ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 2504/2021

ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών – Δικαστές: Κων/να Γεωργούλια,

Πρόεδρος Πρωτοδικών, Βασιλική Παπαστεργίου, Γεωργία Κωστοπούλου (Εισηγήτρια) Πρωτοδίκες

Δικηγόρος εναγούσης εταιρείας: Κυριάκος Μακαρώνας

Δέχεται εν όλω αγωγή κατά Ελληνικού Δημοσίου

* * *

Αρμοδιότητα πολιτικών δικαστηρίων για διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. αν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου. Εκείνος, κατά του οποίου έγινε άδικη εκτέλεση, έχει αυτοτελώς και πέραν της 940 Κ.Πολ.Δ., δικαίωμα αποζημιωτικής αγωγής με βάση τις 914,919 Α.Κ. και τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ακόμη και χωρίς να προηγηθεί αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως. Σε περίπτωση ληξάσης αιτίας (904 Α.Κ.) το χρέος ανατρέπεται αναδρομικώς όταν ανατραπεί πράξη αναγκαστικής εκτελέσης μετά από επιτυχή άσκηση ανακοπής –Τοκοφορία αξιώσεως κατά Δημοσίου– Τέλος δικαστικού ενσήμου για αναγνωριστικές αγωγές (ν.4055/2012 μνημονιακός) – Αντισυνταγματικότητα – Μη αναδρομική ισχύς – Τελεσίδικη ακύρωση ατομικών βεβαιώσεων οι οποίες, πλέον, συνιστούν λήξασα αιτία καταβολής χρέους. Η ενάγουσα που κατέβαλε χρέος που σταμάτησε να υπάρχει έχει αξίωση επιστροφής του ποσού που κατέβαλε εντόκως.

* * *

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2504/2021

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από τους· Δικαστές Κωνσταντίνα Γεωργούλια, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Βασιλική Παπαστεργίου, Πρωτοδίκη, Γεωργία Κωστοπούλου, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Σοφία Δημαρά.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 19 Νοεμβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ………, η οποία προκατέθεσε προτάσεις μέσω του πληρεξουσίου Δικηγόρου της Κυριάκου Μακαρώνα (ΔΣΑ 6484), σύμφωνα με το άρθρο 237 πάρ. 1 ΚΠολΔ, ως ισχύει και δια του οποίου παραστάθηκε στο ακροατήριο.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ΑΦΜ 090165560, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και προκατέθεσε προτάσεις μέσω του Δικαστικού Πληρεξουσίου του ΝΣΚ Μιχαήλ Καρατσιόλη, σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως ισχύει αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 24-9-2018 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 87971/3396/2018, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε με την από 19-11-2020 Πράξη του Προέδρου Πρωτοδικών για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε συζητήθηκε αφού είχε εγγραφεί στο πινάκιο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Επειδή σύμφωνα μέ το άρθρο 94 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (παρ. 1), ενώ στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας (παρ. 2), μόνο δε σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (παρ. 3). Εξάλλου, με το άρθρο 1 του ν. 1406/1983 υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνονται και αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά τις διοικητικές συμβάσεις (παρ. 2 περ. Γ), μεταξύ των οποίων και οι προερχόμενες από συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων ή δημοτικών έργων ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της σύμβασης αυτής αξίωση. Είναι δε η σύμβαση διοικητική, εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος ανάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών που προβλέπονται κανονιστικός και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, χάριν του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο-μέρος, ήτοι σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (βλ. ΑΕΔ3/99,21/97, ΣτΕ Ολομ. 1031/95, ΣτΕ 1598/01). Θεωρείται δε ότι παρεκκλίνουν από το κοινό δίκαιο και προσδίδουν εξουσιαστική θέση στο Δημόσιο ή ν.π.δ.δ., οι διατάξεις ή οι ρήτρες εκείνες που παρέχουν στα τελευταία τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν τα συμφέροντα τους, επιβάλλοντας κυρώσεις για παραβάσεις της σύμβασης ή γενικότερα επεμβαίνοντας μονομερώς προς διαμόρφωση του συμβατικού δεσμού (βλ. ΣτΕ 380/94, 898/93, 1376, 4704/87). Αντίθετα, οι συμβάσεις, οι οποίες συνάπτονται χωρίς τη συνομολόγηση ρητρών που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και προσδίδουν στο Δημόσιο ή ν.π.δ.δ. υπεροχή έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δεν είναι διοικητικές, αλλά ιδιωτικού δικαίου και οι αναφυόμενες διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών – δικαστηρίων, σύμφωνα με τα άρθρα 94 παρ. 2 του Συντάγματος και 1 παρ. 2 ΚΠολΔ,

