ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, 18 ΤΜΗΜΑ ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: 16925/2019

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, 18ο ΤΜΗΜΑ

ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: 16925/2019

*

Δικαστήριο: Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών

Αρ. Αποφ.: 16925/29.11.2019

Δικαστής: Δήμητρα Λιανού, Πρωτοδίκης Δ.Δ.

Δικηγόρος: Κ. Ε. Μακαρώνας

*   *   *   *

ΚΕΔΕ – Ανακοπή κατά της εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτου και ταμειακής βεβαίωσης κατά διαχειριστού Ε.Π.Ε. ως τρίτου αλληλεγγύως συνευθυνομένου για τις οφειλές της Ε.Π.Ε. Υπό ποίες προϋποθέσεις γίνεται ο διαχειριστής υποκείμενο της φορολογικής υποχρέωσης – Αναγκαία η προηγουμένη έκδοση και κοινοποίηση προς εκείνον της ατομικής ειδοποίησης, άρθρ.4 παρ.1 ΚΕΔΕ, πριν από την κατάσχεση – Ακυρώνεται η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης – Διατάξεις : 20 παρ.1 Συντάγματος, 217, 224, 64, 113 Κωδ. Δ/κής Δικονομίας, 67 π.δ.16/1989, 34 Κ.Β.Σ.(π.δ. 186/1992), άρθρ.4 παρ.1 ΚΕΔΕ, 115 Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος.

