ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΕΙΔ.ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ)
ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ 4549/2011
Δικαστές: Παρασκευή Γρίβα, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Αικατερίνη Κουρουνάρχη Πρωτοδίκης – Εισηγήτρια, Φαίδρα Καραγιάννη, Πρωτοδίκης.
Δικηγόρος του γραφείου μας: Κυριάκος Ε. Μακαρώνας
*
Καν. Επιτρ. Ε/Ε 4087/1988, 2790/1999, 361,382,638,648,713 Α.Κ., ν.2239/1994, Οδηγίες ΕΟΚ 89/104/1980, 2004/48ΕΚ ν. 2121/1993, ν.146/1914, Οδηγία 2000/35/ΕΚ Π.Δ. 166/2003 – Σήμα-Σύγχυση-Σύμβαση Δικαιόχρησης (franchising) Διάρκεια-Λήξη Σύμβασης – Παραγραφή – Διακοπή Παραγραφής – Καταγγελία-
*
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟ
ΕΙΔΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 4549/2011
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τις Δικαστές Παρασκευή Γρίβα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αικατερίνη Κουρουνάρχη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, Φαίδρα Καραγιάννη, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα, Μαριάνθη Μισαηλίδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 13 Οκτωβρίου 2010 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και έδρα στον ,όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σωκράτη Παρσάνο.
Των εναγόμενων: 1) Της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία και έδρα στη Χίο, όπως εκπροσωπείται νόμιμα και 2) διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της ως άνω εταιρείας, κατοίκου Χίου, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κυριάκο Μακαρώνα.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 19-6-2009 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της κατά την οποία αναβλήθηκε για εκείνη που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. 4087/1988 Κανονισμό της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 30-11-1988, όπως αυτός διατηρήθηκε σε ισχύ με τον υπ’ αριθ. 2790/1999 Κανονισμό της Επιτροπής της 22-12- 1999, το κείμενο της τελευταίας αναφορικά με τις κατευθύνσεις επί των «κάθετων περιορισμών» («Guides for Vertical Restraints») καθώς και τα κοινώς αποδεκτά στη θεωρία και πρακτική, ως σύμβαση δικαιόχρησης (γνωστή ευρύτερα ως «franchising») νοείται η σύμβαση συνεργασίας μεταξύ δυο προσώπων, βάσει της οποίας το πρώτο, ο δικαιοπάροχος ή δότης παραχωρεί στο δεύτερο, το δικαιοδόχο ή λήπτη έναντι άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ανταλλάγματος το δικαίωμα εκμετάλλευσης του «franchising», δηλαδή ενός συνόλου δικαιωμάτων βιομηχανικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας που αφορούν εμπορικά σήματα ή επωνυμίες, διακριτικά γνωρίσματα (πινακίδες) καταστημάτων, πρότυπα χρήσης, σχέδια, υποδείγματα, δικαιώματα αντιγραφής, τεχνογνωσίες ή διπλώματα ευρεσιτεχνίας προς εκμετάλλευση, με σκοπό την εμπορία συγκεκριμένων τύπων προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών σε τελικούς χρήστες.
Η σύμβαση «franchising» αποτελείται συνήθως από τέσσερα μέρη: α) το προοίμιο, β) τις υποχρεώσεις του δικαιοπαρόχου, γ) τις υποχρεώσεις του δικαιοδόχου και δ) τις λοιπές διατάξεις. Στο προοίμιο καθορίζονται ο σκοπός και το πλαίσιο της συνεργασίας, υπογραμμίζεται η ανεξαρτησία των συμβαλλόμενων μερών και στη συνέχεια περιγράφεται το περιεχόμενο του «franchising». Περαιτέρω, οι κύριες υποχρεώσεις των συμβαλλομένων που απορρέουν από τη σύμβαση «franchising» συνίστανται: Α) Εκ μέρους του δικαιοπαρόχου (δότη) στην υποχρέωση οργανωτικής και τεχνολογικής ένταξης του δικαιοδόχου (λήπτη) στο υπάρχον σύστημα (δίκτυο) διανομής. Εκδηλώσεις της βασικής αυτής υποχρέωσης του δότη αποτελούν οι επιμέρους υποχρεώσεις του για: α) παραχώρηση στο λήπτη της χρήσης και εκμετάλλευσης του «franchising» που αποτελείται από ένα σύνολο δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας και τεχνογνωσίας (δηλαδή ένα σύνολο μη κατοχυρωμένων με ευρεσιτεχνία πρακτικών πληροφοριών που προκύπτουν από την εμπειρία και από δοκιμές του δότη, είναι εμπιστευτικές, ουσιαστικής σημασίας και προσδιορισμένες) και β) συνεχή παροχή στο λήπτη εμπορικής και τεχνικής υποστήριξης (εκπαίδευση προσωπικού, επεξεργασία διαφημιστικών μηνυμάτων, νομικές υπηρεσίες κ.λπ.) κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης. Β) Εκ μέρους του λήπτη (που συμμετέχει στο σύστημα διατηρώντας την αυτοτέλεια και ανεξαρτησία του) στην υποχρέωση καταβολής στο δότη του συμφωνημένου τιμήματος. Εκδηλώσεις της βασικής αυτής υποχρέωσης του λήπτη αποτελούν οι επιμέρους υποχρεώσεις του για:
α) καταβολή ενός εφάπαξ ποσού ως «δικαίωμα εισόδου» («entry fee») στο δίκτυο και επιπλέον περιοδικών καταβολών ως αντάλλαγμα για την ένταξή του στο σύστημα και τη διαρκή του υποστήριξη και β) συμμόρφωση με τις οργανωτικές αρχές, πρότυπα και τις εμπορικές μεθόδους του δότη και εν γένει του συστήματος και αξιοποίηση της προσωπικής του εργασίας με στόχο την ενεργό υποστήριξη και προώθηση των πωλήσεων στο πλαίσιο συμβατικά προσδιορισμένης γεωγραφικής περιοχής. Η σύμβαση «franchising» συνεπώς, αποτελεί συγκερασμό περισσότερων συμβάσεων, υπό την έννοια ότι απαντώνται σ’ αυτήν ταυτόχρονα ουσιώδη στοιχεία περισσότερων συμβατικών τύπων, αποβλέπει όμως στη ρύθμιση μιας οικονομικά ενιαίας συναλλακτικής σχέσης. Από οικονομική άποψη η εν λόγω σύμβαση συνιστά τρόπο διανομής προϊόντων ή υπηρεσιών σε τελικούς χρήστες, δηλαδή σύστημα προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών στην καταναλωτική αγορά, το οποίο βασίζεται στη συνεργασία μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, που αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους σε διαφορετικές βαθμίδες της αγοράς, επιτρέποντας στον παραγωγό να εγκαταστήσει ένα σύστημα διανομής με την επωνυμία του ή το σήμα του, αποφεύγοντας τις δαπάνες εγκατάστασης, ενώ ο δικαιοδόχος εκμεταλλεύεται την εμπειρία του δικαιοπαρόχου και διαθέτει με την έναρξη της επιχείρησής του προϋπάρχουσα πελατεία. Έτσι, από τη φύση της δικαιόχρησης ως σχέσης διαρκούς συνεργασίας, συνάγεται ότι η σύμβαση αυτή συνιστά σύμβαση-πλαίσιο, η οποία ρυθμίζει τις κύριες υποχρεώσεις των συμβαλλομένων και αποτελεί μια μικτή σύμβαση, στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361ΑΚ) και η οποία μη ρυθμιζόμενη ειδικώς από το νόμο περιέχει τα στοιχεία περισσοτέρων επώνυμων συμβάσεων, όπως μίσθωσης προσοδοφόρου αντικειμένου (άρθρα 638 επ. ΑΚ), σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών (άρθρα 648 επ. ΑΚ) και εντολής (άρθρα 713 επ. ΑΚ).
Χωρίς να αποκλείεται η εφαρμογή των διατάξεων που ρυθμίζουν το συγκεκριμένο είδος (μίσθωση έργου, πώληση), γίνεται αποδεκτό ότι το κρίσιμο ζήτημα είναι ο προσδιορισμός του χαρακτήρα, ο οποίος προέχει στην όλη συμβατική σχέση. Οι κανόνες που διέπουν το τμήμα αυτό της σύμβασης εφαρμόζονται κυρίως στη συμβατική σχέση, οι δε κανόνες που διέπουν τα υπόλοιπα τμήματα δεν αγνοούνται, αλλά εφαρμόζονται συμπληρωματικώς. Η μη ομαλή εξέλιξη της σύμβασης αυτής ως διαρκούς ενοχής δημιουργεί πεδίο εφαρμογής των γενικών διατάξεων για την αδυναμία ή την υπερημερία της παροχής του οφειλέτη (άρθρα 382 επ. ΑΚ), αν υπάρχει αθέτηση της κύριας συμβατικής υποχρέωσης (ΕΑ 2817/2007 ΔΕΕ 2007.972, ΕΑ 8572/2006 ΔΕΕ 2007.609, ΕΑ 7578/2006 ΕλλΑνη 2008.245, ΕΑ 5916/2006 ΔΕΕ 2007. 221, ΕΑ 302/2006 ΔΕΕ 2006.513, ΕφΘεσ 5361/2006 Αρμ 2007.1714, Α. Γεωργιάδης, «Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας», έκδοση 1995, σελ. 187 επ., I. Βούλγαρης, «Οι συμβάσεις δικαιόχρησης όπως προκύπτουν από τη διεθνή νομική πρακτική και λειτουργούν στις διεθνείς συναλλαγές», ΝοΒ 46.897, Κ. Αλεπάκου, «Νομική φύση και ιδιαιτερότητες της σύμβασης δικαιόχρησης (franchising)», ΝοΒ 43.933, Γ. Γιαννακάκη, «Νομικό καθεστώς και πρακτική της σύμβασης δικαιόχρησης (franchising) στην Ελλάδα», ΔΕΕ 1997.1046). Προκειμένου για σύμβαση «franchising» ορισμένου χρόνου, η λύση της επέρχεται, είτε με την παρέλευση του συμφωνηθέντος χρόνου, είτε με έκτακτη καταγγελία της από το συμβαλλόμενο, στο πρόσωπο του οποίου θεμελιώνεται δικαίωμα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο. Σπουδαίο λόγο, που δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία «franchising» ορισμένου χρόνου ή αόριστου χρόνου, αποτελεί κατ’ αρχήν η υπαίτια παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων από το ένα μέρος καθώς και εκείνα τα περιστατικά τα οποία, σε συσχέτιση με τη φύση, τους σκοπούς και τις λειτουργίες της σύμβασης, καθιστούν κατά τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη επαχθή και μη ανεκτή για το ένα ή και αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη τη συνέχιση της συμβατικής δέσμευσης, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν έχει εκλείψει η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των μερών που καθιστά αδύνατη την περαιτέρω συνέχιση της εμπορικής του συνεργασίας (ΕΑ 2817/2007 ΔΕΕ 2007.972, ΕΑ 236/2006 ΔΕΕ 2006. 