ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡ. ΑΠΟΦ. 3157/2017

Δικαστήριο: ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αρ. απόφ: 3157/2017

Δικαστές: Π. Ψυχογιού, Πρόεδρος, Γεώργιος Αυγέρης, Εισηγητής, Φώτιος Μουζάκης.

Δικηγόρος του γραφείου: Κ.Ε.Μακαρώνας

*

Αγοραπωλησία μετοχών Α.Ε._Υπαναχώρηση_Ερμηνεία όρων εξωεταιρικής συμφωνίας_513,516,340,341,383,385,173,200 ΑΚ.Κ._Όρος ισότιμης συμμετοχής του αγοραστή των μετοχών στο Δ.Σ. της Α.Ε._Δεν είναι αυτό η κύρια παροχή_Η παραβίαση του όρου αυτού από πλευράς του πωλητού των μετοχών δεν συνιστά πλημμελή εκπλήρωση ουσιώδη δικαιολογούσα υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης μετοχών που ολοκληρώθηκε με τη νόμιμη μεταβίβασή τους_Επικυρώνει την πρωτόδικη 2537/2014 Πολ.Πρωτοδ. Αθηνών.

*

Αριθμός απόφασης

3157/2017

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 14°

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Παρασκευή Ψυχογυιού, Πρόεδρο Εφετών, Γεώργιο Αυγέρη, Εφέτη- Εισηγητή, Φώτιο Μουζάκη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Ιωάννα Ξανθάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 16 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ……………………………………………την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Σταμάτης Κουμάνης, με δήλωση.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ- ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: …………………………………………………………………….

τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Κυριάκος; Μακαρώνας, με

Η εκκαλούσα- ενάγουσα ζητούσε να γίνει δεκτή η από 12.10.2010 (αριθ καταθ 10424/2010 αγωγή της.

Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η 2537/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την αγωγή.

