ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ – Γ’ΤΜΗΜΑ 158/2019
*
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ – Γ’ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΟ
ΑΡ. ΑΠΟΦ. 158/2019
*
57 Α.Κ. Προσβολή προσωπικότητος κατοίκου περιοχής όπου σταθμός υπεραστικών λεωφορείων (Πεδίον Άρεως) – Προϋποθέσεις λειτουργίας σταθμού υπεραστικών σε κοινόχρηστο χώρο (οδοί – πλατεία) – Άδεια λειτουργίας – Αιτιολογίες – Πράγματα – Έλεγχος αναιρετικός.
*
Εισηγητής: Πέτρος Σαλίχος Αρεοπαγίτης
Δικηγόρος γραφείου: Κ.Ε.Μακαρώνας
*
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-2-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκε η 21322/2011 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, που παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκε η 5281/2013 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, μετά την άσκηση έφεσης από τον ενάγοντα, που παρέπεμψε την υπόθεση στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3336/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 5121/2015 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20-12-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση-της-αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναίρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 57 εδ. α’ του Α.Κ., όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι προϋπόθεση της παρεχόμενης μ’ αυτήν προστασίας είναι η συνδρομή παράνομης πράξης, από την οποία επέρχεται μειωτική διαταραχή της προσωπικότητας σε κάποια έκφανσή της. Τέτοια προσβολή δημιουργείται και όταν παρακωλυθεί η χρήση κοινόχρηστης οδού. Από το συνδυασμό του άνω άρθρου και των άρθρων 966, 967 και 59 του ΑΚ προκύπτει ότι, με την καθιέρωση κάποιου πράγματος ως κοινόχρηστου, το άτομο αποκτά εξουσία χρήσεως αυτού, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως άμεση εξουσία επί του πράγματος (νομή, οιονεί νομή ή κατοχή), είναι, όμως, απόρροια του επί της ιδίας προσωπικότητας ιδιωτικού δικαιώματος, η οποία (εξουσία χρήσεως) προσβάλλεται εξωτερικώς σε περίπτωση παρακωλύσεως της κοινής χρήσεως και η οποία, ως έκφανση της προσωπικότητας του πολίτη, περικλείει την ικανότητα για ακώλυτη ανάπτυξη της ανθρώπινης ενέργειας και προστατεύεται από το άρθρο 57 Α.Κ., που επιβάλλει, όπως εκτέθηκε, την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, του προσβληθέντος δικαιουμένου να απαιτήσει, επιπλέον, κατ’ άρθρο 59 Α.Κ., χρηματική ικανοποίηση για την εκ της προσβολής ηθική βλάβη του. Προϋποθέσεις για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων είναι : α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική σύμφωνα με το άρθρο 281 Α.Κ. ή το άρθρο 25 παρ.3 του Συντάγματος, και γ) για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης και πταίσμα του προσβολέως. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμόστηκε εσφαλμένα. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.9/2018, Ολ.Α.Π.7/2006, Ολ.Α.Π.4/2005). Τέλος, κατά την έννοια του άρθρ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από ττς παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού Συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. (Ολ.Α.Π.1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ.Α.Π.9/2016, Ολ.Α.Π.15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ., αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΟλΑ.Π.24/1992, Α.Π.759/2016). Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ) ότι αυτή, εκτιμώντας το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, που παραδεκτά επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, δέχθηκε ως προς την ουσία της υπόθεσης τα ακόλουθα : « Ο ενάγων…………, είναι κύριος, νομέας και κάτοχος μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμέρισμα) του τρίτου ορόφου, της κειμένης, στη …………..πολυκατοικίας, η οποία έχει πρόσωπο επί της πλατείας ……….βρίσκεται στην συμβολή της ……….με την οδό………., στην περιοχή του Πεδίου Άρεως και μισθωτής μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμέρισμα), που βρίσκεται στον…………., της κειμένης στην οδό…………..