300). Αλλά και ανυπαίτιοι λόγοι μπορούν να θεμελιώνουν δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας, εφόσον η συνέχιση της σύμβασης αντίκειται προφανώς στα εύλογα και δικαιολογημένα συμφέροντα του ενός μέρους. Οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από τη λύση του «franchising» διαφοροποιούνται ανάλογα με τους λόγους που θεμελιώνουν το δικαίωμα καταγγελίας. Αν πρόκειται για περίπτωση έκτακτης καταγγελίας για ανυπαίτιο σπουδαίο λόγο, τότε το αντικείμενο των εκατέρωθεν υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μετά τη λύση της ενοχικής σχέσης συνίσταται κυρίως στην απόδοση των πραγμάτων, στην απόδοση (παύση) της χρήσης των δικαιωμάτων και των άλλων ωφελειών, που κατά τη διάρκεια της σύμβασης είχαν παραχωρηθεί από τον ένα αντισυμβαλλόμενο στον άλλο για χρήση και εκμετάλλευση. Αντιθέτως, η προβολή αξίωσης αποζημίωσης δεν είναι δυνατή. Τέτοια αξίωση μπορεί να εγερθεί μόνο στην περίπτωση της έκτακτης καταγγελίας, οφειλόμενης στην αντισυμβατική συμπεριφορά του καταγγελλόμενου μέρους. Επομένως, με βάση το λόγο της καταγγελίας μπορούν από τη σύμβαση «franchising» να απορρέουν, αφενός αξιώσεις απόδοσης με διεκδικητικό χαρακτήρα, αφετέρου αξιώσεις αποζημίωσης. Οι τελευταίες θα αναφέρονται στην αποκατάσταση κυρίως του θετικού διαφέροντος (ΕΑ 2817/2007 ΔΕΕ 2007.972, ΕΑ 8572/2006 ΔΕΕ 2007.609, Εφθεσ 5361/2006 Αρμ 2007.1714, Α. Γεωργιάδης, «Η σύμβαση franchising», ΝοΒ 193, Ιδίου, «Η ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης franchising», ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 1996.247, Χ. Θεμελή, «Η σύμβαση franchising, Αφιέρωμα στον Κ. Βαβούσκο», τ. Β’ 1990.116). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 18 και 26 του ν. 2239/1994 «περί σημάτων», που συνόψισε σε ενιαίο κείμενο την υφιστάμενη ελληνική νομοθεσία για τα εμπορικά σήματα, αποτελούμενη κατά βάση από το ν. 1998/1939 και το ν. 3205/1955 καθώς και το π.δ. 3171/1992, που ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο την 89/104/ΕΟΚ/21.12.1980 Πρώτη Οδηγία, προκύπτει ότι αυτός που κατέθεσε νόμιμα σήμα, κατά τα άρθρα 2 και 15 του ίδιου νόμου, δηλαδή σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από εκείνα άλλων επιχειρήσεων, έχει το αποκλειστικό δικαίωμα της χρήσης αυτού, η οποία αποτελεί δικαίωμα- και όχι υποχρέωση να επιθέτει αυτό στα προϊόντα ή εμπορεύματα, τα οποία προορίζεται να διακρίνει, καθώς και στα περικαλύμματα και στις συσκευασίες των εμπορευμάτων, στο χαρτί αλληλογραφίας, στα τιμολόγια, στους τιμοκαταλόγους, στις αγγελίες, στις κάθε είδους διαφημίσεις, καθώς και σε κάθε άλλο έντυπο υλικό και να το χρησιμοποιεί σε ηλεκτρονικά ή οπτικοακουστικά μέσα. Ο δικαιούχος του σήματος δικαιούται, κατ’ άρθρο 18 του ν. 2239/1994, να απαγορεύσει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές σημεία τα οποία αποτελούν παραποίηση ή απομίμηση του σήματος του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 παρ. 1 του νόμου αυτού. Αποτελεί, δε, παραποίηση σήματος η πιστή ή κατά τα κύρια σημεία του αντιγραφή του σήματος με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ταυτότητας (πλήρους ή κατά τα ουσιώδη χαρακτηριστικά μεταξύ των δυο σημάτων), ενώ απομίμηση αποτελεί η ιδιαίτερη προσέγγιση ενός σήματος προς άλλο σήμα, έτσι ώστε από τη συνολική οπτική ή ηχητική του εικόνα ή εντύπωση ή από το συνδυασμό εικόνας και ήχου, ασχέτως από τις επί μέρους ομοιότητες και διαφορές των δυο σημάτων, να μπορεί να δημιουργηθεί στον κοινό καταναλωτή και όχι στους εξειδικευμένους χρήστες η εσφαλμένη εντύπωση ή η σύγχυση ότι χρησιμοποιούνται από την ίδια επιχείρηση (ΑΠ 1660/2008 ΕλλΔνη 49.801, ΑΠ 1227/2008 ΕλλΔνη 49.1451, ΑΠ 1030/2008 ΕλλΔνη 49.801, ΑΠ 330/2007 ΕΕμπΔ 2007.425, ΑΠ 606/2005 ΕλλΔνη 47.1081, ΑΠ 1483/2004 ΕλλΔνη 46,828, ΕΑ 1617/2010 ΔΕΕ 2010.780, ΕφΘεσ 498/2010 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2010.855, ΕΑ 4776/2009 Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Όσο δε μεγαλύτερος είναι ο βαθμός καθιέρωσης μιας ένδειξης στις συναλλαγές τόσο μεγαλύτερη διακριτική δύναμη διαθέτει και επομένως οι προϋποθέσεις για τον αποκλεισμό της παραποίησης ή της απομίμησης πρέπει να είναι αυστηρότερες (ΑΠ 1227/2009 ΕλλΔνη 49.1451, ΑΠ 1030/2008 ΕλλΔνη 49.801, ΕΑ 1617/2010 ΔΕΕ 2010.780, Εφθεσ 498/2010 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2010.855). Γίνεται δε δεκτό ότι εφαρμόζεται αναλογικά και το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 2121/1993, όπως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 ν. 3524/2007, με το οποίο μεταφέρθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 1 και 11 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ. Η διάταξη αυτή συμπληρώνει το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 26 παρ. 1 του ν. 2239/1994 ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής (για το ότι το άρθρο αυτό προβλέπει και την αξίωση άρσης βλ. σχετ. Μ. – Ο. Μαρίνο, Δίκαιο Σημάτων, έκδοση 2007, σελ. 325-326). Έτσι, ο ενάγων, δικαιούχος σήματος μπορεί να αξιώσει την άρση της προσβολής, η οποία ενδεικτικά μπορεί να περιλαμβάνει την απόσυρση των εμπορευμάτων που προσβάλλουν το δικαίωμά του σε καταχωρισθέν σήμα, την οριστική απομάκρυνση αυτών από το εμπόριο ή την καταστροφή τους (βλ. σχετ. Μ. – Ο. Μαρίνο, Δίκαιο Σημάτων, έκδοση 2007, σελ. 330). Περαιτέρω, από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 6, 8, 14 15 και 21 του ιδίου ως άνω νόμου (ν. 2239/1994) προκύπτει ότι εκείνος που κατέθεσε νόμιμα σήμα και το σήμα αυτό έγινε δεκτό με αμετάκλητη απόφαση του αρμόδιου οργάνου, αποκτά, μέχρις ότου τούτο διαγραφεί κατά τη νόμιμη διαδικασία, το αποκλειστικό δικαίωμα να το χρησιμοποιεί από την ημέρα που υπέβαλε τη σχετική δήλωση (ΑΠ 1604/2003 ΕλλΔνη 45.807, ΑΠ 1131/1995 ΕλλΔνη 37. 1605, ΕΑ 557/2005 ΔΕΕ 2005 815), η δε προστασία του σήματος διαρκεί για μια δεκαετία που αρχίζει από την επομένη της κατάθεσής του. Το δικαίωμα που παρέχει το σήμα στο δικαιούχο του δεν παρεμποδίζει τρίτους να χρησιμοποιούν στις συναλλαγές το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνσή τους, ως και ενδείξεις σχετικές με το είδος, την ποιότητα, τον προορισμό, την αξία, τη γεωγραφική προέλευση, το χρόνο παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλα χαρακτηριστικά τους, καθώς και το ίδιο το σήμα, αν τούτο είναι αναγκαίο προκειμένου να δηλωθεί ο προορισμός προϊόντος ή υπηρεσίας. Η χρήση αυτή πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία ή στο εμπόριο και πάντως όχι «εν είδει σήματος» (άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 2239/1994). Με την τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζεται η ειδική περίπτωση της σύγκρουσης σήματος που αποτελείται από όνομα ή προσδιοριστικές δηλώσεις εμπορεύματος προς παρεμφερές όνομα ή παρεμφερείς δηλώσεις τις οποίες χρησιμοποιεί άλλος ανταγωνιστής. Η σύγκρουση αυτή αίρεται με τον περιορισμό των από το πρώτο σήμα απορρεουσών εξουσιών υπέρ των άλλων ανταγωνιστών και της ολότητας. Δηλαδή, με την κατάθεση του πρώτου σήματος, δεν εμποδίζεται άλλος να χρησιμοποιεί το όνομα, την επωνυμία, την κατοικία του κλπ, αν η χρησιμοποίηση αυτή δεν γίνεται «εν είδει σήματος», δηλαδή για τον προσδιορισμό της προέλευσης προϊόντων ορισμένης επιχείρησης, με την επίθεση αυτού επάνω στα προϊόντα αυτά ή στα εμπορεύματα. Υποδεικνύεται, έτσι, με τη διάταξη αυτή και η δεκτικότητα της κατάθεσης ως σήματος νεότερης ένδειξης, η οποία περιέχει τις αναφερόμενες στη διάταξη αυτή δηλώσεις, αν δεν χρησιμοποιούνται «εν είδει σήματος», δηλαδή κατά τρόπο που δεν δημιουργεί κίνδυνο σύγχυσης στο μέσο άπειρο αγοραστή-καταναλωτή ως προς την προέλευση ομοειδών προϊόντων (ΑΠ 330/2007 ΕΕμπΔ 2007.425, ΕΑ 103/2009 ΔΕΕ 2009.443, ΕφΘεσ 2312/2009 ΕΓΠΣΚΕΜΠΔ 2010.159, ΕΑ 866/2004 ΕλλΔνη 46,592, ΕΑ 6270/2000 ΕλλΔνη 42.1679). Εξάλλου, κίνδυνος σύγχυσης, υπό στενή έννοια, συντρέχει όταν το συναλλακτικό κοινό, λόγω της ομοιότητας των σημάτων και των προϊόντων, υπολαμβάνει ταυτότητα της επιχείρησης από την οποία προέρχονται τα διακρινόμενα προϊόντα. Και αν μεν η εντύπωση αυτή (ταυτότητα επιχείρησης) δημιουργείται από την ομοιότητα των σημάτων, γίνεται λόγος για άμεσο κίνδυνο σύγχυσης, ενώ για έμμεσο κίνδυνο σύγχυσης όταν η παραπάνω εντύπωση οφείλεται όχι την ομοιότητα των σημάτων αυτή καθ’ εαυτή, αλλά στη διαπίστωση ότι το ένα σήμα αποτελεί μεταβολή ή εξέλιξη του άλλου. Τέτοιος κίνδυνος σύγχυσης υπό ευρεία έννοια γίνεται δεκτό ότι συντρέχει και όταν, λόγω της ομοιότητας των σημάτων δυο διαφορετικών επιχειρήσεων, δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι ανάμεσα στις επιχειρήσεις αυτές υπάρχει οικονομικός ή άλλος δεσμός (ΑΠ 1604/2003 ΕλλΔνη 45.807? ΑΠ 1009/1991 ΕΕμπΔ 1992.148, ΕΑ 1617/2010 ΔΕΕ 2010.780, ΕΑ 4776/2009 Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 866/2004 ΕλλΔνη 46. 592, ΕΑ 3746/2001 ΧρΙΔ 2001.643). Περαιτέρω, αντίθετα με όσα ίσχυαν πριν, το π.δ. 317/1992 και στη συνέχεια ο ν. 2239/1994 συμπεριέλαβαν ρύθμιση για τα σήματα φήμης, η ύπαρξη, δε, τέτοιου σήματος, δημιουργεί απαράδεκτο ως προς την κατάθεση (άρθρο 4 παρ. 1γ του ν. 2239/1994), ενώ ο δικαιούχος τέτοιου σήματος έχει την προστασία του άρθρου παρ. 1 του νόμου αυτού. Για να υπάρχει σήμα φήμης, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά αυξημένος βαθμός καθιέρωσης του σήματος στις συναλλαγές, μοναδικότητα του σήματος, με την έννοια ότι τούτο δεν έχει φθαρεί χρησιμοποιούμενο κατά τρόπο ευρύ από τρίτους σε ανόμοια προϊόντα, να εμφανίζει ορισμένο βαθμό ιδιοτυπίας και να υπάρχει θετική εκτίμηση του κοινού σχετικά με τα προϊόντα ή υπηρεσίες που διακρίνει.
