ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΡ.ΑΠΟΦ. 301/2016

Δικαστήριο: Μονομ. Εφετείο Θεσσαλονίκης

Δικαστής: Αικατερίνη Παπαβασιλείου, Εφέτης.

Αρ. Απόφ.: 301/2016

Δικηγόρος του γραφείου: Κ.Ε.Μακαρώνας

*

Διατροφή συζύγου μετά τη διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεως_Απόρριψη αγωγής από το πρωτοβάθμιο λόγω μη κατεβολής τελών δικαστικού ενσήμου_Επαναφορά με κλήση και καταβολή των τελών αυτών_Απόρριψη εκ νέου της αγωγής(κλήσης) ως απαράδεκτης, εσφαλμένη_Παραδεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης_Διατροφή με βάση τις διατάξεις 1386,1387,1389,1390,1391 Α.Κ._Προϋποθέσεις_Η διατροφή, επί διασπάσεως της εγγάμου συμβιώσεως(αλλά του γάμου μη έχοντος λυθεί), είναι συνέπεια της υποχρεώσεως συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες και δεν εξομοιώνεται με εκείνην που ρυθμίζεται από την 1485 επ. Α.Κ._Ενστάσεις του υποχρέου.

ΑΡΙΘΜΟΣ:301/2016

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤ’

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή, Αικατερίνη Παπαβασιλείου, Εφέτη και την Γραμματέα Σταυριανή Κωνσταντιν ί δου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 27 Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α’ΈΦΕΣΗ

 

 

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΗΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ:……………η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κυριάκο Μακαρώνα (A.M.6484 Δ.Σ.Α.), βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

 

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ

 

 

 

 

ΤΟΥ

 

……………………ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Πανάγιως Βασιλείου (A.M.5901 Δ.Σ.Θ)

Β ΈΦΕΣΗ

 

 

 

 

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ

ΤΟΥ

ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ:

 

 

…………………….ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Πανάγιως Βασιλείου (A.M.5901 Δ.Σ.Θ)

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΤΟΥΣΑΣ: ……………….η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κυριάκο Μακαρώνα (A.M.6484 Δ.Σ.Α.), βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ενάγουσα, με τις υπ’ αριθμό εκθ. κατάθεσης     2446/237Μ/08-10-2010    (Α’)  και

830/122Μ/10-05-2013 (Β’) αγωγές της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, ζητούσε ό,τι ανέφερε σ’ αυτές. Το ως άνω Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμό 95/2014 οριστική απόφασή του, με την οποία κήρυξε απαράδεκτη την Α’ αγωγή και απέρριψε την Β’ αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι διάδικοι με τις υπ’ αριθμ εκθ. καταθ. 128/10-09-2014 (Α’) και 4 6/16-03-2015 (Β’) εφέσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας κα l ήδη εκκαλούσας Α* έφεσης – εφεσίβλητης Β’ έφεσης δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου αλλά κατέθεσε μονομερή – γραπτή δήλωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσε προτάσεις. Αντίθετα η πληρεξούσια δικηγόρου του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος Β’ έφεσης – εφεσιβλήτου Α’ έφεσης παραστάθηκε στο ακροατήριο και αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι από 28-7-2014 υπ’ αριθμ. κατάθ. δικ. 128/2014 και από 16-3-2015 υπ’αρ.κατ.δ ι κ . 46/2015 εφέσεις των εκκαλούντων, της ενάγουσας που ηττήθηκε και του εναγομένου, (που ηττήθηκε εν μέρει), κατά της υπ’ αριθ. 95/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, ασκήθηκαν εμπρόθεσμα με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, (άρθρα 495 επ. , 511 επ. ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοσή της, ενώ, από της δημοσιεύσεώς της (3-6-2014) μέχρι της ασκήσεως των εφέσεων (10-9-2014 και 16- 3-2015), δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρα 495 επ., 511 επ. 518&2 520 ΚΠολΔ). Επομένως και δεδομένου ότι, αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Εφετείου αυτού, {ΚΠολΔ 19), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, να διαταχθεί η συνεκδίκασή τους, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους, (άρθρα 24 6 και 524 ΚΠολΔ) και να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων τους.

