ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡ. ΑΠΟΦ. 2183/2017

Αρ. απόφ.: 2183/2017

Δικαστήριο: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Δικαστές: Σ.Αναστασόπουλος Πρόεδρος, Χ. Πέππας και Ευστρ. Βαρβαρίδης (Εισηγητής)

Δικηγόρος του γραφείου: Κ.Ε.Μακαρώνας

*

Παραπεμπτική κρίση του Τριμ. Διοικητικού Πρωτοδικείου (ενώπιον του οποίου ορθώς είχε εισαχθεί αγωγή κατά του Δημοσίου θεμελιουμένη στην 105 ΕισΝΑΚ για αποκατάσταση ζημία)_ Εισαγωγή στο Διοικ.Εφετείο το οποίο κρίνει εσφαλμένη την παραπομπή και αναπέμπει στο Τριμ. Διοικ. Πρωτοδικείο.

 

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 16ο Τριμελές

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις στις 14 Δεκεμβρίου 2016, με δικαστές τους: Σταύρο Αναστασόπουλο, Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, Χαράλαμπο Πέππα και Ευστράτιο Βαρβαρίδη (Εισηγητή), Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την Παναγιώτα Πανουργιά, δικαστική υπάλληλο,

γ ι α να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 31 Δεκεμβρίου 2007 (ΑΒΕΜ ΔΕΑ ΑΓ1641/18.12.2014)

της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ………………………για την οποία παραστάθηκε με την από 12.12.2016 δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., ο πληρεξούσιος δικηγόρος Κυριάκος Μακαρώνας.

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παραστάθηκε με την από 12.12.2016 δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ.2 του Κ.Δ.Δ., του δικαστικού πληρεξουσίου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Χρήστου Πουλάκου.

Το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη Η κρίση του είναι η εξής:

1. Επειδή, με την 11765/2014 παραπεμπτική απόφαση του

 

 

Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (τμήμα 28°), παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, ως καθ’ ύλη αρμόδιο, η κρινόμενη αγωγή. Με την αγωγή αυτή, όπως το αίτημά της νόμιμα περιορίστηκε και παραδεκτώς μετατράπηκε εν μέρει από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία ζητεί να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει το ποσό των 450.000 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει το ποσό των 455.649,52 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, ως αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., για την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη, λόγω της μη εξόφλησης από το Δημόσιο της αξίας εργασιών, οι οποίες της ανατέθηκαν από όργανα του εναγομένου, εκτός συμβατικού πλαισίου, για τη διεξαγωγή ελέγχου ασφαλείας αποσκευών επιβατών του Κρατικού Αερολιμένα Θεσσαλονίκης «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2007 έως 31.12.2007, άλλως βάσει των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επόμενα του Αστικού Κώδικα). Η αγωγή αυτή πρέπει κατά πρώτον να εξετασθεί εάν αρμοδίως εισάγεται για εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο.