Για να προστατευθεί το σήμα φήμης απαιτείται να πρόκειται για σήμα φήμης στην Ελλάδα, να υπάρχει παραποίηση ή απομίμηση τούτου και χρήση του έστω και σε προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με εκείνα για τα οποία έχει καταχωριστεί, εφόσον όμως η χρησιμοποίηση από τον τρίτο προσπορίζει σε αυτόν χωρίς εύλογη αιτία αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του -προγενέστερου σήματος ή βλάπτει το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη αυτού. Στο σήμα φήμης δεν αξιώνεται για την προστασία του (αστική και διοικητική) κίνδυνος σύγχυσης. Η διεύρυνση της προστασίας του σήματος φήμης πέρα από τα όμοια ή παρόμοια προϊόντα, δικαιολογείται από τον έντονο διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του. Προκαλεί, δε, προσβολή η χρησιμοποίηση του, είτε διότι με τη χρήση του από τρίτο επέρχεται διάβρωση (εξασθένηση) της διακριτικής του ικανότητας, είτε διότι πρόκειται για παρασιτικό ανταγωνισμό, δηλαδή ανταγωνιστική επιβίωση του τρίτου εξαιτίας της χρήσης του σήματος φήμης, οπότε ο τρίτος αποκομίζει χωρίς εύλογη αιτία (χωρίς αντάλλαγμα) αθέμιτο όφελος (ΔΕΚ C-3 75/1997, απόφαση 14-9-1999 σε ΕΕμπΔ 2000.180, ΣτΕ 2812/1998 ΕΕμπΔ 2000.372, ΕΑ 6414/1996 ΔΕΕ 1996. 1151). Εξάλλου, στο δικαιούχο εμπορικού ή βιομηχανικού σήματος είναι δυνατό να παρασχεθεί έννομη προστασία συμπληρωματικά — επικουρικά και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 13 ν. 146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού, με την προϋπόθεση ότι πρόκειται αφενός για πράξη που έγινε με σκοπό ανταγωνισμού και αφετέρου να υπάρχει δυνατότητα πρόκλησης σύγχυσης του κοινού καταναλωτή σχετικά με την προέλευση όμοιων προϊόντων, χωρίς την οποία (σύγχυση) δεν νοείται αθέμιτος ανταγωνισμός (ΓΙΠΒερ 142/2007 Αρμ 2008.1854, ΠΠΡοδ 140/2005 Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), εφόσον η προστασία, που παρέχουν οι ειδικές περί σημάτων διατάξεις δεν επαρκεί (ΕΑ 103/2009 ΔΕΕ 2009.443, ΕΑ 545/1990, ΕΑ 5321/1989 ΕΕμπΔ 1991.537). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 1 του ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού», «απαγορεύεται κατά τας εμπορικός, βιομηχανικός ή γεωργικάς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γενομένη πράξις αντικείμενη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας», ενώ, κατά το άρθρο 13 παρ. 1 και 4 του ίδιου νόμου, «όστις κατά τας συναλλαγάς ποιείται χρήσιν ονόματος τίνος, εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαιτέρου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχειρήσεως ή εντύπου τίνος κατά τρόπον δυνάμενον να προκαλέσει σύγχυσιν με το όνομα, την εμπορικήν επωνυμία ή το ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα άτινα έτερος νομίμως μεταχειρίζεται δύναται να υποχρεωθεί υπό του τελευταίου εις παράλειψιν της χρήσεως. Ως ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός ή η ιδιαιτέρα διακόσμησις των εμπορευμάτων, της συσκευής ή του περικαλύμματος αυτών, εφόσον είναι γνωστά εις τους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των ομοίων εμπορευμάτων άλλου τινός». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την εφαρμογή του άρθρου 1 απαιτείται: α) σκοπός ανταγωνισμού, β) ανάπτυξη της ανταγωνιστικής ενέργειας σε μια στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, που κατά τη γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση, ενώ για την ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διακριτικού γνωρίσματος απαιτείται δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση, χωρίς την οποία αθέμιτος ανταγωνισμός δεν υπάρχει (ΟλΑΠ 2/2ΘΘ8 ΕλλΔνη 49.374, ΑΠ 1529/2008 ΕΕμπΔ 2009,679,ΑΠ 870/2008 ΕΕμπΔ 2009.420, ΑΠ 1803/2007 ΕΕμπΔ 2008. 377, ΑΠ 2067/2007 ΕΕμπΔ 2008. 145, ΑΠ 1123/2002 ΕΕμπΔ 2002,887, ΑΠ 1780/1999 ΕλλΔνη 41.973). Ειδικότερα, όσον αφορά τα διακριτικά γνωρίσματα, τα οποία αποτελούν μέσα εξειδίκευσης της επιχείρησης, αυτά προστατεύονται κατά τις διατάξεις του ν. 146/1914 με σκοπό την παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης της ξένης καλής φήμης και συγχρόνως την προφύλαξη του καταναλωτικού κοινού από τον κίνδυνο σύγχυσης.
Στην εν λόγω περίπτωση, κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει όταν, λόγω της ομοιότητας δυο διακριτικών γνωρισμάτων, είναι πιθανό να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους και συγκεκριμένα σε ένα όχι εντελώς ασήμαντο μέρος πελατών, όσον αφορά είτε στην προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση, είτε στην ταυτότητα της επιχείρησης, είτε στην ύπαρξη σχέσης συνεργασίας μεταξύ των δυο επιχειρήσεων, ενώ τέτοια σύγχυση πρέπει να αποφεύγεται, διότι ο σαφής σκοπός του νομοθέτη είναι να αποτρέπονται πεπλανημένες εντυπώσεις ως προς τη δραστηριότητα μιας επιχείρησης και εκμετάλλευση της καλής της φήμης από άλλη. Σε αντίθεση με τη γενική απαγορευτική ρήτρα του άρθρου 1 του ν. 146/1914, που απαιτεί ανταγωνιστικό σκοπό, στην περίπτωση του άρθρου 13 παρ 1 του νόμου αυτού αρκεί η χρήση να γίνεται κατά τρόπο που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, έστω και αν αυτή δεν γίνεται με ανταγωνιστικό σκοπό. Η ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης δεν προϋποθέτει σχέση ανταγωνισμού μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ή ομοιότητα των προϊόντων τους, αρκεί να υπάρχει κάποια εγγύτητα ή συγγένεια των οικονομικών κλάδων στους οποίους ανήκουν οι αντιμαχόμενες επιχειρήσεις. Ενόψει των ανωτέρω, σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχει σύγκρουση μεταξύ δυο διακριτικών γνωρισμάτων, ήτοι ενός «σήματος» αφενός και ενός διακριτικού γνωρίσματος αφετέρου, τότε ισχύει ο κανόνας της χρονικής προτεραιότητας («prior in tempore potior injure»), υπό την προφανή έννοια ότι το παλαιότερο κτηθέν διακριτικό γνώρισμα υπερισχύει του νεότερου (ΑΠ 606/2005 ΕΕμπΔ 2005. 810, ΕΑ 4760/2001 ΔΕΕ 2001.989, ΕΑ 3119/1995 ΕΕμπΔ 1995.343, ΠΠΑ 6436/2008 Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις σε συνδυασμό με αυτές των 57, 59, 61, 70, 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι το νομικό πρόσωπο της ανώνυμης εταιρείας δικαιούται να ζητήσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά άλλου, προσβλητική της προσωπικότητάς του στην έκφανση της πίστης, της υπόληψης, της φήμης, του επαγγέλματος, του μέλλοντος και των λοιπών άυλων αγαθών που αναγνωρίζονται σ’ αυτό, το ύψος της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο ύστερα από την ελεύθερη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του δικαστηρίου, όπως του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής κλπ (°λΑΠ 402/1981 m 664′ 1143/2003 ΕλλΔνη 46.394, ΕΑ 5749/2009 ΕλλΔνη 2010.260, ΕΑ 249/2007 ΕλλΔνη 2008/927, ΕΑ 302/2006 ΔΕΕ 2006.513, Εφθεσ 1735/1993 ΕλλΔνη 1994.676). Είναι παράνομη η συμπεριφορά του υπόχρεου, όταν αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας, καθώς και όταν, χωρίς να παραβιάζεται ορισμένος κανόνας δικαίου, αυτή είναι αντίθετη στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή επιταγές της έννομης τάξης. Η αξίωση προς επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω προσβολής της προσωπικότητας νομικού προσώπου σε κάποια από τις εκφάνσεις της δύναται να συρρέει με τις αξιώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 146/1994, όταν πληρούται το πραγματικό και αυτών των διατάξεων, ήτοι όταν ο προσβάλλων ενεργεί με υπαιτιότητα (ΕΑ 103/2009 ΔΕΕ 2009.443, ΕφΘεσ 1628/2004 Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 8221/2000 ΔΕΕ 2001.280). Για την αποκατάσταση αυτής της ηθικής βλάβης, τα προσβαλλόμενα νομικά πρόσωπα, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, να αναφέρουν ορισμένα ότι με την παράνομη προσβολή– της προσωπικότητας ή με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον, γεγονότα τα οποία πρέπει και να αποδείξει με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά με συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (ΕΑ 5749/2009 ΕλλΔνη 2010.260, ΕΑ 698/2003 ΕλλΔνη 2004.1064, Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΕρμΑΚ, άρθρο 932, αρ. 13). Τέλος, σύμφωνα τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 του π.δ/τος 166/5-6-2003, με το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η οδηγία 2000/3 5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και Κοινοβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 «για την καταπολέμηση των καθυστερούμενων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές» (EEL της 882000 σ.35), «εμπορική συναλλαγή» είναι κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 του ως άνω π.δ/τος σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής: 1) τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση, 2) αν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση, και οφείλει τόκους: α) αν παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι το χρόνο παραλαβής των αγαθών ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο πότε παρέλαβε το έγγραφο, μόλις παρέλθουν τριάντα (30) ημέρες από την παραλαβή των αγαθών, β) αν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την επαλήθευση της αντιστοιχίας συμφωνημένων και παραλαμβανομένων αγαθών, μόλις παρέλθουν τριάντα (30) ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου, εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας, γ) αν η παραλαβή των αγαθών ή η διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις παρέλθουν τριάντα (30) ημέρες από το χρόνο παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου.
