ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ αρ.αποφ.1260/2018

ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αρ. Απόφασης: 1260/2018

Δικαστές: Θεοδούλη Οικονόμου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Ελένη Γκίνη, Πρωτοδίκης – Εισηγήτρια, Ανδρέας Μπότσαρης, Πρωτοδίκης.

Δικηγόρος του γραφείου: Κ.Ε.Μακαρώνας

*

Μεταβίβαση εταιρικών μεριδίων Ε.Π.Ε. ν. 3190/1955_Τύπος δικαιοπραξίας (συμβολαιογραφικό έγγραφο) υποχρεωτικός για την εγκυρότητα της υποσχετικής δικαιοπραξίας και του προσυμφώνου_Προθεσμία για την κατάρτιση οριστικής σύμβασης λειτουργεί ως διαλυτική αν έχει συμφωνηθεί ότι η άπρακτη πάροδός της επάγεται ανατροπή του προσυμφώνου και ματαίωση κατάρτισης της οριστικής σύμβασης_ Ο υπόχρεος από το προσύμφωνο πωλητής εταιρικών μεριδίων μπορεί να μεταβιβάσει σε τρίτον κατά τη διάρκεια της ως άνω προθεσμίας αλλ’ υπέχει ευθύνη κατά τις διατάξεις 330 επόμ., 335 επόμ., 362 επόμ. Α.Κ. (αποζημιωτική για θετική ζημία και διαφυγόν κέρδος του αγοραστή κατά την 298 Α.Κ.)_Αρραβών θεωρείται (402 Α.Κ.) ότι δόθηκε για κάλυψη της ζημίας του αναιτίου μέρους_ Μόνη η παραβίαση ενοχικής σύμβασης δεν συνιστά αδικοπραξία εκτός αν η σύμβαση παρεβιάσθη με πράξη ή παράλειψη η οποία θα ήταν παράνομη (αντίθετη στην 914 Α.Κ.)ακόμη και αν δεν υφίστατο συμβατική σχέση_ Αξιώσεις αγωγικές από ιδιωτικό προσύμφωνο πώλησης εταιρικών μεριδίων Ε.Π.Ε. για την απόδοση του αρραβώνος στο διπλάσιο δεν είναι νόμιμες ως μη γεννηθείσες από συμβολαιογραφικό προσύμφωνο και συνεπώς μη παράγουσες υποχρεώσεις των εναγομένων ούτε για θετική ζημία ούτε για διαφυγόν κέρδος_ Η μη τήρηση της υπόσχεσης για μεταβίβαση εταιρικών μεριδίων Ε.Π.Ε. δεν θεμελιώνει αδικοπραξία.

*

Αριθμός 1260/2018

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(Τακτική Διαδικασία)

ΣΥΓΚΡΟΤΉΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεοδούλη Οικονόμου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ελένη Γκίνη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Ανδρέα Μπότσαρη, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Φρειδερίκη Τσοκάρα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 15 Φεβρουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία που εδρεύει στο Λουξεμβούργο, με Α.Φ.Μ. στην Ελλάδα  της ΔΟΥ και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) …..,κατοίκου, με Α.Φ.Μ. της Δ.Ο.Υ., για τους οποίους προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1), 2) Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία και 3) για τους οποίους προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους, Κυριάκος Μακαρώνας (Α.Μ.Δ.Σ.Α. 006484), που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 01.09.2016 αγωγή τους, που

κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αύξοντα αριθμό προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά προκατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ν. 3190/1955 «περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης» κατ’ αρχήν το εταιρικό μερίδιο είναι μεταβιβαστό με πράξη εν ζωή, εκτός αντίθετου ορισμού στο καταστατικό (παρ. 1). Η μεταβίβαση του εταιρικού μεριδίου γίνεται μόνο με συμβολαιογραφικό έγγραφο (παρ. 3). Από την τελευταία αυτή διάταξη σε συνδυασμό με τις προηγούμενες, προκύπτει ότι η σύμβαση με την οποία τα μέρη ανέλαβαν την υποχρέωση να συνάψουν μεταβιβαστική σύμβαση μεριδίου ή μεριδίων Εταιρείας Περιορισμένη Ευθύνης πρέπει να υποβληθεί στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου για να είναι έγκυρη. Το ίδιο ισχύει και για την υποσχετική δικαιοπραξία και το προσύμφωνο (ΑΠ 772/2014, ΝοΒ 68, 2134, ΕφΘεσ 456/1996, Αρμ. 1996, 838, ΕφΑθ 4899/1979, Αρμ. 1980, 48, ΠΠρΑΘ 3669/2010, Νόμος, Αντάπαση, Δίκαιο της ΕΠΕ, όπου και περαιτέρω παραπομπές). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 166 του ΑΚ συνάγεται ότι το προσύμφωνο αποτελεί -καταρτισμένη σύμβαση, από την οποία γεννώνται υποχρεώσεις μεταξύ των συμβαλλομένων προς σύναψη της κύριας σύμβασης, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται σε αυτό. Εφόσον δε το παραπάνω άρθρο δεν περιέχει ειδικές διατάξεις, που διέπουν αυτό, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για τις σχέσεις που πηγάζουν από αυτό οι κανόνες που αφορούν γενικά όλες τις συμβάσεις ή την ειδική κατηγορία στην οποία υπάγεται ορισμένη τέτοια (ΑΠ 1131/1976, ΑρχΝ 28, 227). Η κύρια υποχρέωση που παράγεται από το προσύμφωνο είναι η υποχρέωση των μερών να συμπράξουν για την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης που σκοπείται με το προσύμφωνο. Στο αποτέλεσμα αυτό αποβλέπουν τελικά τα μέρη, δηλαδή στην εκπλήρωση του περιεχομένου του προσυμφώνου (Κρητικός, Το προσύμφωνον, 1980,σελ. 233). Ο χρόνος κατάρτισης της οριστικής σύμβασης μπορεί να καθορίζεται ρητά στο προσύμφωνο ή και να προκύπτει σιωπηρά από αυτό, μπορεί όμως να μην καθορίζεται ούτε ρητά ούτε σιωπηρά ο χρόνος αυτός στο προσύμφωνο, καθόσον από καμιά διάταξη νόμου δεν προκύπτει τέτοια υποχρέωση των μερών (Κρητικός, ο.π., σελ. 294). Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν με νέα τους συμφωνία να παρατείνουν την αρχική προθεσμία σύναψης της αρχικής σύμβασης. Ενδιαφέρον ζήτημα γεννάται αναφορικά με τη σημασία, η οποία πρέπει να προσδοθεί στην άπρακτη πάροδο της ορισμένης ημέρας προς σύναψη της οριστικής σύμβασης εκ μέρους του ενός είτε αμφοτέρων των μερών του προσυμφώνου. Στο θέμα αυτό προέχουσα σημασία έχει η προς τούτο βούληση των συμβαλλομένων μερών. Κατ’ αρχήν η εν λόγω προθεσμία, εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά, έχει απλώς το χαρακτήρα προθεσμίας εκπλήρωσης της παροχής των συμβληθέντων, οπότε η άπρακτη πάροδος αυτής δεν επάγεται ανατροπή του προσυμφώνου. Και μετά την πάροδο αυτής (προθεσμίας) και μέχρι τη συμπλήρωση της εικοσαετούς παραγραφής, στην οποία υπόκειται η σχετική αξίωση, μπορεί να ζητηθεί η σύναψη της οριστικής σύμβασης (ΑΠ 242/1991, Δνη 1993, 562, ΕφΛαρ 388/2014, Δικογραφία 2014, 7850). Οι συμβαλλόμενοι, όμως, μπορούν να ορίσουν ότι η άπρακτη πάροδος της ορισθείσας προθεσμίας, ανεξαρτήτως του λόγου που την προκάλεσε, επάγεται ανατροπή του προσυμφώνου και ματαίωση κατάρτισης της οριστικής σύμβασης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η προθεσμία λειτουργεί ως διαλυτική (άρθρο 210 ΑΚ). Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από την κατάρτιση του προσυμφώνου μέχρι τη σύναψη της οριστικής σύμβασης ο υπόχρεος από το προσύμφωνο προς κατάρτιση της οριστικής σύμβασης διατηρεί πλήρη την εξουσία νομικής και πραγματικής διάθεσης του αντικειμένου της οριστικής σύμβασης (Κρητικός, ο.π., σελ. 233). Έτσι, ο πωλητής από προσύμφωνο πώλησης κινητού ή ακινήτου πράγματος μπορεί να πωλήσει και να μεταβιβάσει περαιτέρω σε τρίτον το αυτό πράγμα (Κρητικός, ο.