Η εκκαλούσα- ενάγουσα με την από 17.4.2015 έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αριθμό 2521/20.1.2015, γράφηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για τις 3.3.2016, κατά την οποία αναβλήθηκε για την παραπάνω δικάσιμο, ζητεί την εξαφάνιση της παραπάνω απόφασης.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν δήλωση, σύμφωνα με την ΚΠολΔ 242 παρ.2 και προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες, αμφότεροι, ζητούν να γίνουν δεκτά, όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της 2537/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία (ΚΠολΔ 225 επ.) αφενός μεν έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις ΚΠολΔ 495 παρ.1, 511, 513, 516 παρ.1, 517, πριν από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, αφετέρου δε παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (ΚΠολΔ 19). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με ην από 12.10.2010 αγωγή της, που κατάθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (αριθ καταθ 10424/2010), εκθέτει ότι το Μάρτιο 2008 συμφώνησε με τους εναγομένους και ήδη εφεσίβλητους, μοναδικούς μετόχους, με ποσοστό 75% ο πρώτος και 25% ο δεύτερος, της εταιρείας με την επωνυμία ……………………………….της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανερχόταν στο ποσό των 5.430.000 ευρώ, διαιρεμένο σε 1.457.500 κοινές ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής; αξίας 4 ευρώ η καθεμία, να εισέλθει στην εταιρεία με την αγορά μετοχών και ειδικά να της μεταβιβαστεί από τους εναγομένους συνολικά το 34% του μετοχικού κεφαλαίου και να της παρασχεθεί και εξασφαλιστεί το δικαίωμα ισότιμης συμμετοχής της στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων. Ότι, ως τίμημα για τις παροχές αυτές συμφωνήθηκε το συνολικό ποσό των 7.820.000 ευρώ για την αγορά του 34% του μετοχικού κεφαλαίου ύψους 5.430.000 ευρώ, ενόψει και ιδία της παροχής των εναγομένων του δικαιώματος ισότιμης συμμετοχής ης στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, που συμφωνήθηκε ως θεμελιώδες προαπαιτούμενο για την εκ μέρους της αγορά του 34% του όλου αριθμού των μετοχών. Ότι, ειδικότερα στις 13.3.2008 κατήρτισαν δύο συμφωνητικά και δη τη «σύμβαση πώλησης μετοχών ανώνυμης εταιρείας» και το «συμφωνητικό μετόχων», που αποτελούν μία αδιαίρετη ενότητα (ενιαία σύμβαση), παρότι έχουν συνταχθεί σε δύο ξεχωριστά έγγραφα. Ότι με την πρώτη σύμβαση οι εναγόμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να της πωλήσουν 461.550 μετοχές, που αντιστοιχούσαν στο 34% του μετοχικού κεφαλαίου, και ειδικότερα ο πρώτος 325.800 μετοχές αντί 5.520.000 ευρώ και ο δεύτερος 135.750 μετοχές αντί 2.300.000 ευρώ. Ότι στο δεύτερο συμφωνητικό, το οποίο καταρτίστηκε και υπογράφηκε ταυτόχρονα με το πρώτο, καθορίσθηκαν οι υποχρεώσεις των εναγομένων έναντι της ενάγουσας που συνιστούσαν την κύρια παροχή τους, ήτοι την εξασφάλιση σε αυτήν του δικαιώματος ισότιμης συμμετοχής της στη διοίκηση και τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων και ειδικότερα προβλέφθηκε στο άρθρο 6 ότι το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας θα απαρτίζεται από επτά μέλη, από τα οποία τέσσερα θα επιλέγονται από τους μετόχους που συγκεντρώνουν την πλειοψηφία των μετοχών που ανήκουν στους παλαιούς μετόχους ή τους δικαιοδόχους αυτών και τρία θα επιλέγονται από την ενάγουσα, στο άρθρο 11 ότι σε περίπτωση παραίτησης, θανάτου ή παύσης με οποιονδήποτε τρόπο μέλους του διοικητικού συμβουλίου που έχει ορισθεί από τη μία πλευρά τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν έναντι αλλήλων την υποχρέωση και εγγυώνται όπως τα υπόλοιπα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ψηφίσουν ως αντικαταστάτη του παραιτηθέντος ή παυθέντος μέλους το πρόσωπο εκείνο που θα υποδειχθεί από την πλευρά αυτής, στο άρθρο 12 ότι κάποιες εταιρικές αποφάσεις θα λαμβάνονται με σύμφωνη πάντα γνώμη της νέας μετόχου, ήτοι από τη γενική συνέλευση με απαρτία και πλειοψηφία των 2/3 και από το διοικητικό συμβούλιο με πλειοψηφία των 5/7 του συνόλου των μελών του, η δε σχετική πρόβλεψη στο τελευταίο άρθρο ενσωματώθηκε στο άρθρο 23 παρ.3 του καταστατικού της εταιρείας και στο άρθρο 23 ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν έναντι αλλήλων την υποχρέωση και υπόσχονται να ψηφίζουν στα αρμόδια όργανα της εταιρείας έτσι ώστε να υλοποιούνται όλες οι συμφωνίες τους που προβλέφθηκαν στο συμφωνητικό αυτό. Ότι μετά την υπογραφή των ανωτέρω συμφωνητικών κατέβαλε το ποσό των 7.820.000 ευρώ στους εναγομένους και ειδικότερα 5.520.000 ευρώ στον πρώτο, ο οποίος μεταβίβασε και παρέδωσε σε αυτήν 325.800 μετοχές, και 2.300.000 ευρώ στον δεύτερο, ο οποίος μεταβίβασε και παρέδωσε σε αυτήν 135.750 μετοχές, και ότι εξελέγη διοικητικό συμβούλιο, το οποίο αποτελούταν από τέσσερα μέλη της επιλογής των εναγομένων και τρία μέλη της επιλογής της. Ότι από τον Ιανουάριο του 2010 οι εναγόμενοι έπαυσαν να εξασφαλίζουν την ισότιμη συμμετοχή της στη διοίκηση και τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων. Ότι στο διοικητικό συμβούλιο της 27.1.2010 αποφασίστηκε, με απλή πλειοψηφία των 4/7 των μελών του και παρά την εναντίωση των άλλων τριών μελών που αυτή είχε ορίσει, η ανάθεση της εκπροσώπησης, της διαχείρισης και της διοίκησης όλων των εταιρικών υποθέσεων αποκλειστικά στους εναγομένους και περαιτέρω η ανάθεση αποκλειστικά στον πρώτο εναγόμενο της αγοράς και της πώλησης όλων των προϊόντων που εμπορεύεται η εταιρεία, ανεξάρτητα από το ποσό των συναλλαγών, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό το άρθρο 12 του συμφωνητικού μετόχων. Ότι στο διοικητικό συμβούλιο της 23.4.2010 οι εναγόμενοι, εμμένοντας στην αθέτηση της κύριας συμβατικής υποχρέωσής τους για εξασφάλιση στην ενάγουσα ισότιμης συμμετοχής στη διοίκηση της εταιρείας, εξέλεξαν ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου τον…………………πρόσωπο που υπέδειξαν αυτοί, σε αντικατάσταση του………………….. τον οποίο αυτή είχε υποδείξει, παραβιάζοντας τα άρθρα 6 και 11 του συμφωνητικού μετόχων και το άρθρο 21 παρ.2 του καταστατικού της εταιρείας. Ότι η αθέτηση της υποχρέωσης των εναγομένων για εξασφάλιση της ισότιμης συμμετοχής της στη διοίκηση και τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων είναι τόσο ουσιώδης, ώστε αναιρεί το συμφέρον της στην αγορά του 34% των μετοχών, αφού προέβη στην ανωτέρω αγορά υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει αποφασιστική σύμφωνη γνώμη επί των εταιρικών υποθέσεων, πράγμα που θα διασφαλιζόταν και σε περίπτωση μεταβίβασης μετοχών με όσα προβλέπονταν στους όρους 15, 16 και 17 του συμφωνητικού μετόχων. Ότι λόγω της ουσιώδους, παράνομης και υπαίτιας αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεων των εναγομένων δικαιούται να υπαναχωρήσει από την από 13.3.2008 σύμβαση πώλησης μετοχών, η οποία αποτελεί μία ενιαία σύμβαση με το από 13.3.2008 συμφωνητικό μετόχων, σύμφωνα με το άρθρο 383 του ΑΚ. Ότι έχει ήδη υπαναχωρήσει με έγγραφη δήλωσή της, την οποία επέδωσε στον πρώτο εναγόμενο στις 17.9.2010 και στον δεύτερο εναγόμενο στις 22.9.2010, όπως προκύπτει από την 8136/17.9.2010 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Χαρίκλειας Τραπατσέλη και την 2589/22.9.2010 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Λαμίας Βασιλικής Φούρκα. Ότι κατόπιν των ανωτέρω οι εναγόμενοι οφείλουν να της επιστρέφουν το ποσό των 7.820.000 ευρώ, το οποίο τους είχε καταβάλει ως τίμημα για την αγορά των μετοχών, έντοκα με το νόμιμο τόκο από την υπαναχώρηση, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, αφού με την υπαναχώρηση και τη διάλυση της σύμβασης εξέλιπε η αιτία κατοχής του ανωτέρω ποσού, για την επιστροφή του οποίου ευθύνονται οι εναγόμενοι σε ολόκληρο σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 11 της σύμβασης, στο πρώτο εκ των οποίων προβλέπεται σε ολόκληρο ευθύνη των εναγομένων για τις συμβατικές υποχρεώσεις τους και στο δεύτερο σε ολόκληρο ευθύνη των εναγομένων σε περίπτωση οικονομικής ζημίας της ενάγουσας και υποχρέωσης καταβολής αποζημίωσης σε αυτή. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί, με την υπό κρίση αγωγή της, μετά τη νόμιμη τροπή του κυρίου αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και την παραίτηση από το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή με δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων της, η οποία έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και περιλαμβάνεται στις προτάσεις της (άρθρα 223, 295 και 297 ΚΠολΔ). να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλουν σε ολόκληρο το ποσό των 7.820.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο ο πρώτος από 18.9.2010 και ο δεύτερος από 23.9.2010, άλλως και οι δύο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, άλλως να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται να της καταβάλουν ο πρώτος εναγόμενος το ποσό των 5.520.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 18.9.2010 και ο δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 2.300.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 23.9.2010, άλλως και οι δύο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδά της σε βάρος των εναγομένων. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα- ενάγουσα με την έφεσή της, ισχυριζόμενη ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε την αγωγή, ζητώντας υστέρα από αυτά να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 513, 516, 340, 341, 383 και 385 ΑΚ, συνάγεται ότι στην αμφοτεροβαρή σύμβαση πώλησης, αν ο πωλητής εκπληρώσει μερικά την παροχή του και δεν την ολοκληρώσει, ο αγοραστής έχει ως προς το καθυστερούμενο τμήμα της παροχής δικαίωμα να τάξει εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση, δηλώνοντας συνάμα ότι μετά την πάροδο της αποκρούει την παροχή. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, ο τελευταίος έχει δικαίωμα ή να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση όχι όμως να απαιτήσει την παροχή. Επειδή όμως η παροχή δικαιώματος για μη εκπλήρωση της σύμβασης ή η ανατροπή όλης της σύμβασης λόγω υπαναχώρησης, αποτελούν δραστικές συνέπειες, η καλή πίστη (ΑΚ 288) επιβάλλει η πλημμέλεια να είναι τόσο ουσιώδης, ώστε ο δανειστής να μην έχει συμφέρον να δεχθεί πλημμελή παροχή. Διαφορετικά ο δανειστής δεν μπορεί να αποκρούσει την παροχή και να αξιώσει αποζημίωση για μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Τα παραπάνω δικαιώματα γεννιούνται υπέρ του αγοραστή και χωρίς να ορίσει προθεσμία εκπλήρωσης και να δηλώσει ότι μετά την πάροδο της αποκρούει την παροχή στην περίπτωση που από την όλη στάση του πωλητή προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο. Πότε συμβαίνει τούτο κρίνεται κατά τούς όρους της συναλλακτικής καλής πίστης και κατά τις συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως όταν ο πωλητής δηλώνει ρητά ότι δεν θα εκπληρώσει την παροχή του ή όταν κωφεύει στις επανειλημμένες οχλήσεις του αγοραστή ή γενικότερα δείχνει πλήρη αδιαφορία για την εκπλήρωση της παροχής. (ΑΠ 1814/2007, ΕφΑΘ 4774/87 ΕλΔνη 1998.1678). Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις ΑΚ 173 και 200, οι οποίες αλληλοσυμπληρώνεται, οι δηλώσεις βούλησης, που έχουν ισχύ και αυτοδεσμεύουν, ερμηνεύονται, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη, έτσι ώστε να διαπιστωθεί το αποφασιστικό και ισχύον νόημά τους. Η προσέγγιση του νοήματος των δηλώσεων, που επιτυγχάνεται με τις πιο πάνω ερμηνευτικές διατάξεις, καθιστά αναγκαία την αναφορά (αναγωγή) στο γράμμα, στο σύστημα και στο σκοπό, που δεν μπορούν να νοηθούν ως ανεξάρτητα μεταξύ τους, με τελικό στόχο να αποκαλυφθεί ή περισωθεί αυτό που πράγματι ήθελαν τα μέρη, δηλαδή η θεμελιώδης αρχή της ιδιωτικής βούλησης. Στην περίπτωση δε διαπίστωσης ασάφειας ή κενού, μετά την παραπάνω ερμηνευτική προσέγγιση, επιτυγχάνεται η πλήρωση αυτού (κενού), όταν, βέβαια, απαιτείται για να καταστεί εφικτή ή απλά σύμφωνη με το δικαιοπρακτικό σκοπό η εφαρμογή και η εκτέλεση της δικαιοπραξίας, δια της συμπληρωματικής ερμηνείας που στηρίζεται στις πιο πάνω ερμηνευτικές διατάξεις. Αναζητείται, δηλαδή, η ρύθμιση που τα μέρη ήθελαν, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, λαμβανομένων υπόψη, ενδεικτικά, των τυχόν διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν, το ιδιαίτερο νομικό και πραγματικό αποτέλεσμα που επιδίωκαν, τον οικονομικό σκοπό της σύμβασης, τα συμφέροντα του αποδέκτη της δήλωσης και το συσχετισμό με άλλες διατάξεις που τυχόν υπάρχουν και που μπορεί να αντιφάσκουν μεταξύ τους. (ΑΠ 250/98 ΝοΒ 47.772, με την εκεί σημείωση του καθηγητή Φίλιππου Δωρή, ΑΠ 844/98 ΕλλΔνη 40.145, ΑΠ 1179/96 ΕΕμπΔ ΜΖ.780, ΑΠ 79/96 ΝοΒ 46.332, Γεωργιάδης- Σταθόπουλος, Αστικό, Κώδιξ, Α’ τόμος, άρθρο 200, σελ. 324.

Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά και των εγγράφων που με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εφεσίβλητοι- εναγόμενοι ήταν μέτοχοι της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ……………………..η οποία είχε συσταθεί με την  13510/4.4.1994 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Σταματίας Καραγιαννόπουλου, σε συνδυασμό με την 13544/21.4.1994 διορθωτική πράξη της ίδιας συμβολαιογράφου και της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανερχόταν σε 5.430.000 ευρώ, διαιρεμένο σε 1.357.500 κοινές ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 4 ευρώ εκάστη. Από τις μετοχές αυτές 1.018.125, που αντιπροσωπεύουν το 75% του συνόλου, ανήκαν στον πρώτο εναγόμενο και 339.375 που αντιπροσωπεύουν το 25% του συνόλου, ανήκαν στον δεύτερο εναγόμενο. Αντικείμενο δραστηριότητας της εταιρείας ήταν η παραγωγή, επεξεργασία, τυποποίηση και εμπορία ελαιολάδου και σπορέλαιων, καθώς και η εμπορία δημητριακών, τυριών, γάλακτος και ζυμαρικών. Μεταξύ των εφεσίβλητων- εναγομένων, μετόχων της ανωτέρω εταιρείας και της εκκαλούσας- ενάγουσας, στις 13.3.2008, καταρτίστηκαν δύο συμβάσεις και ειδικά η από 13.3.2008 σύμβαση πώλησης μετοχών ανώνυμης εταιρείας και το με ίδια ημερομηνία συμφωνητικό μετόχων. Με την πρώτη εξ αυτών σύμβαση πώλησης μετοχών και σύμφωνα με τον όρο 05 της σύμβασης, ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει και να παραδώσει στην ενάγουσα 325.800 μετοχές και ο δεύτερος εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει και να παραδώσει σε αυτήν 135.750 μετοχές, έτσι ώστε η ενάγουσα να λάβει συνολικά 461.550 μετοχές, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 34% του συνόλου των μετοχών της εταιρείας, ενώ ο πρώτος εκ των εναγομένων να κατέχει, μετά την ολοκλήρωση της πώλησης, 692.325 μετοχές, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 51% και ο δεύτερος 203.625 μετοχές, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 15% του μετοχικού κεφαλαίου. Το συνολικό τίμημα για την πώληση των μετοχών συμφωνήθηκε (όρος 07 της σύμβασης) στο ποσό των 7.820.000 ευρώ, (5.520.000 ευρώ στον πρώτο εναγόμενο και 2.300.000 ευρώ στον δεύτερο εναγόμενο). Το τίμημα προσδιορίστηκε, κατά τον όρο 07.02, στο παραπάνω ποσό με βάση τη συμφωνηθείσα εκτίμηση της εταιρείας στο συνολικό ύψος των 23.000.000 ευρώ, που έγινε με τη μέθοδο της προεξόφλησης των ταμειακών ροών και με βάση τις δηλώσεις, υποσχέσεις και εγγυήσεις των πωλητών- εναγομένων, που αναφέρονται στον όρο 09 της σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο οι πωλητές, ευθυνόμενοι σε ολόκληρο έναντι της αγοράστριας, υπόσχονται ότι έχουν την πλήρη κυριότητα των μετοχών, ότι η μεταβίβαση των μετοχών δεν είναι αντίθετη με τυχόν συμβατικές υποχρεώσεις της εταιρείας έναντι τρίτων, ότι οι οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας έχουν συνταχθεί νόμιμα και με ακρίβεια αποτυπώνουν την αληθή οικονομική κατάσταση της εταιρείας, ότι δεν έχει επέλθει και δεν θα επέλθει μέχρι την ολοκλήρωση της μεταβίβασης των μετοχών δυσμενής μεταβολή στην νομική, οικονομική ή επιχειρηματική κατάσταση της εταιρείας, ότι αυτή είναι κυρία των συγκεκριμένων ακινήτων, ότι η εταιρεία δεν οφείλει ποσά προς τρίτους, πέραν των συνήθων συναλλαγών αυτής, ότι τηρεί τις φορολογικές της υποχρεώσεις και ότι δεν υφίστανται γεγονότα που να απειλούν επιβολή προστίμων ή έγερση αξιώσεων κατ’ αυτής ούτε υφίστανται εκκρεμείς υποχρεώσεις προς τρίτους πέραν του τραπεζικού δανεισμού και των υποχρεώσεων της εταιρείας από τις συνήθεις συναλλαγές της. Περαιτέρω, με τον όρο 08 της σύμβασης ρυθμίζεται η καταβολή του τιμήματος και ειδικά ότι θα καταβαλλόταν αυτό με δύο ή περισσότερες επιταγές που θα παραδίδονταν αντίστοιχα σε κάθε ένα πωλητή, εφόσον συνέτρεχαν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: 1) καταβολή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του φόρου μεταβίβασης για την εν λόγω πώληση μετοχών, 2) ολοκλήρωση της μεταβίβασης των μετοχών με υπογραφή των πράξεων μεταβίβασης των μετοχών προς την αγοράστρια και καταχώρηση μερίδας της αγοράστριας στο βιβλίο μετόχων της εταιρείας, 3) υπογραφή του συμφωνητικού μετόχων ~ου προβλέπεται στον όρο 14, 4) συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας κατά την οποία α) θα παραιτούνταν τρία μέλη του υφισταμένου επταμελούς διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας και στη θέση τους θα ορίζονταν προσωρινοί σύμβουλοι οι ……………………και β) θα αποφασιζόταν η έκδοση προσωρινών τίτλων για όλες τις μετοχές της εταιρείας και 5) έκδοση με βάση την ανωτέρω απόφαση του διοικητικού συμβουλίου στο όνομα της αγοράστριας προσωρινού τίτλου μετοχών για όλες τις μετοχές και παράδοση του σε αυτήν και επιπλέον ότι ποσοστό 15% του τιμήματος θα πιστωθεί και θα κατατεθεί ευθύς αμέσως μετά την πληρωμή του 85% του τιμήματος στον προβλεπόμενο στον όρο 12 της σύμβασης τραπεζικό λογαριασμό που θα ανοιχθεί επ’ ονόματι των δύο πωλητών και της αγοράστριας, προκειμένου να καταβληθεί αργότερα στους πωλητές σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στους όρους 12 και 13. Επίσης, με τον όρο 11 της σύμβασης, που αφορά τις αποζημιώσεις, συμφωνήθηκε ότι στην περίπτωση που οι δοθείσες με τον όρο 9 υποσχέσεις και εγγυήσεις αναδειχθούν ανακριβείς ή δεν τηρηθούν και επέλθει εξ αυτού οικονομική ζημία είτε της αγοράστριας είτε της εταιρείας, οι πωλητές αναλαμβάνουν, σε ολόκληρο ο καθένας, την υποχρέωση να αποζημιώσουν την αγοράστρια, αν μεν η ζημία επέλθει στην τελευταία, με την καταβολή ποσού ίσου με την ζημία που υπέστη, αν δε επέλθει στην εταιρεία είτε με την καταβολή ποσού ίσου με το ποσοστό συμμετοχής της στην εταιρεία είτε με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με ποσό ίσο με τη ζημία, αύξηση που θα καλύψουν οι πωλητές. Τέλος, με τον όρο 14 της σύμβασης, που αφορά το συμφωνητικό μετόχων, συμφωνήθηκε ότι αμέσως με την υπογραφή της παρούσας σύμβασης, θα υπογραφεί μεταξύ των συμβαλλομένων συμφωνητικό μετόχων που θα περιέχει πρόσθετες συμφωνίες μεταξύ αυτών, τα της εκλογής του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, τον τρόπο αναδιάρθρωσης και εφεξής διοίκησης αυτής, τις απαραίτητες τροποποιήσεις του καταστατικού κλπ. Ακολούθως, με τη δεύτερη σύμβαση, που υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων την ίδια ημερομηνία (13.3.2008) και τιτλοφορείται «συμφωνητικό μετόχων» γίνεται αρχικά αναφορά περί της σύναψης της σύμβασης πώλησης μετοχών ανώνυμης εταιρείας, που ήδη ανωτέρω αναφέρεται και της μετοχικής σύνθεσης της εταιρείας, όπως θα διαμορφωθεί με την ολοκλήρωση της πώλησης των μετοχών. Στη συνέχεια με τον όρο 03 του συμφωνητικού, οι συμβαλλόμενοι εκθέτουν ότι δικαιοπρακτικό θεμέλιο για τη σύναψη της σύμβασης πώλησης των μετοχών αποτέλεσε η σχεδιασθείσα επέκταση και ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εταιρείας με τις ακόλουθες επενδύσεις συνολικού ύψους 15.000.000 ευρώ περίπου και ειδικά α) η εγκατάσταση αποθήκευσης δημητριακών και ελαιούχων σπόρων από τη θυγατρική της εταιρεία στη Βουλγαρία, β) η αγορά εκ μέρους της θυγατρικής της εταιρείας αγροτικής έκτασης 7.000 έως 8.000 στρεμμάτων στη Βουλγαρία και γ) η ίδρυση εργοστασίου επεξεργασίας ελαιούχων σπόρων στο βιομηχανικό χώρο της εταιρείας στο Στεφανοβίκειο. Ακολούθως, με τον όρο 05 του συμφωνητικού ορίζουν ότι μετά τα ανωτέρω