Στην προκείμενη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία εκθέτει τα ακόλουθα:
Η ίδια δραστηριοποιείται στους τομείς της εμπορίας και διανομής καλλυντικών ειδών και ειδών γενικής περιποίησης. Αποτελεί καθολική διάδοχο της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία Οργάνωσις Διοίκησης Επιχειρήσεων-Μελέτη Εκτέλεσις Τεχνικών και Τουριστικών Έργων Ανώνυμος Βιομηχανική Εμπορική Τεχνική και Τουριστική Εταιρεία κατόπιν διάσπασης της τελευταίας και συγχώνευσης του τμήματος εμπορίας και εκμετάλλευσης καλλυντικών και κοσμητικών ειδών αυτής δια απορρόφησης, καθώς και δικαιούχο αναγνωρισμένων και καθιερωθέντων στις συναλλαγές εμπορικών σημάτων, με πρώτο συνθετικό το λεκτικό τύπο «BEAUTY SHOP», κατόπιν μεταβίβασής τους από την ως άνω απορροφούμενη εταιρεία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα υπ’ αριθ. 124297/17-9-1994 και 124298/27-9-1994, λεκτικά και δια απεικόνισης, σήματα «BEAUTY SHOP» και «BEAUTY SHOP που ισχύουν κατόπιν της τελευταίας ανανέωσής τους έως 27-9-2014. Το δε εμπορικό σήμα «BEAUTY SHOP» συνιστά παράλληλα διακριτικό γνώρισμα και διακριτικό τίτλο της επιχείρησης που διατηρεί, προς εξατομίκευση των προϊόντων και των υπηρεσιών που- παρέχει προς το συναλλακτικό κοινό καθώς και σήμα φήμης, λόγω του αυξημένου βαθμού καθιέρωσής του στις συναλλαγές και της θετικής εκτίμησης του κοινού σχετικά με τα προϊόντα που διακρίνει. Επιπλέον, η ίδια έχει οργανώσει, λειτουργεί και διοικεί καταστήματα καλλυντικών και συναφών προς αυτά προϊόντων υπό τα νομίμως κατοχυρωμένα σήματα «BEAUTY SHOP», ενώ διαθέτει τη μέθοδο και την τεχνογνωσία αναφορικά με τον τρόπο εμπορικής εκμετάλλευσης καταστημάτων λιανικής πώλησης καλλυντικών και κοσμητικών ειδών. Σε συνδυασμό με τη διεύθυνση, την οργάνωση και τη διαφήμιση αναπτύσσει την επιχειρηματική της δραστηριότητα με τη μέθοδο της δικαιόχρησης («franchising») συνάπτοντας συμβάσεις δικαιόχρησης με τρίτους, στους οποίους παραχωρεί την τεχνογνωσία της καθώς και το δικαίωμα χρήσης του ως άνω σήματος και διακριτικού γνωρίσματος «BEAUTY SHOP», προκειμένου να δημιουργήσουν οι τελευταίοι το δικό τους κατάστημα πώλησης καλλυντικών ειδών σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας αλλά και στο εξωτερικό. Η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία δραστηριοποιείται στον τομέα της εμπορίας καλλυντικών ειδών, αρωμάτων, ειδών περιποίησης και συναφών ειδών, διατηρεί την έδρα της Χίο και εκπροσωπείται από το δεύτερο εναγόμενο, ομόρρυθμο εταίρο και διαχειριστή της. Ακολούθως, στις 13-4-1998 η δικαιοπάροχος της συνήψε με την πρώτη εναγόμενη σύμβαση δικαιόχρησης ορισμένου χρόνου, δυνάμει της οποίας η τελευταία απέκτησε το δικαίωμα να λειτουργεί και να εκμεταλλεύεται αποκλειστικά στην περιοχή της Χίου, κατάστημα καλλυντικών υπό το σήμα και διακριτικό γνώρισμα «BEAUTY SHOP», συμμετέχοντας στο ομοιόμορφο και ομοιογενές επιχειρηματικό σύστημα της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, έναντι καταβολής ορισμένου οικονομικού ανταλλάγματος. Η διάρκεια της σύμβασης ορίστηκε πενταετής, αρχόμενη την 1-4-1998 και λήγουσα στις 30-3-2003. Σύμφωνα με ρητό όρο της ένδικης σύμβασης, η διάρκειά της θα παρατεινόταν αυτοδίκαια για διάστημα ενός (1) έτους, εάν τρεις (3) μήνες πριν την αρχική ή την κατά παράταση εκάστοτε λήξη της, δεν καταγγελλόταν με έγγραφη δήλωση ενός εκ των συμβαλλόμενων μερών, επιδιδόμενης στο άλλο μέρος με συστημένη επιστολή, ενώ η παράβαση οποιουδήποτε συμβατικού όρου εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης συμφωνήθηκε ότι θα παρείχε το δικαίωμα στη δικαιοπάροχο της ενάγουσας, απορροφούμενη εταιρεία, να καταγγείλει άμεσα τη (αναρθείσα Μεταξύ τους σύμβαση χωρίς την τήρηση προθεσμίας και να αναζητήσει αποζημίωση για κάθε θετική και αποθετική ζημία από την εν λόγω παράβαση. Για όλες τις παροχές που θα προσέφερε η ως άνω απορροφούμενη εταιρεία, η πρώτη εναγόμενη θα κατέβαλε ως αμοιβή ποσοστό 5,5 % επί των καθαρών πωλήσεών της, η δε πληρωμή του ως άνω οικονομικού ανταλλάγματος συμφωνήθηκε να γίνεται την τελευταία ημέρα έκαστου επόμενου μήνα με την προσκόμιση επίσημου παραστατικού από την απορροφούμενη εταιρεία. Η πρώτη εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση, επίσης, να πωλεί στο κατάστημά της μόνο εμπορεύματα της απορροφούμενης εταιρείας, τα οποία θα αγόραζε είτε απευθείας από αυτήν, είτε από προμηθευτές, το δε τίμημα για την εν λόγω αγορά από την τελευταία ορίστηκε πληρωτέο εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου πώλησης.
Επιπροσθέτως, σε περίπτωση λήξης ή λύσης της ως άνω σύμβασης με οποιονδήποτε τρόπο η πρώτη εναγόμενη όφειλε να εξοφλήσει αμέσως όλες τις εκκρεμείς οικονομικές υποχρεώσεις της, να διακόψει αμέσως τη λειτουργία του καταστήματος της και να αφαιρέσει την επιγραφή και το διακριτικό γνώρισμα «BEAUTY SHOP» από τον εσωτερικό και τον εξωτερικό χώρο του καταστήματος της καθώς και από τα πάσης φύσης έντυπα και μέσα συσκευασίας. Για όλες τις διαφορές που θα προέκυπταν από την εφαρμογή των όρων της σύμβασης ορίστηκαν αποκλειστικά αρμόδια τα Δικαστήρια των Αθηνών. Στη συνέχεια, δυνάμει της από 2-1- 2001 έγγραφης τροποποίησης της σύμβασης δικαιόχρησης υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ως άνω απορροφούμενης εταιρείας η ίδια (η ενάγουσα), ενώ δυνάμει του από 1-10-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, το ποσοστό της μηνιαίας αμοιβής της, το οποίο συμφωνήθηκε να ανέρχεται σε ποσοστό 3,5% επί όλων των καθαρών πωλήσεων της πρώτης εναγόμενης, συμπεριλαμβανομένων και των πωλήσεων για λογαριασμό τρίτων. Παρά το γεγονός ότι εκείνη ήταν συνεπής σε όλες τις συμβατικές υποχρεώσεις της, η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία παραβίασε κατ’ επανάληψη τις απορρέουσες από την επίδικη σύμβαση υποχρεώσεις της έναντι της αντισυμβαλλομένης της, κατά τα λεπτομερώς στην αγωγή εκτιθέμενα, και ιδίως αυτές που αφορούσαν την καταβολή προς αυτήν της συμφωνηθείσας αμοιβής της καθώς και την εξόφληση του τιμήματος των πωληθέντων από αυτήν προϊόντων.
Ειδικότερα, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης που καταρτίστηκαν μεταξύ της ιδίας και της πρώτης εναγόμενης, στην έδρα της επιχείρησής της (ενάγουσας) στην Αθήνα πώλησε στην τελευταία, κατόπιν σχετικών παραγγελιών της τα λεπτομερώς αναφερόμενα στην αγωγή εμπορεύματα και παρείχε αντιστοίχως τις αναλυτικά περιγραφόμενες στην αγωγή υπηρεσίες απορρέουσες από τη σύμβαση δικαιόχρησης. Για τις ως άνω πωλήσεις καθώς και την παροχή υπηρεσιών εξέδωσε σχετικά τιμολόγια πλην, όμως η πρώτη εναγόμενη, καίτοι παρέλαβε τα εν λόγω εμπορεύματα στις εγκαταστάσεις της και αποδέχθηκε τις σχετικές υπηρεσίες, κατέβαλε έναντι του συνολικά οφειλόμενου τιμήματος για τις ως άνω πωλήσεις, ανερχόμενου στο ποσό των 22.482,52 ευρώ, μόνο το ποσό των 479,90 ευρώ, για το οποίο εκδόθηκαν πιστωτικά τιμολόγια και το οποίο καταλογίζεται από την ίδια (ενάγουσα) στο ποσό του πρώτου εκ των εκδοθέντων επίδικων τιμολογίων πώλησης, ενώ δεν προέβη σε καμία καταβολή αναφορικά με τις εκτελεσθείσες υπηρεσίες εκ μέρους της ενάγουσας. Λόγω της ως άνω υπαίτιας και αντισυμβατικής συμπεριφοράς της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, με την από 5-3-2009 εξώδικη όχλησή της ενημέρωσε την τελευταία εγγράφως για το μέχρι τότε οφειλόμενο τίμημα των πωλούμενων προς αυτήν εμπορευμάτων, ανερχόμενο στο ποσό των (22.482,52 € – 479,90 €=) 22.002,62 ευρώ καθώς και για την τότε μη καταβληθείσα και τιμολογημένη αμοιβή της από τη σύμβαση δικαιόχρησης, ανερχόμενη στο ποσό των 38.042,74 ευρώ, τάσσοντάς της εύλογη προθεσμία εξόφλησης των ως άνω ποσών.
Κατόπιν τούτου,η πρώτη εναγόμενη αιτήθηκε ανάλυση της οφειλής της και η ίδια με την από 18-3-2009 εξώδικη απάντησή της συγκοινοποίησε σε αυτήν πλήρη αναλυτική κατάσταση του χρεωστικού υπόλοιπου της. Πλην, όμως, η πρώτη εναγόμενη ουδέν έπραξε, με αποτέλεσμα με την από 7-4-2009 εξώδικη δήλωσή της που κοινοποιήθηκε σε αυτήν, να καταγγείλει τη σύμβαση δικαιόχρησης. Στη συνέχεια, μετά τη λύση της ένδικης σύμβασης, η πρώτη εναγόμενη συνέχισε να λειτουργεί και να εκμεταλλεύεται το ως άνω κατάστημα καλλυντικών χρησιμοποιώντας «εν είδει σήματος» και διακριτικού γνωρίσματος τη λεκτική ένδειξη «BEAUTY SHOP», κατ’ απομίμηση του ως άνω σήματος και διακριτικού γνωρίσματος της επιχείρησής της καθώς και κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, που έγινε με σκοπό αθέμιτου ανταγωνισμού και απόσπασης πελατείας. Με τον τρόπο αυτό, που είναι αντίθετος προς τα χρηστά ήθη, προκλήθηκε σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, το οποίο εξέλαβε ότι η επιχειρηματική της δραστηριότητα εξακολουθεί να ταυτίζεται με αυτή της ιδίας, με αποτέλεσμα να υφίσταται ζημία και να πλήττεται η εμπορική της φήμη και αξιοπιστία. Γι’ αυτό και ζητεί, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, παραιτούμενη του δικογράφου της από 1-6-2009 και με αριθμό κατάθεσης 102092/6433/2009 προγενέστερης αγωγής κατά των ιδίων εναγόμενων, να υποχρεωθεί η πρώτη εξ αυτών να της καταβάλει το ποσό των 38.042,74 ευρώ, το οποίο οφείλει ως συμφωνηθείσα αμοιβή της για τις εκτελεσθείσες υπηρεσίες για το χρονικό διάστημα από το μήνα Νοέμβριο του έτους 2005 έως το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2009 και το ποσό των 22.002,62 ευρώ, το οποίο οφείλει ως τίμημα για τις προαναφερόμενες διαδοχικές πωλήσεις εμπορευμάτων για το χρονικό διάστημα από το μήνα Απρίλιο του έτους 2004 έως το μήνα Μάρτιο του έτους 2008, ήτοι συνολικά το ποσό των με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο εκ των επιμέρους κονδυλίων κατέστη απαιτητό, ήτοι από την επομένη της παρέλευσης της τελευταίας ημέρας έκαστου επόμενου μήνα από την έκδοση εκάστου τιμολογίου παροχής υπηρεσιών καθώς και από την επομένη της παρέλευσης εξήντα (60) ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου πώλησης, άλλως με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 5-3-2009 εξώδικης όχλησή της, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση καθώς και το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπρακτική της συμπεριφορά, θεμελιούμενη στην αθέμιτη ανταγωνιστική συμπεριφορά της και στη συνακόλουθη προσβολή του νομικού της προσώπου και τη μείωση της εμπορικής της πίστης και φήμης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Επίσης, ζητεί να υποχρεωθεί η πρώτη των εναγόμενων να άρει την προσβολή επί των προαναφερόμενων υπ’ αριθ. 124297/27-9- 1994 και 124298/27-9-1994 σημάτων και διακριτικών γνωρισμάτων με την αφαίρεσή τους από την πρόσοψη και τα λοιπά σημεία, εντός και εκτός του καταστήματος καλλυντικών που διατηρεί επί της οδού στη Χίο, καθώς και από τα τιμολόγια-αποδείξεις, τα δελτία αποστολής, τις κάρτες, τις σφραγίδες της και τα διαφημιστικά της έντυπα παντός είδους και να παύσει να τα χρησιμοποιεί, όπως αυτά έχουν καθορισθεί και αποτυπωθεί στις δηλώσεις κατάθεσης τους ή κατά οποιαδήποτε λεκτική ή σχηματική απομίμηση αυτών ή παραποιημένα κατά οποιονδήποτε τρόπο, σε διαφημίσεις, στη διάθεση προϊόντων ή κατά οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Επιπλέον, να υποχρεωθεί η πρώτητων εναγόμενων να παραλείπει στο μέλλον τη χρήση των παραπάνω σημάτων και διακριτικών γνωρισμάτων της επιχείρησής της, με οποιονδήποτε τρόπο και να αναγνωρισθεί ότι αυτή οφείλει να της καταβάλειγιατην αθέμιτη χρήση αυτών για το χρονικό διάστημα από 14-4-2009και εντεύθεν ως εύλογη αποζημίωση ποσοστό ίσο προς 3,5% επί των καθαρών κερδών της επί όσο διαρκεί ή θα διαρκέσει η προσβολή, το τελικό ύψος του οποίου επιφυλάσσεται να προσδιορίσει και να αναζητήσει με την άσκηση νέας αγωγής.