πολυκατοικίας, στην ίδια περιοχή, τις οποίες χρησιμοποιεί ως ………..του ίδιου και των συνεργατών του. Η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία …………..,είναι από το έτος καθολική διάδοχος του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία……….. Ενόψει του είδους και της φύσης του έργου που, κατά παραχώρηση της Δημόσιας Αρχής, επιτελεί, ήτοι της εκτέλεσης του έργου της μεταφοράς επιβατών, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και τις προϋποθέσεις που προσδιορίζονται , στο ΝΔ 102/1973, όπως έχει τροποποιηθεί, εντάσσεται στις (μεταφορικές) επιχειρήσεις κοινής ωφελείας. Έτσι, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις μεταξύ άλλων, στη λειτουργία της παρεμβαίνει το Κράτος, με τον καθορισμό του ύψους των κομίστρων και των θέσεων εργασίας, ο Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος και τα μέλη του Δ.Σ. αυτής, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους υπέχουν την ποινική ευθύνη των Δημοσίων Υπαλλήλων, ενώ τελεί υπό την εποπτεία του οικείου Νομάρχη, ο οποίος ελέγχει τη νομιμότητα των αποφάσεων των οργάνων της. Αποδείχθηκε, ακόμη, ότι ο χώρος της Πλατείας Αιγύπτου, επί δεκαετίες λειτουργεί ως συγκοινωνιακός κόμβος, καθώς βρίσκεται στην συμβολή δύο μεγάλων κυκλοφοριακών αρτηριών (Λεωφόρου Αλεξάνδρας και οδού Πατησίων), χρησιμοποιείται δε από ……..ως αφετηρία των λεωφορείων του ………..που έχουν προορισμό διάφορες περιοχές του Νομού Αττικής και ως τερματικός σταθμός αυτών για το λόγο δε αυτόν, επί αυτής είχαν δημιουργηθεί νησίδες επιβίβασης – αποβίβασης επιβατών, και είχαν τοποθετηθεί σταθμαρχείο, εκδοτήριο εισιτηρίων, πινακίδες κ.λ.π. Επίσης, στην οδό…………., που συνδέει τη ………με την οδό Ευελπίδων, και είναι πάροδος του Αλσους του Πεδίου Άρεως, από το έτος ……λειτουργούσαν αφετηρίες του πιο πάνω…..προς …….κ.λ.π. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ/τος 79/2004 «Καθορισμός των όρων και προϋποθέσεων ιδρύσεως και λειτουργίας Σταθμών υπεραστικών λεωφορείων και Σταθμών φορτηγών αυτοκινήτων για φορτοεκφόρτωση εμπορευμάτων (εμπορευματικών σταθμών αυτοκινήτων)» (ΦΕΚ Α’62/1.3.2004) «1. Σταθμός εκκίνησης και άφιξης υπεραστικών λεωφορείων είναι το σύνολο των κατασκευών και εγκαταστάσεων απαραίτητων για τη λειτουργία του χώρου, που βρίσκεται στην έδρα του μεταφορικού φορέα εκμετάλλευσης υπεραστικών γραμμών, ή και σε άλλη περιοχή και εξυπηρετεί τις γραμμές που εκμεταλλεύεται ο φορέας. Δεν θεωρούνται σταθμοί παρόδιες στάσεις για επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών ή εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης επιβατών εκτός της έδρας της μεταφορικής επιχείρησης (μεμονωμένα πρακτορεία, εκδοτήρια)», ενώ στα επόμενα άρθρα του ίδιου π. δ/τος καθορίζονται οι απαιτούμενες, για την ίδρυση και λειτουργία σταθμού υπεραστικών λεωφορείων, προδιαγραφές, που επιβάλλεται να τηρούνται κατά την κατασκευή των σχετικών εγκαταστάσεων και η διαδικασία χορήγησης των αδειών ίδρυσης και λειτουργίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με το από 18.7.1994 π. δ/μα (ΦΕΚ Δ’833), εγκρίθηκε η κατασκευή υπόγειου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων σε πέντε ορόφους, χωρητικότητας 400 θέσεων, κάτω από την πιο πάνω πλατεία ……..και τις οδούς που την περιβάλλουν καθώς και των αναγκαίων για την εξυπηρέτησή του υπέργειων εγκαταστάσεων, η δε εκτέλεση του έργου αυτού ανατέθηκε με την ΕΥ- ΔΕΚ/252/20.5.1999 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ στην κοινοπραξία με το διακριτικό τίτλο «Κοινοπραξία Αθηναϊκών Σταθμών Αυτοκινήτων», ενώ ακολούθησε η σύναψη της από 1.6.1999 σύμβασης παραχώρησης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και