2. Επειδή, στο άρθρο 19 παρ. 7 του π.δ/τος 774/1980 «Οργανισμός

Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ Α’ 189), όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 15 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α’ 88) και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 παρ.1 του ν. 2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199), μεταγενεστέρως δε τροποποιήθηκε με τα άρθρα 2 του ν. 3060/2002 (ΦΕΚ Α’ 242) και 9 παρ.3 του ν. 3090/2002 (ΦΕΚ Α’ 329), ορίζονται τα εξής: «Για τις προμήθειες αγαθών του άρθρου 1 του ν. 2286/1995 (ΦΕΚ Α’ 19), η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων εκατομμυρίων (500.000.000 δραχμών) ή ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.0000) ευρώ, καθώς και για την εκτέλεση έργων από το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τις δημόσιες επιχειρήσεις ή οργανισμούς, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το ποσό του ενός δισεκατομμυρίου (1.000.000.000) δραχμών ή δύο εκατομμυρίων εννιακοσίων χιλιάδων (2.900.000) ευρώ, διενεργείται υποχρεωτικά έλεγχος νομιμότητας της οικείας συμβάσεως, πριν από τη σύναψή της, από Κλιμάκια του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το προηγούμενο εδάφιο ισχύει και στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όταν το προϋπολογιζόμενο οικονομικό αντικείμενο τους υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων εκατομμυρίων (500.000.000 δραχμών) ή ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) ευρώ. Εάν δεν διενεργηθεί ο έλεγχος, η σύμβαση που συνάπτεται είναι άκυρη. Για το σκοπό του ελέγχου υποβάλλεται στο Κλιμάκιο από τον αρμόδιο Υπουργό ή φορέα ο φάκελος με όλα τα σχετικά έγγραφα και στοιχεία, ιδίως δε αυτά των οποίων η έλλειψη επιφέρει κατά την κείμενη νομοθεσία τον αποκλεισμό της συμμετέχουσας στο διαγωνισμό επιχείρησης. … Ο αρμόδιος Υπουργός ή φορέας μπορεί να ζητεί τη διενέργεια ελέγχου νομιμότητας και για επιμέρους φάσεις της σχετικής διαδικασίας που προηγούνται της σύναψης της οικείας συμβάσεως. Ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ολοκληρώνεται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη διαβίβαση σε αυτό του σχετικού φακέλου… Αιτήσεις ανακλήσεως των Πράξεων των Κλιμακίων σε περίπτωση πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο υποβάλλονται στη γραμματεία του αρμόδιου τμήματος από αυτόν που έχει σπουδαίο έννομο συμφέρον προς τούτο ή από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας χάριν του δημοσίου συμφέροντος, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κοινοποίηση της Πράξεως του Κλιμακίου στον οικείο φορέα και στον Γενικό Επίτροπο…Τις αιτήσεις ανακλήσεως εξετάζει Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο και αποφαίνεται επ’ αυτών μέσα σε τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες από την κατάθεσή τους…». Περαιτέρω, με το άρθρο 12 παρ.27 του ν. 3310/2005 (ΦΕΚ Α’ 30) ορίστηκε ότι ο προβλεπόμενος από τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 19 του π.δ. 774/1980 «Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου» έλεγχος της νομιμότητας επί των συμβάσεων προμήθειας αγαθών του ν. 2286/1995, παροχής υπηρεσιών και για την εκτέλεση έργων, διενεργείται υποχρεωτικά, πριν από τη σύναψή τους, από Κλιμάκια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον η προϋπολογιζόμενη δαπάνη τους υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ. (1.000.000 ευρώ).

3. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ο προβλεπόμενος υποχρεωτικός προσυμβατικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου εν όψει του ύψους της προϋπολογισθείσας δαπάνης, η προθεσμία ασκήσεως του οποίου είναι ενδεικτική και όχι αποκλειστική (βλ. ΕΣ Πράξη 129/2005 VI Τμήμα, Πράξη 366/2009 Ζ’ Κλιμακίου κ.ά.), αποτελεί ουσιώδη

 

τύπο της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως, παράλειψη τηρήσεως του οποίου καθιστά άκυρη τη σχετική σύμβαση (πρβλ. ΣΕ 3010/2009). Δηλαδή, για να θεωρείται νόμιμη μία διοικητική σύμβαση, εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, πρέπει να έχει υποστεί τον εν λόγω έλεγχο και να έχει κριθεί νόμιμη. Επομένως αξιώσεις προς ικανοποίηση απαιτήσεων για την παροχή προς το Ελληνικό Δημόσιο υπηρεσιών προβλεπομένων από άκυρη σύμβαση, λόγω μη διενέργειας του υποχρεωτικού ελέγχου νομιμότητας αυτής από το Ελεγκτικό Συνέδριο, που δεν γεννά διαφορά από σύμβαση, μπορούν να επιδιωχθούν με την άσκηση ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου αγωγής αποζημιώσεως, κατ’ άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΣτΕ 3104/2013 7μελούς πλειοψηφία). Τα αυτά ισχύουν, για την ταυτότητα του λόγου, στην περίπτωση κατά την οποία το Ελεγκτικό Συνέδριο, ενώπιον του οποίου εισάγεται η σύμβαση για υποχρεωτικό προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας υπό τις προϋποθέσεις των ως άνω διατάξεων του άρθρου 19 παρ.7 του Οργανισμού του, κρίνει ότι νόμιμοι λόγοι κωλύουν την υπογραφή των υποβληθέντων για προσυμβατικό έλεγχο σχεδίων συμβάσεων.