Τέλος, ζητεί να απειληθεί χρηματική ποινή ποσού 3.000 ευρώ εις βάρος εκάστου εκ των εναγόμενων και προσωπική κράτηση διάρκειας 6 μηνών κατά του δευτέρου εξ αυτών, ως διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης, για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης, να επιτραπεί σε αυτήν η δημοσίευση του διατακτικού της εκδοθησομένης απόφασης σε δυο(2) ημερήσιες εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας, με έξοδα της πρώτης των εναγόμενων, να κηρυχθεί η απόφαση που εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα.
Η αγωγή με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αρμοδίου καθ’ύλην και κατά τόπον (άρθρα 18 αριθ.1, 43 και 44 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η ρήτρα παρέκτασης που αφορά διαφορές από ορισμένη έννομη σχέση περιλαμβάνει και τις συναφείς ή συρρέουσες-βλ. Κεραμέα-Κονδύλη- Νίκας ΕρμΚΠολΔ, έκδοση 2000, άρθρα 3 αρ. 18 και 43 αρ.1, καθώςκαι 7 παρ. 2 του ν. 2943/2001 σε συνδυασμό με Απόφαση Γ.Γ. Υπ.Δικ/νης 50726 -Φ.Ε.Κ. Β’ 739/20.6.2006), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, μετά την αποτυχία της απόπειρας εξώδικης επίλυσης,όπως προκύπτει από την από 5-9-2009 δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας (άρθρο 214 Α ΚΠολΔ), είναι δε ορισμένη, διότι, κατά τα εκτιθέμενα στον ανωτέρω δικανικό συλλογισμό, περιέχει όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν σύμφωνα μετο νόμο, πλην του αιτήματος περί αναγνώρισης της υποχρέωσης της πρώτης εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα εύλογη αποζημίωση ανερχόμενη σε ποσοστό 3,5% επί των καθαρών κερδών της για το χρονικό διάστημα από 14-4-2009 και εντεύθεν, το οποίο είναι απορριπτέο ως αόριστο, καθόσον δεν γίνεται εξειδικευμένη και λεπτομερής μνεία συγκεκριμένων περιστατικών προκειμένου να καταστεί εφικτός ο υπολογισμός και ο προσδιορισμός του ύψους του αιτούμενου κονδυλίου. Αναφορικά, δε, με το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να σημειωθεί ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού των εναγόμενων ως νόμω αβασίμου, καθόσον η ενάγουσα εκθέτει με σαφήνεια ότι με την παράνομη προσβολή της νομικής προσωπικότητάς της και με την τελεσθείσα εις βάρος της παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά προσβλήθηκε η εμπορική της πίστη και δραστηριότητα. Ακολούθως, η αγωγή είναι νόμιμη, πλην του παρεπόμενου δικονομικού αιτήματος τοκοδοσίας από την επίδοση της από 5-3-2009 εξώδικης όχλησης της ενάγουσας, το οποίο πρέπει να περιοριστεί στα όρια του νόμου και να γίνει δεκτό από την επομένη της παρέλευσης της προθεσμίας που τάχθηκε με την ως άνω εξώδικη όχληση, καθόσον κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, για την εκπλήρωση της παροχής της πρώτης εναγόμενης τάχθηκε εύλογη προθεσμία. Στηρίζεται δε κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη στις προαναφερόμενες διατάξεις καθώς και σε εκείνες των άρθρων 340, 341, 346, 513 επ., 529, 681 επ., 694 ΑΚ, 10, 14,15,22 του ν. 146/1914, 7 του π.δ/τος 166/5-6-2003, 22 ΕμπΝ, 68, 74, 176,191 παρ. 2, 907, 908 παρ. 1 και 947 ΚΠολΔ.
Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι η ενάγουσα κατέβαλε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες αυτού προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. 12387068/25-10-2010 διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ ΙΘ’ Αθηνών με τα επικολλημένα σε αυτά ένσημα ΤΠΔΑ και το υπ’ αριθ. 64794/25-10-2010 γραμμάτιο είσπραξης ΕΤΑΑ TAN).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, που εξετάσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης (οι εναγόμενοι δεν εξέτασαν μάρτυρα), από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν με τις νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους καθώς και με την προσθήκη των προτάσεών τους προς αντίκρουση ισχυρισμών των αντιδίκων τους, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η υπ’ αριθ. 4703/17-3-2008 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της ενάγουσας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, η οποία δόθηκε στο πλαίσιο προηγούμενης δίκης (ΑΠ 1989/2009 Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ; ΑΠ 1633/2009 Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 818/2009 Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) και τέλος τις φωτογραφίες που με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι, η ακρίβεια των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444, 448 και 457 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα εξής: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία δραστηριοποιείται στους τομείς της εμπορίας και διανομής καλλυντικών ειδών καθώς και ειδών γενικής περιποίησης, ενώ αποτελεί καθολική διάδοχο της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία Οργάνωσις Διοίκησης Επιχειρήσεων-Μελέτη και Εκτέλεσις Τεχνικών και Τουριστικών Έργων Ανώνυμος Βιομηχανική Εμπορική Τεχνική και Τουριστική Εταιρεία». Συγκεκριμένα, δυνάμει της υπ’ αριθ. 68695/2000 συμβολαιογραφικής πράξης διάσπασης του Συμβολαιογράφου Αθηνών Τριαντάφυλλου Παπαδόπουλου και της υπ’ αριθ. τροποποιητικής αυτής πράξης του ιδίου ως άνω Συμβολαιογράφου, εγκριθείσες με την υπ’ αριθ. απόφαση της Νομαρχίας Αθηνών, νομίμως δημοσιευθείσας στο υπ’ αριθ. ΦΕΚ- Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, η ως άνω εταιρεία διασπάστηκε σε δυο τμήματα με απορρόφηση του μεν τμήματος εμπορίας ειδών ρουχισμού και λοιπών ειδών από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Εμπορική και Βιοτεχνική Εταιρεία», του δε τμήματος εμπορίας καλλυντικών από την ενάγουσα με την τότε επωνυμία «BEAUTY SHOP Ανώνυμος Εμπορική Εταιρεία» και διακριτικό τίτλο «BEAUTY SHOP».
Ακολούθως, με την από 19-12-2000 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της, που καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών και εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 37515/2000 απόφαση της Νομαρχίας Αθηνών, ομοίως νομίμως δημοσιευθείσας στο υπ’ αριθ. 97/5-1-2001 ΦΕΚ-Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, η επωνυμία της ορίστηκε ως ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», ο διακριτικός της τίτλος ως και η έδρα της μεταφέρθηκε στον Αττικής.
Η ενάγουσα είναι δικαιούχος εμπορικών σημάτων, με πρώτο συνθετικό το λεκτικό τύπο «Beauty Shop», κατόπιν μεταβίβασής τους από την ως άνω απορροφούμενη εταιρεία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται: α) το λεκτικό, με ορισμένη έγχρωμη σύνθεση, σήμα «Beauty Shop», το οποίο είχε κατατεθεί νόμιμα στην αρμόδια Διεύθυνση Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας του τότε Υπουργείου Εμπορίου και ήδη ?Ανάπτυξης με αριθμό κατάθεσης 124297/27-9-1994 για τη διάκριση των προϊόντων των κλάσεων 3, 25 και 42 και έχει γίνει αμετακλήτως δεκτό με την υπ’ αριθ. 12354/1995 απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων για τις κλάσεις 25 και 42, ήτοι μεταξύ άλλων για ενδύματα, εσώρουχα, μαγιώ, υποδήματα,υπηρεσίεςυγιεινής και ομορφιάς, που καταχωρήθηκε στις 17-9-1998 και ισχύει κατόπιν της ανανέωσής του έως 27-9-2014 και β) το λεκτικό σήμα το οποίο είχε κατατεθεί νόμιμα στην αρμόδια Διεύθυνση Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας του τότε Υπουργείου Εμπορίου και ήδη Υπουργείου Ανάπτυξης με αριθμό κατάθεσης 124293/27-9-1994 για τη διάκριση των προϊόντων των κλάσεων 3, 25 και 42, ήτοι μεταξύ άλλων για καλλυντικά, είδη αρωματοποιίας, κοσμητικά είδη, προϊόντα περιποίησης σώματος και ομορφιάς, σαπούνια, ενδύματα, εσώρουχα, μαγιώ, υποδήματα, υπηρεσίες υγιεινής και ομορφιάς και έχει γίνει αμετακλήτως δεκτό με την υπ’ αριθ. 10967/1995 απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων, που καταχωρήθηκε στις 19-5-1997 και ισχύει κατόπιν της ανανέωσης του έως 27-9-2014. Οι σχετικές μεταβολές της δικαιούχου των εν λόγω σημάτων καταχωρήθηκαν στην αρμόδια Διεύθυνση Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας του Υπουργείου Ανάπτυξης με τις υπ’ αριθ. 16809/1-1-2000 και 16834/1-12-2000 αιτήσεις της ενάγουσας. Επιπροσθέτως, ο λεκτικός τύπος «Beauty Shop» συνιστά διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης που διατηρεί, προς εξατομίκευση των προϊόντων και των υπηρεσιών που παρέχει προς το συναλλακτικό κοινό καθώς και σήμα φήμης, λόγω του αυξημένου βαθμού καθιέρωσής του στις συναλλαγές με την έννοια ότι τούτο δεν έχει φθαρεί χρησιμοποιούμενο κατά τρόπο ευρύ από τρίτους σε ανόμοια προϊόντα, της εμφάνισης ορισμένου βαθμού ιδιοτυπίας καθώς και της θετικής εκτίμησης του κοινού σχετικά με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που διακρίνει. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα έχει οργανώσει, λειτουργεί και διοικεί καταστήματα καλλυντικών και συναφών προς αυτά προϊόντων υπό τα νομίμως κατοχυρωμένα σήματά της «Beauty Shop», ενώ διαθέτει τη μέθοδο και την τεχνογνωσία αναφορικά με τον τρόπο εμπορικής εκμετάλλευσης καταστημάτων πώλησης καλλυντικών και κοσμητικών ειδών.
