ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, 16o ΤΡΙΜΕΛΕΣ
ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 4561/2019
*
Δικαστήριο: Διοικητικό Εφετείο Αθηνών
Αρ. Αποφ.:4561/2019
Δικαστές: Ευαγγελία Βαβουγιού, Πρόεδρος Εφετών Δ.Δ., Χαράλαμπος Πέππας-Εισηγητής, Ευστράτιος Βαρβαρίδης, Εφέτες Δ.Δ.
Δικηγόρος: Κ. Ε. Μακαρώνας
* * *
105 Εισ. Ν. Α.Κ. (π.δ.456/1984), 904 Α.Κ., 288 Α.Κ. – Η αξίωση εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κυρίας βάσεως της αγωγής και αρκεί η από τον ενάγοντα (εφεσίβλητο εδώ) απλή επίκληση ότι έλαβε χώρα παροχή υπηρεσιών προς το Δημόσιο για αιτία που δεν επηκολούθησε (άκυρη σύμβαση, κώλυμα υπογραφής της κατά την κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου) – Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις μειώσεως της αμοιβής του ενάγοντα στο προσήκον μέτρο κατ’ άρθρ. 288 Α.Κ. – Απορρίπτει έφεση Δημοσίου κατά της πρωτοβαθμίου αποφάσεως η οποία είχε κάνει δεκτή την αγωγή.
* * *
Σκέφθηκε κατά το νόμο
- Επειδή, με την κρινόμενη έφεση το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει παραδεκτώς την εξαφάνιση της 15067/2018 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (26ο Τριμελές), η οποία υποχρέωσε το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην ήδη εφεσίβλητη το ποσό των τετρακοσίων πενήντα χιλιάδων (450.000) ευρώ, με νόμιμο τόκο 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς επίσης αναγνώρισε την υποχρέωσή του να καταβάλει σε αυτήν το ποσό των τετρακοσίων πενήντα πέντε χιλιάδων εξακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (455.649,52 ευρώ), με νόμιμο τόκο 6% ετησίως. Τα ανωτέρω ποσά αφορούν αποζημίωση, βάσει του επικουρικού αιτήματος του αδικαιολόγητου πλουτισμού, (άρθρα 904 και επόμενα του Αστικού Κώδικα), από την παροχή εκ μέρους της εφεσίβλητης προς το εκκαλούν υπηρεσιών ελέγχου ασφαλείας αποσκευών επιβατών του Κρατικού Αερολιμένα Θεσσαλονίκης «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2007 μέχρι 31.12.2007, προβλεπομένων από συμβάσεις, οι οποίες κατά το στάδιο του υποχρεωτικού προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο κρίθηκαν μη νόμιμες.
- Επειδή, το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. (π.δ. 456/1984, Α’164) ορίζει ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος». Περαιτέρω, στο άρθρο 904 του Α.Κ. (π.δ. 456/1984 Α’ 164) ορίζονται τα εξής: «Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη….» Κατά την διάταξη αυτή, προϋποθέσεις αξιώσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υποχρέου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από την ίδια αυτή διάταξη προκύπτει, περαιτέρω, ότι η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικώς φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από την σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) (άρθρ. 74 παρ. 2 ΚΔΔ – πρβ. άρθρ. 219 ΚΠολΔ) της απορρίψεως της κυρίας βάσεως της αγωγής από την σύμβαση ή την αδικοπραξία. (651/18 ΣτΕ, ΑΠ 1468/2010, 2212/2009, πρβ. ΑΠ 863/2010, 16/2008 531/1994 πρβ. ΑΠ 922/2007, 222/2003 Ολ, 708/2000 κ.ά., πρβ. ΣτΕ 2367/2017, 4102/2015, 3064, 3499, 528/2014, 318/2012, 531/2007). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όταν δηλαδή η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νομική πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση των προαναφερθεισών τεσσάρων προϋποθέσεων με στοιχεία α’ έως δ’ για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α του AK, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, (εκτός άλλων) γιατί έληξε ή δεν επακολούθησε (ΑΠ 749/2008), χωρίς να είναι αναγκαία, στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από αδικοπραξία, αφού αυτές (προϋποθέσεις) όπως η έλλειψη στοιχείων της αδικοπραξίας θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη, και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (Ολ ΑΠ 22/2003,1468/2010).
- Επειδή, τέλος, με το άρθρο 288 AK, που ορίζει ότι «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», θεσπίζεται υπέρ του οφειλέτη και του δανειστή κανόνας αναγκαστικού δικαίου, με τον οποίο προσδιορίζεται ο τρόπος εκπλήρωσης της παροχής, κατά συνέπεια δε και το μέγεθος αυτής, όπως απαιτεί η καλή πίστη, δηλαδή η επιβαλλόμενη, σε χρηστό και εχέφρονα άνθρωπο, ευθύνη στις συναλλαγές, σύμφωνα και με τα συναλλακτικά ήθη. Λειτουργεί δε ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα και ως διορθωτική αυτών, στις περιπτώσεις που λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, συμπεριλαμβανομένων και των μεταβολών, που επήλθαν μετά τη σύναψη της σύμβασης, μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο συμφωνημένο μέτρο, και παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, κατ’ απόκλιση από τα συμφωνημένα, να προσδιορίζει την παροχή που πρέπει να εκπληρωθεί, αυξομειώνοντας και διαμορφώνοντας το συμφωνημένο μέγεθος της, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 524/2008). Τέτοια περίπτωση συντρέχει, όταν, μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας (ετεροβαρούς ή αμφοτεροβαρούς), επέρχεται μεταβολή των συνθηκών, η οποία καθιστά την εκπλήρωση της παροχής, νια κάποιο εκ των συμβαλλομένων μερών, ιδιαιτέρως επαχθή, σε βαθμό, όμως, τέτοιο, ώστε να υπάρχει υπέρβαση του, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, κινδύνου που μπορούσε να αναλάβει το συμβαλλόμενο αυτό μέρος (Ολ. ΑΠ 9/1997, ΑΠ 1325/2013, ΑΠ 988/2012).
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την Δ11/Ε/35639/15051/27.9.2005 διακήρυξη προκηρύχθηκε από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (Υ.Π.Α.) ανοιχτός διαγωνισμός για την ανάδειξη αναδόχου για τη διεξαγωγή του ελέγχου ασφαλείας αποσκευών επιβατών διαφόρων αερολιμένων, ο οποίος, όσον αφορά τον Κρατικό Αερολιμένα Θεσσαλονίκης «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» (ΚΑΘΜ), κατακυρώθηκε στην εφεσίβλητη εταιρεία, με την Δ11/Ε/2869/1323/27.1.2006 απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών (ΥΠ.Μ.Ε.). Κατόπιν αυτού, μετά από τη διενέργεια ελέγχου νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο, υπογράφηκε μεταξύ του εκκαλούντος και της εφεσίβλητης η σύμβαση 4/2006, διάρκειας έως την 31.12.2006, με δυνατότητα μονομερούς εξάμηνης παράτασης εκ μέρους του Δημοσίου. Με την Δ11/Ε/48982/19835/29.12.2006 απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, παρατάθηκε η ως άνω σύμβαση μέχρι την 30.6.2007. Πριν τη λήξη αυτής, με την Δ11/Ε/17146/7148/8.5.2007 διακήρυξη, προκηρύχθηκε από την Υ.Π.Α. ανοιχτός διαγωνισμός για την ανάδειξη αναδόχου για τη διεξαγωγή ελέγχου ασφαλείας επιβατών, χειραποσκευών, φορτίου και ταχυδρομείου, τον έλεγχο πρόσβασης προσώπων και οχημάτων και τη φύλαξη εγκαταστάσεων διαφόρων αερολιμένων. Λόγω άσκησης προδικαστικής προσφυγής κατά της παραπάνω διακήρυξης του διαγωνισμού, με την Δ11/Ε/22074/9069/12.6.2007 απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, ματαιώθηκε η διαδικασία και εγκρίθηκε η επανάληψη του εν λόγω ανοιχτού διαγωνισμού με τροποποιημένες τεχνικές προδιαγραφές. Ακολούθως, με την Δ11/Ε/25512/10303/2.7.2007 διακήρυξη προκηρύχθηκε από την Υ.