π., σελ. 341). Ο δανειστής από προσύμφωνο δεν αποκτά ενοχικό δικαίωμα υπέρτερο έναντι οποιουδήποτε άλλου ενοχικού δανειστή (Κρητικός, ο.π., σελ. 135). Στην περίπτωση, όμως, αυτή της μη εκπλήρωσης της ενοχής από το προσύμφωνο, εφαρμόζονται αναλογικά οι γενικές διατάξεις του ΑΚ και συγκεκριμένα των άρθρων 330 επ., 335 επ. και 362 επ., ειδικά δε στην περίπτωση της μεταβίβασης του περιουσιακού αντικειμένου (κινητού ή ακινή^όυ) του προσυμφώνου από τον πωλητή σε τρίτον, υπάρχει υπαίτιος αδυναμία παροχής αύτσύ (πωλητή), οπότε αυτός ευθύνεται σύμφωνα με το άρθρο 335 του ΑΚ σε αποζημίωση του δανειστή (αγοραστή από το προσύμφωνο). Ως παροχή εδώ θεωρείται όχι η σύμπραξη για τη σύναψη της οριστικής σύμβασης, η οποία αποτελεί κατά κυριολεξία την οφειλόμενη παροχή από το προσύμφωνο, αλλά η παροχή από τη σκοπούμενη οριστική σύμβαση. Η άσκηση της αξίωσης για αποζημίωση από τον από προσύμφωνο δανειστή δεν προϋποθέτει προηγούμενη σύναψη της οριστικής σύμβασης, αφού είναι βέβαιο από πριν, λόγω της αδυναμίας που έχει χωρήσει στο μεταξύ αναφορικά με την παροχή της οριστικής σύμβασης, ότι η σχετική αξίωση δεν πρόκειται να εκπληρωθεί (Κρητικός, ο.π., σελ. 341). Στις περιπτώσεις που γεννάται σε βάρος του οφειλέτη από προσύμφωνο, που ενήργησε αντισυμβατικά, υποχρέωση αποζημίωσης του άλλου μέρους για μη εκπλήρωση του προσυμφώνου, όπως επί υπαίτιας αδυναμίας, υπερημερίας κλπ., η οφειλόμενη αποζημίωση συνίσταται στο λεγόμενο θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπλήρωσης από την οριστική σύμβαση, δηλαδή ο δανειστής που ζημιώθηκε δικαιούται να αξιώσει ό,τι θα είχε εάν δεν υπήρχε η αντισυμβατική συμπεριφορά του οφειλέτη. Στο παραπάνω διαφέρον περιλαμβάνεται η θετική ζημία όσο και το διαφυγόν κέρδος (ΑΚ 298) (ΑΠ 242/1991, ο.π., ΕφΑΘ 224/2016, ΝοΒ 2016, 837, ΕφΑΘ 2180/2006, Δνη 2006, 1470, ΕφΑΘ 528/2005, Αρμ. 2007, 2012, ΕφΑΘ 2969/1998, Αρμ. 1999, 657, ΕφΛαρ 388/2014, ο.π., ΕφΛαρ 333/2001, ΕλλΔνη 43, 842). Εξάλλου, σύμφωνα με τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 402 ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση της σύμβασης δόθηκε αρραβώνας, εφόσον δεν ορίστηκε άλλο, θεωρείται ότι δόθηκε για την κάλυψη της ζημίας από τη μη εκτέλεση της σύμβασης, κατά δε το άρθρο 403 παρ. 1 ΑΚ ο υπαίτιος για τη μη εκτέλεση της σύμβασης χάνει τον αρραβώνα που έδωσε, ή αποδίδει διπλάσιο αυτόν που έλαβε. Υπαίτια μη εκπλήρωση είναι και η υπαίτια αδυναμία (ΑΠ 849/1976, ΝοΒ 25, 202). Κατά τα λοιπά είναι δυνατόν ο αρραβώνας να δοθεί και σε προσύμφωνο, διότι το προσύμφωνο είναι τέλεια σύμβαση και γεννάει τέλεια ενοχή (ΑΠ 605/1972, ΝοΒ 20, 1444, ΑΠ 104/1971, ΝοΒ 19, 593). Συνεπώς, ο αρραβώνας που δίνεται για εξασφάλιση προσυμφώνου υπάγεται στη ρύθμιση των άρθρων 402-403 ΑΚ. Έτσι, σε περίπτωση υπαίτιας αδυναμίας παροχής, ο αναίτιος μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα του άρθρου 380 ΑΚ (άρθρο 382) και ειδικότερα να θεωρήσει ότι η κατάρτιση της κύριας σύμβασης ματαιώθηκε και να κρατήσει ή να λάβει διπλάσιο τον αρραβώνα (ΕφΑΘ 12580/1990, Δνη 1991, 1636, ΕφΑΘ 6979/1987, ΕφΠειρ 106/1998, ΕλλΔνη 40, 428). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Για την υποχρέωση αυτή απαιτείται δηλαδή παράνομη και υπαίτια πράξη του δράστη. Μόνη η παραβίαση ενοχικής σύμβασης από κάποιον από τους συμβαλλομένους και όταν αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητά του δεν συνιστά αδικοπραξία με την παραπάνω έννοια και δεν γεννά πέραν των αξιώσεων του αντισυμβαλλομένου από τη σύμβαση και αξίωση αποζημίωσης αυτού κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, εκτός αν η παραβίαση της σύμβασης έγινε με πράξη ή παράλειψη, η οποία, αν γινόταν και χωρίς τη συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο επιβαλλόμενο από το δίκαιο και μάλιστα το παραπάνω άρθρο 914 καθήκον να μη ζημιώνει άλλον υπαίτια (ΟλΑΠ 967/1973, ΝοΒ 29, 505).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η πρώτη εξ αυτών, εταιρεία που εδρεύει στο Λουξεμβούργο αλλά διατηρεί Α.Φ.Μ. στη ΔΟΥ, νόμιμα εκπροσωπούμενη από τον δεύτερο εξ αυτών, κάτοικο, προσυμφώνησε με τις δύο πρώτες εναγόμενες, που είναι εταίροι σε ποσοστό 50% εκάστη, στην ημεδαπή εταιρεία (που δεν είναι διάδικος), με αντικείμενο την κατασκευή, λειτουργία και εκμετάλλευση δύο (2) φωτοβολταϊκών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη και στη να πουλήσουν με το από 18.01.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό το 100% των εταιρικών τους μεριδίων σε εταιρεία που θα συστήσουν στο Λουξεμβούργο και μέσω αυτής να τα αγοράσει η πρώτη ενάγουσα, στην οποία θα ανήκε μόνο ο φωτοβολταϊκός σταθμός της αντί τιμήματος 1.300.000 ευρώ, με τη ρητή συμφωνία για μείωση του τιμήματος κατά 40%, ώστε το καταβλητέο τίμημα να μην είναι κατώτερο του ποσού των 780.000 ευρώ, σε περίπτωση νομοθετικής κατάργησης της επιδότησης κατασκευής φωτοβολταϊκού σταθμού. Ότι η πρώτη ενάγουσα (αγοράστρια) κατέβαλε το ποσό των 130.000 ευρώ (10% του τιμήματος), και συγκεκριμένα 65.000 ευρώ σε καθεμιά από τις δύο πρώτες εναγόμενες (πωλήτριες), κατά την υπογραφή του προσυμφώνου, ως αρραβώνα. Ότι την 29.01.2010 καταργήθηκε νομοθετικά, η επιδότηση κατασκευής φωτοβολταϊκών σταθμών και το συμφωνηθέν τίμημα, αναπροσαρμόσθηκε αυτομάτως, σύμφωνα με το από 18.01.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο ποσό των 780.000 ευρώ, από το οποίο το υπόλοιπο οφειλόμενο τίμημα ανερχόταν στο ποσό των (780.000 – 130.000=) 650.000 ευρώ. Ότι την 24.06.2010 συστάθηκε στο Λουξεμβούργο η εταιρεία (που δεν είναι διάδικος) από την πρώτη και τρίτο των εναγόμενων, ως εταίρο σε ποσοστό 80% της δεύτερης εναγομένης, στην οποία () μεταβιβάσθηκαν όλα τα εταιρικά μερίδια της . Ότι η οριστική σύμβαση πώλησης των εταιρικών μεριδίων της τελευταίας στην ενάγουσα δεν καταρτιζόταν, διότι από τον Σεπτέμβριο έως το Νοέμβριο του 2010 η πρώτη ενάγουσα (αγοράστρια) διαπραγματευόταν με τις δύο πρώτες εναγόμενες (πωλήτριες) νέα μείωση του τιμήματος κατά 100.000 ευρώ, ώστε να απομένει υπόλοιπο προς καταβολή ποσού 550.000 ευρώ. Ότι οι πωλήτριες δεν συμφωνούσαν μετά τη νέα μείωση του τιμήματος, με τη διατήρηση στην οριστική σύμβαση του όρου περί δικαιώματος υπαναχώρησης της αγοράστριας, στην περίπτωση που η υλοποίηση του έργου της Νεμέας καθίστατο ανέφικτη, για λόγους που δεν οφείλονταν σε υπαιτιότητα της τελευταίας. Ότι οι διαπραγματεύσεις με την πρώτη ενάγουσα συνεχίστηκαν έως την 05.04.2011 ενώ οι πωλήτριες είχαν ήδη συμφωνήσει εν αγνοία της, την 22.02.2011, με το υπ’ αρ. προσύμφωνο πώλησης εταιρικών μεριδίων της συμβολαιογράφου Αθηνών, την πώληση των ως άνω εταιρικών τους μεριδίων σε άλλους αγοραστές (), αντί τιμήματος 725.080 ευρώ, από τους οποίους έλαβαν ως προκαταβολή το ποσό των 40.000 ευρώ κατά την υπογραφή του εν λόγω προσυμφώνου. Ότι το τελευταίο προσύμφωνο ομοίως δεν κατέληξε σε οριστική σύμβαση, διότι οι αγοράστριες πούλησαν τελικά την 26.07.2011, με το υπ’ αρ.  συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, τα ως άνω εταιρικά τους μερίδια στους αγοραστές, αντί τιμήματος 350.000 ευρώ που κατέβαλαν στην πρώτη εναγομένη, για τη μεταβίβαση του συνόλου (50%) των εταιρικών της μεριδίων στην και τιμήματος 105.000 ευρώ που κατέβαλαν στη δεύτερη εναγομένη, για την πώληση μόνον του 10% των εταιρικών της μεριδίων στην δηλαδή αντί συνολικού τιμήματος 455.000 ευρώ για το 60% των εταιρικών μεριδίων της. Ότι οι εναγόμενοι αντισυμβατικά, παράνομα και υπαίτια ματαίωσαν την κατάρτιση της κύριας σύμβασης. Με βάση το Ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζητούν, όπως παραδεκτά με την από 28.12.2016 προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεων, αφού δεν αντιλέγουν οι εναγόμενοι [για το παραδεκτό του περιορισμού του αιτήματος με την προσθήκη, πριν το Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’87/23.07.2015), βλ. ΑΠ 907/2004, Νόμος, ΕφΑΘ 316/1987, ΝοΒ 35, 780, ΕφΑΘ 6557/1986, ΕλλΔνη 1987, 660], περιόρισαν τα αιτούμενα κονδύλια για την πρώτη ενάγουσα κατά τα 3/4 αυτών σε αναγνωριστικά, του υπόλοιπου ¼ αυτών απομένοντος καταψηφιστικού και τα αιτούμενα κονδύλια για τον δεύτερο ενάγοντα στο σύνολο τους σε αναγνωριστικά, πλην ενός μέρους από την αιτούμενη ηθική βλάβη, ποσού 12.500 ευρώ, που απομένει καταψηφιστικό (άρθρα 223 εδ. β’, 294, 295 παρ. 1 και 297 ΚΠολΔ): Α) να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας: 1) στην πρώτη ενάγουσα: α) από το διπλάσιο του αρραβώνα, ποσού (130.000 x 2=) 260.000 ευρώ, το ποσό των 195.000 ευρώ, β) από το ποσό των 100.000 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη, το ποσό των 75.000 ευρώ, γ) από το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, το ποσό των 37.500 ευρώ και δ) από το ποσό των 30.000 ευρώ για θετική ζημία, το ποσό των 22.500 ευρώ, άπαντα νομιμοτόκως, και 2) στον δεύτερο ενάγοντα: α) το διπλάσιο του αρραβώνα, ποσού (130.000 x 2=) 260.000 ευρώ, β) από το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, το ποσό των 37.500 ευρώ και γ) το ποσό των 30.000 ευρώ για θετική ζημία, άπαντα νομιμοτόκως, Β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας: 1) στην πρώτη ενάγουσα: α) από το διπλάσιο του αρραβώνα, ποσού (130.000 x 2=) 260.000 ευρώ, το ποσό των 65.000 ευρώ, β) από το ποσό των 100.000 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη, το ποσό των 25.000 ευρώ, γ) από το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, το ποσό των 12.500 ευρώ και δ) από το ποσό των 30.000 ευρώ για θετική ζημία, το ποσό των 7.500 ευρώ, άπαντα νομιμοτόκως, και 2) στον δεύτερο ενάγοντα: α) από το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, το ποσό των 12.500 ευρώ, νομιμοτάρος, 3) να απειληθεί προσωπική κράτηση έξι (6) μηνών σε καθένα από τους πρώτη και τρίτο των εναγομένων, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθείς 4)να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά τους έξοδα.