και προκειμένου τα συμβαλλόμενα μέρη να αποσαφηνίσουν τις σχέσεις και υποχρεώσεις τους ως μετόχων της εταιρείας τόσο μεταξύ τους όσο και μεταξύ αυτών και της εταιρείας, αλλά και να ορίσουν τον τρόπο διοίκησης και μελλοντικής λειτουργίας αυτής μετά την ολοκλήρωση της πώλησης των μετοχών στην ενάγουσα προέβησαν στις αναφερόμενες στους επόμενους όρους του συμφωνητικού ρυθμίσεις. Ειδικότερα, μεταξύ των συμφωνηθέντων, προβλέφθηκε με τον όρο 06 ότι το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας θα απαρτίζεται από επτά μέλη, από τα οποία τέσσερα θα επιλέγονται από τον μέτοχο ή τους μετόχους που συγκεντρώνουν την πλειοψηφία των μετοχών που ανήκουν στους παλαιούς μετόχους ή τους δικαιοδόχους αυτών και τρία θα επιλέγονται από τη νέα μέτοχο, στον όρο 11 ότι σε περίπτωση παραίτησης, αποχώρησης, θανάτου ή παύσης με οποιονδήποτε τρόπο μέλους του διοικητικού συμβουλίου που έχει ορισθεί από τη μία πλευρά τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν έναντι αλλήλων την υποχρέωση και εγγυώνται όπως τα υπόλοιπα μέρη του διοικητικού συμβουλίου ψηφίσουν ως αντικαταστάτη του παραιτηθέντος ή παυθέντος μέλους το πρόσωπο εκείνο που θα υποδειχθεί από την πλευρά αυτή, στον όρο 12 ότι οι ακόλουθες εταιρικές αποφάσεις θα λαμβάνονται με σύμφωνη πάντα γνώμη της νέας μετόχου και συνεπώς εάν λαμβάνονται από τη γενική συνέλευση θα απαιτείται απαρτία και πλειοψηφία των 2/3 και εάν από το διοικητικό συμβούλιο θα απαιτείται πλειοψηφία των 5/7 του συνόλου των μελών αυτού και ειδικά: α) αύξηση ή μείωση του εταιρικού κεφαλαίου, β) διανομή μερισμάτων, γ) εκλογή ορκωτών ελεγκτών και καθορισμός της αμοιβής τους, δ) διενέργεια πάσης φύσεως επενδύσεων αξίας άνω των 250.000 ευρώ κατά περίπτωση ή άνω των 500.000 ευρώ ετησίως καθώς και εξαγορές, συγχωνεύσεις και άσκηση νέων δραστηριοτήτων της εταιρείας, ε) αγορά, πώληση ή μίσθωση παγίων περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, στ) υποθήκευση ή ενεχύραση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, ζ) χάραξη, καθορισμός και τυχόν αναπροσαρμογή του επιχειρησιακού σχεδίου της εταιρείας, η) σύναψη πάσης φύσεως μακροπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων δανειακών συμβάσεων, θ) ίδρυση θυγατρικών εταιρειών ή υποκαταστημάτων της εταιρείας και ι) πρόσληψη ανώτατων στελεχών της εταιρείας και καθορισμός των αποδοχών και των βασικών όρων των συμβάσεων εργασίας τους, καθώς και λύση των συμβάσεων είτε με καταγγελία είτε συμβατικά, στον όρο 23 ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν έναντι αλλήλων την υποχρέωση και υπόσχονται να ψηφίζουν στα αρμόδια προς τούτο όργανα της εταιρείας έτσι ώστε να υλοποιούνται οι ανωτέρω συμφωνίες τους και στον όρο 24 προβλέφθηκε η ανατροπή της σύμβασης πώλησης των μετοχών για την περίπτωση που κάποιος από τους συμβαλλόμενους δεν καλύψει την προβλεπόμενη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά τη μεταβίβαση 461.550 μετοχών, λόγω πώλησης, για την οποία καταρτίστηκε η από 17.4.2008 σύμβαση και καταβλήθηκε ο σχετικός φόρος, όπως προκύπτει από τα 2190/16.4.2008 και 2191/16.4.2008 διπλότυπα είσπραξης εκδοθέντα από τη Δ.Ο.Υ. Αταλάντης, έγινε σχετική καταχώριση στο βιβλίο μετόχων της εταιρείας, στην οποία συμμετείχαν ο πρώτος εναγόμενος με 692.325 μετοχές, ο δεύτερος εναγόμενος με 203.625 μετοχές και η ενάγουσα με 461.550 μετοχές, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 51%, 15% και 34% του μετοχικού κεφαλαίου, αντίστοιχα. Επίσης, με την από 23.6.2009 απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας, το μετοχικό κεφάλαιο της αυξήθηκε κατά το ποσό του 1.850.000 ευρώ και ανήλθε σε 7.280.000 ευρώ, διαιρεμένο σε 1.820.000 κοινές ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 4 ευρώ η καθεμία και στην αύξηση αυτή συμμετείχαν οι διάδικοι ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους και συγκεκριμένα η εκκαλούσα- ενάγουσα έλαβε 157.250 μετοχές, ο εφεσίβλητος- πρώτος εναγόμενος 235.875 μετοχές και ο εφεσίβλητος- δεύτερος εναγόμενος 69.735 μετοχές. Από το έτος 2010 δημιουργήθηκαν προβλήματα στη συνεργασία των δύο πλευρών και ειδικά κατά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας στις 27.1.2010 ελήφθη με πλειοψηφία των 4/7 των μελών του, δηλαδή με τις ψήφους του πρώτου εναγομένου, του δεύτερου εναγομένου, του ……………και του…………, μειοψηφησάντων των τριών υπολοίπων μελών ……………..και ……………..είχαν αναδειχθεί από την ενάγουσα, η απόφαση ότι την εταιρεία εκπροσωπούν, δεσμεύουν και διοικούν για όλα τα ζητήματα οι εναγόμενοι, ενεργώντας από κοινού ή χωριστά με την υπογραφή του ενός εξ αυτών υπό την εταιρική σφραγίδα και επιπλέον ότι ο πρώτος εναγόμενος εκπροσωπεί την εταιρεία μόνος του στις αγορές και τις πωλήσεις προϊόντων. Η απόφαση αυτή ελήφθη κατά παράβαση του ανωτέρω αναφερόμενου όρου 12 του από 13.3.2008 συμφωνητικού μετόχων. Επίσης, στις 23.4.2010 συνεδρίασε το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, προκειμένου να εκλέξει αντικαταστάτη του παραιτηθέντος μέλους ………….ο οποίος είχε εκλεγεί καθ’ υπόδειξη της ενάγουσας, η οποία δια του μέλους του διοικητικού συμβουλίου …………υπέδειξε ως αντικαταστάτη του παραιτηθέντος μέλους …………….τον ……………του Γεωργίου, ενώ ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου…………….δεύτερος εναγόμενος) εισηγήθηκε να εκλεγεί ως νέο μέλος του διοικητικού συμβουλίου ο …………του Ιωάννη. Κατά την ψηφοφορία τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που είχαν αναδειχθεί από την ενάγουσα ………και ……… ψήφισαν υπέρ της εκλογής του………….ενώ τα υπόλοιπα μέλη, δηλαδή οι εναγόμενοι, ο …………και ο …………….ψήφισαν υπέρ της εκλογής του ……………….Με την απόφαση αυτή παραβιάστηκαν οι υποχρεώσεις  που είχαν αναλάβει οι εναγόμενοι με τους όρους 06 και 11 του από 13.3.2008 συμφωνητικού μετόχων. Η εκκαλούσα- ενάγουσα, λόγω των ανωτέρω αθετήσεων, που όπως εκθέτει, αφορούν την υποχρέωση των εναγομένων να της παράσχουν και να της εξασφαλίσουν το δικαίωμα ισότιμης συμμετοχής της στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, προέβη σε δήλωση υπαναχώρησης της σύμβασης πώλησης μετοχών, την οποία επέδωσε στον μεν πρώτο εναγόμενο στις 17.9.2010, στο δε δεύτερο εναγόμενο στις 22.9.2010 (βλ. τις 8136/17.9.2010 και 2589/22.9.2010 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Χαρίκλειας Τραπατσέλη και της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Λαμίας Βασιλικής Φούρκα, αντίστοιχα). Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η σύμβαση πώλησης των μετοχών και το συμφωνητικό μετόχων αποτελεί μία ενιαία σύμβαση και ότι οι υποχρεώσεις των εναγομένων που ανέλαβαν με το συμφωνητικό μετόχων συνιστούν την κύρια παροχή τους, ήτοι την παροχή προς την ενάγουσα να της παράσχουν και της εξασφαλίσουν το δικαίωμα ισότιμης συμμετοχής στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων. Ότι η αθέτηση της ανωτέρω υποχρέωσης των εναγομένων είναι τόσο ουσιώδης, ώστε αναιρεί το συμφέρον της στην αγορά ποσοστού 34% των μετοχών και ότι λόγω της ουσιώδους, παράνομης και υπαίτιας αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεων των εναγομένων αυτή δικαιούται, κατά την ΑΚ 383, να υπαναχωρήσει από την από 13.3.2008 σύμβαση πώλησης μετοχών, η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, αποτελεί μία ενιαία σύμβαση με το από 13.3.2008 συμφωνητικό μετόχων, ισχυρισμοί που αμφισβητούνται από τους εναγομένους.

