ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ (ΠΟΛΙΤΙΚΟ) ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 475/2010

Α.Π. 475/2010 Γ΄ Πολιτικό Τμήμα

559 αρ. 19, 562 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., 974, 1045, 1051 Α.Κ. – Κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία (20ετία) – Αναιρείται η απόφαση του Εφετείου διότι, ενώ δέχεται ότι δεν απέκτησε την κυριότητα η νόμιμη αγοράστρια οικοπέδου λόγω του ότι άλλοι είχαν προηγουμένως ασκήσει επί εικοσαετίαπράξεις νομής στο ακίνητο, δεν αιτιολογεί ούτε πότε (χρόνος) ούτε πώς (τρόπος) αυτοί οι άλλοι απέκτησαν τη νομή ούτε ποιοί ήσαν αυτοί ούτε ποιές ήσαν οι πράξεις νομής ώστε να μπορεί να κριθεί αν αποκτήθηκε η νομή από εκείνους, αν ασκήθηκαν πράξεις νομής για συνολικά είκοσι χρόνια και, συνεπώς, αν αποκτήθηκε η κυριότητα με έκτακτη χρησικτισία.

*

Δικαστές: Δημήτριος Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος Α.Π., Ελισάβετ Μουγάκου – Μπρίλλη, Λεωνίδας Ζερβομπεάκος, Μιχαήλ Θεοχαρίδης, Νικόλαος Μπιχάκης, Αρεοπαγίτες

Δικηγόρος του γραφείου μας: Κυριάκος Ε. Μακαρώνας

 

*     *     *     *     *

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 1045 Α.Κ., για τη κτήση της κυριότητας πράγματος κινητού ή ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει το χρόνο της δικής του νομής και την όμοια νομή του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 Α.Κ.), εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Η ειδική διαδοχή στη νομή επέρχεται με άτυπη αναιτιώδη σύμβαση, η οποία έχει την έννοια ότι στον αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια νομή που είχε εκείνος ο οποίος μεταβιβάζει και παραδίδει το ακίνητο. Νομέας δε, κατά το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Άσκηση της νομής επί ακινήτου αποτελούν εμφανείς υλικές πράξεις επ’ αυτού που είναι δηλωτικές της βούλησης του νομέα να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με τον κατά τη βούληση του νομέα προορισμό του πράγματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (Ολ.Α.Π. 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την ένδικη διεκδικητική αγωγή ακινήτου των αναιρεσειουσών, κατά παραδοχή ένστασης της εναγομένης περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, με τις ακόλουθες αιτιολογίες, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των αποδείξεων: Το επίδικο, ένα οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, που βρίσκεται επί της οδού Γρανικού (………) στη θέση «Κεραμεικός» του Δήμου Αθηναίων, εμβαδού (………) τ.μ., αγόρασαν οι ενάγουσες, με το 43845/03.11.1995 συμβόλαιο του αναφερόμενου στην απόφαση συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, κατά ποσοστό 80% η πρώτη και 20% η δεύτερη, από την Μαρία (………), στην οποία είχε περιέλθει με το 16282/05.11.1971 συμβόλαιο διανομής της κληρονομιαίας περιουσίας του κατά το έτος 1921 αποβιώσαντος πατέρα της Ανδρέα (………), του επίσης αναφερόμενου συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Κατά τον χρόνο μεταβίβασης του ακινήτου στις ενάγουσες, η ανωτέρω δικαιοπάροχος τους δεν ήταν κυρία αυτού, διότι το δικαίωμα κυριότητάς της αποσβέσθηκε, λόγω της άσκησης επί του επιδίκου πράξεων νομής με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα άνω των είκοσι ετών, από το έτος 1972 μέχρι και την μεταβίβασή του (03.11.1995), από τους δικαιοπαρόχους της εναγομένης Αντώνιο Π., που απεβίωσε στις 25.11.1975, και τους κληρονόμους του και στη συνέχεια από την ίδια, κυρία του όμορου νοτιοδυτικώς ακινήτου. Ως πράξεις νομής στις οποίες προέβησαν επί του επιδίκου οι δικαιοπάροχοι της εναγομένης, από το έτος 1972 και εφεξής, τις οποίες δέχθηκε το Εφετείο για την θεμελίωση του ανωτέρω αποδεικτικού πορίσματος του, είναι εκείνες που αναφέρονται στις μαρτυρίες των μαρτύρων της εναγομένης, (…………), που παρατίθενται αυτούσιες στην πληττόμενη απόφαση, σύμφωνα με τις οποίες, για το επίδικο, περίπου από το έτος 1970, που καταστράφηκε ολοσχερώς από φωτιά, μόνο ο Αντώνιος Π. και οι κληρονόμοι του ενδιαφερόταν, το επισκεπτόταν κατά διαστήματα, επέβλεπαν την κατάστασή του και τα όριά του, φρόντιζαν για την στήριξη των σωζόμενων τμημάτων και κάποιες φορές καθάρισαν υποτυπωδώς αυτό. Μετά το παρέλαβε από αυτούς η (………) (εναγομένη), που έφτιαξε σπίτι σε όμορο ακίνητο και διαμόρφωσε το επίδικο ως αυλή. Όταν πούλησαν οι (………) στην εναγομένη, της είπαν ότι ήταν δικό τους και το γειτονικό (επίδικο) ακίνητο, το οποίο είχε εγκαταληφθεί και το εκμεταλλευόταν ο πατέρας τους. Με τις αιτιολογίες του αυτές το Εφετείο στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση από την αναγκαία νόμιμη βάση, διότι δεν διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις αιτιολογίες, που να καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των αναφερόμενων στην αρχή ουσιαστικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα, ενώ δέχθηκε, ότι κατά τον χρόνο της μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου, με το 43845/03.11.1995 συμβόλαιο, στις ενάγουσες από τη δικαιοπάροχο αυτών, η τελευταία δεν ήταν κυρία αυτού, λόγω της άσκησης επ’ αυτού πράξεων νομής, με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα άνω των είκοσι ετών από το έτος 1972 έως και την μεταβίβασή του (03.11.1995), από τους δικαιοπαρόχους της εναγομένης και στη συνέχεια από την ίδια, δεν παρέθεσε στην πληττόμενη απόφαση αιτιολογίες, αναφορικά, με τον χρόνο και τον τρόπο της κτήσης της νομής του επιδίκου από την εναγομένη και τους δικαιοπαρόχους αυτής (κληρονόμους του κατά την 25.11.1975 αποβιώσαντος απώτερου δικαιοπαρόχου Αντωνίου Π., ούτε ανέφερε ποίοι ήταν οι δικαιοπάροχοι αυτοί της εναγομένης, καθώς και ποίες πράξεις νομής άσκησε στο επίδικο η τελευταία, ώστε να μπορεί να κριθεί αν, α) αποκτήθηκε η νομή τούτου από την εν λόγω διάδικο και τους δικαιοπαρόχους της, β) ασκήθηκαν από αυτούς πράξεις νομής επί του επιδίκου επί μία συνολικώς εικοσαετία, και, συνακόλουθα, γ) αποκτήθηκε και η κυριότητά του, από την εναγομένη, με έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, όπως εκτιμήθηκε και συμπληρώθηκε από τον Εισηγητή (άρθρ. 562 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο προβάλλονται οι ανωτέρω πλημμέλειες, πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 4036/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ.