ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Δικαστής: Αμάντα – Μαγδαληνή Κλαυδιανού, Πρωτοδίκης.

Δικηγόρος γραφείου μας: Κυριάκος Ελ.Μακαρώνας

***

Σύμβαση μεταξύ του εκδότου και του μεταφραστού ως δικαιούχου του ηθικού και περιουσιακού δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας_Αίτηση μεταφραστού να απαγορευθεί στον εκδότη η χρήση της μετάφρασής του λόγω των υπονοιών του (του μεταφραστού) ότι ο εκδότης (που απέρριψε τη μετάφραση ως ακατάλληλη) θα την χρησιμοποιήσει_Αόριστη διότι δεν αναφέρεται μεταξύ άλλων στην αίτηση ενεστώσα προσβολή του δικαιώματος του μεταφραστού, δεν προσδιορίζεται με συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά αν ή όχι είναι πιθανή η χρήση της συγκεκριμένης μετάφρασης, δεν εκτίθεται ότι πρόκειται για εκδοτική σύμβαση (έκδοση του έργου αποκλειστικά με τη μετάφραση της αιτούσης).

***

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ 5976/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αμάντα – Μαγδαληνή Κλαυδιανού, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσηκε κατόπιν κλήρωσης.

ΣγΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 28η Ιουλίου 2025, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικαστεί την από 10.04.2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου        αίτηση μεταξύ :

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: …………..η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου της Παναγιώτη Γιαταγαντζίδη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 5375) που κατέθεσε σημείωμα και προσκόμισε το με αριθμό ……………γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του ΔΣΑ.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1. Εταιρίας με την επωνυμία, η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον νόμιμο εκπρόσωπό της που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Κυριάκου Μακαρώνα (Α.Μ. Δ.Σ.Α.6484), 2. και 3. εκ των οποίων ο πρώτος παραστάθηκε μετά και ο δεύτερος δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους

του Κυριάκου Μακαρώνα (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 6484) που κατέθεσε σημείωμα και προσκόμισε το με αριθμό………. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του ΔΣΑ.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, η οποία προσδιορίστηκε για να σιιζητηθεί κατά τη δικάσιμο

