Δικαστήριο: Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών
Δικαστής: Ουρανία Φλεριανού
Δικηγόρος του γραφείου: Κ.Ε.Μακαρώνας
Αρ. απόφ. 186/2017
*
Ανακοπή κατά εκτελέσεως_Ειδική Διαδικασία άρθρ. 614 επόμ. (νέου)Κ.Πολ.Δ._άρθρ. 933 επόμ. Κ.Πολ.Δ._Κατάχρηση δικαιώματος δεν συντρέχει_ Δεν εφαρμόζεται η 953 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. περί ακατασχέτου μηχανημάτων Α.Ε._Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η κατάσχεση μηχανημάτων της οφειλετρίας Α.Ε. έστω και αν αυτή συνεπάγεται τη διακοπή της λειτουργίας της.
*
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤIKΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ (ΑΝΑΚΟΠΕΣ
Αριθμός Αποφάσεως 186/2017
ΊΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ουρανία Φλεριανού, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Αναστασία Μπαμπαλούκα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Αθήνα την 28-2-2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ανακόπτουσας: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία, που εδρεύει στα Άνω Λιόσια Αττικής (οδός Οδ. Ελύτη 99) με Α.Φ.Μ. 094501760 και νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Σωτήριο Κώρο.
Τον καθ’ ών η ανακοπή: ……………………………………………………………………………………..
από τους οποίους ο πέμπτος παραστάθηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Κυριάκο Μακαρώνα, ενώ οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο Δικηγόρο τους.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16-1 1-2016 υπ’ αριθμ. κατ. δικογράφου 1528/2016 ανακοπή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά το)ν καθ’ ών η ανακοπή, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι. Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΑΕΤΙΙΣΕ i ll ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΓΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση ανακοπή, η ανακόπτουσα ζητεί, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου τΐ|ς και για τους λόγους που αναφέρει, να ακυρωθούν η υπ’ αριθμ. 2665/18-10-2016 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης κινητών πραγμάτων του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ιωάννη Παπακωνσταντίνου και το υπ’ αριθμ . 2667/18-10-2016 απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης του ίδιου Δικαστικού Επιμελητή, και να καταδικαστούν οι καθ’ ών στη δικαστική δαπάνη της. Πρόκειται για εκδικαζόμενη κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αρθρ. 614 επ. ΚΓΙολΔ) ανακοπή των άρθρ. 933 επ. ΚΠολΛ, που εφαρμόζονται εν προκειμένου όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του Ν. 4335/2015 (άρθρ. 9 παρ. 3 του άρθρου πρώτου Ν. 4335/2015), δεδομένου ότι η εκτελεστική διαδικασία άρχισε την 25-7-2016 με την επίδοση προς την ανακόπτουσα της από 25-7- 2016 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. 3137/2016 προσωρινά εκτελεστής οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), ήτοι μετά την 1-1- 2016 (βλ. το σκεπτικό της υπ’ αριθμ. 30/2017 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, την οποία προσκομίζει με επίκληση η ανακόπτουσα ελλείψει άλλων αποδεικτικών εγγράφων). Περαιτέρω, η ανωτέρω ανακοπή εισάγεται παραδεκτά για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος καθ’ ύλη ν και κατά τόπον αρμοδίου Δικαστηρίου τούτου (άρθρ. 933 ΚΠολΔ) κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 937 παρ. 3 ΚΠολΔ), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρ. 934 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ, αφού κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 16-11-2016 και επιδόθηκε στους καθ’ ών εντός της προθεσμίας των σαράντα πέντε ημερών του άρθρ. 934 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ από την επίδοση αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στην ανακόπτουσα (βλ. την από 19- 10-2016 σχετική σημείωση της αρμόδιας Δικαστικής Επιμελήτριας Αργυρούς Κάρλου επί του αντιγράφου της υπ’ αριθμ. 2665/2016 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης κινητών, που προσκομίζει fie επίκληση ο ανακόπτουσα), όπα)ς δεν αμφισβητείται ειδικότερα από την καθ’ ής (ελλείψει σχετικής έκθεσης επίδοσης της ανακοπής και αντιγράφου αυτής με επισημείωση του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή ως προς την επίδοσή της στους καθ’ ών). Επομένως, η ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και ιη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρ. 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν, πλην άλλων, η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (OAAJI 62/1990 ΕλλΔνη 1991.501). Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (All 385/2010 και ΑΠ 381/2009 Τραπ. Νομ. Ηληροφ. «ΝΟΜΟΣ»). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρ. 281 ΑΚ, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιπτώσεις ως λ.χ. και όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 535/2015 και ΑΠ 1742/2004 Τραπ. Νομ. Πληροφ. «ΝΟΜΟΣ»),
Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, κατ’ εκτίμηση αυτού, η ανακόπτουσα εταιρία ζητεί να ακυρωθούν η υπ’ αριθμ. 2665/18-10-2016 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης κινητών πραγμάτων του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ιωάννη 1 Παπακωνσταντίνου και το υπ’ αριθμ. 2667/18-10-2016 απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης του ίδιου Δικαστικού Επιμελητή, επικαλούμενη ότι η επίσπευση της προσβαλλόμενης εκτελεστικής διαδικασίας από τους καθ’ ών της προκαλεί ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη και είναι καταχρηστική, αντικείμενη στη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ, δοθέντος ότι η ίδια, ενόψει της οικονομικής αδυναμίας της για την άμεση εξόφληση της επίδικης απαίτησης των καθ’ ών, τους πρότεινε την 30-9- 2016 (και πριν την επιβολή της ένδικης κατάσχεσης) τη σταδιακή αποπληρωμή της και την παράλληλη εξασφάλιση των καθ’ ών μέχρι, την εξόφληση, με τους ειδικότερα αναφερόμενους στην ανακοπή και στην από 30-9-2016 εξώδικη δήλωσή της όρους, στην οποία, ωστόσο, οι καθ’ ών ουδέποτε απάντησαν, παρότι έως το χρόνο του πλειστηριασμού, αν την είχαν αποδεχθεί, θα είχαν εισπράξει το ήμισυ της απαίτησής τους. Ωστόσο, ο λόγος αυτός, με τον οποίον επιχειρείται να θεμελιωθεί η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος των καθ’ ών η ανακοπή να επιδιώξουν την ικανοποίηση της αξίωσής τους μέσω πλειστηριασμού των επίδικων κινητών, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον τα εκτιθέμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρ. 281 ΑΚ, ήτοι δεν συνεπάγονται από μόνα τους υπέρβαση των ορίων, που θέτουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 953 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τις διατάξεις του Ν. 4335/2015, εξαιρούνται από την κατάσχεση τα πράγματα που είναι απολύτως απαραίτητα για τις στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειας του και, προκειμένου για πρόσωπα που με την προσωπική τους εργασία αποκτούν όσα τους χρειάζονται για να ζήσουν, τα πράγματα, τα οποία είναι απαραίτητα για την εργασία τους. H διάταξη αυτή, η οποία τέθηκε εκ λόγων επιεικείας προς τον οφειλέτη και ως εκ τούτου επιβάλλεται στενή ερμηνεία της, αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα ότι για την ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή, υπέγγυα είναι όλη η περιουσία του οφειλέτη, αποβλέπει δε στην αποφυγή, μέσω της κατάσχεσης τέτοιου είδους κινητών πραγμάτων, της επαγγελματικής αχρήστευσης και, συνεπεία αυτής, της οικονομικής εξόντωσης του καθ’ ού η εκτέλεση. Κατά την αληθή έννοια της εν λόγω διάταξης, προϋποθέσεις του ακατάσχετου των ανωτέρω κινητών πραγμάτων είναι, μεταξύ άλλοι ν, να χρησιμοποιούνται προς εξυπηρέτηση και υποβοήθηση της προσωπκής εργασίας που καταβάλλει ο οφειλέτης για να αποκομίσει τα προς το ζην αναγκαία, αφετέρου δε να πρόκειται περί πραγμάτων σχετικά μικρής αξίας, που δεν αντιπροσωπεύουν δηλαδή σοβαρό κεφάλαιο. Ως εκ τούτου, δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις επιχειρήσεων, που ασκούν την εμπορική δραστηριότητα τους με μίσθωση εργασίας άλλων προσώπων (βλ. Βαθρακοκοίλη. ΚΠολΔ, Αθήνα, 1997, Τόμος Ε’, άρθρ. 953, σ. 686). αφού το αποκομιζόμενο όφελος δεν είναι προϊόν προσωπικού μόχθου, αλλά επιχειρηματικό κέρδος, τα δε μηχανήματα και εργαλεία της επιχείρησης, που χρησιμεύουν για αποδοτικότερη εκμετάλλευση και αποκόμιση κέρδους προς εξασφάλιση κεφαλαιουχικών αγαθών και μεγαλύτερης ευμάρειας, δεν πρέπει να εξασφαλίζονται σε βάρος των πιστωτών της επιχείρησης (ΕφΓΙειρ 123/2015 Τραπ. Νομ. Πληροφ. «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΙΪΛ 961 1/1990 ΕλλΔνη 1991.1064).
Με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, η ανακόπτουσα εταιρία επιδιώκει την ακύρωση της υπ’ αριθμ. 2665/1 8-10-20] 6 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης κινητών πραγμάτων του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ιωάννη Παπακωνσταντίνου και του υπ’ αριθμ. 2667/18-10-2016 αποσπάσματος κατασχετήριας έκθεσης του ίδιου Δικαστικού Επιμελητή, ισχυριζόμενη τα κατασχεθέντα μηχανήματα και εργαλεία (φορτηγά αυτοκίνητα, αντλίες μπετόν και μονάδα παραγωγής έτοιμου σκυροδέματος) είναι απολύτους αναγκαία για την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας της με αντικείμενο την κατασκευή και εμπορία προϊόντων τσιμέντου και, ως εκ τούτου, είναι ακατάσχετα κατά τις διατάξεις του άρθρ. 953 ΚΠολΔ και του Συντάγματος. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, ο ως άνω λόγος ανακοπής είναι νόμω αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, με βάση όσα εκτέθηκαν στην αμέσως ως άνω νομική σκέψη της παρούσας, καθόσον τα κατασχεθέντα κινητά πράγματα δεν υποβοηθούν την προσωπική εργασία της ανακόπτουσας εταιρίας για να αποκτήσει τα απαραίτητα προς το ζην και, συνεπώς, δεν είναι ακατάσχετα κατ’ άρθρ. 953 ΚΠολΔ, ουδόλως δε η κατάσχεσή τους αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, ενδεχομένως, τα κατασχεθέντα είναι αναγκαία για την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας της ανακόπτουσας ανώνυμης εταιρίας και η απώλεια αυτών δύναται να οδηγήσει σε παύση της λειτουργίας της και διακινδύνευση της επιβίωσης των εργαζομένων της, όπως διαλαμβάνει η ανακόπτουσα, αφού η διασφάλιση της λειτουργίας της δεν πρέπει να πραγματοποιείται σε βάρος των πιστωτών της. Κατόπιν τούτων, δοθέντος ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή στο σύνολο της, να συμψηφιστεί όμως η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρ. 179 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. Απορρίπτει την ανακοπή.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του ν .. με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους Δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
|
|
|
|