Σε συνδυασμό με τη διεύθυνση και τη διαφημιστική προώθηση αναπτύσσει την επιχειρηματική της δραστηριότητα με τη μέθοδο της δικαιόχρησης («franchising») συνάπτοντας συμβάσεις δικαιόχρησης με τρίτους, στους οποίους παραχωρεί την τεχνογνωσία της καθώς και το δικαίωμα χρήσης του ως άνω σήματος και διακριτικού γνωρίσματος «Beauty Shop», προκειμένου να δημιουργήσουν οι τελευταίοι το δικό τους κατάστημα πώλησης καλλυντικών ειδών σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας αλλά και στο εξωτερικό. Η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία δραστηριοποιείται στον τομέα της εμπορίας καλλυντικών ειδών, αρωμάτων, ειδών περιποίησης και συναφών ειδών και διατηρεί την έδρα της επιχείρησής της στη Χίο επί της ενώ εκπροσωπείται από τον ομόρρυθμο εταίρο και διαχειριστή της, δεύτερο εναγόμενο.
Στις 13-4-1998 η ως άνω δικαιοπάροχος της ενάγουσας απορροφούμενη εταιρεία με την επωνυμία Οργάνωσις Διοίκησης Επιχειρήσεων-Μελέτη και Εκτέλεσις Τεχνικών και Τουριστικών Έργων Ανώνυμος Βιομηχανική Εμπορική Τεχνική και Τουριστική Εταιρεία», συνήψε με την πρώτη εναγόμενη έγγραφη σύμβαση δικαιόχρησης ορισμένου χρόνου, δυνάμει της οποίας η τελευταία απέκτησε το δικαίωμα να λειτουργεί και να εκμεταλλεύεται αποκλειστικά στην περιοχή της Χίου, κατάστημα καλλυντικών υπό το σήμα και διακριτικό γνώρισμα «Beauty shop», συμμετέχοντας στο ομοιόμορφο και ομοιογενές επιχειρηματικό σύστημα της δικαιοπαρόχου V της ενάγουσας, έναντι καταβολής ορισμένου οικονομικού ανταλλάγματος.
Η διάρκεια της σύμβασης ορίστηκε πενταετής, αρχόμενη την 1-4-1998 και λήγουσα στις 30-3-2003, η δε διάρκειά της συμφωνήθηκε να παρατείνεται αυτοδίκαια για διάστημα ενός (1) έτους, εάν τρεις (3) μήνες πριν την αρχική ή την κατά παράταση εκάστοτε λήξη της, δεν καταγγελλόταν με έγγραφη δήλωση ενός εκ των συμβαλλόμενων μερών, επιδιδόμενης στο άλλο μέρος με συστημένη επιστολή (όρος 9).
Ειδικότερα, η πρώτη εναγόμενη όφειλε να πληροί καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης τις προδιαγραφές και τους όρους της ενιαίας μορφής, εμφάνισης και διαρρύθμισης των καταστημάτων του δικτύου «Beauty shop», η δε παραχώρηση και άδεια χρήσης του σήματος «Beauty shop», αφορούσε αποκλειστικά τη διάθεση των προϊόντων της ως άνω απορροφούμενης εταιρείας, των συναφών υπηρεσιών και του έντυπου υλικού που η πρώτη εναγόμενη θα χρησιμοποιούσε στο κατάστημά της.
Η άδεια χρήσης του εν λόγω σήματος συμφωνήθηκε να εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την ισχύ της σύμβασης και να λήγει αυτοδίκαια μετά την με οποιοδήποτε τρόπο λύση ή λήξη της, οπότε και θα έπαυε οριστικά το δικαίωμα της πρώτης εναγόμενης να το χρησιμοποιεί (όρος 1 παρ.2,3,4). Η πρώτη εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να αναρτήσει στην πρόσοψη του καταστήματος της καθώς και στο εσωτερικό αυτού επιγραφές με το σήμα «Beauty Shop» καθώς και να απασχολήσει η ίδια προσωπικό, δικής της επιλογής, το οποίο, όμως, θα έπρεπε να είναι κατάλληλο και ανάλογο της φήμης και της ποιότητας του δικτύου καταστημάτων (αλυσίδας) «Beauty shop» (όρος 1 παρ. 5 και 7). Σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. 2 όρο της σύμβασης, η πρώτη εναγόμενη υποχρεούτο να πωλεί στο κατάστημά της μόνο εμπορεύματα της ως άνω απορροφούμενης εταιρείας, τα οποία θα αγόραζε, είτε απευθείας από αυτήν, είτε από προμηθευτές, που θα της υποδείκνυε αυτή με τιμές και όρους αγοράς που θα είχε συμφωνήσει. Σε περίπτωση που η πρώτη εναγόμενη ανεύρισκε προμηθευτή ιδίων εμπορευμάτων με ευνοϊκότερους όρους όφειλε να το ανακοινώσει αμέσως εγγράφως στην απορροφούμενη εταιρεία, παρέχοντας σε αυτή όλες τις σχετικές πληροφορίες και στοιχεία, η δε τελευταία υποχρεούτο να απαντήσει εγγράφως εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών για το εν λόγω θέμα, διαφορετικά η αντισυμβαλλόμενή της θα δικαιούτο να προμηθεύεται τα εμπορεύματα από τον προμηθευτή με τους ευνοϊκότερους όρους. Επίσης, η πρώτη εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να είναι συνεπής στις οικονομικές υποχρεώσεις της προς την ως άνω απορροφούμενη εταιρεία και τους προμηθευτές που θα υποδείκνυε αυτή καθώς και να καταβάλει εμπρόθεσμα το τίμημα για τις σχετικές αγορές εμπορευμάτων, σύμφωνα με τους όρους που θα είχε συμφωνήσει η ως άνω εταιρεία. Όφειλε, ακόμη, να διατηρεί στο κατάστημά της αποθέματα εμπορευμάτων ικανά να καλύψουν ανάγκες ενενήντα (90) ημερών, η δε απορροφούμενη εταιρεία να την προμηθεύει με εμπορεύματα ομαλώς, σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι κατά τη διάρκεια της σύμβασης η πρώτη εναγόμενη δεν θα συμμετείχε, είτε άμεσα, είτε έμμεσα σε επιχείρηση ή εμπορική δραστηριότητα όμοια ή ανταγωνιστική ή αντικρουόμενων συμφερόντων με την επιχείρηση της απορροφούμενης εταιρείας (ρήτρα μη ανταγωνισμού-όρος 4). Για όλες τις παροχές που θα προσέφερε η τελευταία σε αυτήν, θα της κατέβαλε ως αμοιβή ποσοστό 5,5 % επί των καθαρών πωλήσεών της, συμπεριλαμβανομένων και των πωλήσεων για λογαριασμό τρίτων και της παροχής των αντίστοιχων υπηρεσιών. Ως ποσό των καθαρών πωλήσεων θα θεωρείτο το εναπομείναν ποσό μετά την αφαίρεση της αξίας των επιστρεφόμενων από τους πελάτες εμπορευμάτων, των παρεχόμενων εκπτώσεων καιτου Λ/ » ΦΠΑ, η δε πληρωμή του ως άνω οικονομικού ανταλλάγματος συμφωνήθηκε να γίνεται την τελευταία ημέρα έκαστου επόμενου μήνα με την προσκόμιση επίσημου παραστατικού από την απορροφούμενη εταιρεία (όρος 8 παρ.1 και 3).
Ακολούθως, κατά τον υπ’ αριθ.10όρο της σύμβασης, όλοι οι όροι αυτής συμφωνήθηκαν ρητά ότι είναι εκτέλεση του συνόλου ή μέρους των υποχρεώσεών της ή παρέβαινε οποιονδήποτε όρο της σύμβασης, η ως άνω απορροφούμενη εταιρεία είχε το δικαίωμα άμεσης καταγγελίας της σύμβασης, χωρίς την τήρηση προθεσμίας, καθώς και αναζήτησης αποζημίωσης για κάθε θετική και αποθετική ζημία. Σε περίπτωση λήξης ή λύσης της σύμβασης με οποιονδήποτε τρόπο, η πρώτη εναγόμενη όφειλε να εξοφλήσει αμέσως όλες τις εκκρεμείς οικονομικές υποχρεώσεις της προς την απορροφούμενη εταιρεία, να διακόψει αμέσως τη λειτουργία του καταστήματος «Beauty Shop» και να αφαιρέσει αμέσως την επιγραφή με το προαναφερόμενο διακριτικό γνώρισμα από το εσωτερικό και εξωτερικό χώρο του καταστήματος της καθώς και από τα πάσης φύσης έντυπα και μέσα συσκευασίας.
Για όλες, δε, τις διαφορές που θα προέκυπταν από την ερμηνεία και την εφαρμογή των-όρων της σύμβασης ορίστηκαν αποκλειστικά αρμόδια τα Δικαστήρια των Αθηνών (όρος 11).