που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, Οι πληρεξούσιοι Δικηγόρος των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΎΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 682 επ. Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι τα ασφαλιστικά μέτρα αποτελούν παρεπόμενο της εκκρεμούς ή μέλλουσας να ανοίγει διαγνωστικής δίκης ως προς το επικαλούμενο ουσιαστικό δικαίωμα και αποβλέπουν στη διασφάλιση, διατήρηση ή προσωρυή ρύθμιση του τελευταίου μέχρι να συντελεστεί δικαστικά η διάγνωση του, και, συνεπώς, ση διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 682 παρ. 1 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι τα Δικαστήρια σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος μπορούν να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή τη ρύθμιση κατάστασης, προκύπτει με σαφήνεια ότι, για τη λήψη του απαιτούμενου κάθε φορά ασφαλιστικού μέτρου, πρέπει α) να υπάρχει επείγουσα γι’ αυτό περίπτωση ή ανάγκη αποτροπής επικειμένου κινδύνου, και β) να πιθανολογείται η ύπαρξη δικαιώματος του αιτούντος. Ως επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος νοείται προδήλως η ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, που δικαιολογείται από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής, η οποία είναι πιεστική και ανεπίδεκτη αναβολής και απαιτεί άμεση ρύθμιση, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανεπανόρθωτων ή δύσκολα αναστρέψιμων καταστάσεων (βλ. ΜΠΑ 449/2004 ΝΟΒ 52.83 Ι, ΜΠΠειρ 1248/1999 ΕΜετΔ Ι999.337). Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι η ως άνω διάταξη αναφέρεται στην επείγουσα περίπτωση και στον επικείμενο κίνδυνο κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, χωρίς να καθορίζει εάν αφορούν στο επίδικο αντικε{μενο ή τους διαδίκους, τούτο, δε, δεν διευκρινίσθηκε ούτε κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (βλ. Νίκα σε Δ. 8.623 επ.), και, συνεπώς, ενόψει της σιωπής του Νόμου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μπορεί οι προϋποθέσεις αυτές να αναφέρονται και στις δύο περιπτώσεις (βλ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική- Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τ.Δ’, Ι996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10). Η ύπαρξη ή όχι επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου για την αποτροπή του οποίου ζητείται να διαταχθεί κάποιο ασφαλιστικό μέτρο, απόκειται σε κάθε περίπτωση στην κρίση του κατά Νόμο αρμοδίου να διατάξει το ασφαλιστικό μέτρο Δικαστηρίου, κρίση η οποία σχηματίζεται με βάση την πιθανολόγηση (βλ. ΑΠ 422/Ι970 ΝΟΒ Ι8.Ι 197, ΜΠΘεσ Ι 2162/Ι 993 Αρμεν, 48. Ι 82). Ειδικότερα, η συνδρομή επείγουσας περίπτωσης είναι ανεξάρτητη από τον κίνδυνο διαπληκτισμών και συγκρούσεων των διαδίκων, εκτός εάν οι συγκεκριμένες συγκρούσεις εμποδίζουν την ομαλή εξουσίαση του κρίσιμου αντικειμένου (βλ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, υπό το άρθρο 682, σελ. 30 επ.). Συγκεκριμένα, επείγουσα περίπτωση νοείται εκείνη, η οποία χρειάζεται άμεση ρύθμιση με δικαστική παρέμβαση λόγω της ανάγκης για τη γρήγορη απόλαυση του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος από μέρους του δικαιούχου, όπως συμβαίνει όταν η πάροδος του χρόνου μέχρι την άσκηση της τακτικής αγωγής πρόκειται να φέρει ουσιώδη βλάβη οποιασδήποτε έκτασης στην υλική φύση του αντικειμένου, πρέπει, δε, να συντρέχει όταν πρόκειται να διαταχθεί προσωρινή ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, δηλαδή για την προσωρινή επιδίκαση της απαίτησης (άρ. 728 επ. Κ.Πολ.Δ.) και την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης (άρ. 731 επ. Κ.Πολ.Δ.). Επικείμενος, δε, κίνδυνος, που πρέπει να είναι ουσιώδης

και αναπότρεπτος, υπάρχει όταν η βλάβη, που απειλείται απ’ αυτόν, ενόψει και της βραδείας οριστικής επίλυσης της διαφοράς, είναι πολύ κοντά και επικρέμαται στο πράγμα ή τους διαδίκους. Περαιτέρω, από τις

διατάξεις των άρθρων 111,118 αριθ. 4, 216 και 688 παρ. Ι του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι για κάθε αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας απαιτείται γενικώς μεν να αναφέρεται στο δικόγραφο, με ποινή απαραδέκτου που λαμβάνεται υπ’ όψιν και αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενο στην προδικασία, μεταξύ άλλων και το αντικείμενο αυτής κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, ειδικώς, δε, επί αίτησης ασφαλιστικών μέτρων να αναφέρονται συνοπτικώς τα πραγματικά περιστατικά που πιθανολογούν το δικαίωμα, για την εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου ζητείται η λήψη συγκεκριμένου ασφαλιστικού μέτρου, καθώς και την επείγουσα περίπτωση ή τον επικείμενο κίνδυνο. Στα ασφαλιστικά μέτρα η αξίωση αυτή του Νόμου αποβαίνει περισσότερο επιτακτική,

δεδομένου ότι στις υποθέσεις αυτές είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη (βλ. άρθρο 690 παρ. Ι Κ.ΠολΔ.), λόγω της οποίας ο αποδεικτικός έλεγχος των παραγωγικών γεγονότων του προστατευτέου δικαιώματος γίνεται κατ’ ανάγκη μόνο με βάση τους ισχυρισμούς που διαλαμβάνονται στην αίτηση. Η παράλειψη της συνοπτικής μνείας κάποιου από τα