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, για την οποία εχει καταβληθεί το αναλογούν στο αντικείμενο της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθμ. διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ ΙΓ’ Αθηνών), αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9, 10, 18, 22, 25 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ). Με το περιεχόμενο, όμως, αυτό η υπό κρίση αγωγή είναι μη νόμιμη, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στην προεκτεθείσα νομική σκέψη, και πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την πρώτη κύρια βάση της αγωγής από το με ημερομηνία 18.01.2010 ιδιωτικό προσύμφωνο πώλησης εταιρικών μεριδίων ΕΠΕ, είναι μη νόμιμη και πρέπει να απορριφθεί, διότι η συμφωνία αυτή, για την οποία δεν συντάχθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο, λόγω της ακυρότητάς της, θεωρείται σαν να μην έγινε (ΕφΑΘ 2180/2006, ο.π., ΕφΑΘ 7120/2000, ΕλλΔνη 43, 1460) και ουδεμία υποχρέωση των εναγομένων γεννάται από αυτή (απόδοση του αρραβώνα στο διπλάσιο, διαφυγόντα κέρδη, θετική ζημία). Εξάλλου, οι ενάγοντες δεν επικαλούνται αδικαιολόγητο πλουτισμό των εναγομένων λόγω ακυρότητας της σύμβασης (ΕφΘεσ 456/1996, ο.π.) αλλά λόγω καταχρηστικής υπαναχώρησης των εναγομένων, που όμως προϋποθέτει έγκυρη σύμβαση (ΑΠ 338/2016, ΝοΒ 2016, 64), γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων ως βάσιμου. Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη και η δεύτερη κύρια βάση της αγωγής, που επιχειρείται να στηριχθεί στις διατάξεις περί αδικοπραξίας, για το λόγο ότι στο δικόγραφο της αγωγής δεν γίνεται αναφορά τέτοιων πραγματικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει ότι και χωρίς το από 18.01.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό η ενέργεια των εναγομένων να μην εκπληρώσουν τις απορρέουσες από αυτό υποχρεώσεις θα ήταν καθεαυτή παράνομη, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δεδομένου ότι από μόνη της η παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης δεν συνιστά αδικοπραξία, όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη. Το γεγονός ότι οι πρώτη και δεύτερη των εναγομένων υποσχέθηκαν να πουλήσουν την 05.04.2011 με συμβολαιογραφικό προσύμφωνο στους και τελικά μεταβίβασαν την 26.07.2011 με συμβολαιογραφική πράξη στους, το σύνολο (50%) και μέρος (10%) αντίστοιχα, των εταιρικών τους μεριδίων στην που με το από 18.01.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό είχαν αρχικώς υποσχεθεί να πουλήσουν στην ενάγουσα, δεν μπορεί να θεμελιώσει αδικοπραξία, διότι η πρώτη και δεύτερη εναγόμενες διατηρούσαν μέχρι τη σύναψη της οριστικής σύμβασης πλήρη την εξουσία νομικής και πραγματικής διάθεσης των εταιρικών τους μεριδίων στην, και συνεπώς μπορούσαν να τα πουλήσουν, ευθυνόμενες γι’ αυτό ενοχικώς (άρθρο 335 επ. ΑΚ) για την αθέτηση της σύμβασης(ΕφΑθ 528/2005, ο.π.. ΕφΑθ 5531/1989, ΕλλΔνη 34, 1654). Κατόπιν λοιπόν όλων των προεκτεθέντων, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη και τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγόντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 191 παρ. 2ΚπολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ α) την πρώτη ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίζει σε οκτώ χιλιάδες οκτακόσια ευρώ (8.800€) και β) τον δεύτερο ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίζει σε έξι χιλιάδεςοκτακόσια ευρώ (6.800€).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφσίστηκε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