Π.Α. ανοιχτός επαναληπτικός διαγωνισμός, με συντετμημένη προθεσμία, για την ανάδειξη αναδόχου-ων για τη διεξαγωγή των ίδιων ως άνω εργασιών. Την ίδια ημέρα, για να διασφαλισθεί η αδιάλειπτη άσκηση ελέγχου ασφαλείας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της διεθνούς, ευρωπαϊκής και εσωτερικής νομοθεσίας, ο Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών, με την Δ/11/ε/25465/10280/2.7.2007 απόφασή του, ανέθεσε, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, στην εφεσίβλητη τον έλεγχο ασφαλείας αποσκευών επιβατών νια τον αερολιμένα Κρατικό Αερολιμένα Θεσσαλονίκης «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» για το χρονικό διάστημα από 1.7.2007 μέχρι 31.7.2007 έναντι ποσού 173.283,43 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Ακολούθως, με την Δ11/Ε/29412/12054/31.7.2007 απόφασή του, ανέθεσε σε αυτήν τον ίδιο έλεγχο για το χρονικό διάστημα από 1.8.2007 μέχρι 19.8.2007 έναντι ποσού 106.205,98 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Για το συνολικό χρονικό διάστημα από 1.7.2007 έως 19.8.2007 υπογράφηκε στις 7.8.2007 μεταξύ των μερών η Σύμβαση 13/2007. Στο μεταξύ, με την Δ11/Ε/25280/10122/29.6.2007 απόφαση του ως άνω Υπουργού, είχε εγκριθεί η διενέργεια απευθείας διαπραγματεύσεων για την ανάδειξη αναδόχου για τη διεξαγωγή του προεκτεθέντος ελέγχου ασφαλείας, μεταξύ των άλλων και στον Κρατικό Αερολιμένα Θεσσαλονίκης «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», για το χρονικό διάστημα από 1.8.2007 έως 31.10.2007, έλεγχος ασφαλείας που τελικά ανατέθηκε στην εφεσίβλητη, με την Δ11/Ε/29413/12055/31.7.2007 απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, για το ως άνω χρονικό διάστημα, υπό τον όρο της έγκρισης από το Ελεγκτικό Συνέδριο (βλ. παράγραφος 9 της εν λόγω πράξης). Στη συνέχεια, με το από 6.8.2007 έγγραφο της, η Υ.Π.Α. υπέβαλε στο Ελεγκτικό Συνέδριο προς έλεγχο τα δικαιολογητικά και τα σχέδια συμβάσεων, επικαλούμενη ότι απαιτείται αδιάλειπτη παροχή της ανωτέρω υπηρεσίας με βάση την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία και ότι η διακοπή της παροχής της συνεπάγεται επίσης τη διακοπή όλων των πτήσεων εσωτερικού και εξωτερικού. Επακολούθησε ο προβλεπόμενος, λόγω ύψους των συμβάσεων, προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Το Ζ’ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την 246/2007 πράξη (συνεδρίαση της 13.8.2007), έκρινε ότι κωλύεται η υπογραφή των υποβληθέντων σχεδίων συμβάσεων για το χρονικό διάστημα από 1.8.2007 μέχρι 31.10 2007. Κατά της πράξης αυτής η αναθέτουσα αρχή υπέβαλε την από 3.9.2007 αίτηση ανάκλησης προς το VI Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επικαλούμενη την ανάγκη συνέχισης της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών ασφαλείας, η δε εφεσίβλητη άσκησε παρέμβαση και ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της υπέρ της ανακλήσεως με το από 6.9.2007 υπόμνημα. Η υποβληθείσα αίτηση ανάκλησης απορρίφθηκε με την 200/2007 Πράξη του προαναφερόμενου Τμήματος. Ακολούθως, ενόψει του ότι εξακολουθούσε να συντρέχει κατεπείγουσα περίπτωση ανάθεσης των υπηρεσιών ελέγχου ασφαλείας αποσκευών επιβατών προκειμένου να εξασφαλιστεί η αδιάλειπτη παροχή