παραπάνω γεγονότα καθιστά την αίτηση αόριστη και κατ’ ακολουθία απαράδεκτη (βλ. ΕΑ ΙΙ73/Ι999 ΕλλΔ/ή 42.764, ΜΠΑ 20368/1987 ΕλλΔ/νη 29.580 – βλ. επίσης Βαθρακοκοίλη, Κώδικας ΠΟλιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική-Νομολογιαιή Ανάλυση κατ’άρθρο, τ.Δ’, 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10 και 72). Ειδικότερα, η ακριβολογία στη διατύπωση και τον καθορισμό των στοιχείων που θεμελιώνουν το δικαίωμα δεν είναι αναγκαία στον ίδιοβαθμό που συμβαίνει στην τακτική διαδικασία (βλ. Κράνη σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ΙΙ, υπό το άρθρο 686, αριθ. 10, σελ. 1339, και

Βαφειάδου σε Χαμηλοθώρη/Κλουκίνα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 2000, αριθ. 94, σελ. 65).

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η συζήτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων συγχωρείται να έχει αοριστίες τέτοιες, που να δημιουργούν αμφιβολίες ως προς τη γένεση και την έκταση του ασφαλιστέου δικαιώματος ή τη συνδρομή επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου (βλ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, υπό το άρθρο 688, σελ. 86, Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. Ι985, σελ. 23-24 – πρβλ. ΜΠΑ 24190/1997 ΑρχΝ 49.531, ΜΠΑ29396/1995 Δ. 27.644). Η Συντακτική Επιτροπή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας έχει διευκρινίσει όσον αφορά στο άρθρο 688 παρ.1 Κ.ΠΟλ.Δ. ότι «δια του όρου «συνοπτικώς»,

όστις τίθεται εις αντικατάστασιν του όρου «συντόμως», σκοπείται η σύντομος μεν, αλλά σαφής αναγραφή των πιθανολογούντων το δικαίωμα πραγματικών γεγονότων» (βλ. Πρακτικά, τόμος 5oς, σελ. 492). Με απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα και τη γένεση του ασφαλιστέου δικαιώματος (βλ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, υπό το άρθρο 688, αριθ.3.2, ΜονΠρωτΠειρ 4 Ι/2022 δημ. στον ιστότοπο ρrotοdίκeίο-ρeίr.gr).

Στη προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση, η αιτούσα εκθέτει ότι τυγχάνει μεταφράστρια και η πρώτη καθ’ ης εταιρία εκδοτικού οίκου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τους δεύτερο και τρίτο των καθ’ ων. Ότι με την από ……σύμβαση μετάφρασης εμπορεύσιμου βιβλίου συμφωνήθηκε να μεταβιβάσει η ίδια στην πρώτη των καθ’ ων το περιουσιακό της δικαίωμα στη μετάφραση του γερμανικού λογοτεχνικού