Με βάση τα ανωτέρω, λαμβανομένου υπόψη και της αμφισβήτησης των εναγομένων, γεννάται ζήτημα ερμηνείας των επίδικων συμβάσεων, προκειμένου να ανευρεθεί το ισχύον και αποφασιστικό νόημα που ήθελαν τα μέρη ως προς ανωτέρω αμφισβητούμενο ζήτημα. Εκ των ανωτέρω προβλεπόμενων στις συμβάσεις, ερμηνευμένων όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη και χωρίς προσήλωση στις λέξει; (ΑΚ 173, 200), προκύπτει ότι μεταξύ των διαδίκων υπογράφηκαν δύο συμβάσεις σε διαφορετικά έγγραφα, αλλά την ίδια ημερομηνία και σε κάθε μία εκ των συμβάσεων γίνεται αναφορά της άλλης. Έτσι, στην μεν σύμβαση πώλησης μετοχών γίνεται μνεία του συμφωνητικού μετόχων τόσο στον όρο 08 (γ) που αφορά την καταβολή του τιμήματος, ανάγοντας την υπογραφή του συμφωνητικού μετόχων ως προϋπόθεση της καταβολής του τιμήματος πώλησης των μετοχών και στον όρο 14, όπου συμφωνείται η υπογραφή και του συμφωνητικού μετόχων που θα περιέχει πρόσθετες συμφωνίες, τα της εκλογής του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, τον τρόπο αναδιάρθρωσης και εφεξής διοίκησης αυτής κλπ. Στο δε συμφωνητικό μετόχων γίνεται μνεία της σύμβασης πώλησης στον όρο 01 που αναφέρεται στην κατάρτιση της σύμβασης πώλησης, στον όρο 02, όπου εκθέτει τη μετοχική σύνθεση της εταιρείας μετά την πώληση των μετοχών, στον όρο 03 όπου εκτίθεται ότι το δικαιοπρακτικό θεμέλιο για την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης των μετοχών αποτέλεσε η σχεδιασθείσα επέκταση και ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εταιρείας με τις καθοριζόμενες επενδύσεις συνολικού ύψους 15.000.000 ευρώ και στον όρο 24, που αφορά την ανατροπή της σύμβασης πώλησης των μετοχών κατά την περίπτωση που κάποιος από τους συμβαλλόμενους δεν καλύψει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Περαιτέρω, ρητά δηλώνεται στο συμφωνητικό μετόχων (όρος 03) ότι το δικαιοπρακτικό θεμέλιο της σύμβασης πώλησης μετοχών και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη αποτέλεσε η σχεδιασθείσα επέκταση των δραστηριοτήτων της εταιρείας, όπως ανωτέρω αναφέρεται και όχι, όπως διατείνεται η εκκαλούσα- ενάγουσα, το δικαίωμα για ισότιμη συμμετοχή στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, το οποίο, επιπλέον, δεν αποτελούσε και κύρια υποχρέωση στη σύμβαση πώλησης, αφού η κύρια παροχή είναι η μεταβίβαση των μετοχών κατά κυριότητα και η παράδοση αυτών στην αγοράστρια- ενάγουσα. Επίσης, όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, εξαρτήθηκε με τον όρο 08 (γ) της σύμβασης πώλησης των μετοχών, η καταβολή του τιμήματος για την αγορά των μετοχών, από την κατάρτιση του σύμφωνη κού μετόχων, κατά τον όρο 14 της σύμβασης. Όμως, με τον όρο 14 της σύμβασης πώλησης, πέραν της υποχρέωσης υπογραφής και του συμφωνητικού μετόχων, υποχρέωση που τηρήθηκε, γενική κατεύθυνση δίνεται περί του περιεχομένου αυτού, χωρίς να εκτίθενται, πολύ δε περισσότερο, να εξειδικεύονται εκείνα τα στοιχεία που κατά την εκκαλούσα- ενάγουσα αποτελούν ουσιώδη και θεμελιώδη για την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης μετοχών και ειδικά την υποχρέωση των εναγομένων- πωλητών να εξασφαλίσουν την ισότιμη συμμετοχή της ενάγουσας- αγοράστριας στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων. Ακολούθως, με το συμφωνητικό μετόχων καθορίζονται οι σχέσεις των συμβαλλόμενων μετά την ολοκλήρωση της πώλησης και της μεταβίβασης των μετοχών και η διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν με το συμφωνητικό αυτό έγινε, σύμφωνα με τους όρους 13 και 14 του συμφωνητικού μετόχων, με την ανάληψη της υποχρέωσης για σύγκληση καθολικής έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων για να τροποποιηθούν οι διατάξεις του καταστατικού της εταιρείας ώστε να δίνεται η δυνατότητα ορισμού του 1/3 των μελών του διοικητικού συμβουλίου από την εκκαλούσα- ενάγουσα, να διασφαλίζονται τα οριζόμενα στον όρο 12 του συμφωνητικού μετόχων και να συμπεριληφθεί δικαίωμα προτίμησης των μετόχων σε περίπτωση εκποίησης μετοχών της εταιρείας, γεγονότα που έλαβαν χώρα και έγιναν οι σχετικές συμβατικά οριζόμενες τροποποιήσεις. Επίσης, προβλέφθηκε, με τον όρο 24 του συμφωνητικού μετόχων, η ανατροπή της σύμβασης πώλησης μετοχών και αφού είχαν ήδη ρυθμιστεί οι σχέσεις των συμβαλλόμενων ως μετόχων πλέον της εταιρείας, μόνο για την περίπτωση που κάποιος από τους συμβαλλόμενους δεν καλύψει την προβλεπόμενη με τον όρο 14 του συμφωνητικού αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Μάλιστα, στον ανωτέρω όρο (24) του συμφωνητικού μετόχων, γίνεται ρητή αναφορά τόσο του όρου 03, όσο και του όρου 14, από τα οποία συνάγεται ότι τα μέρη απέβλεπαν με τη σύμβαση πώλησης στην επέκταση της εταιρείας και στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της με την πραγματοποίηση των προβλεπόμενων στο συμφωνητικό επενδύσεων και στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν α επενδύσεις με ιδία κεφάλαια. Εκ των ανωτέρω, συνάγεται ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει ένωση δύο τύπων συμβάσεων, κατά τέτοιο τρόπο που να δημιουργείται κάποια εξάρτηση μεταξύ τους ως προς τη νομική μεταχείρισή τους, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρηθεί ενιαία σύμβαση, υπαγόμενη σε ενιαίους κανόνες. Έτσι, λοιπόν, καθεμία από τις συμβάσεις και στον βαθμό που δεν υπάρχει εξάρτηση από την άλλη, διέπεται από τους δικούς της κανόνες, αφού δεν πρόκειται για ενιαία (δηλαδή μικτή) σύμβαση. Οι ανωτέρω δε αθετήσεις των συμφωνηθέντων εκ μέρους των εφεσίβλητων- εναγομένων και ειδικά οι δύο αποφάσεις (27.1.2010 και 23.4.2010) του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας,