Η ενάγουσα, (ήδη εκκαλούσα) , με τις α) από 23-9-2010 με αριθμό κατάθεσης δικ. 2446/2010 και β) από 19-4-2013 υπ’ αρ. κατ. δικ. 830/2013 αγωγές της, τις οποίες άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής κατά του εναγομένου, συζύγου της, επικαλούμενη διάσπαση της έγγαμης σχέσης τους, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει για διατροφή της το ποσό των 1.000,00 Ε μηνιαίως, λόγω του ότι η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάσθηκε από εύλογη γι’ αυτήν αιτία, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση των αγωγών, νομιμοτόκως από την επίδοση εκάστης αγωγής μέχρι την εξόφληση. Οι ανωτέρω αγωγές συνεκδικάστηκαν, η υπόθεση εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 95/2014 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, η μεν κλήση με την οποία η ενάγουσα επανέφερε προς συζήτηση την

Α’ αγωγή της, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, καθώς κρίθηκε ότι, η αγωγή αυτή είχε ήδη απορριφθεί δυνάμει της υπ’ αρ. 29/2013 απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου ως ουσία αβάσιμη, λόγω της πλασματικής ερημοδικίας της ενάγουσας λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, παρά το ότι το διατακτικό της ανωτέρω απόφασης είχε κηρύξει τη συζήτηση απαράδεκτη, η δε Β’ αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τόσο η εκκαλούσα με την έφεσή της, όσο και ο εκκαλών με την έφεσή του, ο οποίος θίγεται από την περιεχόμενη στην απόφαση κρίση και αιτιολογία σχετικά με το εύλογο της διάσπασης της έγγαμης σχέσης των διαδίκων, η οποία αποτελεί δυσμενές γι’ αυτόν δεδικασμένο σε μεταγενέστερη δίκη διατροφής, προσβάλλουν την απόφαση αυτή και παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί, ώστε, για την μεν εκκαλούσα να γίνει δεκτή στο σύνολο της, για τον δε εκκαλούντα να απορριφθεί η αγωγή. Πρέπει λοιπόν να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της έφεσης.

 

 

 

 

 

I. Από τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1β’ εδαφ. α’ ΚΠολΔ, κατά την οποία έφεση συγχωρείται μόνον κατά των οριστικών αποφάσεων του πρώτου βαθμού, οι οποίες περατώνουν όλη τη δίκη, ή μόνον τη δίκη για την αγωγή, ή ανταγωγή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 308 και 309 του ιδίου Κώδικα, συνάγεται ότι οριστικές