Στη συνέχεια, δυνάμει του από 2-1-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού, η ως άνω σύμβαση δικαιόχρησης τροποποιήθηκε με την υπεισέλευση της ενάγουσας στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ως άνω απορροφούμενης εταιρείας, η δε αμοιβή της για τις παρεχόμενες από αυτήν υπηρεσίες συμφωνήθηκε να ανέλθει σε ποσοστό 6% επί των αγορών καλλυντικών ιδιωτικής ετικέτας που θα πραγματοποιούσε η πρώτη εναγόμενη από την ίδια. Περαιτέρω, με το από 1-10-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε μεταξύ των διάδικων εταιρειών, τροποποιήθηκε το ποσοστό της μηνιαίας αμοιβής της ενάγουσας, το οποίο συμφωνήθηκε να ανέρχεται σε ποσοστό 3,5% επί όλων των καθαρών πωλήσεων της πρώτης εναγόμενης, συμπεριλαμβανομένων και των πωλήσεων για λογαριασμό τρίτων, ενώ ως ποσό καθαρών πωλήσεων θα θεωρείτο το εναπομείναν ποσό από τις συνολικές πωλήσεις του καταστήματος της πρώτης εναγόμενης μετά την αφαίρεση της αξίας των επιστρεφόμενων από τους πελάτες εμπορευμάτων, των παρεχόμενων εκπτώσεων και του ΦΠΑ. Επίσης, προστέθηκε, μετά τον υπ’ αριθ. 8 όρο της από 13-4-1998 αρχικής σύμβασης δικαιόχρησης, ο υπ’ αριθ. 8 όρος, σύμφωνα με τον οποίο η πρώτη εναγόμενη θα απολάμβανε τα πλεονεκτήματα και τις ωφέλειες που θα τις προσπόριζε η διαφήμιση που θα πραγματοποιούσε η ενάγουσα για το δίκτυο καταστημάτων (αλυσίδα) ή/και των προϊόντων «Beauty Shop», με τα κάθε είδους διαφημιστικά μηνύματα. Η πρώτη εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να συμμετέχει στη δαπάνη της ενάγουσας για τις κάθε μορφής, άμεσες ή έμμεσες, διαφημίσεις της αλυσίδας καταστημάτων ή/και των προϊόντων «Beauty shop», κατά την απολύτως ελεύθερη κρίση της. Η συμμετοχή της πρώτης εναγόμενης συμφωνήθηκε να ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 1% επί του συνόλου των καθαρών πωλήσεών της, όπως αυτές προεκτέθηκαν, η δε πληρωμή της ως άνω συμμετοχής θα γινόταν κατόπιν έκδοσης σχετικού τιμολογίου εκ μέρους της ενάγουσας εντός προθεσμίας σαράντα πέντε (45) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης έκαστου παραστατικού. Στα κάθε είδους διαφημιστικά μηνύματα ή στις διαφημιστικές καταχωρήσεις που θα πραγματοποιούντο, η ενάγουσα συμφωνήθηκε ότι δεν θα είχε την υποχρέωση να προβαίνει σε ειδική αναφορά στο κατάστημα της πρώτης εναγόμενης. Ακολούθως, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι η συνεργασία, μεταξύ των διαδίκων λειτούργησε αρμονικά επί σεψά ετών. Η ένδικη σύμβαση δικαιόχρησης ορισμένου χρόνου, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1-4-1998 και έληξε στις 30-3-2003, παρατάθηκε αυτοδίκαια, κατά διαδοχικά διαστήματα διάρκειας ενός (1) έτους έως 30-3-2009, καθόσον έως και 1-1-2009 κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν κατήγγειλε αυτή με έγγραφη δήλωσή του επιδιδόμενη στο άλλο μέρος. Ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι η ένδικη σύμβαση κατέστη αορίστου χρόνου λόγω της παρέλευσης της συμφωνηθείσας διάρκειάς της καθώς και της ενιαύσιας παράτασης της, δεν κρίνεται βάσιμος, διότι, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο ρητό όρο της σύμβασης, που έγινε αμοιβαία αποδεκτός από τα συμβαλλόμενα μέρη, σε περίπτωση λήξης της συμβατικής διάρκειας της, αυτή δεν θα μετατρεπόταν σε αορίστου χρόνου αλλά η διάρκειά της θα παρατεινόταν αυτοδίκαια για διάστημα ενός (1) έτους, εάν τρεις (3) μήνες πριν την κατά παράταση εκάστοτε λήξη της, δεν καταγγελλόταν με έγγραφη δήλωση ενός εκ των συμβαλλόμενων μερών (όρος 9). Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι παρά το γεγονός ότι η ενάγουσα ήταν συνεπής σε όλες τις συμβατικές υποχρεώσεις της, η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία παραβίασε κατ’ επανάληψη τις απορρέουσες από την επίδικη σύμβαση υποχρεώσεις της έναντι της αντισυμβαλλομένης της, και ειδικά αυτές που αφορούσαν την καταβολή προς αυτήν της συμφωνηθείσας αμοιβής της (προμήθειας) καθώς και την εξόφληση του τιμήματος των πωληθέντων από αυτήν προϊόντων. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα παρείχε προς την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, κατά τα συμφωνηθέντα, υπηρεσίες διοικητικής, διαφημιστικής και εμπορικής υποστήριξης, απορρέουσες από τη σύμβαση δικαιόχρησης, ενώ για την παροχή των ως άνω υπηρεσιών προέβη στην έκδοση σχετικών τιμολογίων, στα οποία αναγράφεται λεπτομερώς το είδος, η καθαρή αξία και η συνολική αξία τους. Ειδικότερα, η ενάγουσα εξέδωσε για το χρονικό διάστημα από 30- 11-2005 έως και 8-4-2009.
Με βάση, δε, σχετική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, έκαστο εκ των προαναφερόμενων τιμολογίων παροχής υπηρεσιών έπρεπε να εξοφληθεί μετά την παρέλευση της τελευταίας ημέρας έκαστου επόμενου μήνα από την έκδοσή του, ενώ όσον αφορά τα τιμολόγια πώλησης, έκαστο εξ αυτών ορίστηκε πληρωτέο μετά την παρέλευση εξήντα (60) ημερών από την έκδοσή του. Οι εναγόμενοι, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας με την προσθήκη — αντίκρουση των προτάσεων τους, ισχυρίζονται ότι όσον αφορά τις επιμέρους αγωγικές αξιώσεις που απορρέουν από τα τιμολόγια έκδοσης του έτους 2004 συνολικού ύψους 2.300 ευρώ, αυτές έχουν αποσβεστεί δια καταβολής του αντίστοιχου τιμήματος εκ μέρους τους, ενώ σε κάθε περίπτωση έχουν υποπέσει σε παραγραφή λόγω της παρέλευσης χρονικού διαστήματος μεγαλύτερου της πενταετίας από τότε που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές. Οι ως άνω ισχυρισμοί, οι οποίοι επιχειρούνται να θεμελιωθούν στις διατάξεις των άρθρων 416 επ. και 250 επ. ΑΚ, αντιστοίχως, κρίνονται απορριπτέοι προεχόντως ως απαραδέκτως προβαλλόμενοι, καθόσον η προσθήκη – αντίκρουση επιτρέπεται να περιέχει μόνο περαιτέρω ανάπτυξη ή διευκρίνιση των ισχυρισμών των διαδίκων που περιλήφθηκαν ήδη στο κύριο σώμα των προτάσεών τους ή αντίκρουση των αντίστοιχων ισχυρισμών του αντιδίκου, στην προκείμενη δε περίπτωση οι εναγόμενοι ουδεμία μνεία κάνουν περί των ανωτέρω ισχυρισμών στις έγγραφες προτάσεις τους. Ωστόσο, και αν ακόμη είχαν προβληθεί παραδεκτώς, θα ήταν και πάλι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθόσον όσον αφορά τον πρώτο εκ των ως άνω ισχυρισμών περί μερικής εξόφλησης, οι εναγόμενοι δεν προσκομίζουν κανένα έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτουν επιμέρους καταβολές, όπως αποδείξεις και εντάλματα πληρωμής, ούτε εξέτασαν σχετικό μάρτυρα στο ακροατήριο περί τούτου. Όσον αφορά το δεύτερο ισχυρισμό περί παραγραφής, η αρχική πενταετής παραγραφή των PI? επίδικων απαιτήσεων άρχισε πράγματι κατά τα άρθρα 250 και 253 ΑΚ, το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκαν αυτές και κατέστησαν δικαστικά επιδιώξιμες. Επομένως, η διαδρομή της υπόψη παραγραφής άρχισε την 1-1-2005 και επρόκειτο να συμπληρωθεί στις 31- 12-2009. Εφόσον, όμως, την 1-7-2009 μεσολάβησε το διακοπτικό γεγονός της άσκησης της παρούσας αγωγής (βλ. τις υπ’ αριθ. 10570/1-7- 2009 και 10571/1-7-2009 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Χίου και προγενέστερα αυτής η από 18-3-2009 έγγραφη όχληση της ενάγουσας, που αναφέρεται καθ’ υποφοράν στο δικόγραφο της αγωγής, η αρξάμενη την 1-1-2005 παραγραφή διακόπηκε με τη μεσολάβηση των ως άνω προταθέντων διακοπτικών γεγονότων, με αποτέλεσμα από 1-1-2010 να αρχίζει εκ νέου ισόχρονη με την αρχική παραγραφή. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι λόγω της άνω αντισυμβατικής συμπεριφοράς της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, η ενάγουσα με την από 5-3-2009 εξώδικη όχλησή της, που κοινοποιήθηκε στην πρώτη εναγόμενη στις 6-3-2009 (βλ. την υπ’ αριθ. 9881/6-3-2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Χίου ενημέρωσε την τελευταία εγγράφως για τις μέχρι τότε ληξιπρόθεσμες οφειλές της, ανερχόμενες συνολικά στο ποσό των 59.356,51 ευρώ και κάλεσε αυτή να προβεί στην εξόφλησή τους εντός προθεσμίας πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την επίδοση της ως άνω εξώδικης όχλησης.
Σε απάντηση της ως άνω εξώδικης όχλησης, η πρώτη εναγόμενη με την από 11-3- 2009 εξώδικη δήλωσή της, που κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα στις 12-3- 2009 (βλ. τη σχετική επισημείωση κατ’ άρθρο 139 ΚΠολΔ του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή επί του αντιγράφου του επιδοθέντος εγγράφου), αιτήθηκε την ανάλυση, με κάθε πρόσφορο τρόπο, της έως τότε οφειλής της. Προς απόκρουση της ως άνω εξώδικης δήλωσης, η ενάγουσα με την από 18-3-2009 εξώδικη απάντησή της, που κοινοποιήθηκε στην πρώτη εναγόμενη στις 20-3-2009 (βλ. την υπ’ αριθ. 9960/20-3-20009 έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Χίου) ενημέρωσε εκ νέου την αντισυμβαλλομένη της για το ύψος του μέχρι τότε οφειλόμενου τιμήματος των πωλούμενων προς αυτήν εμπορευμάτων, το οποίο ανερχόταν στο ποσό των 22.002,62 ευρώ καθώς και της μέχρι τότε μη καταβληθείσας και τιμολογημένης αμοιβής της από τη σύμβαση δικαιόχρησης, ανερχόμενης στο ποσό των 37.353,89 ευρώ, ενώ της συγκοινοποίησε και σχετική αναλυτική κατάσταση του χρεωστικού υπολοίπου της. Πλην, όμως, η πρώτη εναγόμενη ουδέν έπραξε, με αποτέλεσμα η ενάγουσα με την από 7-4-2009 εξώδικη δήλωση της που κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 9-4-2009 (βλ. την υπ’ αριθ. 10058/9-4-2009 έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Χίου), να καταγγείλει την επίδικη σύμβαση δικαιόχρησης, καλώντας την παράλληλα να εξοφλήσει το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών της, να διακόψει τη λειτουργία του καταστήματος της υπό τα σήματα και διακριτικά της γνωρίσματα, να αφαιρέσει τις σχετικές επιγραφές από το εξωτερικό και το εσωτερικό αυτού καθώς και από τα πάσης φύσης έντυπα, υλικά και μέσα συσκευασίας. Τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, που επακολούθησαν τη σύναψη της επίδικης σύμβασης δικαιόχρησης και των τροποποιήσεων αυτής, συνιστούν, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους της ενάγουσας, διότι ήταν τόσο σοβαρά ώστε να καταστήσουν μη ανεκτή τη συνέχιση της συμβατικής δέσμευσης για την τελευταία, δεδομένου ότι η πρώτη εναγόμενη, από υπαιτιότητά της δεν εκπλήρωσε του όρους της σύμβασης και τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας της με την ενάγουσα αναφορικά με την καταβολή του μονίμου δικαιώματος της τελευταίας επί των καθαρών πωλήσεων του καταστήματος της καθώς και την εμπρόθεσμη εξόφληση των πωληθέντων προς αυτή εμπορευμάτων. Η δε άσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος της καταγγελίας εκ μέρους της ενάγουσας ήταν εύλογη, δικαιολογημένη και σύμφωνη με τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, καθόσον προηγήθηκε αυτής σειρά εξώδικων δηλώσεων, διαμαρτυριών και προειδοποιήσεων προς την πρώτη εναγόμενη, χωρίς αυτή να αλλάξει πρακτική. Η τελευταία ισχυρίζεται ότι η ως άνω συμπεριφορά της ενάγουσας να καταγγείλει την επίδικη σύμβαση συνιστά παράνομη πράξη, είναι δε η σχετική καταγγελία εκ μέρους της άκυρη και καταχρηστική, καθόσον έγινε προσχηματικά χωρίς την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, με βασικό στόχο την παύση της λειτουργίας της στο πλαίσιο της οικονομικής της στρατηγικής. Επιπροσθέτως, ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα ουδέποτε της διευκρίνισε με επάρκεια το ύψος του χρεωστικού της υπολοίπου παρά τις επανειλημμένες διαμαρτυρίες της, ενώ ήδη από το έτος 2004 προέβαινε σε συνεχείς παραβάσεις των όρων της σύμβασης δικαιόχρησης με ασύμφορες εμπορικές συνεργασίες καθώς και διακριτική μεταχείριση εις βάρος της σε σχέση με τους υπόλοιπους δικαιοδόχους. Οι ως άνω ισχυρισμοί της πρώτης εναγόμενης, οι οποίοι προβάλλονται παραδεκτώς κατά τις διατάξεις των άρθρων 115, 256 και 269 ΚΠολΔ, συνιστούν ενστάσεις και είναι νόμιμοι στηριζόμενοι στις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, κρίνονται απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι, καθόσον δεν προκύπτουν από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Ειδικότερα, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα παρέβη τις συμβατικές τις υποχρεώσεις με σκοπό την παύση της λειτουργίας του καταστήματος της πρώτης εναγόμενης, ούτε ότι προέβη σε δυσμενείς εμπορικές συμφωνίες εις βάρος της πρώτης εναγόμενης, καθώς και σε δυσμενή μεταχείρισή της σε σχέση με τους δικαιοδόχους του υπόλοιπου δικτύου. Η σχετική αναλυτική κατάσταση που της κοινοποιήθηκε, περιέχει με σαφήνεια και επάρκεια τα επιμέρους κονδύλια του μεταξύ τους τηρηθέντος δοσοπλητικού λογαριασμού καθώς και το χρεωστικό υπόλοιπο που προκύπτει εις βάρος της από την εμπορική της συνεργασία με την ενάγουσα. Εξάλλου, η πρώτη εναγόμενη ουδέποτε αμφισβήτησε ειδικά και συγκεκριμένα την ορθότητα των επιμέρους κονδυλίων του ως άνω λογαριασμού, ούτε τον τρόπο υπολογισμού τους, ούτε διαμαρτυρήθηκε εγγράφως για τυχόν αντισυμβατική συμπεριφορά της ενάγουσας, ενώ σύμφωνα με ρητό όρο της επίδικης σύμβασης δικαιόχρησης η ίδια διατηρούσε το δικαίωμα εξεύρεσης προμηθευτών με ευνοϊκότερες τιμές και όρους σε σχέση με αυτούς που θα της υποδείκνυε η ενάγουσα. Απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, κρίνεται επίσης και ο ισχυρισμός της πρώτης εναγόμενης περί ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης δικαιόχρησης λόγω της μη τήρησης εύλογης προθεσμίας εκ μέρους της ενάγουσας, καθόσον η μη τήρηση της εν λόγω προθεσμίας δεν καθιστά την καταγγελία παράνομη, αλλά ενδεχομένως να δημιουργεί υποχρέωση της ενάγουσας προς αποζημίωση.