τους, με την Δ11/Ε/39905/15632/17.10.2007 απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, ανατέθηκε στην εφεσίβλητη εταιρεία η διεξαγωγή του παραπάνω ελέγχου στις αποσκευές των επιβατών στον Κρατικό Αερολιμένα Θεσσαλονίκης «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», για το χρονικό διάστημα από 17.10.2007 έως 31.12.2007, έναντι μηνιαίου ποσού 173.283,43 ευρώ, το οποίο μειώνεται κατά τη χειμερινή περίοδο από 1.11.2007 μέχρι 31.3.2008 κατά το ποσοστό που αναφέρεται στη σύμβαση 4/2006 και ορίστηκε ότι η ανάδοχος θα ειδοποιηθεί μετά την ολοκλήρωση του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο προκειμένου να προσέλθει για την υπογραφή της σχετικής σύμβασης (παρ. 6 της εν λόγω απόφασης). Στη συνέχεια, με το υπ’ αριθμ. Δ11/Ε/39983/15713/ 18.10.2007 έγγραφο της Υ.Π.Α. υποβλήθηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο ο σχετικός φάκελος των δικαιολογητικών και του σχεδίου της σύμβασης για να πραγματοποιηθεί ο προβλεπόμενος έλεγχος νομιμότητας. Με την 354/2007 πράξη (συνεδρίαση της 8.11.2007) του Ζ’ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο έλεγχος απέβη αρνητικός και κρίθηκε ότι κωλύεται υπογραφή των υποβληθέντων σχεδίων συμβάσεων. Κατά της πράξης αυτής η Υ.Π.Α. υπέβαλε την από 5.12.2007 αίτηση ανάκλησης και η εφεσίβλητη άσκησε παρέμβαση ζητώντας την παραδοχή της εν λόγω αίτησης, η οποία απορρίφθηκε με την 1/2008 Πράξη του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (συνεδρίαση της 11.1.2008). Για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες, ο Αερολιμενάρχηςτου Κρατικού Αερολιμένα Θεσσαλονίκης «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» εξέδωσε τις από 7.8.2007,10.9.2007, 23.11.2007 και από 20.3.2008 βεβαιώσεις ότι έχουν παρασχεθεί οι προβλεπόμενες εργασίες προληπτικού ελέγχου ασφαλείας αποσκευών επιβατών από την εφεσίβλητη για το χρονικό διάστημα από 1.7.2007 μέχρι 31.7.2007, από 1.8.2007 μέχρι 19.8.2007, από 20.8.2007 μέχρι 22.11.2007 και από 20.8.2007 μέχρι 31.12.2007 αντιστοίχως. Για τις υπηρεσίες αυτές, η εφεσίβλητη εξέδωσε τα ακόλουθα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών: 1) το υπ’ αριθμ. A24/2.8.2007 Τ.Π.Υ. ποσού 173.283,43 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. για το χρονικό διάστημα από 1.7.2007 μέχρι 31.7.2007, 2) το υπ’ αριθμ. A35/6.9.2007 Τ.Π.Υ. ποσού 106.205,98 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. νια το χρονικό διάστημα από 1.8.2007 μέχρι 19.8.2007, 3) το υπ’ αριθμ. Α45/23.10.2007 Τ.Π.Υ. ποσού 67.077,46 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. για το χρονικό διάστημα από 20.8.2017 μέχρι 31.8.2017, 4) το υπ’ αριθμ. Α46/11.10.2007 Τ.Π.Υ. ποσού 177.686,43 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π,Α. για το χρονικό διάστημα από 1,9.2007 μέχρι 30.9,2007, 5) το υπ’ αριθμ. Α47/31.10.2007 Τ.Π.Υ. ποσού 94.766,10 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. για το χρονικό διάστημα από 1.10.2007 μέχρι 16.10.2007, 6) το υπ’ αριθμ. 48/20.11.2007 Τ.Π.Υ. ποσού 83,846,83 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α, για το χρονικό διάστημα από 17.10.2007 μέχρι 31.10.2007, 7) το υπ’ αριθμ. 49/21.11.2007 Τ.Π.