αποφάσεις είναι εκείνες που δέχονται ή

απορρίπτουν ολικά ή μερικά το αίτημα παροχής έννομης προστασίας και οι οποίες περιέχουν διάγνωση ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσεως και απεκδύουν το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία σε σχέση με το εν λόγω αίτημα, έτσι ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η ανάκλησή τους (άρθρο 309 εδ. α» ΚΠολΔ). Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνεται με σχετική διάταξη στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί την ουσία της απόφασης και περιέχει τη θέληση και διαταγή του δικαστηρίου, ή και στο σκεπτικό, αλλά ρητώς και σαφώς. Συνεπώς, δεν είναι οριστική και, ως εκ τούτου, δεν υπόκειται αυτοτελώς σε έφεση, η απόφαση με την οποία κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της υποθέσεως, έστω και εσφαλμένα, αφού το δικαστήριο δεν αποφαίνεται γιΧ αυτήν (υπόθεση) με οριστική παραδοχή ή απόρριψη του αντίστοιχου αιτήματος και δεν απεκδύεται από κάθε σχετική με την υπόθεση εξουσία του. Δεν έχει δε σημασία, αν νόμιμα ή όχι κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση, καθόσον, αν δεν συνέτρεχε λόγος απαραδέκτου, η απόφαση, ως μη οριστική, υπόκειται σε ανάκληση από το ίδιο το δικαστήριο. (ΑΠ 300/2010, ΑΠ 382/2005, ΝΟΜΟΣ Τρ.Νομ.Πληρ.). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα ενάγουσα αιτιάται την πρωτοβάθμια απόφαση, για το λόγο ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε ως απαράδεκτη την από 9-4-2013 υπ’ αρ. κατ. δικ. 685/92Μ/2-4-2013 κλήση της, με την οποία επανέφερε την από 23-9-2010 με αριθμό κατάθεσης δικ. 2446/2010 (υπό στοιχείο Α’) αγωγή προς συζήτηση. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα άσκησε το πρώτον την από 23-9-2010 με αριθμό κατάθεσης δικ. 2446/2010 (υπό στοιχείο Α’) αγωγή της. Κατά τη συζήτησή της κατά τη δικάσιμο της 12-12-2012 η ενάγουσα παρέλειψε να προσκομίσει το δικαστικό ένσημο. Συζητήσεως γενομένης εκδόθηκε η υπ’ αρ. 29/2013 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία κήρυξε τη συζήτηση της αγωγής απαράδεκτη. (βλ. προσκομιζόμενο αντίγραφο απόφασης) . Η ενάγουσα επανέφερε την αγωγή προς συζήτηση με την υπ’ αρ. 685/2013 κλήση της, καταβάλλοντος συγχρόνως το δικαστικό ένσημο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη (υπ’ αρ. 95/2014) απόφασή του απέρριψε την κλήση της ενάγουσας ως απαράδεκτη, με το συλλογισμό ότι, εσφαλμένα το προηγούμενο Δικαστήριο με την υπ’ αρ. 29/2013 απόφασή του είχε κηρύξει τη συζήτηση απαράδεκτη, καθώς στο σκεπτικό του διαλαμβάνεται η σκέψη της παράλειψης καταβολής δικαστικού ενσήμου εκ μέρους της ενάγουσας και εμμέσως της πλασματικής της ερημοδικίας. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, το διατακτικό της ανωτέρω (υπ’ αρ. 29/2013) απόφασης, έστω και εσφαλμένο, καθιστά αυτήν μη οριστική και μη υποκείμενη σε έφεση, ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, ενώ έπρεπε, μετά και την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, να δεχτεί την κλήση ως παραδεκτή και να προχωρήσει στη συζήτηση της υπό στοιχείο Α’ αγωγής, μετά την έκδοση της υπ’ αρ. 29/2013 απόφασης, η οποία δεν ήταν οριστική, ενώ δεν σημασία, κατά τα προαναφερθέντα, αν αυτή ήταν εσφαλμένη, εφόσον ήταν δεκτική ανακλήσεως από το δικαστήριο που την εξέδωσε. Επομένως, ο σχετικός λόγος της έφεσης με τον προβάλλεται η ανωτέρω αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το κεφάλαιο της υπό στοιχείο Α’ αγωγής και να δικαστεί αυτή στην ουσία της, μετά και την καταβολή του δικαστικού ενσήμου εκ μέρους· της ενάγουσας.

II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390 και 1391 Α.Κ. προκύπτει ότι για τη θεμελίωση αξίωσης του ενός από τους συζύγους για καταβολή σ’ αυτόν διατροφής σε χρήμα από τον άλλο, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, πρέπει ο ενάγων να επικαλείται και να αποδεικνύει τη συζυγική ιδιότητα, τη διακοπή της συμβίωσης για εύλογη αιτία, ότι οι βιοτικές του ανάγκες, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης, δικαιολογούν τον προσδιορισμό της διατροφής στο ζητούμενο με την αγωγή χρηματικό ποσό, χωρίς να είναι αναγκαίο και να εξειδικεύει τις ανάγκες αυτές, αναφέροντας και την απαιτουμένη για κάθε μία δαπάνη, αλλά αρκεί μόνο να αναφέρει το συνολικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του αυτών. Εξάλλου, δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται στην αγωγή, ούτε στην απόφαση, η αποτίμηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, αφού, η υποχρέωση για τη συνεισφορά αυτή υπάρχει, όσο διατηρείται η έγγαμη συμβίωση, ενώ όταν αυτή διακοπεί, αντικαθίσταται με τη χρηματική διατροφή, που προσδιορίζεται από τη σύγκριση των εκατέρωθεν οικονομικών δυνατοτήτων. Οι οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων, που προσδιορίζουν την αναλογία της συνεισφοράς καθενός απ’ αυτούς στη διατροφή αυτή, δεν αποτελούν στοιχείο της αγωγής, αλλά ενδέχεται να αποτελέσουν τη βάση σχετικής ένστασης του εναγομένου (ΑΠ 132/2003, ΑΠ 773/2014, ΝΟΜΟΣ, Τρ. Νομ. Πληρ.). Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η ένδικη αγωγική αξίωση, όπως το περιεχόμενο της εκτιμάται, προσδιορίζεται και οριοθετείται από τα αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, βρίσκει νομικό έρεισμα στις διατάξεις που προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Οι δε αγωγές είναι αρκούντως ορισμένες και νόμιμες, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, ενώ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ορισμένη και νόμιμη την Β’ αγωγή, δεν έσφαλε, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και συνεπώς ο λόγος της έφεσης περί αοριστίας των δύο αγωγών και εσφαλμένης υπαγωγής τους στο νόμο πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