της ανώνυμης εταιρείας «Αθηναϊκοί Σταθμοί Αυτοκινήτων Α.Ε», στην οποία, μεταξύ άλλων, προβλεπόταν και «η πλήρης αποκατάσταση της ισογείου επιφάνειας στην πρότερα κατάσταση» και ότι «όπου απαιτείται, λόγω της κατασκευής των Σταθμών (είσοδος, έξοδος κ.λ.π), θα προταθούν από τον Ανάδοχο νέες διαμορφώσεις, οι οποίες θα περιλαμβάνονται ϋτύ αντικείμενο του Έργου». Στο πλαίσιο των συμβατικών της υποχρεώσεων η ανάδοχος υπέβαλε μελέτη εφαρμογής για τον σταθμό, η οποία εγκρίθηκε με την ΕΥ- ΔΕΚ/οικ./! 139/1 8.1 1.2004 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ενώ με την ΕΥΔΕΚ/21/9.2.2000 απόφαση του Διευθυντή της Ειδικής Δημοσίων Έργων Κτιριακών (ΕΥΔΕΚ) της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. εγκρίθηκε η χορήγηση αδείας οικοδομικών εργασιών για την κατασκευή του πιο πάνω υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων. Έτσι, στο από Ιουνίου 2004 σχέδιο κατόψεως της πλατείας και αποκαταστάσεως της ισογείου επιφάνειας αυτής οι αφετηρίες των λεωφορείων του,………μεταφέρονται σε 4 νησίδες αποβίβασης και επιβίβασης επιβατών, παραλλήλως προς την Λ. Αλεξάνδρας, ενώ στο από Αυγούστου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα του οριοθετημένου χώρου κατασκευής του έργου, προκύπτει ότι στο χώρο της πλατείας υπήρχαν 9 υπόστεγα στάσης λεωφορείων, περίπτερο, εκδοτήριο εισιτηρίων και 4 νησίδες επιβίβασης και αποβίβασης επιβατών. Με τα δεδομένα αυτά η μελέτη εφαρμογής, που εγκρίθηκε με την προαναφερόμενη ΕΥΔΕΚ/οικ/1139/1 8.11.2004 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ, δεν αφορά στην ίδρυση και λειτουργία νέου σταθμού υπεραστικών λεωφορείων επί της πλατείας Αιγύπτου, υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 του π. δ/τος 79/2004, αλλά εργασίες κατασκευής υπόγειου χώρου στάθμευσης, κατά τη διάρκεια των οποίων μεταφέρθηκαν, προσωρινά, οι αφετηρίες των λεωφορείων της εναγομένης, πλησίον της άνω πλατείας, σε παρακείμενες οδούς, χωρίς ωστόσο να επέλθει τροποποίηση των γραμμών και της θέσης των αφετηριών, που είχαν καθοριστεί με προϊσχύουσες διατάξεις, οι οποίες εξακολούθησαν να ισχύουν σύμφωνα με την παρ.4 του άρθρου 7 του Ν. 2963/2001, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται έκδοση νομαρχιακής απόφασης για την επαναφορά τους στην πλατεία Αιγύπτου (σχετ. το με αριθ. πρωτ. 87181/2007 έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ/νσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Νομαρχίας Αθηνών, που κοινοποιήθηκε στην εναγομένη στις 27.3.2007), ενώ η άδεια λειτουργίας του, με το άρθρο 33 του ν. 4053/2012, παρατάθηκε μέχρι τις 31.12.2014 (βλ. και την 900/2011 απόφαση του ΣτΕ, που απέρριψε την από 21- 3-2005 αίτηση 31 κατοίκων της περιοχής, με αίτημα την ακύρωση των προαναφερόμενων από 18.11.2004 και 9.2.2000 αποφάσεων του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ). Πρέπει ν’ αναφερθεί ότι μετά την κατασκευή και λειτουργία του υπόγειου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων στην ως άνω πλατεία και τη διαμόρφωση της ισόγειας επιφανείας της, κατά τρόπο ώστε να οριοθετείται αυστηρά ο χώρος λειτουργίας της εναγομένης και να απαγορεύεται η χρήση αυτής από άλλα οχήματα, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, η συνολική επιφάνεια του κατετμημένου σε νησίδες πρασίνου ανέρχεται σε 320 τ.μ., η επιφάνεια των κοινόχρηστων χώρων αυξάνεται από 5% σε 40% της συνολικής επιφάνειας, ενώ η διέλευση των πεζών και των ατόμων με ειδικές ανάγκες γίνεται με μεγαλύτερη ασφάλεια. Συνεπώς, η εναγομένη, έχοντας σχετικό δικαίωμα, λειτουργεί, κατά τον τρόπο που προεκτέθηκε, την ως άνω «κοινής ωφελείας» επιχείρησή της, κάνοντας χρήση της επίμαχης πλατείας και της οδού Μαυρομματαίων, που αποτελούν κοινόχρηστα πράγματα, εξυπηρετώντας επί δεκαετίες το επιβατικό κοινό. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι η λειτουργία της εν λόγω επιχείρησης της εναγομένης, προκαλεί τέτοιου μεγέθους ρύπανση (ατμοσφαιρική και ηχητική) που επιβαρύνει την υγεία των κατοίκων της περιοχής και συνακόλουθα του ενάγοντος και εμποδίζει την απρόσκοπτη χρήση και απόλαυση των εν λόγω κοινοχρήστων χώρων, ως περιβαλλοντικών αγαθών. Επομένως η άσκηση, από την εναγομένη, του εν λόγω δικαιώματός της, που σε κάθε περίπτωση, είναι μεγαλύτερης σπουδαιότητας, στο πλαίσιο της έννομης τάξης, από εκείνο του ενάγοντος, δεν είναι καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, και 25 παρ.3 του Συντάγματος, καθόσον δεν υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Η πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται, άλλωστε, και από το ότι ο ενάγων, αν και, όπως αναφέρει στην ένδικη αγωγή, από το έτος ……..