*   *   *   *

  1. Επειδή, με το κρινόμενο δικόγραφο, που επιγράφεται «ανακοπή- προσφυγή», συνιστά, όμως, κατ’ εκτίμηση του οικείου δικογράφου, ανακοπή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο ποσού 100,00 ευρώ (σχετ. το 1306839 ειδικό έντυπο παραβόλου σειράς Α’), ζητείται η ακύρωση της 2762/10-12-2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Ιωάννη Ευστ. Τσαπάρα, με την οποία επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της αναφερόμενης σε αυτή ακίνητης περιουσίας του ανακόπτοντος, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της εταιρείας με την επωνυμία «………….»,για την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών, συνολικού ποσού 58.861,36 ευρώ, καθώς και των, περιεχόμενων στο συνημμένο πίνακα χρεών, 1262/7.3.2006 και 989/25.2.2010 σχετικών πράξεων ταμειακής βεβαίωσης.
  2. Επειδή, ο, κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α’ 97) Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.) ορίζει στο άρθρο 217 ότι: «1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ) …», άρθρο 219 ότι: «Προς άσκηση ανακοπής νομιμοποιείται εκείνος που έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον ή στον οποίο αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου …», στο άρθρο 224 ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. … 3. Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης, δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης. 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχο του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5. …» και στο άρθρο 225 ότι: «Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην τροποποίησή της. Σε διαφορετική περίπτωση προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε., ν.δ. 356/1974, ΦΕΚ Α’ 90), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι: «1. Άμα τη βεβαιώσει ποσού τινός εις το Δημόσιον Ταμείον ως δημοσίου εσόδου, ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται επί πειθαρχική αυτού ευθύνη να αποστείλη προς τον οφειλέτην ατομικήν ειδοποίησιν, δυνάμενος και να κοινοποιήση ταύτην, περιέχουσαν τα στοιχεία του οφειλέτου, το είδος και το ποσόν του χρέους, το οικονομικόν έτος εις ο ανήκει τούτο, τον αριθμόν και την χρονολογίαν της τριπλοτύπου βεβαιώσεως και την χρονολογίαν πληρωμής του χρέους ή εκάστης δόσεως εις περίπτωσιν καταβολής εις δόσεις. Η ειδοποίησις αποστέλλεται προς τον οφειλέτην δια της Ταχυδρομικής Υπηρεσίας ή δι’ υπαλλήλων του Δημοσίου Ταμείου … 2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον κοινοποιουμένη ατομική ειδοποίησις δεν εξομοιούται προς επιταγήν προς πληρωμήν. 3. Η παράλειψις αποστολής της κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου ειδοποιήσεως ουδεμίαν ασκεί επίδρασιν επί του κύρους των κατά του οφειλέτου λαμβανομένων αναγκαστικών μέτρων». Εξάλλου, στο άρθρο 67 του π.δ. 16/1989 «Κανονισμός Λειτουργίας Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.) και των Τοπικών Γραφείων και καθήκοντα υπαλλήλων αυτών» (Α’ 6) ορίζεται ότι: «1. Οι εκδότες ή άλλοι υπάλληλοι της Δ.Ο.Υ. εκδίδουν με βάση τους τίτλους είσπραξης ατομικές ειδοποιήσεις για τους οφειλέτες, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α’) για την καταβολή της οφειλής τους. … 4. Ειδικές ειδοποιήσεις εκδίδονται πριν την έκδοση παραγγελίας κατάσχεσης ή προγράμματος πλειστηριασμού. Οι ειδοποιήσεις αυτές καταχωρίζονται σε ξεχωριστά βιβλία «ατομικών ειδοποιήσεων προ κατάσχεσης» και «ατομικών ειδοποιήσεων προ πλειστηριασμού». 5. …».
  3. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 34 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ., Π.Δ. 186/1992, ΦΕΚ Α’ 84), όπως η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε από την παρ. 10 του άρθρου 21 του Ν. 2166/1993 (Φ.Ε.Κ. Α’ 137), ορίζονται τα εξής: «1. Το πρόστιμο επιβάλλεται σε βάρος του παραβάτη φυσικού προσώπου και επί εταιρειών ομορρύθμων, ετερορρύθμων, περιορισμένης ευθύνης, ανωνύμων, καθώς και επί συνεταιρισμών και επί λοιπών νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, σε βάρος του νομικού προσώπου. … 2. Το πρόστιμο επιβάλλεται με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., στην οποία γίνεται σύντομη περιγραφή της παράβασης και αναγράφεται το πρόστιμο που επιβάλλεται για αυτή. 3. … 4. Για την διοικητική επίλυση της διαφοράς και τη διαδικασία βεβαίωσης και καταβολής του προστίμου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του ν.