Υ. ποσού 69.313,37 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. για το χρονικό διάστημα από 1.11.2007 μέχρι 20.11,2007, 8) το υπ’ αριθμ. 52/31.12.2007 Τ.Π.Υ. ποσού 34.656,93 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. για το χρονικό διάστημα από 21.11.2007 μέχρι 30.11.2007 και 9) το υπ’ αριθμ. 53/31.12.2007 Τ.Π.Υ. ποσού 98.812,99 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. για το χρονικό διάστημα από 1.12.2007 μέχρι 31.12.2007. Με το υπ’ αριθμ. 6852/30.10.2007 έγγραφο του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου, επεστράφησαν στην Υ.Π.Α. τα δικαιολογητικά που είχε διαβιβάσει για την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων με βάση τα ως άνω τιμολόγια για το χρονικό διάστημα από 1.7.2007 μέχρι 18.8.2007 με την αιτιολογία ότι οι Δ/ΙΙ/Ε/25465/10280/2.7.2007 και Δ/11/Ε/29412/12054/31.7.2007 αποφάσεις με τις οποίες εγκρίθηκε η απ’ ευθείας ανάθεση στην εφεσίβλητη της εργασίας που ήδη εκτελούσε με αύξηση κατά 20,7% από τις τιμές Ιουνίου χωρίς δημοσίευση σχετικής προκήρυξης είναι αδικαιολόγητη «διότι δεν συντρέχουν οι όροι επείγουσας ανάγκης οφειλόμενης σε απρόβλεπτες καταστάσεις διότι οι σχετικές διαδικασίες προκήρυξης διαγωνισμού θα μπορούσαν να ξεκινήσουν εγκαίρως ώστε να υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος για ανάδειξη αναδόχου επειδή η συγκεκριμένη δαπάνη είναι συνεχιζόμενη και οι σχετικές διαδικασίες προκήρυξης διαγωνισμού μπορούσαν να ξεκινήσουν εγκαίρως». Μετά την επαναδιαβίβαση των δικαιολογητικών, με την 25/2007 πράξη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επεστράφησαν αθεώρητα τα χρηματικά εντάλματα που είχαν εκδοθεί στο όνομα της εφεσίβλητης για την καταβολή τιμήματος για τις υπηρεσίες ασφαλείας που παρείχε κατά το χρονικό διάστημα από 1,7.2007 μέχρι 19.8.2007, με την αιτιολογία ότι εφόσον οι σχετικές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών είχαν λήξει στις 31.12.2006 και η εξάμηνη παράταση που προβλεπόταν από αυτές είχε λήξει στις 30.6.2007, οι ανάγκες ήταν γνωστές στην Υ.Π.Α., η οποία όφειλε να μεριμνήσει για την έγκαιρη διενέργεια του διαγωνισμού. Κατόπιν αυτών η εφεσίβλητη με την αγωγή της ζήτησε να υποχρεωθεί το εκκαλούν να της καταβάλει το ποσό των 450.000 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτού να της καταβάλει το ποσό των 455.649,52 ευρώ, νομιμοτόκως, από την έκδοση του κάθε τιμολογίου, άλλως από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., για την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη λόγω της μη εξόφλησης της αξίας των προαναφερόμενων ανατεθειμένων εργασιών για τη διεξαγωγή ελέγχου ασφαλείας αποσκευών επιβατών του Κρατικού Αερολιμένα Θεσσαλονίκης «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» κατά το συνολικό χρονικό διάστημα από 1.7.2007 έως 31.12.2007, όπως η αξία τους προκύπτει από τα προαναφερόμενα τιμολόγια, επικουρικώς δε σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, κατά τις οποίες το Δημόσιο οφείλει να αποδώσει τον πλουτισμό του, δηλαδή την αύξηση της περιουσίας του που πέτυχε από την εκτέλεση της άκυρης σύμβασης. Η ωφέλεια δε που αποκόμισε το Δημόσιο από την εκτέλεση των έργων ανέρχεται συνολικά σε 910,806,35 ευρώ, ήτοι το ποσό που εξοικονόμησε από