αποτελούν παραβάσεις των υποχρεώσεων που οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν πρωτίστως με το τροποποιημένο με βάση τις προβλέψεις του συμφωνητικού μετόχων, καταστατικό της εταιρείας και δευτερευόντως των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με το συμφωνητικό μετόχων, δεδομένου ότι πράγματι τροποποιήθηκε το καταστατικό κατά τα προβλεπόμενα στο συμφωνητικό, που, όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, αποτελούσε τη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν με το συμφωνητικό μετόχων. Η παραβίαση όμως αυτή δεν αποτελεί και παράβαση κύριας και ουσιώδους υποχρέωσης που ανέλαβαν οι εφεσίβλητοι- πωλητές με τη σύμβαση πώλησης, έτσι ώστε να μπορεί η εκκαλούσα να ασκήσει το κατά την ΑΚ 383 δικαίωμα υπαναχώρησης. Και αυτό διότι το δικαίωμα της ισότιμης συμμετοχής της εκκαλούσας στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, που φέρεται ότι προσβλήθηκε με τις ανωτέρω αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, δεν αποτελεί κύρια παροχή των εφεσίβλητων στη σύμβαση πώλησης, ούτε δε συνιστά πλημμελή εκπλήρωση και μάλιστα τόσο ουσιώδη ώστε η εκκαλούσα ως δανείστρια να μην έχει συμφέρον στην πλημμελή παροχή και να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πώλησης. Περαιτέρω, δεν συντρέχει και περίπτωση ανατροπής του δικαιοπρακτικού θεμελίου της σύμβασης πώλησης, όπως εσφαλμένα διατείνεται η εκκαλούσα και η συνεπεία της ανατροπής διορθωτική λειτουργία της ΑΚ 288, που εφαρμόζεται αυτεπαγγέλτως, καθόσον, όπως ρητά συμφωνήθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη, με τον όρο 03 του συμφωνητικού μετόχων, δικαιοπρακτικό θεμέλιο της σύμβασης πώλησης των μέτοχων αποτέλεσε η σχεδιασθείσα επέκταση και ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εταιρείας με τις αναφερόμενες στο συμφωνητικά επενδύσεις συνολικού ύψους 15.000.000 ευρώ και όχι η ισότιμη, όπως διατείνεται η εκκαλούσα, συμμετοχή της στις εταιρικές υποθέσεις.