δ. 3323/1955, όπως ισχύουν κάθε φορά…». Εξάλλου, ο Ν. 2523/1997 (ΦΕΚ Α’ 179) ορίζει στο άρθρο 5 ότι: «1. Οποιος παραβαίνει τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/92, Α 84) τιμωρείται με πρόστιμο που προσδιορίζεται κατ’ αντικειμενικό τρόπο …» και στο άρθρο 9 ότι: «1. Το πρόστιμο επιβάλλεται σε βάρος του παραβάτη φυσικού προσώπου και στις εταιρείες ομόρρυθμες, ετερόρρυθμες περιορισμένης ευθύνης, ανώνυμες, καθώς και στους συνεταιρισμούς και στα λοιπά ημεδαπά ή αλλοδαπά νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, σε βάρος του νομικού προσώπου. … 2. … με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας … 3. … 4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου που ορίζουν διαφορετικά για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, βεβαίωση και καταβολή των προστίμων εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της κύριας φορολογίας. … Ειδικά, για τη βεβαίωση και καταβολή των προστίμων, που προβλέπονται από το άρθρο 8 και για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, βεβαίωση και καταβολή των προστίμων που προβλέπονται από το άρθρο 5, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του ν. 2238/1994. Για τα πρόστιμα που δεν συνδέονται με αντίστοιχη φορολογία, ως κύρια φορολογία νοείται η φορολογία εισοδήματος.». Εξάλλου, στον ανωτέρω ν. 2238/1994 «Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος» (ΦΕΚ Α’ 151), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, οριζόταν στο άρθρο 101 ότι: «1. Στο φόρο υπόκεινται: α) Οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, β) … γ) … δ) … ε) Οι ημεδαπές εταιρίες περιορισμένης ευθύνης. 2…», και στο άρθρο 115 ότι: «1. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές των ημεδαπών ανώνυμων εταιρειών ή συνεταιρισμών κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. … 2. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές και γενικά εντεταλμένοι στη διοίκηση του νομικού προσώπου, κατά το χρόνο της διάλυσης των λοιπών νομικών προσώπων του άρθρου 101, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και των φόρων που παρακρατούνται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. …»
  4. Επειδή, οι προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 115 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως και για τα πρόστιμα του ΚΒΣ (βλ. ΣτΕ 2328/2016, 2869/2013, 1326/2012), δεν δημιουργούν ίδια φορολογική υποχρέωση για τα φυσικά πρόσωπα, που ευθύνονται, κατά τις διατάξεις αυτές, για την καταβολή του οφειλόμενου από την εταιρεία φόρου, αλλά απλή πρόσθετη ευθύνη αυτών προς πληρωμή του βεβαιωθέντος σε βάρος της εταιρείας φόρου, η ευθύνη δε αυτή δεν ανάγεται στο στάδιο της βεβαιώσεως του φόρου, αλλά στο στάδιο της εισπράξεώς του. Επομένως, τα ανωτέρω πρόσωπα δεν καθίστανται υποκείμενα της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης και δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή κατά της πράξεως της φορολογικής αρχής, με την οποία προσδιορίζεται ο οφειλόμενος από την εταιρεία φόρος, ενώ για την ενεργοποίηση της ευθύνης των προσώπων αυτών δεν απαιτείται να επαναληφθεί η διαδικασία προσδιορισμού και βεβαίωσης του φόρου, με κοινοποίηση προς τα πρόσωπα αυτά φύλλου ελέγχου ή πράξης προσδιορισμού, υποκειμένης σε προσφυγή, ούτε, περαιτέρω, η επ’ ονόματί τους ταμειακή βεβαίωση του οφειλομένου ποσού του φόρου, αλλά επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, να επιδιωχθεί η αναγκαστική είσπραξη του οφειλομένου ποσού από τα πρόσωπα αυτά βάσει της ταμειακής βεβαιώσεως που έχει εκδοθεί επ’ ονόματι της εταιρείας. Η ανωτέρω ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 64 παρ. 1 και 113 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δεν αποστερεί τα προαναφερθέντα πρόσωπα της δικαστικής προστασίας που αυτά δικαιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι τα πρόσωπα αυτά, εφόσον δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή κατά της καταλογιστικής του φόρου πράξης, δύνανται, κατά τη σύμφωνη με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη ερμηνεία των άρθρων 217 παρ. 1 και 219 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, να ασκήσουν ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης, με την οποία θεωρείται συμπροσβαλλόμενη και η εκδοθείσα σε βάρος της εταιρείας ταμειακή βεβαίωση, (βλ. ΣτΕ 2274-5/2017, 844/2012, 4411/2011, 237/2008, 2999/2006 κ.ά.) και να προβάλουν λόγους αναγόμενους στο κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαίτησης του Δημοσίου, εκτός εάν, κατόπιν προσφυγής της εταιρείας κατά της καταλογιστικής του φόρου πράξης (στη δίκη επί της προσφυγής τα ανωτέρω πρόσωπα δύνανται να παρέμβουν κατ’ άρθρο 113 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, με την οποία έχει κριθεί, κατ’ ουσίαν, η νομιμότητα της καταλογιστικής πράξης. Δεδομένου, όμως, ότι, μεταξύ άλλων, οι διαχειριστές εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, δεν είναι τα υποκείμενα της φορολογικής υποχρέωσης, δεν έχουν μετάσχει στη διαδικασία ελέγχου και δεν τους έχει κοινοποιηθεί η πράξη καταλογισμού του φόρου, την οποία, άλλωστε, δεν νομιμοποιούνται να προσβάλουν, αλλά