισμού με δεδομένο ότι για την ερμηνεία κανόνος δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν λαμβάνεται υπόψη μόνον το περιεχόμενο του κανόνος αλλά το πλαίσιο και οι αντικειμενικοί στόχοι της ρυθμίσεως στην οποία περιέχεται (απόφαση 17.11.1983, Merck, 292/82 Ε.Ε.:C:1983:335 σκέψη 12).
  3. Από τη διατύπωση του άρθρου 191 Καν. 1234/07 συνάγεται (βλπ. σκέψη 3 ανωτέρω) ότι τούτο συνιστά πάγιο κανόνα παρέχοντα στην Επιτροπή την εξουσία να θεσπίζει, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει, επείγοντα μέτρα προκειμένου να επιλύσει εξειδικευμένα πρακτικά προβλήματα έστω και κατά παρέκκλιση ενδεχομένως των διατάξεων του ρηθέντος Κανονισμού.

Αυτή η ανάγκη επιβάλλεται επίσης από τη διατύπωση της αιτιολογίας 98 του Κανονισμού κατά την οποία «δίδεται στην Επιτροπή η εξουσία να λαμβάνει τα αναγκαία για την επίλυση ωρισμένων προβλημάτων σε επείγουσες περιστάσεις μέτρα πρακτικής φύσεως».

  1. Με άλλες λέξεις, το άρθρ. 191 του Καν. 1234/2007 έχει στόχο να επιτρέπει στην Επιτροπή να αντιμετωπίζει επείγουσες περιστάσεις.
  2. Ωστόσο, και ανεξαρτήτως του αν ή όχι η διάταξη του άρθρ. 191 του Καν. 1234/2007 έχει εφαρμογή (……….) επιβάλλεται να επισημανθεί κατά πρώτον ότι, σύμφωνα με τις σκέψεις 70 και 71 ως άνω, η διάταξη του άρθρ. 191 του Κανονισμού δεν έχει ως στόχο να απονείμει δικαιώματα στους ιδιώτες σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται ανωτέρω, σκέψη 55.

Κατ’ ακολουθίαν, η παραβίασή του, ακόμη και αν υφίσταται, δεν επισύρει, ως εκ της φύσεώς του, την εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

  1. Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το επιχείρημα της αιτούσας/ ενάγουσας κατά το οποίο ο κοινωνικός σκοπός της παροχής δωρεάν επισιτιστικής βοηθείας στους απόρους δεν μπορεί να επιτευχθεί ειμή μόνον με τη σύμπραξη ιδιωτικής διαμεσολαβούσης εταιρείας όπως είναι η ενάγουσα στην οποία απονέμεται ρόλος «αναγκαίος, ουσιώδης και μη παρακάμψιμος».

Πράγματι, ανεξαρτήτως του ουσιώδους ρόλου που διαδραματίζεται εν προκειμένω από τους διαμεσολαβούντες, είναι ορθό να γίνει δεκτό ότι το επιχείρημα τούτο έχει ως στόχο τους κανόνες υιοθέτησης των ετησίων σχεδίων τα οποία δεν τους απονέμουν δικαιώματα (βλπ. σκέψεις 59,60,63,64 ως άνω) αλλ’ έχουν ως στόχο την οργάνωση των όρων καλής εκτέλεσης της δωρεάν διανομής διατροφικών αγαθών.

Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό δεν είναι κατάλληλο για την εκτίμηση της εφαρμογής του άρθρ. 191 Καν. 1234/2007 το οποίο έχει ως στόχο (……….) τη λήψη επειγόντων μέτρων.

  1. Σε κάθε περίπτωση, εξάλλου, η αιτούσα/ενάγουσα δεν θεμελιώνει παράβαση αρκούντως διακεκριμένη της διατάξεως του άρθρ. 191, έστω και αν ήθελε θεωρηθεί εφαρμοστέα.
  2. ……………………………………………………………………………..
  3. ……………………………………………………………………………..
  4. ……………………………………………………………………………..
  5. Τούτων δοθέντων, κρίνεται ότι η Επιτροπή δεν υπερέβη, διά της αρνήσεώς της να παρατείνει την προθεσμία, τα όρια της εξουσίας της να εκτιμήσει την περίσταση.

Δεν θα ήταν, ειδικώτερα, δυνατόν να θεωρηθεί ότι εξαιτίας των καθυστερήσεων ενός Κράτους – Μέλους παρέστη, και οφειλόταν, «ανάγκη» και «δικαιολογημένη αιτία» λήψεως επειγόντων μέτρων παραστάσεως της προθεσμίας.

  1. Το συμπέρασμα τούτο επιβάλλεται πολλώ μάλλον διότι, όπως προκύπτει από την ως άνω σκέψη υπό 63, η τιθεμένη προθεσμία για την απόσυρση έχει ως σκοπό τη διασφάλιση της ομαλής εξέλιξης των εργασιών απόσυρσης όπως επίσης και την κανονική εκτέλεση και ενιαία εφαρμογή των ετησίων σχεδίων διανομής.

Η παραδοχή ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να παρατείνει την προθεσμία με μόνη αιτία την καθυστέρηση ενός Κράτους –Μέλους θα απέληγε στην αποστέρηση της υποχρεωτικότητας της προθεσμίας και την δυνατότητα παρακώλυσης της ομαλής εξέλιξη και την κανονική και αποτελεσματική εφαρμογή του ετησίου σχεδίου.

