ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ : ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ : 1264/2019 Α΄2
Δικαστές : Ι. Τσαλαγανίδης Αντιπρόεδρος Α.Π., Αβροκόμη Θούα – Εισηγήτρια, Γ. Αποστολάκη, Θ. Κανελλόπουλος, Κυριάκος Οικονόμου, Αρεοπαγίτες.
****
Δικηγόροι : Ηλίας Τουμανίδης, Θεσσαλονίκης Κυρ. Ελ. Μακαρώνας, Αθηνών.
****
Παραγραφή αξιώσεων κατά Δημοσίου και Ο.Τ.Α. -Λόγοι Διακοπής- Άσκηση αγωγής το έτος 2009 σε πολιτικό Πρωτοδικείο, απόρριψη για έλλειψη δικαιοδοσίας, άσκηση αγωγής σε διοικητικό Πρωτοδικείο παραπομπή λόγω αναρμοδιότητος στο διοικητικό Εφετείο, απόρριψη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, άσκηση εκ νέου αγωγής στο πολιτικό Πρωτοδικείο – Συνεχείς διακοπές της πενταετούς παραγραφής και έναρξη νέας με κάθε διαδικαστική πράξη –
Ορθό συμπέρασμα της εφετειακής ακόμη και με εσφαλμένο αιτιολογικό δεν ιδρύει βάσιμο λόγο αναιρέσεως – Διατάξεις : 263 Α.Κ., 90 παρ.1, 93 παρ.α΄ν.2362/95, άρθρ. 177 ν.4270/2014, άρθρ.3 Ν.Δ. 31/1968, 304 ΠΔ 410/95, 276 παρ.2 ν.3463/2006, άρθρ. 9 παρ. 4 ν.1649/1986.
****
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 1 του προϊσχύσαντος 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους», όπως ίσχυε στην προκειμένη περίπτωση, οι διατάξεις του οποίου καταργήθηκαν με το άρθρο 177 των 4270/2014» (η οποία εφαρμόζεται και στους Ο.Τ.Α., άρθρα 3 του Ν.Δ. 31/1968, 304 του Π.Δ. 410/1995 και 276 αρ. 2 ν. 3463/2006, ΦΕΚ Α’ 114). «Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής» και στο άρθρο 91 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής…». Στις απαιτήσεις δε κατά του Δημοσίου και των Ο.Τ.Α., οι οποίες υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή βάσει των ανωτέρω διατάξεων, περιλαμβάνονται τόσο εκείνες που πηγάζουν από αδικοπραξία όσο και εκείνες που πηγάζουν από αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΣΤΕ2748/2017,ΑΠ 125/2001). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 93 περ. α’ του ως άνω Ν. 2362/1995, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται, μεταξύ άλλων, και με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, εκτός από την άσκηση της αγωγής, η συζήτηση της υπόθεσης, η κλήση για προσδιορισμό δικασίμου, η έκδοση, η δημοσίευση και η κοινοποίηση οριστικής απόφασης, αναβλητικής απόφασης η άσκηση ενδίκου μέσου κ.λ.π. (ΑΠ 1241/2018). Η κατά τα άνω προβλεπόμενη διακοπή της παραγραφής προϋποθέτει -την εισαγωγή της υπόθεσης με αγωγή στο έχον δικαιοδοσία δικαστήριο, αφού σε διαφορετική περίπτωση η αγωγή απορρίπτεται και δεν μπορεί να γίνει λόγος για διατήρηση των συνεπειών άσκησής της. Εξαίρεση εισάγεται, με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 4 του Ν. 1649/1986, που αποτελεί πάγια ρύθμιση και δεν καταλαμβάνει μόνο τις περιπτώσεις, που, κατά τη θέση της σε ισχύ, είχε ασκηθεί ένδικο βοήθημα. Με τη διάταξη αυτή ορίζεται, ότι, αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογή των ρυθμίσεων του Ν. 1406/1983, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμοδίου δικαστηρίου μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες και συνεπώς και ως προς τη διακοπή της παραγραφής της αξίωσης, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και όταν, πριν την τελεσιδικία της απορριπτικής, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, απόφασης, ο ενάγων ασκήσει νέα αγωγή ενώπιον του έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου , αφού και με τον τρόπο αυτό πραγματώνεται ο σκοπός της παραπάνω διάταξης, που συνίσταται στην σε σύντομο διάστημα επίλυση των εκκρεμών υποθέσεων και στην προστασία των ενδιαφερομένων, οι οποίοι με την εσφαλμένη άσκηση ενδίκου βοηθήματος ενώπιον δικαστηρίου στερουμένου δικαιοδοσίας κινδυνεύουν να παραγραφεί η αξίωσή τους (σχ.ΑΠ 1399/2017,664/2015,942/2005). Ακολούθως, το ζήτημα αυτό ρυθμίσθηκε με το άρθρο 41 ν. 3659/2008(ΦΕΚΑ/77/7-6-2008), το οποίο ορίζει ότι, «αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή αφότου καταστεί τελεσίδικη η επιδοθείσα πρωτόδικη απόφαση, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε. Αν η απορριπτική απόφαση είχε επιδοθεί ή είχε καταστεί τελεσίδικη πριν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, η παραπάνω προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου».