έργου της ……….με τον τίτλο ……….άλλως ότι συμφωνήθηκε η παραχώρηση της αποκλειστικής άδειας εκμετάλλευσης με εκτεταμένες εξουσίες ης πρώτης των καθ’ ων. ‘Οτι με την ίδια σύμβαση συμφωνήθηκε η έντυπη έκδοση της δικής της μετάφρασης στην Ελλάδα και συνεπώς η πρώτη των καθ’ ων ανέλαβε ην υποχρέωση να προβεί σε έκδοση της μετάφρασής της. Ότι προ της υπογραφής της επίδικης σύμβασης είχαν ληφθεί οι αναγκαίες εγκρίσεις από τον γερμανικό εκδοτικό ……..ΑG, δικαιούχο των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας του πρωτότυπου γερμανικού έργου. ‘Οτι η πρώτη των καθ’ ων σύναψε με τον προαναφερόμενο αλλοδαπό εκδοτικό οίκο την από 3.3.2023 σύμβαση με την οποία συμφωνήθηκε ότι Θα ήταν αυτή η μεταφράστρια του γερμανικού πρωτοτύπου. Ότι αποδεχόμενη να συντμηθεί ο χρόνος ολοκλήρωσης της μετάφρασης παρέδωσε στην πρώτη των καθ’ ων στα τέλη Ιουνίου έτους 2024 τη μετάφρασή της και τον επόμενο μήνα το ίδιο έργο φιλολογικά επιμελημένο με δική της πρόσθεση επιμέλεια, η δε πρώτη των καθ’ ων η οποία είχε ήδη εγκρίνει ανεπιφύλακτα δείγμα του έργου της, της κατέβαλε τη συμφωνηθείσα αμοιβή των 3.000,00 ευρώ σε τρεις δόσεις, τον μήνα Μάρτιο και Απρίλιο του έτους 2024. ‘Οτι ενώ με την άνω σύμβαση είχε συμφωνηθεί ότι η πρώτη των καθ ‘ ων δύναται να προβαίνει μόνο σε λεκτικές – συντακτικές διορθώσεις στο πλαίσιο φιλολογικής επιμέλειας και όχι σε διορθώσεις πραγματολογικές ή σημασιολογικές, στα τέλη Σεπτεμβρίου έτους 2024 o δεύτερος των καθ’ ων την ενημέρωσε ότι είχε ανατεθεί χωρίς τη δίκη της ενημέρωση στον μεταφραστή (μη διάδικο) η επιμέλεια του έργου της. ‘Οτι μέχρι τα μέσα του μηνός Φεβρουαρίου 2025 οι καθ’ ων δεν της παρείχαν ουδεμία ενημέρωση, ενώ στις 20.2.2025 της εστάλησαν μόνο κάποιες σελίδες μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με διορθώσεις πραγματολογικές, σημασιολογικές, συντακτικές, γραμματικές και προσθήκες μεταφρασμένες κατά λέξη, οι οποίες δεν ήταν ουσιαστικά ορθές και παραβίαζαν την επίδικη σύμβαση. ‘ότι τον ίδιο μήνα της ζητήθηκε να μην έχει τον τελευταίο λόγο για την ποιότητα της μετάφρασης και κατόπιν

αντίδρασής της έλαβε στις 26.2.2025 ηλεκτρονικό μήνυμα από τον τρίτο των καθ’ ων, ο οποίος την ενημέρωνε για τη λύση της συνεργασίας τους. ‘Οτι στις 27.2.2025 έλαβε πρόσθετο ηλεκτρονικό μήνυμα από τη διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της πρώτης των καθ’ ων με το οποίο η τελευταία κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι «Δεν Θα χρησιμοποιήσουμε τη δική σας μετάφραση, Θα γίνει μια καινούρια, και ευελπιστούμε να μη χρειαστεί να συμφωνήσουμε είτε να διαφωνήσουμε πάλι μαζί σας». Ότι σε σχετική απάντηση που απέστειλε δεν έλαβε καμία ενημέρωση από τους καθ’ ων, ενώ ομοίως οι ίδιοι δεν απάντησαν ούτε στην από Ι2.3.2025 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία έθεσε όρους και ζήτησε από τους ίδιους να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και να της καταβάλουν πρόσθετη αναλογική αμοιβή. Ότι με βάση τα προαναφερόμενα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι καθ’ ων της δήλωσαν κατά τα ανωτέρω ότι Θα προχωρήσουν στην έκδοση του γερμανικού πρωτοτύπου με άλλη μετάφραση και ουδέποτε της απάντησαν στην άνω εξώδικη δήλωσή της, εμμένοντας στην αντισυμβατική συμπεριφορά τους, πιθανολογείται ότι επίκειται η έκδοση του) γερμανικού έργου με άλλη δήθεν μετάφραση και συγκεκριμένα η αξιοποίηση της δικής της μετάφρασης με τροποποιήσεις που Θα προσβάλουν το έργο της, δεδομένου ότι έχει παραδώσει το κείμενό της σε αυτούς σε επεξεργάσιμη μορφή, παρά η διαβεβαίωσή τους ότι Θα προβούν σε άλλη μετάφραση του εν λόγω δύσκολου και απαιτητικού έργου. Ότι εάν οι καθ’ ων προχωρήσουν στην έκδοση του γερμανικού πρωτοτύπου Θα δημιουργηθεί μια κατάσταση που δεν Θα μπορεί να ανατραπεί, καθώς το έργο Θα εμφανίζεται μεταφρασμένο από άλλο μεταφραστή ή μεταφράστρια ενώ η μετάφραση αυτή θα στηρίζεται αποκλειστικά στο δικό της έργο. Με βάση το ιστορικό αυτό η αιτούσα ζητεί, κατ’ εκτίμηση των αιτημάτων της (α.) να αναγνωριστεί κατά πιθανολόγηση ότι έχει δικαίωμα στην πνευματική ιδιοκτησία πάνω στην ελληνική μετάφραση του έργου της με τον τίτλο που έχει εκπονήσει και