είναι τρίτοι, των οποίων η ευθύνη γεννάται το πρώτον κατά το στάδιο της είσπραξης του φόρου, που βεβαιώθηκε επ’ ονόματι της εταιρείας, τα πρόσωπα αυτά αποκτούν, κατά τον Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, την ιδιότητα του «οφειλέτη», μόνον από και με την έκδοση και κοινοποίηση προς αυτά της ατομικής ειδοποίησης, που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., μέσω της οποίας πληροφορούνται την ύπαρξη, το ύψος και την αιτία του χρέους τους, και τους παρέχεται η δυνατότητα είτε να αμυνθούν αποτελεσματικά, ασκώντας την ανακοπή της παρ. 1 του άρθρου 217 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας κατά της ατομικής ειδοποίησης, με την οποία θεωρείται συμπροσβαλλόμενη και η ταμειακή βεβαίωση, είτε να προβούν σε ρύθμιση του χρέους τους. Επομένως, αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη κατά των πιο πάνω προσώπων οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης συνιστά η προηγούμενη έκδοση και νόμιμη κοινοποίηση προς αυτά της ατομικής ειδοποίησης, που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., η παράλειψη της οποίας -εφόσον προβάλλεται- καθιστά άκυρη τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως είναι και η κατάσχεση ακινήτου, ενώ η παρ. 3 του ίδιου άρθρου, δεν έχει, οπωσδήποτε, εφαρμογή επί αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τρίτων, ευθυνόμενων προσθέτως και αλληλεγγύως για χρέη άλλων προσώπων, εφόσον τυχόν εφαρμογή της θα απέληγε είτε στη λήψη αναγκαστικών μέτρων σε βάρος τους χωρίς προηγουμένως να τους έχει δοθεί η δυνατότητα να εξοφλήσουν το χρέος τους, είτε στην απώλεια σταδίου δικονομικής προστασίας (βλ. ΣτΕ 2267/2016 7μ, 1477/2014, 844/2012).
  5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 2762/10.12.2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ιωάννη Τσαπάρα, κατασχέθηκε αναγκαστικά, σε εκτέλεση της 33595/307/2012 έγγραφης παραγγελίας της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Δ’ Αθηνών, ακίνητη περιουσία του ανακόπτοντος και συγκεκριμένα.. Η εν λόγω αναγκαστική κατάσχεση επί του ανωτέρω ακινήτου επιβλήθηκε στον ανακόπτοντα, ως διαχειριστή της λυθείσας εταιρείας με την επωνυμία «…….», προκειμένου να ικανοποιηθούν φορολογικά χρέη που βεβαιώθηκαν ταμειακώς σε βάρος της ανωτέρω πρωτοφειλέτιδας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, δυνάμει των α) 1262/7.3.2006 ταμειακής βεβαίωσης που αφορά χρέος από φόρους εισοδήματος οικονομικού έτους 2006 και β) 989/25.2.2010 ταμειακής βεβαίωσης που αφορά χρέος από πρόστιμο Κ.Β.Σ. οικονομικού έτους 1994, και συνολικά ανήλθαν στο ύψος των 58.861,36 ευρώ (ήτοι 9.304,12 ευρώ και 32.355,10 ευρώ για κεφάλαιο, αντίστοιχα, πλέον προσαυξήσεων, ύψους 6.233,76 ευρώ και 10.968,38 ευρώ, αντίστοιχα), όπως αυτά προκύπτουν αναλυτικά από τον από 31.10.2012 πίνακα χρεών της ιδίας ως άνω Προϊσταμένης, που συνοδεύει την ανακοπτομένη έκθεση κατάσχεσης.
  6. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη ανακοπή, ο ανακόπτων αμφισβητεί κατ’ αρχάς τη νομιμότητα της ως άνω έκθεσης κατάσχεσης και ζητεί την ακύρωσή της, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν του έχει επιδοθεί ποτέ ατομική ειδοποίηση χρεών, με αποτέλεσμα να μην είναι υπόχρεος για την καταβολή των ένδικων οφειλών της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας. Ειδικότερα εκθέτει ότι οι διαχειριστές ΕΠΕ, όπως ο ίδιος, δεν είναι υποκείμενα της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης, αλλά αποκτούν κατά τον ΚΕΔΕ την ιδιότητα του οφειλέτη μόνον από και δια της εκδόσεως και κοινοποιήσεως προς αυτούς της προβλεπόμενης στο άρθρο 4 παρ. 1 του ΚΕΔΕ ατομικής ειδοποιήσεως.
  7. Επειδή, από την άλλη πλευρά, το καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο με την από 28.11.2018 έκθεση απόψεων του ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης ανακοπής, αντιτείνοντας, μεταξύ άλλων, ότι η ένδικη κατάσχεση νομίμως επιβλήθηκε σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του ανακόπτοντος, ως αλληλεγγύως συνευθυνόμενου για τα χρέη της πρωτοφειλέτιδας Ε.Π.Ε., δεδομένου ότι είχε την ιδιότητα του διαχειριστή αυτής από την 24.9.1993 έως την διακοπή των εργασιών της στις 7.1995.  Επίσης αντικρούει τον ισχυρισμό του ανακόπτοντος για την παράλειψη επίδοσης σε αυτόν ατομικής ειδοποίησης υποστηρίζοντας ότι, όπως προκύπτει από το ηλεκτρονικό αρχείο της υπηρεσίας, ο ίδιος παρέλαβε από την υπηρεσία ήδη προ της ενάρξεως της αναγκαστικής κατάσχεσης σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του, την α/α 1812/2011 ειδοποίηση.  Προς απόδειξη του ισχυρισμού του το καθ’ου προσκομίζει με τον διοικητικό φάκελο εκτυπωμένο αντίγραφο της τηρούμενης στο ηλεκτρονικό σύστημα «taxis» καρτέλας του ανακόπτοντος – οφειλέτη, με τίτλο «διαχείριση παραγγελίας κατάσχεσης», όπου (μεταξύ άλλων) μνημονεύονται (μόνον) η 1262/7.3.2005 ταμειακή βεβαίωση, ο αριθμός παραγγελίας κατάσχεσης (307/2012), ο αριθμός φακέλου κατάσχεσης (267/2013), ο δικαστικός επιμελητής της κατάσχεσης (I. Τσαπάρας), καθώς και τα εξής: «Ειδοποίηση τύπος: προ κατασχ., ΔΟΥ: 1104, Α/Α 1812, έτος: 2011».