III. Από τη διάταξη του άρθρου 1391 παρ. 1 ΑΚ, που ορίζει ότι, αν ο σύζυγος διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, η διατροφή που του οφείλεται από τον άλλον πληρώνεται σε χρήμα και προκαταβάλλεται κάθε μήνα, προκύπτει ότι, προϋπόθεση για την καταβολή σε χρήμα της, κατά το άρθρο 1390 του ίδιου κώδικα, οφειλόμενης διατροφής του συζύγου αποτελεί η από τον δικαιούχο διακοπή της έγγαμης συμβίωσης από εύλογη γι’ αυτόν αιτία, η προϋπόθεση δε αυτή πληρούται και όταν τη συμβίωση διακόπτει ο υπόχρεος σύζυγος χωρίς εύλογη αιτία. Το εύλογο ή μη της αιτίας διακοπής της έγγαμης συμβίωσης κρίνεται κυρίως ενόψει α) του περιεχομένου της κατά το άρθρο 1386 του ΑΚ αμοιβαίας υποχρεώσεως των συζύγων για συμβίωση, «εφόσον η σχετική αξίωση δεν αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος» και β) των εισαγομένων με το άρθρο 1387 του ίδιου κώδικα αρχών ρυθμίσεως του συζυγικού βίου, ότι, «οι σύζυγοι αποφασίζουν από κοινού για κάθε θέμα του συζυγικού βίου και η ρύθμιση από τους συζύγους του κοινού τους βίου πρέπει να μην εμποδίζει την επαγγελματική και την υπόλοιπη δραστηριότητα του καθενός από αυτούς και να μην παραβιάζει τη σφαίρα της προσωπικότητάς του». Θα πρέπει, δε, η εύλογη αιτία, υπαίτια ή ανυπαίτια, να αναφέρεται στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου, ή στο πρόσωπο και των δύο, με την έννοια υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο αντικειμενικά πρόσφορο για τη διακοπή της έγγαμης σχέσης γεγονός καθεαυτό και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου, ή και των δύο. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας που συνάγεται από τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια της εύλογης αιτίας, ότι δηλαδή τα δεκτά γενόμενα περιστατικά, αντικειμενικώς λαμβανόμενα, αποτελούν εύλογη αιτία διακοπής της έγγαμης συμβίωσης για το δικαιούχο σύζυγο, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά τη διάταξη 559 αρ. 1 εδ. β» ΚΠολΔ, κατά την έννοια της οποίας, η παραβίαση των διδαγμάτων ιδρύει λόγο αναιρέσεως αν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σΝ αυτούς. (ΑΠ 1028/2013, ΝΟΜΟΣ, Τρ.Νομ.Πληρ.). Εξ άλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389 και 1391 Α.Κ προκύπτει, ότι, ενόσω υπάρχει γάμος, έστω και αν έχει διασπασθεί η έγγαμη συμβίωση, η διατροφή είναι συνέπεια της υποχρεώσεως συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες, που θεσπίζεται με την πρώτη από τις άνω διατάξεις και δεν εξομοιώνεται με την συνηθισμένη διατροφή από τον νόμο που ρυθμίζεται από τα άρθρα 1485 επ. Η μη εξομοίωση της αξιώσεως διατροφής μεταξύ των συζύγων προς

 