Δεχόμενη τα ίδια η εκκαλούμενη απόφαση και κρίνοντας, με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται (ΚΠολΔ 534), ότι η εκκαλούσα δεν είχε δικαίωμα να προβεί στη δήλωση υπαναχώρησης και η ασκηθείσα από αυτήν δήλωση δεν επιφέρει, ως έννομη συνέπεια, την αναδρομική απόσβεση των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων προς παροχή και τη συνακόλουθη υποχρέωση των εφεσίβλητων προς απόδοση του τιμήματος της πώλησης, με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δεν έσφαλε, κατ’ αποτέλεσμα και πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι σχετικοί πρώτος, δεύτερος, τρίτος και έκτος λόγοι της έφεσης. Απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, είναι και ο τέταρτος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση δεν αξιολόγησε την προβαλλόμενη από τους εφεσίβλητους ένσταση της ΑΚ 374, ως αποδοχή της νόμιμης λύσης της σύμβασης πώλησης, λόγω της υπαναχώρησης. Οι εναγόμενοι- εφεσίβλητοι, τόσο με τις προτάσεις όσο και με δήλωση ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά προέβαλε, όπως αναφέρεται, ισχυρισμό για τη μη νομιμότητα του αγωγικού αιτήματος, διότι δεν συνοδεύεται, ενώ πρόκειται για ανατροπή της σύμβασης αγοραπωλησίας, από αντίστοιχη προσφορά παράδοσης των μετοχών που η εκκαλούσα κατέχει. Με τον ανωτέρω ισχυρισμό των εφεσίβλητων- εναγομένων, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, επισημαίνεται ότι με την άσκηση της υπαναχώρησης, η οποία έχει ως συνέπεια την αναδρομική απόσβεση των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων προς παροχή και στην περίπτωση που αυτές έχουν εκπληρωθεί, την υποχρέωση να τις αποδώσουν με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εκτός της απόδοσης της παροχής της ενάγουσας, που ζητείται με την ένδικη αγωγή, με τις ίδιες διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού πρέπει να αποδοθεί και η παροχή των εναγομένων, δηλαδή οι μετοχές που αυτοί με τη σύμβαση της πώλησης της είχαν κατά κυριότητα μεταβιβάσει και παραδώσει. Δεν αποτελεί, λοιπόν, ένσταση της ΑΚ 374 και σε κάθε περίπτωση δεν θεωρείται ότι με την προβολή του παραπάνω ισχυρισμού αποδέχονται οι εφεσίβλητοι- εναγόμενοι ότι πράγματι είναι νόμιμη η άσκηση της υπαναχώρησης και έχει επέλθει η λύση της σύμβασης, όπως διατείνεται η εκκαλούσα. Τέλος με τον πέμπτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση δέχτηκε ότι η ευθύνη των αντιδίκων προς απόδοση του τιμήματος είναι διαιρετή και όχι σε ολόκληρο, διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για αθέτηση της συμβατικής υποχρέωσης των εφεσίβλητων που έλαβε χώρα με κοινή πράξη και έχει εφαρμογή η ΑΚ 926 εδ.α’ και ως εκ τούτου η ευθύνη πρέπει να είναι σε ολόκληρο παρά το γεγονός ότι πρόκειται για διαιρετή παροχή. Ο ανωτέρω λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον με την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης και εφόσον οι παροχές έχουν εκπληρωθεί, όπως φέρεται με την ένδικη αγωγή, αναζητούνται, με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, οι εκατέρωθεν παροχές και στην προκειμένη περίπτωση οι παροχές που η εκκαλούσα εκπλήρωσε, λόγω της σύμβασης πώλησης, σε καθένα εκ των εφεσίβλητων.

Συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμη η έφεση και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω ήττας της (ΚΠολΔ 183, 176, 191 παρ.2). Τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την ΚΠολΔ 495, να διαταχθεί, λόγω της ήττας, η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (βλ. το από 20.4.2015 έγγραφο κατάθεσης παραβόλων :ου Τμήματος Πολιτικών Ένδικων Μέσων του Πρωτοδικείου Αθηνών).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, αντιμολία των διαδίκων, την έφεση.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσία.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο

ταμείο.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσο των πεντακοσίων πενήντα (550) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι στις

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