έστω και εάν αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού (ΑΕΔ 10/89, 15/92, 21/97, 10/03, ΑΠ 1354/96, 1141/96, 1146/95, 260/93). Περαιτέρω, οι διαφορές από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, μόνο εφόσον υφίσταται σχέση δημόσιου δικαίου από την οποία ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου κλπ (ΑΕΔ 42/90, 2/93). Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ «Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Με παροχή εξομοιώνεται και η συμβατική αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει χρέος». Στη λήξασα αιτία χρέος υπάρχει κατά τον χρόνο καταβολής. Μετά όμως από την καταβολή η αιτία του χρέους και συνακόλουθα το χρέος ανατρέπονται για το μέλλον ή αναδρομικά. Περίπτωση λήξασας αιτίας συνιστά η ανατροπή εκτελεστού τίτλου ή πράξης εκτέλεσης ειδικότερα. Αν μια ήδη εκτελεσθείσα δικαστική απόφαση ανατραπεί, ο καθ’ ού η εκτέλεση οφειλέτης αποκτά μια δικονομικά προνομιακή αξίωση για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, δηλαδή μια αξίωση επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση πριν από την εκτέλεση. Η αξίωση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση προϋποθέτει: α) την πραγματική εκτέλεση, εκούσια ή αναγκαστική, μιας δικαστικής απόφασης, οριστικής ή τελεσίδικης και β) την αναδρομική ανατροπή της απόφασης μετά την άσκηση τακτικού ή έκτακτου ένδικου μέσου και για λόγους που αφορούν την τυπική ή ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, ανταγωγής ή κύριας παρέμβασης του επισπεύδοντος δανειστή (βλ. ΣΕΑΚ, τόμος-Ι, Βαλτούδης, άρθρ. 904, σελ. 1779, σημ. 72). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ ορίζει ότι, αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν από αυτή, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ του αστικού κώδικα. Από τη διάταξη αυτή και κατ’ αντιδιαστολή προς τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου, όπου αναγνωρίζεται δικαίωμα αποζημίωσης παράλληλα με το δικαίωμα επαναφο’ράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση για τις περιπτώσεις εξαφανίσεως της προσωρινώς εκτελεστής και της τελεσίδικης αντίστοιχα αποφάσεως με βάση την οποία έγινε η εκτέλεση, συνάγεται ότι επί ακυρώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως δεν υφίσταται δικαίωμα επαναφοράς των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση κατάσταση ευθέως αλλά μόνο κατά τους όρους των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου, δηλονότι της διατάξεως του άρθρου 904 ΑΚ, τού οποίου συντρέχουν οι όροι εφαρμογής, αφού μετά την ακύρωση της γενόμενης αναγκαστικής εκτελέσεως εκλείπει η αιτία της γενόμενης προς τον εκτελούντα περιουσιακής επιδόσεως. Η συνδρομή των όρων εφαρμογής της διατάξεως αυτής του ουσιαστικού δικαίου μόνο στην περίπτωση της αμετακλήτου ακυρώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως όχι δε και στην περίπτωση της εξαφανίσεως ή μεταρρυθμίσεως της εκτελεσθείσας αποφάσεως, όπου δεν ακυρώνεται η εκτέλεση, πού αποτελεί την αιτία της περιουσιακής επιδόσεως του καθ’ ου, αλλά ανατρέπεται η αποτελούσα τον τίτλο αυτής δικαστική απόφαση, δικαιολογεί νομοθετικά την παραπάνω διαφορετική ρύθμιση της παρ. 3 σε σχέση με τις παρ 1 και 2 του άρθρου 940 ΚΠολΔ (ΑΠ 1119/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 289/2000, Α.Π. 978/1997, πρβ. Α.Π. 134/1999, Α.Π. 1325/1997 που έκριναν επί αμετάκλητης ακύρωσης της εκτέλεσης). Γενικά και χωρίς να προηγηθεί η αμετάκλητη ακύρωση της πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης που αποτέλεσε την αιτία της ζημίας, παρέχεται αυτοτελώς και πέραν της διάταξης του άρθρου 940 ΚΠολΔ, σ’ εκείνον κατά του οποίου έγινε η άδικη εκτέλεση, αγωγή αποζημίωσης, με βάση τις ΑΚ 914 και 919 ή αδικαιολόγητο πλουτισμό (βλ. Μαργαρίτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος II, άρθρο 940, σελ. 635, σημ. 15). Στην περίπτωση της λήξασας αιτίας, το χρέος ανατρέπεται αναδρομικά και όταν ανατραπεί μια πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης μετά την επιτυχή άσκηση ανακοπής (βλ. ΣΕΑΚ, τόμος 1, Βαλτούδης, άρθρο 904, σελ. 1779, σημ. 71). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του διατάγματος της 26.6/10.7.1944, περί «Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», «ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως πλην εάν άλλως ορίσθη διά συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Το παραπάνω-άρθρο διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, με το άρθρο 109 παρ. 2 του ΕισΝΑΚ, στο οποίο ορίζεται ότι: «Εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικές διατάξεις που κανονίζουν διαφορετικά το ποσοστό ή την έναρξη του τόκου ώς προς τις οφειλές ή τις απαιτήσεις του δημοσίου, των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου» και, ως ειδικό, υπερισχύει των διατάξεων του ΑΚ (βλ. ΑΠ 728/1980, ΝοΒ 1981. 33). Επομένως, ο νόμιμος, καθώς και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή του Δημοσίου, των Δήμων, των Ν.Π.Δ.Δ. ορίζεται σε 6% ετησίως. Η εν λόγω ρύθμιση, η οποία θεσπίστηκε για λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνδεόμενους με την εκπλήρωση των σκοπών του Δημοσίου, δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος, του άρθρου 6 παρ. 1 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 4ης.11.1950, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ιδίας σύμβασης (βλ. σχετ. ΑΕΔ 25/2012, Αρμ 2013. 339, ΟλΣτΕ 2114/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 157/2011, ΑΠ 363/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, με το άρθρο 42 του Ν. 4640/29-11-20 Γ9 ορίζεται ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α’ 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του Ν. 3994/2011 (Α’ 165), το άρθρο 21 του Ν. 4055/2012 (Α’ 51) και το άρθρο 33 του Ν. 4446/2016 (Α’ 240), αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του Ν. ΓΠΝ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού». 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία». Εκ της διάταξης αυτής καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές, είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 1η-1-2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, κατ’ άρθρο 2 του Ν. ΓΠΝ/1912. Εν τούτοις, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και, ιδίως, από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας, αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζόμενων κανονιστικών ρυθμίσεων και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που  μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους, όπως είναι οι διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή επιβαρύνσεων, υπό την μορφή φόρων, τελών, εισφορών και οποιασδήποτε φύσης κυρώσεων για παράβαση των σχετικών διατάξεων (βλ. ΟλΣτΕ 1738/201-7 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και την από 24/1/2020 Γνωμοδότηση των Καθηγητών της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ Γιάννη Δρόσου, Σπύρου Βλαχόπουλου και Γιώργου Δελλή, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών). Παράλληλα, η ανωτέρω αρχή, η οποία δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη, ο οποίος υποχρεούται να τη λαμβάνει υπόψη κατά τη θέσπιση κανόνων δικαίου, επιβάλλει τη μη αναδρομική ισχύ επαχθών για το διοικούμενο νομοθετικών ρυθμίσεων, δεδομένου ότι ο διοικούμενος δεν μπορούσε να προσαρμόσει ανάλογα, τη συμπεριφορά του, κατά το προγενέστερο της ισχύος της νομοθετικής ρύθμισης, χρονικό διάστημα, αφού αγνοούσε τα δεδομένα. Επομένως, οποιαδήποτε ρύθμιση καθιστά δυσμενέστερη τη θέση του διοικούμενου λόγω της συμπεριφοράς του, η οποία εκδηλώθηκε σε χρόνο προγενέστερο, κατά τον οποίο, η ρύθμιση αυτή δεν υπήρχε ακόμη, έρχεται σε αντίθεση με την εν λόγω αρχή (βλ. ΔΕφΙωαν 170/2014 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν των προεκτεθέντων, η διάταξη του άρθρου 42 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, που προβλέπει την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου για τις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές, είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, ελέγχεται ως αντιβαίνουσα στην απορρέουσα από την αρχή του Κράτους Δικαίου, αρχή της ασφάλειας δικαίου, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας, αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και, ως εκ τούτου, κρίνεται αντισυνταγματική.

Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εταιρία ιστορεί ότι το 1999 συνήψε με το Ελληνικό Δημόσιο σύμβαση μίσθωσης αποθηκευτικών κυψελών στην περιοχή του Βόλου, διάρκειας δύο ετών, με μηνιαίο μίσθωμα 7 εκ. δρχ. Ότι εκ της μισθωτικής αυτής σχέσης δημιουργήθηκε οικονομική διαφορά και το 2008 εκδόθηκαν σε βάρος της οι αναφερόμενες στην αγωγή ταμειακές βεβαιώσεις της ΔΟΥ Αταλάντης, συνολικού ποσού 1.541.914,60 ευρώ, κατόπιν σχετικής απόφασης της Κτηματικής Εταιρίας Δημοσίου (ΚΕΔ). Ότι η ενάγουσα προέβη σε πλήρη εξόφληση αυτών και παράλληλα άσκησε ανακοπή προκειμένου να ακυρωθούν. Ότι εν τέλει οι ταμειακές βεβαιώσεις ακυρώθηκαν τελεσίδικα δυνάμει της με αριθμό 75/2018 απόφασης του Εφετείου Λαμίας. Ότι κατόπιν αυτών, το εναγόμενο κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο αφού οι ταμειακές βεβαιώσεις ακυρώθηκαν. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν της τροπής του αιτήματος και του παραδεκτού περιορισμού, ο οποίος έλαβε χώρα με τις προτάσεις (άρθρο 223, 294, 295 ΚΠολΔ), ζητά, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο της οφείλει του καταβληθέντος από αυτήν ποσού των 1.554.659,91 ευρώ, νομιμοτόκως από την