την διατροφή από τον νόμο εκδηλώνεται και στο ότι, η υποχρέωση διατροφής του οφειλέτη συζύγου προς τον δικαιούχου που διέκοψε από εύλογη αιτία την έγγαμη συμβίωση, εξακολουθεί να υπάρχει, έστω και αν θέτει σε κίνδυνο την δική του διατροφή (αρθ. 1492, 1489.2 Α.Κ), εκτός αν υπάρχει άλλος υπόχρεος που θα μπορούσε να καταβάλει την διατροφή αυτή (αρθ. 1491 Α.Κ) (Στεφ. Ματθίας «Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΣΥΖΥΓΩΝ ΣΤΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ Η ΑΞΙΩΣΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ» NOB 31.1476 επ., Β. Βαθρακοκοίλης «ΤΟ ΝΕΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» εκδ.2000, αρθ. 1391 Α.Κ, σελ.260, σημ.30). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1392 εδ. β’ 1495 Α. Κ, συνάγεται ότι, ο σύζυγος που είναι υπόχρεος σε διατροφή, αν διακόψει με δική του πρωτοβουλία την έγγαμη συμβίωση, πρέπει να εξακολουθήσει να καταβάλλει σε χρήμα την οφειλόμενη διατροφή, ακόμη και αν αναγκάσθηκε να προβεί στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου. Εάν όμως, το παράπτωμα συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα του δικαιούχου, ο υπόχρεος μπορεί να ζητήσει τον περιορισμό της έκτασης της οφειλόμενης διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση του (ελαττωμένη διατροφή). Η διάταξη του άρθρου 1392 εδ. β» ΑΚ εφαρμόζεται και όταν ο δικαιούχος διατροφής σύζυγος υπέπεσε σε παράπτωμα, που αποτελεί βάσιμο υπαίτιο λόγο διαζυγίου και μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης (ΑΠ 1589/2005, Νόμος, Τρ.Νομ.Πληρ.). Για τη θεμελίωση του σχετικού ισχυρισμού, που λειτουργεί ως ένσταση του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται α») παράθεση του παραπτώματος του δικαιούχου συζύγου, β») προσδιορισμός του ποσού, το οποίο κατά την άποψη του εναγομένου πρέπει να αποτελέσει την ελαττωμένη διατροφή του ενάγοντος καl γ’) σχετικό αίτημα. Για να κριθεί, όμως, αν υπάρχει δικαίωμα στοιχειώδους διατροφής του ενάγοντος συζύγου, πρέπει πρώτα να ερευνηθεί αν υπήρχε δικαίωμα πλήρους διατροφής με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390 Α.Κ, και κατά συνέπεια να γίνει αποτίμηση των εισοδημάτων και των δύο συζύγων (ΑΠ 132/2003 Ε.Δ 44 .1299) .

 

IV. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που δ ιαμορφο’)θηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ» αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου (Ολ.ΑΠ 16/2006, ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 91/2011, ΑΠ 332/2014, ΝΟΜΟΣ, Τρ.Νομ.Πληρ.).

Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι, η έγγαμη συμβίωσή του με την ενάγουσα διακόπηκε από υπαιτιότητα της τελευταίας, δεν αποδείχτηκε βάσιμος. Αντίθετα, αποδείχτηκε ότι ol σχέσεις των διαδίκων έχουν κλονισθεί ισχυρά από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εναγομένου και ως εκ τούτου η ενάγουσα δικαιούται να ζητήσει από τον τελευταίο διατροφή, για το χρονικό διάστημα μιας διετίας από την επίδοση της υπό στοιχείο Α’ αγωγής και από την επίδοση της Β’ αγωγής μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου τους και όποτε αυτή επέλθει, διότι αυτός (ο γάμος) λύθηκε με τη με αριθμό 39/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, μετά δε τη λύση του γάμου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, παρέχεται διατροφή στο σύζυγο μόνο με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1442
του Α. Κ. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται να αξιώσει για τα επίδικα χρονικά διαστήματα και δη από την επίδοση της Α’ αγωγής και επί μία διετία και από την επίδοση της Β’ αγωγής και επί μία διετία, διατροφή, προσδιοριζόμενη σύμφωνα με τις ανάγκες αυτής, όπως είχαν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, συνεκτιμωμένων και των διαφοροποιήσεων που προκλήθηκαν από τη χωριστή διαβίωσή της, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι από τις εκατέρωθεν οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων και το συσχετισμό των οφειλομένων εκατέρωθεν συμβολών, προκύπτει διαφορά υπέρ της ίδιας, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στις υπό στοιχείο I και II μείζονες σκέψεις. Το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως σχετικά με την υπαιτιότητα της διάσπασης της έγγαμης σχέσης των διαδίκων, δεν έσφαλε, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς ο σχετικός λόγος της έφεσης του εκκαλούντος εναγομένου πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

Κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης

των διαδίκων, ο εναγόμενος εκμεταλλεύονταν…………..με μεγάλο

 

 

 

 

 

 

κύκλο εργασιών και πολλά κέρδη και καλλιεργούσε αγρούς με ελαιοκαλλιέργειες και σιτηρά. Ασχολήθηκε επίσης με εισαγωγές και εμπόριο γεωργικών μηχανημάτων και οχημάτων, δραστηριότητα η οποία του απέφερε σημαντικά κέρδη. Σύμφωνα δε με την κατάθεση της κόρης των διαδίκων …………..διατηρεί σε ατομικούς του λογαριασμούς τραπεζικές καταθέσεις ύψους 800.000 Ε, τις οποίες αποταμίευσε από τα εισοδήματά του, τα προερχόμενα από την εκμετάλλευση του καταστήματός του, τις αγροτικές του καλλιέργειες, την εμπορική του δραστηριότητα με την αγορά και μεταπώληση γεωργικών μηχανημάτων και οχημάτων και την εκμετάλλευση (μίσθωση) των ακινήτων του. Με την καταφανώς ισχυρότερη οικονομική κατάσταση του, έφερε το κύριο βάρος συντηρήσεως της οικογένειάς τους και με τα εισοδήματά του εξασφάλιζε στον ίδιο και στην ενάγουσα σύζυγο του τα αναγκαία βιοτικά αγαθά και μια άνετη διαβίωση, ενώ η ενάγουσα συνεισέφερε με την εργασία της, τόσο στις επαγγελματικές δραστηριότητές του, (αρτοποιείο, αγροί), όσο και στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών με την παροχή της προσωπικής της εργασίας στη συζυγική οικία και τη φροντίδα του συζύγου της και των τριών τέκνων

 

 

τους. Σήμερα είναι άνεργη, λόγω δε της προχωρημένης ηλικίας της και της κατάστασης της υγείας της, αλλά και των δυσμενών συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί στην αγορά εργασίας εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα, καθίσταται δυσχερής η εξεύρεση εκ μέρους της οποιοσδήποτε εργασίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης η ενάγουσα, η οποία κατά το χρόνο συζήτησης των αγωγών διένυε το 58° έτος της ηλικίας της, εργαζόταν, όπως προαναφέρθηκε, στην επιχείρηση του εναγομένου χωρίς να αμείβεται, τώρα ωστόσο δεν εργάζεται και δεν έχει κάποιο εισόδημα. Δεν επιβαρύνεται με δαπάνες στέγασης, διότι διαμένει στην ιδιόκτητη οικία της θυγατέρας της ………επιβαρύνεται όμως με τα λειτουργικά έξοδα της κατοικίας αυτής. Καταβάλλει το ποσό των 1.600 ευρώ ετησίως στον ΟΓΑ για την ιατροφαρμακευτική της περίθαλψη, αλλά και για να θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης.

 

 

Σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα

 

πραγματικά περιστατικά προκύπτει, ότι με βάση τις συνθήκες της ζωής της κατά την έγγαμη συμβίωση και όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τη διακοπή αυτής (συμβίωσης), η ενάγουσα, ενόψει των δυνάμεων αυτής και του συζύγου της, στις οποίες περιλαμβάνονται η περιουσία του και τα πιο πάνω εισοδήματά του, δικαιούται να αξιώσει από τον τελευταίο, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, χρηματική διατροφή οκτακοσίων (800,00) ευρώ το μήνα για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της Α’ αγωγής και επί μία διετία και από την επίδοση της Β’ αγωγής και επί μία διετία, μέχρι το χρονικό σημείο του αμετακλήτου της απόφασης λύσης του γάμου της. Το ποσό αυτό είναι αναγκαίο για την κάλυψη των αναγκών διατροφής της ενάγουσας, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ανάγκες τροφής,
ένδυσης·,   ύδρευσης,   φωτισμού,   θέρμανσης,

 