παραδώσει στους καθ’ ων, καθώς και ότι έχει δικαίωμα προστασίας της προσωπικότητάς της σε ο, τι αφορά το παραπάνω έργο της, (β.) να απαγορευθεί προσωρινά στους καθ’ ων μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κύριας αγωγής που έχει ασκήσει σε βάρος τους να εκδώσουν στα ελληνικά το άνω έργο σε οποιαδήποτε μετάφραση εκτός από τη δική της, να τους απαγορευθεί προσωρινά να προβούν στην κατάρτιση νέων συμβάσεων έντυπης έκδοσης για το ίδιο έργο χωρίς τη δική της έγγραφη συναίνεση και εάν έχουν συνάψει τέτοιες συμβάσεις να προβούν σε ανάκλησή τους ή να τις θέσουν σε αναστολή, (γ.) να απαγορευθεί προσωρινά στους καθ’ ων να αξιοποιήσουν με οποιονδήποτε τρόπο τη δική της μετάφραση, (δ.) να παραλείπουν προσωρινά οι καθ’ων κάθε ενέργεια που θα αντίκειται στο περιουσιακό και ηθικό της δικαίωμα

επί του άνω μεταφρασμένου έργου και (ε.) να υποχρεωθούν οι καθ’ ων να ενημερώσουν τον εκδοτικό οίκο ότι η μετάφρασή της θα εκδοθεί, καθώς και να ανακαλέσουν κάθε τυχόν αντίθετη δήλωσή τους προς αυτόν. Τέλος, ζητεί να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα σε βάρος των καθ’ ων.

Με το παραπάνω περιεχόμενο, η αίτηση παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 683 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ) ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Δικαστηρίου κατά την ειδική διαδικασία εκδίκασης των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 682 επ. ΚΠολΔ. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την αυτεπάγγελτη περί τούτου έρευνα του Δικαστηρίου αυτού, και πέραν της ουσιαστικής έρευνας όσον αφορά στην ύπαρξη του ασφαλιστέου δικαιώματος, η αίτηση είναι, σύμφωνα με τα άρθρα 111, 118, 2Ι6 και 688 ΚΠολΔ και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα ση μείζονα σκέψη της παρούσας, απορριπτέα ως αόριστη, δεδομένου ότι σε αυτήν δεν αναφέρεται κατά τρόπο συγκεκριμένο και εξατομικευμένο σε τι συνίσταται η επείγουσα περίπτωση ή ο επικείμενος κίνδυνος, που καθιστούν αναγκαία τη λήψη των αιτούμενων ασφαλιστικών μέτρων. Ειδικότερα, στην υπό κρίση αίτηση, πέραν του ότι δεν περιγράφεται ενεστώσα προσβολή οποιουδήποτε δικαιώματος της αιτούσας, δεν προσδιορίζεται οποιοσδήποτε κίνδυνος με συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που καθιστούν εξαιρετικά πιθανή την προσεχή έκδοση του έργου ερειδόμενου επί της μετάφρασης της αιτούσας ούτε αναφέρεται ότι οι καθ’ ων έχουν προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες ώστε να αναμένεται άμεσα η έκδοση αυτή (πχ. ανάθεση της μετάφρασης σε τρίτα πρόσωπα, σύναψη αντίστοιχων συμβάσεων, ενημέρωση του αλλοδαπού εκδοτικού