ημερομηνία εκάστης καταβολής, όπως αναλυτικά αναφέρεται στην αγωγή, άλλως από  την επίδοση της υπό κρίση αγωγής έως την εξόφληση. Τέλος, ζητά να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της.

Με το περιεχόμενο αυτό και τα αιτήματα αυτά, η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κατάθεση της (άρθρο 251 ΚΠολΔ) και για την οποία έχουν δικαιοδοσία τα πολιτικά δικαστήρια, καθόσον πρόκειται για διαφορά προερχόμενη από σύμβαση μίσθωσης, η οποία διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο, παραδεκτώς και αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπον, εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 18, 25 ΚΠολΔ), για να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία και είναι παραδεκτή από άποψη παθητικής νομιμοποίησης (άρθρ. 5, 6 ν. 973/1979). Περαιτέρω, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις  των άρθρων 346,904 ΑΚ, 70,176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος περί καταβολής τόκων από την επομένη ημερά εκάστης καταβολής, το οποίο κρίνεται απορριπτέο ως μη νόμιμο, δοθέντος ότι ο τόκος υπερημερίας σε βάρος του Δημοσίου γεννάται από το χρόνο επίδοσης της αγωγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (ν.δ. 26.06/10.07.1944). Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι το εν λόγω αίτημα καταβολής τόκων υπερημερίας είναι νόμιμο, μόνον εφόσον δεν υπερβαίνει το ποσοστό ύψους 6% ετησίως, το οποίο διέπει τις οφειλές του Δημοσίου, των Δήμων και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, με την σημείωση ότι διατηρείται η έναρξη της τοκογονίας με την επίδοση της αγωγής ακόμα και μετά την τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό (ΑΕΔ 7/2011). Επομένως, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της κατά το μέρος πού κρίθηκε νόμιμη, δοθέντος ότι ναι μεν υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, αφού συζητήθηκε μετά την 1η-1 -2020, πλην η ρύθμιση του ανωτέρω αναφερόμενου νόμου κρίνεται αντισυνταγματική ως προς τις εκκρεμείς αγωγές, όπως η προκείμενη, και ως εκ τούτου μη εφαρμοστέα, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας απόφασης.