4. Επειδή, με το Ν. 1406/1983 (ΦΕΚ Α’ 182) υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν είχαν μέχρι τότε υπαχθεί σε αυτή, μεταξύ των οποίων και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την ευθύνη του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (άρθρο 1 παρ.2 περ. η’), καθώς και εκείνες που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά τις διοικητικές συμβάσεις (άρθρ. 1 παρ. 2 περ. Γ). Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος ορίζει στο άρθρο 3 παρ.1 ότι οι διαφορές του άρθρου 1 αυτού εκδικάζονται, εάν από το νόμο αυτόν δεν ορίζεται αλλιώς, από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, και στο άρθρο 7 παρ. 2 ότι οι διαφορές από διοικητικές συμβάσεις δικάζονται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από το τριμελές διοικητικό εφετείο. Περαιτέρω, στο άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999,ΦΕΚ Α’ 97 ), όπως ισχύει κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι: «1. Η, σε πρώτο βαθμό, εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στο τριμελές πρωτοδικείο. 2. Κατ’ εξαίρεση η εκδίκαση: α. των διαφορών από διοικητικές συμβάσεις ανήκει, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, στο εφετείο. …». Εξάλλου, στο άρθρο 7 παρ.1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Αρμόδιο στον πρώτο, ή πρώτο και τελευταίο, βαθμό είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η αρχή από πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια οργάνου της οποίας δημιουργήθηκε η διαφορά. …». Τέλος, στο άρθρο 12 του ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητά του. 2. Αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η υπόθεση υπάγεται … σε άλλο τακτικό διοικητικό δικαστήριο, παραπέμπει το ένδικο βοήθημα ή μέσο στο αρμόδιο δικαστήριο. Στην περίπτωση της παραπομπής, η απόφαση είναι υποχρεωτική για το ισόβαθμο ή κατώτερο δικαστήριο. 3. Αν η απόφαση για την παραπομπή είναι του πρωτοδικείου ή του εφετείου, αυτή δεν υπόκειται αυτοτελώς σε ένδικο μέσο. …».

5. Επειδή, στην εξεταζόμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την υπ’ αριθμό Δ11/Ε/35639/15051/ 27.9.2005 διακήρυξη προκηρύχθηκε από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (Υ.Π.Α.) ανοιχτός διαγωνισμός για την ανάδειξη αναδόχου-αναδόχων για τη διεξαγωγή του ελέγχου ασφαλείας αποσκευών επιβατών διαφόρων αερολιμένων, ο οποίος, όσον αφορά τον Κρατικό Αερολιμένα Θεσσαλονίκης «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» (ΚΑΘΜ), κατακυρώθηκε στην ενάγουσα εταιρεία, με την Δ11/Ε/2869/1323/27.1.2006 απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών (ΥΠ.Μ.Ε.). Κατόπιν αυτού, μετά από τη διενέργεια ελέγχου νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο, υπογράφηκε μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου η Σύμβαση No 4/2006, διάρκειας έως την 31.12.2006, με δυνατότητα μονομερούς εξάμηνης παράτασης εκ μέρους του Δημοσίου. Ακολούθησε η έκδοση της υπ’ αριθμ. Δ11/Ε/48982/19835/29.12.2006 απόφασης του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, με την οποία παρατάθηκε η ως άνω σύμβαση μέχρι την 30.6.2007. Μετά από αυτά, με την

 

 

 