διατηρεί……..στην περιοχή αυτή, εν τούτοις ποτέ είτε δικαστικά είτε εξώδικα δεν είχε προβάλλει τις αιτιάσεις που ήδη προβάλλει με την κρινόμενη αγωγή, άσκησε δε την αγωγή αυτή μετά παρέλευση 22 ετών, μετά δηλαδή την κατασκευή του υπόγειου σταθμού και την προς το καλύτερο διαμόρφωση – χωροθέτηση της πλατείας Αιγύπτου και δεν αναιρείται από τις ένορκες βεβαιώσεις των …………………που δόθηκαν με επιμέλειά του, οι οποίοι δεν αμφισβήτησαν τη λειτουργία της εναγομένης στους επίμαχους κοινόχρηστους χώρους επί δεκαετίες, ούτε από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα με επίκληση προσκομίζει. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω δεν αποδείχθηκε ότι με τις προαναφερόμενες ενέργειες της εναγομένης προσβάλλεται η προσωπικότητα του εναγομένου και επομένως η κρινόμενη αγωγή είναι ουσιαστικά αβάσιμη και απορριπτέα ». Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού έκρινε ότι η εναγόμενη (ήδη αναιρεσίβλητη) λειτουργεί την ως άνω επιχείρησή της χρησιμοποιώντας δυνάμει δικαιώματος, που έχει, την επίμαχη πλατεία και την πιο πάνω οδό με νόμιμα λειτουργούσες εκεί αφετηρίες των λεωφορείων του…………., που έχουν προορισμό διάφορες περιοχές του Νομού, για την εξυπηρέτηση του επιβατικού κοινού, χωρίς η άσκηση απ’ αυτήν του εν λόγω δικαιώματός της να γίνεται υπό περιστάσεις που την καθιστούν καταχρηστική κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ.3 του Συντάγματος και να είναι προσβλητική για τον ενάγοντα και ότι έτσι δεν υφίσταται προσβολή της προσωπικότητάς του απ’ αυτήν (εναγόμενη), απέρριψε κατ’ ουσία την έφεση του ενάγοντος, ήδη αναιρεσείοντος, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα ίδια. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, ενόψει του ότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτήν και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, όπως η έννοιά τους αναλύθηκε στην πιο πάνω νομική σκέψη, και του συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού. Περαιτέρω, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού με σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν κατά τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν τον αναιρετικό έλεγχο, κάλυψε όλα τα έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ζητήματα για να καταλήξει ότι δεν συνιστά η συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του αναιρεσείοντος, εκθέτοντας με πληρότητα και σαφήνεια τα ως άνω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και ειδικότερα ότι δεν συντρέχει το στοιχείο του παρανόμου, με την ως άνω έννοια. Ωστόσο, με τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, έβδομο, όγδοο, ένατο και δέκατο λόγους της αίτησης αναίρεσης, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες ότι: α) δέχθηκε, άναιτιόλόγητώς και αντιφατικώς, καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας της, το μεν ότι η εναγομένη έχει , εγκαταστήσει νόμιμα στην οδό Μαυρομματαίων, στο τμήμα από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας έως την οδό Δεριγνύ, με την τοποθέτηση τριών λυόμενων κατασκευών, για τη χρήση σταθμαρχείου και εκδοτηρίου εισιτηρίων και πινακίδων, το δε ότι απέσυρε από το συγκεκριμένο τμήμα της ως άνω οδού τις κατασκευές και τα λεωφορεία της μετά το πέρας των εργασιών στην πλατεία Αιγύπτου, ενώ έπρεπε να δεχθεί τα αντίθετα, ότι δηλαδή αυτή είχε εγκατασταθεί αυθαιρέτως και ότι εξακολούθησε δίχως άδεια να χρησιμοποιεί αδιαλείπτως το πιο πάνω τμήμα του κοινόχρηστου χώρου, β) δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε πως η λειτουργία του σταθμού υπεραστικών λεωφορείων της εναγομένης επί της οδού Μαυρομματαίων δημιουργεί ρυπογόνους καθυστερήσεις και… επιβαρύνεται η υγεία των κατοίκων της περιοχής, ούτε ότι η λειτουργία των επίμαχων σταθμών γίνεται καταχρηστικά από την εναγομένη, διότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτή ασκεί το δικαίωμα που της έχει παραχωρηθεί καταχρηστικά, ενώ «αποδείχθηκαν τα αντίθετα, αφού είναι αυταπόδεικτο στον οποιονδήποτε ότι σε μία οδό που υπάρχουν τρεις στάσεις τρόλεϋ και λεωφορείων Ο.