τις παρασχεθείσες υπηρεσίες της, για τις οποίες δεν κατέβαλε κανένα ποσό. Ακολούθως, το πρωτοδίκως κρίναν Δικαστήριο αφού απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση της, λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων της αδικοπραξίας, αποφάνθηκε ότι το εκκαλούν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 904 και επόμενα του Αστικού Κώδικα, υποχρεούται να αποδώσει στην εφεσίβλητη τη δαπάνη την οποία εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν αν ανέθετε την εργασία με έγκυρη σύμβαση σε άλλο πρόσωπο και η οποία προκύπτει από τα προσανόμενα τιμολόγια (905.649,52 ευρώ), απορρίπτοντας τους αντίθετους ισχυρισμούς που διατύπωνε το Δημόσιο στα υπομνήματά του. Ήδη, το εκκαλούν ισχυρίζεται με την έφεσή του ότι: 1) το δικόγραφο της αγωγής δεν περιελάμβανε διαφορετικά ή πρόσθετα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με εκείνα, στα οποία στηριζόταν η αγωγή κατά την κύρια βάση της και 2) κατ’ επίκληση του άρθρου 288 Α.Κ., περί εκπλήρωσης της παροχής κατά την καλή πίστη και σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη, η εφεσίβλητη εταιρεία, έχουσα αποδεδειγμένη και χρονικώς προηγούμενη εμπειρία περί τις συμβάσεις μετά του Δημοσίου, «γνώση και οικονομική επιφάνεια ικανότατη, καθώς και δυνατότητα προσφυγής σε συμβουλευτική νομική καθοδήγηση αναμφισβήτητη, επέδειξε υπαιτιότητα συνισταμένη σε αμέλεια και αδιαφορία για τη νομιμότητα των συνομολογηθεισών μετά του Δημοσίου συμβάσεων», με συνέπεια τον περιορισμό της αξιούμενης και μη καταβληθείσης στην εφεσίβλητο χρηματικής αντιπαροχής και την διαμόρφωση αυτής κατά τρόπον ώστε να αντιστοιχεί στην ορθή συναλλακτική συμπεριφορά, την οποία εκείνη όφειλε να έχει επιδείξει, και στην καλή πίστη. Και τούτο, διότι, υποστηρίζει το εκκαλούν, «ο περιορισμός αυτός τυγχάνει ανάλογος πάντοτε προς την επιδειχθείσα συμπεριφορά από την εφεσίβλητη εταιρεία, η οποία εν επιγνώσει της ενήργησε, ήτοι παρέσχε της υπηρεσίες της, χωρίς να υφίσταται βεβαιότητα κατά τον χρόνο της παροχής της πως αυτή (παροχή) τυγχάνει και νόμιμη με βάση τις δημοσίου δικαίου διατάξεις περί προσυμβατικού ελέγχου, που διενεργείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο, είναι δε αδιάφορο εν προκειμένω και δεν αξιολογείται νομικώς το γεγονός, πως τα όργανά αυτού (Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας) αναγνώριζαν την ανάγκη αδιάλειπτης άσκησης ελέγχου ασφαλείας στο αεροδρόμιο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» σε συμμόρφωση προς την εθνική, αλλά και την ευρωπαϊκή νομοθεσία». Εφόσον λοιπόν, καταλήγει το εκκαλούν, η εφεσίβλητη γνώριζε την ακυρότητα των συναφθεισών συμβάσεων μετά του Δημοσίου το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε, σε κάθε περίπτωση, να αναγνωρίσει μερικώς μόνον τις χρηματικές αξιώσεις της και δη να δεχθεί και να αναγνωρίσει αυτές μόνον σε ποσοστό 10%, ιδίως μάλιστα εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η παροχή υπηρεσιών για τον έλεγχο ασφαλείας στον αερολιμένα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» για το χρονικό διάστημα 1/7/2007 – 18/8/2007 ήταν προσαυξημένη αδικαιολόγητα κατά 20,7% σε σχέση με τις τιμές του αυτού έτους και του μηνός Ιουνίου.