Από την εκτίμηση του συνόλου των εγγράφων, εκ των οποίων άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 3-6-1999 οι διάδικοι συνήψαν σύμβαση μίσθωσης 18 SILOS (χώροι αποθήκευσης) με γραφεία και λοιπό εξοπλισμό, ευρισκόμενα στην Α’ Βιομηχανική περιοχή του Βόλου, εκτάσεως 21.600 τ.μ. διάρκειας 2 ετών, με συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα 7.000.000 δρχ. Μετά την πάροδο της συμφωνημένης διάρκειας η μίσθωση παρατάθηκε. Στις 17-9.-2006 η ενάγουσα εταιρία (μισθώτρια) παρέδωσε στην ΚΕΔ (η οποία εντωμεταξύ είχε πλέον την διαχείριση και αξιοποίηση των ακινήτων του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου) το μίσθιο και συντάχθηκε το σχετικό πρωτόκολλο. Ακολούθως, δυνάμει της με αριθμό 15/080Εα32/30-5-2008 απόφασης του ΔΣ της ΚΕΔ εγκρίθηκε η βεβαίωση οφειλόμενων από την ενάγουσα μισθωμάτων ανερχομένων στο ποσό των 1.541.914,59 ευρώ και ενημέρωσε την ΔΟΥ Αταλάντης αποστέλλοντας της και χρηματικό κατάλογο. Η τελευταία, εξέδωσε την από 575/1-8-2008 ατομική ειδοποίηση χρεών, η οποία περιλάμβανε τέσσερις ταμειακές βεβαιώσεις και ειδικότερα τις με αριθμούς 2840/25-7-2008 ποσού 393.725,60 ευρώ, 2841/25-7-2008 ποσού 828.952,01 ευρώ, 842/25-7-2008 ποσού 191.542,19 ευρώ και 2843/25-7-2008 ποσού 127.694,80 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 1.541.914,60 ευρώ. Η ενάγουσα τον Αύγουστο του. 2008 κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου ανακοπή για την ακύρωση των ταμειακών αυτών βεβαιώσεων και κατόπιν παραπομπής της στο κατά τόπον αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας, εκδόθηκε η με αριθμό 183/2015 απόφαση του τελευταίου, δυνάμει της οποίας ακυρώθηκαν οι ατομικές βεβαιώσεις. Το εναγόμενο άσκησε έφεση κατά της εν λόγω απόφασης και εκδόθηκε η με αριθμό 75/2018 απορριπτική απόφαση του Εφετείου Λαμίας. Εντωμεταξύ η ενάγουσα είχε προβεί τμηματικά σε εξόφληση του τιμήματος (βλ. προσκομιζόμενα διπλότυπα είσπραξης της ΔΟΥ Αταλάντης), καθόσον η ατομική ειδοποίηση χρεών συνιστά επί της ουσίας έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη. Ειδικότερα, για όλες τις ταμειακές βεβαιώσεις (με αριθμούς 2840, 2841,2842, 2843) κατέβαλε τα εξής ποσά: α) ποσό 66.816,30 ευρώ στις 23-12-2008 β) ποσά 67.266,02 ευρώ, 144 ευρώ, 29.241,02 ευρώ στις 29-1-2009 γ) ποσό 38.134,26 ευρώ στις 26-2-2009 δ) ποσό 68.165,47 ευρώ στις 26-3-2009 ε) ποσό 471.140,57 ευρώ (αποτελούμενο από τα ποσά 136.739,84+334.400,73) στις 13-4-2009, ήτοι συνολικά ποσό 740.907,64 ευρώ έως τις 13-4-2009 και υπολείπονταν ακόμα 801.006,96 ευρώ. Ακολούθως, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι στις 16-4-2009 κατέβαλε το ποσό των 530.299,70 ευρώ και το ποσό των 283.488,57 ευρώ. Εκ των προσκομιζομένων ωστόσο εγγράφων προκύπτει ότι από τις 13-4-2009 και έπειτα εισπράχθηκαν από την ΔΟΥ τα εξής ποσά: 494.551,28 ευρώ, 191.542,19 ευρώ και 127.694,80 ευρώ (με αναφορά στην κατάσταση εισπράξεων ρύθμισης την από 25-7-2008 κλήση, ήτοι αυτή των ταμειακών βεβαιώσεων). «Επομένως, η ενάγουσα κατέβαλε πλην του ποσού των 740.907,64 ευρώ, όπως προαναφέρθηκε, και τα ποσά 494.551,28+191.542,19+127.694,80= 813.788,27 ευρώ και συνολικά 740.907,64+8-13.788,27=1.554.695,91 ευρώ. Κατέβαλε επομένως το ποσό των ατομικών βεβαιώσεων και επιπλέον ποσό 12.781,31 ευρώ (1.554.695,91­1.541,914,60). Ως προς το ποσό των ατομικών βεβαιώσεων, δεδομένου ότι οι ατομικές αυτές βεβαιώσεις ακυρώθηκαν τελεσίδικα όπως αναφέρθηκε ανωτέρω κι επομένως πρόκειται γϊα αιτία καταβολής του χρέους που έληξε, τό εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο. Εξάλλου, δεν αποδεικνύεται από κανένα έγγραφο αλλά ούτε και το εναγόμενο ισχυρίζεται οτιδήποτε σχετικά με επανέκδοση των ατομικών βεβαιώσεων. Επομένως, όταν η ενάγουσα κατέβαλε το ποσό αυτό υπήρχε το χρέος αλλά σταμάτησε να υπάρχει μετά την καταβολή του και η ενάγουσα εταιρία διατηρεί αξίωση ,σε βάρος του εναγόμενου συνολικού ποσού 1.554.695,91 ευρώ, ήτοι και του ποσού των 12.781,31 ευρώ διότι καταβλήθηκε χωρίς να οφείλεται ‘και πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη η υπό κρίση αγωγή και να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.554.695,91 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής έως την εξόφληση. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, λόγω της ήττας του (άρθρο 176 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 ν. 3693/1957, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι το εναγόμενο’ οφείλει στην ενάγουσα το ποσό του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων πενήντα τεσσάρων χιλιάδων και εξακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και ενενήντα ενός λεπτών (1.554.695,91), με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της.επίδοσης της υπό κρίση αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9/9/2021.