ψυχαγωγίας και συμμετοχής της στην κοινωνική ζωή. Συγκεκριμένα το μέτρο κάλυψης των αναγκών αυτών, είναι εκείνο που υπαγορεύουν ειδικότερα η ηλικία, καθώς και το επίπεδο διαβίωσης που υπήρχε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης και το παραπάνω αναφερόμενο ποσό είναι εκείνο που θα εξασφαλίσει στην ενάγουσα το ίδιο επίπεδο διαβίωσης, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, μετά τη διακοπή της συμβίωσής της με τον εναγόμενο. Το ποσό αυτό ο εναγόμενος είναι σε θέση να καταβάλλει χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή. Ως εκ τούτου, η προβαλλόμενη από τον εναγόμενο ένσταση των περιστάσεων (άρθρο 1391 § 2 του Α. Κ) πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Ως ουσία αβάσιμες πρέπει να απορριφθούν και οι ενστάσεις διακινδύνευσης της δικής του διατροφής, αλλά και παραπομπής της διατροφής της ενάγουσας στις θυγατέρες της, ενστάσεις τις οποίες ο εναγόμενος επαναφέρει με τους αντίστοιχους λόγους έφεσής του, οι οποίοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τέλος, ως νόμω αβάσιμη πρέπει να απορριφθεί και η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του ένδικου αγωγικού δικαιώματος, την οποία επίσης επαναφέρει με την έφεσή του, διότι, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στην υπό στοιχείο (IV) μείζονα σκέψη, τα εκτιθέμενα από τον εναγόμενο πραγματικά περιστατικά αποτελούν αρνητικούς του αγωγικού δικαιώματος ισχυρισμούς, και δεν στοιχειοθετούν καταχρηστικότητα του αγωγικού δικαιώματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε διαφορετικά, ως προς το αγωγικό δικαίωμα διατροφής της ενάγουσας, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης, με τους οποίους προβάλλεται το ανωτέρω σφάλμα, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η έφεση του εκκαλούντος εναγομένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, ενώ η έφεση της εκκαλούσας ενάγουσας πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, το Δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να δικάσει την ουσία της. Στη συνέχεια, οι δύο αγωγές, αφού συνεκδικαστούν, (24 6ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές ως βάσιμες και κατ» ουσία και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενάγουσα ποσό οκτακοσίων (800, 00) ευρώ το μήνα για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της Α’ αγωγής και επί μία διετία και από την επίδοση της Β’ αγωγής και επί μία διετία, μέχρι το χρονικό σημείο του αμετακλήτου της απόφασης λύσης του γάμου της, ως συνεισφορά για την τακτική μηνιαία σε χρήμα διατροφή της, με το νόμιμο τόκο από την κα­θυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, καθόσον πρόκειται για διαφορά μεταξύ συζύγων (άρθρο 179 και 183 ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις 1) από 28-7-2014 υπ’ αριθμ. κατάθ. δικ. 128/2014 και 2) από 16-3-2015 υπ’αρ.κατ.δικ. 46/2015 εφέσεις

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ τις εφέσεις από τυπική άποψη

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την (Β’) από 16-3-2015 υπ’ αρ. κατ. δικ. 46/2015 έφεση από ουσιαστική άποψη

ΔΕΧΕΤΑΙ την (Α’) από 28-7-2014 υπ’ αριθμ. κατάθ. δικ. 128/2014 έφεση από ουσιαστική άποψη

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 95/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης

ΔΙΑΚΡΑΤΕI την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την

ουσία της

ι

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις α) από 23-9-2010 με αριθμό κατάθεσης δικ. 2446/2010 και β) από 19-4- 2013 υπ’ αρ. κατ. δικ. 830/2013 αγωγές

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την 23-9-2010 με αριθμό κατάθεσης δικ. 2446/2010 αγωγή

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλλει την πρώτη ημέρα κάθε μήνα στη ενάγουσα, το ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ κατά μήνα, ως διατροφή της, για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής και επί μία διετία με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης, μέχρι την πλήρη εξόφληση

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 19-4-2013 υπ’ αρ. κατ. δικ. 830/2013 αγωγή

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλλεl την πρώτη ημέρα κάθε μήνα στη ενάγουσα, το ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ κατά μήνα, ως διατροφή της, για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής και επί μία διετία, μέχρι το χρονικό σημείο του αμετακλήτου της απόφασης λύσης του γάμου των διαδίκων με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης, μέχρι την πλήρη εξόφληση Και,

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδ ί κων

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου στο ακροατήριό του στις 12 Φεβρουαρίου 2016.

 

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