  1. Η υπό 78 ως άνω κρίση  δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω ούτε και από τα επιχειρήματα που επικαλείται η ενάγουσα.
  2. (απόρριψη του επιχειρήματος για μη διατάραξη της αγοράς).
  3. Κατά δεύτερο λόγο, κρίνεται ότι το ως άνω υπό 78 συμπέρασμα δεν τίθεται εν αμφιβόλω ούτε από τους ισχυρισμούς της εναγούσης περί αιτιολογήσεως της καθυστερήσεως εκ μέρους των Ελληνικών Αρχών.
  4. Σχετικώς με τούτο και εν πρώτοις, ακόμη και αν είναι αληθές ότι οι εργασίες απόσυρσης δεν ήταν δυνατόν να αρχίσουν, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 Καν. 1111/2009, πριν από την 1η Μαϊου 2010, επιβάλλεται να λεχθεί ότι, αντιθέτως προς εκείνα που επικαλείται η ενάγουσα, ουδείς λόγος υπεχρέωνε τις Ελληνικές Αρχές να περιμένουν έως τον Ιούνιο 2010 για να αρχίσουν τη διαδικασία της προκήρυξης για την εκτέλεση του ετησίου σχεδίου του έτους 2010 (……………….).
  5. Περαιτέρω, στο μέτρο που η ενάγουσα επικαλείται την οικονομική κρίση (……………..) στην οποία ευρέθη η Ελλάδα το έτος 2010, αρμόζει να λεχθεί ότι δεν επικαλείται συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους εμποδιζόταν η εμπρόθεσμη εκτέλεση του ετησίου σχεδίου(……………..).
  6. Τέλος, στο μέτρο που η ενάγουσα επικαλείται την ευάλωτη θέση των απόρων, κρίνεται ότι, παρά το ότι τούτο είναι λυπηρό, διότι δεν εδόθη επισιτιστική βοήθεια για το 2010, αυτοί οι ισχυρισμοί δεν είναι δυνατόν να δικαιολογήσουν στις παρούσες συνθήκες την απομάκρυνση από τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία εκτέλεσης του σχεδίου ούτε επιβάλλουν στην Επιτροπή να καταφύγει στο άρθρο 191 Καν. 1234/07 αν τούτο ήθελε κριθεί εφαρμοστέο.
  7. Εκ τρίτου, καθ’ ο η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εδέχθη να παρατείνει την προθεσμία για την απόσυρση στο πλαίσιο του ετησίου σχεδίου για το έτος 2011, αρμόζει να παρατηρηθεί ότι, αφ’ ενός, ο Κανονισμός Ε.Ε. 1260/2011 της Επιτροπής, 02.12.2011, που τροποποίησε τον Καν. 945/2010 (ΕφΕΕ 2011 L320, σ.24) εκθέτει στην αιτιολογία του αρ.1 και 2, τους λόγους που αιτιολογούσαν την παράταση της ρηθείσης προθεσμίας στο πλαίσιο του σχεδίου για το έτος 2011.

Από την άλλη πλευρά στις προτάσεις της η Επιτροπή εξήγησε τις διαφορετικές περιστάσεις που συνέτρεχαν κατά την εκτέλεση των ετησίων σχεδίων για τα έτη 2010 και 2011 αντιστοίχως και τις αιτίες που οδήγησαν στην παράταση της προθεσμίας που συνέτρεχαν κατά την εκτέλεση των ετησίων σχεδίων για τα έτη 2010  και 2011 αντιστοίχως και τις αιτίες που οδήγησαν στην παράταση της προθεσμίας για το έτος 2011.

Σύμφωνα μ’ αυτές τις εξηγήσεις η παράταση της προθεσμίας για το έτος 2011 δικαιολογείται τόσο από τη σημαντική μείωση των αποθεμάτων παρέμβασης, όσο και από τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν η Ελλάδα και η Πορτογαλία εξαιτίας των προσφυγών κατά της διαδικασίας των διακηρύξεων και των εντεύθεν καθυστερήσεων λόγω των αντιστοίχων δικαστικών διαδικασιών με δεδομένη ταυτοχρόνως τη δυσχερή οικονομική τους θέση.

  1. Η ενάγουσα ωστόσο δεν αμφισβητεί αυτές τις διαφορές με τις προτάσεις της.
  2. Αρμόζει όμως να σημειωθεί ότι σε ερώτηση του δικαστηρίου κατά την προφορική διαδικασία, η ενάγουσα διευκρίνισε ότι οι συνθήκες του έτους 2010 και εκείνες του έτους 2011 ήσαν απολύτως συγκρίσιμες(……………………………………………..).
  3. Προκύπτει από το σύνολο των προηγηθεισών σκέψεων ότι η ενάγουσα δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή, αρνούμενη να δεχθεί να παρατείνει την προθεσμία, υπέπεσε σε παράβαση αρκούντως διακεκριμένη κανόνος δικαίου απονέμοντος δικαιώματα σε ιδιώτες.
  4. Της πρώτης προϋποθέσεως για την γένεση εξωσυμβατικής ευθύνης της Επιτροπής μη πληρουμένης, απορρίπτεται η αγωγή εν όλω, παρελκούσης της ανάγκης εξετάσεως της συνδρομής των δύο άλλων προϋποθέσεων εξωσυμβατικής ευθύνης…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ Η ΑΓΩΓΗ

21 Ιουλίου 2016

Η Πρόεδρος                   M.E.Martins- Ribeiro

Ο Γραμματεύς      E.Coulon