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559αριθμ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ10/2011,7/2006). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την παράβαση (ΑΠ24/2015). Εξάλλου, κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της. Η αντικατάσταση του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απόφασης από το αναιρετικό δικαστήριο συνίσταται στην, με την απόφασή του, υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση σε άλλο κανόνα δικαίου, εφόσον η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα με περιεχόμενο όμοιο προς το διατακτικό της απόφασης. Ως αιτιολογικό νοείται η νομική αιτία, δηλαδή η διάταξη νόμου, που αποτελεί τη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού (ΟλΑΠ 30/1998). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559αριθμ.19ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Στη προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε τα ακολούθα με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία, μέρος………
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι για την ένδικη ως άνω αξίωσή του για την καταβολή της αμοιβής του ο ενάγων άσκησε κατά του εναγόμενου Δήμου αρχικά την υπ’ αριθμ. κατ.96/4-9-2001 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας πριν την παρέλευση της πενταετίας, επί της αγωγής δε αυτής, που συζητήθηκε στις 21-3-2002, εκδόθηκε στις 16-5-2002 η υπ’ αριθμ. 66/2002 απόφαση του άνω Δικαστηρίου με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε για έλλειψη δικαιοδοσίας. Ακολούθως άσκησε την υπ’ αριθμ. κατ. 65/21-4-2003 αγωγή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Βέροιας, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 23-4-2003, επί της αγωγής δε αυτής, που συζητήθηκε στις 21-3-2006, εκδόθηκε στις 29-9-2006 η υπ’ αριθμ. 280/2006 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι αυτό (Δικαστήριο) είναι αναρμόδιο και την παρέπεμψε προς εκδίκαση στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια στις 30-6-2008 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 979/2008 απόφαση του άνω Δικαστήρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή με το σκεπτικό ότι δικαιοδοσία για αυτή (αγωγή) έχουν τα πολιτικά δικαστήρια. Τέλος, άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την υπό κρίση αγωγή του, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 12-3-2009 και επ’ αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. …Σύμφωνα με την εφαρμοζόμενη εν προκειμένω ειδική διάταξη του άρθρου 93 περ. α του ν.2362/1995, με την άσκηση της πρώτης αγωγής (96/4-9-2001) διεκόπη η πενταετής παραγραφή των ενδίκων αξιώσεων του ενάγοντος και από την επίδοση της αγωγής αυτής άρχισε νέα πενταετής παραγραφή των αξιώσεων που υπέβαλε στο Δικαστήριο, η οποία διεκόπη εκ νέου κατά τη συζήτηση της την 21.3.2002, ακολούθως δε και πάλι διεκόπη κατά την 16.5.2002, οπότε δημοσιεύθηκε η προμνησθείσα υπ’ αριθμ. 66/2002 απόφαση. Από την ημερομηνία αυτή (16.5.2002) άρχισε νέα πενταετής παραγραφή των αξιώσεων του ενάγοντος, η οποία και πάλι διεκόπη στις 23-4-2003, που επιδόθηκε η υπ’ αριθμ. κατ. 65/21-4-2003 αγωγή, η οποία διεκόπη εκ νέου με την συζήτηση και έκδοση της υπ’ αριθμ. 280/2006 απόφασης, ενώ όμοιες διακοπές της παραγραφής επέφερε η συζήτηση και έκδοση στις 30-6-2008 της 979/2008 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Από την τελευταία αυτή ημερομηνία (30-6-2008) άρχισε νέα πενταετής παραγραφή των αξιώσεων του ενάγοντος, η οποία και πάλι διεκόπη με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής του, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο Δήμο στις 12-3-2009, ήτοι πριν την συμπλήρωση της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής». Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο ακολούθως, αφού δέχθηκε την από 22-10-2013 έφεση του αναιρεσιβλήτου και εξαφάνισε την 268/2010 απόφαση του πρωτοβαθμίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας) Δικαστηρίου, που είχε απορρίψει λόγω παραγραφής την ασκηθείσα με την αγωγή αξίωσή του, έκανε δεκτή την με αριθμό κατάθεσης 60/6-3-2009 αγωγή του και υποχρέωσε τον εναγόμενο να του καταβάλει το ποσό των 70.432,87 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, ποσοστού 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, ότι δεν είχε παραγραφεί η αγωγή του αναιρεσιβλήτου, με τις παραδοχές, ότι την ίδια αξίωση για την καταβολή της αμοιβής του των ετών 1997 και 1998, είχε ασκήσει, αρχικά με την 96/4-9-2001 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, η οποία απορρίφθηκε με την 66/2002 απόφαση αυτού, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας και στη συνέχεια με την 65/21-4-2003 αγωγή του ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Βέροιας, η οποία απορρίφθηκε με την εκδοθείσα στις 30-6-2008,979/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης (στην οποία παραπέμφθηκε από το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Βέροιας) και πάλι λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, σε ορθό αποτέλεσμα κατέληξε, ότι δηλαδή δεν είχε παραγραφεί λόγω παρόδου πενταετίας η επίδικη, ασκηθείσα στις 12-3-2009, αγωγή του, με εν μέρει ελλιπές και εσφαλμένο όμως αιτιολογικό. Ειδικότερα, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, έπρεπε να δεχθεί ότι η διακοπή της από το άρθρο 93περ.α του νόμου 2362/1995 παραγραφής ,επήλθε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 9 παρ.4 του νόμου 1649/1986 και 41 του νόμου 3659/2008, κρίνοντας ,ότι τα αποτελέσματα της άσκησης ,της επίδικης αγωγής ανατρέχουν στον χρόνο άσκησης της πρώτης 96/4-9-2001 ασκηθείσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας αγωγής, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δέχεται, ότι τόσο η απορριπτική για έλλειψη δικαιοδοσίας της αγωγής του αυτής απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, όσο η εκδοθείσα επί της δεύτερης αγωγής του αναιρεσιβλήτου, ομοίως απορριπτική, για τον ίδιο λόγο, 979/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε υπό την ισχύ του νόμου 3659/2008, επιδόθηκαν στον αναιρεσείοντα, όπως και ο ίδιος δεν επικαλείται. Επομένως έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία το Εφετείο σε ορθό αποτέλεσμα κατέληξε και εφόσον δεν υφίσταται δυσμενές από τη συμπλήρωση αυτή δεδικασμένο, όπως δεν επικαλείται άλλωστε και ο αναιρεσείων, πρέπει κατ’ άρθρο 578 Κ.Πολ.Δ, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης, με την οποία ο τελευταίος κατ’ επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη μη εφαρμογή του άρθρου 263ΑΚ (με την έννοια της μη αποδοχής ότι η απόρριψη της αγωγής για έλλειψη δικαιοδοσίας είναι απόρριψη για μη ουσιαστικούς λόγους και ότι θα μπορούσε να επιφέρει τη διακοπή της παραγραφής η επανέγερση της αγωγής μόνο εντός έξι μηνών) και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 269ΑΚ (με την έννοια ότι την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής μόνο ενώπιον του έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου), είναι αβάσιμος.
Απορρίπτει την από… αίτηση του… για αναίρεση της 1500/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.