- Επειδή, λαμβάνοντας υπόψη όσα προαναφέρθηκαν και κυρίως ότι: 1) στην προκείμενη περίπτωση η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση της εφεσίβλητης ασκήθηκε υπό την ενδοδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής, οπότε στην περίπτωση αυτή, αρκεί, όπως έγινε δεκτό στη σκέψη 2, η απλή επίκληση από την εφεσίβλητη στο δικόγραφο της αγωγής της (σελ. 18 επ.) ότι έλαβε χώρα παροχή υπηρεσιών ελέγχου ασφαλείας αποσκευών επιβατών στον κρατικό αερολιμένα Θεσσαλονίκης, χρονικού διαστήματος από 1-7-2007 έως 31-12-2007, συνολικού ύψους 910.806,35 ευρώ, προς εκπλήρωση ανύπαρκτης οφειλής για αιτία που δεν επακολούθησε (έγκυρη σύμβαση). Συνεπώς, στο δικόγραφο της αγωγής θεμελιώνεται νομίμως η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Περαιτέρω, ενόψει όσων έγιναν δεκτά στη σκέψη 3 προκειμένου να γίνει δεκτή η επικαλούμενη από το εκκαλούν διορθωτική ρήτρα του άρθρου 288 Α.Κ. με σκοπό τον καθορισμό εκ μέρους του Δικαστηρίου, κατά παρέκκλιση των συμφωνηθέντων μεταξύ των μερών της οφειλής από τις παρασχεθείσες υπηρεσίες σε ποσοστό μόλις 10% αυτής, πρέπει να υφίστανται ειδικές συνθήκες που καθιστούν δυσβάσταχτη την καταβολή του ποσού από το Δημόσιο και μάλιστα σε βαθμό που υπερβαίνει τον κίνδυνο που αυτό ανέλαβε, στοιχεία που δεν επικαλείται στην προκείμενη περίπτωση αυτό (Δημόσιο), ενώ, εξάλλου, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει υπαιτιότητα της εφεσίβλητης, τη στιγμή μάλιστα που ήταν επιβεβλημένη η αδιάλειπτη άσκηση του ελέγχου ασφαλείας των αποσκευών των επιβατών στο αεροδρόμιο σύμφωνα με την ευρωπαϊκή και την εθνική υπηρεσία, όπως το ίδιο το εκκαλούν υποστήριξε ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οσο για την επικαλούμενη ως αδικαιολόγητη προσαύξηση των υπηρεσιών κατά 20,7% για το χρονικό διάστημα από 1-7-2007 έως 18-8-2007, σε καμία από τις ανωτέρω αποφάσεις του Ε.Σ. δεν κρίθηκε ως τέτοια, δεδομένου ότι αυτές εστίασαν στον έλεγχο των προϋποθέσεων σύναψης των συμβάσεων με ανάθεση κατόπιν διαπραγμάτευσης. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί και ο δεύτερος από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς. Ενόψει αυτών, και δεδομένου ότι το εκκαλούν υποχρεούτο να αποδώσει στην εφεσίβλητη τη δαπάνη την οποία εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν αν ανέθετε τις υπηρεσίες ελέγχου ασφάλειας αποσκευών επιβατών στο χώρο του Αεροδρομίου με έγκυρη σύμβαση σε άλλο πρόσωπο, ύψους 905.649,52 ευρώ σύμφωνα με το άθροισμα των οικείων τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, το Δικαστήριο κρίνει ότι το εν λόγω ποσό (905.649,52) είναι ο πραγματικός πλουτισμός που αποκόμισε το εκκαλούν χωρίς νόμιμη αιτία και το οποίο πρέπει να αποδώσει την εφεσίβλητη, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλούμενη.
- Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η κρινόμενη έφεση. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ.1 εδαφ. ε’ του Κ. Διοικ. Δικον. (ν. 2717/99, ΦΕΚ Α’ 97), το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι το εκκαλούν πρέπει να απαλλαγεί εν όλω από τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης.
Δ Ι Α ΤΑΥΤΑ
-Απορρίπτει την έφεση.
-Απαλλάσσει το εκκαλούν από τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13-11-2019 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 27 Νοεμβρίου 2019.