Ως εκ τούτου, η ως άνω καταγγελία έγινε για λόγους που αφορούν το νομικό πρόσωπο της πρώτης εναγόμενης και δη για παραβάσεις υποχρεώσεων που η ίδια είχε αναλάβει στο πλαίσιο της εμπορικής της συνεργασίας με την ενάγουσα, είναι δε απολύτως δικαιολογημένη και έγκυρη και δεν αντίκειται στα συναλλακτικά ήθη ούτε είναι καταχρηστική, αφού η πρώτη εναγόμενη επέφερε με την προαναφερόμενη συμπεριφορά της τον κλονισμό της εμπιστοσύνης της ενάγουσας προς το νομικό πρόσωπο αυτής. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, είτε δεν εκπλήρωσε, είτε δεν εκπλήρωσε εμπροθέσμως και προσηκόντως τις συμβατικές της υποχρεώσεις και ιδίως αυτές που αφορούσαν την αρχή περί παράλειψης ανταγωνισμού, την ενημέρωση της πρώτης εναγόμενης περί των καταρτισθεισών εμπορικών συμφωνιών που αφορούσαν αυτή καθώς της διαφημιστικής προβολής της τελευταίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι. Αντίθετα, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι η ενάγουσα παρείχε διαρκώς και αδιαλείπτως υπηρεσίες υποστήριξης της λειτουργίας του καταστήματος της πρώτης εναγόμενης, συνεχή ενημέρωση περί των εμπορικών συμφωνιών που επιτύγχανε και αφορούσαν την επιχείρησή της καθώς και διαφημιστικές υπηρεσίες για την ανάπτυξη και την ενίσχυση του κύκλου εργασιών και την αύξηση των πωλήσεων της τελευταίας, από τις οποίες εξάλλου, εξαρτάτο και το ύψος της δικής της αμοιβής (προμήθειας). Η δε αποχώρηση της αισθητικού-συμβούλου ομορφιάς, η οποία είχε προσληφθεί από την εταιρεία «ESTEE LAUDER HELLAS» και εργαζόταν για λογαριασμό της τελευταίας στο κατάστημα της πρώτης εναγόμενης, πραγματοποιήθηκε κατόπιν απόφασης της ως άνω εταιρείας, λόγω της μη επίτευξης των προβλεπόμενων οικονομικών στόχων εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης, ενώ η ενάγουσα ουδεμία σχέση είχε με την εν λόγω αποχώρηση, ούτε θα μπορούσε να παρέμβει προκειμένου να την παρεμποδίσει, συνεπεία των δυσμενών οικονομικών στοιχείων που παρουσίαζε η πρώτη εναγόμενη.
Ως εκ τούτου οι σχετικοί ισχυρισμοί των εναγόμενων, οι οποίοι προβάλλονται παραδεκτώς κατά τις διατάξεις των άρθρων 115, 256 και 269 ΚΠολΔ, και είναι νόμιμοι στηριζόμενοι στις διατάξεις των άρθρων 376 και 382 επ. ΑΚ πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι μετά τη λύση της ένδικης σύμβασης, η πρώτη εναγόμενη συνέχισε να λειτουργεί και να εκμεταλλεύεται το ως άνω κατάστημα καλλυντικών επί της οδού στη Χίο. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι συνέχισε να χρησιμοποιεί «εν είδει σήματος» και διακριτικού γνωρίσματος τη λεκτική ένδειξη «Beauty shop», ούτε ότι εξακολούθησε να εκμεταλλεύεται τα δικαιώματα βιομηχανικής και πνευματικής ιδιοκτησίας της ενάγουσας καθώς και την τεχνογνωσία του πακέτου δικαιόχρησης που της είχε παραχωρηθεί με βάση την ως άνω σύμβαση. Αντιθέτως, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι αμέσως μετά τη λύση της συνεργασίας της με την ενάγουσα, η πρώτη εναγόμενη αφαίρεσε από την πρόσοψη και τα λοιπά σημεία του καταστήματος της, καθώς και από τα τιμολόγια-αποδείξεις, τα δελτία αποστολής, τις κάρτες, τις σφραγίδες της και τα διαφημιστικά της έντυπα παντός είδους, το ανωτέρω σήμα και διακριτικό γνώρισμα της ενάγουσας και έπαυσε να το χρησιμοποιεί, όπως αυτό είχε καθορισθεί και αποτυπωθεί στη δήλωση κατάθεσή του ή κατά οποιαδήποτε λεκτική ή σχηματική απομίμηση αυτού ή παραποιημένο κατά οποιονδήποτε τρόπο, σε διαφημίσεις, στη διάθεση προϊόντων ή κατά οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Ειδικότερα, σε αντικατάσταση του ως άνω σήματος και διακριτικού γνωρίσματος χρησιμοποίησε τη λεκτική ένδειξη «Beauty base», το οποίο φέρει ως κοινό, οπτικό και ηχητικό στοιχείο, με τα υπ’ αριθ. 124297/27-9-1994 και 124298/27-9-1994 σήματα της ενάγουσας, τη λέξη «Beauty». Το στοιχείο, όμως, αυτό δεν επαρκεί για να θεωρηθεί ότι αποτελεί απομίμηση ή παραποίηση των ως άνω σημάτων, καθόσον διαφοροποιείται επαρκώς, οπτικά και ηχητικά, από τη λέξη «base», το δε τμήμα των ως άνω σημάτων το οποίο αποτελείται από τη λέξη «Beauty» συνίσταται σε περιγραφική απλώς ένδειξη. Επιπροσθέτως, η συνολική οπτική εντύπωση του σύνθετου και διακριτικού γνωρίσματος, που χρησιμοποιεί η πρώτη εναγόμενη για τον προσδιορισμό των προϊόντων και των υπηρεσιών που παρέχει, διαφέρει επαρκώς από τα διακριτικά γνωρίσματα και τα νομίμως προστατευόμενα σήματα, που χρησιμοποιεί η ενάγουσα. Ως εκ τούτου η κατά τα ως άνω χρήση εκ μέρους της πρώτης εναγομένης της προπεριγραφομένης ένδειξης δεν δύναται να προκαλέσει στο μέσο καταναλωτή την εντύπωση ότι η δραστηριότητα της επιχείρησης της ταυτίζεται με τη δραστηριότητα της ενάγουσας καθοιονδήποτε τρόπο, ούτε ότι εξακολουθεί ακόμη να ανήκει στο δίκτυο που πακέτου δικαιόχρησης. Συνεπώς, δεν δημιουργείται, ούτε υφίσταται κίνδυνος δημιουργίας σύγχυσης στο καταναλωτικό κοινό από τη χρήση εκ μέρους της πρώτης εναγομένης της λεκτικής ένδειξης «Beauty base», ούτε προσβάλλεται η χρησιμοποίηση του σήματος φήμης της ενάγουσας, καθόσον δεν επέρχεται ούτε διάβρωση της διακριτικής του ικανότητας, ούτε πρόκειται για παρασιτικό ανταγωνισμό, δηλαδή για ανταγωνιστική επιβίωση της πρώτης εναγόμενης με σκοπό το αθέμιτο όφελος και την απόσπαση πελατείας. Εξάλλου, η ως άνω συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης δεν ήταν αθέμιτη προς την κρατούσα επιχειρηματική πολιτική, ούτε έπληξε παράνομα και υπαίτια το όνομα, τη φήμη και την αξιοπιστία της ενάγουσας εταιρείας στον εμπορικό κόσμο, η οποία εξακολουθεί να δραστηριοποιείται στον τομέων των καλλυντικών ειδών.
Μόνη δε η αθέτηση των συμβατικών δεσμεύσεων της πρώτης εναγόμενης δεν συνιστά πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν πρόσθετες επιβαρυντικές περιστάσεις. Ως εκ τούτου, η αγωγή, κατά τις κύριες βάσεις της που θεμελιώνονται στις διατάξεις των νόμων 2239/1994 «περί σημάτων» και 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού», τα συνεχόμενα με αυτές αιτήματα καθώς και το σχετικό αγωγικό αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατ’ ακολουθία, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά το μέρος που ασκείται κατά του δεύτερου εναγόμενου, καθόσον στρέφεται εναντίον του μόνο για την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης του ως διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης κατ’ άρθρο 947 ΚΠολΔ, συμψηφιζομένων των δικαστικών εξόδων μεταξύ αυτού και της ενάγουσας, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ). Η αγωγή δε αναφορικά με την πρώτη εναγόμενη πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στην ενάγουσα συνολικά το ποσό των λόγω της ενδοσυμβατικής της ευθύνης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη, που έκαστο εκ των επιμέρους κονδυλίων κατέστη απαιτητό, ήτοι από την επομένη της παρέλευσης της τελευταίας ημέρας έκαστου επόμενου μήνα από την έκδοση εκάστου τιμολογίου παροχής υπηρεσιών καθώς και από την επομένη της παρέλευσης εξήντα (60) ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου πώλησης έως την εξόφληση. Όσον αφορά το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης δεν είναι δυνατόν να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα (άρθρα 7 π.δ/τος 166/5-6-2003 και 908 ΚΠολΔ), γι’ αυτό το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της πρώτης εναγόμενης, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή κατά το μέρος που ασκείται κατά του δεύτερου εναγόμενου.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα, στο σύνολο τους, μεταξύ του δεύτερου εναγόμενου και της ενάγουσας.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή κατά το μέρος που ασκείται κατά της πρώτης εναγόμενης.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των με το νόμιμο τόκο από την επομένη, που έκαστο εκ των επιμέρους κονδυλίων κατέστη απαιτητό.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιουλίου 2011.