Α.Σ.Α., η οποία έχει πλάτος 12 μέτρων και αποτελεί τη μόνη, μετά την οδό Πατησίων, διέλευση οχημάτων Ι.Χ.Ε., από το κέντρο προς την περιοχή της Κυψέλης, η στάθμευση 15-20 και πάνω ογκωδών υπεραστικών λεωφορείων δημιουργεί ασφυξία, παρέλειψε δε να εκθέσει για τα σταθμαρχεία που καταλαμβάνουν το πεζοδρόμιο της οδού Μαυρομματαίων και εμποδίζουν την πρόσβαση στο Άλσος του Πεδίου του Άρεως και αν για αυτά υπάρχει άδεια», γ) δέχθηκε ότι πρόκειται για Σταθμό – Σταθμούς υπεραστικών λεωφορείων «χωρίς να εξετάσει αν χρειάζεται να ισχύουν για αυτούς οι προϋποθέσεις και οι όροι της σχετικής νομοθεσίας και δη του π.δ. 79/2004 ή, έστω, του άρθρου 4 της Υ.Α.Β.54871/4060/2003», δ) δέχεται εσφαλμένα ότι δεν πρόκειται για σταθμό αλλά για αφετηρία και ότι δεν απαιτείται νομαρχιακή απόφαση για τις αφετηρίες, διότι δεν επήλθε τροποποίηση των γραμμών και της θέσης των αφετηριών αυτών κατά την έννοια του άρθρου 7 ν. 2963/2001 και της Υ.Α.Β. 54871/4060/2003, διαστρεβλώνοντας το περιεχόμενο των ως άνω διατάξεων, αφού σύμφωνα με το άρθρο 4 της ως άνω Υ.Α 54871 δεν επιτρέπονται αφετηρίες σε απόσταση μικρότερη των 30 μέτρων από διασταυρώσεις δρόμων, σε θέσεις που δεν επιτρέπουν την ασφαλή στάθμευση και κίνηση, ε) εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 4 του ν. 2963/2001, η οποία προβλέπει ότι «οι επιβατικές γραμμές που έχουν χαρακτηρισθεί και λειτουργούν ως αστικές ή υπεραστικές κατά την έναρξη ισχύος του
νόμου αυτού διατηρούνται και μπορούν να τροποποιηθούν σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2, ήτοι με απόφαση του οικείου Νομάρχη, ο οποίος καθορίζει την αφετηρία, τη διαδρομή, τις στάσεις και το τέρμα κάθε γραμμής, για δε την τροποποίηση υφισταμένης επιβατικής γραμμής απαιτείται απόφαση του αρμόδιου για το χαρακτηρισμό οργάνου», το οποίο αφορά το χαρακτηρισμό γραμμής ως αστικής ή υπεραστικής και τη διατήρησή της και δεν αφορά τους όρους και τις προϋποθέσεις για τον καθορισμό των αφετηριών, τερμάτων, διαδρομών, στάσεων, σταθμών, πρακτορείων εξυπηρέτησης, εκδοτηρίων εισιτηρίων και παντός άλλου θέματος που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρ.7 παρ.1 ν. 2963/2001, με απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών μετά από γνώμη Επιτροπής επτά μελών που συγκροτείται με απόφαση του ίδιου Υπουργού κλπ., χωρίς η εναγόμενη να επικαλεστεί τέτοια απόφαση και η προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση να την ερευνήσει, στ) δέχθηκε ότι παρατάθηκε η ισχύς της άδειας λειτουργίας σταθμού της εναγομένης κατ’ εφαρμογή των άρθρων 12 ν. 3710/2008 και 33 ν. 4053/2012, ενώ τούτο είναι ανακριβές, γιατί τέτοια άδεια λειτουργίας δεν επικαλέστηκε η εναγόμενη, από δε την αναιρεσιβαλλομένη δεν εξετάστηκε η ύπαρξη τέτοιας άδειας κατά το έτος 2004, ζ) δέχθηκε ότι δεν επήλθε τροποποίηση της θέσης των αφετηριών υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 7 ν. 2963/2001 και της Υ.Α.Β. 54871/4060/2003, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας έτσι εσφαλμένα τις κείμενες διατάξεις και η) έσφαλε ως προς το χαρακτηρισμό των εγκαταστάσεων της εναγομένης ως «αφετηρία», ενώ πρόκειται για «σταθμό» υπεραστικών λεωφορείων κατά την έννοια του π.δ. 79/2004, για τον οποίο δεν έχουν τηρηθεί οι νόμιμες προϋποθέσεις λειτουργίας του. Όμως, αντίθετα με όσα ο αναιρεσείων υποστηρίζει, η προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές αποδεικτικό της πόρισμα, χωρίς κατά τα λοιπά να απαιτείται ειδικότερη ανάλυση ως προς τη στάθμιση και εκτίμηση των επιμέρους αποδείξεων ή ως προς την αξιολόγηση των απλών επιχειρημάτων των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς. Συνεπώς, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι οι προαναφερόμενοι λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους, με πρόσχημα πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ,, πλήττεται στην πραγματικότητα η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου ως προς την ουσία της υπόθεσης (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). –