Δ11/Ε/17146/7148/8.5.2007 διακήρυξη προκηρύχθηκε από την Υ.Π.Α. ανοιχτός διαγωνισμός για την ανάδειξη αναδόχου-ων για τη διεξαγωγή ελέγχου ασφαλείας επιβατών, χειραποσκευών, φορτίου και ταχυδρομείου, τον έλεγχο πρόσβασης προσώπων και οχημάτων και τη φύλαξη εγκαταστάσεων διαφόρων αερολιμένων, ο οποίος, ως προς τον Κρατικό Αερολιμένα Θεσσαλονίκης «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» (ΚΑΘΜ), ματαιώθηκε λόγω άσκησης προδικαστικών προσφυγών κατά της παραπάνω διακήρυξης του διαγωνισμού. Με τη δε Δ11/Ε/22074/9069/12.6.2007 απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, εγκρίθηκε η επανάληψη του εν λόγω ανοιχτού διαγωνισμού με τροποποιημένες τεχνικές προδιαγραφές. Ακολούθως, με την Δ11/Ε/25512/ 10303/2.7.2007 διακήρυξη προκηρύχθηκε από την Υ.Π.Α. ανοιχτός επαναληπτικός διαγωνισμός, με συντετμημένη προθεσμία, για την ανάδειξη αναδόχου-ων για τη διεξαγωγή των ίδιων ως άνω εργασιών. Ωστόσο για να διασφαλισθεί η διαρκής άσκηση, εντός του συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου, των παρεχομένων υπηρεσιών ασφαλείας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της διεθνούς, Ευρωπαϊκής και εσωτερικής νομοθεσίας, προς τις οποίες υποχρεούται να συμμορφώνεται η Ελλάδα, ανατέθηκε με απευθείας ανάθεση στην ενάγουσα ο έλεγχος ασφαλείας αποσκευών επιβατών για τον αερολιμένα ΚΑΘΜ για τα επιμέρους χρονικά διαστήματα από 1.7.2007 έως 31.7.2007 και από 1.8.2007 έως 19.8.2007, με τις αντίστοιχες αποφάσεις Δ11/Ε/25465/ 10280/02-7-2007 και Δ11/Ε/29412/12054/31.7.2007 του ΥΠ.Μ.Ε. Για δε το πιο πάνω χρονικό διάστημα (1.7.2007 έως 19.8.2007) υπογράφηκε στις 7.8.2007 μεταξύ των μερών, ήτοι μεταξύ της ενάγουσας και του Διοικητή της Υ.Π.Α., ως εκπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, η Σύμβαση No 13/2007, με την οποία συμφωνήθηκε η διεξαγωγή εργασιών ελέγχου ασφαλείας αποσκευών στον πιο πάνω Αερολιμένα. Εν τω μεταξύ, με την Δ11/Ε/25280/ 10122/29.6.2007 απόφαση του ως άνω Υπουργού, είχε εγκριθεί η διενέργεια απευθείας διαπραγματεύσεων για την ανάδειξη αναδόχου-ων για τη διεξαγωγή του προεκτεθέντος ελέγχου ασφαλείας, μεταξύ των άλλων και στον Κρατικό Αερολιμένα Θεσσαλονίκης «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» (ΚΑΘΜ), για το χρονικό διάστημα από 1.8.2007 έως 31.10.2007, έλεγχος ασφαλείας που τελικά ανατέθηκε στην ενάγουσα, με την υπ’ αριθμό Δ11/Ε/29413/12055/31.7.2007 απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, για το ως άνω χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια, μετά την υποβολή στο Ελεγκτικό Συνέδριο προς έλεγχο, με το από 6.8.2007 έγγραφο της Υ.Π.Α., των δικαιολογητικών και των σχεδίων των συμβάσεων, επακολούθησε ο προβλεπόμενος, λόγω ύψους των συμβάσεων, προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος απέβη αρνητικός, καθόσον το Ζ’ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την υπ’ αριθμό 246/2007 πράξη (συνεδρίαση της 13.8.2007), έκρινε ότι κατά νόμο συντρέχουν λόγοι που κωλύουν την υπογραφή των υποβληθέντων σχεδίων συμβάσεων. Κατά της πράξης αυτής η Υ.Π.Α. υπέβαλε την από 3.9.2007 αίτηση ανάκλησης, η οποία απορρίφθηκε με την 200/2007 Πράξη του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την ίδια ως άνω αιτιολογία. Ακολούθως, ενόψει του ότι εξακολουθούσε να συντρέχει κατεπείγουσα περίπτωση ανάθεσης των υπηρεσιών ελέγχου ασφαλείας αποσκευών επιβατών προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομαλή και αδιάλειπτη παροχή τους, τυχόν διακοπή παροχής των οποίων (υπηρεσιών) θα είχε άμεσες δυσμενείς επιπτώσεις, ανατέθηκε στην ενάγουσα εταιρεία, με την Δ11/Ε/39905/ 15632/17.10.2007 απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, η διεξαγωγή του παραπάνω ελέγχου στις αποσκευές των επιβατών στον Κρατικό Αερολιμένα Θεσσαλονίκης «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», για το χρονικό διάστημα από 17.10.2007 έως 31.12.2007. Στη συνέχεια, με το Δ11/Ε/39983/15713/ 18.10.2007 έγγραφο της Υ.