οίκου), χωρίς να αρκεί για τη διαπίστωση του εν λόγω κινδύνου η δήλωση των καθ’ ων ότι δεν θα χρησιμοποιηθεί η μετάφραση της αιτούσας, αλλά «Θα γίνει μια καινούρια» ούτε οι τυχόν υποψίες της αιτούσας οι οποίες δεν ερείδονται σε αναφερόμενες στην αίτηση αντίστοιχες και συγκεκριμένες ενέργειες των καθ’ ων. Επιπρόσθετα, πέραν των ανωτέρω, τα επίδικα αιτήματα τυγχάνουν απορριπτέα ως αόριστα λόγω πρόσθετων ελλείψεων και δη -(ί.) το υπό στοιχ. (α.) αίτημα διότι δεν περιγράφεται με σαφήνεια το έννομο συμφέρον που δικαιολογεί την ανάγκη παροχής δικαστικής προστασίας κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, καθώς δεν αναφέρεται ότι οι καθ: ων αμφισβητούν ότι η αιτούσα εκπόνησε το παραδοθέν σε αυτούς έργο της μετάφρασης, ούτε άλλωστε γίνεται μνεία κάποιας υφιστάμενης προσβολής σε βάρος της τελευταίας, (ίί.) το υπό στοιχ. (β.) αίτημα διότι δεν εκτίθεται ότι υφίσταται συμφωνία έκδοσης του επίδικου έργου αποκλειστικά με τη μετάφραση της αιτούσας ή κατόπιν έγγραφης δικής της συναίνεσης, ενώ ως προς το υπό στοιχ. (γ.)

αίτημα, όπως ήδη προεκτέθηκε, δεν αναφέρεται κατά τρόπο συγκεκριμένο η ύπαρξη επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου, εφόσον μάλιστα στο εισαγωγικό δικόγραφο αναγράφεται ότι οι καθ’ ων δήλωσαν στην αιτούσα ότι δεν Θα αξιοποιήσουν τη διττή της μετάφραση, (ίίί.) το υπό στοιχ. (δ.) αίτημα διότι δεν αναφέρονται συγκεκριμένες ενέργειες από τις οποίες Θα πρέπει να απέχουν οι καθ’ ων προσωρινά και (ίν.) το υπό στοιχ. (ε.) αίτημα διότι ουδόλως εκτίθεται ότι με την επίδικη σύμβαση οι καθ’ ων ανέλαβαν την υποχρέωση να ενημερώνουν τον αλλοδαπό εκδοτικό οίκο για την πορεία της επίδικης μετάφρασης, ούτε

άλλωστε, περιγράφεται για ποιον λόγο οποιαδήποτε δήλωση των ανωτέρω προς αυτόν κρίνεται αντικειμενικά πρόσφορη για την ικανοποίηση των συμφερόντων της αιτούσας. Οι ανωτέρω παραλείψεις της σαφούς και ορισμένης έκθεσης στο υπό κρίση δικόγραφο κατά τις επιταγές του άρθρου 688 παρ. 1 του ΚΠολΔ, των ως άνω γεγονότων δεν είναι επιτρεπτό να θεραπευθούν ούτε με το έγγραφο σημείωμα, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΜΠΑ 7810/2003Αρμεν. 58.121, ΜΠΑ 22493/1994), διότι ανάγεται στην τήρηση της έγγραφης προδικασίας, η οποία αφορά στη δημόσια τάξη και ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ. άρ. Ι1Ι του ΚΠολΔ -πρβλ. επίσης ενδ. ΑΠ 266/1991 ΕΕΝ 59.154, ΑΠ 688/1991 ΕΔΠ 20.96, ΑΠ 679/Ι985 ΕΕΝ 53.183). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη των καθ’ ων η αίτηση

σε βάρος της αιτούσας λόγω της ήττας της (αρ. Ι 76 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της αιτούσας τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων τα οποία ορίζει στο ποσό των

τριακοσίων (300,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια

αυτού συνεδρίαση στις 30/9/2025

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