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ., κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 338 έως 340 ΚΠολΔ., υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο, ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή επιδρά στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης(Ολ.Α.Π.2/2008,Ολ.Α.Π.42/2002). Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ» είδος αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν το Δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, διότι με την αίτηση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολ,Δ.). Εξάλλου, η ομολογία, ως αποδεικτικό μέσο, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 339 και 352 ΚΠολΔ., προϋποθέτει την παραδοχή της , αλήθειας στοιχείου κατά νόμο αυτοτελούς ισχυρισμού του αντιδίκου ή της αναλήθειας τέτοιου ισχυρισμού εκείνου που προβαίνει στην παραδοχή (Α.Π. 779/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η, από τον αριθμό 11 περ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ., πλημμέλεια γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα την εξώδικη (κατ’ ορθό χαρακτηρισμό), ομολογία της εναγόμενης που προκύπτει από τα προσκομισθέντα απ» αυτήν α) υπ’ αρ. 30980/2- 4-2009 έγγραψό της προς τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, όπου ομολογείται ότι η «άδεια για μετακίνηση» από την πλατεία Αιγύπτου ήταν μόνο για το τμήμα της Μαυρομματαίων «έμπροσθεν του αγάλματος του Βασ. Κωνσταντίνου» και όχι για το τμήμα της Μαυρομματαίων από Α. Αλεξάνδρας έως Δεριγνύ, και β) το υπ’αρ. 29958/26-2-2007 έγγραφό της, όπου ομολογεί επί λέξει : «από τον Απρίλιο του 2003 μέχρι και σήμερα οι αφετηρίες μεταφέρθηκαν προσωρινά και μέχρι να μας δοθεί η δυνατότητα επαναφοράς τους στην ειδικά διαμορφωμένη επιφάνεια του σταθμού, στην απότμηση των οδών Μαυρομματαίων και Αλεξάνδρας και στο τμήμα της οδού Μαυρομματαίων πλησίον των ήδη λειτουργουσών αφετηριών», περαιτέρω δε δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, κατά το σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος, για την απόδειξη ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ισχυρισμού του, εκτός από τα προμνημονευόμενα δύο έγγραφα, αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν ενώπιον του οι διάδικοι, ήτοι α) την υπ’ αριθμ. 7/19-5-2009 απόφαση του Διευρυμένου Νομαρχιακού Συμβουλίου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών-Πειραιώς, β) το υπ’ αρ. ΕΥΔΕΚ/ΟΙΚ44/29-1-2007 έγγραφο του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., γ) το υπ’ αρ. Ε ΥΔΕ Κ/ΟΙ Κ/2 54/3 0-3-2 005 έγγραφο του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. προς το Σ.τ.Ε., δ) το υπ’ αρ. ΕΥΔΕΚ/ΟίΚ/190/8-3-2005 έγγραφο του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. προς την κατασκευάστρια του υπόγειου χώρου στάθμευσης εταιρία, ε) το υπ’ αρ. 9728/27-9-1994 έγγραφο του Δήμου Αθηναίων προς τη Διεύθυνση Τροχαίας Αττικής, στ) το υπ’ αρ. 26586/21-7-2000 έγγραφο του Υ.ΠΕΧΩ.Δ.Ε. προς την αναιρεσίβλητη, ζ) το υπ’ αρ. 26438/19-4-2000 έγγραφο της αναιρεσίβλητης και η) την υπ’ αρ. 609/2006 απόφαση της επιτροπής αναστολών του Σ.τ.Ε. Ο αναιρετικός αυτός λόγος κατά το μέρος του που αναφέρεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την ομολογία της αναιρεσίβλητης, που περιεχόταν στα παραπάνω δύο έγγραφα, που αυτή προσκόμισε, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, γιατί δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο και ότι έγινε επίκληση της ομολογίας αυτής από τον αναιρεσείοντα κατά την ενώπιον του Εφετείου συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Παρεκτός του ότι αυτός είναι απαράδεκτος, αφού η επικαλούμενη ομολογία δεν αφορά στην παραδοχή της αλήθειας στοιχείου κατά νόμο αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος. Κατά τα λοιπά μέρη του, ο αμέσως πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπου ρητά αναφέρει (25η και 26η σειρές εμπρόσθιας σελίδας τέταρτου φύλλου) ότι λήφθηκαν υπόψη «όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που σι διάδικοι νόμιμα με επίκληση προσκομίζουν, σε ορισμένα από τα οποία γίνεται παρακάτω ειδική μνεία, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης», σε συνδυασμό και με το όλο αιτιολογικό της απόφασης, δεν καταλείπέται καμιά αμφιβολία ότι τό Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, και όλα τα προαναφερόμενα έγγραφα, μολονότι δεν τα μνημονεύει στην απόφασή του ειδικώς και δεν τα αξιολογεί χωριστά και παρά το ότι, αντιθέτως, στην απόφασή του αυτήν κάνει ειδική μνεία άλλων αποδεικτικών μέσων, επειδή τους αποδίδει ιδιαίτερη αποδεικτική βαρύτητα αναφορικά με ορισμένα από τα αποδεικτέα περιστατικά. Η άποψη του αναιρεσείοντος ότι η διαφορετική εκτίμηση των επίμαχων αποδεικτικών μέσων θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλόμενης απόφασης για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (Α.Π. 498/2018). Τέλος, η σωρευτικώς ασκούμενη αιτίαση με τον ίδιο (πέμπτο) λόγο αναίρεσης, χωρίς διατύπωση επικουρικότητας, αφενός ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση παραμόρφωσε το περιεχόμενο των αναφερόμενων στο λόγο αυτόν εγγράφων με το να δεχθεί πραγματικά περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται σ’ αυτό και αφετέρου ότι αγνόησε τα ίδια έγγραφα για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, είναι απαράδεκτη ως αντιφατική, καθόσον δε νοείται το δικαστήριο να παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφων και παράλληλα να τα αγνόησε.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 περ. α’ ΚΠολΔ., επιτρέπεται αναίρεση και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως «πράγματα», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, την ένσταση ή αντένσταση (Ολ.Α.Π.25/2003), όχι όμως και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων και τείνουν σε ενίσχυση ή αποδυνάμωση της βάσης της αγωγής (Ολ.Α.Π.14/2004, Ολ.Α.Π.3/1997, Ολ.Α.Π.469/1984). Επομένως, ο έκτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ.8 περ. α’ ΚΠολΔ., κατά τον οποίο το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη «τους ισχυρισμούς της εναγομένης, στους οποίους όμως δεν περιλαμβάνεται η υπ’ αυτής επίκληση νόμιμης άδειας για την υπ’ αυτής χρήση της Πλατείας Αιγύπτου ως χώρου αφετηρίας ή σταθμού των υπεραστικών λεωφορείων της αλλά μόνον άρνηση και έμμεση παραδοχή της αγωγικής αξίωσης «, απορρίπτοντας ακολούθως τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι η εγκατάσταση του σταθμού υπεραστικών έγινε χωρίς να υφίσταται άδεια, παρά το ότι το γεγονός αυτά δεν είχε προταθεί από την εναγομένη-εφεσίβλητη (ήδη αναιρεσίβλητη) με τις προτάσεις που αυτή υπέβαλε, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι το εν λόγω γεγονός αποτελεί επιχείρημα και, συγχρόνως, συμπέρασμα, που έβγαινε από την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά των σχετικών αγωγικών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, όχι όμως και «πράγμα» κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης.-
Ως «πράγματα» κατά την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., των οποίων η λήψη ή μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον υπό της διατάξεως αυτής προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης προτάσεώς τους, θεμελιώνουν κατά νόμο το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρεμβάσεως, ενστάσεως ή αντενστάσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ.Α.Π.25/2003). «Πράγμα» επομένως είναι, υπό την έννοια αυτή, και ο λόγος εφέσεως, που περιέχει παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (Ολ.Α.Π.11/1996). Δεν συνιστούν όμως πράγματα κατά την ανωτέρω έννοια οι ισχυρισμοί των διαδίκων που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ενστάσεως κ.λπ. ή πραγματικά ή νομικά αυτών επιχειρήματα, που αντλούν από την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή από το νόμο (Ολ.Α.