Π.Α. υποβλήθηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο ο σχετικός φάκελος των δικαιολογητικών και του σχεδίου της σύμβασης για να πραγματοποιηθεί ο προβλεπόμενος έλεγχος νομιμότητας. Το Ζ’ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την υπ’ αριθμό 354/2007 πράξη (συνεδρίαση της 8.11.2007), έκρινε ότι συντρέχουν νόμιμοι λόγοι που κωλύουν την υπογραφή των υποβληθέντων σχεδίων συμβάσεων και, ως εκ τούτου, ο έλεγχος νομιμότητας απέβη αρνητικός. Κατά της πράξης αυτής η Υ.Π.Α. υπέβαλε την από 5.12.2007 αίτηση ανάκλησης, η οποία απορρίφθηκε με την 1/Συν.12η/2008 Πράξη του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την παρατεθείσα σ’ αυτή αιτιολογία. Κατόπιν αυτών, η ενάγουσα εταιρεία άσκησε
ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών την από 31.12.2007 κατατεθείσα αγωγή, με την οποία ζητεί, όπως το αίτημα της αγωγής πρωτοδίκως περιορίστηκε καθ’ ύψος και μετατράπηκε εν μέρει από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ποσό των 450.000 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει το ποσό των 455.649,52 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, ως αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., για την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη λόγω της μη εξόφλησης από το Δημόσιο της αξίας των προαναφερόμενων ανατεθειμένων εργασιών για τη διεξαγωγή ελέγχου ασφαλείας αποσκευών επιβατών του Κρατικού Αερολιμένα Θεσσαλονίκης «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» κατά το συνολικό χρονικό διάστημα από 1.7.2007 έως 31.12.2007, διαφορετικά σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ειδικότερα, με την αγωγή αυτή, μεταξύ άλλων, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω τα όργανα του Ελληνικού Δημοσίου παρανόμησαν, αφού προσέφυγαν στην επιλογή της εξαιρετικής διαδικασίας της σύναψης συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση προκήρυξης, παρά το ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση έκτακτης και κατεπείγουσας ανάγκης και ότι, σύμφωνα με τις Πράξεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κωλυόταν η υπογραφή των υποβληθέντων προς προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας σχεδίων συμβάσεων, για τους αναφερόμενους στις εν λόγω Πράξεις κατά νόμο λόγους. Επίσης, με την αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία υποστηρίζει ότι παρείχε σε όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα τις υπηρεσίες ελέγχου ασφαλείας που της είχαν ανατεθεί, τις οποίες ανεπιφύλακτα παρέλαβε το εναγόμενο, ότι έχει εκδώσει για την πληρωμή της αξίας των υπηρεσιών της αντίστοιχα τιμολόγια, τα οποία, όμως, επιστράφηκαν ανεξώφλητα από την Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου, καθώς και ότι εκδόθηκαν από τον Αερολιμενάρχη του Κρατικού Αερολιμένα Θεσσαλονίκης οι αντίστοιχες βεβαιώσεις καλής εκτέλεσης των υπηρεσιών. Το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, με την 11765/2014 απόφασή του, έκρινε ότι οι αξιώσεις της ενάγουσας εταιρείας προέκυψαν κατά την εφαρμογή νομοθεσίας που αφορά τις διοικητικές συμβάσεις, συγκεκριμένα δε ότι η διαφορά προέρχεται στο σύνολο της από διοικητική σύμβαση, και επομένως καθ’ ύλη αρμόδιο για να κρίνει την υπόθεση είναι το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, στο οποίο παρέπεμψε την αγωγή για εκδίκαση. Ειδικότερα, με την ως άνω απόφαση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έκρινε ότι η ένδικη διαφορά γεννήθηκε από την εκτέλεση των ανατεθειμένων στην ενάγουσα εργασιών, στηρίζονται δε οι αξιώσεις της αφενός οιην υπ’ αριθμό 13/2007 σύμβαση όσον αφορά την χρονική περίοδο από 1.7.2007 έως 19.8.2007, αφετέρου στις παραπάνω άκυρες συμβάσεις (ήτοι σχέδια συμβάσεων για τις οποίες δεν τηρήθηκε ο συστατικός έγγραφος τύπος) όσον αφορά το λοιπό ένδικο χρονικό διάστημα.