  8. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τρίτων ευθυνόμενων προσθέτως και αλληλεγγύως για χρέη άλλων προσώπων, συνιστά η προηγούμενη έκδοση και νόμιμη κοινοποίηση προς αυτά της ατομικής ειδοποίησης, που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., η παράλειψη της οποίας καθιστά άκυρη τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης. Ενόψει αυτών και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψιν ότι: α) η ένδικη αναγκαστική κατάσχεση επιβλήθηκε σε βάρος ακίνητης περιουσίας του ανακόπτοντος, ως τρίτου αλληλεγγύως συνευθυνόμενου προσώπου για οφειλές της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……..», β) από τα στοιχεία του φακέλου, δεν προκύπτει ότι κοινοποιήθηκε στον ανακόπτοντα περιλαμβάνουσα τα αναφερόμενα στο άρθρο 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. στοιχεία ατομική ειδοποίηση, από και δια την αποστολής της οποίας θα αποκτούσε αυτός την ιδιότητα του οφειλέτη για τα ένδικα χρέη της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας προς το Ελληνικό Δημόσιο, για την ικανοποίηση των οποίων επιβλήθηκε η ανακοπτομένη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, και γ) σε ό,τι αφορά την επικαλούμενη από το καθ’ ου α.α. 1812/2011 ειδοποίηση -και ανεξαρτήτως του ότι, πάντως, αυτή δεν φαίνεται να αφορά το σύνολο της ένδικης οφειλής- ουδόλως αποδεικνύεται, ούτε το περιεχόμενο της ούτε ότι, πράγματι, επιδόθηκε στον ανακόπτοντα, καθόσον δεν προσκομίζεται το σώμα αυτής, συνοδευόμενο από σχετικό αποδεικτικό επίδοσης, ενώ, σε κάθε περίπτωση, οι ατομικές ειδοποιήσεις «προ κατάσχεσης» δεν συνιστούν και δεν αναπληρώνουν την, κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., ατομική ειδοποίηση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ένδικη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης είναι μη νόμιμη και πρέπει για τον λόγο αυτό να ακυρωθεί, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την υπό κρίση ανακοπή.
  9. Επειδή, εξάλλου, τα τρίτα αλληλεγγύως συνευθυνόμενα για οφειλές της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας πρόσωπα, όπως ο διαχειριστής της ΕΠΕ, νομιμοποιούνται ενεργητικώς να ασκήσουν ανακοπή κατά της πράξης ταμειακής βεβαιώσεως, που έχει εκδοθεί επ’ ονόματι της εταιρείας, εφόσον τους κοινοποιηθεί νομίμως η προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. ατομική ειδοποίηση, με την οποία αποκτούν κατά τα ανωτέρω την ιδιότητα του «οφειλέτη», (βλ. και Δ.Εφ.ΑΘ. 2971/2019, 4355/2019). Εν προκειμένω, οι 1262/7.3.2006 και 989/25.2.2010 πράξεις ταμειακής βεβαιώσεως εκδόθηκαν επ’ ονόματι της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…….», ωστόσο, κατά τα κριθέντα στην προηγούμενη σκέψη δεν προέκυψε ότι έχει εκδοθεί και κοινοποιηθεί στον ανακόπτοντα ατομική ειδοποίηση που φέρει τα προβλεπόμενα στην διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε. χαρακτηριστικά. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι εφόσον ο ανακόπτων δεν έχει καταστεί έναντι του Ελληνικού Δημοσίου οφειλέτης, υπό την ιδιότητα του τρίτου αλληλεγγύως συνευθυνόμενου, δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς για την άσκηση της κρινόμενης ανακοπής κατά το μέρος που αυτή στρέφεται κατά των ως άνω πράξεων ταμειακής βεβαιώσεως, και συνεπώς θα πρέπει τούτη κατά το μέρος αυτό να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
  10. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά των 262/7.3.2006 και 989/25.2.2010 πράξεων ταμειακής βεβαιώσεως, να γίνει δε δεκτή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της 2762/10.12.2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Ιωάννη Ευστ. Τσαπάρα και η τελευταία να ακυρωθεί. Περαιτέρω, μέρος του καταβληθέντος παραβόλου, ύψους 50,00 ευρώ, πρέπει να αποδοθεί στον ανακόπτοντα (άρθρο 277 παρ. 9 Κ.Δ.Δ.), τα δε δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. Κ.Δ.Δ).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την ανακοπή ως απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά των 262/7.3.2006 και 989/25.2.2010 πράξεων ταμειακής βεβαιώσεως.

Δέχεται την ανακοπή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της 2762/10.12.2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικατικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Ιωάννη Ευστ. Τσαπάρα.

Διατάσσει την απόδοση στον ανακόπτοντα μέρους του καταβληθέντος παραβόλου, ποσού 50,00 ευρώ, και την κατάπτωση του υπολοίπου.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.