Π. 3/1997). Τέλος, ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης, αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντσ ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ.Α.Π.25/2003, Ολ.Α.Π.12/1991). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον υπ’ αριθμ. 9.2. λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 8 περ,β’του άρθρου 559 του ΚΠολΔ., συνισταμένη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον αναφερόμενο στο αναιρετήριο ουσιώδη, κατά το λόγο αυτόν, ισχυρισμό, που ο αναιρεσείων πρόβαλε ενώπιον του Εφετείου με λόγο εφέσεως, ότι «η ήδη αναιρεσίβλητη έχει εγκαταστήσει δίχως άδεια στην οδό Μαυρομματαίων και δη στο τμήμα της από του γυμναστηρίου του Πανελληνίου (οδός Δεριγνύ) έως τη λεωφόρο Αλεξάνδρας με κατάληψη τρία σταθμαρχεία και σταθμεύουν εκεί καθημερινά 20- 25 λεωφορεία της που καταλαμβάνουν το 1/3 και πλέον της οδού». Ο ως άνω ισχυρισμός, ο οποίος, κατά τον αναιρετικό αυτόν λόγο, δεν λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο, δεν συνιστά «πράγμα» κατά την προεκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, αλλά αναφέρεται σε πραγματικό και νομικό επιχείρημα, που τείνει στη βασιμότητα της ένδικης αγωγής γΓ αυτό και πρέπει προεχόντως να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Παρεκτός του ότι ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος, εφόσον το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, ερεύνησε τον αμέσως παραπάνω λόγο εφέσεως και τελικά τον απέρριψε ως αβάσιμο και ως ενέχοντα το προαναφερόμενο παράπονο, εκ του πράγματος, αφού προέβη σε έρευνα της ουσίας της υποθέσεως.-
Κατά τη διάταξη του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., αναίρεση επιτρέπεται αν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Η αντίφαση μεταξύ των διατάξεων πρέπει να εντοπίζεται στο διατακτικό της ίδιας απόφασης και δεν αρκεί η ύπαρξη αντιφάσεως στο αιτιολογικό της αποφάσεως αυτής ή μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού. Ειδικότερα, η αντίφαση στο διατακτικό δημιουργεί τον προαναφερόμενο λόγο αναιρέσεως όταν προκαλείται τέτοια αοριστία, ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της αποφάσεως ή η πρόκληση της σκοπούμενης διάπλασης ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με το δεδικασμένο (Ολ.Α.Π. 13/1995). Η πλημμέλεια αυτή του δικαστηρίου της ουσίας προτείνεται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, αφού πρόκειται για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση (άρθρο 562 παρ.2 β’ ΚΠολΔ.). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον υπ’ αριθμ. 9.3. λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτά το πρώτον στον Άρείό Πάγο, η αιτίαση, κατά λέξη, ότι «δέχεται αντιφατικώς ότι ναι μεν δεν υφίσταται νόμιμη άδεια ή παραχώρηση, ει μη μόνο κάποιο αόριστο «έθος»-χρήση από δεκαετιών- αλλά παρά ταύτα η αναιρεσίβλητη έχει δικαίωμα, δίχως να προκύπτει από το περιεχόμενο της ούτε το πόθεν ούτε το αν έχει δικαίωμα η αναιρεσίβλητη. Δέχεται, επίσης, ότι πρόκειται για «σταθμό» αλλά δίχως εφαρμογή του π.δ. 79/2004 ότι πρόκειται για «αφετηρία» αλλά και «παρόδια στάση»». Ο λόγος αυτός πρέπει προεχόντως να απορριφθεί ως απαράδεκτος, γιατί οι επικαλούμενες πλημμέλειες – αντιφάσεις, αναφέρονται στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν επέχουν θέση διατακτικού, η δε αιτίαση αυτή δεν ιδρύει, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, τον προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης, που προϋποθέτει αντίφαση στο διατακτικό και μόνο της προσβαλλομένης απόφασης, η οποία, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, στο διατακτικό της έχει μία και μόνο διάταξη και ως εκ τούτου δεν νοείται η ύπαρξη αντίφασης και δη έχει διάταξη απορριπτική της ασκηθείσας εφέσεως (πλην της διάταξής της για τη δικαστική δαπάνη), κατά της πρωτόδικης υπ» αριθμ. 3336/2014 οριστικής απόφασης/του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έχει μία, επίσης, διάταξη απορριπτική της αγωγής. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-12-2017 αίτηση