 

6. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, στην προκειμένη περίπτωση, η αξίωση της ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας, προς ικανοποίηση των απαιτήσεων της από την παροχή στο Δημόσιο υπηρεσιών προβλεπομένων από τις, κατά τα προεκτεθέντα, άκυρες συμβάσεις (σχέδια συμβάσεων), οι οποίες, κατά το στάδιο του υποχρεωτικού προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο, κρίθηκαν μη νόμιμες από τα αρμόδια Κλιμάκια και Τμήματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν εδράζεται σε συμβατικό πλαίσιο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη σκέψη 3 της παρούσας. Ενόψει αυτού, εν προκειμένω δεν γεννήθηκε διαφορά από διοικητική σύμβαση (πρβλ. πλειοψηφία ΣτΕ 3104/2013 επταμελούς), αλλά διαφορά η οποία στηρίζεται στην επικαλούμενη από την ενάγουσα παράνομη συμπεριφορά της Διοικήσεως, (σύναψη συμβάσεων με διαπραγμάτευση, χωρίς δημοσίευση προκήρυξης) δηλαδή σε πράξεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση εκ μέρους τους δημόσιας εξουσίας, οι οποίες έχουν ως βάση υποκείμενη έννομη σχέση δημοσίου δικαίου και, επομένως, για την εκδίκαση της ένδικης διαφοράς δεν είναι καθ’ ύλη αρμόδιο το οικείο Διοικητικό Εφετείο. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την παραπεμπτική απόφασή του, με την οποία λήφθηκε υπόψη και ότι, πάντως, τα σχέδια των συμβάσεων στην εξεταζόμενη περίπτωση είχαν υποβληθεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο για προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας, εσφαλμένα έκρινε, με βάση τις παρατιθέμενες στην απόφαση αυτή επιμέρους αιτιολογίες, ότι η ένδικη διαφορά

προέρχεται στο σύνολο της από διοικητική σύμβαση, και για το λόγο αυτό, εσφαλμένα έκρινε τελικά ότι η κρινόμενη αγωγή πρέπει να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο αυτό ως καθ’ ύλη αρμόδιο, Κατόπιν αυτών, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 3 της παρούσας, κατ’ άρθρο 12 παρ.1 και 2 του Κ.Δ.Δ., αφού κηρυχθεί το Δικαστήριο τούτο αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής, η οποία έχει ως κύρια νομική βάση τις διατάξεις του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ για την αποκατάσταση ζημίας σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση δημοσίας εξουσίας, πρέπει να παραπεμφθεί η αγωγή για εκδίκαση στο αρμόδιο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών. Το δε τελευταίο αυτό τακτικό διοικητικό δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 34 του ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α’ 150), είναι το μόνο αρμόδιο για να κρίνει στην εξεταζόμενη περίπτωση για προϋποθέσεις του παραδεκτού της ασκηθείσας αγωγής.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο για να κρίνει την αγωγή.

Παραπέμπει την αγωγή για εκδίκαση στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2017 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 7 Απριλίου 2017.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                         Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ

 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